Κυριακή Ε΄ Ματθαίου –«Κατὰ κρημνού» (Ομιλία του † Μητροπολίτου Φλωρίνης κυρού Αυγουστίνου)
«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μιλάει γιὰ δύο δαιμονισμένους ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός. Δύο οἱ δαιμονισμένοι στὸ εὐαγγέλιο· ἀλλὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία οἱδαιμονισμένοι εἶνε τόσοι ποὺ δὲν μποροῦμενὰ τοὺς μετρήσουμε.
Κάθε ἀμετανόητος ἁ-μαρτωλὸς εἶνε κ᾿ ἕνας δαιμονισμένος. Καὶ ὅποιος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, εἶνε ἐπικίνδυνος στοὺςσυνανθρώπους του ὅπως ἦταν καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.Θέλετε ἀπόδειξι; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ δαιμονισμένοι δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ κανείς .
Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις, δὲν ὑπάρχουν μέρη καὶ δρόμοι, ποὺ ὅταν νυχτώσῃφοβᾶται νὰ περάσῃ ὁ ἄνθρωπος; Λέει ἀκόμη τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δύο δαιμονισμένοι ἦταν ἀναιδέστατοι· ἔσχιζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ παρουσιάζονταν γυμνοί , χωρὶς ντροπὴ στὸν κόσμο. Δὲ μοῦ λέτε, καὶ σήμερα δὲν γίνεται αὐτό; δὲν παρουσιάζονται οἱ γυναῖκες ξεγυμνωμένες, χωρὶς καμμιὰ ντροπή;
Ἑπομένως, κι αὐτὲς εἶνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἴδιων πονηρῶν πνευμάτων, καὶσκανδαλίζουν καὶ βάζουν φωτιὰ στὴν κοινωνία.Γιὰ δυὸ δαιμονισμένους μᾶς μιλάεισήμε-ρα τὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀποσπάσω τὴνπροσοχή σας ἀπὸ τὰ ἄλλα σημεῖα τῆς περικοπῆς καὶ θὰ τὴν στρέψω σὲ ἕνα. Ποιό εἶν᾿αὐτό; Εἶνε ὁ «κρημνός», ὁ γκρεμός (Ματθ. 8,32) .Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε.
Μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ἕνα γκρεμό. Προ-σέξτε νὰ μὴ τὸν πλησιάσετε. Ὦ θεῖο Εὐαγ-γέλιο, πόσο μᾶς προστατεύεις! Κοντὰ στοὺς δαιμονισμένους, λέει, ἔβοσκε ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀκάθαρτα ζῷα, ἀπὸ χοίρους . Πόσοι ἦταν; «Ἀγέλη» (Ματθ. 8,30-32) , δηλαδὴ κοπάδι, δύο – τρεῖς χιλιάδες. Ξαφνικὰ τὰ ζῷα τινάχτηκαν κ᾿ ἔκαναν σὰν τρελλά. Ἔχετε δεῖ πῶς κάνει τὸ ἄλογο ὅταν τὸ τσιμπάῃ ἀλογόμυγα; σπάει τὸ χαλινάρι, πέφτει στὸ γκρεμό. Ἔτσι ἔκαναν καὶ τὰ δύστυχα ἐκεῖνα ζῷα. Μόλις ἐνωχλήθηκαν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἄφησαν τὴ βοσκὴ κι ἄρχισαν νὰ τρέχουν πρὸς τὸ γκρεμό. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκαν ὅλα , δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνα· νεκρὰ ἔπλεαν τὰ πτώματα.Ἀλλὰ ὁ γκρεμὸς αὐτὸς δὲν εἶνε τίποτε μπροστὰ σὲ κάτι ἄλλους γκρεμούς , ὅπου δὲν τσακίζονται πλέον ἄλογα ζῷα ἀλλὰ λογικο ὶἄνθρωποι.Λένε γιὰ κάποιο βασιλιᾶ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς ὅτι πολιόρκησε μιὰ πόλι, κι ὅταν τὴν κυρίευσε τὰ μὲν γυναικόπαιδα τὰ ἔσφαξε, τοὺς δὲ ἄντρες καὶ νέους, δέκα χιλιάδες, τί τοὺς ἔκανε· τοὺς συγκέντρωσε, τοὺς ἀφώπλισε, τοὺς ἀνέβασε σ᾿ ἕνα γκρεμὸ ποὺ ἀπὸ κάτω ἁπλωνόταν θάλασσα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἕναν – ἕνα τοὺς γκρέμισε ὅλους κάτω· γέμισε ἡ θάλασσα πτώματα.
Αὐτὸς ἦταν ἕνας φυσικὸς γκρεμός.Ὑπάρχουν ὅμως κάτι ἄλλοι γκρεμοὶ πιὸ ἀπαίσιοι,μαῦροι καὶ φοβεροί. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοὶ οἱ γκρεμοὶ μὲ τὰ ἀπαίσια βράχια; Εἶνε οἱκοινωνικοὶ γκρεμοί . Τέτοιο γκρεμὸ εὔχομαι, κανένας σας νὰ μὴ τὸν πλησιάσῃ, οὔτε ἄντρας οὔτε γυναίκα· κινδυνεύει νὰ βρεθῇ στὸ χάος.
⃝ Ποιός εἶνε ὁ πρῶτος κοινωνικὸς γκρεμός, ποιό εἶνε τ᾿ ὄνομά του; Εἶνε ὁ γκρεμὸς τοῦ Ἰούδα, φέρει τὸ ὄνομα τῆς φιλαργυρίας . Πάνω σ᾿ αὐτὸν κάθεται διπλοπόδι ὁ σατανᾶς μὲτὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰλεφτὰ θ᾿ ἀρχίσουν νὰ γαργαλοῦν τὸν ἄνθρωπο, δὲν βρίσκει ἡσυχία οὔτε μέρα οὔτε νύχταμέχρι νὰ τ᾿ ἀποκτήσῃ. Κι ἀφοῦ τ᾿ ἀποκτήσῃ,θέλει νὰ τ᾿ αὐξήσῃ· τὰ πέντε θέλει νὰ τὰ κάνῃδέκα, τὰ δέκα εἴκοσι, καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει.Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλο τὰ νερά σας· κι ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροθάφτες, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς. Μὰ ὁ φιλάργυρος δὲνθὰ πῇ ποτέ, Φτάνει· εἶνε ἀχόρταγος. Σὲ ξεγελάει ὁ διάβολος, σὲ τραβάει στὸ γκρεμό, σοῦ μετράει τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ μετὰ σοῦ δί-νει μιὰ σπρωξιὰ καὶ σὲ ῥίχνει στὸ χάος, στὴνἁμαρτία καὶ στὴν ἀγχόνη τοῦ Ἰσκαριώτη.
⃝ Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γκρεμὸ τοῦ Ἰούδα ὑπάρχει κιἄλλος βράχος μαῦρος καὶ ἀπαίσιος· εἶναι ὁ γκρεμὸς τῆς φιληδονίας. Εὔχομαι, κανένας ἀπὸ σᾶς, καὶ μάλιστα νέος ἢ νέα, νὰμὴν ὁδηγηθῇ στὰ βράχια τῆς φιληδονίας, τὰ βράχια τῆς σαρκός. Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀπαίσιοκοινωνικὸ βράχο δὲν κάθεται ὁ σατανᾶς μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια· ἐδῶ ὁ διάβολοςκρατάει κιθάρες καὶ βιολιὰ καὶ παίζει τὰ πιὸ μαγευτικὰ τραγούδια γιὰ τὸν αἰσχρὸἔρωτα. Μ᾿ αὐτὰ τρελλαίνει τοὺς νέους. Τοὺς συμβουλεύει, νὰ μὴν ἀκοῦνε παπᾶδες κ᾽ εὐαγγέλια. Ἡ Ἐκκλησία λέει· Ἡ ζωὴ = ἀγώνας, θυσία. Ὁ διάβολος τὰ σβήνει ὅλα αὐτὰ καὶ λέει· Ἡ ζωή, παιδιά, εἶνε ἀπόλαυσι, γλέντι· «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32) . Καὶ μὲ τὶς κιθάρες καὶ τὰ βιολιὰ τοὺς τραβάει στὸν γκρεμὸ τῆς φιληδονίας·μετὰ τοὺς δίνει μιὰ σπρωξιά, καὶ τοὺς βλέπουμε στὰ δικαστήρια νὰ παλεύουν γιὰ τὸ διαζύγιο, τοὺς βρίσκουμε στὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων παράλυτους καὶ τυφλούς, τοὺς βρίσκουμε στὶς φυλακὲς ἐλεεινὰ ῥάκη.
