«Τους εν Άθω πατέρας και αγγέλους εν σώματι»
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
«Τις η καινή αύτη καί λαμπρά πανήγυρις;
Τι τα νεοκρότητα μέλη, τα εν τη Εκκλησία αδόμενα;
Οι του Όρους Όσιοι πάντες, χρεωστικώς σήμερον εορτάζονται»1
Με αυτούς τους λόγους ο φιλάγιος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εγκωμιάζει τους θεοφόρους πατέρες, οι οποίοι «ασκήσει και αθλήσει» διέλαμψαν στον αγιώνυμο Άθω, στην Ακολουθία που συνέταξε προς τιμή τους.
Κυριακή δευτέρα Ματθαίου. «Μνήμη πάντων των Οσίων Πατέρων των εν τω Αγίω Όρει διαλαμψάντων», μας σημειώνει ο ιερός συναξαριστής. Και ο φιλάγιος Αγιορείτης Μοναχός σημειώνει στον εγκωμιαστικό του λόγο : «Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. … τα πλήθη των Μοναστών και Μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους αγίων Πατέρων … Καινά και κοινά άσματα πάντες … ψάλατε»2.
Η γιορτή αυτή είναι έκφραση ευγνωμοσύνης σε εκείνους που έζησαν στο Περιβόλι της Θεοτόκου και το αγίασαν με τους ασκητικούς τους κόπους και καμάτους, σε εκείνους που πέρασαν και το αγίασαν με το αθλητικό τους μαρτύριο.
Είναι η αγάπη των τέκνων προς τους κηδεμόνες και πατέρες, των μαθητών προς τους διδασκάλους, που μας παρέδωσαν μέχρι σήμερα ως κληρονομιά πατρική και θησαυρό πολύτιμο τον τρόπο ζωής του κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού. Είναι αυτοί που οδήγησαν με το γνήσιο παράδειγμά τους και την αγιοπνευματική τους εμπειρία πλήθη μοναχών αλλά και λαϊκών στο δρόμο της σωτηρίας.
Αλλά και μετά την οσία κοίμησή τους, ως γνήσιοι ποιμένες και πατέρες, μεριμνούν, προσεύχονται, πρεσβεύουν όχι μόνο για το ευλογημένο ποίμνιό τους, ούτε ακόμη μόνο για τον ευλογημένο χώρο της πατρίδος μας που έχει αυτόν τον τιμιώτατο θησαυρό, δηλαδή το Άγιον Όρος, αλλά και για ολόκληρη την Ορθοδοξία.
Όλα αυτά τα πρόσωπα μιμήθηκαν «τον Μωσήν και τον Ηλίαν» και εζήλωσαν «τω ερημικώ του βίου και ανέδειξαν το όρος του Άθω καθάπερ άλλο Σίναιον Όρος και Καρμήλιον. … Και αφού διέσχισαν το παχύ νέφος της ύλης, εποπτεύουν τη Αγία Τριάδι πρεσβεύοντες υπέρ των ψυχών ημών»3.
Και, πρώτον. Όλα τα πρόσωπα αυτά της Αγιορειτικής Πολιτείας είναι τα ευλογημένα τέκνα της Θεοτόκου. Αν ο Άθως είναι ο νοητός της Θεοτόκου και ωραίος παράδεισος, οι Αγιορείτες πατέρες είναι τα δένδρα τα ουρανομήκη και ευσκιόφυλλα, τα οποία φυτεύτηκαν και καρποφόρησαν σ΄ αυτόν τον παράδεισο. Και η Παναγία γι΄ αυτούς ήταν η ακαταμάχητος βοηθός, ιατρός και τροφεύς, αλλά και συμπολεμιστής στον αγώνα τους «προς τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους»4.
Ιδού τι γράφει ο Μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης στο Βίο του πρώτου ασκητού του Αγίου Όρους, του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου, περιγράφοντας την επιλογή του τόπου αυτού από την Παναγία: «Είναι έν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν · τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης, και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών · και από τώρα και ύστερον, έχει ονομασθή άγιον · και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτόν, και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν · και θέλω γένη εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός · θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι · και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι · θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς · Φροντίζουσα, τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα · όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν, και δεν την αφήνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών · μετά θάνατον δε (το λέγω, και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου), θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν αυτών εις τούτο το Όρος · και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των»5.
Δεύτερον. Όλα τα πρόσωπα αυτά, με τον προσωπικό τους αγώνα και τη βαθιά μετάνοια, έφθασαν διά της καθάρσεως στο φωτισμό και στη θέωση. Ψάλλει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης : «Τις λαλήσει τους αγώνας υμών, Πατέρες μακάριοι; ή τις αξίως υμνήσει τας αριστείας της ενταύθα γενομένης υμών ασκήσεως;
του νοός το νηφάλιον;
το της προσευχής αδιάλειπτον;
το υπέρ αρετής επίπονον της συνειδήσεως μαρτύριον;
την τήξιν του σώματος;
τα κατά των παθών γυμνάσια;
τας παννύχους στάσεις;
το αείρρυτον δάκρυον;
τους εν κρυφή κρεμαστήρας;
το ταπεινόν του φρονήματος;
τα κατά των δαιμόνων τρόπαια;
και των χαρισμάτων τον ορμαθόν;
και επί πάσι, την υπέρ της ευσεβείας ομού και ορθοδοξίας, προς τους ασεβείς και κακοδόξους, μέχρις αίματος και θανάτου αντικατάστασιν;»6
Έτσι έγιναν οι αληθινοί θεολόγοι. Γιατί απλούστατα η θεολογία δεν είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα. Δεν είναι αποτέλεσμα μιας διεργασίας του νου. Δεν είναι γνώση και μάθηση ορισμένων αντικειμένων, όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες επιστήμες. Αλλά είναι μέθεξη Θεού, κοινωνία με το Θεό, ζωντανή παρουσία του Θεού μέσα στο χώρο της κεκαθαρμένης από τα πάθη καρδίας.
Και Θεολόγος είναι αυτός ο οποίος έπαθε τα Θεία. Είναι αυτός που καθάρισε τον εαυτό του διά της μετανοίας και έφθασε στο φωτισμό και στη θέωση. Είναι αυτός ο οποίος απέκτησε γνώση του Θεού, δηλαδή εμπειρία της θεώσεως. Πόσο ωραία μας δίδει τον ορισμό ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι, και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, δια των προσταγμάτων όδευσον• πράξις γαρ επίβασις θεωρίας• εκ του σώματος τη ψυχή φιλοπόνησον»7. Και ο Άγιος Νείλος ο Σιναΐτης θα προσθέσει: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς• ει προσεύχη αληθώς, θεολόγος ει».
Αναλύοντας ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, γράφει πως τρεις είναι οι τάξεις των ανθρώπων που αγωνίζονται για την σωτηρία τους: η καθαρτική, η φωτιστική και η μυστική, που λέγεται και τελειοποιός.
Α. Στην καθαρτική τάξη αγωνίζεται κανείς δια της μετανοίας να αφήσει τον παλαιό άνθρωπο και να ενδυθεί τον νέον, τον κατά Θεόν κτισθέντα. Χρησιμοποιεί τα μέσα που διαθέτει η Εκκλησία μας, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, προκειμένου να υποστεί την καλή αλλοίωση και να έχει τη δυνατότητα της παρουσίας του Θεού μέσα στον χώρο της καρδιάς του.
Β. Η φωτιστική τάξη. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αδιάλειπτη προσευχή. Αποκτά τη γνώση του Θεού. Βιώνει την αποκάλυψη της Βασιλείας των Ουρανών. Βρίσκεται πάνω σε ένα άρμα, όπως ο Προφήτης Ηλίας, και εποχείται στον ουρανό και περιπολεί τα ουράνια.
Γ. Η τρίτη τάξη, η μυστική και τελειοποιός, είναι αυτή που καθιστά τους θεολόγους της Εκκλησίας. Αυτός που βρίσκεται στην τάξη αυτή ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ο Απόστολος Παύλος, ακούει άρρητα ρήματα και βλέπει εκείνα που δεν μπορεί να δει ο οφθαλμός του ανθρώπου. Καθίσταται, έτσι, θεολόγος εν μέσω της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και οι Άγιοί μας δεν είναι απλώς οι καλοί άνθρωποι, αφού καλούς ανθρώπους έχουν και οι άλλες θρησκείες, αλλά ο Άγιος είναι ο θεούμενος, είναι αυτός που βλέπει την δόξα του Θεού και μετέχει της καθαρτικής, της φωτιστικής και της θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Τέτοιοι θεολόγοι ήταν και οι Όσιοι Αγιορείτες Πατέρες. Τέτοιοι απλανείς θεολόγοι ήταν και πολλοί Αγιορείτες Πατέρες και Άγιοι των τελευταίων ετών, όπως ο Όσιος Παΐσιος, ο Όσιος Πορφύριος, οι Γέροντες Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης και πολλοί άλλοι.
Σ΄ αυτή τη σεπτή ομήγυρη των εν Άθω Πατέρων συγκαταλέγονται και πρόσωπα τα οποία γεννήθηκαν, έζησαν, πέρασαν ή τιμήθηκαν στην καστροπολιτεία της Ορεστίδος. Γι΄ αυτό και μαζί με τον αγιασμένο Άθωνα χαίρει και αγάλλεται, αλλά και χορεύει μυστικά, και η ακριτική Καστοριά, η οποία «προσήνεγκε τω Χριστώ» πνευματικούς της βλαστούς.
Χαίρεται για τον Άγιο Οσιομάρτυρα Ιάκωβο τον Καστοριέα, που έγινε μοναχός στη Μονή Δοχειαρίου και έπειτα στη σκήτη των Ιβήρων, μαζί με τους δύο μαθητές του,
για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος για πρώτη φορά τιμήθηκε σ΄ αυτήν ως Άγιος της Εκκλησίας,
για τον Άγιο Γεράσιμο τον Παλαδά τον Βατοπαιδινό, ο οποίος την εποίμανε επί μία δεκαετία.
Ευφραίνεται για τα ιερά καυχήματα της Κορησού, τον Άγιο Διονύσιο τον κτίτορα της ομώνυμης Μονής και τον Άγιο Θεοδόσιο Μητροπολίτη Τραπεζούντος τον Φιλοθεΐτη.
Μακαρίζει τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που τρείς φορές την επισκέφθηκε και κήρυξε σ΄ αυτήν.
τον Άγιο Νεκτάριο τον Καρεώτη, που έγινε Μοναχός στη Μονή των Αγίων Αναργύρων,
τόν Άγιο Νικόδημο της Τισμάνα, με καστοριανή καταγωγή, τον Χιλιανδαρινό,
αλλά και τον Άγιο Νικόδημο, πού μαρτύρησε στο Βεράτιο, τον καταγόμενο από το Βυθκούκι, τον Αγιαννανίτη.
Σ΄ αυτούς «τους υποφήτας των ενθέων αναβάσεων … και τους καθηγεμόνας ημών και εκφάντορας»8απευθυνόμαστε και εμείς σήμερα και τους παρακαλούμε «ως οι νέοι τους παλαιούς, ως οι υιοί τους πατέρας και οι αναγείς τους αγίους» να περιφρουρούν την Αγιορειτική Πολιτεία, την πατρίδα μας και τον κόσμο ολόκληρο, προκειμένου να φθάσουμε και εμείς στο στόχο και στον σκοπό της ζωής μας, που δεν είναι άλλος παρά ο αγιασμός και η θέωση.
«Ω πληθύς Οσίων ηγιασμένη, και πεποθημένη Θεώ! ω μελισσών Θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους, καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς, το γλυκύτατον μέλι, της ησυχίας κηροπλαστήσας! Τριάδος ηδύσματα · Θεοτόκου εντρυφήματα · του Άθω καυχήματα · και της οικουμένης σεμνολογήματα. Πρεσβεύσατε προς Κύριον, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών»9.