Aγαπητές φίλες, φίλοι, σας καλωσορίζουμε στην  ιστοσελίδα μας η οποία περιέχει διάφορα εκκλησιαστικά θέματα. Σας ευχόμαστε καλή περιήγηση. 

i

 Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος για το αρχέγονο ...

Η Α.Θ.Π. Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Α΄

 Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιος: «Να γιατί δε δόθηκε η άδεια σε  Βούλγαρο Ιεράρχη να λειτουργήσει» – Εξάψαλμος

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ κ.κ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ

io

  

Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας θα ξεκινούν στις 05.00 μ.μ.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023 - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Την Κυριακή 5 Μαρτίου 2023, Α΄ Κυριακή Νηστειών – Ορθοδοξίας, στον κατάμεστο από πιστούς ιερό ναό Παναγίας Ιμβριώτισσας Σαλαμίνος, τελέστηκε με τη δέουσα κατάνυξη και τον προσήκοντα σεβασμό ο Όρθρος, Θ. Λειτουργία και στη συνέχεια η περιφορά των ιερών εικόνων πέριξ του ναού. Ιερουργός των ακολουθιών ήταν ο λίαν αγαπητός εφημέριος του ναού Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος Αποστολίδης.      

Παρασκευή 10-03-2023 Β΄Χαιρετισμοί

Με κατάνυξη τελέστηκε η ακολουθία των β' Χαιρετισμών προς την Παναγία τη μητέρα όλων μας στον ιερό ναό της Παναγίας Ιμβριώτισσας Σαλαμίνας. Την ακολουθία τέλεσε ο λίαν αγαπητός εφημέριος του ναού μας ο πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης π. ΙΕΡΏΝΥΜΟΣ Αποστολίδης.

Εγκαινισμός Αγίας Τραπέζης Αγίας Άννης στις 9 Δεκεμβρίου 2019

Ευλογία και κανονική αδεία της Α. Θ. Παναγιώτητας του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, τελέσθηκε ο εγκαινιασμός της Αγίας Τραπέζης της Αγίας Άννας - Παναγίας Ιμβριωτίσσης Σαλαμίνος, την 9 Δεκεμβρίου 2019 υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ κ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ Διευθυντού του Πατριαρχικού Γραφείου των Αθηνών και του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου ΟΛΒΙΑΣ κ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ
Τους Επισκόπους πλαισίωσαν ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Αγίας Παρασκευής Μαζίου και Ιεροκύρηκας του Μητροπολιτικού Ναού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ο πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης π. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, εφημέριος του προσκυνήματος της Αγίας Βαρβάρας του Δήμου Αγίας Βαρβάρας (Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών - Αποστολική Διακονία Ελλάδος), ο εφημέριος του ι.ναού μας και ο Ιεροδιάκονος π. ΕΥΦΗΜΙΑΝΟΣ. 

Για τον Άγιο Πορφύριο και τον π. Δαμασκηνό Κατρακούλη

Από την Ηγουμένη Γερόντισσα Μακρίνα Ι. Μ. Αγίου Ιωάννη Μακρινού

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

ΟΙΚΟΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Πατριαρχικός Όρθρος, Θεία Λειτουργία

Κυριακή 12-03-2023 και ώρα 09:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

ΟΙΚΟΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Κυριακή 06-11-2022 και ώρα 09:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

ΟΙΚΟΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Πατριαρχικός Όρθρος, Θεία Λειτουργία & Χειροτονία

Επισκόπου ΞΑΝΘΟΥΠΟΛΕΩΣ κ. ΠΑΪΣΙΟΥ 

Κυριακή 03-07-2022 και ώρα 09:00 π.μ.

 

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Αναλήψεως Νέου Κόσμου

Κυριακή 12-03-2023 και ώρα 07:00 μ.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

ραδιοφωνικού σταθμού μητροπόλεως Λεμεσού

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Μητροπολιτικό Ι. Ν. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ Κύπρου

Κυριακή 12-03-2023 και ώρα 06:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου Κύπρου

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 06:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Αποστόλου Ανδρέα Κύπρου

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 06:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Παναγίας Αγίας Νάπας

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 06:00 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου

Δήμου Αγίου Δημητρίου Αττικής

Ιεράς  Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 06:30 π.μ.

 

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

από τον Ι. Ν. Αγίου Παντελεήμονος Γλυφάδος

Ιεράς  Μητροπόλεως Γλυφάδος

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 07:00 π.μ

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Όρθρος & Θεία Λειτουργία

Ιεράς Μητροπόλεως ΠΑΤΡΩΝ

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 07:30 π.μ.

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 Όρθρος & Θεία Λειτουργία

Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας

Τετάρτη 15-03-2023 και ώρα 07:00 π.μ.

Αὐτοί, ἐνῷ ὑπῆρχε διωγμός, ἀπὸ πόθο γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια τους, ἀπὸ μόνοι τους προσῆλθαν στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως τῶν Καισαρέων ποὺ τότε βασάνιζε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἀφοῦ στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς. Ὁ ἡγεμόνας τοὺς παρακάλεσε καὶ τοὺς ἀπείλησε πολλὲς φορές, γιὰ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ δώσει δῶρα καὶ ἀξιώματα σὲ αὐτούς, ἂν ὑπακούσουν ἢ θὰ τοὺς τιμωρήσει ἂν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ἔλθουν πρὸς τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πατρώα εὐσέβεια, τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὸν Κύριο, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 305 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τοῦ Κτίσαντος, πεπυρσευμένος τὸν νοῦν, χορείαν συνήθροισας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, Ἀγάπιε ἔνδοξε· ὅθεν σὺν τούτοις Μάρτυς, ἀριστεύσας νομίμως, ξίφει τὸν σὸν αὐχένα, σὺν αὐτοῖς ἀπετμήθης· μεθ’ ὧν ἀεὶ ἐκδυσώπει, δοῦναι ἡμῖν ἄφεσιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς ἀγαπήσας Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῶν ἐπιγείων ἁπάντων ἠλόγησε, Μαρτύρων χορὸς ὁ ὀκτάριθμος, καὶ κεφαλὰς ἐκτεμνόμενοι ἔκραζον· προσδέχου Οἰκτίρμον τοὺς δούλους σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ τετρωμένοι τῷ θεϊκῷ, ἥλασθε προθύμως, πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικοὺς, καὶ ἀνδρειοφρόνως, αἰσχύναντες τὸν ὄφιν, τρυγᾶτε Ἀθλοφόροι, καρπὸν ἀθάνατον.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος Ἐπίσκοπος Βρετανίας

Στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς Εὐρώπης, τὴ Βρετανία, ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα π.Χ. κατοικοῦσαν Κέλτες. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐδῶ ἔρχεται γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀριστόβουλο, ἀδελφὸ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας ἔχει μία μακρὰ ἱστορία καὶ παράδοση. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν ἑορτολογικὴ τάξη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Αἰγυπτιακοῦ καὶ Παλαιστινιακοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, πρὸς τοὺς οἰκείους τοῦ ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμό. Ἦταν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Κατεστάθη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Βρετανίας, «τῆς νῦν Ἐγκλιτέρας, Σκωτίας καὶ Ἰβερνίας» καὶ ὑπέστη πολλὰ παθήματα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος ἵδρυσε τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία, χειροτόνησε ἱερεῖς καὶ διακόνους, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 31 Ὀκτωβρίου μετὰ τῶν Ἀποστόλων Στάχυος, Ἀπελλῆ, Ἀμπλίου, Οὐρβανοῦ καὶ Ναρκίσσου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελωδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν, Ἀμπλίαν, Ἀπελλῆν, σὺν Ναρκίσσῳ, Οὐρβανὸν καὶ Ἀριοτόβουλον ἅμα ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Αἰγύπτῳ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Νίκανδρος ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀναλάβει τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς περισυλλογῆς τῶν ἄταφων ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποία ἐνταφίαζε κρυφὰ μὲ πολὺ σεβασμό.
Ὅταν, λοιπόν, ἔβλεπε τὰ ἱερὰ λείψανα νὰ εἶναι ριγμένα κατὰ τέτοιο τρόπο καὶ νὰ εἶναι ἀτημέλητα, ἀφοῦ τὴν ἡμέρα δὲν τολμοῦσε νὰ τὰ προσεγγίζει, γιὰ νὰ μὴν συλληφθεῖ, τὰ περισυνέλεγε αὐτὰ τὴ νύχτα ἕνα πρὸς ἕνα. Ὅταν ἕνας εἰδωλολάτρης τὸν εἶδε νυχτερινὴ ὥρα νὰ ἐπιμελεῖται αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τὸν διέβαλε στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ μὴν Τὸν ἀρνηθεῖ, ἐγκωμίαζε περισσότερο τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἄρχοντα, δέχθηκε τὸν θάνατο μὲ ξίφος. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ τελειώθηκε ὁ βίος του, ἔλαβε αἰώνιο στέφανο. Ἦταν τὸ ἔτος 305 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Μανουὴλ ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σφακίων

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μανουήλ, γεννήθηκε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς. Σὲ μικρὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μὲ τὴν βία ἐξισλαμίσθηκε. Λίγο ἀργότερα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν κυρίων του καὶ κατέφυγε στὴν Μύκονο, ὅπου ἐξομολογήθηκε, ἔκανε τὸν κανόνα του καὶ ζοῦσε Χριστιανικά. Ἐκεῖ νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε ἕξι παιδιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ σύζυγός του ἦταν ἄπιστη, ὁ Μανουὴλ πῆρε τὰ παιδιά του καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ ἀδελφὸς ὅμως τῆς πρώην συζύγου του, κατήγγειλε τὸν Ἅγιο στὸν Τοῦρκο πλοίαρχο. Ὁ Μανουὴλ συνελήφθη καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Τότε ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Κουτζοὺκ τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μανουήλ, τὸ ἔτος 1792, στὴ Χίο, κοντὰ στὴν Παλαιὰ Βρύση.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Παρθένιος ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Παρθένιος ἦταν διάκονος στὸ Διδυμότειχο καὶ μαρτύρησε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μνήμη Σωτηρίας τῆς νήσου Λευκάδος

Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε τὸ νησὶ τῆς Λευκάδας ἀπὸ τὸν σεισμὸ τοῦ ἔτους 1938. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὸ Ἀφίλε, βορειοανατολικὰ τῆς Ρώμης καὶ κατόπιν σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο τοῦ Σουμπιάκο. Ἐκεῖ ἔζησε τρία χρόνια αὐστηρᾶς ἀσκήσεως καὶ μελέτης. Στὴν συνέχεια κλήθηκε ἡγούμενος τῆς γειτονικῆς μονῆς τοῦ Βικοβάρο, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ γρήγορα ἀντέδρασαν λόγω τῆς αὐστηρᾶς ἀσκήσεως, στὴν ὁποία ὑπέβαλε αὐτοὺς ὁ νέος ἡγούμενος καὶ ζήτησαν νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ γλύτωσε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριό του στὸ Σουμπιάκο, ὅπου ἵδρυσε ἐπάνω στοὺς βράχους δώδεκα κοινόβια, τὸ καθένα μὲ δώδεκα μοναχούς, ἐκ τῶν ὁποίων προΐστατο ἕνας ὡς ἡγούμενος. Οἱ μαθητὲς γύρω του ἄρχισαν νὰ πληθαίνουν καὶ μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονταν καὶ νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν.

Ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγο, λόγῳ ραδιουργιῶν ἑνὸς κληρικοῦ μὲ τὸ ὄνομα Φλωρέντιος, ἀναγκάσθηκε κατὰ τὸ ἔτος 529 μ.Χ., νὰ ἐγκαταλείψει τὸ προσφιλὲς ἐρημητήριό του καὶ νὰ ἔλθει στὸ ὄρος Κασσίνο τῆς Καμπανίας, κοντὰ στὴν Καπούη. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἵδρυσε δυὸ ναΐσκους, ποὺ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔγραψε καὶ τὸν περίφημο Κανόνα του.

Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας. Δίδασκε πάντοτε στοὺς μαθητές του μὲ τὴ ζύμη τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή. Τοὺς ἔλεγε νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό, ἐὰν βλέπουν καλὸ νὰ μὴν τὸ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ στὸν Κύριο, νὰ φοβοῦνται τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ ἐπιθυμοῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐπίσης διαλαλοῦσε ὅτι ὁ ἐπὶ γῆς βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κλίμακα ποὺ ἀνυψώνεται στὸν οὐρανό, ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι ταπεινή. Ἀνεβαίνουμε τὴν πρώτη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐὰν ἐνθυμούμαστε ἀδιαλείπτως τὸν Θεό. Ἡ δεύτερη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι νὰ μὴν ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες μας, ἀλλὰ νὰ πράττουμε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ πλήρης ὑπακοή. Ἡ τέταρτη εἶναι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσκαρτερία. Ἡ πέμπτη ἐκφράζεται διὰ τῆς ταπεινῆς ἐξαγορεύσεως τῶν λογισμῶν. Ἡ ἕκτη εἶναι ἡ αὐτομεμψία καί, τέλος, ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας.

Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 543 – 547 μ.Χ. Κατὰ τὸν βιογράφο του, ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸν θάνατό του παρήγγειλε νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν τὸν τάφο, τὴν δὲ τελευταία ἡμέρα νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ ναό, ὅπου, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ, ἐνταφιάσθηκε στὸ ναΐσκο τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ὑψωνόταν τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Κοντὰ στὸν Ὅσιο ἐνταφιάσθηκε καὶ ἡ ἀδελφή του Σχολαστική.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου γράφτηκε στὴ λατινικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο καὶ μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ζαχαρία (741 – 752 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὴν Καλαβρία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἀγῶσι, θεοφόρε Βενέδικτε· υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλώς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοῖς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἀνατολῆς τῆς νοητῆς φωστὴρ γενόμενος

Τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναστῶν ὤφθης διδάσκαλος

Διὰ βίου τε καὶ λόγου τούτους παιδεύων.

Ἀλλ’ ἱδρῶσι τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου

Τῶν παθῶν ἡμῶν τὸν ῥύπον ἀποκάθαρον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Βενέδικτε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναζόντων ὁ χαρακτήρ· χαίροις θεοδρόμου, ζωῆς ὁ ὑποφήτης, Βενέδικτε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.

Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Φλωρέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπειδὴ μυκτήριζε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς καὶ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ὁ ἡγεμόνας τῆς χώρας στὴν ὁποία βρισκόταν τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδειρε «σφοδρῶς» καὶ στὴν συνέχεια τὸν κρέμασε σὲ ξύλο καὶ τοῦ ἔξυσε τὶς σάρκες. Τέλος, ἄναψε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξε μέσα σὲ αὐτήν. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ τελειώθηκε εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Εὐτύχιος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Ἀράβων στὴ Μεσοποταμία, τὸ ἔτος 741 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Λαμψάκου 

Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας (9ος αἰώνας μ.Χ.) καὶ ἦταν, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Λαμψάκου, ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), ἐξορίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἦταν φίλος καὶ συναγωνιστὴς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ διέλαμψε στὴν ἀρχιερωσύνη ὡς ἐλεήμων καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ἕνα βρέφος, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε ἡ μητέρα του καὶ ἔκλαιγε, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἀνέστησε. Καὶ μὲ ἕνα λόγο του μόνο ἔδιωχνε τὰ ζῶα καὶ τὰ θηρία, ποὺ ἔβλαπταν τοὺς ἀγρούς.
Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὡς Ὁμολογητὴς στὴν ἐξορία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ 

Τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τέσσερις Μάρτυρες μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζουν πολλὰ κοινὰ σημεῖα καὶ γι’ αὐτὸ προσδιορίζονται ἀπὸ τὸν διαφορετικὸ τόπο Μαρτυρίου. Αὐτοὶ εἶναι :

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Πύδνῃ († 14 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ († 7 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Δριζιπάρῳ τῆς Θρᾶκης († 25 Φεβρουαρίου) καὶ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας († 14 Μαΐου).

Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυση τῶν σχετικῶν Μαρτυριῶν πείθει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τέσσερα διαφορετικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ δυὸ ὁμώνυμους Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχή, δηλαδὴ κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ., σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους. Δηλαδὴ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν ὁμώνυμό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο Πύδνης. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Δριζιπάρῳ, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὁμώνυμό του Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας, ποὺ εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ρωμαῖος.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ). Συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἐκλήθη νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ἀρνήθηκε καὶ ἐπέδειξε μάλιστα τὴν ἀπέχθειά του κατὰ τρόπο θεαματικό, ἀνατρέποντας τὴν τράπεζα τῶν σπονδῶν, μὲ ἄμεση συνέπεια νὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμὸ γιὰ τὴν μεγάλη του ἀσέβεια. Ἡ δήμιος Μινουκιανός, ποὺ θὰ ἀποκεφάλιζε τὸν Ἅγιο, ἔμεινε ἐμβρόντητος, βλέποντας κάποια ὀπτασία. Καὶ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, ὁ δήμιος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο του, δηλαδὴ τὸν ἀποκεφαλισμό. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ αὐτοκράτορας εἶδε νὰ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου στὸν οὐρανὸ τέσσερις ἄγγελοι, κάτι ποὺ τὸν συγκλόνισε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχωρήσει τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν κατὰ τὰ ἔθιμά τους.

Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου συνέβη κατὰ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς 21ης Ἰουλίου 285 μ.Χ. (ἀναγόρευση τοῦ Μαξιμιανοῦ ὡς καίσαρος) καὶ τῆς 1ης Αὐγούστου 286 μ.Χ. (ἀνάδειξή του σὲ Αὔγουστο ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό).
Σύμφωνα μὲ τὸ χρυσόβουλλο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ ἔτους 964 μ.Χ., πρὸς τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος, ἰκανοποιώντας σχετικὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, παραχώρησε στὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, καθὼς ἐπίσης δώρισε καὶ τὶς Τίμιες Κάρες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ «ἐνδόξως ἀριστήσαντος καὶ ὑπὲρ τοῦ σωτῆρος μουστερρῶς μαρτυρήσαντος ἐν Πύδνῃ τῆς Θεσσαλίας», οἱ ὁποῖες φυλάσσονταν στὸ αὐτοκρατορικὸ παρεκκλήσιο. Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος μαρτύρησε στὴν Πύδνα, τὸ μεσαιωνικὸ Κίτρος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τὴν πανοπλίαν, διὰ πίστεως, ἐνδεδυμένος, ἐν ἀθλήσει διαπρέπεις Ἀλέξανδρε· καὶ ἐν τῇ Πύδνῃ τελέσας τὸν δρόμον σου, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ὡμολόγησας, τῶν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης αὐτοῦ, παμμάκαρ Ἀλέξανδρε. Ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, προσπτυσσόμενοι κάραν, ᾄδομεν τῷ Σωτῆρι, χαριστήριον αἶνον, τὸν σώζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς ταῖς ἱκεσίαις σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ Πύδνῃ Ἅγιε, στερρῶς ἀθλήσας, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, σφαγιασθεὶς ὑπὲρ αὐτοῦ, ἐν οὐρανοῖς δὲ τὸν στέφανον, τῆς ἀφθαρσίας, ἐδέξω Ἀλέξανδρε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἀνεδείχθης φωτοφανές, ἀθλήσας ἀνδρείως, ἐν τῇ Πύδνῃ ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἀλέξανδρε Μάρτυς, Ἀγγέλων συμπολῖτα· διὸ τοὺς σὲ τιμῶντας, σκέπε πρεσβίαις σου.

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος Ἐπίσκοπος Ρὸς τῆς Σκωτίας 

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος γεννήθηκε στὴν Ἰταλία καὶ μετέβη στὴ Σκωτία γιὰ τὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου. Ἀναμόρφωσε διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς του δραστηριότητας, τὰ ἤθη τῶν κατοίκων διαφόρων Σκωτικῶν ἐπαρχιῶν. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ρός.
Κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 630 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τοὺς Βάνδαλους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος ὁ Πρίγκιπας Κιέβου καὶ Σμολένκ

Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος Μστισλάβοβιτς, πρίγκιπας τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Σμολένκ, ἔζησε τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1176.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Γιούρεβιτς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1746 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραφαΐλοβο, κοντὰ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τομπόλκ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος. Ἀργότερα συνέχισε τὸ θεοφιλὴ βίο του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Μόσχας.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1820.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ζοῦσε ὡς μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ἔτος 1328 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Κιέβου († 21 Δεκεμβρίου). Ἐγκαταστάθηκε στὴ Μόσχα καὶ ὑποστήριξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Τβὲρ Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν, μετὰ τὴν ρήξη πρὸς τὴ Χρυσὴ Ὀρδή, κατέφυγε στὴν πόλη Πσκώφ, ἀναθεμάτισε καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ Πσκώφ, διότι δέχθηκαν τὸν ἐπικίνδυνο ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν ἐντὸς τῆς Ρωσίας, ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος πέτυχε μὲ ἀλλεπάλληλες ἀποστολὲς στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὴν κατάργηση τῆς Μητροπόλεως Γαλικίας καὶ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἐπισκοπῶν αὐτῆς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ρωσίας.

Ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε πρὸς τοὺς Μογγόλους πνεῦμα συνέσεως, ἀφοῦ ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Τζανιμπὲγκ χάν. Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀπαίτησε μεγαλύτερους φόρους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαό, ὁ Ἅγιος ἀπέφυγε τὴν λήψη γενικότερου φορολογικοῦ μέτρου κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Καὶ ὅταν τὸν κατηγόρησαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Μογγόλων ὅτι δὲν ἀποδίδει τιμὲς σὲ αὐτόν, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη. Γιατί θὰ ἔπρεπε ἐκεῖνος, ὡς Ἐπίσκοπος, νὰ ἀποδίδει τέτοια τιμὴ στοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες καὶ τὴν εἰδωλολατρία;
Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1353, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπιλέξει ὡς διάδοχό του τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Βλαδιμήρ, Ἀλέξιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Θεοδώρου ἐν Ρωσίᾳ 

 ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ὀνομάζεται «τοῦ Θεοδώρου», ἐπειδὴ κάποτε βρισκόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς πόλεως Γκοροντζὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Νιζέγκοροντ.

Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Μογγόλων στὴν περιοχή, οἱ κάτοικοι ἔφυγαν χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ πάρουν μαζί τους τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε τὸ ἔτος 1239 μέσα σὲ ἕνα δάσος ἀπὸ τὸν πρίγκιπα τῆς Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς. 
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καὶ στὶς 16 Αὐγούστου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μετὰ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος Α’ (842 – 846 μ.Χ.) εἰσηγήθηκε στοὺς βασιλεῖς Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρα (842 – 867 μ.Χ.), ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου νὰ βρίσκεται μακριά. Ἔτσι ἀπεστάλησαν ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν αὐτοκρατόρων οἱ ἁρμόδιοι, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀκέραιο καὶ ἄθικτο μετὰ δέκα ἐννέα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Μὲ ἱερὲς ὑμνωδίες καὶ μεγαλοπρέπεια τὸ ἔβαλαν σὲ βασιλικὴ τριήρη καὶ τὸ ἔφεραν στὴ Βασιλεύουσα. Ὅταν τὸ βασιλικὸ πλοῖο προσέγγισε στὸν πορθμὸ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐξῆλθαν μὲ λαμπάδες ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἡ σύγκλητος γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο συνόδευσαν στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ ἔτος 846 μ.Χ., τὸ κατέθεσαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ (2 Ἰουνίου).
Ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἄναβε κεριὰ καὶ προσευχόταν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου· ἧς τῇ σεπτῇ κομιδῇ κομιζόμεθα, τὰς δωρεὰς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τὸ ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάρις πλουσιόδωρος δαψιλῶς, πρόεισι τῷ κόσμῳ, ὥσπερ ῥεῖθρον ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἐκ τῶν σῶν λειψάνων, καὶ ἄρδει Νικηφόρε, ἀεὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἅπαν ἀνάστημα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος καὶ Φρόντων οἱ Μάρτυρες οἱ βασιλικοί 

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου καὶ Διονυσίου, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸν τίτλο «βασιλικοί», ἀναφέρεται στὸ Ἱερωνυμικὸν Μαρτυρολόγιον. Οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἴσως ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Ἀλέξανδρο τὸν Ρωμαῖο, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 14 Μαρτίου.
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Φρόντωνος ἀναφέρεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα ἀνατολικὰ Συναξάρια, τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., τὸ Συριακὸν Μαρτυρολόγιον. Ἐκεῖ ἀναφέρονται καὶ ἄλλοι τρεῖς Μάρτυρες. Ὁ Ἅγιος Φρόντων πρέπει νὰ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Πούπλιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου († 29 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πούπλιος ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.
Ἔγινε Ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Ἅγιο Νάρκισσο († 31 Ὀκτωβρίου) καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς χώρας τους. Ὅταν αὐτὸς τοὺς πρόσταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκεῖνοι μὲ μία φωνὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ καθύβρισαν τὰ εἴδωλα. Τότε ἐκεῖνος ὀργισμένος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ μάστιγες. Τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες καὶ τοὺς ἔβαλε μέσα σὲ κάμινο γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τὴ σφραγισμένη κάμινο, εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ Ἅγιοι ἦταν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.

Ὁ τυφλὸς πνευματικὰ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἐπάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ τοὺς κτυποῦν. Τοὺς ξερίζωσε μὲ σίδερα τοὺς ὄνυχες. Ἐκεῖνοι καὶ πάλι, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θαυματούργησαν. Τὰ εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καὶ συνετρίβησαν στὴ γῆ. Διαλύθηκαν, ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά. Τότε ὁ ἡγεμόνας, φοβούμενος μήπως καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γίνουν Χριστιανοί, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τοὺς Ἁγίους.

Ἔτσι τελειώθηκε ἡ μαρτυρία αὐτῶν καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τοὺς οὐράνιους στέφανους.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ μονὴ Παυλοπετρείου, κοντὰ στὸ Παντείχιον τῆς Μ. Ἀσίας καὶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔγινε ἐπὶ Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), στὶς 21 Σεπτεμβρίου καὶ αὐτὰ ἀπετέθησαν στὴν Ἁγία Εὐθυμία τῆς Πέτρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μὲ πέτρες τὸν ἔριξαν σὲ ποταμό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μάρτυς ἀπὸ τὴν Περσία 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χριστίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ τελειώθηκε μαστιζόμενη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Εὐφρασία

Ἡ Ὁσία Εὐφρασία ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Μάριος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 797 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Κοίμηση Ἁγίου Λεάνδρου Ἐπισκόπου Σεβίλλης

Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων. Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε  γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ. Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου. Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.

Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον  τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβική».

Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μετά τις σπουδές του όμως, απέρριψε τη προσφορά υψηλών αξιωμάτων του αυτοκράτορα, εγκατέλειψε τα βασίλεια και από είκοσι χρονών ασκήτευσε στο Άγιον Όρος. Πρώτα στην Λαύρα του Βατοπεδίου κατόπιν στη Λαύρα του Αθανασίου καθώς και στην ερημική τοποθεσία Γλωσσία, σημερινή Προβάτα. Αναχώρησε από το Όρος για τα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Θεσσαλονίκη είδε σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο που του απαίτησε να μείνει και να μονάσει εκεί κοντά. Μόνασε τότε στη Βέροια και τριάντα χρονών έγινε ιερέας. Εκεί πλήθη μοναχών και λαϊκών προσέτρεχαν να τον συμβουλευθούν. Μετά πέντε χρόνια και λόγω εισβολής των Σέρβων επέστρεψε στον Άθωνα σε κοντινό κελί της Μεγίστης Λαύρας, όπου έφθασε σε μεγάλα ύψη φωτισμού και εκεί σε όραμα έλαβε εντολή να ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Κατόπιν λόγω της φήμης του αναγκάσθηκε να γίνει ηγούμενος για ένα χρόνο στη μονή Εσφιγμένου. Αργότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε λόγω περιπετειών, από τη δράση του, μέχρι και φυλακής.

Παραστάθηκε στις συγκροτηθείσες συνόδους του 1341 και 1347 και πολέμησε τις κακοδοξίες των δυτικόφρονων Βαρλαάμ και Ακινδύνου.
Έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα ιδιαίτερα δογματικά για να καταπολεμήσει τους αιρετικούς, όπως περί του Αγίου Πνεύματος, καθώς και επιστολές στους αντιησυχαστές, επίσης διάφορα ομολογιακά κείμενα. Είναι ο θεολόγος της χάριτος, του ακτίστου φωτός.

Μετά στασιμότητα πολλών αιώνων ο Γρηγόριος πέτυχε να ανανεώσει την θεολογική ορολογία και να δώσει νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη. Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την ανθρώπινη και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.

Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι «τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία, ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: «οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκριση στην ουσία και ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
Προβάλλει λοιπόν η Εκκλησία την μνήμη του στη δεύτερη Κυριακή, ως συνέχεια, τρόπον τινά και επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας. Η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ένα είδος δευτέρας «Κυριακής της Ορθοδοξίας»
Κοιμήθηκε σε ηλικία 63 χρονών στις 14 Νοεμβρίου από ασθένεια και αγιοποιήθηκε σύντομα. Το ιερό του λείψανο σώζεται σήμερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ Φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν Θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε Θευματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχω.

Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον

Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα

Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον·

Ἀλλ’ ὡς νοῦς Νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος

Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης ποιμενάρχης ὁ εὐκλεής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς πάνσοφον στόμα, Γρηγόριε παμμάκαρ, πιστῶν ἑδραίωμα.

Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Φοινίκης, οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, οἱ Ἅγιοι Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ἅγιος Πλησίον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ἀπὸ τὴ Διόσπολη καὶ ὁ Ἅγιος Τιμόλαος ἀπὸ τὸν Πόντο.

Αὐτοί, ἐνῷ ὑπῆρχε διωγμός, ἀπὸ πόθο γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια τους, ἀπὸ μόνοι τους προσῆλθαν στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως τῶν Καισαρέων ποὺ τότε βασάνιζε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἀφοῦ στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς. Ὁ ἡγεμόνας τοὺς παρακάλεσε καὶ τοὺς ἀπείλησε πολλὲς φορές, γιὰ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ δώσει δῶρα καὶ ἀξιώματα σὲ αὐτούς, ἂν ὑπακούσουν ἢ θὰ τοὺς τιμωρήσει ἂν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ἔλθουν πρὸς τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πατρώα εὐσέβεια, τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὸν Κύριο, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 305 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τοῦ Κτίσαντος, πεπυρσευμένος τὸν νοῦν, χορείαν συνήθροισας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, Ἀγάπιε ἔνδοξε· ὅθεν σὺν τούτοις Μάρτυς, ἀριστεύσας νομίμως, ξίφει τὸν σὸν αὐχένα, σὺν αὐτοῖς ἀπετμήθης· μεθ’ ὧν ἀεὶ ἐκδυσώπει, δοῦναι ἡμῖν ἄφεσιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς ἀγαπήσας Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῶν ἐπιγείων ἁπάντων ἠλόγησε, Μαρτύρων χορὸς ὁ ὀκτάριθμος, καὶ κεφαλὰς ἐκτεμνόμενοι ἔκραζον· προσδέχου Οἰκτίρμον τοὺς δούλους σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ τετρωμένοι τῷ θεϊκῷ, ἥλασθε προθύμως, πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικοὺς, καὶ ἀνδρειοφρόνως, αἰσχύναντες τὸν ὄφιν, τρυγᾶτε Ἀθλοφόροι, καρπὸν ἀθάνατον.

 

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής,

 Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 760 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του ἀνέλαβε τὸ δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς, τῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ τῆς μορφώσεως τοῦ υἱοῦ της Θεοφάνους.

Ὁ Ὅσιος, κατὰ παράκληση τῆς μητέρας του, νυμφεύθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὴν εὐσεβὴ καὶ πλούσια Μεγαλώ. Ὁ γάμος αὐτός, ποὺ ἦταν ἀντίθετος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε. Ἡ μὲν σύζυγος αὐτοῦ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Πριγκίπου καὶ μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δὲ Ὅσιος κατέφυγε, τὸ 781 μ.Χ., στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στὴ Σιγριανὴ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
Ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, ὡς λόγιος καὶ ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος Πλάτωνα, τοὺς μοναχοὺς Νικηφόρο καὶ Νικήτα ἀπὸ τὴ μονὴ Μηδικίου, τὸ μοναχὸ Χριστόφορο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τὸ ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ μονή του, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στὴν ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονὴ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐπὶ ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιγραφία καὶ τὶς συγγραφές. Ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία του προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Σὲ αὐτὴ τὴν χαλεπὴ κατάσταση δὲν παρέλειψε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν προσκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διὰ τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ τοῦ εἰκονομάχου νὰ ἑλκύσει αὐτὸν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποδεχθεῖ μία τέτοια πρόταση καὶ νὰ προδώσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν σὲ σκοτεινὸ μέρος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν στὴ Σαμοθράκη, ὅπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 815 ἢ κατ’ ἄλλους τὸ 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές του μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ, τὸ ἔτος 822 μ.Χ., στὴ μονή του, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Θεῷ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἡμῖν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε· πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τῇ ἀσκήσει συνάπτεις· ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοῖς πέρασι.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν μοναζώντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ· ὑπὲρ εἰκόνων ἁγίων ἤθλησας, λύρα τοῦ Πνεύματος, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Τῆς ζωαρχικῆς, τοῦ Λόγου θεοφανείας, σκεῦος ἐκλεκτόν, Θεόφανες καὶ θεράπων, τῷ ἐνθέῳ σου βίῳ, θεόφρον γενόμενος, τὴν Εἰκόνα τὴν ἐνσώματον, τοῦ Χριστοῦ σεπτῶς ἐτίμησας, ὁμιλήσας πολλαῖς θλίψεσιν· ἀνθ’ ὧν θαυμάτων πηγήν, εἴληφας ἐκ Θεοῦ.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβῶν, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε· ἐνεργείας θαυμάτων εἴληφας, καὶ προφητείας χαρίσματα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

 

Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, βίῳ ὑπερτέρῳ, θησαυρίσας τὴν μετοχήν, θέσει ἐθεώθης, Θεοφάνες θεόφρον, καὶ ὤφθης Ἐκκλησίας, στῦλος θεόφωτος.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 540 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὴ Ρώμη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.). Ὀνομάσθηκε δὲ Διάλογος, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔγραψε μὲ διαλογικὸ τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γορδιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Συλβία. Τόσο οἱ γονεῖς του ὅσο καὶ οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ πατέρα του, ἡ Ταρσίλα καὶ ἡ Αἰμιλιανή, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ ἐπέδρασαν εὐεργετικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Γρηγορίου. Ὡς γόνος πλούσιας οἰκογένειας ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλὴ μόρφωση, ἰδιαίτερα στὴ νομική. Βέβαια ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ ὄπου ἡ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὴ Ρώμη εἶχε σβήσει. Ὁ Γρηγόριος μᾶλλον ἦταν κάτοχος μόνο τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονὸς ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μελετήσει τὴν πλούσια θεολογικὴ γραμματεία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.

Περὶ τὸ ἔτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ (565 – 576 μ.Χ.) στὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτορος τῆς πόλεως τῆς Ρώμης. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα στὴν θέση αὐτή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του διέθεσε τὸ μέγιστο μέρος τῆς περιουσίας ποὺ κληρονόμησε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα καὶ στὴν ἵδρυση μονῶν. Ἵδρυσε ἕξι μοναστήρια στὴ Σικελία καὶ περὶ τὸ ἔτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε τὴν οἰκία του στὴν Ρώμη σὲ μοναστήρι ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχὸς αὐτῆς τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενός της. Στὸ μοναστήρι ζοῦσε μία πολὺ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων.

Δὲν ἔμελλε ὅμως νὰ παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ στὴ μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ ἔτος 579 μ.Χ. ἐστάλη στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀποκρισιάριος, δηλαδὴ ἀντιπρόσωπος, τοῦ Πάπα Ρώμης. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὸν συνόδευσαν ἀπὸ τὴν Ρώμη, ζοῦσε μοναστικὴ ζωή. Εἶχε ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ συνάψει γνωριμίες μὲ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, μὲ τὰ ὁποία διατήρησε ἀλληλογραφία μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦταν ἡ Θεοκτίστη, ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.), ὁ πατρίκιος Ναρσής, ὁ ἰατρὸς τοῦ αὐτοκράτορα Θεόδωρος κ.ἄ. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπίσης, γνώρισε τὸν Ἐπίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο, ὁ ὁποῖος ταξίδευε κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε ἀδελφικὴ φιλία καὶ ἀλληλογραφία στὰ κατοπινὰ χρόνια.

Περὶ τὸ ἔτος 586 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος μετακαλεῖται στὴν Ρώμη. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι μὲ τὴν ἐπανάκαμψή του στὴν Ρώμη ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του καὶ τότε ἦταν ποὺ ἔγινε ἡγούμενός του. Μία ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Ρώμη δὲν ἐπέστρεψε στὴ μονή, ἀλλὰ ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμβουλος τοῦ Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἡγούμενος πρὶν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴ ἀποστολή του στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ ἔτος 590 μ.Χ. ὁ Πάπας Πελάγιος Β’ ἀσθένησε ἀπὸ ἐπιδημικὴ ἀσθένεια καὶ πέθανε. Παρὰ τὸ ὅτι τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης ζητοῦσαν τὸν Γρηγόριο γιὰ Ἐπίσκοπό τους μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Πελαγίου Β’, ἡ ἀπροθυμία τοῦ ἰδίου νὰ ἀνέλθει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦταν ἔκδηλη. Ἡ στάση του αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ πεποίθηση ὅτι οἱ δικές του δυνάμεις δὲν ἦταν ἐπαρκεῖς γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ραβέννας Ἰωάννης μὲ ἐπιστολή του τὸν ἔψεξε γιὰ τὴν διστακτικότητά του αὐτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ τὴν συγγραφὴ μιᾶς ὁλόκληρης πραγματείας γιὰ τὸ βαρυσήμαντο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γιὰ τὰ προσόντα ποὺ αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ μία ἀπολογία τοῦ Γρηγορίου σχετικὰ μὲ τοὺς ἐνδοιασμούς του νὰ ἀναλάβει τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.

Ὁ Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἔντονους προσωπικούς του ἐνδοιασμούς, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης ὡς Πάπας Γρηγόριος Α’. Ἡ κατάσταση ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἦταν πολὺ δυσχερής. Ἀφ’ ἑνὸς ἡ ἐπιδημία λυμαινόταν τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφ’ ἑτέρου μία φοβερὴ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη εἶχε καταστρέψει σημαντικὸ ἀριθμὸ περιουσιῶν καὶ σιτηρῶν. Σημαντικότερο ἀκόμη πρόβλημα ἦταν ἡ παρουσία τῶν Λομβαρδῶν ὡς εἰσβολέων στὴν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Βόρειας Ἰταλίας καὶ μεγάλο μέρος τῆς Νότιας Ἰταλίας. Οἱ Λομβαρδοὶ ἦταν αἰτία συνεχοῦς ἀναστατώσεως στὴν Ἰταλία καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τὰ ὁποία ἀνῆκαν στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐποπτεύονταν ἀπὸ τὸν ἔξαρχο τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Ραβέννα.

Μὲ τὴν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ὁ Γρηγόριος ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ποιμνίου του καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της. Φρόντισε μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὴ Ρώμη καὶ μερίμνησε μὲ ἐπιτυχία γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἀγγλοσαξόνων, ἀποστέλλοντας στὴ Βρετανία ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁμάδα σαράντα μοναχῶν, ὡς ἱεραποστόλων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Αὐγουστίνο τῆς Καντουαρίας. Ἐπίσης ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀξιοποίηση, τὴν ὀργάνωση τῆς καλλιέργειας καὶ τὴν ὀρθὴ διάθεση τῶν προσόδων τῶν γαιῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐπέμενε νὰ δίνει ὁδηγίες στοὺς κατὰ τόπους ὑπευθύνους τῶν παπικῶν κτημάτων νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἀδικίας καὶ παράνομου πλουτισμοῦ στὸ διαχειριστικό τους ἔργο.

Ὁ Ἅγιος προσκαλοῦσε κατὰ διαστήματα τοὺς πιὸ πτωχοὺς τῆς πόλεως καὶ ἔτρωγε μαζί τους. Κάποτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔλθουν στὴν Ἐπισκοπὴ δώδεκα πτωχοί, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει φαγητό. Τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς προσκεκλημένους καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν διαφορετικὸς στὴν ὄψη. Εἶχε πρόσωπο φωτεινὸ καὶ πότε ἔμοιαζε μὲ γέροντα στὴν ἡλικία, πότε μὲ νέο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφυγαν, τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου. Σὲ ἔχω ἐπισκεφθεῖ καὶ ἄλλη φορά, ὅταν ἤσουν μοναχὸς καὶ μοῦ ἔδωσες ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ δοκιμάσει τὴν προαίρεσή σου καὶ μὲ τὸ παράδειγμά σου νὰ διδάξει καὶ ἄλλους. Μάλιστα, ἀπὸ τότε ἔλαβα ἐντολὴ νὰ εἶμαι πάντα μαζί σου, γιὰ νὰ σὲ προστατεύω. Ὅτι θελήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ τὸ πεῖς καὶ θὰ τὸ μεταφέρω».

Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη ἦταν ὁ μόνος Πατριαρχικὸς θρόνος σὲ ὅλη τὴ Δύση, ὁ Γρηγόριος προσπαθοῦσε νὰ ἐπιλύσει κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὸ πολλαπλὰ προβλήματα ποὺ παρουσίαζαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας, τῆς Ἱσπανίας καὶ τῆς Βρετανίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει, ἦταν τὸ σχίσμα τῶν Ἐπισκόπων τῆς Λιγουρίας, τῆς Ἰστρίας καὶ τῆς Βενετίας, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονταν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. Ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος ἦταν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶχε καταδικάσει ὡς νεστοριανικὰ τὰ γνωστὰ ὡς «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τὰ ἔργα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατὰ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς Μάριν τὸν Πέρση. Οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι θεωροῦσαν ὅτι ἡ καταδίκη αὐτὴ προωθοῦσε ἕνα συμβιβασμὸ μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, ἀναιρώντας ἔτσι τὴν πίστη τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ. Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις της, εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων», οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι εἶχαν διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τους μὲ τὴν Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος προσπάθησε ἐπανειλημμένως νὰ πείσει τοὺς διαφωνοῦντες Ἐπισκόπους ὅτι ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Πραγματικὰ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη μερικῶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἔγινε μετὰ τὴν κοίμησή του.

Στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προκλήσεων τῶν Λομβαρδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ρώμη, ὁ Γρηγόριος, παρὰ τῆς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του, δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ λάβει βοήθεια γιὰ ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο καὶ ἀπὸ τὸν Βυζαντινὸ ἔξαρχο τῆς Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σὲ δεινὴ θέση, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Λομβαρδοὺς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει σὲ διαφορετικὰ μέτωπα τοὺς Πέρσες, τοὺς Σλάβους, τοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς Μαυρούσιους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος πολιτικὴ πρωτοβουλία καὶ νὰ συνάψει συνθήκη μὲ τοὺς Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ἕνα μεγάλο ποσὸ χρημάτων καὶ δίνοντας σὲ αὐτοὺς ἐτήσιο φόρο πολυτελείας.

Εἶναι πράγματι λυπηρὸ τὸ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀδυνατοῦσε νὰ προασπίσει ἀποτελεσματικὰ τὶς δυτικὲς κτήσεις της στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Αὐτὸ εἶχε ὀδυνηρὲς συνέπειες τόσο γιὰ τὴν Πολιτεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Λατῖνοι βυζαντινοὶ ὑπήκοοι σταδιακὰ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσει, οἱ δυτικὲς κτήσεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν βαρβαρικῶν φύλων, ἐνῷ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀνέλαβε πολιτικὲς ἐξουσίες, συνεργάστηκε μὲ τοὺς ἡγεμόνες τῶν βαρβαρικῶν φύλων καὶ σταδιακὰ ἔγινε ὁ ἴδιος κοσμικὸς ἄρχοντας.

Βέβαια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν φέρει καμία εὐθύνη γιὰ τὴν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐξέλιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου σὲ κοσμικὴ ἐξουσία, οὔτε γιὰ τὴν συνεργασία μεταγενέστερων παπῶν μὲ τοῦ Φράγκους. Ὁ ἴδιος ἔκανε αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καθῆκον καὶ ὑποχρέωσή του γιὰ τὴν προάσπιση τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς πατρίδος του στοὺς χαλεποὺς ἐκείνους καιρούς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μπορεῖ σὲ ὁρισμένα θέματα νὰ διαφωνοῦσε μὲ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ αὐτὸ συνέβαινε συχνότατα καὶ μὲ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ὅμως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ γραπτὰ κείμενά του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πιστὸ ὑπήκοο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε τὴν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καὶ συμβούλευε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀναπέμπουν προσευχὲς γι’ αὐτόν.

Ὡς συγγραφέας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε κυρίως στὴ συγγραφὴ ἐξηγητικῶν καὶ ἠθικοπρακτικῶν ἔργων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ποιμαντικὸ Κανόνα, συνέγραψε Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰὼβ ἢ Ἠθικά, σαράντα Ὁμιλίες σὲ εὐαγγελικὲς περικοπὲς καὶ εἴκοσι δύο Ὁμιλίες στὸν Προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὅπως ἐπίσης τὸ ἔργο Βιβλία δ’ διαλόγων περὶ τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων Ἰταλιωτῶν πατέρων καὶ περὶ αἰωνιότητος τῶν ψυχῶν.

Στὸν Ποιμαντικὸ Κανόνα ἐκτίθενται ὑπὸ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ διακόνου Πέτρου βίοι Ἁγίων, θαύματα, ἐμφανίσεις κεκοιμημένων, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ ἄλλα. Ἀσχολήθηκε, ἐπίσης, μὲ τὴ συγγραφὴ λειτουργικῶν ὕμνων καὶ εὐχῶν. Σὲ αὐτὸν ἀποδίδονται ἕνα εἴδος λειτουργικοῦ ἐγχειριδίου καὶ ἕνα βιβλίο μὲ ὕμνους τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀκόμη μία παράδοση ἀποδίδει στὸν Γρηγόριο τὴ συγγραφὴ τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων. Σώζεται, ἐπίσης, μεγάλος ἀριθμὸς Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, στὶς ὁποῖες παρουσιάζεται τόσο ἡ εὐλάβεια καὶ τὸ ἦθος τοῦ ἀνδρὸς ὅσο καὶ ἡ ἀκαταπόνητη ἐπισκοπικὴ δραστηριότητά του.

Στὸ ὅλο γραπτὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου δύο εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ παρουσιάζουν σημαντικὲς θεολογικὲς ἀδυναμίες. Κατ’ ἀρχὴν στὸ ἔργο Διάλογοι ἀναπτύσει τὴν περὶ καθαρτηρίου πυρὸς δοξασία. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν μετὰ θάνατον οἱ ψυχὲς ποὺ βαρύνονται μὲ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα ἢ μὲ ἐπιτίμια ποὺ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἐκτελέσουν ὅσο βρίσκονταν ἐν σώματι, ὑφίστανται μιὰ δοκιμασία πρόσκαιρων ποινῶν ὑπὸ τύπον ἠθικῆς καθάρσεως καὶ συγχωρήσεως. Ἡ δοξασία αὐτὴ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ ἑξῆς:

α) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρουσιάζει τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ὄχι μέσα στὰ πλαίσια μιᾶς θεολογικῆς πραγματείας, ἀλλὰ μέσα σὲ ἕνα πολὺ ἐκλαϊκευμένο βιβλίο ἐντυπωσιακῶν διηγήσεων, θαυμάτων καὶ ὁραμάτων. Σὲ τέτοιου εἴδους κείμενα δὲν μποροῦμε νὰ ἀναζητοῦμε αὐστηρὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια.

β) Ἡ δοξασία γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ ἔχει ἐρείσματα στὴ λατινικὴ χριστιανικὴ γραμματεία ποὺ προηγήθηκε τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν στὶς Πράξεις τῶν Ἁγίων Περπέτουας καὶ Φιλικητάτης, στὸν Τερτυλλιανό, στὸν Ἅγιο Κυπριανὸ Καρθαγένης καὶ στὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο. Μπορεῖ βέβαια οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς νὰ μὴν εἶναι διεξοδικές, εἶναι ὅμως πολὺ πιθανὸ ὅτι πάνω σὲ αὐτὲς ἐστηρίχθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.

Ἕνα δεύτερο προβληματικὸ σημεῖο στὸ γραπτὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους του ὑποστήριξη τῆς ἐσφαλμένης ἀντιλήψεως ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης δικαιοῦται στὴν Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς ἀλλὰ πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀφοῦ κατέχει τὸ θρόνο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος – κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ – ἦταν κορυφὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴ φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας Του. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ στὰ πρόσωπα τῶν διαδόχων του, δηλαδὴ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, καὶ νὰ ἀσκεῖ τὴ δικαιοδοσία του σὲ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ἐκκλησία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ ἀπόδοση στὸν Ἀπόστολο Πέτρο ἑνὸς ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἀνυπόστατου ρόλου, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ἐκκλησιολογικὰ ἀδικαιολόγητη παραδοχὴ τοῦ Πάπα Ρώμης ὡς ἐνσαρκωτὴ καὶ συνεχιστὴ τοῦ ρόλου αὐτοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Ἡ ἄποψη περὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης δὲν ἀποτελεῖ ἐπινόηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Τὴν ἐκληρονόμησε ἀπὸ προγενέστερούς του καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τοὺς Πάπες Γελάσιο Α’ (492 – 496), Λέοντα Α’ (440 – 461) καὶ Ὁρμίσδα (514 – 523). Αἰῶνες μετὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ἡ θεωρία αὐτὴ ἐξελίχθηκε σὲ μείζονα θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παρέκκλιση.

Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν παπικὸ θρόνο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς τὴν καθιερωμένη ὁμολογία πίστεως, ἀναγράφοντας τὴ σειρὰ τῶν Πατριαρχείων, ὅπως αὐτὴ καθορίσθηκε μὲ βάση τὰ πρεσβεῖα τιμῆς. Δηλαδή, ἔθεσε πρῶτα τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κατόπιν τοὺς θρόνους Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Αὐτὸ δηλώνει ὅτι δεχόταν τὰ πρεσβεῖα τιμῆς ποὺ ἀποδόθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄνθρωπος ταπεινοῦ φρονήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποδεχόταν χωρὶς κριτικὴ ἐξέταση τὴ θεωρία περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὁ ἴδιος ἀρνιόταν κατηγορηματικὰ  γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν τίτλο τοῦ «οἰκουμενικοῦ πάπα», τὸν ὁποῖο τοῦ πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐλόγιος (579/580 – 607 μ.Χ.) καὶ μὲ εἰλικρίνεια προτιμοῦσε τὸν τίτλο «δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τόνιζε μάλιστα ἐμφαντικὰ – καὶ ἐν πολλοῖς τὸ ἀποδείκνυε στὴν πράξη – ὅτι σεβόταν τὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε ἀπὸ ἀρθριτικὴ νόσο, τὸ ἔτος 604 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε· τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς Ἐκκλησίας τὴν κιθάραν τὴν θεόπνευστον

Καὶ τῆς σοφίας γλῶσσαν ὄντως τὴν θεόληπτον

Τὸν Διάλογον ὑμνήσωμεν ἐπαξίως·

Ἀποστόλων γὰρ τὸν ζῆλον μιμησάμενος

Ἠκολούθησε σαφῶς αὐτῶν τοῖς ἴχνεσι·
Τούτῳ λέγοντες, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.

 

Μεγαλυνάριον.
Νᾶμα θεηγόρε ζωοποιόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, ἀρυσάμενος μυστικῶς, βλύζεις ἐκ χειλέων, ὡς ὕδωρ ἀφθαρσίας, τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν, Πάτερ Γρηγόριε.

Ὁ Ἅγιος Φινεὲς ὁ Δίκαιος 

Ὁ δίκαιος Φινεὲς ἦταν ἱερέας τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἀαρών, περὶ τοῦ ὁποίου διαβάζουμε στὴν Π. Διαθήκη: «Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ εἶπεν: ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρών, ἔπαυσε τὸν θυμόν του κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι οὗτος μὲ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, φονεύσας τοὺς ἐνόχους πρωταιτίους καὶ οὕτω δὲ κατέστρεψα ἐν τῇ ἱερᾷ μου ἀγανακτήσει ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἕνεκεν τῆς τοιαύτης διαγωγῆς του δηλῶ: Νά! Συνάπτω μετ’ αὐτοῦ ἐγὼ ὁ Θεὸς συμβόλαιον ἰδιαιτέρων εἰρηνικῶν σχέσεων. Ὑπόσχομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἱεροσύνην παντοτεινήν, ἐπειδὴ ἔδειξε ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξιλέωσε τὸν θυμόν μου κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν».
Ὁ Φινεὲς διαδέχθηκε στὴν ἀρχιερωσύνη τὸν δίκαιο Ἐλεάζαρ. Ὡς πρὸς τοὺς ἀπογόνους του, ἐκτὸς μιᾶς διακοπῆς ἀπὸ τοῦ Ἠλὶ μέχρι τοῦ Δαβίδ, οἱ ἀπόγονοί του ἔγιναν οἱ κληρονομικοὶ διάδοχοι τῆς ἀρχιερωσύνης μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ στὶς 2 Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ δικαίου Ἐλεάζαρ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀαρών 

Ὁ Ἅγιος Ἀαρὼν εἶναι ὁ πρῶτος ἀρχιερέας τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Προφήτου Μωϋσῆ, στὸν ὁποῖο προσέφερε πολύτιμη συνδρομὴ κατὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν Αἴγυπτο. Εὔγλωττος καὶ θαρραλέος, ὑποδείχθηκε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς συνεπίκουρος στὸν Προφήτη Μωϋσῆ, ὅταν αὐτὸς δίσταζε νὰ ἀναλάβει τὸ μέγα ἔργο, νὰ ἐξαγάγει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἀπὸ τὴ δουλεία, προφασιζόμενος μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴ βραδυγλωσσία του. Πράγματι, ὁ Ἀαρὼν, ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ τὴ θεία ἐντολή, συγκέντρωσε τοὺς πρεσβυτέρους τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ διαβίβασε τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους λάλησε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆ. Ἀφοῦ ὁ λαὸς πίστεψε στοὺς λόγους του, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν μετέβησαν στὸν Φαραὼ καὶ διαβίβασαν τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποστείλει τὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ ἑορτάσει στὴν ἔρημο. Ἐνώπιον μάλιστα τοῦ βασιλέως ὁ Ἀαρὼν μετέβαλε τὴν ράβδο του σὲ φίδι καὶ κατόπιν τὴν ἐπανέφερε στὴν πρώτη κατάσταση.

Ὁ Φαραὼ ὅμως, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε, ἀλλὰ κατέστησε ἀκόμη πιὸ βαριὰ τὴν δουλεία. Ἡ καρδιά του σκλήρυνε. Οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν τότε νὰ γογγύζουν καὶ νὰ διαμαρτύρονται κατὰ τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάλι ὅμως ὁ Ἀαρὼν ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ ὡς πληρεξούσιος τοῦ Μωϋσῆ καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἀφήσει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ νὰ ἀπέλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὅταν δὲ ὁ Φαραὼ ζήτησε θαύματα ἀπὸ τοὺς δύο ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πεισθεῖ, ὁ Ἀαρὼν ἐξετέλεσε πάλι τὰ θαύματα αὐτά. Ἐπακολούθησαν οἱ ἑπτὰ πληγὲς τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήσει τοὺς Ἑβραίους νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.

Καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία καὶ τὴν περιπλάνηση στὴν ἔρημο, ὁ Ἀαρὼν ἦταν πρόθυμος συνεργάτης τοῦ Μωϋσῆ στὸ δυσχερέστατο ἔργο τῆς διοικήσεως τοῦ λαοῦ, ποὺ ὑπέφερε μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες.

Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀαρὼν δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὸν ἐξεγερθέντα λαό. Ὁ Μωϋσῆς εἶχε ἀνέλθει στὸ ὄρος Σινᾶ, γιὰ νὰ λάβει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄργησε νὰ κατέλθει. Ὁ λαὸς τότε ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ καὶ ζήτησε τὴ σωτηρία του σὲ ψεύτικους θεούς. Συνάχθηκε λοιπόν, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοῦ ζήτησε νὰ κατασκευάσει σὲ αὐτὸν ὁμοιώματα θεῶν. Τότε κατασκευάσθηκε ὁ χρυσὸς μόσχος.

Ὁ Ἅγιος Ἀαρὼν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, πρὶν εἰσέλθει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, σὲ ἡλικία 123 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ὄρος Χὸρ ἢ Ὤρ, κοντὰ στὴν Πέτρα, πρωτεύουσα τῶν Ἰδουμαίων.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες οἱ ἐν Περσίδι 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν διὰ πυρός. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Αὐδᾶ ἢ Ἀβιδᾶ στὴν Περσία. Ἡ μνήμη αὐτῶν ἑορτάζεται στὶς 16 Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 949 μ.Χ. στὴ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Θεοφανώ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ θέση στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τὸν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔδινε προσοχὴ καὶ δὲν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιὰ μάθηση.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Συμεὼν γνωρίστηκε μὲ ἕναν μοναχὸ τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεὼν προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρομοιάζει τὸν θεῖο του μὲ τὸν Φαραώ, τὴ διαμονή του στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο μὲ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ τὸν Μωϋσῆ.

Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μὲ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρὴ ἐντύπωση τοῦ προξένησε τὸ ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ εἶχε τὸν τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»:

«Ἐὰν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου,

κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἦταν σὰν νὰ ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι κάτι θεϊκό, τὸν παρακινοῦσε συνεχῶς στὰ ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη του μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε νὰ λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τὰ χαράματα. Σὲ αὐτὸ τὸν βοηθοῦσε καὶ ἡ συνεχὴς νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο, ζοῦσε σχεδὸν ἀσώματο βίο. Δὲν τοῦ χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, γιὰ νὰ ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ὁρώμενα καὶ νὰ εἰσδύσει στὰ ἀόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, ποὺ προσευχόταν καὶ μὲ καθαρὸ νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό, εἶδε ξαφνικὰ νὰ λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατεβαίνει πρὸς αὐτόν. Φώτισε τὰ πάντα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθὼς ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τυλιγμένος  ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζὶ μὲ τὸ δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στὸν ἀέρα, νιώθοντας σὰν νὰ μὴν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Καθὼς βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, βλέπει στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὰ δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση γιὰ πολύ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται, καθὼς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐὰν ἦταν μέσα στὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ φῶς σιγὰ – σιγὰ ὑποχώρησε, ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ κατάλαβε πὼς βρίσκεται μέσα στὸ δωμάτιο.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἱκέτευε συνεχῶς τὸ Γέροντά του νὰ τὸν κείρει μοναχό.

Ἀλλὰ ὁ πνευματικός του πατέρας τὸν ἀναχαίτισε, ἐπειδὴ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ μελετᾶ.  Βαθιὰ ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, τὰ ὁποία ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.

Κατὰ τὸ ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεὼν ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν κλίση του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεὼν ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπὸ τὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Μετὰ ἀπὸ μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ φώτιζε τὸν ἑαυτό του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.

Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τὴν κατεστραμμένη μονή, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονὴ παρομοιαζόταν μὲ κατάλυμα κοσμικῶν καὶ νεκρῶν σωμάτων. Καὶ ἡ μὲν μονὴ ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματικὴ ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλὲς ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τὴν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸ σημεῖο, κατὰ τὴν διάρκεια μία πρωϊνῆς κατηχήσεως, νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Γέροντός τους. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τὰς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἑαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ἀφοπλίσει τελείως τοὺς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτὴ τὴν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996 – 998 μ.Χ.) πρὸς τὸν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιὰ νὰ δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπὸ αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν μανία καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καὶ διέταξε νὰ ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμῶς τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρέσει.

Ὁ Ὅσιος, παρὰ τὰ πολλὰ καθήκοντά του στὴ μονή, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τοὺς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τοὺς «κατηχητικοὺς λόγους», τὰ «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίων τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγαθὴ φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελλος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος  ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τὸν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικὰ ἔπεισε τὴν Σύνοδο νὰ διερευνήσει τὸ ζήτημα. Καὶ μετὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτὸς τοῦ σύγκελλου, τὸ δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μὲ μοναχοὺς ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Ὅσιο καὶ ἔκλεψε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Καὶ πάλι βρέθηκε ἀθῶος.

Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καὶ τὸ ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο στὸ ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ ἐκαλεῖτο Παλουκητὸν καὶ ἡσύχαζε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στὴν ἡγουμενία τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1022.

Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καὶ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρὸς Θεὸν εἰλικρινὴς ἀγάπη καὶ ἡ μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοὶ πρὸς τὴ θέωση. Ἡ τριαδολογικὴ βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικὰ στὰ χριστολογικὰ πλαίσια τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λυτρώσεως, μὲ σαφεῖς ἐκκλησιολογικὲς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὲς προεκτάσεις πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου,  διαστέλει «τὸν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ σκότους καὶ τῆς πτώσεως καὶ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοὶ ἀπὸ τώρα νὰ ἀρχίσουν νὰ γεύονται τὴ μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅσιος Συμεών: «Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾷ καρδία παντὸς ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καὶ τὸν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περὶ τῆς μελλούσης δόξης». Ἐδὼ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ ἱστορικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή»«μεσότης» καὶ «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.

Ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωση ὁλοκληρώνεται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικὰ ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Βασιλεία καὶ ἡ Ἐδέμ. «Σὺ βασιλεία οὐρανῶν, σὺ γῆ, Χριστέ, πραέων, σὺ χλόης παράδεισος, σὺ ὁ νυμφὼν ὁ θεῖος».
Γιὰ τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στὴν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καὶ θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καὶ θεωνόταν κατὰ χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Εὐλαβής

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον. Ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ συνέθεσε καὶ τὴν ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν σώζεται.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαυρέντιος κατατάσσεται μεταξὺ τῶν τριακοσίων Μαρτύρων καὶ Ὁσίων τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖοι ἐπονομάζονται Ἀλαμανοί. Ὅμως δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ Ἀλαμανούς, οὔτε γιὰ Φράγκους, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι ἦταν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ Συρία καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο λόγω τῶν διώξεων ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, κατὰ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν. Πιθανότατα δὲν ἦλθαν ὅλοι μαζί, ἀλλὰ λίγοι – λίγοι, σὲ διαφορετικοὺς χρόνους. Τὴ μὴ δυτικὴ καταγωγὴ τους μαρτυροῦν καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ὀνόματά τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος βασιλεὺς τῆς Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Β’, ὁ Θυσιαζόμενος, ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας Δαβὶδ († 1269) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν Βαγρατιδῶν. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1289 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπὶ σουλτάνου Ἀργκοῦν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στὶς θέσεις του κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ ἐκφράσει τὶς διαφωνίες του κατὰ τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύρος ὁ ἀπὸ Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε γιὰ νὰ σιγάσει τὴν διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἀλλὰ ἀπέτυχε καὶ ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ὅταν πέθανε ὁ Ἅγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 16 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του, ἀνῆλθε τὸ ἔτος 634 μ.Χ. στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ κατάσταση ἦταν θλιβερή. Ἐσωτερικὰ ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἐξωτερικὰ οἱ Ἄραβες περιέσφιγγαν τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἤδη κατεῖχαν τὴ Βηθλεὲμ καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μὴ δυνάμενος, κατὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 634 μ.Χ., νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ γιορτάσει τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, θρηνεῖ. Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση κάποιας ἠρεμίας στὸ ποίμνιό του, συγκαλεῖ Σύνοδο καὶ καταδικάζει τὸν Μονοφυσιτισμό. Γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῶν Ἀράβων ὀργανώνει τὴν ἄμυνα τῆς πόλεως. Τὸ ἔτος 637 μ.Χ. ὅμως ἀναγκάζεται νὰ παραδώσει τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων στὸν χαλίφη Ὀμάρ.

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἑπόμενο ἔτος, 638 μ.Χ.
Τὸ συγγραφικό του ἔργο εἶναι σαφῶς καὶ καθαρὰ ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στὴν συγγραφὴ ἰδιομέλων καὶ τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τὸν ὑπὲρ νοῦν φωτισμόν, ταῖς τῶν λόγων ἀστραπαῖς Πάτερ Σωφρόνιε· σὺ γὰρ σοφίας κοινωνός, διὰ βίου γεγονώς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεὴς Ἱεράρχης, καὶ πρεσβευτὴς ἡμῶν πρὸς Κύριον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Λαμπρυνθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιὼν ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.

 

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλην γλωσσοπύρσευτον εἰληφώς, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, προσφοιτήσασαν μυστικῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, θεοειδὴς ἐκφάντωρ, καὶ στόμα θεῖον ὄντως, Πάτερ Σωφρόνιε. 

 

Ὁ Ἅγιος Πιόνιος ὁ Μάρτυρας ὁ Πρεσβύτερος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Πιόνιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης. Ἔλεγχε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικοὺς καὶ τοὺς ἔπειθε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς ὅτι ἕνας μόνο εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων καὶ ὁ μονογενής Του Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ κήρυττε ὅτι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄπιστοι θὰ τιμωρηθοῦν καὶ θὰ παραδοθοῦν στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο. Ἔτσι συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς. Καὶ πρῶτα παραδόθηκε ἁλυσοδεμένος στὸν Πολέμωνα, τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων καὶ στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως Ἐλπίδιο. Ἔπειτα ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας, ἀνθύπατο Κοντυλιανό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν βασανίσουν. Τὸν κτύπησαν ἀνηλεῶς μέχρι θανάτου καὶ ἀφοῦ τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο, κατέκαψαν τὰ πλευρά του μὲ ἀναμμένες δάδες φωτιᾶς. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καμίνι καὶ ὁ Ἅγιος προσευχόμενος μέσα σὲ αὐτό, τελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Λιθόστρωτο, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ἡ Ἁγία Σαβίνα ἡ Μάρτυς 

Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Σαβίνας εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Τμᾶται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Πιόνιο. Ἡ κοινὴ μνήμη τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται στὸν Βατοπαιδινὸ Κώδικα ὅπου φαίνεται ὅτι ἡ Ἁγία Μάρτυς Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετὰ τοῦ Ἁγίου Πιονίου. Στοὺς δύο αὐτοὺς Μάρτυρες τῆς πίστεως συνέθεσε Κανόνα ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Θαλλὸς καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Στρατονίκη. Συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἐκραγέντα διωγμὸ ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος τῆς Λαοδικείας τῆς Φρυγίας, Ἀσκληπιοῦ. Τοὺς κρέμασαν γυμνοὺς ἐπάνω σὲ ξύλο καὶ τοὺς ξέσκισαν τὶς σάρκες. Ἐπειδὴ δέ, διεκωμώδησαν τὰ εἴδωλα, ὁ ἡγεμόνας Ἀσκληπιὸς διέταξε νὰ κρεμαστοῦν ἐπὶ σταυροῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἱ Μάρτυρες παρέδωσαν τὸ πνεῦμα. Ἦταν τὸ ἔτος 298 μ.Χ.
Οἱ Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ ναό. Ἐκεῖ προσῆλθε ἡ σύζυγος τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴ θήκη τῶν Μαρτύρων, ἀπλώνοντας πάνω σὲ αὐτὴ ὕφασμα πολύτιμο. Ἀργότερα δύο εὐσεβεῖς συμπολίτες τῶν Ἁγίων, ὁ Ζώσιμος καὶ ὁ Ἀρτέμιος, μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ γενέτειρα τῶν Ἁγίων καὶ κατέθεσαν αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὰ Λατομεῖα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Θαλλὸς καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Στρατονίκη. Συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἐκραγέντα διωγμὸ ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος τῆς Λαοδικείας τῆς Φρυγίας, Ἀσκληπιοῦ. Τοὺς κρέμασαν γυμνοὺς ἐπάνω σὲ ξύλο καὶ τοὺς ξέσκισαν τὶς σάρκες. Ἐπειδὴ δέ, διεκωμώδησαν τὰ εἴδωλα, ὁ ἡγεμόνας Ἀσκληπιὸς διέταξε νὰ κρεμαστοῦν ἐπὶ σταυροῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἱ Μάρτυρες παρέδωσαν τὸ πνεῦμα. Ἦταν τὸ ἔτος 298 μ.Χ.
Οἱ Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ ναό. Ἐκεῖ προσῆλθε ἡ σύζυγος τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴ θήκη τῶν Μαρτύρων, ἀπλώνοντας πάνω σὲ αὐτὴ ὕφασμα πολύτιμο. Ἀργότερα δύο εὐσεβεῖς συμπολίτες τῶν Ἁγίων, ὁ Ζώσιμος καὶ ὁ Ἀρτέμιος, μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ γενέτειρα τῶν Ἁγίων καὶ κατέθεσαν αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὰ Λατομεῖα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλῆς καὶ Ζωσιμᾶς οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἡρακλῆς καὶ Ζωσιμᾶς μαρτύρησαν στὴν Καρθαγένη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Σύριοι Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς τοῦ ὄρους Σινᾶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.). Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπὶ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πέτρου Α’ (524 – 552 μ.Χ.), χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινά! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Πέτρος τὸν εἶδε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν κάλεσε στὴν Τράπεζα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος δὲν πῆγε, ὁ Πατριάρχης ἔγραψε παραπονούμενος στοὺς Σιναΐτες Πατέρες, χαρακτηρίζοντας τὸν ὡς ἀπειθή. Ἀλλὰ οἱ Σιναΐτες Πατέρες καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος τὸν βεβαίωσαν ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα χρόνια ἀσκούμενος δὲν ἐξῆλθε τοῦ Σινᾶ, οὔτε ποτὲ μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα.

Πῶς, ὅμως, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἐξῆλθε ποτὲ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, τὸν εἶδε ὁ Πατριάρχης στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατήγγειλε γιὰ ἀπείθεια τὸν καλὸ ἀσκητή; Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκλήφθηκε ὡς μέγα χάρισμα, τὸ ὁποῖο δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ὅσιο.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ βασιλεὺς

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε τὸ ἔτος 570 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Ρίντερχ Χέελ, τοῦ Στρὰθ Κλάιντ καὶ τῆς βασιλίσσης Λανγκουορέφης. Καθοδηγήθηκε στὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κολούμπα καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθόδοξης πίστης στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἰρλανδία. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 640 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἐν Κορδούῃ Ἱσπανίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν πόλη Κορδούη τῆς Ἱσπανίας κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Τὰ χρόνια ὅμως ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα. Ἡ ἀραβικὴ κατοχὴ τῆς χώρας (711 μ.Χ.) εἶχε ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἦταν διαιρεμένη σὲ τρεῖς ἐπαρχίες μὲ εἴκοσι ἐννέα Ἐπισκόπους καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀνταπεξέλθει στοὺς διωγμοὺς τῶν Μωαμεθανῶν κατακτητῶν ἀλλὰ καὶ στοὺς ἐκ τῶν ἔσω πειρασμούς, ὅπως οἱ αἱρέσεις. Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἐπιδρομῆς τῶν ἀλλοφύλων ἐγκαταστάθηκαν στὴν Γαλλία μεταφέροντας μαζί τους τὸ βησιγοτθικὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα καὶ τὸ μοζαραβικὸ τυπικό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν Ἱσπανία, ἡ μοζαραβικὴ Ἐκκλησία διατήρησε τὴν παράδοση καὶ τὴν ὀργάνωσή της μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς «πλήρους ἐπανακτήσεως» (15ος αἰώνας μ.Χ.), ὁπότε, δυστυχῶς, ἡ σχισματικὴ Ρώμη εἶχε πιὰ ἐπιβάλει παντοῦ στὰ ἐπανακτώμενα μέρη μαζὶ μὲ τὴ λατινικὴ παράδοση καὶ τὸ τυπικὸ καὶ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία της.

Καρπὸς τῶν διωγμῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀραβοκρατίας, ὑπῆρξε ἡ παρουσία πολλῶν Μαρτύρων. Ἡ Κορδούη, τόπος ἰσλαμικῆς λατρείας μὲ τὸ μεγάλο τέμενος τῶν χιλίων καὶ ἑνὸς κιόνων, πῆρε τὴν πρώτη θέση στὸ ἱσπανικὸ μαρτυρολόγιο τοῦ 9ου αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Εὐλόγιος εἶχε μελετήσει σὲ βάθος τοὺς Πατέρες, τὴν Παράδοση καὶ τὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως σύμφωνη μὲ τὰ ὅσα μελετοῦσε καθημερινὰ καὶ δίδασκαν οἱ Θεῖες Γραφές. Ἡ ἄσκηση, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία, καθάριζαν τὴν ψυχή του, ποὺ ἔλαμπε ὡς φωτεινὸς λύχνος διαλύοντας τὰ σκοτάδια τῆς ἀπιστίας. Τὸ ἔτος 850 μ.Χ. ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Οἱ Μαυριτανοὶ ἀγρίεψαν. Ὁδηγημένοι ἀπὸ ἕναν ἀποστάτη Ἐπίσκοπο συνέλαβαν καὶ ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς Κορδούης μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους. Μέσα στὴν φυλακὴ ὁ Εὐλόγιος ἔδινε θάρρος στοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἀντέξουν μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴ δοκιμασία. Τὰ λόγια του ἐκεῖνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, νὰ ὑποστοῦν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸ μαρτύριο, λίγο μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸ ἔτος 851 μ.Χ. Οἱ δύο παρθένες πέρασαν στὸ Ὀρθόδοξο Μαρτυρολόγιο ἀνώνυμα, ὅμως τὰ ὀνόματά τους τὰ γνωρίζει ὁ Ἀγωνοθέτης καὶ Στεφανωτής τους Χριστός. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος συνέταξε τὸ Συναξάριό τους, γιὰ νὰ προτρέψει καὶ τοὺς ἄλλους διωκόμενους Χριστιανοὺς νὰ τὶς μιμηθοῦν. Τὰ γραπτὰ καὶ προφορικά του κηρύγματα κράτησαν πολλοὺς Χριστιανοὺς στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τοὺς διεφύλαξαν ἀπὸ τὴν ἀποστασία καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα ὁ Ἅγιος συνέγραψε τρία βιβλία μὲ τὶς πράξεις καὶ τὸ τέλος τῶν Νεομαρτύρων τοῦ διωγμοῦ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.

Ὅλα αὐτὰ συνετέλεσαν, ὥστε ὁ Εὐλόγιος νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ πιὸ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα τοῦ καιροῦ του καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἐκλέξει στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα τὸ ἔτος 858 μ.Χ. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος Κορδούης, πρὶν ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του, πρὶν γίνει ἡ ἐνθρόνισή του, συνελήφθη καὶ πάλι καὶ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακή. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι περιέθαλψε καὶ ἔκρυψε μία νεαρὴ Χριστιανή, τὴν Λεωκρητία, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ ἀσπαστεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Εὐλόγιος κατηγορήθηκε ὄχι μόνο γιὰ ἀπαγωγή, ἀλλὰ καὶ γιὰ διαφθορὰ τῆς νεαρῆς Λεωκρητίας. Στὴν ἀπολογία του εἶπε πὼς κανεὶς ποιμένας δὲν ἀρνήθηκε τὴν συμπαράστασή του σὲ ὁποιοδήποτε μέλος τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀκόμη κάτι πιὸ σημαντικό: τὸ καθῆκον τοῦ ἱερέως τοῦ Χριστοῦ εἶναι νὰ διδάξει στοὺς πιστοὺς πὼς ἂν ἔχουν νὰ διαλέξουν μεταξὺ Θεοῦ καὶ γονέων, νὰ διαλέγουν τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος δὲν σταμάτησε ἐκεῖ. Πρότεινε στὸν Μουσουλμάνο δικαστὴ νὰ συζητήσουν, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει τὴν ἀπάτη τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ.

Ὁ Ἅγιος, μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁδηγήθηκε στὸ συμβούλιο τῆς αὐλῆς τοῦ κατακτητοῦ βασιλέως καὶ ἐκεῖ συνέχισε πάλι, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρρησία, τὴ χριστιανικὴ ἀπολογητική του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ καταδικαστεῖ σὲ θάνατο διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Στὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος δέχθηκε, ὅπως καὶ ὁ Κύριός του στὸν δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθά, ἕνα ράπισμα ἀπὸ ἕναν εὐνοῦχο τῆς συνοδείας τῶν δημίων του. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔστρεψε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Ὁ ἄπιστος κτύπησε καὶ πάλι γιὰ δεύτερη φορά.

Στὴν συνέχεια, σιωπηλὰ πάντοτε καὶ προσευχόμενος γιὰ τοὺς διῶκτες του καὶ τὸ λαό του, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ δημίου. Πλῆθος Ἀγγέλων ὁδήγησε τὴν ψυχή του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ ἔτος 859 μ.Χ.
Ἡ Λεωκρητία ἀποκεφαλίσθηκε τὴν ἑπόμενη Τετάρτη, ὅπως διασώζουν τὰ Συναξάρια καὶ πρόσθεσε ἕνα ἀκόμη στέφανο δόξας στὸ Μαρτυρολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεοφανὴς ὁ ἐν Διϊπίῳ 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα ἤκμασε ἐπὶ Ἰωάννου Α’ τοῦ Τσιμισκῆ (969 – 976 μ.Χ.), κατὰ δὲ τὸν Κώδικα τῆς Βιέννης ἐπὶ Ρωμανοῦ καὶ Κωνσταντίνου τῶν Πορφυρογέννητων (956 – 963 μ.Χ.). Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὸν Λαυρεωτικὸ Κώδικα.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος εἶχε γυναίκα καὶ παιδιά, τὰ ὁποία ἐγκατέλειψε καὶ περιφερόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἀπὸ τὶς πόλεις στὴν ἔρημο, ταλαιπωρούμενος καὶ κακουχούμενος. Κατὰ τὶς τελευταῖες ἑπτὰ ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατέφυγε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Διΐπιον, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τότε ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εὐτρέπισαν γιὰ τὴν ταφή, εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι στὸ σῶμα του εἶχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, ἀπὸ τὰ ὁποία καταδαπανήθηκε ὅλο του τὸ σῶμα. Ἀφοῦ κατενόησαν ἀπὸ αὐτό, ὅτι πρόκειται περὶ ἀσκητοῦ ἀνδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα καὶ τὸν ἐνταφίασαν στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ του ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποίησε πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν σὲ αὐτὸν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου εἰς Κωνσταντινούπολη

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου, τιμᾶται στις 31 Ὀκτωβρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου μετεκομίσθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ βασίλισσα Ἄρτης 

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1210 πιθανότατα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καὶ ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικὰ στὸ Διδυμότειχο προσέφερε πολλὲς καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες στὴν αὐτοκρατορία καὶ τιμήθηκε μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τὸν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καὶ ἦταν διοικητὴς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας.

Κοντὰ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ πρῶτο φωτεινὸ παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα ποὺ θὰ χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καὶ στὴν δική τους ζωή.

Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχε καταλάβει τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐπέκτεινε τὸ κράτος του μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη.

Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὰ Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντικὴ πόλη μὲ στρατηγικὴ θέση τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια της ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα της Ἑλένη καὶ μαθαίνει καλὰ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μητέρα της ὅτι τὰ ἀληθινὰ κοσμήματα ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη, ποὺ μὲ τὸν δικό της ἀγώνα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν καὶ στὴ δική τους ζωή.

Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τὸν Μιχαὴλ Β’, ποὺ στὸν δρόμο του γιὰ τὴν Ἄρτα τὴν συναντᾶ στὰ Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.

Τὴν ζητὰ ἀμέσως σὲ γάμο, ὁ ὁποῖος καὶ τελεῖται μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα στὰ Σέρβια τὸ ἔτος 1230. Μὲ λαμπρὴ καὶ μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στὴν Ἄρτα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ λίγο Δεσπότης.

Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρὴ προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ φιλόδοξο, ἀρχίζει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρὰ δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἔνδοξη θέση ποὺ ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρὰ τὴ νεότητά της, τράπηκε σὲ ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τρυφηλὴ ζωή. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰὼβ μοναχός, τώρα πιὸ πολὺ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει νὰ ζεῖ μὲ πιὸ πολλὴ ἀρετὴ καὶ σωφροσύνη, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ ἀοργησία καὶ συμπάθεια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πραότητα καὶ γενικά, ὁλόψυχα νὰ δίδεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινὸς ἐπάνω στὴν λυχνία ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στὸν Χριστό.

Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμὲς τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς Θεοδώρας καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποτάξει τὴν ἴδια, ρίχνει τὰ φαρμακερὰ βέλη του ἐναντίων της μὲ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαὴλ παρασύρεται σὲ πορνεία καὶ ἀκολασία ἀπὸ μία Ἀρτινὴ ἀρχόντισσα, τὴν Γαγγρινή. Αὐτὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νὰ σκλαβώσει ψυχικὰ τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ βάλει μίσος ἄσπονδο στὴν καρδιά του, ἐναντίων τῆς καλῆς καὶ Ἁγίας συζύγου του. Μὲ τὴν ἐντολή του πρὸς ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καὶ συμπαράσταση πρὸς τὴν Ἁγία καὶ ὁρίζει αὐστηρὰ νὰ μὴν κάνουν λόγο γι’ αὐτὴν στὰ ἀνάκτορα, οὔτε τὸ ὄνομά της κὰν νὰ προφέρουν στὰ χείλη τους.

Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποὶ τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στὴν δόξα καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δὲν παρασύρθηκε καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα μέσα στὴν φουρτουνιασμένη συζυγικὴ ζωὴ ἡ Θεοδώρα δὲν κάμφθηκε καὶ δὲν λιποψύχησε, ἀλλὰ φάνηκε πιὸ πολὺ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.

Στὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Παρὰ τὶς συκοφαντίες καὶ τὸν διωγμό της ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἑκούσια μόνωσή της.

Χωρὶς καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μὲ τὴν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυο ἤδη – τὰ ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζὶ μὲ τὸν πρωτότοκο υἱό της, τὸ Νικηφόρο, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στὸ κρύο καὶ στὴν ζέστη, στὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, στὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καὶ κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καὶ γκρεμοὺς ἀποφεύγοντας τὴν μανία τοῦ ἄνδρα της.

Στὴν μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριὰ κοντὰ στὸν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα ποὺ μάζευε λάχανα, γιὰ νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὸ μικρό της παιδί, τὴν συναντᾶ ὁ ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ μάθει ποιὰ εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιὰ λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στὸ σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ ὅσο καὶ ἂν σπιλώνονται, ὅσο καὶ ἂν παραθεωροῦνται, δὲν ἀργοῦν νὰ φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ Δούκα Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τὴν Γαγγρινὴ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ ἀλλάξει ζωή.

Ὁ Μιχαὴλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καὶ ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νὰ βροῦν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὴν Θεοδώρα.

Πράγματι μὲ πολλὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη, μὲ ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα ὑποδέχεται τὴ νόμιμη καὶ μόνη κυρία καὶ βασίλισσα στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴ ζωή του.

Ὁ Μιχαήλ, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ σὲ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τὴν σεβάσμια καὶ περικαλλὴ μονὴ τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στὴ βόρεια καμάρα ἐξωτερικὰ ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς μετάνοιάς του, τὴν ὁποίας τὸ πανομοιότυπο καὶ τὴ μεταγραφὴ ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:

 

«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.

Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».

 

Κατὰ τὴν παράδοση καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τὴ μονὴ Παντανάσσης, κοντὰ στὴν Φιλιππιάδα καὶ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὸ Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».

Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαὴλ χαρίζει προνόμια καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ φορολογία ναοὺς καὶ μονὲς τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τοὺς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καὶ μὲ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στοὺς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μὲ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τὴ νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τὸ μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, ποὺ βρισκόταν στὴν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπὸ «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».

Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σὲ πολλὲς μονὲς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στὶς Ἁγιορείτικες μονὲς τοῦ Δοχειαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καὶ τὸ κράτος λαμπρύνονται μὲ ἔργα πίστεως καὶ φιλανθρωπίας γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ἔρχονται στὴν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Ἄννα.

Δυναμωμένη ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγὸς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καὶ μετέχει ἐνεργὰ πλέον στὴν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καὶ βάζοντας τὴν προσωπική της σφραγίδα στὴν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στὰ ἔργα εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθεῖ τὶς πολεμικὲς περιπέτειες καὶ ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τὸ ἔτος 1234 ἐνισχύουν τὴν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μὲ τὴν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τὸ 1259 – 60, μὲ τὴν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαὴλ Β’ στὴν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στὴν Βόνιτσα, Λευκάδα καὶ Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).

Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καὶ ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν λατινικὴ προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τὴν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τὸ Δεσποτάτο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε κρατήσει αὐστηρὴ ὀρθόδοξη πολιτικὴ ἐπὶ Θεοδώρου Δούκα καὶ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικὰ καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φιλενωτικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καὶ ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτικὴ τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρὰ καὶ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξη. Ὅταν δὲ τὸ ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἑνωτικὸς Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ βρίσκουν προστασία στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σὰν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καὶ τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τὸ ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στὶς Νέες Πάτρες (σημερινὴ Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καὶ ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.

Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ – τὴν διαφύλαξη δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μὲ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπεισέρχονται σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, στὸν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τὴν Ἄννα τὴν νυμφεύει μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καὶ τὴν Ἑλένη μὲ τὸν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καὶ φανατικὸ ἐχθρὸ τοῦ Πάπα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νὰ θέσει φραγμὸ στὰ σχέδια τῶν παπικῶν γιὰ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἔγιναν, νὰ ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίων τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, τὸ ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τὸ μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ὑγροσκότεινο καὶ ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπὸ τὶς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τὰ διδάχθηκε καὶ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πεθαίνει σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.

Οἱ προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Μιχαὴλ Β’ καὶ Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια ποὺ ἐπιχειρήθηκε, νὰ δοθεῖ δηλαδὴ ὡς σύζυγος στὸν υἱὸ τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τὸν Ἐρρίκο, βρῆκε τὴν Ἑλένη ἀντίθετη, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νὰ προδώσει τὴν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του, οὔτε μὲ τὴν συγκατάθεσή της σὲ τέτοιον γάμο νὰ ἐνισχύσει τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καὶ Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Δεύτερος σημαντικὸς στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καὶ ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τὴν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τὰ δύο σημαντικὰ κράτη, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σὲ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβὲς καὶ πόλεμο μεταξύ τους.

Ἔτσι, τὸ ἔτος 1249, ταξιδεύει στὴ Νίκαια μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο, τὸν ὁποῖο μνηστεύει μὲ τὴν Μαρία, ἐγγονὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τὸν Ἕβρο καὶ τελικὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μὲ λαμπρότητα στὴ Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανὸ (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στὸ Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.

Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καὶ ἀφοῦ ἑόρτασαν τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νίκαια.

Μέσα ὅμως σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό τους στὴν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.

Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως μὲ τὴν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τὴν ἀνεψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαὴλ Η’. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τὴν ἀνεψιά του μὲ λαμπρὴ συνοδεία στὴν Ἄρτα, ὅπου τὸ ἴδιο ἔτος γίνονται καὶ οἱ γάμοι.

Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολλὲς ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τὴν ζωή της στὴν προσπάθεια νὰ ξεπεραστοῦν τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».

Μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαὴλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.

Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στὸ μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινὴ μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητικὴ καὶ τὸ πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τὸ βάρος τῶν πόνων καὶ τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καὶ ἡμέρα στὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα της μὲ νηστεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ προθυμία τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιβομένους. Φροντίζει γιὰ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν καὶ μοναστηριῶν καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στοὺς Ὁσίους ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς πρὸς τοὺς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο περὶ τὰ ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχὴ μὲ ὅλη τὴν Σύγκλητο πῆγε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τὸ ἁγιασμένο του λείψανο καὶ μὲ ἐντολή της κτίσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρὸς ναΐσκος καὶ λάρνακα πρὸς τιμήν του.

Ὁ ναὸς καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μὲ τὶς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καὶ τὶς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπὸ λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῶν ἀνακτόρων.

Ἔφθασε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Θεοδώρα τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στὴν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς Ἁγίους. Θερμὰ παρακαλεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νὰ μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.

Καὶ ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, συγκεντρώνει τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Γιὰ τελευταία φορὰ τὶς συμβουλεύει μὲ ἀγάπη καὶ τὶς καθοδηγεῖ πῶς νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτὴ ποὺ ἦταν τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ δίνοντας τὶς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τὸν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1281 – 1285 μ.Χ.
Τὸ ἅγιο καὶ χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σὲ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, ἦταν υἱὸς ἐνὸς ἱερέα τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς Ἄννας. Καθὼς εἶχε συλληφθεῖ μετὰ ἀπὸ χρόνια στειρότητας, οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Θεὸ πρωτοῦ γεννηθεῖ. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια, ἀφιερωμένος στὴν μελέτη καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν εἰσήχθη στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Βγιαζίσκι, κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Εὐθύμιος.

Ἔπειτα ἀσκήτεψε ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Βαρλαὰμ τοῦ Τσυτύν. Νωρίς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Συμεών, θαυμάζοντας τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου, τὸν διορίζει γενικὸ οἰκονόμο καὶ τὸ ἔτος 1429 ἐπιλέγεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως. Συνέχισε, παρ’ ὅλα αὐτά, νὰ ζεῖ αὐστηρὴ μοναστικὴ ζωὴ προσευχῆς καὶ μετάνοιας, παρέχοντας μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια βοήθεια στοὺς ἄπορους καὶ ἐπιδεικνύοντας καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία μὲ τὴν ἀνέγερση καὶ ἁγιογράφηση ναῶν, τὴν ἀντιγραφὴ ἱερῶν κωδίκων καὶ βιβλίων.

Λίγο καιρὸ προτοῦ πεθάνει ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωνᾶ, ἐπικαλούμενος τὴ συγχώρηση γιὰ τὴ «μεγάλη ἀνυπόφορη ἀδυναμία» του στὸν κόσμο καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Βγιαζίσκι, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1458.
Ἡ ἁγιοποίησή του ἔγινε τὸ ἔτος 1547. Τὸ εἰκονογραφικὸ ἐγχειρίδιο τὸν ἀπεικονίζει «γκριζομάλλη, μὲ γενειάδα σὰν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ πιὸ ἀραιή, μὲ τὸν σκοῦφο καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ ἐνδυμασία, τὸ ὠμοφόριο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ἅγιος Παῦλος τσάρος τῆς Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Παῦλος (Πέτροβιτς), αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1754. Ἦταν υἱὸς τοῦ δολοφονηθέντος τσάρου Πέτρου Γ’ καὶ τῆς Αἰκατερίνης Β’, ἀλλὰ διατελοῦσε πάντοτε ὑπὸ τὴν δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἀναγνώρισε αὐτὸν ὡς υἱό του. Τὸ ἔτος 1773 νυμφεύθηκε τὴν πριγκίπισσα τῆς Ἕσσης – Δαρμστάτης καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, τὸ 1776, τὴν πριγκίπισσα Δωροθέα τῆς Βυρτεμβέργης.
Ὅταν στὶς 19 Νοεμβρίου 1796 διαδέχθηκε τὴν μητέρα του, ἄρχισε τὴν βασιλεία του διὰ τῆς ἀκυρώσεως τοῦ περὶ διαδοχῆς οὐκαζίου τοῦ Μεγάλου Πέτρου καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κληρονομικῆς ἀρχῆς κατὰ τάξιν πρεσβειῶν ἀπὸ ἄρρενος πρὸς ἄρρενα. Ἐπιχείρησε, ἐπίσης, τὴ μεταρρύθμιση τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν, τὰ ὁποία εἶχαν διαταράξει οἱ διαρκεῖς πόλεμοι καὶ ἡ σπατάλη τῆς αὐλῆς. Οἱ διαταγὲς καὶ ἀποφάσεις του εἶχαν δυσαρεστήσει τὴν αὐλή του, ἡ δὲ Ρωσικὴ ἀριστοκρατία ἀποδοκίμαζε τὴν πολιτεία αὐτοῦ. Ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως κόμης Πάχλεν ἔγινε ἡ ψυχὴ τῆς συνωμοσίας. Τὴ νύχτα τῆς 23ης πρὸς τὴν 24η Μαρτίου 1801 εἰσῆλθαν στὸν κοιτώνα τοῦ τσάρου ἀξιωματικοὶ τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ξίφους ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ ὑπογράψει πράξη παραιτήσεως. Ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε καὶ στραγγαλίσθηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Διδάσκαλος Ἐπίσκοπος Βράτσης τῆς Βουλγαρίας

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1739. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1813.
Ἡ Συνοδικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας στὶς 31 Δεκεμβρίου 1964.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Βλαδίμηρος Ἰβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1840 στὸ Κίεβο ἀπὸ μία εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἦταν ἐκ γενετῆς μουγκός, θεραπεύθηκε ὅμως κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλάρετο, Ἐπίσκοπο Κιέβου († 19 Νοεμβρίου). Ἀπὸ βρέφος ἔλαβε ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡ μητέρα του τὸν δίδαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ γενναιοδωρία πρὸς τοὺς πτωχούς, τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Μὲ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἐστάλη ἀπὸ τὴν μητέρα του στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀπὸ τὸ 1853 ἔζησε ἐκεῖ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, ρόλο σημαντικὸ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του ἔπαιξε καὶ ὁ Παρθένιος τοῦ Κιέβου.  Τὸ ἔτος 1857, πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἔγινε ἐπίσημα δεκτὸς ὡς δόκιμος στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1872 ἔλαβε τὸ μικρὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος καὶ τὸν ἴδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ ἔτος 1875 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐξομολογήσεως στοὺς διάφορους ναοὺς τῆς Λαύρας.

Εἶχε τὴν φήμη τοῦ Προφήτου, ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὶς συκοφαντίες διαφόρων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν γιὰ κλέφτη, χωρὶς νὰ χάσουν τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἀποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες καὶ νὰ τὸν κυνηγήσουν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.

Γιὰ νὰ παύσουν ὅλα αὐτά, τὸ ἔτος 1891, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ἴδια Λαύρα καὶ τὸ ἔτος 1895 στὴν ἔρημο τοῦ Γκολοσέεβο, ὅπου προσέτρεχαν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν πνευματικὲς συμβουλές, πιστοὶ ἀπὸ ὅλη τὴν Οὐκρανία, τὴν Ἁγία Πετρούπολη, τὴν Μόσχα, τὰ Οὐράλια, τὸν Καύκασο καὶ τὴν Σιβηρία. Ἀκόμα καὶ Ἐπίσκοποι, συγκεκριμένα οἱ Μητροπολίτες τοῦ Κιέβου, εἶχαν Πνευματικὸ τὸν Ἅγιο.

Στὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως ὁ Ὅσιος ἄφηνε πάντοτε τὰ ἴχνη τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Προκειμένου νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ὑπακοή, ἐνεργοῦσε μὲ ὅπλο τὴν προσευχή. Εἶχε τὴν φήμη τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκα καὶ εἶχε ἐπιδοθεῖ σὲ ἀναρίθμητα ἔργα φιλανθρωπίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1917 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο Γκολοσέεβο. Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο ἐκφράστηκε ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του καὶ ὁ τάφος του παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ σκληρὰ χρόνια τῶν διωγμῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr