Εκτύπωση

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Εωθινόν Ευαγγέλιον κατά Ιω. (α΄ 44 – 52)

 Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν, θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ, δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας, συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο· καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα· Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας· Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Νεοελληνική Απόδοση

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Τήν ἴδια μέρα, δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σ’ ἕνα χωριό πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί λέγεται Ἐμμαούς. Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Καθώς μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί βάδιζε μαζί τους. Τά μάτια τους ὅμως ἐμποδίζονταν, ἔτσι πού νά μήν τόν ἀναγνωρίζουν.

 Ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: «Γιά ποιό ζήτημα μιλᾶτε μεταξύ σας τόσο ἔντονα, ἔτσι ποῦ περπατᾶτε σκυθρωποί;» Ὁ ἕνας, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: «Μονάχος ζεῖς ἐσύ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες τά ὅσα ἔγιναν ἐκεῖ αὐτές τίς μέρες;» «Ποιά;» τούς ρώτησε. «Αὐτά», τοῦ λένε, «μέ τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, πού ἦταν προφήτης δυνατός σέ ἔργα καί σέ λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Πῶς τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας νά καταδικαστεῖ σέ θάνατο καί τόν σταύρωσαν.

Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμελλε νά ἐλευθερώσει τό λαό Ἰσραήλ. Ἀντίθετα, εἶναι ἡ τρίτη μέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά καί δέν ἔχει συμβεῖ τίποτα. Ἐπιπλέον, μᾶς ἀναστάτωσαν καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας.

Πῆγαν πρωί πρωί στόν τάφο καί δέ βρῆκαν τό σῶμα του. Ἦρθαν λοιπόν καί μᾶς ἔλεγαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς εἶπαν ὅτι αὐτός ζεῖ. Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνῆμα καί διαπίστωσαν τά ἴδια πού ἔλεγαν καί οἱ γυναῖκες, αὐτόν ὅμως δέν τόν εἶδαν».

Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: «Ἀνόητοι, πού ἡ καρδιά σας ἀργεῖ νά πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες. Αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Μεσσίας καί νά δοξαστεῖ;» Καί ἀρχίζοντας ἀπό τά βιβλία τοῦ Μωυσῆ καί ὅλων των προφητῶν, τούς ἐξήγησε ὅσα ἀναφέρονταν στίς Γραφές γιά τόν ἑαυτό του.

Ὅταν πλησίασαν στό χωριό πού πήγαιναν, αὐτός προσποιήθηκε πώς πηγαίνει πιό μακριά. Ἐκεῖνοι ὅμως τόν πίεζαν καί τοῦ ἔλεγαν: «Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τό βράδυ καί ἡ μέρα ἤδη τελειώνει».

Μπῆκε λοιπόν στό χωριό γιά νά μείνει μαζί τους. Τήν ὥρα πού κάθισε μαζί τους γιά φαγητό, πῆρε τό ψωμί, τό εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τό ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδωσε. Τότε ἀνοίχτηκαν τά μάτια τους καί κατάλαβαν ποιός εἶναι. Ἐκεῖνος ὅμως ἔγινε ἄφαντος. Εἶπαν τότε μεταξύ τους: «Δέν φλεγόταν ἡ καρδιά μας μέσα μας, καθώς μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»

 Τήν ἴδια ὥρα σηκώθηκαν καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συγκεντρωμένους τούς ἕντεκα μαθητές καί ὅσους ἦταν μαζί τους, πού ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί φανερώθηκε στόν Σίμωνα. Τούς ἐξήγησαν λοιπόν κι αὐτοί τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στόν δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχιζε τό ψωμί.

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Απόστολος προς Εβρ. (ια’ 24-26, 32-40)

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Νεοελληνική Απόδοση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Σχολιασμός

Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ονομάστηκε έτσι διότι είναι ημέρα αφοσιωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στους αγώνες, που διεξήγαγε δια μέσου των αιώνων η Εκκλησία. Αφετηρία και αφορμή για να καθιερωθεί ο εορτασμός υπήρξε η πανηγυρική αναστήλωση των αγίων εικόνων το 842 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον πατριάρχη Μεθόδιο. Σταδιακά η γιορτή  αυτή προσέλαβε ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Αποτέλεσε ανάμνηση της νίκης της Ορθοδοξίας ενάντια των ποικίλων εχθρών της.

Σχετικό με το νόημα της εορτής αυτής είναι και το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάζεται στους ναούς μας. Προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου και είναι μια περικοπή της οποίας το μεγαλύτερο μέρος διαβάζεται άλλες δύο φορές κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους: την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

Στην αρχή της περικοπής γίνεται αναφορά σε ένα μεγάλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, το Μωϋσή. Ο Μωϋσής αποτελεί μια μορφή κυρίαρχη μέσα στη ιστορία του αρχαίου Ισραήλ. Ο Μωϋσής, όπως είναι γνωστό, γλιτώνει από τη διαταγή του Φαραώ, και δεν τον ρίχνουν για να πνιγεί στον ποταμό Νείλο. Τον παίρνει και τον υιοθετεί η κόρη του Φαραώ και έζησε στα βασιλικά ανάκτορα μέχρι που έγινε σαράντα ετών.

Ο Μωϋσής, ώριμος άνδρας πλέον, αποφασίζει να απαρνηθεί τον τίτλο του υιοθετημένου γιου της θυγατέρας του Φαραώ (στίχος 24). Ο Μωϋσής πάνω απ’ όλο θέλει να παραμείνει υιός του Αβραάμ, πιστός στο Θεό των πατέρων του. Ο Μωϋσής προτιμά να συμμεριστεί και ο ίδιος τις κακουχίες και τις θλίψεις λαού του Θεού (στίχος 25).

Ο Παύλος συνεχίζει και στο στίχο 26 τη σύγκριση που άρχισε στον προηγούμενο στίχο. Αντιπαραθέτει «τους θησαυρούς της Αιγύπτου», των υλικών δηλαδή αγαθών που είχε ο Μωϋσής στην αυλή του Φαραώ και «τον ονειδισμόν του Χριστού», τον οποίο οικειοποιήθηκε, θεωρώντας τον «μείζονα πλούτον». «Ονειδισμός του Χριστού» είναι τα παθήματα πού υπέφερε ο Κύριος. Τα παθήματα αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα σε αξία, αφού οδηγούν στη σωτηρία, παρά οι πρόσκαιροι υλικοί θησαυροί των Αιγυπτίων. Ο Μωϋσής κατά τον απόστολο Παύλο «απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν». Η πίστη του τον έκανε να προσβλέπει σταθερά και να ελπίζει σε μια ουράνια ανταμοιβή για «τον ονειδισμόν του Χριστού» που επέλεξε να υπομείνει, αντί για τους θησαυρούς της Αιγύπτου, που μέχρι την ώρα εκείνη απολάμβανε. Είναι όντως θαυμαστό και αποτελεί φωτεινό παράδειγμα και για εμάς σήμερα που οι πλείστοι ζούμε στην υλιστική ευδαιμονία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και σύνολη η Ιερή μας Παράδοση θεωρούν τον μέγα προφήτη Μωϋσή ως τύπο που προεικονίζει το Χριστό και θεωρούν ότι το παράδειγμα του πρακαταγγέλλει τα όσα έμελλε αργότερα να συμβούν και στο Μεσσία.

Στη συνέχεια ο Απόστολος των εθνών αναφέρει  παραδείγματα εναρέτων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης που υπέμειναν και αυτοί θλίψεις και δοκιμασίες. Μεταξύ των ανδρών που αναφέρει στο στίχο 32 ο Απόστολος είναι οι τέσσερις Κριτές: ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών και ο Ιεφθάε. Επίσης γίνεται μνεία στο βασιλιά και προφήτη Δαβίδ και τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, αλλά και γενικά στους προφήτες. Η αναφορά είναι ονομαστική. Δεν μνημονεύονται δηλαδή τα κατορθώματα τους και η παράθεση των ονομάτων  τους, άγνωστο γιατί, δεν γίνεται με χρονολογική σειρά.

Οι στίχοι 33-34, που εισάγονται με την αναφορική αντωνυμία «οι», αναφέρονται γενικά στα κατορθώματα που με τη δύναμη της πίστεως επέτυχαν οι δίκαιοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα ο Απόστολος απαρίθμησε προηγουμένως στο στίχο 32, αλλά και άλλων αγωνιστών της πίστεως. Η έννοια της φράσεως «είργασαντο δικαιοσύνην» σημαίνει ότι γενικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο τους, πολιτεύθηκαν με γνώμονα το δίκαιο. Η πίστη εξάλλου που έδειχναν στις εντολές και στις επαγγελίες του Θεού συντελούσε, ώστε να πραγματοποιούνται όλα όσα ο Θεός του υποσχόταν.

Μεταξύ εκείνων που έφραξαν στόματα λεόντων είναι ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 6, 16 – 23), όπως επίσης ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 34 κ.ε.) και ο Σαμψών (Κριτ. 14, 16). Τη δύναμη του πυρός έσβησαν οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 3, 23, 27) και τη σφαγή διέφυγαν ο προφήτης Ηλίας από την Ιεζάβελ (Γ΄ Βασ. 18), ο Δαβίδ από τον Σαούλ (Α΄ Βασ. 18, 11-19, 10, 12-21, 10-23, 13) και ο προφήτης Ελισσαίος από τον βασιλεία της Συρίας (Δ΄ Βασ. 6, 9-18). Από την ασθένεια θεραπεύτηκε και ανέλαβε δυνάμεις ο βασιλιάς Εζεκίας (Δ΄ Βασ. 20, 1). Σε πολέμους αναδείχτηκαν ισχυροί και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα πολλοί: ο Ιησούς του Ναυή, οι Κριτές, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι και αρκετοί άλλοι.

Στον επόμενο στίχο (στίχος 35) ο θείος Παύλος αναφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών». Η πίστη αποτέλεσε την αιτία για την πραγματοποίηση και άλλων θαυμάτων. Γυναίκες έλαβαν ανεστημένα τα νεκρά παιδιά τους. Πρόκειται εδώ για κάποια συγκεκριμένα περιστατικά. Η μία είναι η Σαραφθία η χήρα, την οποίας τον γιο ανέστησε ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. 17, 22, 23) και η άλλη η Σωμανίτιδα, της οποίας το νεκρό παιδί  ανέστησε ο προφήτης Ελισσαίος (Δ΄ Βασ. 4, 8-37). Οι νεκραναστάσεις αυτές αποτελούν προτύπωση της Ανάστασης του Κυρίου, αλλά και της κοινής αναστάσεως κατά τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.

Στη συνέχεια του ίδιου στίχου γίνεται αναφορά σε ένα τύπο μαρτυρίου: του τυμπανισμού. Ο «τυμπανισμός» ήταν μία φοβερή μορφή βασανισμού με τη χρήση ενός οργάνου τιμωρίας, κυκλικού στο σχήμα, το οποίο ονομαζόταν «τύμπανον». Οι βασανιστές πρόσεδεναν και τέντωναν το σώμα του κατάδικου επάνω στο τύμπανο και το χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Ο απόστολος φαίνεται πως έχει εδώ υπόψη του τα όσα αναφέρονται για τον Ελεάζαρο (Β΄ Μακ. 6, 19).

Όλοι όσοι ανέφερε έως τώρα ο Απόστολος παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους, τονίζει εμφαντικά. Δεν δέχτηκαν να την προδώσουν για να γλιτώσουν από το μαρτύριο και να επιτύχουν την απελευθέρωση τους. Ανάμεσα στην προσωρινή ζωή που θα μπορούσαν να έχουν, αθετώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό και τον θάνατο για χάρη της, οι μάρτυρες προτίμησαν τον δεύτερο, γιατί ήλπιζαν πως έτσι θα επιτύχουν μια «κρείττονα ανάσταση» ανάσταση «ένδοξον και μακάριαν και εις βάσιλείασν αιώνιον εισάγουσα», όπως παρατηρεί ο Ζιγαβηνός.

Ακολούθως στο στίχο 36, ο Παύλος αναφέρετε και σε άλλους δίκαιους ανθρώπους από την Παλαιά, αλλά και την Καινή Διαθήκη και στα όσα και αυτοί υπέμειναν για την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Ανάμεσα σ’ εκείνους που δοκίμασαν ταπεινώσεις και εμπαιγμούς είναι ο προφήτης Ελισσαίος (Δ’ Βας.2, 23), ο Σαμψών (Κριτ. 15, 25) και οι Ιουδαίοι επί της εποχής των Μακκαβαίων. Μαστίγωση υπέστησαν ο προφήτης Μιχαίας (Γ΄Βας. 23 – 24), ο Ελεάζαρος (Β’ Μακ. 6, 30), οι επτά Μακκαβαίοι αδελφοί (Β’ Μακ. 7,1) και αργότερα οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης (Πραξ. 5, 40). Στο δεσμωτήριο και τη φυλακή ρίχτηκαν οι προφήτες Ιερεμίας, Μιχαίας (Γ΄Βας. 22, 27) και Ανανίας (Β΄ Παραλ. 16, 7 -10) και αργότερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος  και πολλοί από τους Αποστόλους.  Λιθοβολισμό υπέμειναν ο Ναβουθαί, για να του πάρει η Ιεζάβελ το αμπέλι του (Γ’ Βας. 20, 14) και ο  Ζαχαρίας ο ιερέας (Β΄ Παραλ. 24, 21).  Έχουμε επίσης το μεγάλο γεγονός του λιθοβολισμού του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που τον ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών. Με πριόνι θανατώθηκε ο προφήτης Ησαΐας από το βασιλιά Μανασσή. Στο στίχο 34 ο Απόστολος ανέφερε πως «δια πίστεως» πολλοί «έφυγον στόματα μαχαίρας». Εδώ γράφει ότι άλλοι «έν φόνω μαχαίρας απέθανον». Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί πως και οι δύο πράξεις είναι άξιες επαίνου, ενώ ο ερμηνευτής των Γραφών Ζιγαβηνός τονίζει ότι η πίστη επιτελεί μεγάλα και πάσχει μεγάλα. Με μαχαίρι θανατώθηκαν ο Ουρίας, ο προφήτης Μιχαίας, ο Μαλαχίας, ο Ιωάννης και ο απόστολος Ιάκωβος. Άλλοι πάλι πού διέφυγαν τη σφαγή έζησαν μία ζωή συνεχούς περιπλάνησης, φτώχειας, θλίψεων και πολλών στερήσεω, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο Ελισαίος και άλλοι προφήτες και Αγίοι της Εκκλησίας μας.

Στη συνέχεια της περικοπής ο θείος απόστολος Παύλος με την  εμβόλιμη αναφορική πρόταση «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (στίχος 38α) επιχειρεί να συγκρίνει τον κόσμο και τους δίκαιους άνδρες, των οποίων προηγουμένως εξύμνησε τη ζωντανή πίστη και τα θαυμαστά κατορθώματα. Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος χρησιμοποιώντας τον όρο «κόσμος»; Με τον όρο αυτό η Αγία Γραφή εννοεί τόσο την ανθρωπότητα, όσο και την ίδια την κτίση. Εδώ ο Απόστολος εννοεί και τα δύο. Ερμηνεύοντας το σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στη ζυγαριά από τη μια μεριά μπει ολόκληρος ο κόσμο και την άλλη οι δίκαιοι, το βάρος θα πέσει από τη μεριά των δίκαιων, γιατί όντως αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Αξία πνευματική, αφού με την πίστη τους έγιναν κάτοχοι των αρετών, οι οποίες αποτελούν ουράνιο θησαυρό. Μετά από την παρεμβολή αυτή, ο Απόστολος επανέρχεται και πάλι στα ηρωικά κατορθώματα των δικαίων ανδρών, για να μνημονεύσει την περιπετειώδη ζωή που πολλοί έζησαν, όταν, είτε διωκόμενοι, είτε για άσκηση, κατέφυγαν στις ερήμους και τα βουνά (στίχος 38β).

Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, χάρη στην πίστη που επέδειξαν, ευαρέστησαν ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, δεν επέτυχαν να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας. Για να μη φανεί ότι εκείνοι είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας, ο Κύριος όρισε τον ίδιο καιρό απονομής των στεφάνων για όλους. Η οικονομία αυτή του Θεού φανερώνει το βάθος της αγάπης και το μέγεθος της πρόνοιας του. Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, μήπως ο Θεός αδικεί εκείνους; Σ’ ένα τέτοιο ερώτημα απαντώντας ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Ουκ εκείνους ηδίκησεν, άλλ’ ημάς ετίμησε και γαρ αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν».

Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο πού υπερβαίνει τις δυνατότητες λο¬γικής ερμηνείας είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας. Τόσο το νόημα του εορτασμού της παρούσας Κυριακής, όσο και το περιεχόμενο του αποστολικού αναγνώσματος μας τοποθετούν σήμερα μπροστά στο μυστήριο της πίστεως. Ορίζοντας την ο απόστολος Παύλος διδάσκει πως είναι «ελπιζομένων υπάστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Πίστη είναι εμπιστοσύνη στο Θεό και την Πρόνοια Του. Η πίστη είναι δωρεά και χάρισμα. Είναι φως ουράνιο και θεϊκό. Πίστη, σε τελευταία ανάλυση, για μας τους χριστιανούς είναι ο ίδιος ο Χριστός και το Ευαγγέλιο του. Η χριστιανική μας πίστη είναι δύναμη. Ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο των δοκιμασιών και των πειρασμών.

Περίτρανη απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι η ζωή των ανθρώπων που μνημονεύει στην παρούσα περικοπή ο απόστολος Παύλος. Τα όσα πραγματοποίησαν μένουν ανεξήγητα και ακατανόητα, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη που τούς παρείχε η φλογερή πίστη τους στο Θεό. Αλλά και οι διωγμοί, τα μαρτύρια και ο θάνατος που υπέστησαν, δεν εξηγούνται παρά μόνο αν τα δούμε υπό το πρίσμα της ακλόνητης τους πίστης στο Θεό και της ύπαρξης της Βασιλείας Του..

Η πίστη όμως απαιτεί και θυσίες. Πιστεύω σημαίνει αγωνίζομαι γι’ αυτό που πιστεύω. Και πιστός άνθρωπος είναι ο αγωνιστής στον αγώνα που εμπνέει η πίστη, η πίστη του Χριστού. Πολλές φορές η πίστη στον αληθινό Θεό αποτέλεσε αιτία διωγμού και θανάτου ακόμη. Απόδειξη τούτου τα εκατομμύρια των μαρτύρων της εποχής των διωγμών, αλλά και το πλήθος των οσίων ανθρώπων που αναφέρει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος. Όμως οι πιστοί δεν έχουμε «ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Προσδοκούμε τη μέλλουσα πόλη, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού. Αδιαφιλονίκητη απόδειξη αυτής της αλήθειας αποτελεί η ζωή των Αγίων του Θεού, «οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο…».

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Ευαγγέλιον κατά Ιω. (α΄ 44 – 52)

Πρωτότυπο κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαῑδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν, καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν, εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι΄ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ΄ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ΄ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι΄ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ΄ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».

Σχολιασμός

Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, η Εκκλησία γιορτάζει «τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας της», την φανέρωση της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο, για την ορθή πίστη και  ζωή. Μνημονεύει τους αγώνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και μας χειραγωγεί στα βιώματα των αγίων Πατέρων, εκείνα που όταν διατυπώθηκαν σε δόγματα και κανόνες «την εκκλησίαν εστήριζαν». Θυμάται επίσης το ιστορικό γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, διακηρύσσοντας με το τρόπο αυτό την αυτοσυνείδηση της, ότι δια μέσω του απεικονιζόμενου αγίου προσώπου εκφράζει ο άνθρωπος το περιεχόμενο της καρδίας του, και δεν είναι εικονολάτρης, αποδίδοντας λατρεία στο ξύλο. Η σημασία της ορθής πίστης ως τον θεμέλιο λίθο της χριστιανικής ύπαρξης, τονίζεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο το Χριστό. Όταν ρώτησε τους μαθητές του «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», ο Απόστολος Πέτρος του απάντησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή, με τα λόγια «Μακάριος ει Σίμων…συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Μτθ ιστ΄,17-18). Θεμέλιος λίθος λοιπόν στον οποίο η Εκκλησία οικοδομείται, είναι στην «πέτρα» της πίστης των θεϊκών λόγων του Χριστού και γενικότερα η θεία του φύση[1].

Το περιστατικό της σημερινής περικοπής, είναι παρμένο από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και κάνει λόγο για το βίωμα της προσωπικής συνάντησης του κάθε ανθρώπου με το Χριστό. Αναφέρετε στη εκλογή και κλήση από το Χριστό των Αποστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ, που θ’ αποτελέσουν μαζί με τους υπόλοιπους δέκα το βασικό πυρήνα για την ίδρυση της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί  το κάλεσμα του Χριστού προς τον Ανδρέα και τον Πέτρο (Ιω. στ΄ 35-43). Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη, την Βησθαϊδά. Εκτός από το όνομα του Φιλίππου, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας δίνει άλλα στοιχεία της προσωπικότητας του, ούτε μας περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες της συνάντησης του με το Χριστό. Δεν αποκλείεται ο Φίλιππος να ήταν και αυτός ψαράς και γνωστός στους τρεις συγχωριανούς του. Καθώς σαν ομότεχνοι επαγγελματίες έριχναν τα δίχτυα στη λίμνη τις νύχτες, συχνά αλληλοβοηθούμενοι, σίγουρα θα είχαν κάποιες ευκαιρίες για συνομιλίες και συνεργασία μεταξύ τους. Ο Ιησούς Χριστός φυσικά «δεν είχε ανάγκη κάποιον να του δώσει πληροφορίες για τους ανθρώπους, διότι ο ίδιος γνώριζε τί υπάρχει μέσα στους ανθρώπους» (Ιω β΄25).

Ο Φίλιππος, μόλις πήρε αυτή τη θεία πρόσκληση του Κυρί­ου, χωρίς να αναβάλει ούτε μια στιγμή, τον ακολουθεί με ιερό και θαυμαστό ζήλο. Αξιοπρόσεκτη όμως είναι η αυθόρμητη κίνηση του, να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης, στο εκλεκτό του φίλο Ναθαναήλ. Παραλείπει να του πει οτιδήποτε άλλο, και μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί»[2].

Ο Ναθαναήλ ήταν πιστός και αγαθός Ισραηλίτης, εγκρατέστερος στη μελέτη των Γραφών, αλλά δεν είχε μέσα του πονηριά. Είχε όμως τις δικές του αντιρρήσεις, που ξεκινούσαν από την γνώση των ιουδαϊκών παραδόσεων, οι οποίες έλεγαν πως, είτε θα είναι άγνωστη στους ανθρώπους η καταγωγή του Μεσσία, είτε εκείνος θα ήταν από την Βηθλεέμ κατά τον προφήτη Μιχαία. Στηριγμένος στη λογική του και τις πληροφορίες που έχει για τους ανθρώπους της Ναζαρέτ, αφού εκεί ζούσαν πολλοί εθνικοί, του απαντά: «Από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέρχεται κάτι καλό;».

Ο Φίλιππος αδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, δεν έχει άλλο πιο δυνατό επιχείρημα, παρά μόνο την προσωπική γνωριμία με τον Χριστό. Αυτό το νόημα έχει και ο λόγος που του απευθύνει, «Έρχου και ίδε». Ο Ναθαναήλ, έχοντας μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά του, ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν και τον εγκωμιάζει «Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία και ανειλικρίνεια, αλλά  ο οποίος με ευθύτητα ποθεί να βρει την αλήθεια. Οι θαυμαστές αυτές αποκαλύψεις που του έκανε ο Ιησούς σχετικά με την προσωπικότητα και τη ζωή του, καθώς και η αποκάλυψη ότι βρισκόταν κάτω από τη συκιά, η οποία συκιά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, συμβόλιζε το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, ήταν αρκετές για να πιστεύει και ομολογήσει την θεότητα του Χριστού και ότι αυτός που βρίσκεται μπροστά του είναι πράγματι ο Μεσσίας.

Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά του. Τονίζει την πηγή της εξουσίας και της δύναμής του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δεις «μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά» που είδες σήμερα, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον εαυτό του. Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. δ΄, 11), Άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. κβ΄, 43), Άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. κ΄, 12) και Άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. α΄, 10), αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους (Γέν. κη΄, 12).

Η σημερινή Κυριακή μας δίνει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας για να μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Ο ενθουσιασμός των Αποστόλων δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διάθεσης, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστης, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία αιώνες τώρα ως θησαυρό στα χέρια της. Ο Χριστός φανερώνει την αγάπη του σε όλους μας και μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι της βασιλείας του. Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή κανενός, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Αυτή την ίδια εμπειρία καλούμαστε να έχουμε και εμείς, μέσα από τη συνειδητή ζωή μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια, μελετώντας τη Αγία Γραφή και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα που εκδίδει η κατά τόπους Εκκλησία προς το πλήρωμα της. Πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πολεμούν την Ορθόδοξη ταυτότητα μας, αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να μας υποτάξουν γιατί είναι πάντοτε παρών η κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η πρόσκληση προς τον Ναθαναήλ, απευθύνεται και στον καθένα από μας: «Έρχου και ίδε» .

[1] Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον.

[2] Ι. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ομιλία Κ΄.