ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(Ἰωάννου τῆς Κλίμακος)

εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ  Δ΄  ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Ἰωάννου τῆς Κλίμακος)
(Μρκ. 9, 17-31)
 
«᾿Εγένετο δὲ ἐν τῇ ἐξῆς ἡμέρᾳ κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτὸν ὄχλος πολύς», τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος, ὅπου μεταμορφώθηκε ὁ Κύριος, τὸν ὑποδέχθηκε κόσμος πολύς. ᾿Ανάμεσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, βρέθηκε κι᾿ ὁ πατέρας τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ. Βαθιὰ πονεμένος ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου νέου πλησιάζει τὸν Κύριο, πέφτει στὰ γόνατα. ῾Ιστορεῖ τὴν τραγικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ του, περιγράφει μὲ ἀβάσταχτο πόνο τὰ ὅσα ἔκανε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου. ᾿Αναφέρει τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν του νὰ τὸ θεραπεύσουν, τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ γιατρέψει τὸ ἄρρωστο παιδί του. ῾Ο Χριστὸς, πρὶν κάνει τὸ θαῦμα, ζητᾶ πίστη, γιατὶ «πάντα δυνατὰ τῶ πιστεύοντι». Κι᾿ ὁ δυστυχὴς πατέρας μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀναφωνεῖ: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Παλεύει, ὅπως ὅλοι μας, ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία, ἀνάμεσα στὴν ἔντονη ἐπιθυμία μας νὰ παρουσιαστοῦμε ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη πίστη, καὶ τὴν εἰλικρινή διαπίστωση ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἐλλιπής. Γνωρίζουμε ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία μας ἡ πίστη εἶναι ἀπαραίτητη. ῾Η πίστη εἶναι βέβαια δῶρο τῆς θείας χάριτος, ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τῆς θείας δωρεᾶς εἶναι συνάμα καὶ ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία «ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ᾿ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ᾿ αὐτόν».
Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ δαιμονικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ κόσμου σὲ κάθε ἐποχὴ. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ἔχουν ἄλλη αἰτία κι᾿ ὄχι τὴν κατοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς δαίμονες, μένουν πάντα τόσες αἰτίες καὶ πολυάριθμες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς, ποὺ μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν ὑποταγὴ τῶν ἀνθρώπων στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, σὲ σημεῖο ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἀναρωτιόμαστε γιατὶ ἡ ᾿Εκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸ κακό; Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἔθεσαν καὶ οἱ μαθητὲς στὸν ᾿Ιησοῦ, ἀφοῦ θεράπευσε τὸν δαιμονισμένο νέο, γιατὶ δὲν μπόρεσαν αὐτοὶ νὰ τὸν θεραπεύσουν. Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε ὅτι: «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», ὅτι δηλαδὴ τὸ κακὸ πνεῦμα τῆς ἁμαρτίας δὲν βγαίνει ἀπὸ μέσα μας παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία.
Εἴμαστε φτωχοὶ στὸ φυσικό μας βίο, ὁ ὁποῖος περιστοιχίζεται ἀπὸ μυριάδες ἀνάγκες καὶ κινδύνους, κι᾿ ἀκόμη φτωχότεροι στὴν ψυχὴ, ἡ ὁποία πολεμεῖται ἀπὸ μύριους πειρασμοὺς καὶ κουβαλᾶ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Τὶ μποροῦμε ἤ τὶ ἔχουμε νὰ ἀντιτάξουμε σ᾿ αὐτὴν τὴν φτώχεια, πέρα ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴ φτώχεια καὶ τὴ φτώχεια τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς περικυκλώνει; ῎Η τὶ περισσότερο μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀπὸ τὸ νὰ ὑψώσουμε στὴν προσευχή μας τὰ μάτια μας πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν ᾿Απόστολο πλουτεῖ «πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν», σκορπᾶ πλούσια τὴ χάρη του σ᾿ ὅλους ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ὠδὲς τοῦ ῎Ορθρου, τὴν ὄγδοη, ποὺ εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἁγίων τριῶν παίδων, βλέπουμε τὸ νόημα καὶ τὴν οὐσία τῆς προσευχῆς, ποὺ, ἐκτὸς ἀπὸ δέηση καὶ ἱκεσία, εἶναι ἡ δοξολογία τοῦ μεγάλου καὶ θαυμαστοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. «Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας», ἀναφωνοῦν οἱ τρεῖς παῖδες καὶ καλοῦν τὴν κτίση νὰ διακηρύξει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καὶ προσεύχονται μαζί τους ἡ γῆ καὶ οἱ οὐρανοί, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τ᾿ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα, τὰ ὄρη, τὰ βουνὰ κι ἡ θάλασσα, τὰ ζῶα καὶ κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. ῎Αγγελοι καὶ ἄνθρωποι, ὅσιοι καὶ ταπεινοὶ «τῇ καρδίᾳ», ἑνώνουν τὶς φωνές τους γιὰ νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριο: «ὑμνοῦντες καὶ ὑπερυψοῦντες αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
῾Η θέση λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ δημιουργία εἶναι ἰδιαίτερα προνομιακή. Γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ προνόμια τῆς λογικῆς, τῆς συνειδήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας ἔχει καὶ τὸ προνόμιο τῆς προσευχῆς. ῾Ο ἄνθρωπος ποὺ ἀληθινὰ προσεύχεται ζεῖ ἀδιάκοπα κοντὰ στὸ Θεό καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ χαρὰ, ἡ ἀπόλαυση καὶ ἡ μακαριότητα τῶν ἁγίων. ῾Ο ἅγιος ᾿Αντώνιος ἔβρισκε τόση μακαριότητα καὶ παρηγοριά στὴν προσευχὴ, ποὺ περνοῦσε ὁλόκληρες νύχτες προσευχόμενος, κι᾿ ὅταν τὸ πρωΐ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, τοῦ ἔλεγε: «ὤ ὡραῖε ἥλιε, γιατὶ διακόπτεις τὴν προσευχή μου»; ῾Η προσευχὴ εἶναι ἡ πνοὴ καὶ ἡ αὖρα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, ἡ ὁποία ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ κατεβαίνει πάλι σὰν εὐλογία πάνω στὴ γῆ.
᾿Εκεῖνο ποὺ βοηθάει ἀποτελεσματικὰ τὴν προσευχὴ εἶναι ἡ νηστεία. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ νηστεία εἶναι τὰ φτερὰ τῆς προσευχῆς, ἀφοῦ ἀπαλλάσσουν τὸν προσευχόμενο ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία καὶ τρυφή: «ὁ γὰρ εὐχόμενος, ­ὡς χρῆ, καὶ νηστεύων οὐ πολλῶν δεῖται», αὐτὸς ποὺ προσεύχεται, καθὼς πρέπει, καὶ νηστεύει δὲν χρειάζεται πολλά. Πράγματι, γιὰ νὰ νικήσει κανεὶς τὸν πονηρό δὲν πρέπει νὰ ἔχει καμμιὰ ἁπολύτως ἐξάρτηση, εἴτε ὑλικὴ, εἴτε πνευματική.
῾Ο δικός μας ἀγώνας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ποὺ γίνεται νύχτα καὶ μέρα, συνίσταται στὸ νὰ μὴ δώσουμε τόπο στὸ διάβολο. Γιατὶ ὁ διάβολος ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας καὶ ἄλλοτε διεγείρει μέσα μας κακοὺς λογισμοὺς, «τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα», ἄλλοτε ἐμποδίζει τὰ ἀγαθὰ ἔργα καὶ ἄλλοτε μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ σωτηρία. Γι᾿ αὐτὸ ἄς ἔχουμε μέσα μας πάντοτε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέγει: «Φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μπορέσετε νὰ προβάλετε ἀντίσταση, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς σατανικῆς ἐπίθεσης… Κρατᾶτε πάντα τὴν πίστη σὰν ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ πονηροῦ… Προσεύχεσθε συνεχῶς καὶ ἀπευθύνετε τὰ αἰτήματά σας σὲ κάθε περίσταση πρὸς τὸ Θεό, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα του…». Ἀμήν.