Εκτύπωση

Oμιλία Μεγάλου Βασιλείου εις το ρητόν του κατά Λουκάν Ευαγγελίου « καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω» και περί πλεονεξίας.

Κυριακή τοῦ Λουκά  Θ΄ (ΚΣΤ΄) Λουκ. ιβ΄ 16-21

 
1.Τὰ εἴδη τῶν πειρασμῶν εἶναι δύο. Εἴτε οἱ θλίψεις περνοῦν ἀπὸ βάσανο τὶς ψυχὲς, σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι, δοκιμάζοντας τὴν ἀξία τους μὲ τὴν ὑπομονή.  Εἴτε πολλὲς φορὲς οἱ ἴδιες οἱ καλοτυχίες τῆς ζωῆς γίνονται πειρασμοὶ στοὺς πολλούς.  Γιατὶ εἶναι ὅμοια δύσκολο μέσα στὶς ἀντιξοότητες νὰ κρατήση κανένας ὄρθια τὴν ψυχή του, ὅπως καὶ μέσα στὴν εὐτυχία νὰ μὴ φτάση στὴν ἔπαρση καὶ τὴν ὕβρη.  Παράδειγμα τοῦ πρώτου εἴδους τῶν πειρασμῶν εἶναι ὁ μεγάλος Ἰώβ, ὁ ἀξεπέραστος ἀθηλητής. Ἀφοῦ ἐκράτησε ὅλη τή δύναμη τοῦ διαβόλου, σὰν τὴν ὁρμὴ τοῦ χειρμάρρου, μ’ ἀκλόνητη καρδιὰ καὶ φρόνημα ἀμετάτρεπτο, τόσο ἰσχυρότερος ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς παρουσιάστηκε, ὅσο μεγάλα τοῦ φαινόταν καὶ ἀνυπέρβλητα πὼς τοῦ εἶχαν προβληθῆ παλαίσματα ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Παράδειγματα πάλι καλοτυχιῶν, ποὺ ἔγιναν πειρασμοὶ, εἶναι κι ἄλλα μερικὰ κι ὁ πλούσιος τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος.  Αὐτὸς πολλὰ πλούτη εἶχε  κι ἄλλα περίμενε.  Κι ὁ φιλάνθρω­πος Θεὸς δὲν τὸν καταδίκασε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν ἀχάριστο τρόπο του ἀλλὰ πρόσθετε πλούτη καινούργια στὰ πλούτη ποὺ εἶχε, μήπως δημιουργῶντας κόρο στὴν ἐπιθυμία του κινήση τὴν ψυχὴ του πρὸς τὴν κοινωνικότητα καὶ τὴν ἡμεράδα. Γιατί λέει· Κάποιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια κάρπισαν κι ἀναρρωτοῦσε τὸν ἑαυτὸ του, τί νὰ κάνω; Θὰ κατεδαφίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες.  Γιατὶ λοιπὸν κάρπισαν τὰ χωράφια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ κάρπισμα νὰ κάμη κανένα καλό; Γιὰ νὰ φανῆ καλύτερα ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ καλωσύνη του, ποὺ φτάνει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο.  Ρίχνει τὴ βροχὴ του σὲ δίκαιους καὶ ἄδικους καὶ βγάζει τὸν ἥλιο του γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς.  Ἡ τέτοια ὅμως ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μαζεύει μεγαλύτερη τιμωρία γιὰ τοὺς πονηρούς. Ἔφερε τὶς βροχὲς πάνω στὴ γῆ ποὺ καλλιεργοῦσαν τ’ ἀχόρταγα χέρια·  ἔδωσε τὸν ἥλιο νὰ θερμάνη τοὺς σπόρους καὶ νὰ πολλαπλασιάση τοὺς καρποὺς μὲ τὴν εὐφορία.  Τέτοια τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ·  καταλληλότητα τῆς γῆς,  εὐνοϊκὲς καιρικὲς συνθῆκες, ἀφθονία τοῦ σπόρου, ἐργασία τῶν ζώων, ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ χρειάζεται ἡ γεωργία γιὰ νὰ ἐπιτύχη.  Καὶ ποιά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ σκληρὸς τρόπος, ἡ μισανθρω­πία, ἡ δυσκολία στὴ μετάδοση.  Αὐτὰ ἦταν ἡ ἀντιπροσφορά του στὸν εὐεργέτη.  Δὲ θυμήθηκε τὴν κοινὴ φύση. Δὲν ἐνόμισε ὅτι ἔπρεπε νὰ μοιράσει τὸ παραπάνω στοὺς φτωχούς. Δὲν ὑπολόγισε καθόλου τὴν ἐντολή·  Μὴν σταματήσης νὰ εὐεργετῆς τὸ φτωχό.  Καὶ ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια ἄς μὴ σὲ ἐγκαταλείψουν·  Καὶ μοίραζε τὸ ψωμί σου στὸν πεινασμένο. Ὅλοι οἱ προφῆτες κι ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τοῦ ἐφώναζαν ἀλλὰ δὲν τοὺς ἄκουγε. Κι ἔτσι οἱ ἀποθῆκες ἔσπαζαν ἀσφυκτικὰ γεμᾶτες ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθῶν, ἐνῷ ἡ φιλάργυρη ψυχή του δὲν ἐχόρταινε.  Γιατὶ προσθέτοντας πάντα στὰ παλιὰ τὰ καινούργια κι αὐξάνοντας τὸν πλοῦτο του μὲ τὴν καθεχρονιάτικη προσθήκη, ἔφτασε στὸ ἀδιέξοφο αὐτό·  δὲν ἤθελε ἀπὸ πλεονεξία νὰ παραχωρήση τὰ παλιὰ καὶ νὰ δεχθῆ τὰ καινούργια δὲν μποροῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος τους.  Γι’  αὐτὸ κι οἱ σκέψεις του δὲν ἔφταναν σὲ τέλος, καὶ οἱ φροντίδες του δὲν εὕρισκαν λύση.  Τί νά κάμω;  Ποιός δὲ θὰ συμπονοῦσε αὐτὸν ποὺ βρισκόταν σὲ τέτοια πολιορκία; Δυστυ­χισμένος γιὰ τὴν εὐφορία, ἀξιολύπητος γιὰ τὰ    παρό­ντα ἀγαθά, ἀκόμα περισσότερο γιὰ ὅσα περίμενε.  Τοῦ δίνει τάχα εισοδήματα ἡ γῆ;  Τοῦ γεννᾶ στεναγμούς. Τοῦ χαρίζει καρποφορία; Φροντίδες μᾶλλον καὶ λύπη καὶ ἀμηχανία φοβερή. Ὅμοια μὲ τοὺς φτωχοὺς θρηνεῖ. Τὸ ἴδιο παράπονο δὲν ἔχει κι αὐτὸς ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια; Τὰ ἴδια λέει κι ὁ πλούσιος.  Ταράζεται ἡ ψυχή του καὶ τὴν κατατρώγει ἡ φροντίδα.  Μὲ ὅ,τι οἱ ἄλλοι χαίρονται, ὁ πλεονέκτης λιώνει.  Δὲ χαίρεται ποὺ εἶναι γεμᾶτες ὅλες οἱ ἀποθῆκες του, ἀλλὰ ξεσχίζει τὴν ψυχή του ὁ πλοῦτος ποὺ κυλᾶ καὶ ξεφεύγει ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες του, μήπως πηγαίνοντας στοὺς ξένους προξενήση κάποιο καλὸ στοὺς φτωχούς.
 
2. Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ πάθος τῆς ψυχῆς του μοιάζει μὲ τῶν λαίμαργων· προτιμοῦν νὰ σκάσουν ἀπὸ τὴ λαιμαργία παρὰ νὰ δώσουν ἀπὸ τ’ ἀπομεινάρια τους στοὺς φτωχούς.  Σκέψου, αὐτὸν ποὺ σοῦ ἔδωσε ἄνθρωπε.  Συλλογίσου ποιός εἶσαι, τί διαχειρίζε­σαι, ἀπὸ ποιόν τὰ πῆρες, γιατί προμηθεύτηκες ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔγινες ὑπηρέτης τοῦ καλοῦ Θεοῦ, τῶν ὁμοδούλων σου οἰκονόμος. Μὴ νομίζεις ὅτι ὅλα ἑτοιμάστηκαν γιὰ τὴν κοιλιά σου.  Σὰν ξένα νὰ θεωρῆς ὅ,τι ἔχεις στὰ χέρια σου.  Λίγο χρόνο σ’ εὐχαριστοῦν, ἔπειτα σκορποῦν καὶ φεύγουν.  Θὰ σοῦ ζητηθῆ λεπτομερὴς λογαριασμός γι’ αὐτά.  Σὺ ὅμως τὰ ἔχεις ὅλα μαζὶ κλεισμένα μὲ πόρτες καὶ μάνδαλα. Τὰ ἀσφάλισες μὲ σφραγῖδες καὶ μὲ ἄγρυπνη φροντίδα ἀναρρωτιέσαι, ἔχοντας τὸν ἑαυτό σου ἀνόητο σύμβουλο. Τί νὰ κάμω; Ἀπάντησε ἀμέσως· Θὰ χορτάσω τοὺς πεινασμένους, θ ἀνοίξω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ καλέσω τοὺς φωχοὺς ὅλους.  Θὰ ἀκολουθήσω τὸν Ἰωσὴφ στὸ κήρυγμα τῆς φιλανθρωπίας.  Θὰ φωνάξω δυνατά·  Ὅσοι δὲν ἔχετε ψωμὶ ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ νὰ πάρη μερίδιο ὁ καθένας σὰν ἀπὸ κοινὲς πηγὲς ὅ,τι τοῦ φτάνει ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ.  Δὲν εἶσαι τέτοιος ἐσὺ.  Γιατὶ; Στερεῖς ἀπὸ φθόνο τὴν ἀπόλαυση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κι ἀφοῦ συγκρότησες μέσα στὴν ψυχή σου πονηρὸ συμβούλιο, φροντίζεις ὄχι πῶς νὰ μοιράσης στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ χρειάζεται ἀλλὰ πῶς νὰ τὰ πάρης ὅλα σὺ καὶ νὰ στερήσης τὴν ὠφέλειά τους ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔφτασαν αὐτοὶ ποὺ ζητοῦσαν τὴν ψυχή του, κι αὐτὸς μαζί της συνομιλοῦσε γιὰ τρόφιμα.  Τὴν ἴδια νύχτα τὸν ἅρπαξαν καὶ σὲ χρόνια πολλὰ μὲ τὴ φαντασία του μετροῦσε τὴν ἀπόλαυση. Ἀφέθηκε νὰ τὰ σκεφτῆ ὅλα καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴ γνώμη του, γιὰ νὰ δεχτῆ τὴν ἀπόφαση, ἄξια γιὰ τὴν κακή του προαίρεση.
 
3.Μὴν τὸ πάθης σὺ τοῦτο. Γράφτηκε ἀκριβῶς γιὰ ν’ ἀποφύγωμε τὴν ἐξομοίωσή μας μ’ αὐτόν.  Μιμήσου τὴ γῆ, ἄνθρωπε. Δῶσε καρπούς, ὅπως ἐκείνη,      μὴ φανῆς χειρότερος ἀπό τὴν ἄψυχη γῆ. Ἐκείνη μεγάλωσε τοὺς καρποὺς της ὄχι γιὰ δική της ἀπόλαυση ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση ἐσένα. Σὺ ὅμως ὅποιο καρπὸ ἀγαθοεργίας πραγματοποιήσης τὸν συγκομίζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γιατὶ οἱ παροχὲς τῶν καλῶν ἔργων γυρίζουν σ’ αὐτοὺς ποὺς τὶς κάνουν. Ἔδωσες στὸν πεινασμένο, καὶ τὸ δῶρο γίνεται δικό σου μὲ προσθήκη. Ὅπως τὸ σιτάρι, ὅταν πέση στὴ γῆ, γίνεται κέρδος γι’ αὐτὸν ποὺ τὸ ρίχει, ἔτσι καὶ τὸ ψωμί, ὅταν τὸ δώσουμε στὸν πεινασμένο, πηγάζει ἄφθονη τὴν ὠφέλεια ἀργότερα. Ἄς γίνη λοιπὸν γιὰ σένα τὸ τέλος τῆς καλλιέργειας τῆς γῆς, ἀρχὴ τῆς σπορᾶς σου στὸν οὐρανό. Γιατὶ ἀδημονεῖς, γιατὶ βασανίζεις τὸν ἑαυτόν σου καὶ μάχεσαι νὰ περιτειχίσης τὸν πλοῦτο σου μὲ πηλὸ καὶ πλίθους; Εἶναι ἀνώτερο τὸ καλὸ ὄνομα ἀπὸ πλοῦτο πολὺ.  Κι ἄν θαυμάζης τὰ χρήματα γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ προξενοῦν, πρόσεξε πόσο ἀποτελεσματικώτερο γιὰ τὴ δόξα εἶναι, νὰ λέγεσαι πατέρας ἐμέτρητων παιδιῶν ἀπὸ τὸ νὰ ἔχης μύρια χρυσᾶ στὸ χρηματοκφυλάκιό σου.  Τὰ χρήματα θὰ τ’ ἀφήσῃς ἐδῶ κι ἄς μὴ θέλῃς. Τὴν τιμὴ ποὺ σοῦ περιποιοῦν οἱ καλοὶ φίλοι θὰ τὴ μεταφέρης στὸν Κύριο, ὅταν λαὸς ὁλόκληρος τριγυρίζοντάς σε μπροστὰ στὸν κοινὸ κριτὴ θὰ σοῦ δίνουν τὸ ὄνομα τοῦ τροφέα καὶ τοῦ εὐεργέτη κι ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς φιλανθρωπίας.  Δὲ βλέπεις τοὺς θεατρίνους, τοὺς παλαιστὰς καὶ τοὺς θηριομάχους, ποὺ σιχαίνεται καὶ νὰ τοὺς ἀντικρύση κανένας, νὰ περιφρονοῦν τὸν πλοῦτο γιὰ λίγη τιμὴ καὶ γιὰ τοὺς θορύβους καὶ κρότους τοῦ δήμου; Καὶ σὺ φαίνεσαι τόσο μικροπρεπὴς στὰ οἰκονομικά, ἐνῶ πρόκειται νὰ καρπωθῆς τόση δόξα.  Σὲ δέχεται ὁ Θεὸς· σ’ ἐπαινοῦν οἱ ἄγγελοι· σὲ μακαρίζουν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι τῆς γῆς.  Δόξα παντοτινή, στεφάνι δικαιοσύνης, βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι τὰ ἔπαθλα γιὰ τὴ διαχείρηση τῶν φθαρτῶν τούτων πραγμάτων.  Γιὰ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲ φροντίζεις κι ὁ ζῆλος γιὰ τὰ παρόντα σ’ ὁδηγεῖ στὴν περιφρόνηση τῶν μελλοντικῶν. Ἐμπρὸς λοιπὸν διάθεσε τὸν πλοῦτο σου μὲ κάθε τρόπο.  Δεῖξε φιλοτιμία καὶ γενναιοδωρία ξοδεύοντας γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγες. Ἄς εἰπωθῆ καὶ γιὰ σένα·  Σκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του θὰ μείνη στὸν αἰῶνα. Μὴν εἶσαι ἀκριβός, ὅταν βοηθῆς σὲ ἀνάγκες. Μὴν περιμένης σιτοδεία, γιὰ νὰ ἀνοίξης τὶς ἀποθῆκες σου. Καταραμένος ἀπὸ τὸ λαὸ, ὅποιος ἀνεβάζει τὴν τιμὴ τοῦ σιταριοῦ.  Μὴν περιμένης τὴν πεῖνα, γιὰ νὰ θησαυρίσης, τὴν κοινὴ φτώχεια γιὰ δικό σου πλοῦτο.  Μὴν καπηλεύεσαι τὴ συμφορὰ τῶν ἀνθρώπων. Μὴ μεταβάλης τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σ’ εὐκαιρία πλουτισμοῦ. Μὴν ἀναξέης πληγὲς ἀνθρώπων ἀφανισμένων ἀπὸ τὴ μάστιγα.  Σὺ κυνηγᾶς τὰ χρήματα, καὶ δὲν κοιτάζεις τὸν ἀδελφό σου.  Γνωρίζεις τὴ σφραγίδα τοῦ νομίσματος καὶ ξεχωρίζεις τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κίβδηλο, ἀγνοεῖς ὅμως ὁλότελα τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ σου.
4. Σὲ πάει μακριὰ ἡ λάμψη τοῦ χρυσοῦ, δὲ συλλογίζεσαι ὅμως πόσοι στεναγμοὶ τοῦ φτωχοῦ σ’ ἀκολουθοῦν. Πῶς νὰ φέρω μπροστά σου τὰ πάθη τοῦ φτωχοῦ;  Ἐκεῖνος παρατηρῶντας γύρω του βλέπει ὅτι χρυσάφι δὲν ἔχει μήτε θ’ ἀποκτήση ποτὲ.  Τὰ σκεύη καὶ τὰ ροῦχα του εἶναι τέτοια, σὰν τῶν φτωχῶν τὰ πράγματα, ἄξια γιὰ λίγες δεκάρες.  Ρίχνει τέλος τὸ βλέμμα στὰ παιδιά του· νὰ τὰ ὁδηγήση στὴν ἀγορά νὰ βρῆ παρηγοριὰ στὴ θανάσιμη θέση του.  Στοχάσου ἐδῶ τὸν πόλεμο ἀνάμεσα στῆν πεῖνα καὶ στὰ πατρικὰ αἰσθήματα. Ἡ πρώτη φοβερίζει μὲ τὸ χειρότερο θάνατο, ἡ φύση ὅμως ἀντίθετα τραβᾶ καὶ πείθει τὸν ἄνθρωπο νὰ πεθάνη γιὰ τὰ παιδιά του. Πολλὲς φορὲς ὁρμᾶ καὶ πολλὲς ἐμποδίζεται καὶ τέλος νικιέται ὑποταγμένος στὴν ἀναπόφευκτη καὶ ἀπαραίτητη ἀνάγκη. Τί σκέψεις κάνει ὁ πατέρας; Ποιόν πρῶτον νὰ πουλήσω; Ποιός θὰ εὐχαριστήση τὸ σταρέμπορο; Νὰ πάρω τὸν πιὸ μεγάλο; Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ νιώθω δισταγμό.  Τὸν πιὸ μικρὸ μήπως; Λυποῦμαι τὴν ἡλικία του ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὴ συμφορά.  Αὐτὸς ἔχει ζωηρὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν γονιῶν του. Ἐκεῖνος εἶναι κατάλληλος γιὰ σπουδὴ. Ἀμηχανία δεινή.  Τϊ στάση νὰ κρατήσω; Ποιόν ἀπ’ αὐτοὺς νὰ δυσαρεστήσω; Ποιοῦ θηρίου ψυχή νὰ πάρω; Πῶς νὰ ξεχάσω τὴ φύση;  Ἄν τοὺς κρατήσω ὅλους, θὰ τοὺς δῶ ὅλους νὰ χάνωνται ἀπὸ τὴ συμφορά. Ἄν θυσιάσω ἕνα, μὲ ποιά ματιὰ θ’ ἀντικρίσω τοὺς ἄλλους, ποὺ θὰ μὲ βλέπουν ὑποψιασμένοι ἀπὸ τὴν ἀπιστία μου; Πῶς θὰ μείνω στὸ σπίτι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δημιούργησα τὴ στέρηση τῶν παιδιῶν μου; Πῶς νὰ καθίσω στὸ τραπέζει, ποὺ ἔχει τέτοιαν ἀφορμὴ ἡ ἀφθονία του; Κι αὐτὸς πηγαίνει μὲ δάκρυα ποτάμια νὰ πουλήση τὸν πιὸ ἀγαπητὸ ἀπὸ τοὺς γιούς του. Ἐσένα ὅμως δὲ σὲ λυγίζει τὸ πάθος, δὲν ὑπολογίζεις τὴ φύση.  Κι ἐνῶ ἡ πεῖνα κρατᾶ τὸ δυστυχῆ στὰ χέρια της, σὺ ἀναβάλεις καὶ εἰρωνεύεσαι καὶ δίνεις περισσότερο μάκρος στὴ συμφορά του.  Κι ἐνῶ αὐτὸς σοῦ δίνει τὰ σπλάχνα του τιμὴ τῶν τροφίμων σου, τὸ δικό σου χέρι δὲ μουδιάζει, ποὺ παίρνει τὴν τιμὴ ἀπὸ τέτοιες συμφορές. Πασχίζεις νὰ πάρης περισσότερο στὸ ζύγισμα, καὶ μάχεσαι πῶς νὰ πάρης πολὺ καὶ λιγώτερο νὰ δώσης, μὲ τὰ πάντα κάνοντας βαρύτερη τὴ συμφορά τοῦ δυστυχισμένου.  Δὲ σοῦ προκαλοῦν λύπη τὰ δάκρυα; Δὲ σοῦ μαλακώνη ὁ στεναγμὸς τὴν καρδιά; Μένεις ἀλύγιστος καὶ ἀδυσώπητος.  Χρυσάφι πάντα βλέπεις, χρυσάφι φαντάζεσαι.  Αὑτὸ εἶναι τ’ ὅνειρό σου, ὅταν κοιμᾶσαι κι ἡ θύμησή σου ὅταν εἶσαι ξύπνιος. Ὅπως αὐτοὶ ποὺ κατέχονται ἀπὸ μανία δὲ βλέπουν τὴν πραγματικότητα ἀλλὰ τὰ φαντάσματα τῆς μανίας τους. Ἔτσι κι ἡ ψυχή σου κυριαρχημένη ἀπὸ τὴ φιλοχρηματία ὅλα χρυσάφι κι ἄργυρο τὰ βλέπη. Μὲ πιὸ πολλὴ εὐχαρίστηση θὰ ἔβλεπες τὸ χρυσάφι παρὰ τὸν ἥλιο.  Εὔχεσαι τὰ πάντα νὰ μεταβληθοῦν σὲ χρυσό, κι ὄσο μπορεῖς προσπαθεῖς νὰ τὸ ἐπιτύχης.
 
5.Τί δὲ μηχανεύεσαι γιὰ τὸ χρυσάφι; Τὸ σιτάρι χρυσάφι γίνεται.  Τὸ κρασὶ πήζει κι ἀλλάζει σὲ χρυσάφι.  Τὰ μαλλιὰ τῶν κοπαδιῶν σου γίνονται χρυσᾶ.  Κάθε συναλλαγὴ καὶ κάθε σκέψη σοῦ φέρνει χρυσάφι.  Πολλαπλασιάζεται ὁ χρυσὸς μὲ τὸ δανεισμὸ καὶ γεννᾶ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.  Δὲν ὑπάρχει χορτασμός, δὲ βρίσκεται ἄκρη στὴν ἐπιθυμία.  Στὰ λιχούδικα παιδιὰ πολλὲς φορὲς ὑποχωροῦμε ἀφήνοντάς τα νὰ παραχορτάσουν ἄφθονα μὲ τὶς λιχουδιές τους, ὥστε νὰ τοὺς δημιουργήσωμε τὴν ἀποστροφὴ μὲ τὸν ὑπερβολικὸ χορτασμό.  Δὲν εἶναι ἔτσι, ὁ πλεονέκτης· ὅσο περισσότερα ἀποχτᾶ, τόσο περισσότερα ἐπιθυμεῖ. «Μὲ τὸν πλοῦτο ποὺ κυλᾶ, μὴ δένετε τὴν καρδιά σας».  Σὺ ὅμως κρατεῖς αὐτὸν ποὺ κυλᾶ, καὶ κλείνεις τὶς διαφυγές.  Τί σοῦ κάνει ὅμως ὅταν τὸν κρατῆς καὶ λιμνάζη; Σπάζει τὰ ἐμπόδια καὶ, μὴ σὲ νοιάζει, τώρα περιωρισμένος καὶ πλημμυρῶντας ρίχνει τὶς ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου, κατεδαφίζει τὰ ταμεῖα του, σὰ νὰ μπῆκε κάποιος ἐχθρός. Ἀλλὰ θὰ χρίση μεγαλύτερες ἀποθῆκες;  Εἶναι ἄγνωστο, ἄν δὲν τὶς παραδώση γκρεμισμένες στὸν κληρονόμο του.  Πιὸ ἀπότομα θ’ ἀναρπασθῆ καὶ θὰ φύγη ἀπὸ δῶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ ὅ,τι θὰ δημιουργηθῆ ὁ πλοῦτος μὲ τὴν ἐφευρε­τι­κότητα τῆς πλεονεξίας του.  Κι αὐτὸς ἔχει τέλος σύμφωνο μὲ τὶς κακές του σκέψεις.  Σεῖς ὅμως, ἄν μ’ ἀκούσετε, ἀφοῦ ἀνοίξετε ὅλων τῶν ταμείων σας τὶς πόρτες, θὰ δώσετε στὸν πλοῦτο ἄφθονες διαφυγὲς. Ὅπως ὁ μεγάλος ποταμὸς ποτί­ζει μὲ μύρια αὐλάκια πολύκα­ρπη γῆ, τὸ ἴδιο θὰ κάμετε κι ἐσεῖς ἀφήνοντας τὸν πλοῦτο σας μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ μοιραστῆ στὰ σπίτια τῶν φτωχῶν.  Τὰ πηγάδια ὅσο ἀδειάζουν βγάζουν περίσσό­τερο νερὸ, ὅταν ἀφήνωνται σαπίζουν. Ἔτσι καὶ τοῦ πλούτου ἡ στασιμότητα εἶναι ἄχρηστη, ἡ κίνηση ὅμως καὶ ἡ μετάδοση ὠφελεῖ τοὺς ἄλλους καὶ δίνει καρποὺς.  Πόσος εἶναι ὁ ἔπαινος ἐκείνων ποὺ εὐεργετήθησαν·  μὴν τὸν περιφρονήσης. Ἀλλὰ καὶ πόσος ὁ μισθὸς ἀπὸ τὸ δίκαιο κριτή, στὸν ὁποῖο μὴ δείξης δυσκολία. Ἔχε παντοῦ στὰ μάτια σου τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου ποὺ κατηγορεῖται·  φύλαγε ὅσα εἶχε στὰ χέρια του κι ἀγωνιοῦσε μὲ ὅσα θ’ ἀποχτοῦσε καὶ μόλο ποὺ δὲν ἦταν φανερὸ ἄν θὰ ζοῦσε τὴν αὐριανὴ μέρα, ἀπὸ σήμερα γέμιζε τὸ αὔριο ἁμαρτίες.  Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα κανεὶς νὰ τοῦ ζητήση, κι ἔδειχνε ἀπὸ πιὸ μπροστὰ τὴν ἀγριότητά του.  Δὲν εἶχε μαζέψει ἀκόμα τοὺς καρπούς του κι εἶχε κιόλα τὴν καταδίκη τῆς πλεονεξίας. Ἡ γῆ τὸν περιποιόταν μὲ τὰ προϊόντα της· τοῦ ἔδειχνε πυκνὰ τὰ γεννήματα στὰ χωράφια, φορτωμένα τσαμπιὰ τὰ κλήματα, λυγισμένες τὶς ἐλιὲς ἀπὸ τοὺς καρποὺς κι ἦταν μιὰ ὑπόσχεση γι’ ἀπόλαυση τὰ ὀπωροφόρα.  Κι αὐτὸς ἦταν ἀδέξιος κι ἄκαρπος. Δὲν εἶχε ἀκόμα καὶ μολαταῦτα βάσκαινε κιόλα αὐτὰ ποὺ θὰ ἀποχτοῦσε.  Καὶ πόσοι κίνδυ­νοι δὲν ὑπάρχουν πρὶν ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν.  Καὶ τὸ χαλάζι τοὺς καταχτυπάει, κι ἡ κάψα τοὺς παίρνει μὲς ἀπὸ τὰ χέρια, καὶ ἕνα νερὸ ποὺ ρίχουν παράκαιρα τὰ σύννεφα ἀχρηστεύει τοὺς καρπούς.  Δὲν προσεύχεσαι λοιπὸν στὸν Κύριο νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ δωρεὰ; Ἀλλὰ προκαταβολικὰ κάνεις τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο νὰ δεχτῆ τὰ μελλοντικὰ δῶρα.
6. Καὶ ναὶ μὲν ἐσὺ μιλᾶς στὰ κρυφὰ μὲ τὸν ἑαυτὸ σου ἀλλὰ οἱ λόγοι σου κρίνονται στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἀπαντήσεις σοῦ ἔρχονται ἀπὸ ἐκεῖ. Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει; Ψυχὴ, ἔχεις σωριάσει πολλὰ ἀγαθά· φάγε, πιές, χαίρου καθημερινά.  Τί ἀνοησία! Ἄν εἶχες χοίρου ψυχή, τί ἄλλο ὡραιότερο μήνυμα θὰ τῆς ἔφερνες; Τόσο πολὺ μοιάζεις μὲ τὰ ζῶα; Τόσο ἀνίδεος εἶσαι γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς προσφέρεις τροφὲς τῆς σάρκας κι ὅσα τὸ στομάχι ποὺ δέχεται τὰ στέλνεις στὴν ψυχή. Ἄν ἔχη ἀρετή, ἄν εἶναι γεμάτη ἀπὸ ὑψηλὰ ἔργα, ἄν ἔχη σχετισθῆ μὲ τὸν Θεό, τότε ἔχει  πολλὰ ἀγαθὰ κι ἄς χαίρεται τὴν ὄμορφη χαρὰ τῆς ψυχῆς. Μιὰ κι ἔχεις ὅμως τὸ φρόνημα τῆς γῆς, κι ἔχεις τὸ στομάχι θεό σου, κι εἶσαι ὅλος σάρκα, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη σου, ἄκου τὸ ὄνομα ποὺ σοῦ ταιριάζει· δὲ σοῦ τὸ ἔδωσε κανένας ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος·  Ἀνόητε αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦν ἀπὸ σένα τὴν ψυχὴ σου. Αὐτὰ ποῦ μάζεψες, σὲ  ποιόν θὰ μείνουν; Χειρότερος ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση ὁ περίγελως τῆς ἀνοησίας. Θὰ ρίξω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες.  Καλὰ θὰ κάμης, θὰ τοῦ ἔλεγα. Ἀξίζει νὰ κατεδαφισθοῦν οἱ ἀποθῆκες τῆς ἀδικίας.  Σκάψε μὲ τὰ δικά σου χέρια ὅ,τι ἄσχημο ἔχεις χτίσεις. Ἀφάνισε κάθε κτίσμα ποὺ γίνεται φυλακτήριο τῆς πλεονεξίας, ἀφαίρεσε τὴ στέγη, βγάλε τοὺς τοίχους, δεῖξε στὸν ἥλιο τὸ μουχλιασμένο σιτάρι.  Βγάλε ἀπὸ τὴ φυλακή του τὸ φυλακισμένο πλοῦτο, γκρέμισε ὀρόφους, ἄνοιξε τοίχους καί δεῖξε  στόν ἥλιο τό βρισκόμενο σιτάρι, βγάλε ἀπό τήν φυλακή τόν δέσμιο πλοῦτο.   Τὰ σκοτεινὰ ὑπόγεια τοῦ μαμμωνᾶ πόμπεψέ τα.  Θὰ ρίξω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες.  Κι ἄν τὶς γεμίσης κι αὐτὲς τί τάχατε θὰ σκεφθῆς; Ἤ μήπως θὰ ξαναρίξης καὶ θά τὶς ξαναχτίσης; Εἶναι τίποτα πιὸ ἀνόητο ἀπ’ αὐτό; Νὰ μοχθῆς δίχως τέλος, νὰ χτίζης βιαστικά καὶ βιαστικὰ νὰ γκρεμίζης; Ἔχεις στὴ διάθεσή σου ἀποθῆκες, ἄν θέλης, τὰ σπίτια τῶν φτωχῶν.  Μάζεψε γιὰ σένα θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Ὅ,τι ἀποθηκευτῆ ἐκεῖ οὔτε τὸ σαράκι τὸ τρώει οὔτε ἡ σαπίλα τὸ κατατρέχει, οὔτε τὸ κλέβουν οἱ λησταί. «Ἀλλὰ θὰ δώσω σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ὅταν γεμίσω τὶς δεύτερες ἀποθῆκες».  Μακριά ὁρίζεις τὴ σειρὰ τῶν χρόνων τῆς ζωῆς σου.  Πρόσεξε μὴ σὲ προλάβη αὐτὸς ποὺ σὲ κυνηγᾶ κατὰ τὴν πίστωση χρόνου ποὺ ἔχεις. Ἡ ὑποσχεσή σου δὲ μαρτυρεῖ ἀρετή, εἶναι ἀπόδειξη πονηρίας.  Γιατὶ δὲν ὑπόσχεσαι γιὰ νὰ δώσης ἀργότερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγης τὸ παρὸν.  Τί σ’ ἐμποδίζει νὰ δώσης τώρα: Δὲν εἶναι κοντά σου ὁ φτωχός; Δὲν εἶναι γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες σου; Δὲν εἶναι καθωρισμένος ὁ μισθός σου κι ἡ ἐντολὴ πάντα καθαρή; Στραγγίζει ὁ πεινασμένος, παγώνει ὁ γυμνὸς, πνίγεται αὐτὸς ποὺ χρεωστεῖ καὶ σὺ ἀναβάλλεις τὴν ἐλεημοσύνη σου γι’ ἀργότερα. Ἄκου τὸν Σολομῶντα·  Μὴν πῆς·  ἔλα ξανὰ καὶ θὰ σοῦ δώσω αὔριο.  Δὲ γνωρίζεις τί θὰ σοῦ φέρη ἡ αὐριανὴ ἡμέρα.  Τί συμβουλὲς περιφρονεῖς, ἐπειδὴ ἔκλεισες ἀπὸ  πρωτύτερα τ’ αὐτιὰ  σου μὲ τὴ φιλαργυρία.  Πόση εὐγνωμοσύνη ἔπρεπε νὰ ἔχης στὸν εὐεργέτη καὶ νὰ εἶσαι χαρούμενος καὶ περίφανος γιὰ τὴν τιμή, γιατὶ δὲν ἐνοχλεῖς σὺ τῶν ἄλλων τὶς θύρες, ἀλλὰ σὲ σένα ἔρχονται ἄλλοι. Τώρα ὅμως εἶσαι ἄνθρωπος καὶ σκυθρωπὸς καὶ δυσκολοσυνάντητος ἀποφεύγοντας τὶς συναντήσεις μήπως κι ἀναγκασθῆς νὰ βγάλης κάτι ἀσήμαντο ἀπὸ τὸ χέρι σου. Ἕνα λόγο γνωρίζεις·  δὲν ἔχω, δὲ δίνω, εἶμαι ἄπορος.  Στ’ ἀλήθεια εἶναι ἄπορος καὶ φτωχὸς ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Ἄπορος ἀπὸ φιλανθρωπία, ἀπὸ πίστη στὸ Θεὸ, ἀπὸ ἐλπίδα αἰώνια.  Κάνε τῶν φαγητῶν σου μέτοχους τοὺς ἀδελφούς.  Αὐτὸ ποὺ θὰ σαπίση αὔριο δῶστο σήμερα σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Εἶναι ἡ χειρότερη πλεονεξία, νὰ μὴ δίνης στοὺς φτωχοὺς μήτε αὐτὰ ποὺ καταστρέφονται.
7.Ποιόν λέει, ἀδικῶ, ἄν φυλάγω τὰ δικά μου; Πὲς μου, ποιὰ δικά σου; Ἀπὸ ποῦ τὰ πῆρες καὶ τὰ ἔφερες στὴ ζωὴ; Ὅπως αὐτὸς ποὺ βρίσκει θέση στὸ θέατρο κι ἐμποδίζει αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν ὕστερα, θεωρῶντας δικό του αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ κοινὴ χρηση ὅλων, τέτοιοι εἶναι οἱ πλούσιοι. Ἀφοῦ ἀπόχτησαν πρῶτοι τὰ κοινὰ ἀγαθὰ, τὰ θεωροῦν δικά τους γιὰ τὴν προτεραιότητα. Ἄν ἔπαιρνε καθένας ὅ,τι τοῦ χρειαζόταν γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης του κι ἄφηνε σ’ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη ὅ,τι ἦταν γι’ αὐτὸν περισσό, κανένας δὲ θὰ ἦταν πλούσιος, κανένας δὲ θὰ ἦταν φτωχός.  Γυμνὸς δὲ γεννήθηκες; Γυμνὸς δὲ θὰ ἐπιστρέψεις στὴ γῆ; Κι ἀπὸ ποῦ ἔχεις τ’ ἀγαθὰ σου; Ἄν νομίζης ἔτσι ἀπὸ μόνα τους, εἶσαι ἄθεος καὶ δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν πλάστη σου, μήτε εὐγνωμονεῖς τὸ δωρητή σου. Ἄν ὁμολογῆς ὅτι τὰ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Θεό, πές μου γιὰ ποιόν λόγο τὰ ἔλαβες; Εἶναι ἄδικος ὁ Θεός ποῦ μᾶς μοιράζει ἄνισα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς; Γιατὶ σὺ πλουτεῖς κι ἐκεῖνος πένεται; Ἤ ὁπωσδήποτε καὶ σὺ γιὰ νὰ λάβης μισθὸ ἀρετῆς καὶ πιστῆς διαχειρίσεως κι ἐκεῖνος γιὰ νὰ τιμηθῆ μὲ τὰ μεγάλα βραβεῖα τῆς ὑπομονῆς. Σὺ ὅμως ἀφοῦ τὰ χώρεσες ὅλα στοὺς ἀχόρταγους κόλπους τῆς πλεονεξίας, νομίζεις ὅτι δὲν ἀδικεῖς κανένα, ἐνῶ τόσους ἀποστερεῖς.  Ποιός εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτὸς ποὺ δὲν περιορίζεται στὴν αὐταρκειά του.Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀποστερήτης; Αὐτὸς ποὺ ἀφαιρεῖ τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου. Σὺ λοιπὸν δὲν εἶσαι πλεονέκτης, δὲν εἶσαι ἀποστερήτης, ἀφοῦ οἰκειοπειεῖσαι αὐτᾶ ποὺ σοῦ δόθηκαν γιὰ διαχείρση; Ἤ μήπως ὅποιος ἀπογυμνώνει τὸν ντυμένο θὰ ὀνομασθῆ λωποδύτης, ἐνῶ αὐτὸς, ποὺ δὲν ντύνει τὸ γυμνὸ μόλο ποὺ μπορεῖ, ἀξίζει ἕνα ἄλλο χαρακτηρισμό; Εἶναι τοῦ πεινασμένου τὸ ψωμὶ ποὺ σὺ κατακρατείς. Τοῦ γυμνοῦ τὸ ροῦχο ποὺ φυλάγεις στὶς ἀποθῆκες σου. Τοῦ ξυπόλυτου τὸ ὑπόδημα, ποὺ τὸ ἔχεις καὶ σαπίζει. Αὐτοῦ ποὺ ἔχει ἀνάγκη εἶναι τὰ χρήματα, ποὺ ἔχεις στὴ γῆ. Ὥστε τόσους ἀδικεῖς σὲ ὅσους μποροῦσες νὰ δώσης.
8. Εἶναι καλοὶ, λέει, οἱ λόγοι ἀλλὰ καλύτερος ὁ χρυσός. Ὅπως αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν γιὰ σωφροσύνη στοὺς ἀκόλαστους. Αὐτοὶ ἐδῶ ἀκοῦν νὰ κατηγορῆται ἡ ἑταίρα κι ὡστόστο ἀπὸ τὴν ὑπενθύμιση φουντώσει ἡ ἐπιθυμία.  Πῶς νὰ σοῦ παρουσιάσω τὰ παθήματα τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ ἀντιληφθῆς ἀπὸ τὶ λογῆς στεναγμοὺς φτιάχνεις τοὺς θησαυρούς σου; Πόση ἀξία θὰ σοῦ φανῆ πὼς ἔχει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἐκεῖνος ὁ λόγος· Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ ἔχει ἑτοιμαστῆ γιὰ σᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ἐπείνασα καὶ μοῦ δώσατε φαγητό, ἐδίψασα καὶ μὲ ποτίσατε, ἤμουν γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε.  Ποση φρίκη ὅμως κι ἱδρῶτας καὶ σκότος θὰ σὲ τυλίξη, ὅταν θ’ ἀκούσης τὴν καταδίκη.  Φύγετε ἀπὸ μένα οἱ καταραμένοι στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του.  Ἐπείνασα καὶ δὲ μοῦ δώσατε φαγητό, ἐδίψασα καί δὲ μέ ποτίσατε, ἤμουν γυμνός καί δέ μέ ντύσατε.  Κι ἐκεῖ δὲν κατηγορεῖται ὁ ἄρπαγος ἀλλὰ καταδικάζεται ὁ ἀκοινώνητος. Ἐγὼ εἶπα αὐτὰ ποὺ νόμιζα ὅτι σοῦ συμφέρουν. Ἄν πεισθῆς, εἶναι ὁλοφάνερα τὰ ὑποσχεμένα σέ σένα ἀγαθά. Ἄν παρακούσης, εἶναι γραμμένη ἡ ἀπειλή, ποὺ σοῦ εὔχομαι νὰ μὴν τὴ δοκιμάσης, ἀλλάζοντας τὴ γνώμη σου στὸ καλύτερο. Ἔτσι ὁ πλοῦτος σου θὰ γίνη ἡ ἐξαγορὰ σου καὶ θὰ βαδίσης στὰ οὐράνια ἀγαθὰ ποὺ σὲ περιμένουν μὲ τὴ χάρη ἐκείνου ποὺ ἐκάλεσε ὅλους μας στὴ βασιλεία του. Σ’  αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.