Εκτύπωση

12-11-2017

Κυριακή ΕΩΘΙΝΟΝ A΄
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (κη΄, 16-20)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ, ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, οἱ ἕντεκα μαθητές ἔφυγαν γιά τή Γαλιλαία, στό βουνό ὅπου ὁ Ἰησοῦς τούς εἶχε παραγγείλει νά πᾶνε. Ὅταν τόν εἶδαν, τόν προσκύνησαν· μερικοί ὅμως εἶχαν ἀμφιβολίες. Ὁ Ἰησοῦς τούς πλησίασε καί τούς εἶπε: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ὅλη τήν ἐξουσία στόν οὐρανό καί στή γῆ. Πηγαίνετε λοιπόν καί κάνετε μαθητές μου ὅλα τά ἔθνη, βαφτίζοντάς τους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διδάξτε τους νά τηροῦν ὅλες τίς ἐντολές πού σᾶς ἔδωσα. Κι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας πάντα, ὥς τή συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀμήν.

12-11-2017

Αγίου Ιωάννου Ελεήμονος

Απόστολος προς (Β΄ Κορ. θ’ 6-11)

Πρωτότυπο κείμενο

Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί,  όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σο­δειά· κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρί­στηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξή­σει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλού­σιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν το Θεό.

Σχολιασμός

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από τη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή. Σ’ αυτό ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους πιστούς της τοπικής Εκκλησίας να ανταποκριθούν πρόθυμα και απλόχερα στον έρανο που θα διεξαγόταν υπέρ των πτωχών των Ιεροσολύμων, αναπτύσσει τη μεγάλη αξία της ελεημοσύνης και ταυτόχρονα διαβεβαιώνει πως ο Θεός θα ανταμείψει με πολλές ευλογίες την προσφορά τους.

«Ο σπείρων επ’ ευλογίες επ’ ευλογίες και θερίσει»

«Όποιος σπέρνει αδικία, θερίζει συμφορά. Η τυραννία του πάνω στους άλλους θα τελειώσει. Εκείνος που έχει βλέμμα σπλαχνικό θα ευλογηθεί, γιατί απ’ το δικό του ψωμί δίνει και στον φτωχό» (Παροιμ. 22, 8-9). Ο Απόστολος εμπνέεται από τις πιο πάνω εικόνες του βιβλίου των Παροιμιών και συνδέει την ελεημοσύνη με τη σπορά. Όπως ο γεωργός που σπέρνει με απλοχεριά θα έχει πολλή σοδειά έτσι και ο ελεήμονας άνθρωπος θα έχει απ’ το Θεό πολλές ευλογίες. Άλλωστε ο άνθρωπος που δίνει ελεημοσύνη «θησαυρίζει εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 19, 20).

Μιλώντας ο Χριστός για τη Δευτέρα Παρουσία Του και για όσους θα αξιωθούν της δεξιάς μερίδας, είπε : «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με». Και όταν αυτοί Τον ρώτησαν: «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιείς»; Τότε απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδελφούς μου, τα κάνατε για μένα» (πρβλ. Ματθ. 25, 31-40).

Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Όταν (η φιλανθρωπία) ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους. Ας μην είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά.{…} Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δε σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια, αν όμως χρειασθεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι φτωχότερος από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους και κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις φτωχός…» (Υπόμνημα στη Β΄ προς Κορινθίους, Ομιλία ΙΘ΄).

Μόλις ο σήμερον εορταζόμενος άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας, κάλεσε όλους τους κληρικούς της εκεί Εκκλησίας και τους είπε: «Αδελφοί, δεν μου φαίνεται σωστό να φροντίζουμε για άλλα πράγματα, πριν φροντίσουμε για το Χριστό μας. Πηγαίνετε λοιπόν, ερευνήστε σε όλη την πόλη και φέρτε μου γραμμένα τα ονόματα όλων των κυρίων μου». Εκείνοι βέβαια απορούσαν, αφού δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί εννοούσε, και όταν τον ρώτησαν να τους εξηγήσει ποιοί είναι οι κύριοί του, απάντησε: «Εκείνους τους οποίους εσείς καλείτε φτωχούς, αυτούς εγώ ονομάζω αφέντες μου, αφού αυτοί μπορούν να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν την επουράνια Βασιλεία». (βλ. Βίο αγ. Ιωάννου του Ελεήμονος, Μέγας Συναξαριστής, 12 Νοεμβρίου).

Ιδιαίτερα συγκινητικός και παραδειγματικός είναι και ο βίος του αγίου Πέτρου του τελώνη: Ο άγιος αυτός ήταν πατρίκιος και διοικητής ολόκληρης της Αφρικής. Μια μέρα κάποιος φτωχός τον πίεζε φορτικά για να του δώσει ελεημοσύνη και εκείνος, που ήταν ιδιαίτερα σκληρός και θυμώδης, αγανάκτησε και του πέταξε ένα ψωμί πάνω στο κεφάλι. Σε λίγες μέρες ο πατρίκιος αρρώστησε βαριά και είδε σαν σε όραμα μια ζυγαριά όπου στο δεξί της μέρος δεν βρισκόταν τίποτε άλλο από το προαναφερθέν ψωμί. Όταν συνήλθε από την οπτασία, διένειμε στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά του και μάλιστα πούλησε τον εαυτό του ως δούλο και το αντίτιμο το έδωσε και αυτό στους απόρους (βλ. Βίο αγ. Πέτρου του τελώνη, Μέγας Συναξαριστής, 20 Ιανουαρίου).

 Στις μέρες μας, πολλοί συνάνθρωποί μας μαστίζονται από δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης που επηρέασε αισθητά και την κυπριακή οικονομία. Πολλοί για μήνες χωρίς εργασία και με ανήλικα παιδιά να εξαρτούνται από αυτούς, σηκώνουν καθημερινά το δικό τους σταυρό. Στη διπλανή μας πόρτα ίσως κάποιοι βιώνουν ένα μικρό ή μεγάλο δράμα. Ας μην κλεινόμαστε πεισματικά στο καβούκι της εγωκεντρικότητάς μας. Βλέποντας στο πρόσωπό τους τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ας προσφέρουμε κάτι απ΄ το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, για μια μικρή έστω ανακούφισή τους. Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, να μοιραστούμε μαζί τους  ό,τι ο Θεός μας εμπιστεύθηκε. Και αυτό ας το κάνουμε με χαρά: «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».

12-11-2017

Κυριακή Η΄ Λουκά

Ευαγγέλιο κατά (Λουκά ι΄, 25-37)

Πρωτότυπο κείμενο

Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Απόδοση στη νεοελληνική

Σηκώθηκε τότε ξαφνικά ένας νομικός και θέλοντας να τον δοκιμάσει είπε: Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kι ο Ιησούς του είπε: Στο νόμο τι είναι γραμμένο; Τι διαβάζεις; Εκείνος αποκρίθηκε: Nα αγαπήσεις τον Kύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου, κι επίσης τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Τότε ο Ιησούς του είπε: Ορθά αποκρίθηκες. Αυτό να κάμνεις και θα ζήσεις. Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου; Πήρε τότε αφορμή από αυτό ο Ιησούς και είπε: Kάποιος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ. Έπεσε όμως σε χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού τον ξεγύμνωσαν και τον καταπλήγωσαν, τον άφησαν μισοπεθαμένο κι έφυγαν. Kατά σύμπτωση, από το δρόμο εκείνο κατέβαινε ένας ιερέας, και παρόλο που τον είδε, τον προσπέρασε. Το ίδιο έκανε κι ένας Λευίτης, που παρουσιάστηκε στον τόπο εκείνο. Αφού ήρθε και είδε, συνέχισε το δρόμο του χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Όμως ένας Σαμαρείτης ταξιδιώτης έφτασε κι αυτός στον τόπο που ήταν ο πληγωμένος, και μόλις τον είδε τον σπλαχνίστηκε. Πήγε τότε κοντά του και επέδεσε τα τραύματά του χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί. Κατόπιν τον ανέβασε στο δικό του ζώο, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και τον περιποιήθηκε. Kαι την επόμενη μέρα βγήκε, κι αφού έβγαλε δυο δηνάρια, τα έδωσε στον πανδοχέα και του είπε: Φρόντισέ τον κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, θα σου τα πληρώσω εγώ στην επιστροφή μου. Ποιος, λοιπόν, από τους τρεις αυτούς, νομίζεις πως έγινε ο πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; Kι εκείνος είπε: Αυτός που τον περιποιήθηκε με ευσπλαχνία. Τότε ο Ιησούς του είπε: Πήγαινε και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.

Η αγάπη προς τον πλησίον

Η ευαγγελική περικοπή που σήμερα ακούσαμε είναι η γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Αφού ο Κύριος μας ερωτήθηκε από ένα νομικό, δάσκαλο δηλαδή του Μωσαϊκού Νόμου, απαντά στο ερώτημα «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;

Ο ιερός Ευαγγελιστής σημειώνει για το νομικό και το εξής: «εκπειράζων αυτόν», ήθελε δηλαδή να παγιδεύσει τον Ιησού, να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν τον πίστευε ως Θεό και τη διδασκαλία του τη θεωρούσε αντίθετη με όσα έλεγε ο Νόμος του Μωϋσέως. Προσήλθε λοιπόν στο Χριστό χωρίς αγαθή πρόθεση, θέλοντας απλά μέσα από τη συζήτηση να φανεί η αντίθεση του Χριστού με το Νόμο πράγμα που θα σήμαινε, πως ούτε Θεός ήταν, ούτε προερχόταν «εκ Θεού».

Ο Χριστός όμως που «γινώσκει τα κρύφια των καρδιών ημών», παρόλο που γνωρίζει ότι ο νομικός δεν αγνοεί την απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε, εντούτοις απαντά στο νομικό. Αυτός που ήλθε «σώσαι το απολωλός» δεν τον αποπαίρνει για το ύπουλο ερώτημά του, αλλά απαντά με νέο ερώτημα «εν τω νόμω τι γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;»

Στο ερώτημα λοιπόν του Χριστού «τι γράφει ο Νόμος, τι διαβάζεις σ’ αυτόν» ο νομικός απαντά:«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Μέχρι εδώ πολύ ωραία τα είπε ο νομικός. Είναι αλήθεια πως δεν υστερούσε στην εξωτερική γνώση του Νόμου. Γνώριζε το γράμμα και αγνοούσε το πνεύμα. Γι’ αυτό ο Χριστός προχωρεί στην ουσία, στο «ποίει», στην έμπρακτη δηλαδή εφαρμογή όλων αυτών που γνωρίζει διανοητικά ο άνθρωπος.

Έτσι με όσα εξέφρασε ο νομικός για το Νόμο και με αυτό που υπέδειξε ο Χριστός «τούτο ποίει και ζήση» αποδείχθηκε ότι ο Χριστός δεν διδάσκει αντίθετα από τον Νόμο, «ουκ ήλθε καταλήσαι αλλά πληρώσαι», αλλά ήλθε για να δώσει πληρότητα με την αγάπη στο Θεό και τον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένας κανόνας που τον αποστηθίζουμε, όπως έκανε ο νομικός, αλλά υπέρβαση της αυτοαγάπης, του εγωϊσμού και της φιλαυτίας μας για να μπορέσει να ζήσει και ο «άλλος».

Ο «πλησίον»

Ο νομικός ακούοντας και τον έπαινο από το Χριστό, «ορθώς απεκρίθης», φαίνεται πως υπερυψώθηκε η αλαζονεία του. Θέλοντας να δικαιολογηθεί γι’ αυτό που ρώτησε, αφού ήξερε την απάντηση, ρώτησε τον Χριστό: και ποιος είναι «πλησίον» μου; Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους κατά την εποχήν αυτήν. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο νόμος εξαιρεί όλους τους εθνικούς όταν λέγει πλησίον. Θεωρούσε λοιπόν ο νομικός εκείνος αποκλειστικά τον εαυτό του δίκαιο, ενάρετο, βαθύ γνώστη του νόμου και γι’ αυτό κανένας δεν βρισκόταν που να του μοιάζει ώστε να είναι «πλησίον» του.

Ο Χριστός όμως αναιρεί τις προϋποθέσεις του νομικού. Διδάσκει πως το κοινό που έχει μ’  εμάς κάποιος, για να είναι «πλησίον» μας, δεν είναι ούτε το αξίωμα ούτε η αρετή, ούτε ο τόπος καταγωγής, ούτε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο η κοινή ανθρώπινη φύση. Όσοι μετέχουν σ’ αυτή είναι πλησίον μας. Σ’ αυτούς οφείλουμε κι εμείς να είμαστε «πλησίον» τους με την αγάπη, τη φροντίδα, την καλή μας διάθεση, και ιδιαιτέρως όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση και έχουν ανάγκη βοηθείας.Στη παραβολή ο Χριστός με τρόπο σαφή και παραστατικό διεκτραγωδεί τη συμφορά ενός Ιουδαίου, που κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε στα χέρια ληστών, οι οποίοι με σκληρότητα και απανθρωπιά τον γύμνωσαν, του πήραν ότι είχε και στη συνέχεια τον κτύπησαν χωρίς οίκτο. Αφού χωρίς έλεος τον γέμισαν πληγές σ’ όλο του το σώμα τον άφησαν αναίσθητο, «ημιθανή» όπως αναφέρει ο Χριστός.

Ο ιερέας και ο λευΐτης

Συνέπεσε – λέγει ο Κύριος – να περάσει απ’ εκεί πρώτα ένας ιερέας και στην συνέχεια ένας λευΐτης, Ιουδαίοι  και οι δύο, εκπρόσωποι του νόμου και των προφητών, θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι.
Και ενώ και οι δύο γνώριζαν και δίδασκαν με βάση το γράμμα του νόμου για τη διπλή αγάπη στον Θεό και τον «πλησίον», εντούτοις «ιδών αυτόν αντιπαρήλθαν». Η παραβολή δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για τη στάση των δύο θέλοντας να τονίσει την στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη. Ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σήμαινε αιρετικός, ακάθαρτος και απόβλητος.

Ο Σαμαρείτης

Μετά τον ιερέα και τον λευΐτη λοιπόν ήλθε στον τόπο εκείνο κάποιος άλλος, ξένος ως προς την εθνικότητα, Σαμαρείτης. Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου και τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματά του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε με κάθε επιμέλεια. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε την εντολή να συνεχίσουν την φροντίδα και υποσχέθηκε, πως όταν σε κάποιο καιρό επιστρέψει θα πλήρωνε ότι επιπλέον κόστιζε η θεραπεία του. Με όλη αυτή τη φροντίδα του Σαμαρείτη, ο πληγωμένος σώθηκε από βέβαιο θάνατο.

Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα

Η αγάπη και τα φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις και συγκεκριμένες ενέργειες. 
Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια, ο πεινασμένος ψωμί, ο γυμνός ένδυμα, ο φυλακισμένος την επίσκεψη, ο άρρωστος τη συμπαράσταση, ο κατάκοιτος την περιποίηση. 

Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θέλοντας να τονίσει το χρέος της έμπρακτης αγάπης λέγει: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει, «Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε», και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος;»(Ιακ 2, 15-16). Τα λόγια όσο καλά κι αν είναι δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο Ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν   λόγω, μηδέ  γλώσση,  αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α΄ Ιω. 3,18).

Με την παραβολή αυτή ο Χριστός δίδαξε όχι μόνο τον νομικό αλλά και τον κάθε άνθρωπο, πως κληρονομείται η αιώνια ζωή και πως με τη ζωή ως αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο, ζούμε από τώρα την αιώνια ζωή. Η αγάπη είναι τροφός και μητέρα της αιώνιας ζωής. Αν ζήσουμε την παρούσα ζωή ως αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο, θα ενωθούμε με τον Θεό και αυτή η ένωση θα είναι «Θεία και ανεννόητος (άπειρος) ηδονή», ενώ για όσους αρνηθούν την αγάπη θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (άγιος Μάξιμος). Αυτή δε η ζωή ως αγάπη είναι καρπός της νεκρώσεως των παθών μας.

Στο τέλος της Παραβολής ο Χριστός ερωτά τον νομικό: ποιος από τους τρεις έγινε «πλησίον» του «εμπεσόντος εις τους ληστάς;». Την ερώτηση δηλαδή του νομικού: «ποιός είναι», ο Χριστός τη μεταποίησε στο «ποιός έγινε». Και όταν ο νομικός απάντησε: Αυτός που του έδειξε αγάπη, ο Χριστός του απάντησε: πήγαινε και  κάνε  και συ το ίδιο, δηλαδή γίνε πλησίον όλων με το να αγαπάς και να ελεείς, όπως ο Σαμαρείτης. Αυτό που θα ζεις κατ’ αυτό τον τρόπο, την αγάπη δηλαδή που θυσιάζεται, είναι η αιώνια ζωή.

Αλληγορική ερμηνεία

Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και τέλος ίδρυσε την εκκλησία του, το μεγάλο τούτο πανδοχείο, από αγάπη και μόνο για εμάς. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που ήμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε, έσκυψε πάνω μας, έπλυνε τις πληγές και έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία του.