Περί του Αγίου Πνεύματος
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς ἑορτάζομε τήν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐπί τούς Ἁγίους Μαθητάς καί Ἀποστόλους, ἡ ὁποία ἔγινε πενῆντα ἡμέρες μετά τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Διαβάζομε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων:
«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό. Καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καί ἐπλήρωσεν ὅλον τόν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι∙ καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες, Πνεύματος Ἁγίου…» (Πραξ. β’, 1-4).
Ἔτσι, πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπαγγελία πού εἶχε δώσει ὁ Κύριος στούς Μαθητάς του ὀλίγον πρό τοῦ Πάθους του:
«Καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ’ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» (Ἰωάν. ιδ’, 16).
Καί εἰς ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος λέγει:
«Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιε’, 26).
Ἐπί τῇ ἑορτῇ, λοιπόν, τῆς Πεντηκοστῆς, ἐθεωρήσαμε πολύ ὠφέλιμο νά σημειώσωμε μερικά πράγματα σχετικά μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἴσως, ἀγνοοῦν εἰς βάθος αὐτή τήν διδασκαλία, ἤ δυσκολεύονται νά τήν κατανοήσουν. Πολλάκις δέ καί μεῖς οἱ Ἐκκλησιαστικοί διδάσκαλοι ἀσχολούμεθα μέ ἄλλα ζητήματα καί ἀφήνομε κατά μέρος τά θέματα πίστεως, τά ὁποῖα ὅμως ἔχουν τήν πρώτη σημασία γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀόριστη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἤ ποίημα τοῦ Λόγου ὡς ἰσχυρίζοντο ἀκραῖοι Ἀρειανοί, ὡς ὁ Εὐνόμιος κλπ., οἱ ὁποῖοι κατεδικάσθησαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τόσο ἀπό τήν Α’, ἰδίως ὅμως ἀπό τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπου εἰδικά ἀντιμετωπίσθησαν αὐτές οἱ πλάνες τῶν πνευματομάχων αἱρετικῶν.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό Τρίτο Πρόσωπο τῆς Παναγίας καί Ζωαρχικῆς Τριάδος, Θεός ἀληθινός, ὁμοούσιο καί ἰσότιμο πρόσωπο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.
Τό προσωπικό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἐκπόρευσις ἐκ τοῦ Πατρός.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦτο πάντοτε «παρόν» μαζί μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος∙ συμμετέχει στήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐνεργεῖ διά τῶν Προφητῶν, συνεργεῖ στήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ Ἀνθρώπου, ἐνῷ μετά τήν Ἁγία Πεντηκοστή, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας». Μορφώνει τόν Χριστό ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν καί μᾶς καθιστᾶ διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν γένει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεχίζεται τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διά τῶν Μυστηρίων.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό Πανάγιο Πνεῦμα συμπεριελήφθη στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», στό γνωστό ἄρθρο μέ τό ὁποῖο ὁμολογοῦμε τήν Θεότητά Του:
«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν».
Στό σημεῖο αὐτό θά ἀναφερθοῦμε στήν αἱρετική διδασκαλία, τήν ὁποία ὅλως αὐθαιρέτως εἰσήγαγαν οἱ Παπικοί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό γνωστό “Filioque”. Πρόκειται γιά τήν διδασκαλία περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ», πού ὄχι μόνο ἀποτελεῖ αὐθαιρεσία, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ἀλλά ὑπῆρξε καί ἕνα ἀπό τά βασικώτερα σημεῖα πού ὡδήγησε στό ὁριστικό Σχῖσμα τοῦ 1054.
Ἡ αἱρετική αὐτή θέση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἡ μεγίστη αὐτή κακοδοξία, διασπᾶ (ὡς διδασκαλία) τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἀνατρέπει ὅσα ἐδίδαξε ἀπ’ ἀρχῆς, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Μέ ἁπλᾶ λόγια, τό “Filioque” καταργεῖ τήν μοναρχία τῆς Θεότητος, συγχέει τά ὑποστατικά ἰδιώματα τοῦ Πρώτου καί τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἐφόσον τό Ἅγιο Πνεῦμα, κατά τήν ὡς ἄνω κακοδοξία, ἐκπορεύεται «καί ἐκ τῶν δύο») καί ὑποβιβάζει τό Τρίτο Πρόσωπο, τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Ἡ πλάνη αὐτή, ὁδηγεῖ σέ μεγάλες ἐπιπτώσεις ὡς πρός τήν σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου, καί δυστυχῶς ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη μεγάλο ἐμπόδιο (ὅπως καί τό θέμα τῆς Οὐνίας) γιά τήν ἐπαναπροσέγγιση μέ τήν Μία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐξ ἧς οἱ Δυτικοί ἀπεκόπησαν.
Μετά τό Σχῖσμα, πολλοί Ἅγιοι Πατέρες ἐθεολόγησαν περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός, ὁ μαθητής του Γεννάδιος ὁ Σχολάριος καί πλεῖστοι ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι σθεναρῶς ἀντιμετώπισαν τίς παπικές κακοδοξίες περί τοῦ ὡς εἴρηται θέματος.
Ἡ ὀρθή διδασκαλία καί πίστη περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει θεμελιώδη σημασία, ἀφοῦ δέν δύναται νά ὑπάρξῃ Ἐκκλησία χωρίς τήν παρουσία τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Εἰ μὴ Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία» (Ὁμιλία Α’ εἰς Πεντηκοστήν, PG. 50. 459).
Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (στούς Αἴνους) ἡ Ἐκκλησία μας διακηρύττει ψάλλουσα:
«Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυσόμενον, ἀλλ’ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον καί συναριθμούμενον∙ ζωή καί ζωοποιοῦν, φῶς καί φωτός χορηγόν∙ αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος· δι’ οὗ Πατήρ γνωρίζεται, καί Υἱὸς δοξάζεται καί παρά πάντων γινώσκεται, μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις, τῆς ἁγίας Τριάδος».
Δηλαδή, «τό Ἅγιο Πνεῦμα ὑπῆρχε πάντοτε, καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχῃ. Οὔτε εἶχε (ποτέ) ἀρχή, οὔτε θά ἔχῃ τέλος, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἑνωμένο καί συναριθμεῖται μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Εἶναι ζωή καί δίνει ζωή, εἶναι φῶς καί χορηγός φωτός. Εἶναι ἀγαθό ἀφ’ ἑαυτοῦ Του καί πηγή ἀγαθότητος. Μέσω Αὐτοῦ ὁ Πατέρας γνωρίζεται καί ὁ Υἱός δοξάζεται καί κατανοεῖται ἀπό ὅλους. (Ὑπάρχει) μία δύναμη, μία ἑνότητα, μία προσκύνηση, αὐτή τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μας τονίζει ὅτι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκτοῦμε τήν ἑνότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη στήν ζωή μας τήν προσωπική καί τήν κοινωνική. Ἑνότητα μέ τόν Θεό καί ἑνότητα μέ τόν συνάνθρωπό μας.
Στό κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς ἀναφέρεται:
«Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε…».
Σήμερα ἐπικρατεῖ σύγχυση στόν κόσμο. Ὁ καθένας μέ τόν δικό του τρόπο, ἀπό τήν δική του θέση καί κατά τήν προσωπική ἐσωτερική του κρίση, προσπαθεῖ νά δώσῃ λύση στά κοινωνικά προβλήματα καί στά προσωπικά καί ἄλλα ἀδιέξοδα. Ὅμως, χωρίς τήν ἔλλαμψη καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διασαλεύεται ἡ ἐσωτερική μας καί κοινωνική συνοχή.
Μόνο ὅσοι ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ θεούμενοι, οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκήσεως, τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας καί ζωῆς, μποροῦν νά κατανοήσουν καί νά ἀντιληφθοῦν εἰς βάθος τό μυστήριο τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἑνότητος, ὅπως τό ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀπό τῆς ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων.
Ἄς προσευχηθοῦμε μέ ζέση ψυχῆς, ὥστε τό Πανάγιο Πνεῦμα νά σκηνώσῃ στήν καρδιά μας, νά μᾶς φωτίσῃ, νά μᾶς ἁγιάσῃ καί νά μᾶς λυτρώσῃ.