Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό.
Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος.
Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους :
Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο.
«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση».
Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.
Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.
Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ὁ Καππαδόκης
Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».
Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.
Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».
Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριανζό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Πρὶν εἰσέλθει στὸν ἱερὸ κλῆρο ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος τοῦ κράτους. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βρισκόταν σὲ μεγάλη θέση, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ χρηματίζεται, ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλεύτηκε. Ἡ τιμιότητά του δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀγαπήσει τὸ ἄνομο κέρδος. Ὁ Ἅγιος ἦταν νυμφευμένος μὲ τὴν Νόννα, γυναῖκα ἐνάρετη καὶ φιλόθεη, καὶ ἀπέκτησε δυὸ υἱούς, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο († 25 Ἰανουαρίου) καὶ τὸν Ἅγιο Καισάριο τὸν Ἰατρὸ († 9 Μαρτίου), καὶ μία θυγατέρα, τὴν Ἁγία Γοργονία († 23 Φεβρουαρίου). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Νόννας στὶς 5 Αὐγούστου.
Ὁ Γρηγόριος ἀνῆκε ἀρχικὰ στὴ θρησκευτικὴ αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων. Γιὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, τοὺς γεμάτους ἀπὸ ποικίλες φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις καὶ θρησκευτικὲς αἱρέσεις, δὲν εἶναι παράδοξο τὸ ὅτι ὁ ἀνώτερος ἐκεῖνος ὑπάλληλος μιᾶς Ἑλληνοκαππαδοκικὴς πόλεως ἀνῆκε σὲ θρησκευτικὴ αἵρεση. Οἱ Ὑψιστάριοι δέχονταν μόνο Θεὸ «Ὕψιστο» καὶ ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀναμεμιγμένη μὲ ἰουδαϊκοὺς καὶ ἐθνικοὺς τύπους. Στὴν Ὀρθοδοξία τὸν ὁδήγησε μὲ τὴν βαθύτατη ἐπίδρασή της ἡ εὐσεβὴς καὶ εὐπαίδευτη σύζυγός του, ἡ Νόννα. Μία μέρα ἄκουσε τὸ σύζυγό της νὰ ψάλλει τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ «Εὐφράνθην ἐπὶ τοὶς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμοὶ 121, 1). Ἡ εὐσεβὴς Νόννα δράττεται τῆς εὐκαιρίας καὶ ὁδηγεῖ τὸν σύζυγό της στὸν Ἐπίσκοπο Ναζιανζοὺ Λεόντιο, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὸν Γρηγόριο. Βαπτίσθηκε τὸ ἔτος 325 μ.Χ. καὶ ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Ναζιανζοὺ τὸ ἔτος 328 μ.Χ.. Ἡ ἀρχιερατεῖα του διήρκησε 45 ἔτη. Κατὰ τὴν ἐπισκοπική του πορεία πολιτεύθηκε κατὰ Θεὸν καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 373 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν ἡγούμενος σὲ μία ἀπὸ τὶς τέσσερις φημισμένες Μονὲς τῆς Τριγλίας, τοῦ Μιδηκίου, τοῦ Βαθέως Ρύακος, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.
Κοιμήθηκε Ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Πελοποννήσου. Συνελήφθη καί, πιεζόμενος νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τῶν ἀλλοφύλων, τὸ Κοράνι, παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν προγονικὴ εὐσέβεια.
Μαρτύρησε διὰ ἀγχόνης στὸ Ὀντεμίσιον (Τεμίσι) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἔτος 1776 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρεβὲλ τῆς Ἐσθονίας καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους Μιχαὴλ καὶ Νικόλαο τὸ ἔτος 1919.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.
Ἔζησε καὶ μαρτύρησε τὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δομετιανός. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλοσοφική του κατάρτιση καὶ τὴν βαθιά του καλλιέργεια.
Ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ μέλος τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου. Τὸ κήρυγμα ὅμως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἄγγιξε τὴν παιδευμένη καὶ εὐαίσθητη ψυχή του καὶ βαπτίσθηκε.
Ἀργότερα διαδέχθηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τὸν εὐσεβῆ Ἰερόθεο. Ὑπῆρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικῶν συγγραμμάτων. Ἐπιβραβεύθηκε ἀπὸ τὸ θεὸ γιὰ τὴ χριστιανική του δράση μὲ τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Περιόδευσε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Δύσης, ὅπου κήρυξε τὸν εὐαγγελικὸ λόγο καὶ ἑρμήνευσε τὶς ἱερὲς γραφές. Ὅταν ἔφθασε στὸ Παρίσι συνελήφθη καὶ ἀργότερα ἀποκεφαλίσθηκε.
Μαζί του μαρτύρησαν καὶ δυὸ μαθητές του, ὁ Ρουστικὸς καὶ ὁ Ἐλευθέριος. Ὁ ἡγεμόνας τῆς περιοχῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ θάψει κανεὶς τὰ ἅγια λείψανα τῶν μαρτύρων, ὅμως κάποιοι χριστιανοὶ τὰ φύλαξαν καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχε πλέον φόβος τὰ ἐνταφίασαν μὲ τιμές.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸ συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθεὶς τῷ τοῦ Παύλου Πάτερ κηρύγματι, ὑφηγητὴς ἀνεδείχθης τῶν ὑπὲρ νοῦν δωρεῶν, διαvoίᾳ ὑψηλῇ καλλωπιζόμενος· τῶν γὰρ ἀΰλων οὐσιῶν, τὰς ἀρχὰς μυσταγωγεῖς, ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, καὶ τῆς σοφίας ἐκφάντωρ, Ἱερομάρτυς Διονύσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὰς οὐρανίους διαβὰς πύλας ἐv πνεύματι
Ὡς μαθητὴς τοῦ ὑπὲρ τρεῖς οὐρανοὺς φθάσαντος
Ἀποστόλου Διονύσιε, τῶν ἀρρήτωv
Ἐπλουτίσθης πᾶσαν γνῶσιν καὶ κατηύγασας
Τοὺς ἐν σκότει τῆς ἀγνοίας πρὶν καθεύδοντας·
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ παγκόσμιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν ἀρρήτων μυητὴν καὶ ὑφηγήτορα
Καὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν ἱεροφάντορα
Ἀνυμνοῦμέν σε ἀξίως Ἱερομάρτυς.
Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεως
Τῆς σῆς χάριτος μετάδος ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τῶν ὑπερκοσμίων θεωριῶν, γεγονὼς ἐπόπτης, καὶ ἐκφάντωρ θεοειδής, θεαρχικωτάτων, ἐλλάμψεων τὸ κάλλος, πανσόφως διαγραφείς, ὦ Διονύσιε.
Οἱ Ἅγιοι Ρουστίκος καὶ Ἐλευθέριος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου.
Ὁ μὲν πρῶτος ἦταν ἱερέας ὁ δὲ δεύτερος διάκονος. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν καὶ Ἀθηναῖοι.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Διονύσιο, κατὰ τὸν ἐπὶ Δομετιανοῦ διωγμὸ (81 – 96).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 8 Μάρτυρες Φαῦστος, Γάϊος, Πέτρος, Παῦλος, Εὐσέβιος, Χαιρήμων καὶ ἄλλοι δυὸ μάρτυρες
Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, ποὺ μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Οὐαλεριανὸς (254).
Ὁ ἔπαρχος Αἰμιλιανὸς μάταια προσπάθησε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη μὲ ὑποσχέσεις, ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες. Ὁ Διονύσιος ἦταν δοκιμασμένος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα ἀπὸ τὸν διωγμὸ ἐπὶ Δεκίου.
Μαζί του μάζεψε καὶ ὀκτὼ μαθητές του, κατὰ πάντα ἄξιους τοῦ διδασκάλου, στὴν ζέση τῆς εὐσέβειας καὶ στὴ στερεότητα τῆς πίστης.
Ὅλους, δέσμιους τοὺς ἔκλεισαν σ’ ἕνα στενὸ χῶρο, ὅπου τοὺς βασάνισαν σκληρὰ καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὶς ἁγίες τους ψυχὲς στὸν Θεό.
Τὰ ὀνόματα τῶν ἕξι ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ μαθητὲς τοῦ Διονυσίου ἦταν, Φαῦστος, Γάϊος, Πέτρος, Παῦλος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων.
(Ἡ μνήμη τῶν δυὸ τελευταίων μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Φαύστου καὶ Γαΐου, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ὀκτωβρίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀδαῦκτος
Ἡ μνήμη του συναντᾶται στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του. Ἴσως νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω ὀκτὼ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ποὺ μαρτύρησαν μαζί του.
Ἴσως ὅμως, νὰ εἶναι περιττὴ ἐπανάληψη τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Αὐδάκτου ποὺ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὶς 4 Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ αὐτὴν τῆς κόρης του Καλλισθένης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἢ Θεογένης ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεότεκνος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης ἐπίσκοπος Καισαρείας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης στὴν ἀρχὴ εἶχε πέσει στὴν πλάνη τῶν μονοφυσιτῶν. Ὅταν δηλαδὴ ἐπὶ βασιλίσσης Πουλχερίας, ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Χαλκηδόνα καταδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ Ἰωάννης δὲν θέλησε νὰ δεχτεῖ τὴ δογματικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰωάννη δὲν εἶχε ἐγωϊστικὰ ἐλατήρια, ἦταν δεκτικό, διότι οἱ πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς του, στὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου, τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ παιδεία.
Ἔτσι ὁ Θεὸς εὐλόγησε νὰ ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὴν πλάνη του ὡς ἑξῆς:
Κάποτε πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ δεχτεῖ ἐκεῖ τὴν θεία κοινωνία. Πρὶν φτάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ὀρθόδοξοι κληρικοί, φρόντισαν νὰ τὸν διαφωτίσουν καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν πλάνη του. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἰωάννης βρισκόταν σὲ ἀμφιταλάντευση. Τὴν παραμονὴ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ κοινωνοῦσε, ἄκουσε στὸ ὄνειρό του φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀνάξιοι νὰ κοινωνοῦν ὅσοι χωρίζονται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Τότε ὁ Ἰωάννης πείστηκε ὁριστικά.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, μόνασε στὸν τόπο Χοζεβά. Μάλιστα, τόσο πολὺ ἀνέπτυξε τὶς ἀρετὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θεραπεύει δαιμονισμένους μὲ τὴν προσευχή του. Κατόπιν τὸν ἔκαναν ἐπίσκοπο Καισαρείας, ἀλλὰ αὐτὸς ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του, ὅπου καὶ πέθανε εὐεργετώντας ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς του Τυφλοῦ, ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός.
Ὅπως διαβάζουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον (κεφ. θ, 1 – 38), ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντάει ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος, ἔκανε πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στὸ χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, τώρα ὁ Χριστός, πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητάει τὴ δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη, ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.
Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲ ἔγινε εὐκολότερη. Γίνεται στόχος τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μὲ ζῆλο πίστευαν στὸ Θεὸ καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου Του. Ἀνακρίνουν τὸν τυφλὸ καὶ ἀντὶ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα μπροστά τους, κλείνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός τους, ὄχι μόνο τοὺς κλείνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὴ διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ παιδί τους ποὺ γεννήθηκε τυφλό, γιὰ νὰ μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τόση ἦταν ἡ πίστη τους καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἀπέκρυψαν ἀποφεύγοντας μὲ μαεστρία νὰ ὁμολογήσουν ἕνα ἀληθινὸ γεγονός. «Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νὰ ρωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς χάλασε τὰ σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς χάλασε τὴν ἡσυχία τους ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ συναγωγὴ καὶ νὰ ἀνακριθοῦν μὲ τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ποὺ εὐεργετούμαστε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ντρεπόμαστε ἢ φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μας. Βάζουμε τὰ συμφέροντά μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό, πιστεύοντας ἐνδόμυχα πὼς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει! Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὶς προτεραιότητες ποὺ ἔχουμε βάλλει στὴ ζωή μας. Θὰ δεῖ ποιοὺς θεοὺς ἔχουμε βάλλει στὴ θέση Του καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο δὲ θὰ πάψει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.
Ὁ τυφλός, τελικὰ δὲ θεράπευσε μόνο τὰ μάτια τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει καὶ προσκυνεῖ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει στοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες μὲ θάρρος ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς. Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη, χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως γιὰ νὰ γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ μᾶς ὁμολογήσει καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στὸν Πατέρα Του, μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρία ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.
Μεγαλυνάριον.
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Νέος
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ὁ Νέος, ἐγεννήθηκε τὸ 775 μ.Χ., στὴν Καππαδοκία, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Πέτρο, προμηθευτὴ τοῦ ἄρτου τῶν ἀνακτόρων, καὶ τὴν Θεοδοσία, παρὰ τῶν ὁποίων ἔτυχεν ἐπιμελοῦς καὶ θεσεβοῦς μορφώσεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, μεταβὰς δὲ στὴ μονὴ τοῦ Ξηροκαμπίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκάρη μοναχός. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴ μονὴ τῶν Δαλμάτων, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐκτιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς συμμοναστές του γιὰ τὶς μεγάλες ἀρετές του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ὁ Ἱλαρίων ἐγκατέλειψε κρυφὰ αὐτὴν καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Καθαρῶν, γενόμενος δεκτὸς μὲ μεγάλο σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς μοναχούς.
Πληροφορηθέντες τὸ καταφύγιό του οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, παρεκάλεσαν τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο νὰ φροντίσει περὶ τῆς ἐπανόδου του στὴ μονή. Πράγματι δι’ αὐτοκρατορικῆς διαταγῆς ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἀπενῆλθε στὴ μονὴ ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης αὐτῆς. Ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη διηύθυνε τὴν κοινότητα μὲ μεγάλη σύνεση καὶ ἀδελφοσύνη καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀληθινὴ φωλιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι, ὅταν ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.) καὶ ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, μεταξὺ τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἐπρωτοστάτησαν στὴν ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἀνοσίου τούτου μέτρου τοῦ αὐτοκράτορος, ὑπῆρξε καὶ ἡ μονὴ τῶν Δαλμάτων. Κληθεὶς γι’ αὐτὸ στὰ ἀνάκτορα ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ἔλεγξε σφοδρῶς τὸ βασιλέα γιὰ τὴν ἀσεβὴ ἔναντι τῶν εἰκόνων συμπεριφορά του, ἡ ὁποία, τὴν μὲν Ἐκκλησία ἀδικοῦσε, τὸ δὲ κράτος χωρὶς αἰτία ἐτάρασσε. Τόσο ὁ αὐτοκράτορας, ὅσο καὶ ὁ διαδεχθεὶς τὸν Νικηφόρο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο εἰκονομάχος Θεόδοτος Α’ ὁ Κασσιτερᾶς (815 – 821 μ.Χ.), μάταια προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ὅσιο Ἱλαρίωνα νὰ προσχωρήσει στὴν πλάνη καὶ νὰ καταστρέψει τὶς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτὸς παρέμενε στύλος ἄσειστος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του.
Ἀκολούθως ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων συνελήφθη, ἐφυλακίσθηκε καὶ ἐξορίσθηκε, κατ’ ἀρχὰς μὲν στὴ μονὴ τοῦ Φονέως, στὴ συνέχεια δὲ στὴ μονὴ τοῦ Κυκλοβίου, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ δύο ἔτη. Ἐξακολουθῶν νὰ ἐμμένει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, μεταφέρθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ τῶν Νουμέρων, ἀπὸ ὅπου, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐμαστιγώθηκε καὶ ποικιλότροπα ἐκακοποιήθηκε, ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῶν Ποτιόλων.
Τὸ 820 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐλευθερώθηκε ὑπὸ τοῦ διαδεχθέντος τὸν Λέοντα Μιχαὴλ Β’ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ παρέμεινε φιλοξενούμενος, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη, κάποιας εὐσεβοῦς γυναίκας. Τὸ 830 μ.Χ., κατόπιν διαταγῆς τοῦ διαδεχθέντος τὸν Μιχαὴλ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ἀφοῦ ποικιλότροπα καὶ διαπομπεύθηκε, ἐξορίσθηκε στὴ νῆσο Ἀφουσία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ σύζυγος αὐτοῦ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἐπανέφερε τὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ ἀνεκάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ Ὁσίους Πατέρες.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐπανῆλθε στὴ μονή του καί, ἀφοῦ τὴν ἐδιοίκησε θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως ἐπὶ τρία ἔτη, τὸ 845 μ.Χ., ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τὴν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἐλαία, παμμάκαρ Ἱλαρίων, ἐλαίῳ τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἱλαρύνων τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει σοι ἐκβοώντων· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθήσας, ἐν Ὁσίοις ἔφανας, ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, καταπυρσεύων τοῖς τρόποις σου, τοὺς σὲ τιμῶντας, Ἱλαρίων Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἴθυνας πρὸς χλόην τῶν ἀρετῶν, Πάτερ Ἱλαρίων, βακτηρίᾳ τῇ λογικῇ, τὴν Μονὴν Δαλμάτων, ὡς ταύτης ποιμενάρχης· διὸ σὺν τοῖς Ὁσίοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.
Ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρωμύλος προχειρίσθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ἐμαρτύρησε στῆν Φλωρεντία τῆς Ἰταλίας ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἁγίες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα οἱ Παρθενομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἀσκήτευαν θεοφιλῶς σὲ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὴ Ρώμη. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐνεδύθησαν ἐνδύματα λαϊκῶν, γιὰ νὰ διαφύγουν τὴ σύλληψη, καὶ κατέφυγαν στὴν Καμπανία. Ἀφοῦ ἐγκατεστάθησαν σὲ ἕναν ἔρημο τόπο, συνέχισαν τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς. Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου τους καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας τους, τὶς ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ἐθεράπευσαν πολλοὺς ἀσθενεῖς καὶ μετέστρεψαν στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ὁ ἔπαρχος ἐπληροφορήθηκε γι’ αὐτές, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθοῦν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ Σαλέρνο. Τὶς ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ τὶς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ ἔχουσα τὴν ἐλπίδα της πρὸς τὸν Κύριο, ἡ Ἀρχελαΐς ἀρνήθηκε καὶ κατήγγειλε δημοσίως τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κατόπιν τούτου ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίψουν τὴν Ἁγία στὰ πεινασμένα θηρία. Ὅμως οἱ λέοντες, ἀντὶ νὰ τὴν κάνουν κομμάτια, τὴν ἐπλησίασαν καὶ μὲ τρυφερότητα ἔπεσαν στοὺς πόδες της. Ὁ ἔπαρχος, βλέποντας τὸ γεγονὸς αὐτό, διέταξε τὸν ἐγκλεισμὸ τῶν τριῶν παρθένων στὴ φυλακή. Οἱ βασανιστὲς ἄρχισαν νὰ καταξεσκίζουν τὶς σάρκες τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ νὰ χύνουν καυτὴ πίσσσα στὶς πληγές τους. Οἱ Ἁγίες προσεύχονταν πρὸς τὸν Κύριο καὶ ξαφνικὰ ἕνα οὐράνιο φῶς περιέλουσε τὴ φυλακὴ καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ λέγει: «Μὴ φοβᾶσθε. Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ, κοντά σας». Ὄταν ἠθέλησαν, μετὰ ἀπὸ αὐτό, οἱ δήμιοι νὰ συντρίψουν τὶς κεφαλές τους μὲ βαριὰ πέτρα, Ἄγγελος Κυρίου ὤθησε αὐτὴ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν βασανιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν. Ἕνας δικαστὴς διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν. Οἱ Ἁγίες, φοβούμενες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀρνήθηκαν, τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ δικαστοῦ. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκαν τὸ 293 μ.Χ., ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου καὶ Νυμφίου τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἄτταλος ὁ Θαυματουργός
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἄτταλος. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχός, διακρινόταν δὲ γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου καὶ τὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του, τὴν ὁποία ἐξεδήλωνε πρὸς κάθε λογικὸ ἢ ἄλογο ὄν. Ἔνεκα τούτων εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θαυματουργικῆς χάριτος καὶ ἐπιτελοῦσε πλεῖστα θαύματα διὰ τῆς προσευχῆς του. Προαισθανθεὶς τὸ τέλος του, ἐζήτησε τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἁγίες Βαλερία, Κυρία, Μάρθα Μαρία καὶ Μαρκία οἱ Παρθενομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Βαλερία ἢ Βαρερία, Κυρία, Μάρθα, Μαρία καὶ Μαρκία, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἐβαπτίσθηκαν Χριστιανὲς καὶ διέμεναν στὴν ἴδια οἰκία, ὅπου καὶ ἐπερνοῦσαν τὶς ἡμέρες τους μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Καταγγελθεῖσες γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους στὸν ἔπαρχο Καισαρείας, συνελήφθησαν, ἀρνηθεῖσες δὲ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ὑπεβλήθησαν σὲ σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα ἀγόγγυστα ὑπέμειναν μέχρι τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀμοὺν ὁ Σημειοφόρος
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ὅσιος Ἀμούν, ὁ Σημειοφόρος. Ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε φημισμένος ἀσκητὴς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, στὴ Ραϊθώ. Σοφὰ αὐτοῦ Ἀποφθέγματα εὑρίσκονται στὸ Λαυσαϊκόν, στὸν Εὐεργετινὸ καὶ τὸν Παράδεισο τῶν Πατέρων.
Ἀπὸ τὰ Ἀποφθέγματα αὐτὰ ἀναφέρουμε ἕνα:
«Πήγαμε στὸ ἐρημητήριο τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ μᾶς ἐκάλεσε, τὸ ὁποῖο ἀπεῖχε γύρω στὸ ἕνα μίλι, κι ἐκεῖ ξεκουρασθήκαμε ἀρκετὰ παίρνοντας καινούργια δύναμη γιὰ τὴν πορεία μας. Ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς μᾶς διηγήθηκε, πώς, στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε τώρα, ζοῦσε κάποιος γέροντας, ὀνομαζόμενος Ἀμούν, κοντὰ στὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος μαθήτεψε. Ὁ Ἀββᾶς ἐκεῖνος ἦταν φημισμένος γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάμει σ’ ἐκείνη τὴν περιοχή.
Σὲ αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶχαν ἐπιτεθεῖ πολλὲς φορὲς οἱ ληστές, κλέβοντας ψωμιὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα. Μιὰ μέρα, λοιπόν, βγαίνει ὁ Γέροντας στὴν ἔρημο, βρίσκει δυὸ μεγάλα φίδια καὶ τὰ φέρνει μαζί του, στὸ ἐρημητήριό του. Ἐκεῖ, τὰ ἔβαλε νὰ κάθονται μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ νὰ φυλάγουν. Ὅταν, κάποια στιγμή, ἔφθασαν κατὰ τὴ συνήθειά τους οἱ φονιάδες καὶ εἶδαν αὐτὸ τὸ μέγα παράδοξο, ἔμειναν ἀπὸ ἔκπληξη μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἔπεσαν καταγῆς.
Βγῆκε τότε ὁ Γέροντας καὶ τοὺς βρῆκε νὰ τά’ χουν χαμένα, μισοπεθαμένοι σχεδόν. Τοὺς ἀνασήκωσε κι ἄρχισε νὰ τοὺς κατηγορεῖ λέγοντάς τους: «Βλέπετε, πόσο εἶστε ἀγριώτεροι ἀκόμη κι ἀπὸ αὐτὰ τὰ θηρία; Διότι, ἐνῷ αὐτὰ φοβοῦνται τὸ Θεὸ καὶ ὑπακούουν στὰ θελήματά μας, ἐσεῖς οὔτε τὸ Θεὸ φοβηθήκατε οὔτε τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν κόπο τῶν Χριστιανῶν λυπηθήκατε».
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ Γέροντας τοὺς ἔμπασε στὸ κελλί του, ὅπου τοὺς ἔβαλε νὰ φᾶνε, καὶ τοὺς συμβούλευσε ν’ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς. Καὶ τότε οἱ ληστὲς μετανόησαν γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή τους κι ἔγιναν κι ἀπὸ πολλοὺς μοναχοὺς καλύτεροι. Καί, μάλιστα, δὲν ἄργησε πολὺ νά’ ρθεῖ καιρὸς ποὺ ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ κάνουν παρόμοια θαύματα».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος ἀθλήσεως τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου εἶναι ἄγνωστα. Αὐτός, κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν, καταλήφθηκε ἀπὸ θεῖο ζῆλο, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε λευκὰ ἱμάτια ἐπισκεπτόταν τοὺς διωκόμενους καὶ βασανιζόμενους Χριστιανούς, ἐζητοῦσε τὶς εὐχές τους, κατασπαζόταν τὶς πληγές τους, τοὺς ἐνεθάρρυνε στὸ μαρτύριό τους καὶ εφρόντιζε γιὰ τὸν εὐπρεπὴ ἐνταφιασμό τους. Συλληφθείς, ἕνεκα τούτων, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸ Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεό, ἐβασανίσθηκε καὶ τέλος, ἀποκεφαλίσθηκε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀμοὺν ὁ Σημειοφόρος
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ὅσιος Ἀμούν, ὁ Σημειοφόρος. Ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε φημισμένος ἀσκητὴς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, στὴ Ραϊθώ. Σοφὰ αὐτοῦ Ἀποφθέγματα εὑρίσκονται στὸ Λαυσαϊκόν, στὸν Εὐεργετινὸ καὶ τὸν Παράδεισο τῶν Πατέρων.
Ἀπὸ τὰ Ἀποφθέγματα αὐτὰ ἀναφέρουμε ἕνα:
«Πήγαμε στὸ ἐρημητήριο τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ μᾶς ἐκάλεσε, τὸ ὁποῖο ἀπεῖχε γύρω στὸ ἕνα μίλι, κι ἐκεῖ ξεκουρασθήκαμε ἀρκετὰ παίρνοντας καινούργια δύναμη γιὰ τὴν πορεία μας. Ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς μᾶς διηγήθηκε, πώς, στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε τώρα, ζοῦσε κάποιος γέροντας, ὀνομαζόμενος Ἀμούν, κοντὰ στὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος μαθήτεψε. Ὁ Ἀββᾶς ἐκεῖνος ἦταν φημισμένος γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάμει σ’ ἐκείνη τὴν περιοχή.
Σὲ αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶχαν ἐπιτεθεῖ πολλὲς φορὲς οἱ ληστές, κλέβοντας ψωμιὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα. Μιὰ μέρα, λοιπόν, βγαίνει ὁ Γέροντας στὴν ἔρημο, βρίσκει δυὸ μεγάλα φίδια καὶ τὰ φέρνει μαζί του, στὸ ἐρημητήριό του. Ἐκεῖ, τὰ ἔβαλε νὰ κάθονται μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ νὰ φυλάγουν. Ὅταν, κάποια στιγμή, ἔφθασαν κατὰ τὴ συνήθειά τους οἱ φονιάδες καὶ εἶδαν αὐτὸ τὸ μέγα παράδοξο, ἔμειναν ἀπὸ ἔκπληξη μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἔπεσαν καταγῆς.
Βγῆκε τότε ὁ Γέροντας καὶ τοὺς βρῆκε νὰ τά’ χουν χαμένα, μισοπεθαμένοι σχεδόν. Τοὺς ἀνασήκωσε κι ἄρχισε νὰ τοὺς κατηγορεῖ λέγοντάς τους: «Βλέπετε, πόσο εἶστε ἀγριώτεροι ἀκόμη κι ἀπὸ αὐτὰ τὰ θηρία; Διότι, ἐνῷ αὐτὰ φοβοῦνται τὸ Θεὸ καὶ ὑπακούουν στὰ θελήματά μας, ἐσεῖς οὔτε τὸ Θεὸ φοβηθήκατε οὔτε τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν κόπο τῶν Χριστιανῶν λυπηθήκατε».
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ Γέροντας τοὺς ἔμπασε στὸ κελλί του, ὅπου τοὺς ἔβαλε νὰ φᾶνε, καὶ τοὺς συμβούλευσε ν’ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς. Καὶ τότε οἱ ληστὲς μετανόησαν γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή τους κι ἔγιναν κι ἀπὸ πολλοὺς μοναχοὺς καλύτεροι. Καί, μάλιστα, δὲν ἄργησε πολὺ νά’ ρθεῖ καιρὸς ποὺ ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ κάνουν παρόμοια θαύματα».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Φωτᾶς
Ὁ Ὅσιος Φωτᾶς, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Φωτᾶ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος Ἐπίσκοπος Τούαμ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος ἐγεννήθηκε τὸ 445 μ.Χ. στὴν Ἰρλανδία καὶ θεωρεῖται ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τούαμ τῆς χώρας αὐτῆς. Καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Κονμάϊσνε, ποὺ ἦταν ἡ ἰσχυρότερη τῆς περιοχῆς τοῦ Γκάλγουεϊ κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ ἕναν ὅσιο γέροντα καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ σὲ σχολεῖο κοντὰ στὸ Τούαμ. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν του συγκαταλέγονται ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητὴς († 16 Μαΐου) καὶ ὁ Ὅσιος Κολμάνος († 24 Νοεμβρίου). Ὁ Ἅγιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Τούαμ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 550 μ.Χ. (στὶς 26 Δεκεμβρίου ἢ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ ἑπομένου ἔτους). Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, διότι κατ’ αὐτὴ ἔγινε ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὸ ναὸ ποὺ ἐκτίσθηκε πρὸς τιμήν του στὸ Τούαμ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος Ἐπίσκοπος Ἄλεθ Οὐαλίας
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐγεννήθηκε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Ἔγινε ἡγούμενος μεγάλου μοναστηριοῦ ἐπὶ τῆς βραχώδου νήσου Πλέκιτ, ὅπου συγκέντρωσε 188 μοναχούς. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἔρημο τόπο τῆς Κορνουάλης, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του προσείλκυσε πλῆθος μοναχῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱδρυθεῖ ἐκεῖ μία ἐξ ἴσου μεγάλη μονή. Ποθώντας ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ἀποσύρθηκε στὴ Βρετάνη, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες προσφέροντας τὸν ἑαυτό του θυσία εὐάρεστη στὸν Θεό. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἄλεθ καὶ ὡς λύχνος φαεινὸς κατηύγασε τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν, λόγῳ γήρατος, δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελέσει τὰ ἐπισκοπικὰ καθήκοντά του, παραιτήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημητήριο μαζὶ μὲ λίγους μαθητές του.
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ τέλος τοῦ 6ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Περμίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Ἐπισκόπου τῆς Μεγάλης Περμίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 29η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἅγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 22α Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ ἐγεννήθηκε στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας κοντὰ στὴν πόλη Καζίν, καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου (Καλυαζίν, † 17 Μαρτίου). Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, ὅταν ἦταν ἕνδεκα ἐτῶν, ἐπῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ θείου του, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, ὁ Παΐσιος ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴν ὑπακοή, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πνευματικῶν βιβλίων καὶ συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. Ἔτσι προόδευσε πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ 1464, μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ παράκληση τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου, ἴδρυσε μία κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὸ Οὔγκλιχ, καὶ τὸ 1489 τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1504, καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῶν θαυμάτων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς τοῦ Κλιμέζσκ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς (κατὰ κόσμον Ἰωάννης) ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ γενόμενος μοναχός. Ὡς ἐκπλήρωση ἑνὸς τάματός του ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Κλιμέζσκ στὴ Ρωσία. Ὅταν, τὸ 1490, ἐξέσπασε θύελλα καὶ ἐκεῖνος εὑρισκόταν ταξιδεύοντας μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης Ὀμέγκα, τὴν ὥρα ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωή του, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν σώσει καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ζήσει τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ μετάνοια καὶ προσευχή. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἡ βάρκα ὁδηγήθηκε μὲ ἀσφάλεια στὶς ὄχθες τῆς λίμνης. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εὑρῆκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο καὶ μία ἱερὴ εἰκόνα. Ἔτσι ἵδρυσε τὴ μονὴ αὐτὴ στὴν ὁποία ἀνήγειρε δύο ἐκκλησίες, τὴν μία ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἄλλη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1534. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ποιμένος ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὀνομάζεται «τοῦ Ποιμένος», ἐπειδὴ τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ 1381, ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Ποιμήν. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔτρεχε μύρο, τὸ ὁποῖο ἐθεράπευε πολλοὺς ἀσθενεῖς ποὺ προσεύχονταν μὲ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἐπικαλοῦνταν τὴ χάρη της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη Θαύματος τοῦ Ἀρχεγγέλου Μιχαήλ
Το θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἔλαβε χώρα στην Ἀλεξάνδρεια. Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Από τη σημερινή μέρα ξεκινούν τα άγια Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τύπος του Κυρίου μας Ιησού είναι ο πάγκαλος Ιωσήφ που σήμερα επιτελούμε (α) την ανάμνησή του.
Ήταν ο μικρότερος γιός του Πατριάρχη Ιακώβ και ο πιο αγαπητός. Όμως φθονήθηκε από τα αδέλφια του και αρχικά τον έριξαν σ' ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Στη συνέχεια τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι τον ξανά πούλησαν στον αρχιμάγειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και φυλάκισε τον Ιωσήφ. Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή.
Με το φωτισμό του Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με αφορμή η διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ' αδέλφια του που τον είχαν φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς.
Αυτός λοιπόν αποτελεί προ-εικόνιση του Χριστού, διότι και Αυτός, αγαπητός γιός του Πατέρα, φθονήθηκε από τους ομοφύλους Του Ιουδαίους, πουλήθηκε από το μαθητή Του για τριάντα αργύρια και κλείσθηκε στο σκοτεινό λάκκο, τον τάφο.
Την ίδια μέρα (β) μνημονεύουμε και τη άκαρπο συκή, την οποία καταράστηκε ο Κύριος και ξεράθηκε αμέσως. Συμβολίζει τόσο τη Συναγωγή των Εβραίων, η οποία δεν είχε πνευματικούς καρπούς, όσο και κάθε άνθρωπο που στερείται πνευματικών καρπών, αρετών.
Έδειξε ο Κύριος τη δύναμή Του στο άψυχο δένδρο και ποτέ πάνω σε άνθρωπο, για να δείξει ότι δεν έχει μόνο δύναμη να ευεργετεί, αλλά και να τιμωρεί.
Η υμνογραφία αναφέρεται σήμερα στα δύο παραπάνω θέματα, αλλά και επί πλέον στο θέμα της πορείας του Κυρίου προς το Πάθος. Από το τροπάριο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» οι ακολουθίες της Μ. Δευτέρας έως Τετάρτης λέγονται και «Ακολουθίες του Νυμφίου».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ.δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τπης φύσεως.
Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο, τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν· καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἅρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος· τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε, ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας ἀντεδοξάζετο, παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστὴς ἔζησε κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Δεκαπολίτη, ἴσως στὸν Ὄλυμπο, γενόμενος μοναχὸς καὶ διδασκόμενος τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ ὑπακοή του πρὸς τὸν διδάσκαλό του ὑπῆρξε περιβόητη, γι’ αὐτὸ δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔχαιρε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του, κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτοῦ, ἀφοῦ περιέτρεξε ξένους τόπους, ἦλθε κατόπιν στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ καλλιεργήθηκαν ἐντός του περισσότερο οἱ πηγὲς τῆς εὐσεβοῦς κατανύξεως καὶ ἡ ἀφοσίωσή του πρὸς τὸν Θεὸ προσέλαβε νέα δύναμη καὶ φλόγα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Χαρίτωνος, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἁπαλῶν ἐξ ὀνύχων Χριστὸν ἠγάπησας, καὶ τὴν σὴν κλῆσιν θεόφρον καταλαμπρύνεις σαφῶς, πλήρης χάριτος ὀφθεὶς τοῦ θείου Πνεύματος· ἐκκαθάρας γὰρ τὸν νοῦν, τῶν Ἀγγέλων μιμητής, ἐν σώματι ἀνεδείχθης, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννη, μεθ’ ὧν ἱκέτευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς Ἀσκητῶν, ὑπογραμμὸν καὶ σέμνωμα, καὶ ἀγαθῶν, τῶν οὐρανίων μέτοχον, κατὰ χρέος εὐφημοῦμέν σε, ὦ Ἰωάννη παμμακάριστε· ὁσίως γὰρ τὸν βίον διελήλυθας, καὶ χάριτος ἐνθέου κατετρύφησας, ἐξ ἧς Πάτερ δώρησαι τοῖς δούλοις σου.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ καταυγασθείς, χαρίτων τὸν πλοῦτον, δι’ ὁσίας διαγωγῆς, Πάτερ Ἰωάννη, ἐνθέως θησαυρίσας, θαυμάτων χάριν νέμεις, τοῖς προσιοῦσί σοι.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεντινιανοῦ (364 – 374 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γότθων. Ἀπὸ παιδὶ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὄχι μόνο ἀποστρεφόταν τὶς τροφὲς ποὺ ἀπέμεναν ἀπὸ τὶς θυσίες στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐμπόδιζε καὶ ὅσους ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν αὐτές. Ἔτσι ἔγινε σὲ πολλοὺς πρόξενος σωτηρίας. Ἀφοῦ συνωμότησαν ἐναντίων του οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἐξόρισαν μὲ τὴν βία ἀπὸ τὴν πόλη. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα καὶ ἐνῷ ὁ Ἀθανάριχος, ὁ ἄρχοντας τῶν Γότθων, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν χτύπησαν. Στὴν συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὸν ἄξονα τῆς ἅμαξας καὶ τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα δοκάρι. Ἐπειδὴ δὲν πείσθηκε νὰ δοκιμάσει ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τὴ θυσία στὰ εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στὸν ποταμό. Καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν σὲ ἕνα μεγάλο ξύλο στὸν τράχηλο, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Μουσαῖο. Καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος Β’ Ἐπίσκοπος Μελιτηνὴς
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Διετέλεσε ἀναγνώστης τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο σὲ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔχασε τὸν πατέρα του, ἡ χήρα μητέρα του τὸν παρέδωσε στὸν εὐλαβὴ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώιο.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Παρέστη στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 431 μ.Χ., ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ὑποστήριξε θερμὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ περὶ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου, ἐναντίων τοῦ Νεστορίου. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου διασώθηκε σύντομη ὁμιλία τοῦ Ἁγίου, στὴν ὁποία ὑποστηρίζει τὴν περὶ δύο φύσεων ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος συνδεόταν στενὰ διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε συστήσει στὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο τῶν Σαρακηνῶν νὰ ἀκολουθήσει κατὰ πάντα τρόπο στὴ Σύνοδο τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Ἀκάκιο, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ ἀγωνίζονταν κατὰ τῆς ἀσεβείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ διάδοση καὶ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπῆρξε θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 445 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἡ Θαυματουργός ἐξ Αἰγίνης
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία γεννήθηκε στὴ νῆσο Αἴγινα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ εἶχε μεγάλη κλίση γιὰ τὰ θεία. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ὁ Νικήτας καὶ ἡ Εἰρήνη, τὴν νύμφευσαν παρὰ τὴν θέλησή της. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὸν γάμο, ὁ σύζυγός της φονεύθηκε ἀπὸ βάρβαρους πειρατές, ποὺ ἐκείνη τὴν περίοδο ἐπέδραμαν στὴν Αἴγινα.
Τότε ἡ Ὅσια ἀφοῦ ἔμεινε χήρα, θεώρησε κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκπληρώσει τὸν ἱερό της πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ ἐνῷ τὴν ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα αὐτό, ἔφθασε στὴν Αἴγινα πρόσταγμα βασιλικό, διὰ τοῦ ὁποίου διατάσσονταν ὅλες οἱ ἀνύμφευτες γυναῖκες καὶ οἱ χῆρες νὰ παντρευτοῦν ἄνδρες ἐθνικούς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Ἀθανασία, παρὰ τὴν θέλησή της, ἦλθε σὲ δεύτερο γάμο.
Φροντίζοντας πάντοτε γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς της, ἡ Ὁσία προσευχόταν ἀδιάλειπτα καὶ προσέφερε ἀφειδῶς ἀπὸ τὰ πλούτη της στοὺς ἐνδεεῖς καὶ πάσχοντες. Ὕστερα δὲ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ γίνει μοναχός, ἂν καὶ ἦταν ἐθνικός. Αὐτός, ἀφοῦ πρόκοψε στὶς ἀρετές, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Τότε ἡ Ὁσία διαμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοῦ παρέλαβε κι ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, κατέφυγε σὲ ἀσκητήριο, ὅπου ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία. Στὸν τόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ὡραιότατος καὶ πανάρχαιος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετὰ παρέλευση τεσσάρων ἐτῶν ἡ Ὁσία προχειρίσθηκε ἡγουμένη τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλὰ ἀναχώρησε σὲ τόπο ἥσυχο καὶ ἄγνωστο καὶ ἐκεῖ μὲ τὶς συνασκήτριές της ἀγωνιζόταν τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ τρεφόταν ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὸ Βυζάντιο, ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἑπτὰ χρόνια καὶ ὕστερα ἐπέστρεψε πάλι στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας της. Ἡ Ὁσία Ἀθανασία προαισθάνθηκε τὴν κοίμησή της δώδεκα ἡμέρες πρίν, γεγονὸς ποὺ ἀνακοίνωσε στὶς μοναχὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐξέφρασε μὲ τὴν προσευχή της τὶς εὐχαριστίες της στὸν Κύριο. Φρόντισε δὲ νὰ γίνει ἐκλογὴ τῆς ἡγουμένης τους, γιὰ νὰ ἐξακολουθήσει ἀπρόσκοπτα ἡ συμβίωσή τους καὶ νὰ διατηρηθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀδελφικῆς τους ἀγάπης. Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της κάλεσε κοντά της τὶς μοναχές, ἀπηύθυνε σὲ αὐτὲς λόγια παρηγορητικὰ καὶ συνετὰ καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ διατηρήσουν πάντοτε μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔψαλε καὶ ἐκείνη καὶ οἱ μοναχὲς καὶ ἐνῷ εἶχε ἐξομολογηθεῖ καὶ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τὴν προηγούμενη ἡμέρα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της μὲ γαλήνη, δηλώνοντας πρὸς ὅσες παρευρίσκονταν, ὅ,τι τὶς περιμένει ἐκεῖ ἐπάνω.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου της, ἔφερε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ στὸ ἀσκητήριο. Ἐκεῖ γονάτισαν μπροστὰ στὸ ἱερὸ λείψανό της πενθώντας καὶ κλαίοντας ὅλοι ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια της βοηθήματα καὶ ἀπὸ τὰ λόγια της παρηγοριά, ἀρκετοὶ δὲ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος (ἢ Ματθίας)
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἢ Ματθίας ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συνέδεσε τὸν βίο του μὲ τὴν Ὁσία Ἀθανασία. Ὅταν ἡ Ὁσία ἀποφάσισε νὰ μονάσει σὲ τόπο ἥσυχο, χρησιμοποίησε ὡς συνεργὸ τὸν Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος πήγαινε στὶς ἀσκήτριες τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν συντήρησή τους, ποὺ προμηθεύονταν ἀπὸ τὰ ἐργόχειρα ποὺ ἡ Ὁσία πωλοῦσε.
Σὲ αὐτὸν τὸν μακάριο Ματθαῖο ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὅλες του οἱ κλειδώσεις ἦταν παραλυμένες. Ὁ Ὅσιος τὸν λυπήθηκε, ἔβγαλε τὸν μανδύα ποὺ φοροῦσε καὶ τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους τοῦ παράλυτου. Τότε ἔτριξαν φοβερὰ τὰ κόκαλά του καὶ ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος θεραπεύθηκε. Ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια τὸ πρόσωπό του εἶχε παραμορφωθεῖ, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ χέρι του καὶ τοῦ χάρισε τὴ θεραπεία.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος, ἀφοῦ διέλαμψε μὲ θαύματα καὶ σημεῖα στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀσκήσεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν ἀσκητικὸ βίο, στὸν ὁποῖο διακρίθηκε μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία του συνασκούμενος μετὰ τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου. Γιὰ τὶς ἀρετές του τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς θείας ἱεροσύνης καὶ κατέστη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χαλκηδόνος.
Εὑρισκόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς εἰκονομάχους καὶ πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νὰ καταδικάσει τὴ διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔμενε ἀνένδοτος, γι’ αὐτὸ ἐξοριζόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἔτσι ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θερμὸς ὑπερασπιστὴς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέωντος τοῦ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.). Ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ἐκεῖ ποὺ ἦταν διαλυμένη καὶ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συναθροισθέντες μοναχούς.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 847 μ.Χ. καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Πιέσθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του γιὰ νὰ νυμφευθεῖ, ἀποσκίρτησε ὅμως ἀπὸ τὸ θέλημα αὐτῶν καὶ κατέφυγε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνατέθηκε τὸ διακόνημα τοῦ μαγείρου καὶ ἡ φύλαξη τοῦ πυλῶνος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ στάδιο ὅλων τῶν διακονημάτων προσφέροντας στοὺς ἀδελφοὺς καὶ διδάσκοντάς τους μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του, ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν πρόσκαιρη δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ βίου, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἥσυχο, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ καλλιέργησε τὶς ἀρετὲς καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Θαυματουργός, τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, ὅπως καλεῖται στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα Ἡμερολόγια, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. Περὶ τὸ ἔτος 1400 πῆγε στὰ βόρεια, γιὰ νὰ διάγει ἀναχωρητικὸ βίο, ἀλλὰ ἀργότερα, γύρω στὸ 1410, περιστοιχισμένος ἀπὸ μαθητὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἴδια κλίση, ἵδρυσε στὶς ὄχθες τῆς Μαύρης Θάλασσας, στὴν Καρελία, μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Στὴν ἀρχὴ τίποτε δὲν εὐνοοῦσε τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ βίου σὲ ἐκείνη τὴν περιοχή, ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ πρωτόγονες συνήθειες. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἤξερε νὰ εἶναι σταθερὸς καὶ πιστὸς στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρέμεινε στὴν περιοχὴ καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ στερέωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ τὴ διάδοση τῆς πίστεως.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1435 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Καρελίας, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ καὶ οἱ μαθητές του Στέφανος ὁ Ἀσκητής, Ἡσαΐας καὶ Νικάνωρ.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου πραγματοποιήθηκε τὸ ἔτος 1647. Στὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητας τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας μνημονεύεται ὡς «Φωτιστὴς τῆς Καρελίας» μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀντώνιο καὶ Εὐτυχή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικας τοῦ Κορὲλ ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας.
Ἐργάσθηκαν ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ράπτης ἐξ Ἰωαννίνων
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης γεννήθηκε στὸ χωριὸ Τέροβο Ἰωαννίνων ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νωρὶς ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ράπτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Πατριάρχου Ἱερεμίου Α’ (1525 – 1545) καὶ ἐπὶ σουλτάνου Σουλεϊμὰν τοῦ Β’ (1520 – 1560). Περικοσμούμενος μὲ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀρετὲς κίνησε τὸν φθόνο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τὸν πίεζαν νὰ γίνει Μουσουλμάνος. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀπέκρουε τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἔτσι προσῆλθε στὸν πνευματικό του καί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, δήλωσε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικὸς ὅμως τὸν ἀπέτρεψε κατ’ ἀρχὴν καὶ ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀνέβαλε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς του. Συγκινημένος ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, προσῆλθε καὶ πάλι στὸν πνευματικό του καὶ ζήτησε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἀπετράπη ὅμως γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸν πνευματικό. Ἐκεῖνος ἐπανῆλθε ἐκ νέου μὲ σταθερὴ ἀπόφαση τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶδε ὅραμα, κατὰ τὸ ὁποῖο χόρευε μέσα σὲ φλόγες μεγάλης φωτιᾶς, ἔλαβε ἀπὸ τὸν πνευματικό του τὴν ποθούμενη εὐλογία. Μεταβαίνοντας στὸ ἐργαστήριό του εἶδε νὰ ἔρχονται κοντά του οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὸν προέτρεπαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει, οἱ ὁποῖοι αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν συκοφαντοῦσαν λέγοντας ὅτι, ὅταν ἦταν στὰ Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας τοὺς ἀπάντησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ πάθω τέτοια ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου, ἀλλὰ ἐγὼ μὲ τὸν Χριστό μου ζῶ καὶ θέλω νὰ ζήσω, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ ἀποθάνω γι’ Αὐτόν».
Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ἀφοῦ περιφρόνησε μὲ τοὺς λόγους του τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἄναψε τὸν θυμὸ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μαινόμενοι ὅρμησαν ἐναντίων του καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁμολογώντας καὶ ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ τὸν Χριστό, παραδόθηκε σὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποία ὑπέμεινε μὲ καρτερία. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος παρέμενε σταθερὰ ἀμετάθετος στὴν πατρώα εὐσέβεια ὁμολογώντας συνέχεια τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάσθηκε στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Α’, κατόρθωσε μὲ πολλὰ χρήματα νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀναβολὴ τῆς ἐκτελέσεως γιὰ λίγες ἡμέρες.
Τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ὁ Ἰωάννης προσήχθη καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, πρὸ τοῦ ὁποίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἐπανέλαβε ἀκλόνητος τὴ θερμὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τότε τὸν μαστίγωσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ποὺ εἶχε ἀναφθεῖ μπροστὰ ἀπὸ μία τουρκικὴ οἰκία. Οἱ κάτοικοι τῆς οἰκίας αὐτῆς, ἐπειδὴ θεώρησαν τὰ γενόμενα μπροστὰ στὴν οἰκία τους ὡς κακὸ γι’ αὐτοὺς οἰωνό, διασκόρπισαν καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς κατακαίοντες τὸν Ἅγιο, δήμιους. Τότε οἱ δήμιοι, ἀφοῦ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο μισοκαμένο καὶ ψάλλοντα διαρκῶς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἄναψαν ἐκτὸς πόλεως νέα φωτιά, στὴν ὁποία μὲ χαρὰ πήδησε ὁ Ἰωάννης. Φιλομάρτυρες Χριστιανοί, γιὰ νὰ ἀπαλλάξουν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὶς ὀδύνες τῆς φωτιᾶς, πλήρωσαν τοὺς δήμιους γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 1526.
