(Γ´ ΛΟΥΚΑ) - (Λουκ. ζ´ 11-16)
Ἀδελφοί μου, σπάνια συναντᾶ κανείς τέτοιο συμπυκνωμένο πόνο σάν αὐτόν πού βάστασε ἡ χήρα γυναίκα τῆς Ναΐν, τήν ὁποία εἴδαμε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα νά κηδεύει τό μοναδικό παιδί της, τό μονάκριβο. Ἡ τρομερή εἴδηση συντάραξε τή μικρή πόλη καί ὅλοι πικραμένοι ἀφάνταστα ἀκολουθοῦσαν τήν ἐκφορά τοῦ παιδιοῦ. Ἀλλά κι ἄλλοι τόσοι νά ἔφταναν, κι ὅλη ἡ οἰκουμένη νά ἔτρεχε ἐκεῖ, ποιός θά μποροῦσε νά παρηγορήσει τή δύστυχη μάνα;
Ἕνας μόνο θά μποροῦσε νά τό κάνει. Ὁ Κύριος! Καί τό ἔκανε. Τήν συμπόνεσε, μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής, καί τῆς ἀπηύθυνε αὐτόν τόν λόγο: “Μή κλαῖε”.
Μή κλαῖε! Παρήγορος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας. Λόγος ἀγάπης, συμπαθείας, ἐνισχύσεως. Λόγος στηριγμοῦ τῆς ἀφάνταστα πονεμένης ψυχῆς.
“Μή κλαῖε”! Εἶναι ἀλήθεια, τό ποτάμι τῶν δακρύων τῶν ἀνθρώπων ὁλοένα καί πιό πολύ φουσκώνει καί δέν πρόκειται νά στερέψει ποτέ, ὅσο θά διαρκεῖ ἡ παροῦσα τάξη τῶν πραγμάτων. Κοιλάδα κλαυθμῶνος εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος μας. Δάκρυα, πόνος, θλίψη παντοῦ. Μιά ἀφόρητη δυστυχία πιέζει τά στήθη τῆς οἰκουμένης. Ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς βρῆκε τή χαρά, ξαφνικά συναντάει τήν ἀβάστακτη θλίψη. Μιά καταστροφή, μιά ἀρρώστια, ὁ θάνατος, καί ὁ πύργος τῆς εὐτυχίας μονομιᾶς καταρέει. Καί τότε;
Τότε ἀπελπισία. Τότε ἡ ψυχή πνίγεται. Δέν βλέπει φῶς πουθενά. Δέν τήν ἱκανοποιεῖ τίποτε ἀπολύτως. Δέν βρίσκει νόημα κανένα πιά στή ζωή. Καί μάλιστα ἄν εἶναι μάνα, πού χάνει τό παιδί της. Τί τρομερός πόνος τήν πνίγει!
Ἀδελφή ψυχή, ἴσως σέ ἄγγιξε καί σένα κάποτε αὐτό τό χέρι τοῦ μεγάλου πόνου. Ἀφαίρεσε ἴσως ἀπό τό πρόσωπό σου τή χαρά, ἀπό τά μάτια σου τή γαλήνη. Πόνεσες πολύ. Ἴσως πονᾶς ἀκόμα. Συνεχίζεις νά κλαῖς!
Λοιπόν, τό ξέρουμε, πώς λόγια δύσκολο πολύ νά σέ παρηγορήσουν. Ὅμως, τί ἄλλο νά σοῦ ποῦμε, αὐτόν τό λόγο τοῦ Χριστοῦ μονάχα: Μήν κλαῖς! Ψάξε βαθιά νά βρεῖς τό μήνυμα τοῦ πόνου σου, τό νόημά του. Πάψε τά δάκρυα καί ρώτησε τόν ἑαυτό σου εἰλικρινά: Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεός αὐτήν τή θλίψη στή ζωή μου; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού θέλει νά μοῦ πεῖ; Μήπως μέσα στήν πρώτη εὐτυχία μου Τόν εἶχα ὁλότελα ξεχάσει; Μήπως ζοῦσα χωρίς νά ζῶ, ἀφοῦ ζωή μακριά ἀπό τό Θεό εἶναι μονάχα θάνατος;
Μήν κλαῖς, πονεμένη ἀδελφή ψυχή. Ἄλλωστε ὁ Κύριος ἔχει ἀκόμη κάτι νά σοῦ πεῖ ἤ μᾶλλον ἔχει ἕναν θησαυρό ἀσύλληπτο νά σοῦ χαρίσει.
Συγκλονιστική ἡ στιγμή! Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν πονεμένη μάνα ἀκούγονται παράξενα. Νά μήν κλάψει! Μά αὐτή εἶναι δυό φορές νεκρή.
Μήν κλαῖς! Καί τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἅπλωσε τό χέρι Του καί ἄγγιξε τό φέρετρο τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ τώρα πανίσχυρος, προστακτικός: “Nεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι”, νεαρέ, σέ σένα μιλάω, σήκω ἐπάνω! Καί ἀμέσως ἀνασηκώθηκε ὁ νεκρός νέος καί ἄρχισε νά μιλάει. Τόν παρέδωσε τότε ὁ Κύριος στή μητέρα του, ἐνῶ φόβος μεγάλος γέμισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Φόβος μπροστά στήν παντοδύναμη ἐξουσία τοῦ Κυρίου. Γι᾽αὐτό καί δόξαζαν τό Θεό λέγοντας ὅτι μεγάλος προφήτης φάνηκε ἀνάμεσά μας καί ὅτι ὁ Θεός ἦρθε κοντά στό λαό Του, “ἐπεσκέψατο τόν λαόν αὐτοῦ”.
Καί ἀσφαλῶς εἶχε ἔρθει ὁ Θεός κοντά στόν λαό Του. Ὄχι βέβαια μέ τόν τρόπου πού νόμισαν οἱ κάτοικοι τῆς Ναΐν, ὅτι ὁ Θεός τούς ἔστειλε ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, ἕναν μεγάλο προφήτη γιά νά τούς καθοδηγήσει καί νά τούς προστατεύσ. Δέν μποροῦσαν ποτέ νά φανταστοῦν αὐτό πού πράγματι εἶχε συμβεῖ. Ὅτι δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός αὐτοπροσώπως βρισκόταν μπροστά τους ἐκείνη τή στιγμή. Δέν χωροῦσε στό νοῦ τους ποτέ, δέν τούς περνοῦσε κἄν αὐτή ἡ σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶχε γίνει ἄνθρωπος καί περπατοῦσε ἐκεῖ ἀνάμεσά τους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς πού ἔβλεπαν μέ τά μάτια τους ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τόν Ὁποῖο λάτρευαν στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων ἀναπέμποντάς Του ὕμνους καί προσευχές συνεχεῖς.
Κι ὅμως αὐτό εἶχε συμβεῖ. Δέν γνωρίζουμε τί ἔκανε κατόπιν ἐκείνη ἡ μάνα καί τό παιδί της. Ἄν δηλαδή γνωρίστηκαν στενότερα μέ τόν Κύριο. Ξέρουμε μόνο πώς ἐκείνη τή στιγμή τοῦ μεγάλου πόνου ὁ Θεός τούς εἶχε ἐπισκεφθεῖ, τούς ἄγγιξε ἁπαλά, καί μέ στοργή καί ἀγάπη ἄπειρη σκούπισε τά δάκρυα τῆς μάνας, καί χάρισε χαρά μεγάλη στήν πονεμένη της ψυχή.
Ἀλλά, ἀδελφοί, ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος και οὔτε ποτέ του ἔκανε, οὔτε καί κάνει διακρίσεις× κι οὔτε σέ μιᾶς μονάχα μάνας τόν πόνο ὑπῆρξε συμπαθής Καί σήμερα καί τώρα εἶναι συμπαθής στόν πόνο τῶν πονεμένων, στίς τραγωδίες τῶν δυστυχούντων, στίς πίκρες τῶν ἀδικημένων τῆς ζωῆς. Ἐπισκέπτεται καί σήμερα, “τόν λαόν αὐτοῦ”. Ἐπισκέπτεται ἰδιαιτέρως τούς δοκιμαζόμενους πιστούς. Θά πεῖτε ἴσως, γιατί δέν ἀνασταίνει καί τούς δικούς μας τούς νεκρούς; Ἀλλά καί τότε δέν ἀνέστησε ὅλους τούς νεκρούς. Τρεῖς μόνον νεκραναστάσεις ἀναφέρονται στά Εὐαγγέλια× ἁπλῶς γιά νά δείξει στούς ἀνθρώπους τή δύναμή Του, τή θεϊκή Του ἐξουσία. Ἔδωσε κάτι λίγο καί μικρό, γιά νά μᾶς βεβαιώσει πώς μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει καί τό μεγάλο.
Λοιπόν, καί τούς νεκρούς θά ἀναστήσει καί μάλιστα ὅλους, ὄχι μονάχα δύο ἤ τρεῖς. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό πιό μεγάλο πού χαρίζει. Τό πιό μεγάλο, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι χαρίζει σέ μᾶς τή δόξα Του τή θεϊκή, τόν πλοῦτο τῶν ἀπείρων δωρεῶν Του, αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του. Μᾶς ἐπισκέπτεται κι ἐμᾶς. Κι ὄχι μονάχα μιά ἐπίσκεψη στιγμῆς. Ἀλλά ἑνώνεται αἰώνια μαζί μας. Γι᾽ αὐτό καί ἐπιτρέπει τόν πόνο στή ζωή μας. Γιά νά ἀνοίξει ἡ καρδιά μας, γιά νά διασταλεῖ ἡ ὕπαρξή μας ὅλη, ὥστε νά χωρέσει μέσα μας Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο οὔτε ἡ γῆ μας τόν χωρεῖ οὔτε τό Σύμπαν μπορεῖ ποτέ νά περικλείσει.
Αὐτή Του τήν ἀσύλληπτη δωρεά, ἀδελφοί μου, μήπως δέν τήν ἔχουμε ὅσο πρέπει ἐκτιμήσει;
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Δράμας