ΚΥΡΙΑΚΗ 27-11-2016
ΙΓ' ΛΟΥΚΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Εφεσίους β΄(4-10)
Πρωτότυπο κείμενο
4 Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς, 5 και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτί εστε σεσωσμένοι· 6 και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού, 7 ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού. 8 τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ούκ εξ υμών, Θεού το δώρον, 9 ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. 10 αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς, οίς προητοίμασεν ο Θεός ίνα εν αυτοίς περιπατήσωμεν.
Νεοελληνική Απόδοση
Ο Θεός όμως μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος και έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθήσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Κι έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε διά του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκατε διά της πίστεως. Και αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος διά του Ιησού Χριστού μας έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας.
Σχολιασμός
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η Έφεσος ήταν η πρωτεύουσα της Ιωνίας και μια απ’ τις πολυπληθέστερες και λαμπρότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Κεντρική θέση στη ζωή αυτής της μεγαλούπολης κατείχε η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ο Απόστολος των Εθνών επισκέφθηκε την Έφεσο κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρίτης του περιοδείας έμεινε στην πόλη για σχεδόν τρία χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί μια εύρωστη χριστιανική κοινότητα που η δράση των μελών της ξεπερνούσε τα όρια της Εφέσου.
Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 63 μ.Χ., κατά την πρώτη φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Κεντρικό θέμα της επιστολής είναι η ενότητα και η δόξα της Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός και δια του οποίου όλοι που εγκεντρίζονται στο σώμα Του μπορούν να μετέχουν της νέας πραγματικότητας των δωρεών του Θεού.
Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών, αλλά της χάριτος του Θεού: ούτε οι αρετές ως ανθρώπινα επιτεύγματα, τις οποίες υπερτόνιζαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ούτε ο Νόμος, στον οποίο προσκολλούνταν οι Ιουδαίοι, μπορούν να σώσουν τον άνθρωπο.
Ήδη από την αρχή του δεύτερου κεφαλαίου της επιστολής, ο Απόστολος υπογραμμίζει την κατάσταση των Εφεσίων πριν πιστέψουν στο Χριστό: ήταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών τους, έχοντας αιχμάλωτη την ύπαρξή τους στα πάθη τους. Αντί όμως να εκδηλωθεί σ’ αυτούς η δικαιολογημένη θεία οργή εξαιτίας αυτής τους της κατάστασης, εκχέεται σ’ αυτούς το έλεος και η αγάπη του Θεού: «Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς…». Ο θείος Απόστολος, ξεχειλίζοντας από ευγνωμοσύνη προς το Θεό, χρησιμοποιεί κατά σειρά συνώνυμες λέξεις (έλεος, αγάπη ην ηγάπησεν), για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα αισθητό στους αναγνώστες το μέγεθος της δωρεάς του Θεού προς αυτούς. Πρέπει βέβαια να τονισθεί πως οι λέξεις αυτές δεν δηλώνουν αφηρημένες έννοιες, αλλά συγκεκριμένες ιστορικές ενέργειες του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα.
Η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική νέκρωση, αλλά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς και νίκησε το θάνατο, μετέβαλε τη νεκρότητά μας σε ζωή. Μας μετάγγισε το πλήρωμα της δικής Του ζωής «ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α΄ Ιω. 4,9).
Η νέα ελπιζόμενη κατάσταση των χριστιανών ταυτίζεται με αυτή του αναστημένου Χριστού: επειδή η κεφαλή αναστήθηκε, ταυτόχρονα και ολόκληρο το σώμα ζωοποιείται και δοξάζεται. Ο θείος Απόστολος, παραθέτοντας αλλεπάλληλα τρία συνώνυμα ρήματα (συνεζωοποίησε, συνήγειρε, συνεκάθισε) σε χρόνο αόριστο, διακηρύσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας, ότι δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί και αυτό που απομένει είναι να την οικειωθεί προσωπικά ο καθένας μας.
Βέβαια, όσο διαρκεί η παρούσα ζωή έχουμε απλώς «τον αρραβώνα της κληρονομίας ημών» (Εφ. 1, 14), αφού η σωτηρία θα γίνει κτήμα μας με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την κοινή εξανάσταση. Τότε θα μπορούμε να γευόμαστε ολοκληρωμένα «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Πραγματικά, υπερβολικός πλούτος! Όντως αξεπέραστο το μέγεθος της δύναμής του, να καθίσει κάποιος μαζί με το Χριστό! Και χίλιες ζωές ακόμη αν είχες, δεν θα τις θυσίαζες γι’ αυτό; Κατάλαβες πού εκείνος κάθισε; Πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Και με ποιόν κάθεσαι μαζί; Μ’ Εκείνον!».
Στο στίχο 8 ο Απόστολος Παύλος επαναλαμβάνει μια πρόταση που έγραψε στο στίχο 5: «χάριτι εστέ σεσωσμένοι». Συμπληρώνει βέβαια εδώ και τον τρόπο που όλοι εμείς μπορούμε να οικειωθούμε αυτή τη σωτηρία που προσφέρει κατά χάρη ο Θεός εν Χριστώ. Ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την πίστη στις αλήθειες του Ευαγγελίου και ο οποίος αποτελεί ανταπόκριση του αυτεξουσίου μας προς εκείνα που πλουσιοπάροχα μας προσφέρει ο Θεός.
Ο Απόστολος των Εθνών, θέλοντας να ξεκαθαρίσει στους Εφεσίους τη θέση και το ρόλο των «αγαθών έργων» στη ζωή τους –και γενικά στη ζωή όλων των πιστών- γράφει τους δύο τελευταίους στίχους της περικοπής: «ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς…». Ο σύνδεσμος «ίνα» στο στ.9 δηλώνει την έκβαση των γεγονότων: ενώ τα έργα των ανθρώπων ήταν πονηρά, ο Θεός δια της χάριτός του τους έσωσε, χωρίς να αφήνονται περιθώρια σε κάποιο να καυχηθεί. Εντούτοις, ο Θεός δημιουργεί και αναδημιουργεί εν Χριστώ τον άνθρωπο «επί έργοις αγαθοίς», δηλαδή για να εργάζεται το αγαθό. Ο σύγχρονος ερμηνευτής Καραβιδόπουλος αναφέρει: «Γίναμε καινούρια κτίση όχι με τα έργα που κάναμε, αλλά για να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία φανερώνεται η ανακαίνισή μας. Αποτέλεσμα λοιπόν της σωτηρίας είναι τα καλά έργα και όχι προϋπόθεση».
Η αναφορά στη χάρη που εκπήγασε και εκπηγάζει από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού και δια της οποίας οι πιστοί σώζονται και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά, είναι ένα από τα πιο αγαπητά και προσφιλή θέματα του αποστόλου Παύλου. Παραδείγματος χάριν, στην προς Ρωμαίους επιστολή τονίζει εμφατικά: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 3, 23-24). Στην προς Τίτον επιστολή ο απόστολος αναφέρει: «Ότε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνη του σωτήρος ημών Θεού, κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τιτ. 3, 4-5) και συνεχίζει στο μεθεπόμενο στίχο: «ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τιτ. 3, 7).
Το βαρυσήμαντο ρόλο της θείας χάριτος στη θέωση του ανθρώπου περιγράφει εύστοχα και ένας σύγχρονος άγιος, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, στο λόγο του «Η Χάρη»: «Δεν έφερα τίποτε μαζί μου στο Μοναστήρι, εκτός από τις αμαρτίες μου, και δεν ξέρω γιατί ο Κύριος μου έδωσε, ενώ ήμουν ακόμη νεαρός υποτακτικός, τόση χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμισαν από χάρη η ψυχή μου και το σώμα μου.{…} Ο Κύριος μας αγαπά περισσότερο απ’ όσο η μητέρα τα παιδιά της και μας δίνει δωρεάν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.{…} Χωρίς τη χάρη του Θεού είμαστε όμοιοι με τα ζώα, αλλά με τη χάρη ο άνθρωπος είναι μέγας κοντά στο Θεό».
Εμείς, που με το βάπτισμά μας γίναμε μέλη του σώματος του Κυρίου, δεν πρέπει να χάνουμε αυτό που πραγματικά μας αξίζει. Ας δεχτούμε το δώρο του Θεού, ας γευτούμε δια της πίστεως «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού» και ας αφήσουμε την δωρεάν θεία χάρη να μας περιβάλει, να μας ανακαινίσει, να μας θεώσει.
ΚΥΡΙΑΚΗ 27-11-2016
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κατά Λουκάν ιη΄ (18-27)
Πρωτότυπο Κείμενο
«Και επηρώτησέ τις αυτόν αρχων∙ διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις Θεός. Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. ο δε είπε ∙ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ∙ έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο∙ ην γαρ πλούσιος σφόδρα. Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε. Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Είπον δε οι ακούσαντες∙ και τις δύναται σωθήναι; ο δε είπε∙ τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Νεοελληνική Απόδοση
«Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχέυσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό∙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στεναχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολά αυτοί που έχουν χρήματα θα μπούν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπεί ο πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
«Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μέσα από το διάλογο του Χριστού και του πλούσιου νέου, προβάλλει αφ’ ενός μεν τη σύγκριση μεταξύ παλαιού Νόμου και του Νόμου του Ευαγγελίου, αφ΄ ετέρου δε τη διδασκαλία του Χριστού για τον πλούτο.
Το χρήμα, ο πλούτος και γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες που για την κατάκτηση τους γίνεται πολύς αγώνας. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμούσε το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει τις ανέσεις και τις χαρές της ζωής. Ο Χριστός δεν στρέφεται αδιάκριτα εναντίον του πλούτου ή των υλικών αγαθών, αλλά καυτηριάζει την λανθασμένη σχέση του ανθρώπου με αυτά. Με λίγα λόγια ο Κύριος θέλει να τονίσει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος, όπως ο νέος του ευαγγελίου.
Ο νέος αυτός πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πώς θα μπορέσει να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα ερώτημα με πνευματικό περιεχόμενο και που αναφέρεται στον κεντρικό άξονα της διδασκαλίας του Χριστού, που είναι η αγγελία της βασιλείας του Θεού, η κληρονομιά της αιώνιας ζωής. Εξάλλου ο Κύριος μας δίδαξε, στην Κυριακή Προσευχή ( το γνωστό «Πάτερ ημών…»), να ζητούμε την έλευση της βασιλείας του Θεού («ελθέτω η βασιλεία σου»). Η αιώνια ζωή, την οποία αναζητεί ο πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής, είναι έννοια συνώνυμη με τη «βασιλεία του Θεού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός, ότι ο συνομιλητής του Χριστού ζητά να πληροφορηθεί πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, εφ όσον ο Χριστός κατ’ επανάληψη μίλησε για το θέμα αυτό.
Ο Κύριος αρχικά του υπενθυμίζει τις δέκα εντολές, προβάλλοντας έτσι το μωσαϊκό νόμο ως βάση. Στην απάντηση του νέου ότι «ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου», ο Χριστός του απαντά: «Έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι», για να δώσει με τα λόγια αυτά τη διάσταση της βασιλείας του Θεού και του νέου νόμου του Ευαγγελίου. Ωστόσο ο νέος, ακούγοντας αυτή την προτροπή και κατανοώντας τις συνέπειες που θα είχε το να δώσει όλη την περιουσία του στους πτωχούς και το να ακολουθήσει το Χριστό, «περίλυπος γενόμενος» όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι πολύ δύσκολο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο, τόνισε όμως πόσο δύσκολο είναι οι πλούσιοι να αποκοπούν από τα πλούτη τους, πόσο δύσκολη είναι η απεξάρτηση από τις απολαύσεις των υλικών αγαθών.
Ίσως γεννάται το ερώτημα, μήπως το Ευαγγέλιο κι η Εκκλησία του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Όπως είπαμε και πιο πάνω, ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτό καθ΄ εαυτό το χρήμα και την ιδιοκτησία. Όμως για τους πλουσίους μιλά συχνά με σκληρά λόγια: «ουαί υμίν τοις πλουσιοίς, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ.6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Από την αντίδραση του πλούσιου νέου διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται σε σοβαρή εσωτερική σύγκρουση αρχών και αξιών. Από τη μια είναι ο πλούτος του και από την άλλη η επιθυμία του να σωθεί και να κατακτήσει την αιώνια ζωή. Ωστόσο αν εξετάσουμε τις υποδείξεις του Χριστού προς τον πλούσιο νέο, βλέπουμε ότι θέλει να τον οδηγήσει στην αρετή και στην άσκηση. Επομένως η πρόταση της χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας απέναντι στον πλούτο, είναι ότι ο άνθρωπος μέσω της άσκησης και της επιδίωξης της αρετής δύναται να μπορέσει να απαλλαγεί από το πάθος της πλεονεξίας. Η ηθική του χριστιανισμού έναντι του πλούτου δεν έχει μόνο προσωπικές διαστάσεις, αλλά αποσκοπεί και στη φιλανθρωπική διάσταση της χρήσεως του πλούτου και των υλικών αγαθών. Ο Χριστός υπέδειξε στον πλούσιο νέο να πωλήσει τα υπάρχοντα του και να δώσει τα εισοδήματα του στους πτωχούς. Πτωχοί είναι όσοι θέτουν τους εαυτούς τους και τη δύναμη τους στη διακονία του Θεού και των συνανθρώπων τους. Δεν σημαίνει ότι ο Χριστός θέλει να οδηγηθούν οι άνθρωποι στη μιζέρια, αλλά να τους προφυλάξει από την υποδούλωση στον πλούτο. Από την άλλη η πτωχεία από μόνη της δεν σώζει τον άνθρωπο, παρ΄ όλο που ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Λουκ.6, 20). Όμως αν οι πτωχοί δεν είναι ενωμένοι με την πίστη του Χριστού, δεν μπορούν να σωθούν. Απλά έχουν περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας, γιατί δεν είναι δεσμευμένοι με βιοτικά αγαθά.
Ωστόσο ο πλούτος και η φτώχεια, αν χρησιμοποιηθούν σωστά από τον άνθρωπο μπορούν να τον οδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα ο Κύριος δεν απορρίπτει την ιδιοκτησία, αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του χρήματος. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού, κινδυνεύει να γίνει δούλος του χρήματος. Μπορεί να τον ρίξει στην αμαρτία. Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ότι βλέπει στο δρόμο του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει πνευματικά, ενώ όταν ο άνθρωπος κατακυριεύεται απ΄ αυτό, τότε τον ρίχνει στην αδικία και στην αμαρτία. Όσοι κυνηγούν το χρήμα εύκολα αδικούν τον πλησίον τους, εύκολα πέφτουν σε παράνομες ενέργειες ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι από τη λάμψη του χρυσού. Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλούσιους τη βασιλεία του αρκεί αυτοί να χρησιμοποιούν σωστά το χρήμα, διακονώντας τους συνανθρώπους τους.
Επομένως, ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι αρκετά δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Πολλοί πλούσιοι λάτρευαν τον πλούτο τους και ήταν απολύτα προσκολλημένοι σε αυτόν. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία όταν ψάλλουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες το Κύριον ουκ ελαττωθησονται παντός αγαθού». Έτσι κι εμείς από τώρα πρέπει να προσέξουμε να μην είμαστε φιλάργυροι και φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτά που κι εμείς έχουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό. Πρέπει να νοιώσουμε πραγματικά ότι γύρω μας υπάρχουν φτωχοί με πραγματικές ανάγκες που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν τις βασικές καθημερινές ανάγκες για να μπορέσουν να επιβιώσουν . Έτσι διακονώντας τους πτωχούς αδελφούς μας, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και εμάς να βρεθούμε στη βασιλεία των Ουρανών.