Οἱ Χριστιανοὶ ἀγόρασαν ἀντὶ πολλῶν χρημάτων τὰ ἐκ τῆς πυρᾶς διασωθέντα ἐλάχιστα ἱερὰ λείψανα τοῦ Νεομάρτυρος καὶ τὰ διεφύλαξαν στὸν πατριαρχικὸ ναό.
Ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης ἔγινε πασίγνωστος γιὰ τὰ θαύματά του σὲ ὁλόκληρο τὸ Γένος.
Ἡ μνήμη του στὰ Ἰωάννινα τελεῖται τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης· πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκαύτωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις, χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Κουλικᾶς
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς ἢ Κουζικᾶς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ζηλωτὴς Χριστιανός. Συνομιλώντας περὶ πίστεως μὲ κάποιους Ὀθωμανούς, κίνησε τὸν φθόνο αὐτῶν. Ἔτσι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν κριτή, μαρτυρώντας ψευδῶς ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐξύβρισε τὴ μωαμεθανικὴ πίστη. Πρὸ τῶν ψευδομαρτυριῶν αὐτῶν ὁ κριτὴς προέταξε στὸ Μάρτυρα τὸ δίλημμα τῆς ἐξωμοσίας ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης μὲ παρρησία τότε καὶ ἀνδρεία, ἀπάντησε λέγοντας: «Νὰ μὴν τὸ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ ποτὲ τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, ἀκόμη κι ἄν μου δώσετε μύριους θανάτους». Ἐξοργισμένος ὁ κριτὴς ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ἐξέδωσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε ἐπάνω σὲ σιδερένια ἀγκάθια, τὸ ἔτος 1564.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ ΣΤ’ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ’, ὁ ἐπιλεγόμενος Σεραπετζόγλου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη καὶ διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του. Ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἔτος 1803 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ μετετέθη στὴν Ἀδριανούπολη τὸ ἔτος 1810. στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1813, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ σχολὴ ὑπὸ τοὺς τρεῖς διδασκάλους τῆς νέας μεθόδου, τὸ ἔτος 1815. Ὑπῆρξε φίλος τῶν γραμμάτων καὶ κήρυττε συνεχῶς τὸν Θεῖο λόγο. Στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1818 παύθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ὑπέστη μὰ ἄλλους εἴκοσι ἑπτὰ κληρικοὺς καὶ προύχοντες τὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο, τὸ ἔτος 1821, ὡς ἐνερχόμενος, σύμφωνα μὲ τὸ φιρμάνι ποὺ διέτασσε τὸν ἀπαγχονισμό, στὸ κίνημα ποὺ προετοίμαζε τὴν ἐλευθερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἔθνους.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεὶς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεὶς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῇ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβῃς ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσῃς μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος (Ρατισχβίλι), ὁ Θαυματουργός, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Καμπένι, τῆς ὁποίας τὸ ἀρχαῖο ὄνομα ἦταν Γεθσημανῆ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη Θαύματος Ἁγίου Μηνᾶ στὸ Ἡράκλειο Κρήτης
Ακόμη από τα πολλά θαύματα του Αγίου Μηνά είναι και αυτό που έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος.
Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.
Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.
Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.
Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του.
Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου ἁγιογραφήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1299, ἐξαιτίας ἐνὸς ὁράματος ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, Μητροπολίτης Βλαντιμὶρ († 6 Δεκεμβρίου), ὅταν ἔφθασε στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸ Κίεβο. Στὸ ὅραμα ἡ Θεοτόκος ἐμπιστεύεται τὸ ὠμοφόριο σὲ αὐτόν, λέγοντας: «Δοῦλε, Μάξιμε, εἶναι καλὸ ποὺ ἔχεις ἔλθει νὰ ἐπισκεφθεῖς τὴν πόλη μου. Πᾶρε αὐτὸ τὸ ὠμοφόριο καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιο τῆς πόλεως αὐτῆς». Ὅταν ὁ Ἅγιος ξύπνησε, τὸ ὠμοφόριο ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία, ἦταν ἁπλωμένο στὰ χέρια του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει τὴ Θεοτόκο σὲ ὄρθια θέση μαζὶ μὲ τὸ παιδίον Ἰησοῦ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ εἶναι γονατιστὸς καὶ νὰ δέχεται τὸ ἐπισκοπικὸ ὠμοφόριο.
Τὸ ὠμοφόριο, φυλάχθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου γιὰ 112 χρόνια. Τὸ ἔτος 1412, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς Ταταρικῆς ἐπιδρομῆς, τὸ ὠμοφόριο κρύφθηκε ἀπὸ τὸ νεωκόρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Τάταρους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Αναγράφει το «Ωρολόγιο»: «Πέντε μέρες προ του Νομικού Πάσχα, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα ονάριο και αφού κάθισε πάνω του εισερχόταν στη πόλη. Ο λαός μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς (είχαν μάθει και τα περί αναστάσεως του Λαζάρου) έλαβαν στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και πήγαν να τον προϋπαντήσουν. Άλλοι με τα ρούχα τους, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δένδρα και τα έστρωναν στο δρόμο όπου διερχόταν ο Κύριος και τον ακολουθούσαν. Ακόμα και τα νήπια τον προϋπάντησαν και όλοι μαζί φώναζαν: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωαν. ιε΄).
Αυτή τη λαμπρή και ένδοξο πανήγυρη της εισόδου στα Ιεροσόλυμα του Κυρίου εορτάζομε αυτή τη Κυριακή.
Σήμαιναν δε τα βάγια, οι κλάδοι των φοινίκων, τη κατά του διαβόλου και του θανάτου νίκη του Χριστού. Το δε Ωσαννά ερμηνεύεται σώσον παρακαλώ. Το δε πωλάριο της όνου και το κάθισμα του Ιησού πάνω του, ζώου ακάθαρτου κατά τον νόμο τους, σήμαινε τη πρώην ακαθαρσία και αγριότητα των εθνών και την μετά από λίγο υποταγή αυτών στο άγιο Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία μας ψάλλει:
Αφού ταφήκαμε μαζί με Σε, Χριστέ και Θεέ μας, δια του βαπτίσματός μας (το οποίο είναι τύπος του θανάτου Σου και της ταφής Σου), αξιωθήκαμε δια της αναστάσεώς Σου να εισέλθουμε στην αθάνατο ζωή της Βασιλείας Σου. Γι' αυτό υμνούντες Σε, κράζομε: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ, που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του Ουρανού. Ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος πλ. β’.
Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν· ἡμεῖς δὲ πίστει ἀμεταθέτῳ, ἀεὶ τιμῶντες ὡς εὐεργέτην, διὰ παντὸς βοῶμεν αὐτῷ· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’.
Τῷ θρόνῳ ἐν οὐρανῷ, τῷ πώλῳ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐποχούμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν Ἀγγέλων τὴν αἴνεσιν, καὶ τῶν παίδων ἀνύμνησιν, προσεδέξω βοώντων σοι· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Μεγαλυνάριον.
Ἐπὶ πώλου ὄνου εἰς τὴν Σιών, εἰσῆλθες Σωτήρ μου, ὑπὸ παίδων καὶ τῶν βρεφῶν, αἰνούμενος Λόγε, τὸ Ὠσαννὰ βοώντων, εὐλογητὸς ὁ ἥκων, σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Περσίδος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεὼν ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καὶ ἦταν προϊστάμενος τῶν Ἐκκλησιῶν Κτησιφῶντος καὶ Σαλὴκ (στὴ Σελευκεία).
Ὅταν εἶδε τὰ παράνομα ἔργα τῶν Περσῶν καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε τὶς διαταγές τους, ἔγραψε στὸν βασιλέα Σαβώριο ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ σᾶς ὑποφέρουμε. Κάνε λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀφοῦ ἔστειλε στρατιῶτες, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε δέσμιο στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ, στὴ φυλακὴ ὄντας ὁ Ἅγιος, κατάφερε μὲ τὴν διδασκαλία του νὰ ἐπαναφέρει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν πραιπόσιτο καὶ εὐνοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζὰτ ἢ Γουζθαδάτ, ποὺ ἦταν μὲν Χριστιανὸς ἀλλὰ φοβόταν καὶ προσκυνοῦσε τὸν ἥλιο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Περσῶν. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἅγιος Συμεὼν κλείσθηκε στὴ φυλακή, τὸν εἶδε ὁ Γοθαζὰτ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀσπασθεῖ. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχθηκε, εἶπε στὸν ἑαυτό του: «Ἂν ὁ Συμεών, ποὺ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποστράφηκε, πῶς ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο ἀρνήθηκα, θὰ μὲ ἀγαπήσει;».
Ἡ εἴδηση ἔφθασε στὰ αὐτιὰ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. Ἡ ὀργή του στράφηκε κατὰ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἐντολὴ νά ἀποκεφαλίσουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Συνελήφθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἀβδελᾶ χίλιοι ἑκατὸν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, μαρτυρικὸν συνασπισμὸν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοῦ καὶ πράξεσι πρὸς ἄθλους ἱερούς· μεθ’ ὧν καὶ συνήθλησας, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Χριστῷ ἀνέδραμες, σὺν αὐτοῖς ἀνακράζων· Ἰδοὺ ἡμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τῇ σῇ ἀγάπῃ, Σωτὴρ ἐλογίσθημεν.
Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀνίκητος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τὰ μέσα τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. (155 – 166 μ.Χ.).
Πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνίκητο ἦλθε ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 23 Φεβρουαρίου), γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ χρόνου τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ μηνὸς Νισσάν, σὲ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν ἔπεφτε αὐτό. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δὲν ἑόρταζαν καθόλου τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀρκοῦνταν στὸ ἑβδομαδιαῖο κατὰ Κυριακὴν ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τονίζοντας ἀσφαλῶς περισσότερο τὸν ἑορτασμὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὴν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ λόγω τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τηροῦσε αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ διευθετήσει μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ἄλλα δευτερεύοντα θέματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος μαρτύρησε τὸ ἔτος 166 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Περσίδος ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Συμεὼν μακάριε, δῆμον Ἁγίων Ἀθλητῶν, ἔχων ἡμῖν συνανίσχοντας, ὥσπερ ἀστέρας· μεθ’ ὧν εὐφημοῦμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλῃ τοῦ Ἡλίου τοῦ νοητοῦ, κατηγλαϊσμένος, ἱερώτατε Συμεών, μετὰ τῶν συνάθλων, πυρσολατρῶν τὸ σκότος, διέβης ἀπροσκόπτως, φέγγει ἀθλήσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανός, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ὑπέβαλαν σὲ μύριες στερήσεις καὶ βασανισμοὺς γιὰ νὰ δαμάσουν τὸ φρόνημά του. Ὅταν νόμισαν ὅτι ἡ σταθερότητα τοῦ Ἁγίου θὰ εἶχε πλέον καμφθεῖ, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν διέταξαν νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δὲν πείσθηκε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἐπίμονα τοῦ ζητοῦσαν, ἀλλὰ ὅρμησε στὸ βωμό, τὸν ἀνέτρεψε καὶ γκρέμισε τὸ πῦρ καὶ τὰ ἐπ’ αὐτοῦ σφάγια.
Ἔξαλλος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴ στάση αὐτὴ τοῦ Ἀδριανοῦ, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν χτυπήσουν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιὰ καὶ πέτρες. Τοῦ συνέτριψαν τὸ στόμα καὶ τὴν κεφαλὴ καί, τέλος, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καμίνι, ὅπου τελείωσε τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Φουσὶκ ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα αὐτοῦ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φουσίκ, ὅταν ἀποκεφαλίζονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Συμεών, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος. Παρατηρώντας τὰ γενόμενα εἶδε ἕνα πρεσβύτερο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποκεφαλισθεῖ νὰ εἶναι φοβισμένος καὶ τρομαγμένος καὶ εἶπε σὲ αὐτόν: «Μὴ φοβᾶσαι. Κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ ὁ Χριστὸς θὰ σὲ φωτίσει». Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι ἔχει χριστιανικὸ φρόνημα, προσήχθη στὸν βασιλέα, ὅπου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἄρχισε. Πρῶτα τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ἔγδαραν ἀνηλεῶς τὸ δέρμα ὅλου τοῦ σώματός του καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή του.
Εἶχε ὅμως ὁ Μάρτυς καὶ μία θυγατέρα Χριστιανή, ποὺ ἦταν ἀσκήτρια. Ὁδηγώντας την ἐνώπιόν του, ὁ βασιλέας, τὴν ἐξανάγκαζε μὲ βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὸν ἥλιο καὶ τὴ φωτιά. Ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει, πρῶτα τὴν γύμνωσε καὶ τὴν χτύπησε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια τὴν κατέκαψε μὲ ἀναμμένες δάδες. Καὶ ἀφοῦ τὴν κρέμασε, τὴν ἔγδαρε μὲ σιδερένια νύχια καὶ τὴν ἀποκεφάλισε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀζὰτ ὁ Εὐνοῦχος
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς οἱ Χριστιανοὶ στὴν Περσία δοξολογοῦσαν καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Χριστὸ ποὺ ὑπέμεινε τὰ σωτήρια Πάθη Του γιὰ ἐμᾶς. Ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἐκεῖνον χίλιοι ἑκατὸν πενήντα Χριστιανοὶ (διότι ἀπὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ μέχρι τὴ δέκατη ἡμέρα κάθε Χριστιανὸς φυλακισμένος φονευόταν), συνελήφθη καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὑπέστη τὸ μαρτύριο ὁ Ἀζὰτ ὁ εὐνοῦχος, ποὺ ἦταν πλούσιος καὶ πρῶτος στὸ παλάτι, τὸν ἀγαποῦσε δὲ πολὺ καὶ τὸν τιμοῦσε ὁ Σαβώριος. Τόσο δὲ πολὺ λυπήθηκε καὶ μεταμελήθηκε ὁ βασιλέας γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀζάτ, ὥστε διέταξε νὰ πάψει πλέον ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν ἄνδρας ἀσκητικότατος, ἐνάρετος καὶ θαυματουργός, καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του ἀνυψώθηκε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 535 μ.Χ.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ διεξήγαγε πόλεμο πρὸς τὸν Ὀστρογότθο βασιλέα τῆς Ἰταλίας Θεοδάτο, ἀνέλαβε δὲ νὰ διαμεσολαβήσει μεταξὺ τους ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός. Πρὸς ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, τὸ ἴδιο ἔτος τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι καθ’ ὁδόν, ὅταν ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πάσχοντα ἀπὸ δύο ἀγιάτρευτες ἀσθένειες, δηλαδὴ δὲν μποροῦσε καθόλου οὔτε νὰ μιλήσει, οὔτε νὰ βαδίσει. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε. Ἀλλὰ καὶ μόλις ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴ Χρυσὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιτέλεσε κι ἄλλο θαῦμα. Συγκεκριμένα ἔθεσε τὸ χέρι του στὰ μάτια κάποιου τυφλοῦ ποὺ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα τῆς ὁράσεως.
Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε πάνδημης ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ πέντε Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας, δὲν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο Α’ τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν αὐτοκράτορα, διότι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ αἱρετικοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς προκάλεσε ἐπίσημα ζήτημα Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὰ χέρια τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγη ὁ Μηνᾶς (536 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀγαπητό.
Τὸ ἴδιο ἔτος συνῆλθε Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ, ἡ ὁποία καθαίρεσε καὶ ἀναθεμάτισε τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο γιὰ τὶς κακοδοξίες του.
Λίγο μετὰ τὴν διευθέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 536 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ῥώμης σε πρόεδρον, Ἀγαπητὲ ἱερέ, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, καὶ θεῖον θεράποντα· ὅθεν Ὀρθοδοξίας, διαλάμψας τοῖς ἔργοις, ὤφθης τῆς Ἐκκλησίας, εὐκλεὴς Ἱεράρχης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀγάπῃ Χριστοῦ Ἀγαπητὲ μακάριε, τρωθεὶς τὴν ψυχήν, ἀμέμπτως ἱεράτευσας, Κυρίῳ ὥσπερ ἄγγελος, Ἱεράρχης γενόμενος Ὅσιος· καὶ νῦν σὺν Ἀγγέλοις ἀεί, δυσώπει ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἱεράρχα Ἀγαπητέ, ἀγάπης ταμεῖον, Παρακλήτου ὁ θησαυρός· χαίροις ὁ πρεσβεύων, διὰ παντὸς Κυρίῳ, δοθῆναι ἡμῖν πᾶσι, πταισμάτων ἄφεσιν.
Οἱ Ὅσιοι Ἀπόστολος καὶ Θεοχάρης οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ὅσιοι Θεοχάρης καὶ Ἀπόστολος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄρτα καὶ ἔζησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν τέκνα τοῦ ἱερέως Ντούια, ὁ ὁποῖος τὰ ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Νικολάου Σκουφᾶ, ἀπὸ τὴν Ἄρτα. Καὶ οἱ δύο Ὅσιοι διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν φιλανθρωπία. Συνεχῶς μελετοῦσαν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ προσεύχονταν.
Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ ἔτους 1829 καὶ προέβλεψε τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἀδελφό του νὰ τὸν ἐνταφιάσει στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ νὰ μὴν γίνει ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Τὸ ἅγιο λείψανό του εὐωδίαζε, σημεῖο τῆς ἀγάπης του Κυρίου πρὸς τὸν Ὅσιο.
Ὁ Ὅσιος Ἀπόστολος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1846. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἐνταφίασαν στὸ κοιμητήριο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας μὲ πολλὲς τιμές. Τὸν βίο τους συνέγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης, Σεραφεὶμ ὁ Βυζάντιος καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κάτω Παναγιᾶς Ἄρτης Κωνστάντιος ὁ ἐξ Ἄρτης.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τους, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ υἱὸς τοῦ Γεωργαντᾶ καὶ τῆς Ἀναστασίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τὸ 1731. Ὁ βιογράφος του Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, σημειώνει: «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὸ λεγόμενον Ἑξαμίλιον εὑρισκομένη. Πόλις ἀρχαιότατη κι ὀνομαστή… Ἀπὸ αὐτὴν κατάγεται καὶ ταύτης ἐστάθη γέννημα καὶ θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος… Ἐκ τούτων λοιπὸν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος… κατὰ τὸ 1731».
Ἀνάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαὴλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καὶ πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτὸν Μιχαήλ. Ὁ Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακὲς σχέσεις μὲ τὸν Γεωργαντᾶ. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ ἀναπτυσσόταν μέσα στὴ θεοσεβῆ καὶ εὐλογημένη οἰκογένειά του, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν μεγάλη πολιτική της δύναμη καὶ μὲ τὴν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. Ὁ Μιχαὴλ εἶχε κάτι ἰδιαίτερο σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα του ἀδέλφια. Ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς συμπολίτες του, ἔδειχνε ταπεινοφροσύνη καὶ ἔμφυτη σεμνότητα καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν Τρικάλων.
Ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὸν ἀκμάζοντα τότε Κεφαλλήνιο διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίστηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς πρὸς εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ’ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μὴ ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δὲν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε διεσκόρπισε καὶ ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τὸν πατέρα του». Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τὰ ἀξιώματα οὔτε ἡ πολιτικὴ δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροὴ ἢ ἕλξη ἐπάνω του· ἀντίθετα τὰ ἀποστρεφόταν. Ἤδη «ἀπὸ τὰς πρώτας ἀρχὰς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφὴς ἡ κλίση του πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα, ἀφοῦ ζοῦσε μὲ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνὰ στὴν ἐκκλησία καὶ συμμετέχοντας μὲ κατάνυξη στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀποστρεφόμενος τὶς συναναστροφὲς τῶν συνομηλίκων του και γενικὰ τὴν ἐγκόσμια ματαιότητα.
Ἐγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῆς μητέρας του ὅλα αὐτὰ καὶ μεταβαίνει μὲ θεῖο ζῆλο στὸ Μέγα Σπήλαιο, στὴ μέγιστη καὶ ἱστορικὴ καὶ παλαιότατη αὐτὴ μονὴ τῆς Πελοποννήσου, γιὰ νὰ καθαίρει καθημερινὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς ἀλλότριες καὶ ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκοσμίου βιοτῆς. Ἦταν μία ἐπαινετὴ καὶ θεάρεστη ἀπόφαση καὶ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ τὶς παντὸς εἴδους ἀπασχολήσεις του, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώντας τὸν μοναχικὸ βίο.
Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν ἐνάρετο Μιχαὴλ ἡ ἀπόφασή του ἐκείνη δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμὲς παρακλήσεις δὲν εἰσακούσθηκαν ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τὸ αἴτημά του δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ περιβληθεῖ τὸ ἰσαγγελικὸ σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ ἐπέστρεψε στὴν πατρική του οἰκία. Ἀρχικὰ παρέμενε σὲ αὐτὴν ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διαφόρων πατερικῶν κειμένων, βίων Ἁγίων καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. Ἡ μελέτη αὐτὴ τὸν βοήθησε νὰ ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσότερο τὴν πίστη του καὶ νὰ εἰσχωρήσει βαθύτερα στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πέθανε ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ σχολὴ τῆς Κορίνθου στερεῖτο διδασκάλου. Ὅλοι στράφηκαν νοερῶς πρὸς τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ καὶ ἐνδόμυχα εὔχονταν καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανὸς νὰ διαδεχθεῖ τὸν διδάσκαλό του.
Ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ Νοταρᾶς προσέφερε ἐπὶ ἕξι ἔτη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου χωρὶς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸ ὑψηλό του ἦθος, κυρίως τοὺς νεαροὺς μαθητές. Παράλληλα μὲ πολὺ ὑπομονὴ ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιὰ τὴν Σχολή. Ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τὸν Μιχαὴλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καὶ τὸν εἶχε ἤδη προορίσει γιὰ ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο ἔργο. Θεία λοιπὸν εὐδοκία ὁ νεαρὸς καὶ ἐνάρετος Μιχαὴλ καθίσταται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακό.
Ἡ θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Τὸ ἔτος 1764 κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, ποὺ εἶχε ἀναδεχθεῖ τὸν Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ θρόνος χήρευσε. Ἡ θεόσδοτη αὐτὴ εὐκαιρία διάνοιξε γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ εὐσεβὴ διδάσκαλο Μιχαὴλ τὴν εὐλογημένη λεωφόρο γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καὶ ποικίλης προσφορᾶς.
Μετὰ τὴν κοίμηση λοιπὸν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ Χριστεπώνυμος λαὸς τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ οἱ λοιποὶ τῆς Κορινθίας Ἐπίσκοποι, μὲ μία φωνὴ καὶ γνώμη, σὰν νὰ κινήθηκαν ἀπὸ θεία προτροπὴ καὶ προσταγὴ θεώρησαν τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ Νοταρᾶ κατὰ πάντα ἄξιο νὰ ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ὁ Πατριάρχης, ἔχοντας ἐνώπιόν του τὸ καθολικὸ αἴτημα κλήρου καὶ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ὁ λαϊκὸς ἀκόμη Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἔλαβε διαδοχικὰ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης, ὀνομασθεῖς Μακάριος καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σὲ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν.
Καθημερινὰ ὁ ἁγιότατος πατὴρ βίωνε τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου περὶ τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καὶ μὲ ἀγάπη πολὺ ἐνεργώντας ἤθελε κατὰ τὸν χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νὰ «συναίρῃ λόγον» μὲ τὸ λαό του γιὰ πολλαπλασιασμὸ τῶν καρπῶν καὶ καλλικαρπία τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν ἐναρέτων πράξεων. Ἔθεσε λοιπὸν σὲ πλήρη ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιό του πρὸς ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καὶ διὰ τὰ δύο ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένην ηὗρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας σπουδὴν μεγάλην καὶ ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ καὶ εἰς τὸ κρεῖττον νὰ τὴν ἀναμορφώσῃ».
Ἐπιδοτήθηκε σὲ ἕναν ἐπίπονο ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὰ συχνὰ κηρύγματά του σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία παρεῖχε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ τροφὴ πλούσια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ταπείνωση καὶ ἠθικότητα βίου, γιὰ κάθε ἡλικία καὶ τάξη ἀνθρώπων.
Ἐπιδιώκοντας τὴν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σὲ ὅλους τοῦ ἱερεῖς, Ἱερὲς Κατηχήσεις, γιὰ νὰ ἐνδιατρίψουν βαθύτερα τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ βάθος τους.
Τέλος, ἐπεδίωκε μὲ πολὺ πόθο τὴν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καὶ ἑλληνικῶν μαθημάτων στὴν ἐπαρχία του, γιατί γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν σημασία τῶν σχολείων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγέννηση.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, τὸ ἔτος 1770, ἀποφεύγοντας ὁ Ἅγιος τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀλβανῶν, πέρασε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ζάκυνθο.
Ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μετέβη στὰ Ὁμαλὰ τῆς Κεφαλληνίας γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του Ἁγίου Γερασίμου. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μετὰ παραμονὴ μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε γιὰ τρία περίπου ἔτη. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Ὕδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς του στὴν Ὕδρα συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὸν Ἀνδρέα Μάμουκα ὁ κλεινὸς Μακάριος χειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο.
Ἡ Πύλη, ἐπιθυμώντας τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἠρεμίας, τὴν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στὶς ἑστίες τους καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ ζωῆς στὴν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ (1769 – 1773) νὰ ἐκλέξει νέους Μητροπολῖτες στὶς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ Πατριάρχης προέβη στὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διὰ χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, «ἀπέστειλε δὲ καὶ ἄλλους διὰ βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ». Μητροπολίτης Κορίνθου χειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1771.
Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ (1174 – 1780) μὲ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, προφανῶς ἀπὸ τὴ Χίο, ὁ Ἅγιος Μακάριος μὲ βαθύτατο σεβασμὸ δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτηση ποὺ τοῦ ζητήθηκε, διότι τὸν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτοὺς θὰ «συναποβάλῃ» καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη. Ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλα συναφὴ ζητήματα καὶ τέλος ζητᾶ ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία νὰ τοῦ παράσχει τὴν συγγνώμη της καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο. Διαβεβαιώνει ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὴν ἐνοχλήσει ἢ νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ζητᾶ μόνο τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες της.
Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιὰ τὸν πάνσεπτο Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφορᾶς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὡς φλογερὸς ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δὲν περιόριζε πλέον τὴ δράση του μέσα στὰ ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἢ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίνθου. Τώρα πλέον ἐπεκτείνει τὴ θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σὲ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπὸν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων καὶ τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σὲ πόλεις τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ ἦθος του διαπότιζε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τὰ σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐπισκέπτεται τὴν Ὕδρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴ Χίο. Ἀπὸ τὴ Χίο ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκπληρώνοντας τὴν διακαή του ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία καὶ νὰ βιώσει ὅσα καλὰ περὶ αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καὶ μελετήσει.
Ὅταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1777, ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ πάλι μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Ἀθωνικὴ πολιτεία σπαρασσόταν ἀπὸ ἔριδες καὶ διαμάχες σχετικὰ μὲ τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν ἡ ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Οἱ μὲν ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή, οἱ δὲ δέχονταν τὸ ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρὲς ἔριδες καὶ ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καὶ σὲ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπογοήτευσε τὸ θεῖο Ἱεράρχη.
Λόγω τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν ἐκεῖ, φοβούμενος γιὰ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἐπέστρεψε στὴ Χίο. Καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ ἐκεῖ, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πάτμο. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σὲ μόνιμη διαμονὴ καὶ ἔχοντας δελεασθεῖ προφανῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον, ἵδρυσε τὸ Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων.
Μετὰ τὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεὴς Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στὴ Χίο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ Σμύρνη πρὸς συνάντηση τοῦ Ἰ. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μὲ ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς Χίους προύχοντες πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ὁ ἁγιότατος πατὴρ ἐπέστρεψε στὴ Χίο, ὅπου διῆλθε τὰ τελευταία 10 – 12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπὸ τὸ 1793 – 1805. Ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τὸ ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὶς βόρειες – βορειοδυτικὲς παρυφὲς τοῦ Βροντάδου, στὶς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. Ἐκεῖ διέμεινε ἐπὶ δώδεκα περίπου ἔτη, μέχρι τὴ θεία κοίμηση, τὸ ἔτος 1805.
Στὸ ἀσκητήριό του καὶ στὸ ναό, μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν πολύμορφη, πολύαθλη καὶ ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατὰ τὸν ὑποτακτικό του Ἰάκωβο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νὰ τελεῖ «τεσσαρακοστὰς μεγάλας τὸν χρόνον, ἤγουν μὲ ὅλα τὰ συνακόλουθα, μὲ ὅλη τὴν ἀκρότατην ἐπίτασιν, μὲ ὅλην τὴν ἀπαιτούμενην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς». Φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα μὲ τοὺς ἀτελεύτητους καὶ ἐξαντλητικοὺς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καὶ ὑψηλότερα τὴ θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καὶ ἀναδεικνυόταν καθημερινὰ θεοειδής.
Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐργώδη προσπάθεια, σὲ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, προσβλήθηκε ἀπὸ ἡμιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Ἡ ἡμιπληγία ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο Μακάριο νὰ παραμείνει στὸ κρεβάτι ἐπὶ ὀκτὼ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καὶ πάσχων καὶ τὸν στέφανον ἑαυτῷ πλέκων τὸν διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην καὶ Κύριον», παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὶς «πηγὲς τῶν δακρύων» του. Συχνὰ ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τὸν «παιδεύει» ὁ Θεὸς καὶ ὅτι παρὰ ταῦτα αὐτὸς δὲν μετανοεῖ: «καὶ πολλάκις τοῦτο ἔλεγε μὲ ῥοὰς δακρύων· δὲν μετανοῶ».
Ἡ εἴδηση περὶ τῆς ἀσθένειας τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στὴ Χιακὴ κοινωνία, βαθιὰ δὲ λύπη καὶ ἀγωνία κατακυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερα τότε κατὰ τὸ ὀκτάμηνο διάστημα τῆς κλινήρους ζωῆς του οἱ πιστοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες κάθε τάξεως καὶ ἡλικίας, φίλοι καὶ γνωστοὶ τοῦ Ἁγίου, ἀκόμη οἱ λιγότερο συνδεδεμένοι μὲ αὐτὸν ἢ καὶ μέχρι τότε ἀδιάφοροι, ἔσπευδαν στὸ ἀσκητήριό του γιὰ νὰ λάβουν «τὰς ἁγίας του εὐχὰς καὶ εὐλογίας».
Ὁ Ἅγιος ἐξομολογοῦνταν συχνὰ καὶ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρὸς τὸ τέλος καθ’ ἑκάστην».
Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1805. Τὸ τίμιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ νότια πλευρά του.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1808.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ προνοίᾳ τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοῦ καὶ διδαχαῖς, τιμῶμέν σε ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ γεραίρουσα, πόλις ἡ Χίος ἐνθέως, τὸν Κορίνθου πρόεδρον, Μακάριον θείοις ὕμνοις· οὗτος γὰρ, ἐν ὁσιότητι βιοτεύσας, γέγονε, Νεομαρτύρων θεῖοις ἀλείπτης· μεθ’ ὧν πάντοτε πρεσβεύει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λαμπρότητα βεβειῶν· χαίροις ὁ τῆς Χίου, λαμπτὴρ καὶ ἀντιλήποτωρ, Μακάριε θεόφρον, Κορίνθου πρόεδρε.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ Ρωσικοῦ Βορρᾶ, ὑπῆρξε ἡγούμενος καὶ ἱδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στὸ νησὶ Σολόφκι. Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ, στὸ χωριὸ Τολβούι κοντὰ στὴ λίμνη Ὀνέγκα. Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, Γαβριὴλ καὶ Βαρβάρας, μοίρασε τὴν περιουσία του καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ὁ πόθος του νὰ βρεῖ ἕνα ἐρημικὸ μέρος γιὰ νὰ μονάσει, τὸν ὁδήγησε στὶς ἀκτὲς τῆς Λευκῆς Θαλάσσης καὶ στὸ Δέλτα τοῦ ποταμοῦ Σούμ. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ († 30 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε γιὰ ἕνα ἐρημικὸ νησί, ὅπου εἶχε περάσει ἕξι χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Σαββάτιο († 27 Σεπτεμβρίου).
Περὶ τὸ ἔτος 1436, οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Γερμανὸς διέσχισαν τὴ θάλασσα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ νησιὰ Σολόφκι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶδε ἕνα ὅραμα: εἶδε μία ὄμορφη ἐκκλησία στὸν οὐρανό. Μὲ τὰ χέρια τους οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν κελλιὰ καὶ παράλληλα ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ σπέρνουν τὴ γῆ.
Κάποτε, στὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς πῆγε στὴ στεριὰ γιὰ προμήθειες. Ἐξαιτίας τοῦ φθινοπωρινοῦ καιροῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς παρέμεινε μόνος στὸ νησὶ ὅλο τὸν χειμῶνα. Ὑπέφερε πολλοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὴν πάλη τοῦ ἀγῶνος ἐναντίων τῶν δαιμόνων. Τὸν ἀπείλησε ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος, λόγω τῆς πείνας, ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἐμφανίσθηκαν δύο ξένοι καὶ τὸν προμήθευσαν ψωμί, ἀλεύρι καὶ λάδι. Τὴν ἄνοιξη ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐπέστρεψε στὸ Σολόφκι μαζὶ μὲ τὸν Μᾶρκο τὸν ψαρὰ καὶ ἔφερε προμήθειες φαγητοῦ καὶ ξάρτια γιὰ δίχτυα ψαρέματος.
Ὅταν εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ ἐρημίτες στὸ νησί, ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς οἰκοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, καθὼς καὶ μία τράπεζα γιὰ τὶς ὧρες τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ. Μὲ ἀπαίτηση τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ στάλθηκε ἕνας ἡγούμενος ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ στὴ νεοϊδρυθεῖσα μονὴ μαζὶ μὲ ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἔτσι τὸ νέο μοναστήρι τοῦ Σολόφκι εἶχε τὴν ἀρχή του.
Στὶς δύσκολες συνθῆκες τοῦ ἀπομονωμένου νησιοῦ, οἱ μοναχοὶ ἤξεραν πῶς νὰ οἰκονομοῦν τὰ πράγματα. Ἀλλὰ οἱ ἡγούμενοι ποὺ ἀποστέλλονταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ στὸ Σολόφκι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σὲ τέτοιες δυσάρεστες συνθῆκες καί, ἔτσι, οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς διάλεξαν γιὰ ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ.
Ὁ Ὅσιος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας τοῦ μοναστηριοῦ καὶ εἰσήγαγε ἕναν αὐστηρὸ κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Τὸ ἔτος 1465, μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου στὸ Σολόφκι ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βίγκ.
Τὸ μοναστήρι ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς τοῦ Νόβγκοροντ, οἱ ὁποῖοι δήμευαν τὶς ψαριὲς τῶν μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀναγκασμένος νὰ πάει στὸ Νόβγκοροντ καὶ νὰ ζητήσει τὴν προστασία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐπισκέφθηκε τὰ σπίτια τῶν εὐγενῶν καὶ τοὺς ζήτησε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὴν καταστροφὴ τῆς μονῆς. Ἡ Μάρθα Μπορέτσκαγια, ἡ ὁποία ἦταν πλούσια καὶ εἶχε ἐπιρροή, συμπεριφερόμενη μὲ ἀσέβεια ἔδωσε ἐντολὲς νὰ πετάξουν ἔξω τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ. Μετάνιωσε ὅμως ἀργότερα καὶ τὸν προσκάλεσε σὲ δεῖπνο. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶδε ξαφνικὰ σὲ ὅραμα ὁ Ὅσιος ὅτι ἕξι ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς εὐγενεῖς κάθισαν στὸ τραπέζι χωρὶς τὰ κεφάλια τους. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶπε γιὰ τὸ ὅραμά του στὸν ὑποτακτικό του, τὸν Δανιήλ, καὶ προέβλεψε ἕνα τρομερὸ θάνατο γιὰ τοὺς εὐγενεῖς. Ἡ πρόβλεψη ἐκπληρώθηκε τὸ ἔτος 1478, ὅταν οἱ Βογιάροι ἐκτελέσθηκαν κατὰ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν Ἰβὰν τὸν Γ’ (1462 – 1505).
Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς προετοίμασε τὸν τάφο του κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1478.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του καὶ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου μεταφέρθηκαν στὸ παρεκκλήσι ποὺ ἀφιερώθηκε σὲ αὐτούς, στὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως, στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1566.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς θεωρεῖται προστάτης τῶν κυψελῶν καὶ φύλακας τῶν μελισσῶν. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς ἐπικαλοῦνται τὴ χάρη τοῦ Ὁσίου γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πολλοὶ νοσοκομειακοὶ ναοί, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σὲ αὐτόν, ἐπιβεβαιώνουν τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ Ρωσίας
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρσκιυ († 30 Αὐγούστου) βρέθηκαν καὶ μετακομίσθηκαν τὸ ἔτος 1641.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος, κατὰ κόσμον Προκόπιος Γκρηγκόρεβιτς – Ζαρόσκϊυ, γεννήθηκε στὶς 8 Ἰουλίου 1821 στὴν πόλη Λούμπνα τῆς ἐπαρχίας Πολτάβα. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο τοῦ Κίεβο – Ποντόλσκϊυ καὶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπὸ νωρὶς στὴν καρδιά του καλλιεργήθηκε ὁ πόθος γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ἔτσι εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκάρη μοναχός, παίρνοντας τὸ ὄνομα Παΐσιος. Ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγῶνα ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος καὶ φθάνοντας τὰ ὑψηλὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1893.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Μεγάλος
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα τῆς πόλεως Κάρτλη καὶ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Χαντζτέλι († 6 Ὀκτωβρίου). Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀζκουρίας (τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας) κατὰ τὰ ἔτη 845 – 885 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων († 4 Ἰανουαρίου) τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἦταν Μακεδόνας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα Ἰουδαῖος. Ὁπωσδήποτε ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν μνημονεύει στὶς πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ Φιλήμονα ἐπιστολές του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ᾖλθε στὴν Ἔφεσο κομίζοντας χάρη τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων τὴ «λογία». Τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου ἔφεραν οἱ Γάιος, Σεκοῦνδος καὶ Ἀρίσταρχος. Ἀπὸ τότε ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς τὴ Ρώμη. Τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο τὸν συναντοῦμε καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ζωηρότητα τὰ ἐπεισόδια τῆς Ἐφέσου. Ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος εἶχε χολωθεῖ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἐφέσου πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ γι’ αὐτὸ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του Ἀριστάρχου καὶ Γαΐου.
Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας τῆς Συρίας «καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀπίστους ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐλαβείας ἐπίγνωσιν». Ἡ δὲ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος συναντήθηκε πάλι μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀριστάρχου καὶ στὶς 27 Σεπτεμβρίου.
Ὁ Ἀπόστολος Πούδης μνημονεύεται στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀκόλουθος στὰ παθήματα καὶ τοὺς διωγμούς. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Ὁ Ἀπόστολος Τρόφιμος μνημονεύεται στὶς Πράξεις καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑπέστη μαζί του διωγμοὺς καὶ κακώσεις. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.grΠηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν τὴν τρίπλοκον, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς ποταμοὺς λογικούς, τῆς θείας χρηστότητος, Πούδην σὺν Ἀριστάρχῳ, καὶ Τροφίμῳ τῷ θείῳ, λόγοις θεογνωσίας, καταρδεύσαντας κόσμον. Αὐτῶν Χριστὲ μεσιτείαις, πάντας οἰκτείρησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱεροὶ συνέκδημοι, Παύλου τοῦ θεοκήρυκος, τὴν οἰκουμένην σὺν τούτῳ διήλθητε, γνῶσιν τὴν θείαν σπείραντες, Ἀρίστερχε θεόφρον, σὺν Τροφίμῳ τῷ θείῳ καὶ Πούδη ἔνδοξε· διὸ καὶ ἠθληκότες, ἀξίως συνεδοξάσθητε.
Μεγαλυνάριον.
Τρίφωτος λυχνία τῶν ἀγαθῶν, τῶν τῆς εὐσεβείας, ἐχρημάτισαν τοῖς ἐν γῇ, Ἀρίσταρχος Πούδης, καὶ Τρόφιμος ὁ θεῖος, τοῖς ἐν νυκτὶ τοῦ βίου, τὸ φῶς ἐκλάμποντες.
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θωμαΐς γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε ἐπιδοθεῖ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ ἐλέους, συνοδεύοντας τὴν μητέρα της. Τὴ διακονία αὐτὴ ἐξακολούθησε νὰ τὴν ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ ὅταν νυμφεύθηκε.
Ἡ Ἁγία εἶχε μία κατὰ πάντα εὐλογημένη οἰκογένεια. Μὲ τὸν σύζυγό της συνδεόταν μὲ ἀληθινὴ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Τὴν εἰρηνική τους ὅμως συνύπαρξη τὴν φθόνησε ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας, διάβολος καὶ θέλησε νὰ τοὺς χωρίσει, μάλιστα δὲ μὲ τραγικὸ τρόπο.
Κάποτε ποὺ ἡ Θωμαΐδα ἦταν μόνη της στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της ἔλειπε σὲ δουλειές, δέχθηκε ἀνήθικη ἐπίθεση ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ συζύγου της, δηλαδὴ τὸν πεθερό της, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ὑποδουλωμένος στὸ πάθος τῆς ἀκολασίας, ἤθελε νὰ ἔχει μαζί της ἐρωτικὴ σχέση. Ἡ Ἁγία, ἡ ὁποία εἶχε πάντοτε ζωντανὴ στὴ μνήμη της τὴν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη, ἀντιστάθηκε μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία. Προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ὅτι κάτι τέτοιο δὲν πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν γι’ αὐτὴν τρόπος ζωῆς καὶ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Τυφλωμένος ὅμως ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ πάθος, ἐπέμενε ἀπειλώντας την μὲ θάνατο. Ἡ Ἁγία Θωμαΐς συνέχισε νὰ ἀντιστέκεται καὶ προτίμησε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Γιατί ἡ ἔξοδος μὲ μαρτυρικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν παρούσα σύντομη ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Εἶναι νίκη τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος τὴν μαχαίρωσε θανάσιμα καὶ μετὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ περιστατικὸ ἔχασε τὸ φῶς του καὶ γύριζε μέσα στὸ σπίτι σὰν χαμένος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ τὸν βρῆκαν κάποιοι γείτονες ποὺ ἔψαχναν γιὰ τὸν υἱό του, καὶ τὸν παρέδωσαν στὶς ἀρχὲς γιὰ νὰ δικαστεῖ. Ἐνῷ ἡ Θωμαΐδα, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἔλαβε στέφανον μάρτυρος διὰ τὴν σωφροσύνην».
Ὁ προϊστάμενος τῆς σκήτης τῆς Ἀλεξανδρείας, μοναχὸς Δανιήλ, μόλις πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς Θωμαΐδος, κατέβηκε ἀμέσως στὴν πόλη μὲ μερικοὺς μοναχοὺς καὶ παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας. Τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια στὴ Σκήτη καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ κοιμητήριο τῶν Πατέρων. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστό. Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ εἶχε ταλαιπωρηθεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, προσευχήθηκε στὸν τόπο ποὺ ἐνταφιάσθηκε τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, ζητώντας τὴν βοήθειά της. Καὶ ἀφοῦ ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ ἔκαιγε στὸν τάφο της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ εἰρήνευσε. Ἀλλὰ κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλοι πιστοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ βασανίζονταν ἀπὸ σαρκικοὺς πειρασμούς, προσεύχονταν στὴν Ἁγία καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες της ἐνισχύονταν στὸν ἀγώνα τους ἢ καὶ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὸ πάθος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τῇ χάριτι διαπρέπουσα, ὑπὲρ ταύτης νομίμως ἐτύθης πάνσεμνε, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ἀξίως γέγονας· ὅθεν ἀπάλλαξον ἡμᾶς, Θωμαΐς νύμφη Χριστοῦ, ἐκ πάσης ἡδυπαθείας, τῇ σῇ θερμῇ ἀντιλήψει, καὶ προσβολῶν αἰσχρῶν τοῦ ὄφεως.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν τοῦ ἐχθροῦ ἐπιβουλὴν κατανοήσασα
Τὴν σωφροσύνην σου ἀμίαντον ἐτήρησας
Καὶ τὸν θάνατον ὑπέστης ἀνδρειοφρόνως.
Ἀλλὰ ῥῦσαι μολυσμῶν σαρκὸς καὶ πνεύματος
Καὶ παντοίων προσβολῶν τοῦ πολεμήτορος
Τοὺς βοῶντάς σοι, Θωμαΐς χαῖρε πάνσεμνε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις σωφροσύνης στήλη λαμπρά, Θωμαΐς θεόφρον, ἡ τοῦ δράκοντος τὴν ὁρμήν, ῥεῖθροις σῶν αἱμάτων, ποντίσασα τελείως, καὶ γῆν πρὸς ἀφθαρσίας, κατασκηνώσασα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1342 στὴ Βίλνα τῆς Λιθουανίας. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν φυλάσσονται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Βίλνας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ Μάρτυρας ὁ μῖμος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἀρχικὰ ἠθοποιός, ἐνασχολούμενος μὲ τὴν ὑποκριτικὴ καὶ παριστάνοντας δράματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ κωμωδίες. Ὅμως ὁ Ἀρδαλίων ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, φωτίστηκε ἡ ψυχή του καὶ ἔγινε Χριστιανός.
Ἡ νέα του Χριστιανικὴ ζωὴ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐξακολουθεῖ τὶς προηγούμενες θεατρικές του ἀσχολίες. Γιὰ τελευταία ὅμως φορὰ θέλησε νὰ φανεῖ ἐπὶ σκηνῆς, ὑποκρινόμενος Χριστιανὸ Μάρτυρα ποὺ ἀρνιόταν νὰ ὑποκύψει στὶς προσταγὲς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα καὶ γι’ αὐτὸ ὑποβαλλόταν σὲ βασανιστήρια. Ἡ ὑπόκριση τοῦ Ἀρδαλίωνος ἦταν τόσο ζωντανὴ καὶ μὲ τέτοιο πάθος, ὥστε τὸ κοινὸ τοῦ θεάτρου παρὰ τὴν ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, σείσθηκε ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα. Ὁ Ἀρδαλίων μετέτρεψε τότε τὸν ἐνθουσιασμὸ σὲ ἔκπληξη, ἀφοῦ ὁμολόγησε δημόσια ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς Χριστιανός. Ὁ ἔπαρχος, ποὺ ἦταν παρὼν στὰ ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ, διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα κάλεσε τὸν Μάρτυρα ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὅλες ὅμως οἱ προσπάθειες τοῦ ἄρχοντα ἀπέβησαν ἄκαρπες. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτυρικὰ τελείωσε τὸν βίο του ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βιλὲνσκ Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας μεταφέρθηκε στὸ Βιλὲνκ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1465. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑορτάζεται στὶς 15 Φεβρουαρίου.
Ἡ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ ἔτος 1472, ὡς δῶρο τῆς Σοφίας Παλαιολογίνας, συζύγου τοῦ μεγάλου πρίγκιπα τῆς Μόσχας Ἰβὰν Γ’ (1462 – 1505). Τὸ ἔτος 1495, ὁ μεγάλος πρίγκιπας εὐλόγησε μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τὴν θυγατέρα του Ἑλένη, πρὶν ἐκείνη νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα τῆς Λιθουανίας Ἀλέξανδρο. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ εἰκόνα τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε ἡ πριγκίπισσα Ἑλένη. Σήμερα φυλάσσεται στὴ μονὴ Ἁγίας Τριάδος τοῦ Βιλένσκ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Λιγούδιστα ἢ Χώρα τῆς Τριφυλίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Τρίπολη καὶ ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους χτίστες. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ τὸν βασάνιζαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτή. Προσελήφθη στὴν οἰκία κάποιου Τούρκου κουρέα, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα τὸν ἐξισλαμισμό του καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀχμέτ.
Ἀργότερα ὁ Δημήτριος ἐγκατέλειψε τὴν Τρίπολη, ἀφοῦ πρῶτα μετανόησε γιὰ τὴν ἀποστασία του καὶ ἦλθε στὸ Ἄργος. Ἀπὸ τὸ Ἄργος, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου ἐξομολογήθηκε στὸν πνευματικὸ τῆς μονῆς καὶ ζήτησε τὶς συμβουλές του. Μὲ τὴν δική του προτροπὴ ὁ Δημήτριος ἦλθε στὴν Χίο καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κοντὰ σὲ ἕνα εὐλαβὴ καὶ φωτισμένο πνευματικὸ ζώντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Ἀφοῦ προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο ἦλθε πάλι στὸ Ἄργος, ὅπου παρέμεινε κρυπτόμενος καὶ χειραγωγούμενος ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Σακελλάριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε στὴν Τρίπολη. Ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου διοικητοῦ καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὶς κολακεῖες, τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς βασάνους. Ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν πίστη του στὸν Κύριο. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1803.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του διασώθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν καὶ ἡ τίμια κάρα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποιον εὐσεβὴ ἱερέα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 2 από 6