Εκτύπωση

ΚΥΡΙΑΚΗ 30-10-2016

E' ΛΟΥΚΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

(Β΄ Κορ. ια´ 31-39,  ιβ΄ 1-9)

 

Αδελφοί, ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, οτι ου ψεύδομαι. Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων, και δια θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην δια του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού. Καυχάσθαι δη ου συμφέρει μοι˙ ελεύσομαι γαρ εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου. Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων˙ είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν˙ αρπαγέντα τον τοιούτον εως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον˙ είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν, οτι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι. Υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταις ασθενείαις μου. Εαν γαρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων˙ αλήθειαν γαρ ερώ˙ φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπει με ή ακούει τι εξ εμού. Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ινα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι. Υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή απ’ έμου˙ και ειρηκέ μοι˙ Αρκεί σοι η χάρις μου˙ η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ούν μάλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας είναι ευλογημένο το όνομα του στους αιώνες, ξέρει ότι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε ολη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δεν με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ˙ θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πρίν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό, δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του η χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω οτι αυτός ο άνθρωπος, ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει, μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ˙ για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει απο μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μου έδωσε ενα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευόμαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρείς φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δυναμή μου φανερώνεται στην πληροτητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Σχολιασμός

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο απο την Β’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 56 μ.Χ., καθώς ο Απόστολος Παύλος βρισκόταν στην Μακεδονία και διακατέχεται από ένα ύφος πιο συναισθηματικό από τις υπόλοιπες επιστολές του. Αυτό το κάνει για να στηρίξει την πίστη των χριστιανών της Κορίνθου, ως προς το αποστολικό του αξίωμα, την οποία προσπαθούσαν να κλονίσουν οι ιουδαϊζοντες χριστιανοί. Αυτοί προσποιούνταν ότι έκαναν έργο όπως οι απόστολοι αλλά στην πραγματικότητα ήταν ψευδαπόστολοι, απατεώνες, άνθρωποι που μεταμφιέζονταν σε αποστόλους του Χριστού. Αυτοί διασπούσαν την ενότητα μεταξύ των χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος για να διαφυλάξει την ενότητα των χριστιανών και το κύρος του αποστολικού του αξιώματος γράφει αυτή την Επιστολή όπου εκθέτει τις κακοπάθειες που υπέστη για χάρη του Ευαγγελίου, αλλά και τις αποκαλύψεις τις οποίες είχε δεχθεί. 

Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος περιγράφει το πως κατάφερε να διασωθεί από τη Δαμασκό όταν καταδιώκονταν από τον εθνάρχη Άρετα. Ακολούθως κάνει λόγο για κάποιες ουράνιες αποκαλύψεις, που αξιώθηκε να έχει από τον Κύριο και δεν είχε ποτέ μιλήσει σε κανένα για 14 ολόκληρα χρόνια και τελειώνει λέγοντας για κάποιο αγκάθι που του δόθηκε στο σώμα για να τον ταλαιπωρεί και να μην πέφτει στην υπερηφάνεια. 

Πριν ξεκινήσει να γράφει αυτά που γράφει πιο κάτω ξεκινά με μια επίκληση προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό το κάνει για να διαλύσει κάθε είδους αμφιβολία που είχαν διασπείρει κάποιοι ψευδαπόστολοι ανάμεσα στους χριστιανούς της Κορίνθου, ως προς την αποστολική του ιδιότητα. Το κάνει ακόμη για να μας δείξει ότι δεν λεει ψέματα για αυτά που θα μιλήσει παρακάτω.Αυτά αποτελούν προσωπικές αποκαλύψεις του Κυρίου προς αυτόν για τις οποίες μόνο αυτός που τις είχε δεχθεί μπορούσε να μιλήσει για αυτές. 

Καθώς βρισκόταν στην Δαμασκό ο Απόστολος Παύλος κινδύνεψε να συλληφθεί από τον βασιλιά Άρετα. Γι’ αυτό το περιστατικό διαβάζουμε εκτενέστερα στο 9ον κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Εκεί βλέπουμε ότι προκαλούσε σύγχυση ανάμεσα στους Ιουδαίους οι οποίοι τον άκουγαν και έμεναν κατάπληκτοι καθώς αυτοί περίμεναν να καταδιώξει τους χριστίανους όπως έκανε και προηγουμένως. Αντι όμως αυτού τους αποδείκνυε ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού ο αναμενόμενως Μεσσίας. 

