14-5-2017
Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Απόστολος Πράξ. (ια΄, 19-30)
Πρωτότυπο Κείμενο
Οι μέν ούν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας, μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις. Ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν. Και ην χειρ Κυρίου μετ’ αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί τον Κύριον. Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας∙ ος παραγενόμενος και ιδών την χάριν του Θεού εχάρη, και παρεκάλει πάντας τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω, ότι ην ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως∙ και προσετέθη όχλος ικανός τω Κυρίω. Εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευρών αυτόν ήγαγεν αυτόν εις Αντιόχειαν. Εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς. Εν ταύταις δε ταις ημέραις κατήλθον από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν∙ αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του Πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην∙ όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος. Των δε μαθητών καθώς ηυπορείτο τις, ώρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν τη Ιουδαία αδελφοίς∙ ο και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου.
Νεοελληνική Απόδοση
Οι χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων∙ έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύ κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «Χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες Στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Σχολιασμός
Μελετώντας κάποιος το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Βαρνάβα διαπιστώνει με σιγουριά ότι πρόκειται για άνθρωπό με καρδιά γεμάτη αγάπη, καλοσύνη, αλλά και ταπεινοφροσύνη. Το Άγιο Πνεύμα αποτελούσε για τον ίδιο πάντα φάρο φωτεινό αν μάλιστα το συνδυάσουμε με την απέραντη ικανοποίηση και χαρά που του δημιούργησε ψυχικά η ιεραποστολική προσπάθεια μιας ομάδας απλών χριστιανών στην Αντιόχεια η οποία απέδωσε καρπούς αφού αρκετοί πίστεψαν στον Ιησού Χριστό. Δεν θεώρησε για κανένα λόγο ότι οι ανθρώποι αυτοί παρενέβησαν στο αποστολικό του έργο και έτσι να εξοργιστεί αντίθετα «ιδών την χάριν του Θεού εχάρη».
Είναι γεγονός ότι πραγματικά πρέπει κάποιος να διακατέχεται με μεγάλα αποθέματα καλοκαρδίας ώστε να αισθάνεται ευτυχισμένος και ικανοποιημένος για την ευδόκιμη υπηρεσία του άλλου και την προσηλωσή του αλλά και την πρόοδο του στα καλά έργα. Όταν δούμε ένα φτωχό, ένα πεινασμένο με ακατάστατη ενδυμασία, ο οποίος δεν έχει που την κεφαλή να κλίνη, ξεχασμένο από όλους χωρίς κάποιο συγγενή τότε το αίσθημα της συμπόνιας πολιορκεί την ψυχή μας. Κάποιες φορές σαν να μας ξυπνάει απο τον εγωισμό μας μια φωνή και να μας θέτει το εξής ερώτημα: «Αν εσύ βρισκόσουν σε αυτή τη κατάσταση θα ήθελες να σε αντιμετωπίζουν με αδιαφορία και δυσπιστία οι ανθρώποι; Τις πλείστες φορές δεν μένουν όλα αυτά απλά συναισθήματα αλλά μεταποιούνται σε έργα καλοσύνης και κατανόησης προς τον πονεμένο. Η εσωτερική χαρά τότε είναι διάχυτη σε εμάς για το καλό που του κάναμε.
Πως να μην επαναστατήσει η καρδιά όταν δεί τον οποιοδήποτε να πέφτει στα πλοκάμια επιτηδείων, όταν ένας αδύνατος και απροστάτευτος αδικείται,να χάνει και το πιο λιγοστό περίσσευμα του από τον κάθε ασυνείδητο εκμεταλλευτή. Ποιος πήγε σε εξόδιο ακολουθία (κηδεία) και δεν λύγισε και συγκλονίστηκε βλέποντας και ακούοντας τον πόνο, τον θρήνο και τα κλάματα των οικείων; Σε όλες αυτές τις καταστάσεις οι όποιες κακίες, διαφορές, αντιπαραθέσεις παραμερίζονται και τότε την απόλυτη κυριαρχία επιβάλλεται να την έχει η συμπόνια. Έτσι η εντολή του Αποστόλου Παύλου γίνεται πράξη «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄ 15) .
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο απαιτείται περισσότερη καλλιεργημένη ψυχή, διά να χαρεί κανείς με τους χαίροντες παρά για να κλαίει με τους κλαίοντες. Το «κλαίειν μετά κλαιόντων» το κατορθώνει αύτη η φυσική μας ιδιοσυστασία. Το άλλο όμως έχει ανάγκη γενναίας ψυχής, ώστε όχι μόνον να μην φθονούμεν τον ευδοκιμούντα, αλλά και να χαίρωμεν μαζί του διά τας επιτυχίας του».
Αυτό λοιπόν πρέπει να επιδιώκει ο ειλικρινής χριστιανός. Τέκνα του Θεού όλοι είμαστε. Ανήκουμε όλοι στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού μας. Υπάρχει η κοινή συμμετοχή στα μυστήρια της χάριτος. Είμαστε μέλοι του αυτού μυστικού σώματος,του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός. Λέγει ο απόστολος Παύλος «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Ά Κορ. ιβ΄ 26) .
Στην Βασιλεία των ουρανών ως μόνη πηγή χαράς θα είναι η δόξα και η μακαριότητα που θα απολαμβάνει ο άνθρωπος. Αυτήν την χαρά προγεύεται στην παρούσα ζωή ο άνθρωπος του Θεού, όταν ατενίζει την προκοπή και την χαρά του άλλου. Τότε οι δοξολογίες οι οποίες αναπέμπονται προς τον Κύριο και Θεο μάς είναι μυριάδες και προέρχονται από τα βάθη της καρδιάς μας.
14-5-2017
Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Ευαγγέλιον κατά Ιωάννου (δ΄, 5-42)
Πρωτότυπο κείμενο
Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού• ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή• ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς• Δος μοι πιείν. Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθησαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις• πώς συ Ιουδαίος ων παρ΄ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή• ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι το ύδωρ το ζών. Λέγει αυτώ η γυνή• Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ• πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζών; Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού; Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή• πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν• ος δ΄ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. Λέγει προς αυτόν η γυνή• Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς• ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. Απεκρίθη η γυνή και είπεν• ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς• καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω• πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ• τούτο αληθές είρηκας. Λέγει αυτώ η γυνή• Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης εις σύ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν• και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς• γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. Υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν• ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Αλλ΄ έρχεται ώρα, και νύν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία• και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν. Λέγει αυτώ η γυνή• οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός• όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν ταύτα. Λέγει αυτή ο Ιησούς• εγώ ειμί ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει• ουδείς μέντοι είπε, τι ζητείς ή τι λαλείς μετ΄ αυτής; Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις• δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν.
Εν δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες• ραββί, φάγε. Ο δε είπεν αυτοίς• εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. Έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους• μη τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν; Λέγει αυτοίς ο Ιησούς• εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον. Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται; Ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη. Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. Εν γαρ τούτω ο λόγος εστιν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. Εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε• άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε. Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ΄ αυτοίς• και έμεινε εκεί δύο ημέρας. Και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού, τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν• αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός.
Απόδοση
Έφτασε έτσι σε μια πόλη της Σαμαρείας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε κοντά στο πηγάδι• ήταν γύρω στο μεσημέρι. Οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη να αγοράσουν τρόφιμα. Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμαρεία να βγάλει νερό. Ο Ιησούς της λέει: «δώσ΄ μου να πιω». Η γυναίκα του απάντησε: «εσύ είσαι Ιουδαίος και εγώ Σαμαρείτισσα. Πώς ζητάς να σου δώσω νερό να πιείς; Οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες». Ο Ιησούς της απάντησε: «αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιός είναι αυτός που σου λέει «δώσ΄ μου να πιώ», τότε εσύ θα του ζητούσες τη δωρεά του Θεού, και εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό». Του λέει η γυναίκα «Κύριε, εσύ δεν έχεις ούτε καν κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ, από πού, λοιπόν, το έχεις το τρεχούμενο νερό; Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ, ήπιε από αυτό ο ίδιος και οι γιοι του και τα ζωντανά του. Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από αυτόν; Ο Ιησούς της απάντησε: «όποιος πίνει από αυτό το νερό θα διψάσει πάλι, όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ δε θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό ζωής αιώνιας. Του λεει η γυναίκα: «Κύριε, δώσ΄ μου αυτό το νερό για να μη διψάω, και ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω». Τότε ο Ιησούς της είπε: «πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου και έλα εδώ». Δεν έχω άντρα, απάντησε η γυναίκα. Ο Ιησούς της λεει: «σωστά είπες, δεν έχω άντρα, γιατί πέντε άντρες πήρες και αυτός που μαζί του τώρα ζεις δεν είναι άντρα σου, αυτό που είπες είναι αλήθεια». Του λεει η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης, οι προπάτορές μας λάτρεψαν τον Θεό σε αυτό το βουνό, εσείς όμως λετε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος, όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει. Πίστεψέ με, γυναίκα, της λεει τότε ο Ιησούς, είναι κοντά ο καιρός που δε θα λατρεύετε τον Πατέρα ούτε σε αυτό το βουνό, ούτε στα Ιεροσόλυμα. Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε, εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους. Είναι όμως κοντά ο καιρός, ήλθε κιόλας, που οι πραγματικοί λατρευτές θα λατρέψουν τον Πατέρα με τη δύναμη του πνεύματος, που αποκαλύπτει την αλήθεια, γιατί έτσι τους θέλει ο Πατέρας αυτούς που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα. Και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Του λεει η γυναίκα: «Ξέρω ότι θα έρθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός, όταν έρθει εκείνος, θα μας τα εξηγήσει όλα». Εγώ είμαι, της λεει ο Ιησούς, εγώ που σου μιλάω αυτή τη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι μαθητές και απορούσαν που συνομιλούσε με γυναίκα. Βέβαια, κανείς δεν είπε, τι συζητάς; Ή γιατί μιλάς μαζί της; Τότε η γυναίκα άφησε τη στάμνα της, πήγε στην πόλη και άρχισε να λεει στον κόσμο: «Ελάτε να δείτε εάν ο άνθρωπος που μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου, μήπως είναι αυτός ο Μεσσίας; Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη και έρχονταν σε αυτόν.
Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακαλούσαν κι έλεγαν: «Διδάσκαλε, φάε, κάτι». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ έχω να φαω τροφή που εσείς δεν την ξέρετε». Κι οι μαθητές έλεγαν μεταξύ τους: «Μήπως του έφερε κανείς να φαει;». Αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του. Εσείς συνηθίζετε να λετε τέσσερις μήνες ακόμη, κι έφτασε ο θερισμός. Εγώ σας λεω: σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Ασπροκοπούν από τα στάχυα τα ώριμα, έτοιμα κιόλας για το θερισμό. Ο θεριστής αμείβεται για τη δουλειά του και συνάζει καρπό για την αιώνια ζωή, έτσι ώστε μαζί να χαίρονται κι αυτός που σπέρνει κι αυτός που θερίζει. Γιατί εδώ αληθεύει η παροιμία «άλλος σπέρνει, κι άλλος θερίζει». Εγώ σας έστειλα να θερίσετε καρπό που γι΄ αυτόν εσείς δεν κοπιάσατε, άλλοι μόχθησαν, κι εσείς μπήκατε εκεί να θερίσετε το δικό τους κόπο». Πολλοί από τους Σαμαρείτες εκείνης της πόλης πίστεψαν σ΄ αυτόν, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε: «Μου είπε όλα όσα έχω κάνει». Όταν λοιπόν οι Σαμαρείτες ήρθαν κοντά του, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους, κι έμεινε εκεί δύο ημέρες. Έτσι, πίστεψαν πολύ περισσότεροι ακούγοντας τα λόγια του κι έλεγαν στη γυναίκα: «η πίστη μας δεν στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και ξέρουμε πως πραγματικά αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός».
Η αληθινή λατρεία του Θεού
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας μεταφέρει στην πόλη της Σαμαρείας Συχάρ, όπου ο Ιησούς Χριστός συναντά στο πηγάδι του Ιακώβ τη Σαμαρείτισσα γυναίκα. Ο διάλογος μεταξύ του Ιησού Χριστού και της Σαμαρείτισσας, ενώ έχει ως αφετηρία κάποιο υλικό πράγμα, το νερό, «δος μοι πιείν», εντούτοις στη συνέχεια καταλήγει σε μια συνομιλία με υψηλές διδασκαλίες και μηνύματα. Ο διάλογος αυτός στάθηκε η αφορμή ώστε η γυναίκα αυτή να πιστέψει πραγματικά ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας. Η Σαμαρείτισσα αυτή γυναίκα είναι η μετέπειτα Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, την οποία τιμά η Εκκλησία μας κατά την ομώνυμη Κυριακή της Σαμαρείτιδος, αλλά και στις 26 Φεβρουαρίου. Η Αγία Φωτεινή αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη, όπου και τελικά μαρτύρησε για την πίστη του Ιησού Χριστού και σφράγισε έτσι το ιεραποστολικό της έργο με το μαρτύριο του αίματος.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν κατά τη διήγηση του παρόντος ευαγγελικού αναγνώσματος κουρασμένος από την οδοιπορία, φτάνει στην πόλη Συχάρ και κάθεται στο πηγάδι του Ιακώβ για να ξεκουραστεί. Μετά και την άφιξη της Σαμαρείτισσας στο πηγάδι για να αντλήσει νερό, ο Ιησούς Χριστός της ζητά να του δώσει νερό να πιει. Εξάλλου σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Χριστός αποκαλύπτει την ανάγκη της πείνας και δίψας του. Ακόμη και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού θα ζητήσει και πάλιν νερό, λέγοντας «διψώ», για να λάβει όμως «αντί του ύδατος όξος». Όλες αυτές οι περιπτώσεις βεβαιώνουν ότι ο Ιησούς Χριστός ως τέλειος Θεός και άνθρωπος είχε προσλάβει όλα τα αδιάβλητα πάθη, τις ανθρώπινες φυσικές ανάγκες δηλαδή, «παρεκτός αμαρτίας».
Η Σαμαρείτισσα γυναίκα παραξενεύτηκε όχι τόσο από την αίτηση ενός άγνωστου άντρα, αλλά από το γεγονός ότι ένας Ιουδαίος καταδέχεται να συνομιλεί με μια Σαμαρείτισσα και μάλιστα να της ζητά νερό να πιει. Για να κατανοήσουμε την έκπληξη της Σαμαρείτισσας πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία των δύο λαών, Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Μια παλιά θρησκευτική έχθρα ήταν η αιτία, ώστε να μην έχουν μεταξύ τους καμία επικοινωνία και επαφή. Κατά την άποψη των Ιουδαίων οι Σαμαρείτες είχαν περιπέσει σε «αίρεση» και δεν ασκούσαν τη σωστή λατρεία του Θεού στα Ιεροσόλυμα. Από την άλλη οι Σαμαρείτες, αφοσιωμένοι στον προπάτορά τους Ιακώβ, συνέχιζαν να λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό στο όρος Γαριζίν.
Στη συνέχεια ο Ιησούς Χριστός μεταφέρει το διάλογο σε ένα ανώτερο επίπεδο, από το υλικό νερό στο «δώρο του Θεού» και στο «ζωντανό νερό». Η Σαμαρείτισσα όμως δεν μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου, γι΄ αυτό και επαναφέρει το διάλογο στο νερό του πηγαδιού: «Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ• πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζών;». Μετά από αυτή την παρεξήγηση των λόγων του ο Κύριος οδηγεί τη συζήτηση στο επίπεδο που επιθυμεί: «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν• ος δ΄ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ρανώ εφ΄ υμάς ύδωρ καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα από το στόμα του προφήτη ότι θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και σε ένα άλλο σημείο του ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7,38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος» είναι για την Εκκλησία η ίδια η Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.
Η συνέχεια του διαλόγου με τη Σαμαρείτισσα επικεντρώνεται στην πραγματική λατρεία του Θεού. Στο αίτημα της γυναίκας να λάβει το ζωντανό νερό ο Κύριος της ζητά προηγουμένως να φέρει τον άνδρα της. Εκείνη απάντησε ότι δεν έχει άνδρα, δίνοντας έτσι αφορμή στον Κύριο να αποκαλύψει την κρυμμένη ζωή της: «καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ». Η έκβαση αυτή του διαλόγου του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα γυναίκα στάθηκε η αιτία της αλλαγής της ζωής της. Από εκείνη τη στιγμή έπαψε να είναι η γυναίκα των πέντε ανδρών και έγινε κήρυκας και απόστολος του Ιησού Χριστού. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να κατανοεί τα λόγια και τις αποκαλύψεις του Κυρίου για την προσωπική της ζωή, αφού στη συνέχεια ομολογεί στους συμπατριώτες της: «δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;». Από την άλλη μεριά άρχισε να κατανοεί και το συμβολισμό το λόγων του Ιησού Χριστού, ο οποίος της μίλησε για το ζωντανό νερό. Έτσι η επόμενη ερώτησή της αφορά στις σχέσεις Θεού και ανθρώπων, ουσιαστικά στο θέμα της λατρείας του Θεού: «οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν• και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν». Η απάντηση του Ιησού Χριστού είναι άμεση και θέτει την ουσία του θέματος στην πραγματική του διάσταση: «έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία• και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν».
Ο Ιησούς Χριστός τοποθετεί πλέον το θέμα της αληθινής λατρείας του Θεού από τον τόπο στον τρόπο, ότι δηλαδή ο Θεός Πατέρας πρέπει να λατρεύεται «εν πνεύματι και αληθεία». Αυτή η αληθινή λατρεία του αληθινού Θεού είναι μεν κάτι το προσδοκώμενο και το αναμενόμενο ως προς την πληρότητά του, αλλά ταυτόχρονα ήδη άρχισε να εφαρμόζεται στην παρούσα ζωή, «έρχεται ώρα και νυν εστίν». Η Σαμαρείτισσα βέβαια δεν μπορεί να δεχτεί τους λόγους του Κυρίου στο σύνολό τους, γι΄ αυτό εκφράζει την πίστη της ότι όταν έλθει ο αναμενόμενος Μεσσίας, θα αποκαλύψει όλα αυτά τα μυστήρια. Τότε ο Ιησούς Χριστός της αποκάλυψε, ότι ο ίδιος είναι ο Μεσσίας: «εγώ ειμί ο λαλών σοι». Από τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στη Σαμαρείτισσα γι΄ αυτό σπεύδει να πληροφορήσει το γεγονός στους συμπατριώτες της: «αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις• δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπε μοι πάντα όσα εποίησα• μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν». Η ενέργεια αυτή της Σαμαρείτισσας γυναίκας γίνεται η αιτία, ώστε οι Σαμαρείτες να πιστέψουν στο Μεσσία Χριστό και να αποδεχθούν το κήρυγμά του: «εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα».
Μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας ξεκαθαρίζει αν ο Κύριος είχε πιει νερό ή όχι, το πιθανότερο είναι ότι δεν είχε πιει. Τώρα πλέον τη θέση των συνομιλητών λαμβάνουν οι μαθητές του, οι οποίοι αρχικά τον προτρέπουν να φαει. Ο Κύριος αρνείται την υλική τροφή λέγοντας: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Η πείνα και η δίψα του Κυρίου είναι η εκπλήρωση του θελήματος του Θεού Πατέρα, η εκπλήρωση του έργου της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Σε αυτό το έργο καθιστά πλέον ο Ιησούς Χριστός βοηθούς και συνεχιστές του τους μαθητές του: «εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε• άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε».
Η διήγηση της περικοπής τελειώνει με τη συγκέντρωση όλων στο πηγάδι του Ιακώβ, ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του, η Σαμαρείτισσα και οι συμπατριώτες της, οι οποίοι ήλθαν κατόπιν της δικής της πρόσκλησης. Κατά πρώτο λόγο οι Σαμαρείτες γνωρίζουν τον Ιησού Χριστού εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας ότι: «είπε μοι πάντα όσα εποίησα», στη συνέχεια όμως διαπιστώνουν οι ίδιοι και γίνονται μάρτυρες της Μεσσιανικότητας του Κυρίου: «αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός». Η κατακλείδα της περικοπής είναι μια διαπίστωση και ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, εκείνος που εργάζεται το θέλημα του Θεού Πατέρα, εκείνος που αποκαλύπτει στον κόσμο τον Θεό Πατέρα και φανερώνει την αληθινή προσκύνηση και λατρεία Του. Η σύναξη αυτή γύρω από το πηγάδι του Ιακώβ λαμβάνει εκκλησιολογικό συμβολισμό. Είναι η σύναξη της Εκκλησίας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και η τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Η λατρεία της Εκκλησίας υπήρξε εξαρχής πράξη της κοινότητας και όχι ατομική προσωπική πράξη των πιστών. Το κάθε άτομο, ο κάθε πιστός αποτελεί μέλος της εν Χριστώ κοινωνίας, στην οποία εισέρχεται με το Βάπτισμα. Βασικό στοιχείο του μυστηρίου του Βαπτίσματος είναι το νερό, μέσα στο οποίο βυθίζεται τρεις φορές ο νεοφώτιστος στο όνομα της Αγίας Τριάδος και γίνεται έτσι μέλος του σώματος της Εκκλησίας.
Το θέμα της αληθινής λατρείας του Αληθινού Θεού υπερτονίζεται μεταξύ και πολλών άλλων θεμάτων στο παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα. Η λατρεία του Θεού είναι εξόχως σημαντική μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ο κάθε πιστός άνθρωπος, αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να λατρεύει τον Θεό. Ο Ιησούς Χριστός στο διάλογό του με τη Σαμαρείτισσα αποσυνδέει τη λατρεία του Θεού από τον τόπο και δε δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία σ΄ αυτόν. Εξάλλου η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, που στηριζόταν στην ιουδαϊκή παράδοση για την κατάργηση του ναού στους εσχάτους χρόνους και τη δημιουργία ενός νέου ναού, υπήρξε και μια από τις κατηγορίες για την καταδίκη του. Αυτό το μαρτυρεί και ο εμπαιγμός του από τους παρευρισκόμενους στον Γολγοθά: «ουά ο καταλύων τον ναόν και οικοδομών εν τρισίν ημέραις, σώσον σεαυτόν καταβάς από του σταυρού» (Μαρκ. 15,29). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς Χριστός μετά την εκδίωξη των εμπόρων από το ναό είπε τους λόγους αυτούς: «λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ιω.2,19), προλέγοντας την τριήμερη Ανάστασή του. Ουσιαστικά από τη στιγμή της Σταύρωσης και του Κυρίου έχουμε την κατάργηση της Ιουδαϊκής θρησκείας και την εγκαθίδρυση της νέας λατρείας του αληθινού Θεού. Αυτό μαρτυρεί και το σχίσιμο του καταπετάσματος του Ναού του Σολομώντος κατά την ώρα του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού: «και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω» (Μαρκ. 15,38). Το γεγονός αυτό συμβολίζει την λήξη της Ιουδαϊκής λατρείας και σημαίνει την αρχή της νέας λατρείας του Θεού. Η θεολογία του ευαγγελιστή Ιωάννη ταυτίζει τον κατεστραμμένο και ανοικοδομημένο ναό με το σώμα του Αναστάντος Κυρίου: «εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού» (Ιω. 2,21). Ο τόπος της λατρείας του Θεού είναι πλέον το ίδιο το σώμα του Αναστάντος Κυρίου και αυτό φαίνεται καθαρά και στο διάλογο του Ιησού Χριστού με το μαθητή του Ναθαναήλ: «απ΄ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω.1,52), δηλαδή αυτό που είναι εσχατολογικά αναμενόμενο είναι ήδη και απτή πραγματικότητα, ο Ιησούς Χριστός είναι ο τόπος της λατρείας.
Αυτή τη θεολογική προσέγγιση του ευαγγελιστή Ιωάννη διαπιστώνουμε και στο κατεξοχήν εσχατολογικό και λειτουργικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης την Αποκάλυψη, η οποία αποδίδεται στον ίδιο. Ολόκληρη η Αποκάλυψη είναι μια παρουσίαση της ουράνιας λειτουργίας. Το όραμα του προφήτη πραγματοποιείται ημέρα Κυριακή «εν τη Κυριακή ημέρα» (1,10), η ημέρα της Σύναξης των πιστών για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Επιπλέον υπάρχουν μέσα στην Αποκάλυψη πλήθος από ύμνους, δοξολογίες, ευχαριστιακές αναφορές, ευλογίες, που παραπέμπουν στον ακολουθούμενο από την Εκκλησία λειτουργικό τύπο. Όλοι οι λειτουργικοί τύποι έχουν την ίδια δομή που στηρίζεται στην ετοιμασία του θρόνου και στην επιτέλεση της αναίμακτης ιερουργίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ανάμνηση και βίωση όλων των γεγονότων της θείας οικονομίας με κορύφωση το θείο Πάθος και την Ανάσταση και την τελική επικράτηση της βασιλείας του Θεού. Παρά το γεγονός ότι η Αποκάλυψη δεν χρησιμοποιείται ως ανάγνωσμα σε καμία λειτουργία ή ακολουθία, εντούτοις αποτελεί τον τύπο της επίγειας τελετουργίας.
Η λατρεία του Θεού, λοιπόν, δεν περιορίζεται πλέον σε έναν ιδιαίτερο τόπο, αλλά γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία», είναι τριαδοκεντρική, αναφέρεται στην Αγία Τριάδα. Με αυτό το σκεπτικό βλέπει ο ευαγγελιστής Ιωάννης και το ναό στη Νέα Ιερουσαλήμ της Αποκάλυψης: «και ναόν ουκ είδον εν αυτή• ο γαρ Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστί και το αρνίον» (Αποκ. 21,22). Κέντρο της λατρείας πλέον είναι η προσφορά της θυσίας του Ιησού Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι ο τόπος της λατρείας, της προσφοράς της αναίμακτης ιερουργίας. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι ο «θύτης» και το «θύμα», ο «προσφέρων» και ο «προσφερόμενος». Ο πιστός άνθρωπος μπορεί να λάβει τους καρπούς αυτής της θυσίας, μετέχοντας στη θεία Ευχαριστία.
Το κριτήριο πλέον της αληθινής λατρείας του Θεού δεν είναι ο συγκεκριμένος εθνικός τόπος, ούτε των Ιεροσολύμων, ούτε του όρους Γαριζίν. Τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και οι Σαμαρείτες, λάτρευαν τον Θεό κατά την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, ο καθένας σύμφωνα με τις δικές του εθνικές καταβολές και παραδόσεις. Ο Ιησούς Χριστός εδώ αποκαλύπτει την αληθινή λατρεία του Θεού Πατέρα, η οποία πρέπει να γίνεται «εν πνεύματι και αληθεία» και είναι ήδη παρούσα «έρχεται ώρα, και νυν εστίν». Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Σωτήρας του κόσμου και με την παρουσία του ξεκινά η πραγματική λατρεία του Θεού Πατέρα. Αρκετοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά κυρίως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύουν το «εν πνεύματι και αληθεία» ως τη λατρεία του Τριαδικού Θεού, του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Το Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα, που έρχεται, κατοικεί και ζωοποιεί τον άνθρωπο και η αλήθεια ο Υιός, ο Ιησούς Χριστός, που ενανθρώπησε και με τη σταυρική του Θυσία και Ανάσταση οδήγησε το ανθρώπινο γένος στον Θεό Πατέρα.
Στον αποχαιρετιστήριο λόγο (Ιω. 14 – 16) του προς τους μαθητές και Αποστόλους του ο Ιησούς Χριστός τονίζει το μεσιτικό ρόλο του Υιού προς τον Πατέρα για τους ανθρώπους. Ο Ιησούς Χριστός ξεκαθαρίζει ότι η πίστη προς τον Θεό δεν είναι αληθινή αν δεν διέρχεται δια του Υιού, γιατί εκείνος αποκαλύπτει τον Πατέρα στον κόσμο: «ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο Πατήρ εν τω Υιώ» (Ιω. 14,13). Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι βασική προϋπόθεση της «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείας του Θεού. Εξάλλου σε άλλο σημείο του αποχαιρετιστήριου λόγου του ο Ιησούς Χριστός επισημαίνει στους Αποστόλους: «ταύτα λελάληκα παρ΄ υμίν μένων• ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14, 25-26). Ο Υιός είναι απεσταλμένος στο όνομα του Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα είναι απεσταλμένο από τον Πατέρα στο όνομα του Υιού, επομένως με την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία του Τριαδικού Θεού, ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον Πατέρα δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Άλλωστε οι ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας τελούνται στο όνομα της Αγίας Τριάδας και η κορυφαία ακολουθία, η θεία λειτουργία αρχίζει με την αναφορά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».
Η δυνατότητα της «εν πνεύματι και αληθεία» λατρείας του Θεού δόθηκε στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση και θυσία του Ιησού Χριστού. Έτσι φανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Αγίας Τριάδας και γνωστοποίησε το προαιώνιο σχέδιο της θείας Οικονομίας, το σχέδιο δηλαδή του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Η σταυρική του Θυσία και η ένδοξή του Ανάσταση μας προσφέρει αυτή τη σωτηρία και μας δίνει τη δυνατότητα της κοινωνίας του σώματος και αίματός του. Η μετοχή μας όμως αυτή στο σώμα του Αναστάντος Κυρίου δεν πρέπει να είναι τύπος αλλά ουσία, δεν πρέπει να είναι εξωτερική και μόνο έκφραση αλλά βαθύτερη καρδιακή συμμετοχή. Απόλυτη πίστη στον εν Τριάδι αποκαλυφθέντα Θεό και ολοκληρωτική αφιέρωση της ύπαρξής μας, της σκέψης μας, της καρδίας και της θέλησής μας σ΄ Αυτόν. Η ευθύνη μας σήμερα είναι η διάδοση αυτής της αληθινής λατρείας του Τριαδικού Θεού σε όλο τον κόσμο. Όπως ο Χριστός βγήκε από τα εθνικά πλαίσια της Ιουδαίας και κατευθύνθηκε στους Σαμαρείτες για να κηρύξει και σ΄ αυτούς, έτσι και η Εκκλησία σήμερα οφείλει να ανοίξει τους ορίζοντές της και να απευθύνει το μήνυμά της σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα στη σύγχρονη εποχή μας, λαοί και έθνη που ζουν κάτω από τη σκιά των ειδώλων. Αυτή τη διάσταση τη δίνει σήμερα η Εκκλησία εν μέρει με την άσκηση του έργου της ιεραποστολής. Η προσπάθεια όμως δεν πρέπει να περιοριστεί εκεί, αλλά χρειάζεται η υπέρβαση όλων των εθνικών ή και εθνικιστικών αντιλήψεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει και έχουν αλλοιώσει την εκκλησιολογία της, με τη δημιουργία των κατά τόπους λεγομένων Εθνικών Εκκλησιών ή την εισαγωγή εθνικών πεποιθήσεων στον χώρο της λατρείας. Ο Ιησούς Χριστός κατάργησε την εθνική αντίληψη της λατρείας και τον συγκεκριμένο τόπο και κατέστησε τη λατρεία του Θεού καθολική και οικουμενική. Ο αληθινός Θεός δεν λατρεύεται, ούτε προσκυνείται μέσα σε στενά εθνικά και τοπικά πλαίσια. Η λατρεία του Τριαδικού Θεού πραγματοποιείται «εν πνεύματι και αληθεία» σε όλη την οικουμένη.