Εκτύπωση

5-11-2017

Εωθινόν Ευαγγέλιο

ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄
κ το κατά ωάννην (κα΄, 14-25)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, καί λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Λέγει αὐτῶ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Βόσκε τὰ ἀρνία μου. Λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Ποίμανε τὰ πρόβατά μου. Λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Βόσκε τὰ πρόβατά μου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι· Ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι
Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος, βλέπει τὸν Μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; Τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί; Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς, ὅτι ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ᾿ Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;
Οὗτός ἐστιν ὁ Μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα· καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἐμφανίστηκε πάλι στούς μαθητές καί λέει στό Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ ὅσο αὐτοί ἐδῶ;» «Ναί, Κύριε», τοῦ ἀπαντάει ὁ Πέτρος, «ἐσύ ξέρεις πώς σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε: «Βόσκε τ’ ἀρνιά μου». Τόν ρωτάει πάλι γιά δεύτερη φορά: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς;» «Ναί, Κύριε», τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος, «ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε: «Ποίμαινε τά πρόβατά μου». Τόν ρωτάει γιά τρίτη φορά: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς;» Στενοχωρήθηκε ὁ Πέτρος ποῦ τόν ρώτησε γιά τρίτη φορά «μ’ ἀγαπᾶς;» καί τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, ἐσύ τά ξέρεις ὅλα· ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπῶ». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: «Βόσκε τά πρόβατά μου. Ὅταν ἤσουν νεότερος, ἔδενες τή ζώνη στή μέση σου καί πήγαινες ὅπου ἤθελες ἐσύ· ὅταν ὅμως γεράσεις, σέ βεβαιώνω πώς θ’ ἁπλώσεις τά χέρια σου, καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέ θέλεις». Αὐτό τό εἶπε γιά νά δείξει μέ ποιόν θάνατο θά δόξαζε τό Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: «Ἀκολούθησέ με».
Γυρίζει τότε ὁ Πέτρος καί βλέπει νά ἀκολουθεῖ κι ὁ μαθητής πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει στό στῆθος του καί τοῦ εἶχε πεῖ: «Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός ποῦ θά σέ παραδώσει;» Ὅταν λοιπόν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καί μ’ αὐτόν τί θά γίνει;» Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Κι ἄν ἐγώ θέλω αὐτός νά μέ περιμένει ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ’ ἐσένα; Ἐσύ ἀκολούθησέ με». Διαδόθηκε, λοιπόν, αὐτός ὁ λόγος στούς ἀδερφούς, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέ θά πεθάνει. Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δέν τοῦ εἶπε πῶς δέ θά πεθάνει, ἀλλά «κι ἄν ἐγώ θέλω αὐτός νά μέ περιμένει ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ’ ἐσένα;»
Αὐτός εἶναι ὁ μαθητής πού ἐπιβεβαιώνει αὐτά τά γεγονότα καί πού τά ἔγραψε. Κι ἐμεῖς ξέρουμε πώς λέει τήν ἀλήθεια. Ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλά πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πού, ἄν γραφτοῦν ἕνα πρός ἕνα, οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέ θά χωροῦσε, νομίζω, τά βιβλία πού θά ’πρεπε νά γραφτοῦν. Ἀμήν.

 5-11-2017

Κυριακή ΚΒ΄Επιστολών

Απόστολος προς (Γαλ. ζ΄, 11-18)

Πρωτότυπο κείμενο

« Ίδετε πηλίκοις υμίν γράμμασιν έγραψα τη εμή χειρί. Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μη τω σταυρώ του Χριστού διώκωνται. Ουδέ γαρ οι περιτεμνόμενοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν· αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τη υμετέρα σαρκί καυχήσωνται. Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι΄ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμώ. Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. Και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ΄αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού. Του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· εγώ γαρ στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι μου βαστάζω. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά του πνεύματος υμών, αδελφοί· αμήν».

Νεοελληνική Απόδοση

« Προσέξτε με πόσο μεγάλα γράμματα σας γράφω τώρα με το ίδιο μου το χέρι. Όσοι θέλουν ν΄αποκτήσουν καλή φήμη στους ανθρώπους, αυτοί προσπαθούν να σας υποχρεώσουν να περιτέμνεστε με μόνο στόχο να μην καταδιώκονται από τους Ιουδαίους εξαιτίας του σταυρού του Χριστού. Άλλωστε ούτε κι αυτοί που επιμένουν στην περιτομή τηρούν το νόμο. Απλώς θέλουν να περιτέμνεστε εσείς, για να καυχηθούν που σας κατάφεραν να το κάνετε. Όσο για μένα, δε θέλω άλλη αφορμή για καύχηση εκτός από το σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το σταυρό που πάνω του πέθανε ο κόσμος για μένα κι εγώ για τον κόσμο. Γιατί για όσους ανήκουν στον Ιησού Χριστό δεν έχει καμιά σημασία ούτε το να κάνεις περιτομή, ούτε το να κάνεις, άλλα όλοι είναι νέα δημιουργήματα του Θεού. Κι όσοι ακολουθούν αυτή τη πορεία θα έχουν την ειρήνη και το έλεος του Θεού μαζί τους, αυτοί κι όλος ο λαός του Θεού. Στο εξής ας μη μου δημιουργεί κανένας προβλήματα. Αρκετά έχω πάθει για το Ιησού, όπως δείχνουν τα σημάδια στο σώμα μου. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εύχομαι να είναι μαζί σας, αδερφοί μου. Αμήν».

Σχολιασμός

“εγώ γαρ στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι μου βαστάζω.”

Ήταν μεγάλη και απερίγραπτη η χαρά που αισθανόταν ο Απόστολος Παύλος για την διάδοση του Ευαγγελίου σε όλο τον γνωστό για την εποχή εκείνη κόσμο. Μάλιστα δοξολογούσε τον Θεό γιατί αρκετοί πιστοί όπως οι Φιλιππήσιοι και Θεσσαλονικείς είχαν αφοσιωθεί τόσο πολύ στην μελέτη της χριστιανικής πίστεως αλλά και η ζωή τους ταυτίστηκε με τις αρετές που πηγάζουν από την ορθόδοξη πίστη και λατρεία. Καύχηση από πλευράς του Αποστόλου για αυτά τα επιτεύγματα, όπου κύριο συστατικό της είναι η βαθιά ταπεινοφροσύνη και απλότητα, αρκετή πνευματικότητα που απόβλεπε στην οικοδομή των πιστών και την δόξα του Θεού. Αντίθετα με κάποιους ανθρώπους που διαχρονικά η καύχηση τους για ένα μεγάλο επίτευγμα συνοδεύεται με μεγάλη αλαζονεία και ματαιοδοξία.

Έτσι, έχοντας να νουθετήσει  τους επηρεασμένους από τους ψευδαδελφούς Ιουδαίους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν χάσει την μεγάλη τους πίστη αλλά και την εμπιστοσύνη τους σε αυτόν, ο Απόστολος προβάλλει τις δικές του κακουχίες τις οποίες  υπέστει για τον Ιησού Χριστό και αυτές μαρτυρούν την ακλόνητη του πίστη, αγάπη και αφοσίωση  προς τον Κύριο. Αντιπαραβάλλει τα πλαστά και σκηνοθετημένα επιχειρήματα τον ψευδοδιδασκάλων που δεν μπορούν να τεκμηριωθούν  με κανένα τρόπο  με τις δικές του καθαρότατες αποδείξεις πάνω στο σώμα του που αποδεικνύουν την ομολογία πίστεως, δηλαδή τα βασανιστήρια και μαρτύρια που περνούσε κατά καιρούς για την διάδοση του Χριστιανισμού. Ετσι ήθελε να τονίσει στους Γαλάτες, ότι πρέπει σε αυτόν να δείξουν την εμπιστοσύνη τους και ότι δεν πρέπει με πολύ μεγάλη ευκολία να κλονίζεται η χριστιανική τους πίστη.   

