Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο γενόμενος μοναχὸς στὴ μονὴ ποὺ γιαὐτὸν ἐκαλεῖτο μονὴ τοῦ Τριχινᾶ. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε κακουχία καὶ σκληραγωγία. Τὸ σῶμά του τὸ κάλυπτε μὲ λεπτὸ τρίχινο ἱμάτιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε Τριχινᾶς. Μὲ τοὺς σκληροὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ Ὅσιος ἀπεκάλυπτε καὶ ἐξουδετέρωνε τὶς ἀπάτες τῶν δαιμόνων.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἔλαβε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ τάφος του νὰ ἀναβλύζει μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Ἔτσι, ὅσοι προσέτρεχαν ἐκεῖ μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια, λάμβαναν τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, τῆς ἐγκρατείας, σκεῦος ἔμψυχον, τῆς ἀπαθείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε· τὸν γὰρ Θεὸν θεραπεύσας τοῖς ἔργοις σου, τῶν παρ’ αὐτοῦ δωρημάτων ἠξίωσαι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Φωτὸς καταστολήν, ἱερῶς ἐξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ῥάκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· ὅθεν χάριτος, ὑπερφυοῦς ἠξιώθης, μύρον εὔοσμον, ἀπὸ τοῦ τάφου βλυστάνων, ψυχῶν καθαρτήριον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ράκεσι τριχίνοις σκέπων σαυτόν, τὸ κῴδιον Πάτερ, τῆς νεκρώσεως καὶ φθορᾶς, ἐναπεξεδύθης, καὶ τῆς ἀθανασίας, τὴν χλαῖναν ἐστολίσω, μάκαρ Θεόδωρε.

Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος 

Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀρχιτελώνης, δηλαδὴ ἀρχιεισπράκτορας τῶν ρωμαϊκῶν φόρων, στὴν Ἱεριχώ. Μικρὸς στὸ ἀνάστημα καθὼς ἦταν, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ ὅταν Ἐκεῖνος διερχόταν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα. Ὁ Κύριος τὸν εἶδε καὶ τὸν κάλεσε νὰ κατέλθει, διότι εἶχε πρόθεση νὰ καταλύσει τὸν οἶκο του. Παρὰ τοὺς ψυθιρισμοὺς τοῦ πλήθους ὁ Ἰησοῦς δέχθηκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ζακχαίου, ποὺ τὴν ἴδια στιγμὴ δήλωσε ὅτι θὰ χάριζε στοὺς πτωχοὺς τὸ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων του καὶ σὲ ὅποιον εἶχε ἀδικηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἀπέδιδε τὸ τετραπλάσιο, ὑπερβάλλοντας ἔτσι σὲ γενναιοδωρία ὅ,τι ἐπέτασσε ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος. Ἡ σχετικὴ περικοπὴ τοῦ Ζακχαίου ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ.
Σύμφωνα μὲ τὶς Κλημέντειες Ὁμιλίες, ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια. Κάποιοι, ἀναφερόμενοι ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κλήμη τὸν Ἀλεξανδρέα, ταύτισαν τὸν Ζακχαῖο μὲ τὸν τελώνη Ἀπόστολο Ματθαῖο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Οἱ Ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Ἀντωνίνος, Βίκτωρ, Ζήνωνος, Ζωτικός, Θεωνᾶς, Καισάριος, Σεβηριανὸς καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίκτωρ, Ζωτικός, Ζήνων, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνίνος ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ..). Ὅλους αὐτοὺς τοὺς διαπρεπεῖς ἀθλητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως τοὺς ἔδωσε στὸν Χριστὸ ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος μὲ τὸ τροπαιοφόρο μαρτύριό του. Καὶ οἱ μὲν Βίκτωρ, Ἀκίδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεβηριανός, ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρες ἰδιῶτες, αἰσθάνθηκαν μέσα τους στὸ χριστιανικὸ φῶς, ὅταν εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο ἀβλαβὴ ἐπάνω στὸν περιστρεφόμενο τροχό. Τότε μὲ μία φωνὴ καὶ οἱ πέντε κήρυξαν Χριστιανοὺς τοὺς ἑαυτούς τους. Ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, πού, πρὶν τὴ δήλωση αὐτή, ἦταν ἤδη ἐξοργισμένος ἀπὸ τοὺς θριάμβους τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἐξεμάνη. Ἀμέσως λοιπὸν τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ὁ δὲ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καὶ ὁ Ἀντωνίνος ἦταν ἀπὸ τοὺς δορυφόρους τοῦ βασιλέως καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ κατάπληξη καὶ θαυμασμὸ ὅσα θαυμάσια ἐκδηλώθηκαν ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καὶ οἱ τέσσερις ἦταν ἐνάρετοι καὶ τίμιοι ἄνδρες, καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ νόμο τῆς συνειδήσεως. Γι’ ἀτὸ καὶ βρῆκαν χάρη κοντὰ στὸν Θεό. Ὅσα εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως γιὰ τοὺς Χριστιανούς, δηλαδὴ γιὰ τὴν δύναμη τῆς πίστεώς τους καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ τοὺς ἐνισχύει, παρουσιάζονταν ἤδη ἐνώπιόν τους. Καὶ ἡ πίστη ἐκείνη ἔκανε τὸ θαῦμα της καὶ στὶς δικές τους ψυχές. Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυπτόταν μπροστὰ στὰ μάτια τους. Τὰ νέφη τῆς εἰδωλολατρίας τους διασκορπίζονταν ἀπὸ μπροστά τους, καὶ ἦλθε ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ χριστιανικὴ φλόγα ἀνεφλέγη ἐντός τους καὶ σὲ περίσταση πάνδημη προέβησαν σὲ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τότε τοὺς συνέλαβαν καὶ κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ ἀνακαλέσουν τὶς ὁμολογίες τους. Ἀρνήθηκαν ὅμως ἐπανειλημμένως καὶ ὁριστικά. Τότε διατάχθηκε ὁ θάνατός τους. Ἔσκισαν τὰ πλευρά τους καὶ τοποθέτησαν ἀναμένες λαμπάδες στὶς ἀνοιχτὲς πληγές. Οἱ ἡρωικοὶ ὁμολογητὲς ὅμως ἔμεναν μὲ σταθερὴ τὴ γνώμη. Τὰ ἀξιώματα τοὺς φαίνονταν ὄχι πλέον μάταια ἀλλὰ ἄτιμα, καθὼς προέρχονταν ἀπὸ ἄρχοντες διῶκτες τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Καὶ τὸ νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, προσδοκώντας ἀνάσταση νεκρῶν, ἦταν γι’ αὐτοὺς ἡ ἀνατολὴ τῆς πιὸ χαρούμενης καὶ τῆς πιὸ λαμπρῆς ζωῆς. Τέλος τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες της κοσμήθηκαν μὲ ἀμάραντα μαρτυρικὰ στέφανα. Ἦταν τὸ ἔτος 303 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Σινᾶ περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ., γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται Σιναΐτης. Ἀπὸ τὸ Σινᾶ μετέβη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὅταν πέθανε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας  Δόμνος Γ’ (546 – 561 μ.Χ.), κλήθηκε ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ σὲ διαδοχὴ αὐτοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος (565 – 576 μ.Χ.), μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ὁ Ἅγιος κατασπατάλησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸ ἐξόρισε τὸ ἔτος 571 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος παρέμεινε μελετώντας καὶ συγγράφοντας μέχρι τὸ ἔτος 593 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπανῆλθε στὸ θρόνο του καὶ κοιμήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 599 μ.Χ. Περὶ τοῦ τέλους αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὡς μαρτυρικό, δὲν ἔχουμε θετικὲς πληροφορίες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης ἀγάπησε ἀπὸ βρεφικὴ ἡλικία τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς καὶ ὡς ἀσκητὴς περιφερόταν σὲ ξένους τόπους, μέχρι ποὺ ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ διῆλθε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ ἄσκηση καὶ μετάνοια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης 

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατὰ κόσμον Ἀνδρόνικος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1302 στὴν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἢ τῆς Νέας Πάτρας, τὴ σημερινὴ Ὑπάτη, κοντὰ στὸ ὄρος Μολύβιον, ἀπὸ γονεῖς ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἀριστοκρατικὴ τάξη: «…γονέων ἐπιφανῶν υἱὸς καὶ τῆς πατρίδος αὐτοῦ πολλῶν ὑπερεχόντων».

Ἡ μητέρα του πέθανε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα ἀναπαύθηκε καὶ ὁ πατέρας του. Ἔτσι, ὁ μικρὸς Ἀνδρόνικος ἔχασε καὶ τοὺς δύο γονεῖς του σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Τότε βρῆκε συμπαράσταση, στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιὰ ὅλα του τὰ ἀναγκαῖα καὶ γιὰ τὴν μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.

Ὅταν τὸ ἔτος 1319 ἡ Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ Ἀνδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ μάλιστα, χαριτωμένος καθὼς ἦταν στὴ μορφή, κινδύνευσε νὰ σταλεῖ στὸ σπίτι τοῦ κατακτητὴ Ἀλφόνσου Φαδρίγου σὰν ζωντανὸ λάφυρο. Ὁ Ἀνδρόνικος ὅμως κατάλαβε τὶς προθέσεις του καὶ σώθηκε μὲ τὴν φυγή. Ἀφοῦ συναντήθηκε μὲ τὸν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζὶ καὶ κατέληξαν στὴ Θεσσαλονίκη. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ πέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπὸ βαριὰ ἀρθρίτιδα, στὴ μονὴ τοῦ Ἀκαπνίου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔτσι ὁ νεαρὸς Ἀνδρόνικος, τὸ ἔτος 1319 (σὲ ἡλικία 16 – 17 ἐτῶν), ἔμεινε γιὰ τρίτη φορὰ ὀρφανὸς χωρὶς κανέναν προστάτη καί, προκειμένου νὰ ἐξοικονομήσει τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ διαβίωσή του, προσελήφθη στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὰ γράμματα ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἡ ἔλλειψη χρημάτων ἀφ’ ἑτέρου, τὸν ἀναγκάζουν νὰ πηγαίνει στὰ σχολεῖα τῶν διδασκάλων καὶ καθισμένος ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα νὰ παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα.

Ἡ ροπή του πρὸς τὸν ἀσκητισμὸ καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, τὸν ὁδήγησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Νεαρὸς ὅμως καθὼς ἦταν καὶ ἀγένειος, δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς πατέρες. Παρόλα αὐτὰ ὅμως δὲν κάμφθηκε. Παίρνοντας τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων. Συγκατοίκησε μὲ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τὰ ἐξαιρετικὰ καὶ σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος πλησίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ ἐνὸς παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νὰ μείνει στὸ ἡσυχαστήριό τους καὶ νὰ τὸν κάνουν προεστώτα. Ὁ ἴδιος ὅμως μὲ ταπείνωση ἀρνήθηκε.

Στὴν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μὲ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἐπηρέασαν τὴν ζωή του, ὅπως τὸν Ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, τὸν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τὸν Δανιὴλ τὸν Ἡσυχαστή, τὸν Ἰσίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης (1347 – 1350) ὑποστήριξε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κατόπιν τὸν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ πολλοὺς ἄλλους Ἁγίους Πατέρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικὰ σὰν τὴ μέλισσα ποὺ «συλλέγει τὰ καίρια».

Στὴν συνέχεια, μᾶλλον γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους, μετέβη στὴν Κρήτη γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ κάποιον φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τὶς ἀρετές του σκέφθηκε νὰ τὸν παντρέψει μὲ τὴν θυγατέρα του. Ὁ Ἀνδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τὶς βλέψεις του καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τὴν Κρήτη, συνάμα καὶ τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «ὡς καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι πίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες.

Ἀρχικὰ κατέφυγε στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καὶ εἰδικὰ στὴν ὀρεινὴ τοποθεσία τὴν λεγόμενη Μηλέα. Ἐκεῖ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο τὸν Κωνσταντινουπολίτη καὶ τὸν Μωυσῆ. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ἡ ρασοφορία του ἀπὸ τὸν Γέροντά του Γρηγόριο καὶ μετονομάσθηκε Ἀντώνιος. Πολὺ γρήγορα ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὁριστικό του πιὰ μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανάσιος, μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε γνωστὸς καὶ πέρασε μέσα στὸ χορὸ τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καὶ εἰδικότερα στὴν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.

Ὁ Ἀθανάσιος κατὰ τὴν παραμονή του στὸ Ὄρος ἀσκήθηκε στὶς κατὰ Θεὸν ἀρετές, στὴν προσευχή, στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καὶ ὑπομονετικά.

Τὶς σκληρὲς μὰ ἥσυχες στιγμὲς τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦρθαν νὰ ταράξουν οἱ λῃστρικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν Τούρκων καὶ οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν Ἀθωνικῶν παραλιῶν. Ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ καταφύγουν σὲ μέρος ἀσφαλέστερο. Ὁ μὲν Μωυσῆς μετέβη στὴ μονὴ τῶν Ἰβήρων, ὁ δὲ Ἀθανάσιος μαζὶ μὲ τὸν γέροντα καὶ θεῖο του Γρηγόριο καὶ μὲ ἕναν ἄλλο μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Γαβριὴλ κατέφυγαν πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στὴ Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. Ἐκεῖ πολλοὶ ἐπιφανεῖς θέλησαν νὰ κρατήσουν κοντά τους τοὺς ἁγιορεῖτες ἀσκητὲς καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή τους. Παρόλα αὐτὰ ὅμως δὲν δέχθηκαν, κυρίως γιατί ὁ Ἀθανάσιος ἀποστρεφόταν τὴν κοσμικὴ καὶ πολυθόρυβη ζωὴ τῶν πόλεων καὶ ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικὸ γιὰ ἄσκηση, ἀπομόνωση καὶ ἡσυχία.

Μετὰ ἀπὸ κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονὴ τῶν δύο Ὁσίων στὴ Σκήτη τῆς Βέροιας, στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πορεύθηκαν πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Σερβίων. Κατόπιν, μὲ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ Ἐπισκόπου, κατέφυγαν στοὺς θεόκτιστους Θεσσαλικοὺς βράχους τῶν Σταγῶν.

Φθάνοντας περὶ τὸ 1333 – 1334 στὸν τόπο ἐκεῖνο βρῆκαν μὲν τοὺς λίθους, ὅπως τοὺς εἶχε περιγράψει ὁ Ἰάκωβος, ἀλλὰ «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλὴν γυπῶν καὶ κοράκων». Ἕνας μόνο λίθος ἀπὸ αὐτούς, ὁ πιὸ γειτονικὸς πρὸς τὴν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατὰ τὴν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπὸ κάποιον βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σὲ λαξευτὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μετονόμασε τὸν βράχο Στύλο. Σ’ αὐτὸ τὸν λίθο λοιπόν, πηγαίνοντας ὁ Ἀθανάσιος μὲ τὸν γέροντά του Γρηγόριο βρῆκαν μέσα ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερὸ καὶ ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.

Ὁ γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τὴν σκληρότητα τοῦ τόπου θέλησε νὰ φύγει καὶ νὰ γυρίσει πίσω. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, ἀντιλαμβανόμενος τὶς προθέσεις του, τὸν ἐνθάρρυνε. Καὶ ἐπειδὴ πολὺς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν πόλη, καθὼς αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σὲ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἡσύχαζε τὶς ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καὶ ἀνέβαινε στὸ Στύλο μόνο κάθε Κυριακὴ γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Ἀφοῦ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἔτρωγε στὴν κοινὴ τράπεζα, κατέβαινε καὶ πάλι κάτω στὸ κελλί του.

Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύχτα δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι κάτι θὰ εὕρισκαν νὰ ἁρπάξουν ἀπὸ τὸ κελλί του. Ἐκεῖ ὅμως δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο λίγο λάδι καὶ λίγα ξερὰ ψωμιά. Τοὺς λῃστὲς τοὺς ἀντιλήφθηκε ἀπὸ ψηλὰ ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαὰμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδιωξε μὲ τὴν σφεντόνα του, ὅπως τοὺς λύκους.

Στὴν συνέχεια ὁ Ἀθανάσιος, προκειμένου νὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ λῃστὲς καὶ νὰ ἡσυχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπὸ τὸν γέροντά του γιὰ νὰ ἀνέβει στὸ Πλατύλιθο, δηλαδὴ στὸν σημερινὸ βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν καὶ αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στὰ 1343 – 1344 ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ πιά, ποθώντας τὴν ἀνεύρεση περισσότερης ἡσυχίας καὶ τὴν τελειότερη ἄσκηση.

Ἀρχικὰ ὁ Ἀθανάσιος ἔμεινε μόνος του σὲ μία σπηλιὰ τοῦ βράχου. Λίγο ἀργότερα ὅμως δέχθηκε καὶ δύο ἄλλους ἀδελφούς, ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ συγκατοικήσουν μὲ αὐτόν, σύμφωνα μὲ τὸν ὅρο ποὺ τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἔστειλε στὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Στὸ βράχο ὁ Ὅσιος ἀσκητὴς δημιούργησε πρόχειρη τὴν κατοικία του καὶ ὀργάνωσε τὴν πρώτη συστηματικὴ μοναστικὴ κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στὴν ὁποία ἀφιέρωσε καὶ τὴ μονή.

Μὲ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα, ὁ Ἀθανάσιος διευκόλυνε τὸν τρόπο ἀνόδου στὸν βράχο μὲ τὴν δημιουργία στοᾶς καὶ τὴν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει ἐπίσης τὴν ἐπίδραση, τὴν πνευματικὴ ἀκτινοβολία καὶ αἴγλη ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Ἀθανάσιος καὶ στοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.

Μὲ τὴν χρηματικὴ προσφορὰ κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδὴ Σέρβου μεγιστάνα, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ Ἀθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρὸς τιμὴν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τὸ νὰ ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καὶ νὰ φροντίζει μόνος του τὸν ἑαυτό του θὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τὴν ὁμόνοια, ἀλλὰ τὴν διχόνοια καὶ τὴν φιλονικία. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποφάσισε νὰ ἐπιβάλλει στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ εἶχε στὴν ὑποταγή του, κοινοβιακὸ τύπο ζωῆς μὲ αὐστηρὸ μοναστικὸ κανονισμό.

Ἡ φήμη τοῦ Ἡσυχαστοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καὶ γεροντάδες ἦλθαν μὲ τὴν συνοδεία τους νὰ ὑποταχθοῦν σὲ αὐτόν, ὅπως ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος καὶ πνευματικότατος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος μὲ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καὶ ἔμεινε κοντὰ στὸν Ἀθανάσιο καὶ ὁ πνευματικὸς Ἀγάθων, ποὺ πρὶν ὑπῆρξε συμμοναστής του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅλοι τους διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὑποταγή, τόσο πρὸς τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο, ὅσο καὶ μεταξύ τους.
Ὁ Ὅσιος, ποὺ καμιὰ στιγμὴ δὲν ἔπαψε νὰ νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀσθένησε. Μετὰ καὶ ἀπὸ τὶς τελευταῖες του νουθεσίες καὶ τὴν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιὰ σαράντα περίπου ἡμέρες, σὲ ἡλικία 78 ἐτῶν, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ ἔτος 1380, συναριθμούμενος καὶ αὐτὸς στὴν χορεία τῶν μεγάλων Ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ζωῆς ἐν τῇ πέτρᾳ στηρίξας Ὅσιε, τῆς ψυχῆς σου τὰς βάσεις ἀπὸ νεότητος, Ἀθανάσιε σοφὲ στερρῷ φρονήματι, ἐπὶ πέτραν ὑψηλήν, τοῦ Μετεώρου τὴν ζωήν, διέδραμες θεοφόρε· καὶ νὺν ζωῆς ἀθανάτου, κατατρυφῶν ἡμῶν μνημόνευε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τὴν κλίμακα ἐτέκτηνας, τὰ κάτω μισῶν, σαργάνην Πάτερ ἔπλεξας, δι’ ὧν πρὸς ὕψος ἔδραμες, ἀπαθείας σοφὲ Ἀθανάσιε· ἐν ὑψηλῇ γὰρ πέτρᾳ τὸ φῶς, ὁσίων ἐκλάμπεις ἀρετῶν τοῖς ἐν γῇ.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθανάσιε ἱερέ, τῆς ἀθανασίας, δένδρον ὄντως πανευθαλές· χαίροις Μετεώρων, ὁ θεῖος λαμπαδοῦχος, καὶ Μοναζόντων γνώμων, πρὸς τελειότητα.

 

 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὄσεβεν, κατὰ κόσμον Ἀλέξιος, γεννήθηκε στὶς 17 Μαρτίου 1427 στὴν περιοχὴ Βυζεοζέρο τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Φωτεινῆς Ὄσεβεν.

Ὁ Ἀλέξιος ἦταν τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ πέντε παιδιὰ καὶ ἦλθε στὸν κόσμο χάρη στὶς διακαεῖς προσευχὲς τῶν γονέων του. Ἡ Παναγία Παρθένος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος τῆς Λευκῆς Λίμνης εἶχαν ἐμφανιστεῖ στὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἂν καὶ ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ μικρότερος υἱός, οἱ γονεῖς του ἤλπιζαν ὅτι αὐτὸς θὰ τοὺς συμπαραστεκόταν στὰ γηρατειά τους. Φθάνοντας στὴν ἐφηβεία ὁ Ἀλέξιος ἔμαθε νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, προετοιμαζόμενος νὰ γίνει ἕνας πολυμήχανος κτηματίας. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν οἱ γονεῖς του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν παντρέψουν, διαλέγοντας μία πλούσια ὑποψήφια σύζυγο, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος ἀπέσπασε τὴν ὑπόσχεσή τους νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ στὸ μονασήῆρι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρὶν νυμφευθεῖ. Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε.

Ἔχοντας παρατηρήσει τὴν ταπείνωση τοῦ νεαροῦ δόκιμου, ὁ ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Ἀλέξιος ὅμως ἀρνήθηκε, θέλοντας προηγουμένως νὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἔζησε ἕξι χρόνια σὲ ὑπακοὴ καὶ σὲ διακονία τῆς μοναστικῆς κοινότητας, μελετώντας τὶς Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν μακρὰ περίοδο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος.

