Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας πιθανῶς τὸ 308 μ.Χ. ἢ καὶ ἐνωρίτερα. Ἤκμασε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ. Ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία διδάχθηκε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειράς του Ἰάκωβο (309 – 364 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε νὰ λάβει μεγαλύτερο ἀξίωμα. Ἀκολούθησε πολὺ νωρὶς τὸν μοναχικὸ βίο καὶ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Παρακλήτου ἔγραψε πάρα πολλὰ συγγράμματα πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς οἰκοδομῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ θαυμάζεται γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ κάλλος τῶν ἔργων του. Γνώστης ἀκριβὴς ὅλων τῶν δογματικῶν θεμάτων, ἤξερε νὰ καταπολεμᾶ τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ὑπερασπίζει μὲ θαυμάσια σαφήνεια τὴν Ὀρθοδοξία. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ κατατρόπωσε σὲ διάλογο τὸν αἱρετικὸ Ἀπολλινάριο καὶ ὁδήγησε πολλοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρώα εὐσέβεια.

Ὅταν, διὰ τῆς συνθήκης τοῦ ἔτους 363 μ.Χ., ποὺ ὑπέγραψε ὁ διάδοχος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, Ἰοβιανὸς (363 – 364 μ.Χ.), ἡ Νίσιβης παραδόθηκε στοὺς Πέρσες, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ ἦλθε στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἀσκήτεψε σὲ παρακείμενο ὄρος. Τὸ ἔτος 370 μ.Χ. ἐπισκέφθηκε τὸν Μέγα Βασίλειο στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ λίγο ἀργότερα τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 373 μ.Χ. καὶ ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας, στὴν περιοχὴ Φιλοξένου, κοντὰ στὴν ἀγορά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι· ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου ῥυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τὴν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις Ἐφραίμ, δάκρυα κατανύξεως· πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρὸς μετάνοιαν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ὑποφήτην θεορρήμονα

Καὶ μετανοίας ἀληθῶς σάλπιγγα ἔνθεον

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.

Ἀλλ’ ὡς θεῖος θεωρὸς Χριστοῦ τοῦ βήματος

Ἐν τῇ κρίσει ἀκατάκριτόν μεφύλαξον,
Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ Ἐφραὶμ σοφέ.

 

Μεγαλυνάριον.
Σάλπιγγι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, πρὸς ἔνθεον φόβον, διεγείρεις πᾶσαν ψυχήν· σὺ γὰρ τῆς δευτέρας, τοῦ Λόγου ἐμφανείας, τὸν τρόπον προσημαίνεις, Ἐφραὶμ Πατὴρ ἡμῶν.

Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος

Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Ἤμμη (ἢ Ἴμμαι). Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ κλείσθηκε μέσα μὲ ἀγρυπνία, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔτσι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματά του, τὸ ὁποῖο διηγεῖται ὁ Θεοδώρητος Κύρου, στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς:

Κάποιοι ληστὲς ἔριξαν πρὸς τῆς θύρας τοῦ Ὁσίου ἕναν πλούσιο ἔμπορο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ λήστεψαν, τὸν ἔσφαξαν. Ὅταν ξημέρωσε καὶ ἔγινε γνωστὸ τὸ ἔγκλημα, ὅλοι θεώρησαν ἔνοχο γιὰ τὴν σφαγὴ τοῦ ἐμπόρου τὸν Ὅσιο. Ὅμως, ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρό. Ἐκεῖνος, μόλις ἀναστήθηκε ὑπέδειξε τὸν φονιὰ καὶ δήλωσε ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ προαναφερθὲν σὲ αὐτὸν ἔγκλημα. 
Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος Παλλάδιος ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως σκάμμασιν, ἀνακαθάρας τὸν νοῦν, δοχεῖον ὑπέρτιμον, τῆς ἐνεργείας Θεοῦ, ἐδείχθης Παλλάδιε· ὅθεν τὸν φονευθέντα, προσευχῇ ἀνάστησας, ἔδειξας θεοφόρε, τὴν πλουσίαν σου χάριν· Χριστὸς γὰρ ὃν ἐδόξασας, λαμπρῶς σε ἐθαυμάστωσε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει Ὅσιε, Χριστὸν δοξάσας, παρ’ αὐτοῦ ἀπείληφας, τὴν τῶν θαυμάτων δωρεάν, πνευματοφόρε Παλλάδιε, ἡμῖν πταισμάτων αἰτούμενος ἄφεσιν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ἀγγέλων ὁ μιμητής, Παλλάδιε Πάτερ, καὶ Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν θεῖος προστάτης, καὶ πρέσβυς καὶ μεσίτης, ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητὴς 

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε ἐπὶ δέκα πέντε χρόνια σὲ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὴν κωμόπολη Πορφυρεώνη. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση καὶ κακουχία.

Κάποτε μερικοὶ ἀκόλαστοι καὶ φθονεροὶ ἄνθρωποι ὁδήγησαν στὸν Ὅσιο μία πόρνη. Αὐτή, ἀφοῦ μὲ δόλο κατόρθωσε νὰ εἰσέλθει στὸ κελί του, τὸν προκαλοῦσε νὰ διαπράξει ἁμαρτία μαζί της. Ἐκεῖνος ὅμως τῆς ὑπενθύμισε τὴν τιμωρία τοῦ μέλλοντος πυρός. Ἔτσι, τὴν ἔκαμε νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά της, νὰ μετανοήσει, νὰ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς καὶ νὰ ἀκολουθήσει πλέον ἀναγεννημένη πνευματικὰ τὸν Χριστό.

Ἐπειδὴ ὅμως κανένας δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὶς ἐνέδρες τοῦ διαβόλου, συνέβη καὶ ὁ Ὅσιος αὐτὸς νὰ πέσει σὲ μεγάλο παράπτωμα, γιὰ νὰ γίνει παράδειγμα σὲ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὁδηγὸς πρὸς μετάνοια.

Νά, λοιπόν, τί συνέβη: Κάποιος ἄνθρωπος ἐπιφανὴς εἶχε μία θυγατέρα δαιμονισμένη, τὴν ὁποία πῆγε στὸν Ὅσιο νὰ τὴν θεραπεύσει. Ἐκεῖνος προσευχήθηκε καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε καὶ ἄφησε ἐλεύθερη τὴ νέα. Ὁ πατέρας της ὅμως, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως καὶ πάλι τὸ δαιμόνιο ἐνοχλήσει τὴν θυγατέρα του, τὴν ἄφησε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου. Γιὰ συντροφιά της ἄφησε ἐκεῖ καὶ τὸ νεότερο ἀδελφό της. Ὁ ἀσκητὴς ὅμως Ἰάκωβος νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ διέφθειρε τὴ νέα. Καὶ στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ γνωστοποιηθεῖ ἡ μυσαρή του πράξη καὶ ἐξευτελισθεῖ, φόνευσε καὶ τὴ νέα καὶ τὸν ἀδελφό της καὶ ἔριξε τὰ σώματά τους στὸ ποτάμι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά.

Ὕστερα ἀπὸ τὰ φοβερὰ αὐτὰ ἐγκλήματα ποὺ διέπραξε, ἔχασε κάθε ἐλπίδα γιὰ σωτηρία καὶ τοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἀκατάσχετη ἐπιθυμία νὰ ἀφήσει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἐπανέλθει στὸν κόσμο. Στὸ δρόμο ὅμως τὸν συνάντησε κάποιος εὐλαβὴς μοναχός, στὶς παραινέσεις τοῦ ὁποίου πειθάρχησε ὁ Ὅσιος, ποὺ ἀποφάσισε νὰ κλειστεῖ μέσα σὲ ἕνα τάφο καὶ νὰ ὑπομείνει κάθε σκληραγωγία. Ἐκεῖνο τὸν χρόνο σημειώθηκε στὴ χώρα μεγάλη ξηρασία καὶ ὁ Θεὸς κατὰ θαυμαστὸ τρόπο μήνυσε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ὅτι, ἂν δὲν προσευχηθεῖ ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ποὺ διαμένει στὸν τάφο, δὲν θὰ λάβει τέλος ἡ ἀνομβρία. Ἀμέσως λοιπόν, τότε ὁ Ἐπίσκοπος ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν λαὸ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ, γιὰ νὰ ἀνοίξουν οἱ κρουνοὶ τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Ὅσιος, μετὰ ἀπὸ τὴν παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου, προσευχήθηκε μὲ ἄκρα ταπείνωση καὶ βαθιὰ πίστη στὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του, διότι, ἂν καὶ εἶχε διαπράξει βαρύτατα ἁμαρτήματα, εἶχε εἰλικρινὰ μετανοήσει καὶ ἔστειλε πλούσια τὴν βροχὴ στὴ γῆ.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔδωσε στὸν Ὅσιο τὴν ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς τὸν συγχώρεσε. Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ συνέχισε τὸν ἐπίπονο ἀσκητικό του βίο. 
Ἔτσι ἀγωνιζόμενος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἁγίες Δύο Μάρτυρες Μητέρα καὶ Θυγατέρα

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν διὰ ξίφους, οἱ δύο γυναῖκες μάρτυρες, ἡ μητέρα μὲ τὴν θυγατέρα της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Χάρις ἡ Μάρτυς

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε κόβοντάς της τὰ πόδια, ἡ Μάρτυς Χάρις.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος Ἐπίσκοπος Νινευΐ 

Ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐγγαρία, ἀλλὰ ἔζησε στὴν πόλη Ροστὼβ τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκηπα Βόριδος Βαλντιμίροβιτς. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1015.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ τοῦ Νοβοτόρζσκϊυ γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τορζόκ.
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1053.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τῆς Τότμα 

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰουλιανός. 

Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Τότμα καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ὁσιακὲς μορφὲς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1568.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Κιέβου

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ γεννήθηκε στὸ Κίεβο καὶ ἦταν οἰκονόμος τοῦ πρίγκιπα τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβου, υἱοῦ τοῦ Γιαροσλάβου (1054 – 1068). Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος διάβολος ἐφρύαξε βλέποντας νὰ πληθύνεται ἡ οἰκογένεια τῶν μοναχῶν. Ἔκανε, λοιπόν, τὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο νὰ ὀργισθεῖ καὶ νὰ προκαλέσει πολλὲς θλίψεις στοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ἡ δοκιμασία πέρασε, ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἐπισκεφθεῖ ἁγίους τόπους ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Παλαιστίνη. Ἤθελε νὰ προσκυνήσει τὰ μέρη ποὺ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔζησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Ἐπιστρέφοντας στὴν Λαύρα τοῦ Κιέβου ἔφερε τὸ μοναστικὸ τυπικὸ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐξελέγη περὶ τὸ 1090, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλὰβ καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1098 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Κιέβου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr