Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)
Πρωϊνές Καμπάνες
επισκόπου κυρού Γεωργίου Παυλίδη
Μητροπολίτου Νικαίας
Εἶχεν ἔλθει ὁ Κύριος, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, εἰς τὴν συναγωγήν.
Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειά Του ἀνέβη εἰς τὸ βῆμα καὶ ὡμίλησε. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν διδασκαλίαν, εἶδεν εἰς τὴν γωνίαν μίαν δυστυχισμένην γυναῖκα.
Δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια κυρτωμένη, χωρίς νὰ ἠμπορῇ νά βαδίσῃ ὀρθία. Σκυμμένη διαρκῶς πρὸς τὰ κάτω, ἔσερνε πικραμένη τὸ ἀργό της βῆμα. Τὴν ἐσπλαχνίσθη ὁ Κυριος. «Γυναίκα, εἶπε, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ ἅπλωσε τό θεϊκό Του χέρι ἐπάνω της. Ἡ «συγκύπτουσα» ἐθεραπεύθη ἀμέσως.
Συγκίνησις καὶ θαυμασμὸς εἰς τὸν λαόν. Ἀλλ’ ὁ Ἀρχισυνάγωγος ἐφθόνησε. Ἔκρυψεν ὅμως τὸν φθόνο του μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγανακτήσεως, διότι, δῆθεν, ὁ Χριστὸς παρέβη τὸν Νόμο. Κατηγορεῖ τὸν Κύριον, ὅτι, τάχα, κατέλυσε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου. -Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἀπηγόρευε τὴν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἐθεωρεῖτο ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν.- Καὶ λέγει θυμωμένα: «Ἕξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου».
Ὑποκριτά! Ποιάν ἐργασίαν ἔκανε ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ὑποστηρίξῃς ὅτι παρέβη τὸν Νόμο; Διότι ἐθεράπευσε τὴν δυστυχισμένην αὐτὴν γυναίκα; Μὰ αὐτὸ δέν εἶναι ἐγασία. Αὑτὸ εἶναι ἀγαθοεργία. Αὐτὸ εἶναι πρᾶξις καθαγιασμοῦ τῆς ἡμέρας. Καὶ ὁ Θεὸς θέλει ὄχι μόνον ἀργίαν, ἀλλὰ κυρίως ἁγιασμόν. Καὶ εἶναι σοβαρώτατον αὐτὸ τὸ θέμα, ἀγαπητοί ! Ἡ ἡμέρα, δηλαδή, τῆς ἀργίας καὶ αἱ ἐκδηλώσεις κατ’ αὐτήν. Ἀνάγκη δι’ αὐτὸ νὰ ἀκουσθοῦν ἐπ’ αὐτοῦ μερικαὶ ἀπόψεις, ὅπως ἀναπηδοῦν ἀπὸ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας μας.
1.Τ ό ν ω σ ι ς σ ω μ α τ ι κ ή.
Ὅταν, ἀγαπητέ, ὁ Θεὸς, διετύπωνεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ τὸν Νόμον Του, καθώριζε τότε μεταξύ τῶν ἐτολῶν Του καὶ τὴν ἀργία τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, ἡ ὁποία δι’ ἡμᾶς σήμερον ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν Κυριακήν. Καὶ εἶναι ἡ διάταξις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ὠφέλιμος καὶ ἀναγκαία. Κατ’ ἀρχὴν εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος.
Ἡ σκληρὰ καὶ συνεχὴς ἐργασία καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα παραλύει τὰς δυνάμεις καὶ τσακίζει τὴν ἀντοχὴν τοῦ σώματος. Χρειάζεται, λοιπόν, μία εὐκαιρία ἀναπαύσεως. Ἀλλοιῶς θὰ ἀχρηστευθῇ γρήγορα ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἀχρηστεύεται καὶ τὸ μηχάνημα, τὸ ὁποῖον κινεῖται διαρκῶς, χωρὶς νὰ λαδώνεται.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ φαίνεται αὐτὴ ἡ κόπωσις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι νέος. Ἀργότερα ὅμως θὰ ἀρχίσουν νὰ ἐμφανίζωνται αἱ πικραὶ συνέπειαι. Πονοκέφαλοι, καρδιοπάθειαι, νευρώσεις, πόνοι στομάχου καὶ ἥπατος κ.λ.π. Αὑτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνάγκην τῆς ἀναπαύσεως τὴν ἱκανοποιεῖ ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Ἠρεμεῖ ὁ ὀργανισμὸς. Ἀνακουφίζονται τὰ νεῦρα. Ξεκουράζονται ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ σώματος.
Ὁ μέγας πολιτικὸς Γλάδστων ἔλεγεν, ὅτι, ἄν ἔφθασεν εἰς βαθὺ γῆρας, παρὰ τὸν κοπιώδη βίον του, τοῦτο κυρίως τὸ χρεωστοῦσεν εἰς τὴν τήρησιν τῆς Κυριακῆς ἀργίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Καὶ ἐγκληματοῦν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ των ὅσοι, διὰ διαφόρους αἰτίας, ἐργάζονται καὶ ταλαιπωροῦν τὰ σῶμα των καὶ κατὰ τὴν Κυριακήν.
- Ἀ τ μ ό σ φ α ι ρ α ο ἰ κ ο γ ε ν ε ι α κ ῆ ς χ α ρ ᾶ ς.
Ὅλοι γνωρίζομεν πόσον δύσκολη εἶναι σήμερα ἡ ζωή. Πόσα προβλήματα, πόσες ἀνάγκες δημιουργοῦνται. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἀπορροφοῦν τῆν σκέψιν, τὴν καρδιά, τὰ πάντα. Ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ ἐργασία. Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ σύζυγος, μέσα ἡ σύζυγος.
Ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Σωστὲς μηχανὲς κατήντησαν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμεν, ὅτι οἱ γονεῖς ἔχουν καὶ ὑποχρεώσεις καὶ εὐθύνην διὰ τὴν ψυχὴν τῶν παιδιῶν των. Πρέπει νὰ τὰ προσέξουν περισσότερον στὴ ζωὴ των. Νὰ τὰ χαροῦν καὶ νά τὰ παιδαγωγήσουν. Χωρὶς τὴν Κυριακὴν ἀργίαν εἶναι ἀδύνατον αὐτὸ νὰ ἐπιτευχθῇ. Μόνον κατὰ τὴν Κυριακὴν ἠμπορεῖ νὰ συγκεντρωθῇ ὁλόκληρος ἡ οἰκογένεια.
Οἱ γέροντες, οἱ σύζυγοι, τὰ παιδιὰ στὸ εὐλογημένο οἰκογενειακὸ τραπέζι. Θὰ καμαρώσῃ ἐκεῖ τὰ παιδιὰ του ὁ πατέρας, θὰ τὰ χαρῇ ἡ μητέρα. Τὰ παιδιὰ θὰ αἰσθανθοῦν ἀσφάλειαν, εἰρήνην κοντὰ στοὺς γονεῖς των. Θὰ παίξουν θὰ τραγουδήσουν, θὰ διηγηθοῦν τὶς παιδικές των ἱστορίες.
Ὁ παπποὺς θὰ θυμηθῇ γεγονότα τοῦ παληοῦ καιροῦ, ἡ γιαγιά θὰ πάρῃ στὴν ἀγκαλιὰ τὴν μικρὴ ἐγγονή, ποὺ ἀρχίζει τώρα νὰ μιλάῃ. Συμβουλὲς καὶ διδασκαλία τῶν μεγάλων, χαρὰ καὶ ἁγνὴ διασκέδασις. Ἀληθινὴ πανδαισία στὸ «παλατάκι», κι’ ἄς εἶναι, ἴσως, μιὰ φτωχὴ καλυβούλα.
