Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου – Ένα ερώτημα, του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης κυρού Αυγουστίνου Καντιώτου
«Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» (Ματθ. 9,28)
Μιὰ ἐρώτησις, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα. Τὴν ἀπηύθυνε ὁ Κύριος στὴν ἐποχή του, ἀλλ᾽ ἀπευθύνεται καὶ σ᾽ἐμᾶς. Θ᾽ ἀπαντήσουμε ἢ ὄχι ἢ ναί, κι ἀπὸ ἕνα ὄχι ἢ ναὶ ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ εὐτυχία μας.
Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς βιάζει ν᾽ ἀπαντήσουμε ναί. Μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους. Ἡ ἐλευθερία ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ψηλά. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει· Μπροστά σου, ἄνθρωπε, εἶνε ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, ὅπου θέλεις ἁπλώνεις τὸ χέρι σου. Ἐὰν τ᾽ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς, ἐὰν τ᾽ ἁπλώσῃς στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς· διάλεξε καὶ πάρε (βλ. Δευτ.30,19. Σ. Σειρ. 15,16) . Ἐλεύθερος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιλέξῃ τὴ φωτιὰ ἢ τὸ νερό, τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς εἶπε· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24). Δὲν ἀναγκάζει κανένα.
Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία, βλέπουμε καὶ σήμερα ὅτι, προτοῦ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα, στρέφεται στοὺς δύο τυφλοὺς καὶ τοὺς ἐρωτᾷ· «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», ὅτι μπορῶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνω; (Ματθ. 9,28).
Τί ζητοῦσαν οἱ δύο αὐτοί; λεφτά, σπίτια; Κάτι πολὺ ἀνώτερο, ποὺ δὲν τὸ ἐκτιμοῦμε. Ζητοῦσαν τὸ φῶς τους. Δὲν εἶχαν μάτια, ζοῦσανστὸ σκοτάδι. Πόσο, ἀδελφοί μου, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γι᾿ αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ μᾶς ἔδωσε! Κάθε φορὰ ποὺ βλέπεις ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός, νὰ λές· «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾿δωσες τὰ μάτια».
Οἱ δύο αὐτοὶ δὲν εἶχαν φῶς. Ἀκολούθησαντὸν Κύριο φωνάζοντας «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (ἔ.ἀ. 9,27). Τὸ φώναξαν πολλὲς φορές. Ο Χριστὸς δὲν ἀπάντησε. Γιατί ἆραγε; Γιὰ νὰ δοκιμαστῇ ἡ πίστι τους.
Κι αὐτοὶ δὲν κάμφθηκαν.Ὅταν ὁ Κύριος μπῆκε σ᾽ ἕνα σπίτι, μπῆκαν κι αὐτοὶ καὶ τὸν πλησίασαν. Ἐκεῖνος τοὺς ρωτάει· «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», πιστεύετε ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά; Οἱ τυφλοὶ ἀπαντοῦν·«Ναί, Κύριε», τὸ πιστεύουμε.Τότε ἅπλωσε τὰ πανάχραντα χέρια του στὰμάτια τους καὶ εἶπε· «Ἂς γίνῃ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι σας»(ἔ.ἀ. 9,29), κι ἀμέσως εἶδαν τὸ φῶς, εἶδαν ὅλα τὰ ὡραῖα. Καὶ τὸ ὡραιότερο ποὺ εἶδαν ποιό ἦταν; ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
«Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Τὸἐρώτημα αὐτὸ κάνει ὁ Χριστὸς καὶ στὸν καθένα μας. Γιατὶ καὶ σ᾽ ἐμᾶς ἔρχονται περιστάσεις, ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεία βοήθεια, ζητοῦμε τὸ θαῦμα. Ὅσο δυνατὸς κι ἂν εἶσαι,κάποια στιγμὴ ζητᾷς τὴν ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ.Τὴ ζητᾷς σὲ ζητήματα ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς φύσεως. Σὲ περιπτώσεις π.χ. ποὺ τὸ σῶμα ἀσθενεῖ.Πέφτεις στὸ κρεβάτι ἄρρωστος. Φωνάζεις γιατρό, ἀγοράζεις φάρμακα, ἀλλάζεις κλίμα, χρησιμοποιεῖς δίαιτα, μετέρχεσαι ὅλα τὰ μέσα· καὶ ὅμως δὲ βλέπεις θεραπεία. Τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ ὅλα εἶνε ἀπελπιστικά, ποὺ οἱ γιατροὶ σηκώνουν τὰ χέρια καὶδηλώνουν ἀδυναμία, τότε παρουσιάζεται ὁ Χριστός. Ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁλοζώντανος σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. Ἔρχεται νοερὰ στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ λέει·
«Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», πιστεύεις ὅτι μπορῶ νὰσὲ κάνω καλά; ὅτι δὲν εἶμαι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ἀλλὰ ζῶ καὶ βασιλεύω σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο; Πιστεύεις ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ παντοδύναμος ἰατρός, ὁ ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς γιατροὺςτοῦ κόσμου; Πιστεύεις ὅτι τὰ δικά μου φάρμακα εἶνε ἀνώτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο φάρμακο;Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε θὰ δῇς θαῦμα· θὰ δῇςὅτι ἐκεῖνο, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν ὅλοιοἱ γιατροὶ τοῦ κόσμου, γίνεται. Ἐξαρτᾶται ἀ-πὸ τὴν πίστι ποὺ ἔχεις. Κι ὄχι μόνο σὲ ζητήματα ὑγείας, σὲ ζητήματα ὑλικῆς φύσεως,ἀλλὰ καὶ σὲ ὑποθέσεις πιὸ ὑψηλὲς καὶ σοβαρές, πάλι ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μπροστά μας μὲ τὴν οὐράνια φυσιογνωμία του καὶ ἀπευθύνει σὲ ὅλους μας τὸ ἐρώτημα «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Πότε μᾶς τὸ λέει αὐτὸ ὁ Χριστός; Ὅταν καλούμεθα νὰ ἐκτελέσουμε κάποιο ἱερὸ καθῆκον.
⃝ Τώρα τὸ καλοκαίρι π.χ. ἔχουμε τὴ νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου. Δὲν τὴν ἔφτειαξαν παπᾶδες καὶ δεσποτάδες· τὴν ὥρισε ἡ Ὀρθοδοξία κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὅ-λης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Εἶνε θεσμὸς ἱερός. Ὅταν λοιπὸν μπαίνουμε στὸ Δεκαπενταύγουστο, ὁ Χριστὸς ἔρχεται μπροστὰ στὸν καθένα μαςκαὶ λέει· Πιστεύεις ὅτι ἡ νηστεία αὐτὴ εἶνε ἕνας ἅγιος θεσμός; Ἂν τὸ πιστεύῃς, θὰ δῇς ὅτι δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος μονάχα μὲ ψωμί· «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Δευτ. 8,3 = Ματθ. 4,4). Ἂν τὸ πιστεύῃς ὅτι εἶνε φάρμακο οὐράνιο, το τε νὰ νηστέψῃς. Ἐὰν δὲν τὸ πιστεύῃς ἀλλὰ φοβᾶσαι καὶ σοῦ περνάῃ ἡ ἰδέα ὅτι θ᾽ ἀρρωστήσῃς, μὴ νηστεύεις. Ἂν τὸ κάνῃς ὄχι ἀπὸ συνήθεια ἀλλ᾽ ἀπὸ πίστι ὅτι εἶνε θέλημα Θεοῦ, εἶνε κάτι ἀληθινὸ ποὺ τὸ θέσπισαν οἱ πατέρες, τότε ἔχει ἀξία.Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴ νηστεύεις· γιατὶ θὰ γογγύσῃς, θὰ μετρᾷς τὶς μέρες, θὰ λὲς πότε νὰ ᾿ρθῇ τῆς Παναγιᾶς, ἐνῷ ὅποιος πιστεύει χαίρεται τὴ νηστεία. Ἂν νηστεύῃς ἀπὸ πίστι, τότε τὸ νεράκι ποὺ θὰ πίνῃς μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας θὰ γίνῃ βούτυρο, καὶ τὸ κριθαρένιο ψωμάκι ποὺ θὰ τρῶς θὰ γίνῃ κρέας.
⃝ Ἄλλη περίπτωσι ποὺ χρειάζεται ἡ πίστι. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε κ᾽ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ συγχώρησι. Νιώθουμε τὸ βάρος ἀπὸ τ᾽ ἁμαρτήματα καὶ πρέπει νὰ προσέλθουμε στὴν ἐξομολόγησι. Ἂν πιστεύῃς, νὰ πᾷς στὴν ἐξομολόγησι· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πᾷς. Προτοῦ νὰ παρουσιαστῇς στὸν ἱερέα, ὁ Χριστὸς ἔρχεται νοερὰ μπροστά σου καὶ σοῦ λέει· «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Πιστεύεις δηλαδὴ ὅτι τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογεῖ σαι παρίσταται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο; –εἶνε μεγάλα πράγματα αὐτά,δὲν εἶνε ὅπως ὅταν κουβεντιάζουμε μ᾽ ἕνα φίλο, εἶνε ζητήματα πίστεως. Πιστεύεις τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ εἶσαι γονατισμένος μπροστὰ στὸν πνευματικὸ καὶ λὲς τ᾽ ἁμαρτήματά σου, ὅτι τὰ λόγια σου τ᾽ ἀκούει ὁ Χριστός; Πιστεύεις, ὅτιμιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φτάνει νὰ σβήσῃ ὅλα σου τ᾽ ἁμαρτήματα; Πιστεύεις, ὅτι τὸ πετραχήλι ποὺ ἁπλώνει πάνω σου ὁ παπᾶς τὴν ὥρα ἐκείνη γίνεται Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ σὲ πλένει; Ἂν πιστεύῃς, πήγαινε στὴν ἐξομολόγησι· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πατήσῃς, μὴ γίνεσαι θεομπαίχτης. Ἂν πᾷς, νὰ πᾷς ἀπὸ πίστι, ὄχι διότι τὸ εἶπε ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας σου ἢ ἡ γυναίκα σου ἢ ὁ ἄντρας σου.
⃝ Πᾶμε τώρα στὸ σπουδαιότερο. Χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ καλεῖ νὰ συναχθοῦμε. Τί τὸν πέρασες τὸ ναό; θέατρο, κινηματογράφο, σχολεῖο, πλατεῖα; Προτοῦ νὰ μπῇς μέσα, ἔρχεται μπροστά σου ὁ Χριστὸς καὶ σοῦ λέει· Πιστεύεις, ὅτι τὸ κομμάτι αὐτὸ δὲν ἀνήκει στὴ γῆ;
«Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος»! Τὸ καταλαβαίνεις, ὅτι εἶνε «ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ», ὅτι ἐδῶμέσα εἶνε«οἶκος Θεοῦ»;(Γέν. 28,17). Πρέπει ν᾽ ἀφήσῃς ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τὶς ἔγνοιες, τὶς ὑποθέσεις σου, τὸ μαγαζί, τὸ γραφεῖο, τὰ παιδιά σου, τὰ πάντα· «ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» (θ. Λειτ., χερουβ.). Πιστεύεις ὅτι τὸ κάθε τὶμέσα στὸ ναὸ εἶνε ἱερό; Τὸ λάδι λ.χ. στὴν κανδήλα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας δὲν εἶνε σὰν αὐτὸ ποὺ βάζεις στὸ φαγητό σου· ἔχει δύνα-μι μεγάλη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος —ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς Αὐγουστῖνος—, ὅτι εἶ δε στὴν ἐποχή του γυναῖκα ἄρρωστη, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ γιατρέψῃ κανένας γιατρὸς στὴν Ἀντιόχεια, ποὺ ἦρθε στὴν ἐκκλησιά, πῆρε μὲ τὸ δάχτυλό της λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ ἦταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἄλειψε τὸ μέτωπό της, καὶ ἔγινε καλά· γιατὶ πίστευε ὅτιαὐτὸ τὸ λάδι ἔχει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Πιστεύεις λοιπὸν κ᾽ ἐσὺ ὅτι ὅλα ἐκεῖ εἶνε ἱερά; Πιστεύεις ὅτι τὴν ἁγία τράπεζα κυκλώνουν ἄγγελοι; Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, «ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας» (ἀπολυτ.). Πιστεύεις ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί, ὅταν κατέλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γίνονται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ; Ἐδῶ μυστήρια μεγάλα καὶ θαύματα γίνονται. Ἐὰν πιστεύῃς, νὰ μπῇς μέσα. Πιά σε μιὰ γωνιά, κοίτα μπροστά, μὴ μιλᾷς μὲ κανένα, κουβέντιαζε μὲ τὸ Θεό. Κι ὅταν περνοῦντὰ ἅγια, νὰ λὲς «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Ἐὰν πιστεύῃς! ἐὰν δὲν πιστεύῃς, μεῖνε στὸ σπιτάκι σου.
Ἀδελφοί μου, ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ἀπιστίας. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν πιὰ στὸ Θεό. Ἄλλος πιστεύει στὸ χρῆμα, ἄλλος στὴν τέχνη, ἄλλος στὴν ἐπιστήμη, ἄλλος σὲ ἰσχυροὺς προστάτες, ἄλλος… Ὅμως «ὅλα εἶνε ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).Ἕνα εἶνε ἀληθινό· ἡ πίστι τῶν πατέρων μας, ἡ πίστι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, «ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.) ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἔστω κι ἂν δοῦμε τὰ ἄστρα νὰ πέφτουν καὶ τὴ γῆ νὰ σείεται, ἂς κρατήσουμε τὴν πίστι ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι πατέρες. Κι ἂν ὅλοι γονατίσουν στὸ διάβολο καὶ μείνῃς ἕνας, ἐσὺ παιδί μου νὰ λές· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24) . Ὁ δὲ Κύριος διὰ πρεσβειῶν ὅλων τῶν ἁγίων θὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρκέλλης Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν τὴν 24-7-1960 μὲ ἄλλο τίτλο.