Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μελιτινῆς 

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλθηκε στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ συνελήφθη ἀπὸ αὐτούς. Ἀφοῦ δέθηκε, ὁδηγήθηκε στὸν Μαρκιανό, τὸν ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε διεξοδικὴ ἀναφορὰ στὴν Θεότητα καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Στηλίτευσε δὲ καὶ χλεύασε τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν καὶ τὴν πλάνη τους. Ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς στάσης, ἀφοῦ βασανίσθηκε, κλείσθηκε στὴν φυλακή.

Ὁ Μαρκιανὸς ἀνήγγειλε στὸν βασιλέα Δέκιο τὰ γενόμενα. Αὐτὸς διέταξε νὰ ἀπολύσουν τὸν Ἅγιο ἀτιμώρητο καὶ ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε ὁ Ἅγιος, περιέφερε στὴν σάρκα του τὰ σημάδια τοῦ Χριστοῦ, φωτίζοντας καὶ ὁδηγώντας πολλοὺς στὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μὲ θαύματα καὶ διδάγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες ἐν Κρήτῃ

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος μαρτύρησε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Κρήτη. Στὸ α’ στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ ὑπάρχει πληροφορία περὶ τοῦ μαρτυρίου τῆς συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…». Στὸ α’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος γίνεται λόγος περὶ μαρτυρίου καὶ τῶν τέκνων του. Προφανῶς ἔχουμε περίπτωση οἰκογενειακοῦ μαρτυρίου ἀνάλογο πρὸς ἐκείνου τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Εὐσταθίου ( 20 Σεπτεμβρίου) καὶ τοῦ Ἁγίου Ἑσπέρου ( 2 Μαΐου). Πιθανότατα οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr    

Οἱ Ἅγιοι Μένανδρος καὶ Σαβίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς τριάντα ὀκτῶ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μένανδρος καὶ Σαβίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τριάντα ὀκτὼ Μάρτυρες Χριστιανούς, ἦταν στρατιῶτες στὴν χώρα τῶν Καππαδόκων, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὅταν πληροφορήθηκαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ( 9 Μαρτίου) καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἀγωνίσθηκαν, ἔνιωσαν ζῆλο καὶ οἱ ἴδιοι καί, ἀφοῦ ἔριξαν τὰ ὅπλα μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, μὲ μεγάλη φωνὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἑαυτοὺς τους ἀληθινοὺς δούλους Αὐτοῦ. Τότε συνελήφθησαν καὶ γυμνώθηκαν. Τόσο δὲ πολὺ τοὺς κατέγδαραν τὶς σάρκες ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῶν ραβδιῶν, ὥστε μόλις καὶ μετὰ βίας νὰ μποροῦν νὰ θεωροῦνται ὡς ἰδέα ἀνθρώπων. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴν φυλακὴ χωρὶς φροντίδα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ τοὺς ἔσυραν ἔξω μὲ δεμένα τὰ χέρια καὶ τὰ κεφάλια μὲ σιδερένιες θηλιές, παρουσιάσθηκαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο ζήλεψαν, εἰσῆλθαν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ὅσιος Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου 

Ὁ Ὅσιος Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 909 ἢ 912 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς ἦταν ἀσκητής. Μὲ τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα εὐαρέστησε τὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ λέγει γιὰ τὸν Ὅσιο: «Ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως παθῶν πυρκαϊάν, ἱερέ, ἀποσβέσας καθαρώτατον Χριστοῦ σκεῦος, πάτερ, ἐδείχθηκε. Δι’ ὃ καὶ Ἀγγέλοις τῷ θείῳ θρόνῳ παρίσταται».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας ( 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Μόσχα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.

Μὲ μὶα πρώτη νίκη ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320 – 1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.

Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.

Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὸ χάνη τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.

Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.

Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζὰν καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433 – 1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς διάδοχός του. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.

Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.

Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασωζόταν, διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία.

Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν Ρώμη.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση, διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς καταστάθηκε Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας, θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του.
Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1461.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας 

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ ( 2 Σεπτεμβρίου).

Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ

Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr