Εκτύπωση

19-2-2017

Κυριακή της Απόκρεω

Μνεία της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας

του κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Αποστόλος Α΄ Κορ. 8, (8-13),  9, (1-3) 

Πρώτοτυπο Κείμενο

Αδελφοί, βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα. Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν. Εάν γαρ τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, εν ειδωλείω κατακείμενον, ουχί η συνείδησις αυτού ασθενούς όντος οικοδομηθήσεται εις το τα ειδωλόθυτα εσθίειν; Και απολείται ο ασθενών αδελφός επί τη ση γνώσει, δι’ ον Χριστός απέθανεν. Ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε. Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω. Ουκ ειμί απόστολος; Ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; Ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω; Ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι∙ η γαρ σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω.

Μετάφραση

Αδελφοί, δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στον Θεό∙ ούτε αν δεν φάμε κάποιες απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω. Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμα σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη. Πράγματι, αν κάποιος, απ’ αυτούς δει εσένα, που έχεις τη «γνώση», να κάθεσαι στο τραπέζι ενός ειδωλολατρικού ναού, η συνείδησή του, αφού αυτός είναι αδύνατος, δεν θα παρασυρθεί από το παράδειγμά σου και δεν θα παρακινηθεί να τρώει τα ειδωλόθυτα; Έτσι, η δική σου «γνώση» θα προκαλέσει τον χαμό αυτού του αδυνάτου, του αδελφού μας, για τον οποίον ο Χριστός έδωσε τη ζωή του. Αμαρτάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο απέναντι στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό, αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να σκοντάφτει και να πέφτει ο αδελφός μου, εγώ δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου, για να μην γίνω αιτία να πέσει ο αδελφός μου. Πάρτε παράδειγμα εμένα. Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; δεν είδα αναστημένο τον Ιησού, τον Κύριό μας; δεν είστε εσείς ο καρπός του κόπου μου στην υπηρεσία του Κυρίου; Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας οπωσδήποτε είμαι∙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της Εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος.

Σχολιασμός

Η σημερινή Κυριακή είναι η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου και ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω. Και έτσι χρονικά βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά προς την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σήμερα είναι Κυριακή της Απόκρεω και μας χωρίζει μόνο μια βδομάδα  από την αρχή της νηστείας. Η παρούσα Κυριακή λοιπόν καθώς και ολόκληρη η εβδομάδα που προηγείται φέρει την ονομασία αυτή επειδή ακριβώς σήμερα σταματούμε να τρώμε κρέας. Η παύση  της κρεοφαγίας αποτελεί  την πρώτη πράξη με την οποία  ξεκινάμε τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής που πλησιάζει.

Η αποστολική περικοπή προέρχεται από την πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (8,8-9,2). Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους, εξηγεί ότι δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στο Θεό, χωρίς να εννοεί ότι πρέπει χωρίς διάκριση αυτοί που έχουν τη «γνώση» να μετέχουν σε ειδωλολατρικά τραπέζια τρώγοντας ειδωλόθυτα, κρέατα, δηλαδή κρέατα προερχόμενα από τις θυσίες τις οποίες οι  εθνικοί προσέφεραν στα είδωλα, γιατί κάποιοι από τους αδελφούς μας είναι αδύνατοι στην πίστη και ενδέχεται να σκανδαλιστούν.

Ο Θεός μας έδωσε την ελευθερία του τι θα φάμε και τι όχι, αφού δεν είναι η τροφή που καθορίζει τη θέση μας απέναντί του, δεν είναι η τροφή που θα μας δώσει αξία ενώπιον του. «Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα».  Το όλο θέμα ήταν καθαρά πνευματικό, και οι λέξεις «περισσεύομεν» και «υστερούμεθα» δεν αναφέρονται στο σωματικό χορτασμό αλλά στην πρόοδο ή την υστέρηση των αρετών. Η βρώση των ειδωλοθύτων ήταν μόνο η αφορμή. Η ρίζα του προβλήματος ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων με το Θεό και με τους συνανθρώπους τους, η ελευθέρια που μας έδωσε ο Θεός και πώς αυτή η ελευθερία γίνεται κάποιες φορές αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας.

Ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει την ελευθερία του χριστιανού αλλά δεν αναγνωρίζει την κακή χρήση της, γιατί θα γίνει πρόσκομμα για τους ασθενείς αδελφούς μας. «Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν»  και αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας. Δεν είναι δυνατόν η ελευθερία και η αγάπη να χωρίζονται η μία από την άλλη. Είναι ελεύθεροι οι Χριστιανοί να φάνε από τα ειδωλόθυτα. Αυτή η ελευθερία όμως συνδέεται άμεσα και με την κοινωνία αγάπης και της υπευθυνότητας μας έναντι των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορεί συνεπώς η ελευθερία του πιστού ανθρώπου να λειτουργήσει ξέχωρα από την αγάπη του στους άλλους ανθρώπους, δεν μπορεί η ελευθερία αυτή να καταργήσει την αγάπη γιατί οι δύο αυτές έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ελευθερία δεν υπάρχει χωρίς την αγάπη και δεν ορίζεται παρά με την αγάπη. Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι και σεβόμαστε ειλικρινά την ελευθερία των άλλων μόνο όταν αγαπάμε ειλικρινά τους άλλους. Ο Απ. Παύλος θέλει να τονίσει ότι και ο ίδιος θα θυσιάσει τον εαυτό του, προκειμένου ποτέ να μην γίνει αιτία σκανδαλισμού του αδελφού του. «Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω». Ο Απόστολος Παύλος δίνει το παράδειγμα  της θυσιαστικής αγάπης, στερώντας από τον εαυτό του όλα όσα θα σκανδάλιζαν τους αδελφούς του ακόμα και όσα επιτρέπονταν θέλοντας έτσι να τονίσει πως η αγάπη είναι πάνω από όλες τις αρετές  «των συγκεχωρημένων απείχετο υπερ του μη σκανδαλίσαι, αλλ’ ότι και μετά πολλού του πόνου και του κινδύνου» (Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, Ομιλία 9,1). Πιστεύει ότι πάνω από οποιαδήποτε εξουσία ή ελευθερία είναι η ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη, αφού όπως ο ίδιος γράφει αλλού, «οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1). Βάζει όριο ο Απόστολος Παύλος στην ελευθερία και στην εξουσία και αυτό το όριο είναι η αγάπη προς τους άλλους.

Ωστόσο διαπιστώνουμε πως ο Απ. Παύλος μιλώντας για τα σημαντικά αυτά ζητήματα ήθους και συμπεριφοράς των Χριστιανών, κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των δυνατών και προσάγει τον εαυτό του ως παράδειγμα. Μέσα στην Εκκλησία, σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιος μπορεί να είναι δυνατός στην πίστη και στη συνείδηση και ποιος αδύνατος, γιατί όλοι πολλές φορές είναι δυνατό να συλλάβουμε τον εαυτό μας σε στιγμές αδυναμίας και στη πίστη και στη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους. Ως χριστιανοί πρέπει να έχουμε δυνατή πίστη και δυνατή συνείδηση, γιατί έχουμε τη χάρη και τη  δύναμη του Αγίου Πνεύματος και η θυσία του Χριστού μας οδηγεί στη σωτηρία. Ο καθένας στη δύναμη και στην αδυναμία του έχει την ικανότητα να βοηθήσει και να ενισχύσει τον αδύνατο αδελφό του, για τον οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε.

Οι Χριστιανοί της Κορίνθου τότε διχογνωμούσαν για τα ειδωλόθυτα. Εμείς σε πόσα θέματα δεν διχογνωμούμε σήμερα; Εάν ενεργούμε γιατί έτσι μας αρέσει και γιατί αισθανόμαστε δυνατοί στη γνώση έναντι των άλλων, ή γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε δυνατοί ,τότε ενεργούμε εγωιστικά. Η αγάπη θα πρέπει να αποτελεί τη βάση και το κριτήριο της δικής μας στάσεως και συμπεριφοράς. Με αυτόν τον τρόπο,  όχι μόνο δεν θα επιζητούμε εγωιστικά το δικό μας συμφέρον, αλλά θα μας είναι και δυνατό και εύκολο να παραιτηθούμε και από τα προφανή δικαιώματα που θα είχαμε. Ο Απ. Παύλος βεβαιώνει ότι «αλλ΄ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη , αλλά πάντα στέγομεν, ινα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α΄ Κορ. 9,12). Προτεραιότητα έχει η διάδοση του Ευαγγελίου και ενώπιον αυτού του θείου θελήματος υποχωρεί κάθε έννοια προσωπικού δικαιώματος.

 

19-2-2017

Κυριακή της Απόκρεω

Μνεία της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας

του κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Ευαγγέλιον Ματθ. 25, (31-46)

Πρωτότυπο Κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος: Ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· Καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, Καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; Πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Μετάφραση

Όταν, λοιπόν, έρθει ο Υιός του Aνθρώπου μέσα στη δόξα του, και μαζί του όλοι οι άγιοι άγγελοί του, τότε θα καθίσει πάνω στον ένδοξο θρόνο του. Kαι θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα τους ξεχωρίσει τον έναν από τον άλλο, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα γίδια. Kαι θα βάλει τα πρόβατα στα δεξιά του, ενώ τα γίδια θα τα βάλει στ’ αριστερά. Έπειτα ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι στα δεξιά του: Eλάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιώθηκε ο κόσμος. Γιατί πείνασα, και μου δώσατε να φάω, δίψασα, και μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και με ντύσατε, αρρώστησα, και με επισκεφτήκατε, στη φυλακή ήμουν, και ήρθατε κοντά μου. Tότε θα αποκριθούν οι δίκαιοι και θα του πούνε: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Kαι πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Kαι πότε σε είδαμε άρρωστο ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε; Kαι θ’ αποκριθεί ο βασιλιάς και θα τους πει: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον τα κάνατε αυτά σ’ έναν από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ’ εμένα τα κάνατε. Kατόπιν θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι στ’ αριστερά: Φύγετε από μένα εσείς οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους αγγέλους του. Γιατί πείνασα, και δεν μου δώσατε να φαω, δίψασα, και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και δεν με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και δεν με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δεν με επισκεφτήκατε. Tότε θα του αποκριθούν κι αυτοί: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε; Θα τους αποκριθεί τότε εκείνος: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον δεν τα κάνατε αυτά σ’  έναν απ’ αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σε μένα τα κάνατε. Kαι θ’ αναχωρήσουν αυτοί σε κόλαση αιώνια, και οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».

Σχολιασμός

 Η παρούσα ευαγγελική περικοπή  αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ο Χριστός  μας προτρέπει σε έργα αγάπης που θα αποτελέσουν κριτήρια εισδοχής μας στην αιώνια ζωή. Αυτά που θα συμβούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του ο Χριστός, τα αποκαλύπτει με τον παραβολικό λόγο του βοσκού που ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια (κατσίκια). Ασύγκριτα λαμπρότερος  από ότι έλαμψε στο όρος της Μεταμορφώσεως  και συνοδευόμενος από όλα τα αγγελικά τάγματα, θα καθίσει ο Χριστός  ως υπέρτατος κριτής στον θρόνο της κρίσεως και θα συναχθούν ενώπιον του όλα τα έθνη, όλοι οι άνθρωποι. Φυσικά θα προηγηθεί η ανάσταση των νεκρών. Τότε ο Δικαιοκρίτης Κύριος θα ξεχωρίσει τους δικαίους από τους αμετανόητους αμαρτωλούς με τόση ευκολία όση έχει ο βοσκός όταν ξεχωρίζει τα αρνιά από τα ερίφια. Ο Θεός της αγάπης θα δωρίσει στους δικαίους τα ασύλληπτα αγαθά της αιώνιας ζωής,  τα οποία όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α  ητοίμασεν  ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»  (Α΄ Κορινθ. β΄, 9) . Ένα προς ένα θα απαριθμήσει τα καλά έργα ο Χριστός  ενώπιον του ουράνιου  και επίγειου κόσμου. Θα τα παρουσιάσει σαν να έγιναν σε αυτόν τον ίδιο. «Πείνασα θα πει,   και μου δώσατε να φάγω. Ήμουνα ξένος που δεν είχα  τόπο να μείνω και με πήρατε στο σπίτι σας. Ημίγυμνος και ρακένδυτος  ήμουνα, και εσείς μου δώσατε ρούχα να ενδυθώ. Αρρώστησα και εσείς ήρθατε να με επισκεφθείτε  για να μου κάνετε συντροφιά, να μου δώσετε παρηγοριά αλλά και φάρμακα. Στην φυλακή ήμουνα και ήρθατε να με δείτε. Η αγάπη σας πρέπει να αμειφθεί.»

 Αντίθετα,  θα  κλείσει  τις πόρτες του παραδείσου, θα στερήσει από την ευλογημένη παρουσία  του Θεού, θα αποπέμψει στην αιώνια κόλαση τους αμετανόητους αμαρτωλούς, τους σκληρυμένους εγωπαθείς, τους ιδιοτελείς  και  φίλαυτους, οι οποίοι έδειξαν σκληρότητα  και αναλγησία προς τους πτωχούς και τους πάσχοντες.  Μπορούσαν να πράξουν το καλό στους πάσχοντες συνανθρώπους τους, όπως οι δίκαιοι, αλλά δυστυχώς απουσίαζε από την καρδία τους η αγάπη. Πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να συμπορευθούν με τον Θεό της αγάπης και του ελέους;  Θα κτυπούν τα στήθη τους, θα θρηνούν και θα οδύρονται  οι καταδικασμένοι.

 Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση  αυτή «μνείαν ποιούμεθα»  είναι  παρμένη μέσα από το Συναξάριο της Κυριακής της Απόκρεω δηλαδή μέσα από το βιβλίο του Τριωδίου,  που εδώ ακριβώς τονίζεται  ότι  η Εκκλησία  μέσα από τη λατρευτική της ζωή μας προτρέπει να ζούμε σαν παρόν γεγονός για να είμαστε έτοιμοι προς απολογίαν κατά την εσχατολογική έλευση του Κυρίου.  Στα Ευαγγέλια (Ματθ. κεφ. 25) γίνεται  αναφορά   στην «βασιλεία» και στο «πυρ το αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται την Κυριακή της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), κατάσταση ή αν θέλουμε καλύτερα μπορούμε να πούμε επιλογή  την οποία δεν θέλησε ο Θεός, αλλά  υπαίτιοι είναι αυτοί που δεν δείχνουν ίχνος μετάνοιας. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη»  για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. Η «Βασιλεία»  είναι ο παράδεισος, ενώ το «πυρ» το αιώνιο είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος», στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός είχε καλέσει τους πρωτόπλαστους στον παράδεισο, δηλαδή στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το αποτέλεσμα των επί γης επιλογών του, τον παράδεισο ή την κόλαση. Άξιο προσοχής είναι ότι στον παράδεισο και την κόλαση θα «πάνε» αμαρτωλοί, Στον μεν παράδεισο όμως μετανοημένοι αμαρτωλοί και στην κόλαση οι αμετανόητοι, οι σκληρόκαρδοι και ασεβείς.

 Να τονίσουμε ότι  παράδεισος και κόλαση δεν είναι δύο διαφορετικές τοποθεσίες, η εκδοχή αυτή  έχει ειδωλολατρική προέλευση.  Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), και βιώνονται ως δύο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’ όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5, 29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση, γιατί ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον», (Εβρ.12,29). Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας.

 Η στάση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο του δείχνει κατά πόσο διακατέχεται από την αγάπη και τη φιλανθρωπία και γι αυτό αποτελεί κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρεται με σκληρούς λόγους σε εκείνους που δεν αγαπούν τους συνανθρώπους τους: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν˙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν» (Α’ Ιω. 4, 20).  Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στο συνάνθρωπο μας. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθη ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.

Επίλογος

 Ο Ιησούς Χριστός με την περικοπή αυτή της εσχατολογικής κρίσεως όλων των Εθών, μας αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού που είναι προσφορά και χάρη προς όλους ανεξαιρέτως, χωρίς διακρίσεις. Από εμάς εξαρτάται κατά πόσο θα γίνουμε δεκτικοί της αγάπης του Θεού για να καταστούμε μέτοχοι της αιώνιας ζωής και «ευλογημένα» τέκνα του Θεού Πατέρα. Γιατί αν υπάρχει μάσα μας «το στέγνωμα της αγάπης», όπως το είπε ο ποιητής, τότε, αντί «ευλογημένοι» θα καταταχθούμε μεταξύ των «κατηραμένων». Η επιλογή και η ευθύνη είναι απόλυτα δική μας. Το αποτέλεσμα είναι συνέπεια της δικής μας ευθύνης και της δικής επιλογής.