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή τους και να προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν. Με τη βοήθεια  όμως των πιστών που κατοικούσαν στην Δαμασκό κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη. Οι εκεί χριστιανοί τον έβαλαν μέσα σε ένα χοντρό ψάθινο καλάθι με στερεή βάση από κάτω και τον κατέβασαν με σχοινιά από ένα παράθυρο του τείχους. Έτσι κατάφερε να διαφύγει από τα φονικά σχέδια του βασιλιά Άρετα και να συνεχίσει το έργο που του είχε αναθέσει ο Κύριος, τον ευαγγελισμό των εθνών. 

Βλέποντας τους ψευδαπόστολους να προσπαθούν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των χριστιανών της Κορίνθου προς το πρόσωπο του, προχωρά σε κάποιες αποκαλύψεις που έλαβε από τον Κύριο. Το κάνει αυτό για την ωφέλεια των πιστών, τονίζοντας ταυτοχρόνως ότι δεν είναι προς το συμφέρον του να καυχιέται, αλλά τώρα αναγκάζεται να το κάνει εξαιτίας των περιστάσεων. Με την καύχηση ο άνθρωπος προχωρά στη έπαρση και πέφτει στην υπερηφάνεια. Έτσι η καύχηση δεν βοηθά πνευματικά τον άνθρωπο αλλά τον καταστρέφει. Έχοντας μέσα του βαθιά ταπείνωση ο Απόστολος Παύλος μιλά σε τρίτο πρόσωπο, προσπαθώντας να δείξει ότι πρόκειται για κάποιον άλλο που δέχθηκε τις αποκαλύψεις και όχι για τον ίδιο. Για 14 χρόνια δεν είχε μιλήσει πουθενά για αυτές τις αποκαλύψεις που δέχθηκε και ούτε τώρα θα το έκανε αν δεν υπήρχε η ανάγκη να ωφεληθούν οι πιστοί της Κορίνθου. 

Μέσα από την αρπαγή του στον παράδεισο έζησε μια ξεχωριστή εμπειρία που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε με τη λογική. Οι πραγματικότητες που βρίσκονται γύρω μας αδυνατούν να μας βοηθήσουν στην διαμόρφωση μιας εικόνας για πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από την ανθρώπινη αίσθηση. Εκεί στον παράδεισο άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Η ανθρώπινη γλώσσα έχοντας γνώση των πραγματικοτήτων του παρόντος κόσμου, αδυνατεί να εκφράσει τα μυστήρια του Θεού, λόγω του ύφους και της ιεροτητάς τους. Το ερώτημα που γεννιέται σε πολλούς, τι να άκουσε και να είδε ο Απόστολος Παύλος και δεν μπορούσε να το πει; Φανερώνει ότι η αποκάλυψη του Θεού που περιέχεται στην Αγία Γραφή είναι αρκετή, είναι όση χρειάζεται για τη σωτηρία μας. Αν χρειαζόταν κάτι περισσότερο θα μας το είχε αποκαλύψει. Πάνω σε αυτή την αποκάλυψη είχε οικοδομηθεί και η Εκκλησία, στην οποία πρέπει να στηρίζουμε με βεβαιότητα την πίστη και την ελπίδα μας. 

Από τις μεγάλες αποκαλύψεις που είχε δεχθεί υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει στην υπερηφάνεια. Έτσι ο Θεός επέτρεψε ένα αγκάθι στο σώμα του, ένα άγγελο του σατανά για να τον ραπίζει, ώστε να μην υπερηφανεύεται. Το τι ακριβώς ήταν αυτό το αγκάθι στο σώμα του που τον ταλαιπωρούσε, δεν γνωρίζουμε. Από τους ερμηνευτές άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι οι πειρασμοί και οι ταλαιπωρίες που συνάντησε στο έργο του, άλλοι ότι είναι διάφορα πρόσωπα τα οποία αντιστέκονται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ενώ κάποιοι άλλοι ότι πρόκειται για χρόνια ασθένεια. Για ότι και να είναι αυτό ο Απόστολος Παύλος μας λεει ότι παρακάλεσε τον Κύριο τρεις φορές να το απομακρύνει από αυτόν αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Ο Κύριος του απάντησε ότι :«σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμη μου αναδεικνύεται  τέλεια εκεί που υπάρχει αδυναμία». Η απάντηση αυτή μας φανερώνει την δύναμη του Κυρίου μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία. Μέσα από τους πειρασμούς βλέπουμε τη χάρη του Κυρίου να μας δυναμώνει για να μπορέσουμε να τους αντέξουμε. 

Αρκετές φορές στη ζωή μας υπερηφανευόμαστε για ασήμαντα κατορθώματα τα οποία έχουμε πετύχει. Ο Απόστολος Παύλος ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, «α ουκ εξόν ανθρώπων λαλήσαι». Εντούτοις όμως δεν καυχιέται αλλά από ταπείνωση μιλά σε τρίτο πρόσωπο σαν να πρόκειται για άλλον άνθρωπο που δέχθηκε τις αποκαλύψεις. Αυτός αν θα περιφανευόταν, θα περιφανευόταν για τους διωγμούς, τις θλίψεις και τους πειρασμούς που πέρασε. Μέσα από τους διάφορους πειρασμούς, που συναντούμε στην ζωή μας φαίνεται πόσο μικροί και αδύναμοι είμαστε. Φεύγουμε από την υπερηφάνεια και τον εγωισμό ότι είμαστε σπουδαίοι και δυνατοί και δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Μακάρι και εμείς χωρίς υπερηφάνεια και ταπείνωση να υψώσουμε τα χέρια προς τον Κύριο και να ζητήσουμε την παντοδύναμη χάρη του, να μας στηρίξει για να αντιμετωπίσουμε τις θλίψεις και τους πειρασμούς με θάρρος και υπομονή.

ΚΥΡΙΑΚΗ 30-10-2016 

E' ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

(Λουκ. ιστ´ 19-31)

Άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τόν πυλώνα αυτού ηλκωμένος  και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη.  και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού. και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δε ώδε παρακαλείται, σύ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δε· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτων. ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ' εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δέ αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδὲ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Και ο Αβραάμ του απάντησε: «παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Και εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δω σε εσάς, να μην μπορούν, ούτε οι από ‘κει να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του είπε: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών˙ ας υπακούσουν σ’ αυτά». Εκείνος τότε του είπε: «όχι πατέρα μου Αβραάμ˙ αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν». Τότε είπε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».

 

Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 16ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς αναπτύσσεται η παραβολή του Πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.

 

«Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου». Ποιος είναι άραγε αυτός ο τόσο τραγικός άνθρωπος, που εκλιπαρεί για λίγες μόνο σταγόνες νερό; Μόνο αυτοί που βασανίζονται τόσο πολύ, εκλιπαρούν για κάτι τόσο λίγο, τόσο μικρό. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

 

Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος διακρινόταν για τα πολλά του λεφτά, το πολυτελές αρχοντικό, τα πανάκριβα ρούχα, τις πολυδάπανες δεξιώσεις. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί πως «ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Το πρώτο ύφασμα ήταν βαμμένο στην κόκκινη βαφή των κοχυλιών και το δεύτερο ήταν φτιαγμένο με το πανάκριβο λινάρι, που προερχόταν από τη μακρινή Ινδία. Το χρόνο του τον διέθετε στα καθημερινά γλέντια και τις διασκεδάσεις, αφού σκοπός της ζωής του έγινε το ξέφρενο κυνήγι της ηδονής και των υλικών απολαύσεων.

 

Και όμως! Πολύ κοντά του, κάτω σχεδόν από τα πόδια του, εκτυλισσόταν ένα αληθινό δράμα. Στην αυλόπορτα του σπιτιού του, κείτεται ένας άρρωστος άνθρωπος, πληγωμένος, άστεγος, κουρελιάρης, σχεδόν ανάπηρος μιας και δεν μπορεί να διώξει τα αδέσποτα σκυλιά που γλείφουν τις πληγές του και επιτείνουν ακόμη περισσότερο το μαρτύριό του.

 

Ενώ λοιπόν ο πλούσιος «ευφραινόταν λαμπρώς», ο Λάζαρος « ήν επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου». Δεν μας λέει ο ευαγγελιστής ότι χόρταινε με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, αλλά ότι θα επιθυμούσε να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Άρα ούτε τα άχρηστα περισσεύματα δεν του τα δίνανε! Τα σκυλιά είχανε ίσως περισσότερο χατίρι παρά αυτός ο πολύπαθος άνθρωπος.

 

Κάποιος άλλος στη θέση του φτωχού Λαζάρου θα φθονούσε τον πλούσιο. Θα τα έβαζε ίσως και με τον ίδιο το Θεό: γιατί σ’ άλλους να δίνει ευμάρεια, και σ’ άλλους μόνο βάσανα; Τέτοιες όμως σκέψεις είναι εντελώς ξένες προς το Λάζαρο, που υπομένει με πολλή εγκαρτέρηση το σκληρό του μαρτύριο. Σηκώνει αγόγγυστα το βαρύ του σταυρό. Ζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του αυτό, που χρόνια πριν αναφώνησε ο Ιώβ: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας ( Ιώβ 1,21)». 

 

Ο Λάζαρος μέσα απ’ τις δοκιμασίες της φτώχειας, της αρρώστιας, της εγκατάλειψης, πραγματοποίησε το σκοπό της ύπαρξής του: πέτυχε την προσωπική του σωτηρία και λύτρωση. Έτσι λοιπόν, όταν πεθαίνει οδηγείται από πλήθος αγγέλων στην αγκαλιά του Αβραάμ και γίνεται πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Αυτός είναι και ο λόγος που μνημονεύεται στο Ιερό Ευαγγέλιο με το όνομά του, ενώ ο πλούσιος, παρά τις τόσες γνωριμίες, το τόσο του κύρος μεταξύ των ανθρώπων, είναι ουσιαστικά τόσο ασήμαντος, ώστε να μην αναφέρεται καν το όνομά του.

 

Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η λανθασμένη διαχείριση του πλούτου αποβαίνει ολέθρια για τον άνθρωπο. Ο πλούσιος της παραβολής νόμισε ότι τα αγαθά που είχε ήταν απόλυτα δικά του, γι’ αυτό και τα κρατούσε τόσο εγωιστικά. «Απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου», του απαντά ο πατριάρχης Αβραάμ, δηλώνοντας ευθέως και την αιτία της καταδίκης του. Τα πλούτη του έγιναν τείχη πανύψηλα, που τον εμπόδιζαν να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του και κατά συνέπεια με τον ίδιο τον Πλάστη του.

 

Η προσκόλληση στον πλούτο είναι σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος αποτέλεσμα της απιστίας (Κλίμακα, Λόγος 16, 2). Όταν ο Αββάς Ησαΐας ρωτήθηκε τι είναι φιλαργυρία, αποκρίθηκε : «Το να μην έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό ότι φροντίζει για σένα, να έχεις χάσει τις ελπίδες για την εκπλήρωση των υποσχέσεών Του και να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου» ( Γεροντικό, Αββάς Ησαΐας 8). Η φιλαργυρία γίνεται «ρίζα πάντων των κακών» ( Α΄ Τιμ. 6, 10) και απ’ αυτή τρέφονται οι αναρίθμητες παραφυάδες των άλλων παθών, όπως της φιληδονίας, της σκληροκαρδίας και της αλαζονείας.

 

Μήπως όσα προαναφέρθηκαν σημαίνουν πως όσοι κατέχουν χρήματα πολλά ή περιουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένοι για το «πύρ το εξώτερον»; Όχι βέβαια!  Ο ίδιος ο Αβραάμ, που αναφέρεται στην παραβολή, είχε πλούτο πολύ, αλλά τον διαχειρίστηκε σωστά με την απλοχεριά και τη φιλοξενία του, όχι μόνο σε γνωστούς αλλά και αγνώστους (βλ. Γένεση 18, 1-15). Το ίδιο έπραξαν τόσοι άλλοι, όπως ο Λώτ, ο Ιώβ, η Δορκά κ.α. Δεν θεώρησαν τον εαυτό τους ιδιοκτήτη, αλλά μόνο διαχειριστή ξένης περιουσίας που ο Κύριος τους εμπιστεύτηκε.

 

Στις μέρες μας παρατηρούμε πως πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, εξαιτίας της κρίσης που έχει επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία και των απολύσεων ή των τραγικών μειώσεων του ημερομισθίου που αυτή συνεπάγεται. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν το δράμα του Λαζάρου. Ας μη μιμηθούμε τον πλούσιο της παραβολής. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός (Β΄ Κορ. 9,7)».