Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016 (Ζ´ ΛΟΥΚΑ) (Λουκ. η´ 41-56)
Στό δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ Ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, ἀδελφοί μου, ἔγινε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Ὁ Ἰάειρος εἶχε πέσει στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά δεχθεῖ νά πάει στό σπίτι του, γιά νά θεραπεύσει τήν ἑτοιμοθάνατη δωδεκάχρονη κόρη του. Καί ὁ Κύριος ἤδη βάδιζε πρός τά ἐκεῖ.
Ἐκεῖ, λοιπόν, στό δρόμο κάποια γυναίκα Τόν ἄγγιξε. Ἦταν ἄρρωστη ἡ δύστυχη, ταλαιπωρημένη, αἱμορραγοῦσε συνεχῶς. Δώδεκα χρόνια βασανιζόταν ἀπό τήν ἀρρώστια, κι ἐνῶ εἶχε ξοδέψει ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς, γιατρειά δέν εὕρισκε. Τώρα πλησίασε τόν Κύριο μέ πίστη. Δέν Τοῦ εἶπε τίποτε. Ἐκεῖ ὅμως πού τά πλήθη συνωστίζονταν γύρω Του, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἀγγίξει κρυφά τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου Του, τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του. Καί ἀμέσως τό αἷμα σταμάτησε. Ἔγινε καλά. Εὐτυχισμένη ἡ γυναίκα γύρισε νά φύγει, δέν τήν εἶχε πάρει εὐτυχῶς εἴδηση κανείς!
“Τίς ὁ ἀψάμενός μου; ” Ποιός μέ ἄγγιξε; Τά ἀπρόσμενα τοῦτα λόγια τοῦ Κυρίου δημιουργοῦν ἀπορία μεγάλη. Κύριε, τοῦ λέει ὁ Πέτρος, τά πλήθη τοῦ λαοῦ σέ κυκλώνουν ἀπό παντοῦ καί σέ πιέζουν, καί ἐσύ λές “ποιός μέ ἄγγιξε;” Ἀλλά ὁ Κύριος ἐπιμένει: “Ἥψατό μού τις”. Κάποιος μέ ἄγγιξε, διότι ἐγώ ἔνιωσα νά βγαίνει δύναμη ἀπό πάνω μου. Ἡ γυναίκα κατάλαβε πόσο λάθος ἦταν νά νομίζει πώς θά ἔμενε ἀπαρατήρητη ἀπό τό βλέμμα τοῦ Κυρίου. Τρέμοντας ἦρθε μπροστά Του καί πέφτοντας στά πόδια Του τά ἐξήγησε ὅλα. Ἔχε θάρρος κόρη μου, τῆς εἶπε στό τέλος ὁ Κύριος. Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Πήγαινε στό καλό. Εἰρήνευε.
“ Τίς ὁ ἀψάμενός μου;” Ποιός μέ ἄγγιξε;
Ποιός νά σέ ἀγγίξει, Κύριε; Δύο χιλιάδες χρόνια ἀπό τότε ἐξακολουθοῦμε νά συνωστιζόμαστε γύρω σου, νά σέ σπρώχνουμε…Συγκεντρωνόμαστε στούς ναούς, τρέχουμε στά ἱερά προσκυνήματα, μερικές φορές σχεδόν πατᾶμε ὁ ἕνας ἐπάνω στόν ἄλλον, γιά νά κοινωνήσουμε, ἀλλά ποιοί ἀπό ἐμᾶς σέ ἐγγίζουν πραγματικά, παίρνουν δύναμη ἀπό σένα; Ποιοί ἀληθινά ἐπικοινωνοῦν μαζί σου, ἑνώνονται μέ σένα;
Ναί, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς ἀνάμεσα στούς τόσους πού σέ περικυκλώνουμε, ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ἐκεῖνες οἱ ὑπέροχες ψυχές, πού σέ πλησιάζουν μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, πού ἀγγίζουν τήν ἀνθρώπινη φύση σου καί ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τήν ἀχώριστη ἀπό αὐτήν θεότητά σου, μέ σένα τόν ὕψιστο καί ὑπεράπειρο Δημιουργό καί Θεό μας. Ναί, ὑπάρχουν! Ἀλλά πόσες εἶναι; Γιατί πολλοί, Κύριε, σέ πλησιάζουμε χωρίς βαθειά συναίσθηση, χωρίς τόν ἅγιο καί ζωοποιό φόβο σου. Γι᾽ αὐτό καί δέν σέ ἀγγίζουμε. Δέν καταλαβαίνουμε πώς ἐκείνη τήν ὥρα ἔρχεσαι μέσα μας ἐσύ ὁ ἴδιος, ὁ ἀπρόσιτος Θεός. Γι᾽ αὐτό καί δέν παίρνουμε δύναμη, δέν θεραπευόμαστε ἀπό τίς ἀκατάσχετες πνευματικές αἱμορραγίες μας.
Ἐνῶ ἀκόμη μιλοῦσε ὁ Κύριος πρός τήν εὐλογημένη ἐκείνη γυναίκα, ἡ ὑπόθεση τοῦ Ἰαείρου ἐξελίχθηκε σέ τραγωδία. Ἔφτασε κάποιος ἀπό τό σπίτι του καί τοῦ ἀνήγγειλε τό θάνατο τῆς κόρης του. Πέθανε ἡ κόρη σου, τοῦ εἶπε, μήν κουράζεις ἄδικα τό Διδάσκαλο. Ἦταν πράγματι φοβερό!
Ὁ Κύριος ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τήν δραματική τροπή τῶν πραγμάτων καί γυρνώντας πρός τόν Ἰάειρο τοῦ εἶπε: - Μή φοβᾶσαι× μόνον νά πιστεύεις καί θά σωθεῖ ἡ κόρη σου. Φτάνοντας στό σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὁ Κύριος δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ μέσα παρά μόνο τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, καί τόν πατέρα καί τήν μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Θρῆνος καί κλαυθμός ἐκεῖ. Καί ὅταν ὁ Κύριος συνέστησε στούς συγκεντρωμένους συγγενεῖς καί γνωστούς νά μήν κλαῖνε, βεβαιώνοντάς τους πώς ἡ κόρη δέν πέθανε ἀλλά κοιμᾶται, ἄρχισαν νά τόν περιγελοῦν, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τό κορίτσι ἦταν νεκρό. Δέν ἤξεραν τί ἔκαναν. Τό κορίτσι ἦταν ὄντως νεκρό, ἀλλά ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἦταν ἐκεῖ, καί γιά ἐκεῖνον ὁ θάνατος τῆς κόρης δέν διέφερε ἀπό ἁπλό ὕπνο.
Καί πράγματι ἔπειτα ἀπό λίγο ὅλα εἶχαν τελειώσει. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους τούς ὀλιγόπιστους ἔξω, ἔπιασε τό χέρι τῆς κόρης καί τῆς φώναξε: Κόρη, σήκω ἐπάνω! Καί ἀμέσως ἡ ψυχή της ξαναγύρισε στό σῶμα, καί τήν ἴδια στιγμή ἀναστήθηκε. Τά ἔχασαν οἱ γονεῖς της. Ὁ Κύριος ὅμως, ἀφοῦ τούς συνέστησε νά τῆς δώσουν νά φάει, τούς παρήγγειλε νά μήν ἀνακοινώσουμε σέ κανέναν αὐτό τό θαῦμα, γιά νά μήν ἐρεθίσουν περισσότερο τό φθόνο τῶν ἐχθρῶν Του.
Η δραματική ἐξέλιξη αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ τό κάνει ἀναμφιβόλως ἰδιαίτερα διδακτικό. Μποροῦμε νά φανταστοῦμε ἐκείνη τήν πραγματικά τραγική στιγμή πού ἄκουγε ὁ Ἰάειρος τήν εἴδηση τοῦ θανάτου τῆς κόρης του; Θά ἦταν κάτι σάν κεραυνός. Καί σίγουρα θά τόν ἔπνιξε στούς λογισμούς: Ἄχ! θά ἔλεγε , λίγα λεπτά νωρίτερα ἄν ἐπήγαινα στόν Κύριο...ἄν δέν καθυστεροῦσε μέ αὐτήν ἐδῶ τή γυναίκα...ἄν...ἄν..., θά γλύτωνε τό παιδάκι μου. Καί ἀπ᾽ αὐτά θέλησε ὁ Κύριος νά τόν γλυτώσει. Στράφηκε ἀμέσως πρός τό μέρος του καί τοῦ εἶπε:“μή φοβοῦ× μόνον πίστευε καί σωθήσεται”.
Αὐτά τά “ἄν”! Τό φρικτό μαστίγωμα τῶν ψυχῶν πού ἔχουν λίγη πίστη! Ὅταν τούς ἔρθει κάποια θλίψη, τρέχουν ἀμέσως στόν Κύριο. Ἐκεῖ λοιπόν πού ἡ θλιμμένη ψυχή περιμένει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, βλέπει ξαφνικά καινούργια μπόρα νά πλησιάζει, κι ὥς νά ξεσπάσει αὐτή, ὁ οὐρανός ἔχει πάλι σκοτεινιάσει καί τά μαῦρα σύννεφα σέρνονται ἀπειλητικά πάνω ἀπό τό ρημαγμένο κιόλας σπιτικό της. Καί βέβαια τότε ἡ ψυχή ἀρχίζει νά λυγίζει. Εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα, ἡ ὥρα πού ρίχνεται μέσα στό φοβερό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ. Εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ ὥρα πού ἀρχίζουν τά “ἄν”.
Λοιπόν, ἀδελφοί, δέν τήν ἀκοῦμε τή φωνή; Ἐκείνη τήν ἴδια, τήν γλυκιά φωνή, πού στοργικά μᾶς συνεφέρνει; “Μή φοβοῦ× μόνον πίστευε”, μᾶς λέει! Νά μή φοβόμαστε λοιπόν, ποτέ! Ποτέ νά μήν ἀφήνουμε νά κλονιστεῖ ἡ πίστη! Νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό σκοτάδι πυκνώνει λίγο προτοῦ ροδίσει ἡ αὐγή× ὅταν τ᾽ ἀστέρια τρεμοσβήνουν καί τό φεγγάρι ἔχει χαθεῖ! Θά ἔρθει ἡ αὐγή, ἀδελφοί! Τά ἀδιέξοδα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ εὐκαιρία τοῦ Θεοῦ. Νά μή φοβόμαστε ποτέ. Νά μήν τά χάνουμε. Αὐτή τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ὅπου πυκνώνει τό σκοτάδι, ἡ ψυχή δίνει τίς πιό μεγάλες ἐξετάσεις. Καλή ἐπιτυχία σ᾽αὐτές τίς πιό μεγάλες ἐξετάσεις, ἀδελφοί!
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Δράμας