⃝ Ὑπάρχει ὅμως κ᾿ ἕνας τρίτος γκρεμός, ἀκόμη χειρότερος. Στὴν κορυφή του βρίσκεται ὁἑωσφόρος κρατώντας στὰ χέρια του τὰ ἀξι-ματα τῆς γῆς· εἶναι ὁ γκρεμὸς τῆς φιλοδοξίας. «Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δόξαν οὐδείς» , λέει ἕνα ῥητό. Ὁ ἑωσφόρος κρατάει σκῆπτρα, σπαθιά, ὑπουργιλίκια, ὅλα τὰ μεγα-λεῖα. Βάζει ἰδέες καὶ λέει στὸν κόσμο· Ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσετε δύναμι καὶ νὰσᾶς τιμάῃ ὁ κόσμος. Στὸν ἕνα τὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ, τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, λέει·Ἐσὺ εἶσαι δυνατός! Στὸν ἄλλο· Ἐσὺ εἶσαι ὡραῖος· τέτοιον ὡραῖον ἄντρα καὶ τόσο ὄμορφη γυναῖκα δὲν ξαναγέννησε ἡ γῆ! Στὸν τρίτο λέει· Εἶσαι σοφός, ὅσα ξέρεις ἐσὺ δὲν τὰ ξέ-ρει κανένας! Στὸν τέταρτο λέει· Ἐσὺ εἶσαι ἅγιος· φτερουγίζεις γιὰ τὸν οὐρανό!… Στὸν καθένα λέει κάτι καὶ τὸν ῥίχνει στὴν ὑπερηφάνεια. Τὸν παίρνει στὰ μαῦρα φτερά του, τὸν ὁδηγεῖ στὸ γκρεμό, τοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶτὸν τσακίζει στὰ βράχια. Καὶ τότε ὁ ὑπερήφανος βλέπει τὰ φτερά του μαδημένα ἀπὸτὸν ἄγγελο – διάβολο ποὺ εἶχε δίπλα του.Αὐτοί, ἀγαπητοί μου, εἶνε οἱ γκρεμοί, ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ὁ διάβολος. Ἔτσι πᾶμε «κατὰ κρη-μνοῦ» (Ματθ. 8,32). Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἡ φωτογραφία μας.
Πᾶμε κατὰ κρημνοῦ. Κατὰ κρημνοῦ ὁ ἄντρας,κατὰ κρημνοῦ ἡ γυναίκα, κατὰ κρημνοῦ ὁ νέος, κατὰ κρημνοῦ ὁ ῥασοφόρος, κατὰ κρημνοῦ οἱ λαϊκοί, κατὰ κρημνοῦ οἱ δεξιοί, κατὰ κρημνοῦοἱ ἀριστεροί, κατὰ κρημνοῦ οἱ πάντες . Πῶς τὰκατάφερε ὁ διάβολος, νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο βράχο, χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο· καὶ πάνω σ᾿αὐτὸν δὲν ἔβαλε πλέον ἕνα ἄτομο ἢ μιὰ οἰκογένεια, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, κ᾿εἶ νε ἕτοιμος νὰ τὴ γκρεμίσῃ στὴν ἄβυσσο.Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ κακό.Ἂν εἴχαμε φιλότιμο κ᾿ εὐαισθησία, δὲν θὰ διασκεδάζαμε. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐσᾶς εἶμαι. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἀποκάλυψι· καὶ βλέπω, ὅτι θὰ χτυπήσουν σειρῆνες, θὰ σημάνουν νεκρικὲς καμπάνες.Μέσα σὲ μιὰ ὥρα θ᾿ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπό λεις, κι ὅσοι προλάβουν θὰ πᾶνε μέσα στὰ σπήλαια. Αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ μεγάλη περιπέτεια ·τὰ ἄλλα ποὺ περάσαμε ἦταν κουφέττα. Ἕνα βῆμα ἀκόμα, καὶ θὰ δώσῃ ὁ διάβολος σ᾿ ὅλους τὴ σπρωξιά. Κ᾿ ἐκεῖ κάτω, ποὺ θὰ βρεθοῦν,δὲν θὰ εἶνε ἡ φωτιὰ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας. Θὰ εἶνε ἀτομικὲς βόμβες. Αὐτὲς θὰκάνουν ἀπέραντη καταστροφή. Λέει μιὰ προ-φητεία· Θ᾿ ἀραιώσῃ ἡ γῆ. Θὰ περπατᾷς ἑκατὸ χιλιόμετρα, γιὰ νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο…Κατὰ κρημνοῦ λοιπὸν ὅλη ἡ ἀνθρωπότης.Καὶ ποιός θὰ μᾶς σώση; Τὸ Εὐαγγέλιο λέει·Θὰ σωθοῦμε, μόνο ἂν μετανοήσουμε. Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ πέσουμε στὰ πό-δια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μὲ προσευχὴ καὶ δάκρυα νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του. Νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου,Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42) .Μόνο ἡ νινευϊτικὴ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ τὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές.
Ἀδελφοί μου, μὴν παίρνετε τὸ δρόμο τῆς ματαιότητος, τῆς σαρκός, τοῦ χρήματος, τὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Ὄχι, μὴ ἀπατᾶσθε. Ὅσα καλὰ καὶ ἂν σᾶς τάξῃ, τὸ τέλος εἶνε συμφορὰ καὶ κόλασις. Πάρτε τὸ δρόμο τὸ στενό , τὸν ἀνηφορικό, τὸ δρόμο τῆς πενίας καὶ τοῦ καθήκοντος,τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ὁδηγηθῆτε μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε, δό ξα σοι»(αἶνοι Μ. Τρίτης).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος