Η περιτομή του Κυρίου
Και υπέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον καθώς ελάληθη προς αυτούς. Και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίν, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία. Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό. Και επορεύοντο οι γονείς αυτού καιτ’ έτος εις Ιεροσόλυμα τη εορτή του Πάσχα.
Και ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβάντων αυτών εις Ιεροσόλυμα κατά το έθος της εορτής. Και τελειωσάντων τας ημέρας, εν τω υποστρέφειν αυτούς υπέμεινεν Ιησούς ο παις εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνω Ιωσήφ και η μήτηρ αυτού. Νομίσαντες δε αυτόν εν τη συνοδεία είναι, ήλθον ημέρας οδόν και ανεζήτουν αυτόν εν τοις συγγενέσι και εν τοις γνωστοίς. Και μη ευρόντες αυτόν υπέστρέψαν εις Ιερουσαλήμ ζητούντες αυτόν. Και εγένετο μεθ’ ημέρας τρεις εύρον αυτόν εν τω ιερώ καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς, εξίστατο δε πάντες οι ακούοντες αυτου επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού. Και ιδόντες αυτόν εξεπλάγησαν, και προς αυτόν η μήτηρ αυτού είπε: «τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; Τι ότι εζητείτε με; Ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε». Και είπε προς αυτούς:«Ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;» Και αυτοί ου σύνηκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς. Και κατέβη μετ’ αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ, και ήν υποτασσόμενος αυτοίς, και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής. Και ο Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις». (Λουκάς 2,20-21 και 2, 40-52)
Απόδοση στα νεοελληνικά
Οι βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν, ήταν όλα όπως τους είχαν ειπωθεί. Όταν συμπληρώθηκαν οχτώ ημέρες, έκαναν στο παιδί περιτομή και του έδωσαν το όνομα Ιησούς, όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος προτού ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της μάνας του.Κάθε χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του Ιησού πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα. Όταν έγινε 12 χρόνων, ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα στη γιορτή όπως συνήθιζαν. Όταν τελείωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω, το παιδί ο Ιησούς παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ και η μητέρα του. Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των προσκυνητών, περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και στους γνωστούς. Δεν τον βρήκαν, όμως, και γύρισαν στα Ιεροσόλυμα να τον αναζητήσουν. Τον βρήκαν ύστερα από τρεις ημέρες στο ναό καθισμένο ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις του. Μόλις τον είδαν οι γονείς του απόρησαν, και η μητέρα του τού είπε: «Παιδί μου, γιατί μας το έκανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία». Ο Ιησούς τους απάντησε: « Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;» Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε. Ο Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους με υπακοή. Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια. Ο Ιησούς μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η χάρη που είχε ευαρεστούσε το Θεό και τους ανθρώπους. (Λουκάς 2,20-21 και 2, 40-52)
Ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής
Η περιτομή κατά την Παλαιά Διαθήκη γινόταν σε όλα τα αρσενικά παιδιά των Εβραίων την όγδοη μέρα από τη γέννησή τους. Η περιτομή εκτός από λόγους υγείας σήμαινε βαθύτερα την περιτομή και περικοπή από την καρδιά κάθε κακού, που δεν είναι αρεστό στο Θεό. Ο Ιησούς Χριστός δεν είχε ανάγκη την περιτομή αφού δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά Θεάνθρωπος. Υπέμεινε όμως όλες τις ταπεινώσεις του ανθρώπου, για να υπάκουσε στο Νόμο και να υψώσει τον άνθρωπο. Η γιορτή της περιτομής είναι από τις μικρές δεσποτικές εορτές και γιορτάζεται 8 ημέρες από τα Χριστούγεννα. Δεν πρέπει να συνδέουμε την γιορτή της περιτομής με την εορτή του Αγίου Βασιλείου. Η γιορτή της περιτομής του Χριστού μπορεί να συνδεθεί με την Κυριακή του Θωμά. Και οι δύο εορτάζονται 8 ημέρες μετά από κάποιο σημαντικό γεγονός. Η μία αποτελεί τη βεβαίωση της τέλειας ενανθρώπησης του Χριστού, ενώ η άλλη αποτελεί τη βεβαίωση της Ανάστασης του Χριστού.
Ο χρόνος κατά τον Μέγα Βασίλειο
Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που, προ ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.
Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά σταυλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική μπορεί ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν»[1]
Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!
Αρχιμ. Ε.Ο.
[1] Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24