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο ουρανοβάμων Απόστολος  Παύλος  κάνει αναφορά στα παθήματα που είχε υποστεί στην προσπαθειά του να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Μετά από μια  πολυετή αποστολική του δραστηριότητα,  βρίσκεται φυλακισμένος στην Ρώμη με έντονα τα σημάδια στα χέρια του από τις αλυσίδες και γράφει προς τους Κολασσαείς: «χαίρω εν τοίς παθημασί μου υπέρ ημών και ανταναπληρώ τα υστερήματα τών θλίψεών του Χριστού εν τή σαρκί μου υπέρ τού σώματος αυτού, ό εστίν η Εκκλησία»(Κολ. Α΄,  24). Φέρνει ως μέγα παράδειγμα τα ραπίσματα , την άκρα ταπείνωση, τα βασανιστήρια αλλά και την σταυρική θυσία του Κυρίου μας και εκφράζει με βεβαιότητα ότι εάν είχε την ανθρωπίνη υπόσταση μέχρι τις μέρες μας ο Χριστός θα ανεχόταν περισσότερες θλίψεις και θυσίες για την σωτηρία μας.

Είναι ένα ζωντανότατο παράδειγμα για τους Χριστιανούς  μέσα στους αιώνες  ο Απόστολος Παύλος και δίκαια στην προς  Α΄  Κορινθίους  επιστολή του λέγει «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού». Επιβάλλεται λοιπόν να τον μιμηθούμε σε όλα και ειδικά στην μεγάλη υπομονή που είχε δείξει στα όσα κακά είχε υποστεί για την πίστη του στο Χριστό. Είναι για μας ο Χριστός τέλειο υπόδειγμα. Ο Απόστολος Πέτρος αυτή την αλήθεια διαλαλεί γράφοντας: «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών,υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν,ίνα επακολουθήσητε  τοις ίχνεσι αυτού» (Ά Πέτρ.Β΄, 21). Σκεπτόμενος  ο κάθε σωστός χριστιανός το τι ο Χριστός έπαθε  ως δίκαιος υπέρ των αδίκων, ο Άγιος υπέρ των αμαρτωλών, ο Υιός του Θεού για τους υιούς των ανθρώπων, θα αισθανθεί  το χρέος και την υποχρέωση εάν το επιβάλλουν οι συνθήκες και οι καταστάσεις να φθάσει μέχρι και στο μαρτύριο για τον Κύριο μας.  

Υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα  ομολογίας πίστεως  να μας παρουσιάσει μέσα στην πορεία του ο Χριστιανισμός και μάλιστα σε  δυσμενείς καταστάσεις και καθεστώτα τα οποία καθε τι άλλο παρά ευνοούσαν τις αξίες και τις αρετές του Χριστιανισμού μέσα στην ζωή των ανθρώπων. Αρχίζοντας από τους πρώτους διωγμούς, έχουμε εκατομμύρια Μαρτύρων. Επί τουρκοκρατίας πάλι, πόσοι και πόσοι  έχουν βασανιστεί, ή και αποκεφαλιστεί αρνούμενοι τον ισλαμισμό  και την σκληρή και απάνθρωπη φιλοσοφία του. Μετά είχαμε διώξεις από κάποια κομμουνιστικά καθεστώτα, σε ορισμένες ορθόδοξες χώρες. Τα καθεστώτα αυτά κατέλυαν κάθε ιδέα του Χριστιανισμού, αφού η φιλοσοφία τους στηριζόταν στον πλήρη αθεισμό με συνέπεια τα βασανιστήρια και τους θανάτους πολλών Χριστιανών και μάλιστα κληρικών. Και τέλος ερχόμαστε στην σημερινή πραγματικότητα όπου ο Χριστιανισμός  μαστίζεται και δέχεται τα πολαπλά πλήγματα πέραν των 300 αιρέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.

 Συμπερασματικά ο Απόστολος Παύλος το θεωρεί ύψιστη αρετή αλλά και χάρισμα από τον Θεό να διώκεται και να μαρτυρεί ο πιστός για το όνομα του Ιησού Χριστού.  Έτσι συμβαίνει πάντοτε με τους αληθινούς χριστιανούς. Βλέπουν με πίστη και δέχονται με υπομονή και ελπίδα τις θλίψεις. Είναι προς τιμή μας να δείχνουμε υπομονή και να ανεχόμαστε οποιαδήποτε δοκιμασία για την πίστη μας ως Χριστιανοί.  

5-11-2017

Kυριακή Ε΄Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λουκά (Ιστ΄, 19-31)

Πρωτότυπο κείμενο

Άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τόν πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού.  και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη.  είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δε ώδε παρακαλείται, σύ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δε· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτων. ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δέ αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδὲ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

Νεοελληνική Απόδοση

Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Και ο Αβραάμ του απάντησε: «παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Και εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δω σε εσάς, να μην μπορούν, ούτε οι από ‘κει να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του είπε: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών˙ ας υπακούσουν σ’ αυτά». Εκείνος τότε του είπε: «όχι πατέρα μου Αβραάμ˙ αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν». Τότε είπε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».

Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 16ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς αναπτύσσεται η παραβολή του Πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.

«Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου». Ποιος είναι άραγε αυτός ο τόσο τραγικός άνθρωπος, που εκλιπαρεί για λίγες μόνο σταγόνες νερό; Μόνο αυτοί που βασανίζονται τόσο πολύ, εκλιπαρούν για κάτι τόσο λίγο, τόσο μικρό. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος διακρινόταν για τα πολλά του λεφτά, το πολυτελές αρχοντικό, τα πανάκριβα ρούχα, τις πολυδάπανες δεξιώσεις. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί πως «ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Το πρώτο ύφασμα ήταν βαμμένο στην κόκκινη βαφή των κοχυλιών και το δεύτερο ήταν φτιαγμένο με το πανάκριβο λινάρι, που προερχόταν από τη μακρινή Ινδία. Το χρόνο του τον διέθετε στα καθημερινά γλέντια και τις διασκεδάσεις, αφού σκοπός της ζωής του έγινε το ξέφρενο κυνήγι της ηδονής και των υλικών απολαύσεων.

Και όμως! Πολύ κοντά του, κάτω σχεδόν από τα πόδια του, εκτυλισσόταν ένα αληθινό δράμα. Στην αυλόπορτα του σπιτιού του, κείτεται ένας άρρωστος άνθρωπος, πληγωμένος, άστεγος, κουρελιάρης, σχεδόν ανάπηρος μιας και δεν μπορεί να διώξει τα αδέσποτα σκυλιά που γλείφουν τις πληγές του και επιτείνουν ακόμη περισσότερο το μαρτύριό του.

Ενώ λοιπόν ο πλούσιος «ευφραινόταν λαμπρώς», ο Λάζαρος « ήν επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου». Δεν μας λέει ο ευαγγελιστής ότι χόρταινε με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, αλλά ότι θα επιθυμούσε να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Άρα ούτε τα άχρηστα περισσεύματα δεν του τα δίνανε! Τα σκυλιά είχανε ίσως περισσότερο χατίρι παρά αυτός ο πολύπαθος άνθρωπος.

Κάποιος άλλος στη θέση του φτωχού Λαζάρου θα φθονούσε τον πλούσιο. Θα τα έβαζε ίσως και με τον ίδιο το Θεό: γιατί σ’ άλλους να δίνει ευμάρεια, και σ’ άλλους μόνο βάσανα; Τέτοιες όμως σκέψεις είναι εντελώς ξένες προς το Λάζαρο, που υπομένει με πολλή εγκαρτέρηση το σκληρό του μαρτύριο. Σηκώνει αγόγγυστα το βαρύ του σταυρό. Ζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του αυτό, που χρόνια πριν αναφώνησε ο Ιώβ: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας ( Ιώβ 1,21)».

Ο Λάζαρος μέσα απ’ τις δοκιμασίες της φτώχειας, της αρρώστιας, της εγκατάλειψης, πραγματοποίησε το σκοπό της ύπαρξής του: πέτυχε την προσωπική του σωτηρία και λύτρωση. Έτσι λοιπόν, όταν πεθαίνει οδηγείται από πλήθος αγγέλων στην αγκαλιά του Αβραάμ και γίνεται πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών. Αυτός είναι και ο λόγος που μνημονεύεται στο Ιερό Ευαγγέλιο με το όνομά του, ενώ ο πλούσιος, παρά τις τόσες γνωριμίες, το τόσο του κύρος μεταξύ των ανθρώπων, είναι ουσιαστικά τόσο ασήμαντος, ώστε να μην αναφέρεται καν το όνομά του.

Μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η λανθασμένη διαχείριση του πλούτου αποβαίνει ολέθρια για τον άνθρωπο. Ο πλούσιος της παραβολής νόμισε ότι τα αγαθά που είχε ήταν απόλυτα δικά του, γι’ αυτό και τα κρατούσε τόσο εγωιστικά. «Απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου», του απαντά ο πατριάρχης Αβραάμ, δηλώνοντας ευθέως και την αιτία της καταδίκης του. Τα πλούτη του έγιναν τείχη πανύψηλα, που τον εμπόδιζαν να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του και κατά συνέπεια με τον ίδιο τον Πλάστη του.

Η προσκόλληση στον πλούτο είναι σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος αποτέλεσμα της απιστίας (Κλίμακα, Λόγος 16, 2). Όταν ο Αββάς Ησαΐας ρωτήθηκε τι είναι φιλαργυρία, αποκρίθηκε : «Το να μην έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό ότι φροντίζει για σένα, να έχεις χάσει τις ελπίδες για την εκπλήρωση των υποσχέσεών Του και να έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου» ( Γεροντικό, Αββάς Ησαΐας 8). Η φιλαργυρία γίνεται «ρίζα πάντων των κακών» ( Α΄ Τιμ. 6, 10) και απ’ αυτή τρέφονται οι αναρίθμητες παραφυάδες των άλλων παθών, όπως της φιληδονίας, της σκληροκαρδίας και της αλαζονείας.

Μήπως όσα προαναφέρθηκαν σημαίνουν πως όσοι κατέχουν χρήματα πολλά ή περιουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένοι για το «πύρ το εξώτερον»; Όχι βέβαια!  Ο ίδιος ο Αβραάμ, που αναφέρεται στην παραβολή, είχε πλούτο πολύ, αλλά τον διαχειρίστηκε σωστά με την απλοχεριά και τη φιλοξενία του, όχι μόνο σε γνωστούς αλλά και αγνώστους (βλ. Γένεση 18, 1-15). Το ίδιο έπραξαν τόσοι άλλοι, όπως ο Λώτ, ο Ιώβ, η Δορκά κ.α. Δεν θεώρησαν τον εαυτό τους ιδιοκτήτη, αλλά μόνο διαχειριστή ξένης περιουσίας που ο Κύριος τους εμπιστεύτηκε.

Στις μέρες μας παρατηρούμε πως πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, εξαιτίας της κρίσης που έχει επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία και των απολύσεων ή των τραγικών μειώσεων του ημερομισθίου που αυτή συνεπάγεται. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν το δράμα του Λαζάρου. Ας μη μιμηθούμε τον πλούσιο της παραβολής. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός (Β΄ Κορ. 9,7)».