ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιδ΄, 16-24, Μτθ. κβ΄ 14)
Τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν Κύριο σήμερα, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, ὅπου μᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς: «Κάποιος ἄνθρωπος, ἑτοίμασε ἕνα μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ πῆ στοὺς καλεσμένους ὅτι τὰ πάντα ἦταν ἕτοιμα. Τότε οἱ καλεσμένοι ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ βρίσκουν δικαιολογίες. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε ὅτι ἀγόρασε κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάη νὰ τὸ δῆ, ὁ ἄλλος εἶπε πὼς θέλει νὰ δοκιμάση τὰ βόδια ποὺ ἀγόρασε, καὶ ὁ τρίτος καλεσμένος εἶπε ὅτι παντρεύτηκε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν μποροῦσε νὰ παρευρεθῆ». Σὰν ἐπίλογο τῆς ἄρνησης, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς καλεσμένους παρεκάλεσαν στὸν δοῦλο νὰ τὸν δικαιολογήση στὸν οἰκοδεσπότη.
Ὅπως ὅμως ἦταν φυσικό, μόλις ὁ οἰκοδεσπότης ἄκουσε ὅλες τὶς προφάσεις τῶν καλεσμένων του, ὀργίστηκε καὶ εἶπε στὸν ὑπηρέτη του: «πήγαινε στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλης καὶ φέρε στὸ δεῖπνο τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀναπήρους καὶ τοὺς τυφλούς». Πράγματι αὐτὸ κι ἔγινε. Ὅμως, ὑπῆρχε καὶ ἄλλος χῶρος στὸ τραπέζι καὶ ὁ οἰκοδεσπότης ξανάστειλε τὸν ὑπηρέτη νὰ μαζέψη ὅσους μπορεῖ περισσότερους γιὰ νὰ γεμίση τὸ σπίτι του. Τελειώνει δὲ ἡ παραβολὴ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ εἶχα προσκαλέση δὲν θὰ φάη ἀπὸ τὸ δεῖπνο μου, διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὅμως λίγοι εἶναι οἱ ἐκλεκτοί».
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Χριστός περιέγραψε στοὺς Ἰουδαίους τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τὴν ὁποία παρομοίασε μὲ πρόσκληση σὲ χαρούμενη γιορτή. Καλεσμένοι σὲ αὐτὴν ἦταν οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀρνήθηκαν καὶ δὲν θέλησαν νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χάριτος ποὺ τούς προσφέρθηκε. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός προσκάλεσε στὸ δεῖπνο Του ἄλλα ἔθνη, τὰ ὁποῖα δὲν περίμεναν τέτοια τιμή, προσκάλεσε τὸν νέο Ἰσραήλ, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσφέρει δεῖπνο ἱερό, δεῖπνο ἀπολυτρώσεως καὶ σωτηρίας.
Εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ θεσπίσθηκε τὴν ἡμέρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἀπὸ τόν Κύριο, καὶ μᾶς τὸ παρέδωσε λέγοντας στοὺς Μαθητές Του: «Λάβετε φάγετε… τοῦτό ἐστι τὸ Σῶμα μου… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γὰρ ἐστὶ τὸ αἷμα μου…».Εἶναι ἡ μυστικὴ τράπεζα ποὺ δίνει ἁγιασμὸ καὶ ζωή, μεταδίδει στοὺς ἀνθρώπους τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ Μυστήριο ποὺ ἑνώνει τὸν ἀδύναμο καὶ φτωχὸ ἄνθρωπο μὲ τὸν παντοδύναμο καὶ οἰκτίρμονα Θεό.
Στὴ Θεία Λειτουργία, μὲ τή χάρη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μεταβάλλονται τὰ τίμια δῶρα, ὁ μὲν ἄρτος σὲ Σῶμα Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος σὲ Αἷμα Χριστοῦ. Ἐνῶ, λοιπὸν, τὸ ὁριστικὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν προσδοκοῦμε νὰ τὸ γευθοῦμε στὴ μέλλουσα ζωή, ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε μὲ τή Θεία Εὐχαριστία νὰ προγευόμαστε ἀπὸ τώρα τὴν αἰώνια ζωή.
Πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, ἐπαναλαμβάνεται ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Δικό μας χρέος εἶναι νὰ ξαναζοῦμε τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ γιὰ νὰ γίνη ἡ Θεία Εὐχαριστία τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Μακριά ἀπὸ τίς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, νὰ ἀφήσουμε «πᾶσαν βιοτικὴν μέριμναν», διότι κατὰ τήν τέλεσή της ὑποδεχόμαστε τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων.
Κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας προσκαλοῦνται οἱ πιστοὶ ποὺ παρευρίσκονται σὲ αὐτήν, νὰ προσέλθουν καὶ νὰ μεταλάβουν «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ». Νὰ προσέλθουν ὅμως μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστη καὶ μὲ ἀγάπη, διότι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ χριστιανὸς μεταλαμβάνει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, εἶναι ἡ σπουδαιότερη, ἡ ἁγιώτερη καὶ ἱερώτερη στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τοῦ μεταδίδεται τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Τὸ νὰ πηγαίνουμε κάθε Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μὴν κοινωνοῦμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια χωρὶς λόγο, δὲν ἔχουμε καμμία ὠφέλεια. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἡ Σάρκα Του «ἀληθῶς ἐστὶ βρῶσις», εἶναι ἀληθινὴ τροφή, καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς». Μᾶς τόνισε μὲ ἔμφαση ὅτι «ὁ τρώγων τήν σάρκαν καὶ πίνων τό αἷμα» Του, αὐτὸς μόνο θὰ ἔχη ἀληθινὴ ζωή.
Ὁ Χριστὸς προσφέρεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ σωθοῦμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐγκαταλείπη ἡ συναίσθηση πὼς εἴμαστε ἀνάξιοι μπροστὰ στὸν Πανάγαθο Θεό. Ὅσοι βρισκόμαστε μέσα στὸν πνευματικὸ περίβολο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέχουμε στὴν εὐφροσύνη τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε κοντὰ Του ὄχι γιατὶ τὸ ἀξίζουμε, ἀλλὰ διότι ὁ Θεὸς μᾶς κάνει μεγάλη τιμὴ μὲ τή χάρη ποὺ μᾶς παρέχει.
Στὸ τελευταῖο μέρος τῆς παραβολῆς ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολὴ στὸν ὑπηρέτη του νὰ ὁδηγήση στὸ δεῖπνο τοὺς «πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς». Τὸν στέλνει νὰ ὁδηγήση στὸ ἀρχοντικὸ του αὐτοὺς ποὺ δὲν περιμένουν τέτοια τιμή. Ἔτσι ἡ παραβολὴ δείχνει ὅτι ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του παραμένει στὴν οὐσία πρόσκληση χάριτος.
Μέσα ἀπὸ τὴν συμβολικὴ γλῶσσα τῆς παραβολῆς βγάζουμε ἀκόμη ἕνα μήνυμα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ δοῦμε τὴν πρόσκληση στὴ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» σὰν κάτι ποὺ ἂν δὲν τὸ δεχθοῦμε θὰ τιμωρηθοῦμε, ὅσο σὰν κάτι πολύτιμο, ποὺ ἂν ἀδιαφορήσουμε, θὰ τὸ χάσουμε.
Ἀδελφοὶ μου,
Ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ μᾶς ἕνα μεγάλο δεῖπνο γιὰ νὰ προσέλθουμε σὲ αὐτό. Ἑτοίμασε δηλαδὴ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴ μετοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ δόξα τῆς υἱοθεσίας καὶ τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ποὺ προαναγγέλλουν τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια. Ὅταν εἴμαστε ἕτοιμοι, ἂς προσερχόμαστε στὴ Θεία Κοινωνία «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» γιὰ νὰ μεταλαμβάνουμε «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν τήν αἰώνιον». Ἀμήν.
Πηγή : Ι. Μ. Σ & Κ.