Στὸ μεταξὺ οἱ γονεῖς του εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ τοῦ Βολόσοβο, τριάντα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη Καργκοπόλ, στὰ περίχωρα τοῦ ποταμοῦ Ὀνέγκα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου, Νικηφόρος, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου, εἶχε ἱδρύσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα ἕνα χωριό, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ὀνόμασε Ὄσεβεν.

Ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια νὰ συναντήσει τοὺς γονεῖς του, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ζητήσει τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τους γιὰ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο ποὺ ἐπέλεξε. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἄδεια στὸ νεαρὸ μοναχό, ἐπισημαίνοντάς του τοὺς κινδύνους τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει. Φοβόταν πράγματι μήπως ἐκπέσει στὴν ἁμαρτία τῆς ἀλαζονείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπελάμβανε φήμη ἀσκητοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς. Τελικὰ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὴν εὐλογία.

Εὐτυχισμένος ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν υἱό του, ὁ πατέρας του Νικηφόρος τοῦ πρότεινε νὰ ἐγκατασταθεῖ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονῆς μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος δέχθηκε καὶ ἔστησε σὲ ἕνα τόπο σταυρὸ ὡς σημεῖο ἱδρύσεως τοῦ μελλοντικοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ παραμείνει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ὅμως ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου διακόνησε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν κουζίνα, στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ στὴ χορωδία, ἐνῷ στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος πῆγε στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅτι τρεῖς φορὲς εἶχε ἀκούσει μία μυστηριώδη φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ χτίσει ἕνα μοναστήρι καὶ ὅτι εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ ζήσει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἄφησε νὰ φύγει, ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε μὲ τὶς εἰκόνες τὶς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καθαγίασε  τὸν τόπο μὲ τὴν εὐλογία τῶν εἰκόνων, ἄφησε τὸν πατέρα του νὰ ἐπιβλέπει τὶς ἐργασίες οἰκοδομήσεως τοῦ ναοῦ καὶ πῆγε στὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ (1459 – 1470), ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ἡγούμενος τοῦ νέου μοναστηριοῦ.

Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γειτονικῶν κτημάτων ἦταν πρόθυμοι νὰ δωρίσουν στὸ μοναστήρι ὅλα τὰ ὅμορα κτήματα, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος δέχθηκε μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς κοινότητος. Ὅταν περατώθηκε ὁ ναός, καθαγιάσθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο συγκεντρώθηκε μία κοινότητα μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος εἰσήγαγε αὐστηροὺς κανόνες μοναστικῆς βιοτῆς καὶ πολιτείας, ποὺ συμπεριελάμβαναν ἀπόλυτη ἡσυχία στὸ ναό, στὴν τράπεζα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπαγόρευαν ἐπίσης, νὰ μένει κάποιος στὸ κελλί του δίχως νὰ κάνει τίποτα καὶ καθόριζαν τὴν ἀνάγνωση Ψαλμῶν καὶ τὴ συνεχὴ ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκτελέσεως τῶν διακονημάτων.

«Ἀδελφοί», ἔλεγε συχνὰ ὁ Ὅσιος στοὺς μοναχούς του, «μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τρομάζουν οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κόποι τῆς ἐρήμου. Ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ νὰ εἰσέλθετε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν διέρχεται μέσα ἀπὸ ἀγῶνες. Ἐνισχύσατε τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἀγαπᾶ τοὺς ταπεινούς».

Ὅμως οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ Ὁσίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἅγιο Κύριλλο, τὸν προστάτη του. Αὐτὸς τοῦ παρουσιάσθηκε μὲ λευκὸ ἔνδυμα καὶ ἀφοῦ τὸν σταύρωσε τοῦ εἶπε: «Μὴ θλίβεσαι ἀδελφέ, ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ σένα καὶ ἡ ὑγεία σου θὰ ἀποκατασταθεῖ. Ἀλλὰ μὴν ἀθετεῖς τὴν ὑπόσχεσή σου, μὴν ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Ξυπνώντας ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ. Τὸ ἑπόμενο πρωινό, ἔλαβε μέρος στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὸ τέλος διηγήθηκε στὴν κοινότητα τῶν μοναχῶν τὴ θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔζησε ἀκόμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια στὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1479.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου τὸ μοναστήρι ἄρχισε νὰ παρακμάζει, παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος δὲν ἔπαψε νὰ τὸ προστατεύει. Μία ἡμέρα ἕνας ὑπηρέτης τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μᾶρκος, εἶδε στὸν ὕπνο του ἕνα ὅραμα: τὸ μοναστήρι ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Ἕνας στάρετς μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, εὐλογοῦσε μὲ ἕνα σταυρὸ ὅσους ἐργάζονταν σὲ μία κατασκευή.
Ἕνας ἄλλος στάρετς μὲ μακριὰ γενειάδα ράντιζε μὲ ἁγιασμὸ καὶ ἕνας τρίτος, μετρίου ἀναστήματος καὶ μὲ μαλλιὰ ἀνοιχτὰ καστανά, θυμιάτιζε. Τοὺς παρακολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἕνας τέταρτος στάρετς νεαρῆς ἡλικίας. Ὁ τρίτος ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ποὺ ἐξήγησε ὅτι οἱ στάρετς ποὺ βοηθοῦσαν, ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἐνῷ ὁ νεαρὸς ποὺ στεκόταν χωριστὰ ἦταν ὁ σκευοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μάξιμος, ποὺ πρὶν λίγο χρονικὸ διάστημα εἶχε γίνει μοναχὸς καὶ ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ προφητεία τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, θὰ γινόταν ἡγούμενος μέχρι τὸ ἔτος 1525 καὶ θὰ καλλιεργοῦσε στὸ μοναστήρι τὴν παλαιά του πνευματικότητα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαβριὴλ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1684 μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζβιέρκϊυ, ποὺ βρίσκεται νότια τῆς πόλεως Μπιαλιστὸκ τῆς ἐπαρχίας Ζαμπλουντόου, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ γίνονταν διωγμοὶ καὶ διακρίσεις κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες στὴν Πολωνία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν σὲ ἡλικία 6 ἐτῶν, ἀπήχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστόκ, ὅπου καὶ μαρτύρησε, τὸ ἔτος 1690, ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθορο. Τὸ ἅγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστὸκ τῆς Πολωνίας, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁπότε μεταφέρθηκε στὴ Ρωσία, στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Σκέπης τοῦ Γκρόντνο.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ρώσου Μητροπολίτου Φιλαρέτου, στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992, τὸ ἱερὸ λείψανο μετακομίσθηκε μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια στὴν πόλη τοῦ Μπιαλιστόκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεότιμος Ἐπίσκοπος Ρουμανίας 

Ὁ Ἅγιος Θεότιμος ἦταν Ἐπίσκοπος Τόμεως ἢ Τόμων τῆς Μικρᾶς Σκυθίας κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ περὶ τὸν Δούναβη κατοικοῦντες βάρβαροι Οὗννοι, θαυμάζοντας τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου, τὸν ὀνόμαζαν θεὸ τῶν Ρωμαίων. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο, συνέγραψε σὲ διαλόγους «Ὁμιλίας βραχείας καὶ κομματικάς», τῶν ὁποίων ἀποσπάσματα σώζονται στὰ Παράλληλα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεότιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 407 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καμαριώτισσας

Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος.

Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.

Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.

Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.
Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.

Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.
Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.

Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.

Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.

Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.

Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».

Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.

Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.

Γι' αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».

Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.

Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγ­μές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῇ Πέμπτῃ τῆς Διακαινησίμου, ἐκκλησιαστικὴν ἑορτὴν καὶ πανήγυριν τελοῦμεν εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῆς Παναγίας Θεοτόκου ἐν τῷ φερωνύμῳ Ναῷ καὶ τῇ κώμῃ Καμαριωτίσσῃ, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἐκ τῶν εἰκονομάχων διασώσεως, τῆς ἱερᾶς καὶ σεβάσμιας εἰκόνος, τῆς Παναγίας τῆς Καμαριωτίσσης· ἥτις διὰ θαυμασίου καὶ παραδόξου τρόπου, ἐν τῇ Σαμοθράκῃ ἀφίχθῃ, τῶν θαλασσίων κυμάτων ἐπιβαίνουσα. Κατέστη δὲ ἐν ἡμῖν, Προστάτις ὑπέρμαχος, ἀγλάισμα καὶ κλέος λαμπρότατον ἕτι δὲ καὶ τὴν προσωνυμίαν τῷ τόπῳ προσήνεγκε».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τὴν ἐν θαλάσσῃ ὀφθείσαν, τὴν ἐπισκέπτιν ἡμῶν, προσκυνοῦμεν εὐλαβῶς καὶ ἀσπαζόμεθα· ὅτι ηὑδόκησεν ἐλθεῖν, ἀπαλλάξαι τῶν δεινῶν καὶ χάριτας δῶρον.

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης τιμᾶται τὴν 5η Μαρτίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης

Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καὶ διάδοχος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθεὶς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δὲν βρέθηκε βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καὶ ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι’ αὐτὸν τὶς ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου καὶ ἀπὸ διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.

Ὁ Ἰωάννης – Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱὸς τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλέως Ἠπείρου καὶ Μεγάλης Βλαχίας , δηλαδὴ Θεσσαλίας, μὲ ἕδρα τὰ Τρίκαλα, Συμεὼν Οὔρεση Παλαιολόγου (1359 – 1370). Ἡ μητέρα του Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Ἰωάννου Β’ Ὀρσίνη (1323 – 1335) καὶ ἀδελφὴ τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνη.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε κατὰ τὸ 1349 – 1350. Ἀπὸ τὴ μητέρα του συγγένευε μὲ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διατήρησε τὸ ἐπώνυμο. Ἡ γιαγιά του, ἡ Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282) ἀπὸ τὸν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ ἐγγονὴ ἀπὸ τὴν μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τὸν παπποὺ τοῦ Ἰωάννου – Ἰωάσαφ, τὸν Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ’ Οὔρεση (1321 – 1331). Ἀκόμη ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ ἕνα νεότερο ἑτεροθαλὴ ἀδελφό, τὸν Στέφανο καὶ μία ἀδελφή, τὴ Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνὴ Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μὲ τὸν δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.

Τὸ 1359 – 1360 ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στὴν Καστοριὰ συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σὲ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν. Περὶ τὸ 1370 πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεὼν Οὔρεσης, καὶ ὁ Ἰωάννης τὸν διαδέχθηκε στὴν ἐξουσία. Δὲν κυβέρνησε ὅμως γιὰ πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τὰ ἀνώτατα κοσμικὰ ἀξιώματα, ἀνταλλάσοντας τὴν βασιλικὴ πορφύρα μὲ τὸν τρίχινο σάκο τοῦ μοναχοῦ. Ἀρνήθηκε τὸ βασιλικὸ στέμμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τὴν διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στὸν Καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ἔτσι λοιπόν, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1372 καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1373, ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σὲ ἡλικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου δέχθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ μετονομάσθηκε Ἰωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Μετεωρίτη.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, σύμφωνα μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὸ βίο του, ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ καὶ ἔχοντας σύμφωνους τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παραχώρησε κάθε ἐξουσία καὶ δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.

Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὰ ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι μεταναστεύοντας στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει νὰ συνέβη περὶ τὸ 1379 – 1380.

Λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ξαναγύρισε στὴ μονὴ τοῦ Μετεώρου, ὅπου καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στὶς τελευταῖες του παραγγελίες καὶ ὑποθῆκες πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς, συμπλήρωσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάσαφ, ποὺ τότε ἀπουσίαζε: «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις Ἰωάσαφ καὶ οὐκ ἐνέμεινε μεθ’ ἡμῶν καθὰ συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καὶ στέρξῃ τὰ συνταγέντα, ἳνα πολιτεύηται κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἂς εἶναι, ἐλπίζω γὰρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καὶ ἂς ἄρχῃ γοῦν καὶ ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν».

Στὰ τέλη τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καὶ στὶς ἀρχὲς Ἰανουαρίου τοῦ 1385 ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὰ οἰκογενειακοὺς λόγους πῆγε στὰ Ἰωάννινα. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς Ἠπείρου τὴ σύζυγό του καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἰωάσαφ, Μαρία Ἀγγελίνα.

Ἔτσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μετέβη στὰ Ἰωάννινα προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν ἀδελφή του στὴ διακυβέρνηση τοῦ κράτους.

Μὲ βάση τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς παρέχει ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐπεξέτεινε σὲ μῆκος καὶ σὲ ὕψος καὶ ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τὸν ἀρχικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος.
Στὰ τέλη τοῦ 1393 – ἀρχὲς τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Θεσσαλία καὶ ἡ κατάληψή της ἀπὸ τὸν Σουλτάνο Βαγιαζὶτ Α’. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μαζὶ μὲ τὸν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καὶ τοὺς μοναχοὺς Φιλόθεο καὶ Γεράσιμο κατέφυγαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καὶ τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῷ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καὶ ἕνας χρυσὸς σταυρός.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὰ ἔτη 1422 – 1423.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr