Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ, Κύριε Ιησού Χριστέ, Ελέησον Με, του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«ΚYΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»

(Λουκ. 18,35-43)

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, θὰ κηρύξω, καὶ πάλι θὰ διδάξω. Τί θὰ πῶ, δικά μου λόγια; Δὲν ἔχουν ἀξία. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σφάλλῃ. «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης», λέει ἡ ἁγία Γραφή (Ψαλμ. 115,2· Ῥωμ. 3,4). Ἕνας εἶνε ὁ ἀλάθητος, ὁ τέλειος, ὁ ἀληθινός· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ τὰ λόγια ποὺ θὰ πῶ θὰ τὰ ἀντλήσω ἀπὸ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ θείου λόγου, ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο εἶνε ἀποθησαυρισμένη ἡ σοφία, ἡ θεία σοφία. «Σοφία· ὀρθοί» (θ. Λειτ.)· σοφία εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, καὶ ἡ ἱστορία εκοσι αἰώνων τὸ βεβαιώνει, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἀθάνατα· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35· Λουκ. 21,33). Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ δέντρα θὰ ξεῤῥιζωθοῦν, καὶ τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν σὰ μολύβι, καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ· ἕνα θὰ μείνῃ αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.

* * *

Ἀκούσαμε καὶ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Εἶνε ἡ ἱστορία ἑνὸς ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ἑνὸς τυφλοῦ. Τί μᾶς λέει; Ὅτι στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ σὲ κάποιο σταυροδρόμι μιᾶς μικρᾶς πόλεως, ποὺ ὠνομάζετο Ἰεριχώ, στεκόταν ἕνας ἄνθρωπος. Καλοκαίρι κάτω ἀπὸ τὸν καυστικὸ ἥλιο, χειμῶνα μέσα στὸ ψῦχος, στεκόταν ἐκεῖ καὶ ζητοῦσε τὴν ἐλεημοσύνη τῶν διαβατῶν, ἀφοῦ ἦταν τυφλός. Κάποιο σπλαχνικὸ χέρι τὸν ἔφερνε ἐκεῖ τὸ πρωὶ καὶ τὸν ἔπαιρνε τὸ βράδυ νὰ πάῃ στὸ σπίτι του νὰ κοιμηθῇ. Ζωὴ μέσα σὲ σκοτάδι ἀπέραντο. Δὲν ἔβλεπε τίποτε ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Ἄχ πόσο ἀχάριστοι εμεθα ἐμεῖς, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε!

Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν τυφλὸ αὐτὸν ἡ ὥρα νὰ χαρῇ. Μιὰ μέρα, καθὼς καθόταν ἐκεῖ στὸ σταυροδρόμι λέγοντας «Μιὰ βοήθεια, ἐλεῆστε με», ἀκούει θόρυβο· δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ ἄκουγε ὀχλοβοή. Λαὸς πολύς, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ὅλοι εἶχαν βγῆ στὸ δρόμο νὰ ὑποδεχθοῦν κάποιον. Ποιός ἐρχόταν; κανένας πρίγκιπας; κανένας βασιλιᾶς; κανένας μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς τῆς γῆς; Ὄχι. Ἀπόρησε ὁ τυφλός. ―Τί συμβαίνει; ρώτησε. ―Περνάει ὁ Χριστός, τοῦ λένε. Ἡ φήμη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μεγάλη καὶ ὅλοι ἤθελαν νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὰ θαύματά του. Ἤθελαν ὅλοι, ἤθελε κι ὁ τυφλὸς νὰ τὸν δῇ· ἀλλὰ πῶς, ἀφοῦ δὲν εἶχε μάτια; Ἦταν μιὰ εὐκαιρία αὐτὴ νὰ πάῃ κοντά του, μὰ πῶς νὰ πλησιάσῃ; Τί ἔκανε λοιπόν· ἔκανε τὸ στόμα του τηλεβόα κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38). Φώναζε συνεχῶς ζητώντας τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν κάνῃ καλά. Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι, σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι, τοῦ ἔλεγαν· ―Κλεῖσ᾿ τὸ στόμα σου, βούλωσέ το, μὴ φωνάζεις, μᾶς ἐνοχλεῖς…

Αὐτὸ ποὺ εἶπαν στὸν τυφλὸ οἱ σκληροὶ ἐκεῖνοι συμπολῖτες του, τὸ λένε καὶ μέχρι σήμερα. Ὅταν δοῦν κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό, προσπαθοῦν νὰ τοῦ κλείσουν τὸ στόμα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμένα, ἀγαπητοί μου. Ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκα στὸ κήρυγμα μέχρι σήμερα, ἄνθρωποι τοῦ κόσμου προσπαθοῦν μὲ ποικίλους τρόπους νὰ μὲ κάνουν νὰ μὴ κηρύττω. Ὄχι, λένε· μπορεῖς νά ᾿σαι ἐπίσκοπος, νὰ λειτουργᾷς, νὰ εὐλογᾷς, νὰ μοιράζῃς τὸ ἀντίδωρο, καλὰ ὅλ᾿ αὐτά· νὰ κηρύττῃς ὅμως ὄχι. Διότι τὸ κήρυγμα εἶνε ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, κ᾿ ἡ ἀλήθεια δὲν ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιδράσεις, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς περιπέτειες, ἐξακολουθῶ, σὰν τὸν τυφλὸ κ᾿ ἐγώ, νὰ κηρύττω καὶ νὰ φωνάζω μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς.

«Ἐπετίμων», λέει, «αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ»· οἱ ὄχλοι τὸν μάλωναν καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του. Ἀλλ᾿ αὐτὸς συνέχιζε. Κι ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Μήπως δὲν τὸν ἄκουγε; Ὤ! Ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς θείας ἀγάπης καὶ στοργῆς, τὸν ἄκουσε, καὶ διατάζει νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν πλησίασε τὸν ρωτάει· «Τί θέλεις;». Ἑκατομμύρια νὰ τοῦ δίνατε, τσουβάλια λίρες νὰ τοῦ δίνατε, δὲν ἄξιζαν ὅσο αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε· ἤθελε τὸ φῶς του. Θέλω, λέει, «Κύριε, νὰ ἀναβλέψω», θέλω νὰ δῶ. Κι ὁ Κύριος τί τοῦ εἶπε; Μία λέξι· ναί, μία λέξι· «Ἀνάβλεψον» (ἔ.ἀ. 18,42). Χωρὶς χρονοτριβή, μέσα σ᾿ ἕνα λεπτό, τὰ μάτια ἐκεῖνα τὰ κλειστὰ ἄνοιξαν.

Ὤ τί εἶδε! πανόραμα, ὅλα τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου· τὰ λουλούδια, τὶς πράσινες πεδιάδες, τὰ δέντρα γεμᾶτα φύλλα καὶ καρπούς, τὰ πουλιὰ στὰ δέντρα, τὰ ἀρνάκια νὰ βόσκουν στὰ λιβάδια· εἶδε ἀκόμα τὰ ποτάμια νὰ τρέχουν, τὴ θάλασσα τὴ μεγάλη, τὰ βουνὰ τὰ χιονισμένα, τὸν ἥλιο νὰ σκορπάῃ τὸ φῶς του,  τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Παραπάνω εἶδε – ποιόν; τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του, ποὺ ὣς τότε ἄκουγε μόνο τὴ φωνή τους μὰ δὲν τοὺς εἶχε δεῖ. Εἶδε ―τίποτα δὲν εἶπα― παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ποιόν; Τὸ Χριστό. Τὸν εὐχαρίστησε, κι ἀπὸ τότε τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ δόξαζε τὸ Θεό.

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἱστορία τοῦ τυφλοῦ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Πολλὰ διδάγματα προσφέρει. Ἕνα θέλω νὰ κρατήσουμε· τὴ μικρὰ προσευχὴ ποὺ ἔκανε, ἐκείνη τὴ δέησί του «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (ἔ.ἀ.  18,38). «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Αὐτὸ τὸ «ἐλέησόν με» τὸ ἀκοῦμε καὶ τώρα στὴν ἐκκλησία, τὸ ψάλλουν οἱ ψάλτες σὲ κάθε θεία λειτουργία· δεκάδες φορὲς λέμε «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, ἐλέησον», «Κύριε, ἐλέησον»… Τὸ λέμε, ἀλλὰ ἡ καρδιά μας εἶνε ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορος, μπούζι. Τὸ λέμε, ἀλλ᾿ ὄχι ὅπως ὁ τυφλός, μὲ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ ὅλη τὴν πίστι στὸ Χριστό. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶνε ἡ πιὸ σύντομη προσευχή· ἀλλ᾿ ὅταν λέγεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα. Ὤ τί δύναμι ἔχει!

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν γράμματα, δὲ μποροῦσαν οὔτε νὰ διαβάσουν. Δὲν ὑπῆρχαν σχολειά, δὲν ὑπῆρχαν σπίτια μεγάλα μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ποὺ διαθέτει σήμερα ἡ γενεά μας, ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κ.τ.λ.. Κατοικοῦσαν σὲ καλύβες. Ἕνας ξένος, ποὺ ἦρθε τὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας στὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ νύχτωσε σὲ κάποιο χωριὸ κοντὰ στὸν Ἁλιάκμονα, φιλοξενήθηκε τὸ βράδυ σὲ μιὰ καλύβα. Καὶ θαύμασε. Τί νὰ δῇ· στὴν καλύβα κατοικοῦσαν ἅγιοι ἄνθρωποι· ἦταν ὁ πατέρας, ἡ μάνα, οἱ παπποῦδες, καὶ ἑφτὰ – ὀχτώ παιδιά. Ὅταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα ἄναψαν τὴν καντήλα τους, γονάτισαν ὅλη ἡ οἰκογένεια καὶ προσευχήθηκαν· «Κύριε, ἐλέησον»· διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, «Κύριε, ἐλέησον». Ποῦ εἶνε σήμερα αὐτὴ ἡ πίστις; Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε· δείξατέ μου ἕνα σπίτι, ποὺ κάθε βράδυ ἄντρας γυναίκα παιδιὰ ἀνάβουν τὸ καντήλι τους καὶ γονατιστοὶ προσεύχονται καὶ παρακαλοῦν ὅπως οἱ ἥρωες πρόγονοί μας. Ἐκεῖνοι ἦταν ἀθῷοι, δὲν ἤξεραν διαζύγια, πορνεῖες, μοιχεῖες, βλαστήμια, μυρμήγκι δὲν πατοῦσαν. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους.

Ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ναὶ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἂν τὸ πῇς ἀπὸ τὴν καρδιά σου, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ χίλιες τυπικὲς προσευχὲς καὶ ψαλσίματα. Μ᾿ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» κατεβάζεις τὰ ἄστρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανό, συντρίβεις τοὺς δαίμονες, καίεις τὴν ἁμαρτία. Ἀρκεῖ μόνο νὰ βγαίνῃ ἀπὸ φλογερὰ πίστι. Ἐνῷ σήμερα οἱ καρδιές μας εἶνε ψυγεῖο, Βόρειος Πόλος.

Συνιστῶ, ἀδελφοί μου, τὸ «Κύριε, ἐλέησον» σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Σύντομος προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ λένε ὅλοι· καὶ οἱ γέροντες καὶ τὰ νήπια, καὶ οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄντρες, καὶ οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ ἀγράμματοι, καὶ οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ἐργάτες, ὅλοι. «Κύριε, ἐλέησον», προσευχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λέγεται πάντοτε· τὸ πρωῒ ποὺ ξημερώνει καὶ βγαίνεις ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πᾷς στὸ χωράφι, στὸ μαντρί, στὸ γραφεῖο, στὸ στρατῶνα, στὸ σχολεῖο ἢ στὸ νοικοκυριό σου· «Κύριε, ἐλέησον» τὸ μεσημέρι, ποὺ κάθεσαι στὸ τραπέζι μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά· «Κύριε, ἐλέησον» τὸ βράδυ πρὶν κοιμηθῇς. Ἔτσι θὰ ᾿νε ἁγιασμένη ἡ ζωὴ καὶ θὰ ὑπάρχῃ στὴν ψυχὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Αὐτὴ τὴν προσευχὴ συνιστῶ σὲ ὅλους σας.

Αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» θυμοῦμαι στὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ πῆγα καὶ ἄκουγα ὅλη νύχτα ἕναν τυφλὸ καλόγερο, ποὺ καθόταν ἀπὸ κάτω, νὰ τὸ λέῃ· δὲ μποροῦσε νὰ διαβάσῃ, κι ὅλη νύχτα θὰ τὸ εἶπε χίλιες φορές· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…· ἐλέησον τὸν κόσμον, ἐλέησον τοὺς ἄρχοντάς μας, ἐλέησον τοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς μας, ἐλέησον τοὺς ἐργάτες μας, ἐλέησον τοὺς βοσκούς μας, ἐλέησον τὶς γυναῖκες, ἐλέησον τοὺς ἄντρες, ἐλέησον τὰ νήπια, ἐλέησον τὴν πατρίδα μας, ἐλέησον τὸν κόσμον ὅλον. «Κύριε ἐλέησον».

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος