Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου: Το δίλλημα
Λυπημένος ἔφυγε ὁ σημερινὸς συνομιλητὴς τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε δύο λόγους, δύο στοιχεῖα ποὺ τὸν ἀπέτρεπαν νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὴν πρόταση τοῦ Κυρίου τέλειος. Ἦταν πλούσιος καὶ ἦταν ἀκόμη νέος. Εἶχε ὅλα τὰ πλούτη, ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ὅλη τὴ ζωή μπροστά του. Τί θὰ ἄντεχε νὰ ἀφήσῃ ἀπὸ τὰ δύο; τὴ νεότητα ἢ τὰ πλούτη; Διπλὸ τὸ δίλημμα· διότι ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε μόνο νὰ μοιράσῃ τὰ πλούτη του στοὺς πτωχούς, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσῃ.
Ἡ πρώτη πρόταση ἦταν νὰ μοιράσῃ τὸ βιός του· ἡ δεύτερη νὰ Τοῦ ἀφιερώσῃ τὸν βίο, ἀπόφαση μᾶλλον δυσκολότερη, διότι ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ ζητεῖτο γιὰ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπή του ζωή.
Ἂν ὁ Διδάσκαλος γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος ἐπέμενε μόνο στὸ πρῶτο, ἴσως ὁ νέος νὰ ἔπραττε τὸ προτεινόμενο. Θὰ τὰ μοίραζε ὅλα καὶ δὲν θὰ εἶχε ἄλλη ὑποχρέωση. Θὰ ἦταν σίγουρος ὅτι ἤγγισε τὴν τελειότητα. Ὅμως τὸ πρόβλημα ἦταν ἡ πρόταση νὰ δεσμευθῇ γιὰ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ἀποῤῥέουν ἀπὸ τὴ μαθητεία στὸ Χριστό. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πονόψυχοι, ποὺ ἔχουν μεγάλη περιουσία καὶ μὲ χαρὰ ἐπιβιβάζονται στὸ ὄχημα τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ, σκορπίζοντας καλοσύνη μὲ τὶς ἀγαθοεργίες τους. Ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν περιουσία τους, δὲν σημαίνει ὅμως ὅτι ἀπαραιτήτως ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό.
Στὴ ζωὴ διαλέγουμε καὶ παίρνουμε· κάνουμε τὶς ἐπιλογές μας ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς βλέπουμε τὴ ζωή. Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος ἀρκέστηκε σὲ ὅσα καλὰ εἶχε. Ἦταν τηρητὴς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, καλὸς καὶ εὐσεβὴς πιστός, ἐπιμελὴς στὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ἀρκεῖτο ὅμως στὴ μετριότητα. Ἴσως περίμενε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ πῇ ὅτι μὲ ὅσα ἔκανε ἔφθασε στὴν τελειότητα. Ἔφυγε λυπημένος, γιατὶ ἤθελε νὰ ἀκούσῃ ὅτι ἦταν ἐντάξει, ὅτι ἦταν τέλειος κατὰ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Καὶ μᾶλλον ἦταν τέλειος. Ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὸν μωσαϊκό, ἡ δὲ τελειότητά του δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν τελειότητα τοῦ δευτέρου.
Ἀρκετοὶ χριστιανοὶ κάνουν τὴν ἐπιλογὴ τοῦ πλούσιου νέου. Ἀρκοῦνται στὴ μετριότητα, φτάνουν μέχρις ἑνὸς ὁρίου· ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα βάζουν κόκκινη γραμμή. Νιώθουν ἐντάξει μὲ τὰ τυπικά, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ ζοριστοῦν. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ αἰσθάνονται καὶ ἕτοιμοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἄμεσοι κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι στὴν οὐσία ἀνέτοιμοι καὶ ἀνεπαρκεῖς, μὲ πνευματικὲς ἐλλείψεις καὶ χίλια μύρια κρυμμένα πάθη, ποὺ ποτὲ δὲν μπῆκαν στὴ διαδικασία νὰ ἐρευνήσουν, ὥστε νὰ γίνουν λίγο καλύτεροι, ἔστω κάπως τελειότεροι ἀπὸ πρίν. Ἀκοῦμε συχνὰ κάποιους χλιαροὺς νὰ λένε στοὺς οἰκείους τους: «Μὴν ἔχῃς πολλὰ πάρε δῶσε μὲ τὴν Ἐκκλησία· ἐντάξει, πήγαινε ποῦ καὶ ποῦ· φτάνει ὅσο νήστεψες· πάλι γιὰ ἐξομολόγηση θὰ πᾷς; δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι τόσο ἐγκρατὴς· καλόγερος θὰ γίνῃς;». Εἶναι στὴν πεπτωκυῖα γνώμη μας ἡ ἀνάγκη νὰ γίνουν οἱ δικοί μας ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς, γιὰ νὰ μὴν αἰσθανώμαστε ἄβολα ἀνάμεσα σὲ ἐραστὲς τῆς τελειότητος. Ναί, καὶ ὁ Χριστὸς βεβαίως θέλει νὰ γίνουμε ὅπως εἶναι ὁ ἴδιος, τέλειοι, ὅπως καὶ ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας. Διαλέγουμε λοιπὸν καὶ παίρνουμε.
Πάντοτε ὑπάρχει τὸ ἀτελές, τὸ τέλειο καὶ τὸ τελειότερο. Ὁ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀτελεύτητο βάθος τελειότητος, ἀτελείωτο ὕψος ἀγιότητος. Ὅσο τελειοῦται ὁ ἄνθρωπος μέσα σὲ αὐτήν, τόσο ἐγκαταλείπει τὸ προηγούμενο ἐπίπεδο ἀτέλειας. Καὶ κάθε ἑπόμενη βαθμίδα τῆς τελειώσεως εἶναι ἀτελέστερη τῆς μεθεπόμενης. Συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος ὁ ἀγώνας τῆς ὁλοκλήρωσής μας, δὲν σταματᾶ ποτέ. Εἰς αἰῶνας αἰώνων ὁ ἄνθρωπος θὰ ὁλοκληρώνεται, ἀρκεῖ ὅμως νὰ κάνῃ κάποτε τὴν ἀρχή, νὰ χαίρεται αὐτὴν τὴν διαδικασία καὶ νὰ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ πορεύεται πρὸς τὸ ἀτελεύτητο τέρμα τῆς θεώσεως.
Δύο εἶναι οἱ ἐπιλογές μας, ἀδελφοί μου. Ἢ μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ πολὺ ἕως περισσότερο ἢ ἀπὸ τὸ λιγότερο μέχρι τὸ καθόλου. Ἂν αὐτὸ ποὺ ἔχουμε τὸ θεωροῦμε πολὺ καὶ ἀρκετό, ὑπάρχει μπροστά μας τὸ περισσότερο. Ἂν αὐτὸ ποὺ ἔχουμε εἶναι λίγο, πάλι μπροστά μας προβάλλει τὸ περισσότερο ὡς εὐκαιρία ἀνόδου. Εἴθε νὰ κάνουμε τὴν πλεόν συμφέρουσα ἐπιλογή.
π. Στυλιανός Μακρής