Ὀλίγα, πιθανὸν, τὰ ὑλικὰ ἀγαθά· πολλὴ ὅμως ἡ εὐλογία. Ἕνα ἀληθινὸ κομμάτι παραδείσου. Καὶ τὸ ἀπόγευμα ὅλοι μαζὺ θὰ κάμουν καὶ τὸν περίπατό τους, θὰ πᾶνε καὶ σ’ ἕνα ὡραῖο θέαμα, σὲ μιὰ πολιτισμένη μουσικὴ βραδυά, ἄν ὑπάρχῃ, βέβαια, κάποια οἰκονομικὴ εὐχέρεια, ἤ σ’ ἕνα σπίτι, ποὺ γιορτάζει, σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ πενθεῖ. Καὶ τὸ βράδυ, μετὰ πάλι τὸ εὐλογημένο τραπέζι, θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου. Ἕνα κανδήλι ἁπαλὸ θὰ σκορπάῃ ἕνα γῦρο τῆς ἐλπίδος τὸ φῶς. Ἕνα φῶς, ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὰ σπίτια ποὺ ζεσταίνονται ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ οὐρανοῦ....
Ναί ! Χωρὶς τὴν Κυριακὴν ἀργίαν εἶναι ἀδύνατον νὰ καλλιεργηθῇ οἰκογενειακὸς βίος. Τὸν νεκρώνει ἡ ἀγωνία καὶ ἡ πάλη τῆς ἐργασίας.
- Ν ο μ ί ζ ε ι ς ὅ τ ι θ ὰ π λ ο υ τ ί σ ῃ ς;
«Ξέρεις, πρέπει νὰ ἐργασθῶ. Ἔχω ἀνάγκες πολλὲς, μὲ περιμένουν ὑποχρεώσεις». Ἔτσι δικαιολογοῦνται ὅσοι παραβαίνουν τὴν Κυριακὴν ἀργίαν. Ἀδελφέ ! Ἄς τὸ μάθωμεν καλά: ἡ ἐργασία τῆς Κυριακῆς δὲν πλουτίζει. Δὲν πλουτίζει οὔτε τὸν ἐργάτην, οὔτε τὸν ἐργοδότην, οὔτε τὸν ἔχοντα ἐλεύθερον ἐπάγγελμα.
Πρῶτα-πρῶτα αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν ἔχει τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς δὲν εὐλογῇ κάτι, πίστεψε, προκοπὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ.. Καὶ ὁ Θεὸς σαφῶς διέταξε νὰ ἀφιερώνῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν Κυριακὴν, διὰ πνευματικώτερα καθήκοντα. Ὅσο θέλεις ἐσὺ κουράσου, τρέξε, ἵδρωσε. Ἄν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς τοὺς κόπους σου, ὅλα πηγαίνουν χαμένα. Μιὰ βροχή, ἕνα χαλάζι, ἕνα ἄλλο ἀτύχημα, καὶ οἱ κόποι χωρὶς ἀποτέλεσμα. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμὸς 126,1). Πόσο μεγάλη ἀλήθεια !
Ἔπειτα καὶ ἀπὸ ἀπόψεως ἀποδόσεως, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, θὰ παρουσιασθῇ μείωσις. Χρειάζεται ἀνανέωσις τῶν δυνάμεων, ἐπισκευὴ τοῦ σωματικοῦ μηχανισμοῦ, ἀποθήκευσις ὑλικοῦ διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς νέας ἑβδομάδος.
Καὶ αὐτὴν τὴν τόνωσιν τὴν δίδει μόνον ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, μὲ τὰς τόσας ὡραίας εἰκαιρίας χαρᾶς καὶ ἀναπαύσεως.
Συμφέρον μας, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀργία αὐτή. Καὶ ὑλικὸν συμφέρον. Κυρίως ὅμως ψυχικόν.
- «Ἄ ν ω σ χ ῶ μ ε ν τ ὰ ς κ α ρ δ ί α ς!»
Ἀλλὰ δὲν κουράζεται ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἐργασία μόνον τὸ σῶμα. Ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὸν ἀγῶνα καὶ ἡ ψυχή. Ἔχει καὶ αὐτὴ τὰς ἀνάγκας της. Θέλει καὶ αὐτὴ τὸ κατάλληλο κλῖμα διὰ νὰ ζήσῃ. Καὶ αὐτὸ τὸ κλῖμα ὑπάρχει μόνον εἰς τὴν ἐπαφῆν μὲ τὸν Θεόν. Ἐκεῖ ξεκουράζεται. Ἐκεῖ γαληνεύει.
Προσεύχεται, βέβαια, ὁ χριστιανὸς καὶ κατὰ τὰς ἄλλας ἡμέρας.
Ἡ προσευχὴ ὅμως κατὰ τὴν Θ. Λατρείαν εἶναι ἐντονώτερη. Χρειάζεται, συνεπῶς, ἡ Κυριακὴ ἀργία, διὰ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐκκλησιασθῇ ὁ πιστός. Μέσα, λοιπόν, εἰς τὸ μυσταγωγικὸν περιβάλλον τοῦ Ναοῦ, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν κατανυκτικῶν ὕμων καὶ προσευχῶν, ὁ χριστιανὸς μεταρσιώνεται, ἐξαϋλώνεται, συγκλονίζεται.
Ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Λησμονεῖ τὰ λάθη, τὰ πάθη, τὶς κακίες τῆς γῆς. Ὁμιλεῖ μὲ τὸν Θεόν. Ἀκούει ἔντονα τὴν θείαν φωνήν Του. Παρακολουθεῖ τὸν ἱερέα μὲ δέος, τὶς εὐχὲς, τὴν ἀναπαράστασιν τοῦ Θείου Δράματος, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν.
Ἱκετεύει τὸν Θεὸν διὰ τὴν οἰκογένειάν του, διὰ τὰ προβλήματά του κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν αἰσθάνεται τοὺς πειρασμοὺς νὰ τὸν κλονίζουν, ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸν ἱερέα: «Στῶμεν καλῶς» ! Ὅταν βλέπῃ ὅτι ἡ ψυχή του σύρεται πρὸς τὸ χῶμα, ἀναφωνεῖ· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας!».
Καὶ εἰς τὸ τέλος, μετὰ τὴν κατάλληλον προετοιμασίαν, δέχεται μὲ ἱερὸν ρῖγος τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ψυχὴ του θρόνος τοῦ Θεοῦ, ναὸς ἅγιος, οὐράνιον κατοικητήριοιν. Ἀλήθεια! Ποίων ὑψίστων δωρεῶν μέτοχος γίνεται ὁ μικρὸς ἄνθρωπος ! Κύριε εὐλογημένον ἄς εἶναι τὸ ἅγιον ὄνομά Σου !
Ὅλα ὅμως αὐτὰ θὰ τὰ στερηθῇ, ἄν τὴν Κυριακήν, ὅταν χτυποῦν χαρμονικὰ οἱ καμπάνες, αὐτὸς ἐργάζεται, μετράῃ χρήματα, ὑπογράφῃ συμβόλαια, ἤ μὲ τὸ σακκίδιο στὸν ὧμο ξεκινάῃ γιὰ τὸ βουνὸ ἤ τὴ θάλασσα, χωρὶς νὰ ἐκκλησιασθῇ προηγουμένως καὶ νὰ πῆ «εὐχαριστῶ» σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐδημιούργησε τὸ γαλανὸ τὸ κῦμα, τὸ μύρο τοῦ βουνοῦ, τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσεως. Ταλαίπωρε ! Γιατὶ λησμονεῖς ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει πνευματικὴ ὑπόστασιν καὶ ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὸν Θεόν; Γιατὶ τὴν νεκρώνεις; Γιατί;
5.Χ ρ υ σ ῆ ἁ λ υ σ ί δ α.
Καὶ θὰ ἔλθουν ἐν συνεχείᾳ τόσες ἄλλες εὐκαιρίες χαρᾶς καὶ δημιουργίας, ποὺ μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς εἶναι δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθοῦν. Πότε ἄλλοτε θὰ μελετήσῃς τὸ σπίτι σου τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ; Τόσα βιβλία καὶ περιοδικὰ χριστιανικῆς πνοῆς κυκλοφοροῦν σήμερα. Πότε θὰ ἀντλήσῃ ἀπ’ ἐκεῖ μέσα ἡ ψυχὴ τὸ νέκταρ, διὰ νὰ τὸ μετουσιώσῃ σὲ ἔργα ἀρετῆς;
Πότε ἄλλοτε θὰ ἀκούσῃς τὸ θεῖον κήρυγμα, ποὺ ξυπνάει συνειδήσεις, ποὺ φωτίζει τὸν δρόμον, ποὺ ἀνεβάζει τὴν ψυχὴν πρὸς τὰ ἄνω; Πότε ἄλλοτε θὰ ἐπισκεφθῇς τὸν ἄρρωστον ἀδελφὸν, πότε ἄλλοτε θὰ κατεβῇς στὴ φτωχὴ καλυβούλα, ὅπου ἡ φτώχεια δέρνει παιδιὰ ὀρφανά;
Πότε ἄλλοτε θὰ πᾷς μὲ τὰ παιδιά σου στὸ Νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουν κι’ αὐτὰ τῆς ὑγείας τὸ δῶρον; Πότε ἄλλοτε θὰ κάμῃς τὴν ὀφειλόμενην ἐπίσκεψι-ποῦ νομίζεις;-στὸν τάφο τῶν ἀλησμονήτων γονέων σου;
Πότε ἄλλοτε θὰ φτιάξῃς, μαζὺ μὲ ἄλλους συνεργάτας, τοὺς κρίκους, ποὺ θὰ γράφουν: ἵδρυσις γηροκομείου, ἀσύλου ἀνιάτων, ὀρφανοτροφείου, παιδικοῦ σταθμοῦ, βιβλιοθήκης, ποὺ ὅλοι οἱ κρίκοι μας θὰ δημιουργήσουν τὴ χρυσῆ ἁλυσίδα τῆς ἀγάπης διὰ τὴν κοινωνίαν μας; Μέχρι πότε θὰ εἶναι ἡ κοινωνία μας «συγκύπτουσα», ὅπως ἡ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, διότι δὲν ὑπάρχουν ψυχὲς νὰ τῆς δώσουν τὴ χαρά, τὴν ἀγάπη, ποῦ σώζει; Μέχρι πότε;
Καὶ αὐτὰ ὅλα πότε ἄλλοτε θὰ γίνουν, ἄν δὲν γίνουν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην, τὰ μεγάλα μας χρέη στοὺς ἄλλους; Ἀδελφέ, πότε ἄλλοτε;
Ἀγαπητοί,
Κουρασμένος, ἀηδιασμένος, χρεωκοπημένος ἐγύριζε τὶς πρωϊνὲς ὧρες στὸ σπίτι του, ἔπειτα ἀπὸ ὁλονύκτιο χαρτοπαίγνιο, ἕνας ὑπάλληλος τῶν Ἀθηνῶν. Μόλις ἔσερνε τὰ πόδια του. Αἴφνης ἄκουσε νὰ χτυποῦν οἱ πρωϊνὲς καμπάνες. Ξαφνιάστηκε. Τί μέρα εἶναι σήμερα; Συλλογίσθηκε. Μήπως Κυριακή; Κυριακὴ εἶναι ψιθύρισεν ἀργὰ....
Καὶ ....θυμήθηκε. Τότε ποὺ ἦταν παιδὶ καὶ τὸν ἔπαιρνε ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸ χεράκι, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ὄμορφη ἐκκλησιά. Πῶς πέρασαν ἐκεῖνα τὰ ὄμορφα χρόνια! Τώρα μεγάλωσε. Ἔγινεν ἄνδρας. Μὰ μέσα του ἄλλαξαν πολλὰ. Ξεράθηκαν τὰ παιδικὰ του τριαντάφυλλα. Ἔσβησαν οἱ ψυχικὲς του λαμπάδες. Δὲν ξανακούστηκαν ἐκεῖνες οἱ πρωϊνὲς χαρούμενες τῆς Κυριακῆς καμπάνες.... Δυὸ δάκρυα ἐκύλησαν ἀπ’ τὰ κουρασμένα μάτια του...
Καὶ σκέφθηκε: «Νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀκουσθοῦν καὶ πάλιν μέσα μου οἱ πρωϊνὲς τῆς Κυριακῆς καμπάνες!».
Ἀλήθεια, νὰ ἦταν δυνατόν !
Ἐπισκόπου κυρού Γεωργίου Παυλίδη
Μητροπολίτου Νικαίας