Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἦταν γιὸς τοῦ Σωβὰκ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θέσβη τῆς περιοχῆς Γαλαάδ, καὶ ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἀαρῶν.
Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε μία θεία ὀπτασία: Δυὸ ἄνδρες λευκοφορεμένοι τὸν ὀνόμαζαν Ἠλία, τὸν σπαργάνωναν μὲ φωτιὰ καὶ τοῦ ἔδιναν φλόγα νὰ φάει. Τότε ὁ πατέρας του, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀφοῦ περιέγραψε τὴν ὀπτασία στοὺς ἱερεῖς, ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν ἐρμηνεύοντας τὴν ὀπτασία, ὅτι ὁ γιὸς του θὰ γίνει προφήτης καὶ θὰ κρίνει τὸ Ἰσραὴλ μὲ δίκοπο μαχαίρι καὶ φωτιά.
Ὁ Προφήτης ἄσκησε τὸ προφητικό του χάρισμα ἐπὶ 25 ἔτη. Προεῖπε γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ 816 χρόνια πρίν. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ πίστη του, ποὺ κατέβασε τρεῖς φορὲς φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, σταμάτησε τὴν βροχὴ καὶ ἀνάστησε νεκρούς. Μὲ τὴν φωτιὰ μάλιστα ἔκαψε τοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχε στείλει ὁ βασιλιὰς Ὀχοζίας γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
Στὸ ὅρος Χωρὴβ εἶδε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διέσχισε τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν μυλωτή του καὶ τέλος ἀνελήφθη μὲ ἅρμα πυρός. Ἐπίσης παρέστη στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν, βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόρρυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Μεγαλυνάριον. Ζήλῳ οὐρανίῳ πυρποληθείς, φλέγεις τὴν ἀπάτην, ὡς πυρίπνους καὶ ζηλωτής· ὅθεν ἀνυψώθης, ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ὦ Ἠλιοὺ Προφῆτα, πρὸς βίον ἄφθαρτον