29-01-2017
Κυριακή ΙΖ΄ Επιστολών
Απόστολος Β΄Κορ. 6,(16 – 18) - 7,(1)
Πρωτότυπο κείμενο
16. Τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. 17. Διό εξέλθατε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, 18. και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 1. Ταύτας ουν έχοντες τας επαγγελίας, αγαπητοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.
Απόδοση
Μπορεί να υπάρχουν στον ίδιο τόπο ο ναός του Θεού και ο ναός των ειδώλων; Εσείς είστε ναός του ζωντανού Θεού, όπως ο ίδιος είπε: Θα κατοικήσω ανάμεσά τους και θα πορεύομαι μαζί τους. Θα είμαι Θεός τους, κι αυτοί θα είναι λαός μου. Γι αυτό ο Κύριος λέει: Φύγετε μακριά απ΄ αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα, κι εγώ θα σας δεχτώ. Θα είμαι για σας ο πατέρας, κι εσείς θα είστε γιοι και θυγατέρες μου, λέει ακόμα ο παντοκράτορας Κύριος. Αφού λοιπόν, αγαπητοί μου, έχουμε αυτές τις υποσχέσεις, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από καθετί που μολύνει το σώμα και την ψυχή. Ας ζήσουμε μια άγια ζωή με φόβο Θεού.
Ο Ναός του Ζωντανού Θεού
Ένα απο τα πιο αγαπητά και προσφιλή θέματα του αποστόλου των εθνών Παύλου, είναι η σχέση του χριστιανού με το Θεό. Περιγράφοντας αυτή την θεμελιώδη και βασική σχέση, ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί ποικίλους συμβολισμούς και παραστάσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα που είναι χρήσιμα για τη χριστιανική ζωή. Αυτό ακριβώς επιχειρεί και στην παρούσα περικοπή. Μέσα απο το πιο πάνω χωρίο ο Παύλος, διδάσκοντας τους Κορινθίους και κατ’ επέκταση τους χριστιανούς κάθε εποχής, διακηρύσσει ότι οι χριστιανοί είμαστε «ναός του ζώντος Θεού». Με βάση αυτή τη βαρυσήμαντη θέση της παύλειας θεολογίας, ο Απόστολος των εθνών καθορίζει ποια πρέπει να είναι η στάση των χριστιανών με τον «κόσμο», αλλά και με τον εαυτό τους, που είναι η καθαρότητα «σαρκός και πνεύματος» και ο αγιασμός.
Στο στίχο 16 ο Παύλος τονίζει εμφατικά, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε «ναός Θεού ζώντος». Είμαστε λοιπόν κατοικητήριο του Θεού. Αυτό ακριβώς σημαίνει η λέξη «ναός». Και μάλιστα όπως αναφέρει και κάπου αλλού, είμαστε ναός του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό άλλωστε συχνά ο μέγας Απόστολος συνιστά την πνευματική και ηθική καθαρότητα. Άξιο προσοχής είναι ότι ονομάζει το Θεό «ζώντα», δηλαδή ζωντανό και αληθινό. Και αυτό σε αντίθεση με τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
Ο θείος απόστολος Παύλος θέλοντας να πείσει τους Κορινθίους ότι αυτά που τους γράφει δεν είναι κάτι δικό του, αλλά θεϊκή διακήρυξη, προσφεύγει στην Παλαιά Διαθήκη. Συγκεκριμένα ο Παύλος επικαλείται λόγια του ιδίου του Θεού προς τον Ισραήλ (βλ. Λευϊτ. 26, 11-12 και Ιεζ. 37, 27): «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονται μοι λαός». Ο Θεός είναι παρών στον κόσμο και την ιστορία. Με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, εκπληρώνεται η υπόσχεση του Θεού προς τον περιούσιο λαό του. Ο Χριστός είναι ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, η Σοφία του Θεού, η όντως Ζωή, η αληθινή Δικαιοσύνη το Φως των εθνών και η Απολύτρωση για τους ανθρώπους. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός (Μέγας Αθανάσιος). Ο Θεός πορεύθηκε ανάμεσα μας. Γίνεται «Θεός» μας και εμείς «λαός» του. Μια σχέση ουσιαστική, μια σχέση αγάπης.
Η σχέση αυτή όμως, που ο ίδιος ο Θεός εγκαθιδρύει, συνεπάγεται απο μέρους μας ένα χρέος. Το χρέος αυτό είναι απομάκρυνση απο την αμαρτία. Από καθετί που μολύνει το σώμα και την ψυχή. Γι’ αυτό και καλεί ο Παύλος τους Κορινθίους μέσα απο την επιστολή του αυτή να μην συναναστρέφονται με τους ειδωλολάτρες και τους απίστους, αλλά να διαχωρίσουν τη θέση και τη ζωή τους απο αυτούς (στ. 17). Να αποφεύγουν την αμαρτία και καθετί το κακό και ακάθαρτο. Να μην πορεύονται την οδό των ασεβών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λόγια που παραθέτει ο Παύλος στο στίχο 17 είναι δανεισμένα απο τον προφήτη Ησαϊα (βλ. Ησ. 52,11).
Τηρώντας αυτά ο Θεός θα μας δεχτεί κοντά του. Θα γίνουμε παιδιά Του, οι υιοί και οι θυγατέρες Του και Αυτός ο Πατέρας μας. Αυτό μας λέει στον επόμενο στίχο ο θείος Απόστολος: «και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθε μοι εις υιούς και θυγατέρας…». Η σχέση μας με το Θεό είναι σχέση πατέρα – παιδιού. Μια σχέση πνευματική και αγαπητική. Η σχέση αυτή προαναγγέλεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπως για παράδειγμα στο Β΄ Βασιλειών (7, 14) και στον προφήτη Ιερεμία (38,1 ∙ 39, 38). Μάλιστα τα λόγια που παραθέτει στο στίχο 18 είναι βασισμένα στα χωρία αυτά της Παλαιάς Διαθήκης. Η υπόσχεση αυτή του Θεού, που προαναγγέλεται στην Παλιά διαθήκη, βρίσκει την πλήρη εκπλήρωση της στην Καινή Διαθήκη, στο πρόσωπου του Θεανθρώπου Χριστού. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ήταν ο άνθρωπος να ξαναγίνει παιδί του. Ο Θεός μας προόρισε να γίνουμε και πάλι παιδιά του: «προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού» (Εφεσ. 1, 5).
Οι επαγγελίες του Θεού προς το λαό του, προς τα παιδιά Του, είναι αρκετές και αναμφίβολα κοσμοσωτήριες και λυτρωτικές. Ο Θεός μας κάνει και πάλι παιδιά του, μας καλεί σε υιοθεσία και μας χαρίζει τη λύτρωση με το σταυρικό μαρτύριο του Υιού Του. Μας εξαγόρασε απο την κατάρα του νόμου. Ο Θεός επίσης είναι παρών στην ιστορία. Περπάτησε ανάμεσα μας. Απο όλα αυτά όμως απορρέουν και κάποιες υποχρεώσεις για εμάς τους χριστιανούς. Ή καλύτερα υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για να γίνουμε παιδιά του Θεού και να πετύχουμε τη θέωση. Και αυτές είναι να καθαρίσουμε τον εαυτό μας απο καθετί που μολύνει το σώμα και τη ψυχή. Αυτό μας προτρέπει στον πρώτο στίχο του κεφαλαίου 7, ο απόστολος των εθνών: «…καθαρίσωμεν εαυτούς απο παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος…». Με απλά λόγια μας καλεί να καθαρίσουμε το σώμα και τη ψυχή απο τα πάθη και τις αμαρτίες. Το πάθος είναι ασθένεια της ψυχής. Είναι εμπαθής κατάσταση της ψυχής. Είναι ακόμη διαστροφή των ψυχικών δυνάμεων. Παρά φύσιν κατάσταση και κίνηση της ψυχής. Τα πάθη δεν ανήκουν στη φύση του ανθρώπου, αλλά αποτελούν παρά φύσιν καταστάσεις. Οι αμαρτίες είναι η εξωτερίκευση και ενεργοποίηση των παθών. Είναι οι συγκεκριμένες πράξεις οι οποίες μας απομακρύνουν απο το Θεό και μολύνουν το σώμα, αλλά και τη ψυχή. Το αμάρτημα είμαι μια ηθική πτώση, μια αστοχία. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν και πάθη που είναι κρυφά, γιατί δεν δόθηκε η αφορμή να ενεργοποιηθούν με συγκεκριμένες αμαρτίες. Και αυτά όμως είναι επικίνδυνα, γιατί μένουν απαρατήρητα και δεν πολεμούνται.
Ο θείος απόστολος Παύλος όταν αναφέρεται σε «μολυσμό της σαρκός», εννοεί τις αμαρτωλές πράξεις, οι οποίες κατα πρώτο λόγο μολύνουν το σώμα μας που είναι «ναός Θεού ζώντος». Όταν αναφέρεται σε «μολυσμό του πνεύματος», εννοεί τα πάθη που φωλιάζουν στη ψυχή, τους εμπαθείς και πονηρούς λογισμούς. Φυσικά αυτά είναι αλληλένδετα: τόσο τα πάθη, όσο και οι αμαρτίες μολύνουν το σώμα, αλλά και τη ψυχή. Η ζωή του χριστιανού είναι ένας συνεχής αγώνας για κάθαρση απο τα πάθη και τις αμαρτίες. Αυτό άλλωστε μας καλεί να πράξουμε και ο απόστολος Παύλος. Η κάθαρση απο τα πάθη οδηγεί στη θέωση, στην ένωση με το Θεό, που είναι και ο στόχος της ζωής του ανθρώπου.
Σπουδαίες και σημαντικές οι θέσεις και οι συμβουλές του Παύλου στην παρούσα περικοπή. Είμαστε «ναός του Θεού», διακηρύσσει ο θείος Απόστολος. Κατοικεί μέσα μας ο Θεός, το Πνεύμα του Θεού. Μας λεει ακόμη ότι ο Θεός είναι μεταξύ μας, είναι παρών στην ιστορία. Με την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, ο Θεός μας κάλεσε να γίνουμε λαός Του. Να γίνουμε «υιοί και θυγατέρες» Του. Όμως πρέπει και εμείς αδιαλείπτως να προσπαθούμε με τον πνευματικό μας αγώνα να καθαρίσουμε τον εαυτό μας απο τα πάθη και τις αμαρτίες «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού».
29-01-2017
Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου
(Χαναναίας)
Ματθαίου ιε΄, 21-28
Πρωτότυπο κείμενο
«Τω καιρώ εκείνω εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα• ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Και προσελθόντες oι μαθηται αυτού ήρώτων αυτόν λέγοντες• απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει μοι. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ εστί καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις. Η δε είπε• ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή• ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Μετάφραση
Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε ο Ιησούς από τα μέρη εκείνα (της Γαλιλαίας), αναχώρησε στα μέρη της Τύρου και Σιδώνος. Και να μια γυναίκα Χαναναία από εκείνη την περιοχή βγήκε και φώναζε: « Ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται άσχημα από το δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε με μια λέξη. Και ήλθαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Απομάκρυνε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Ο Κύριος όμως αποκρίθηκε: «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο για τα χαμένα πρόβατα της γενεάς του Ισραήλ». Αυτή δε (η Χαναναία) αφού τον πλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησε με». Εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλάκια». Αυτή δε είπε• «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου• ας γίνει, όπως συ θέλεις». Και θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα η θυγατέρα της.
Διήγηση περικοπής
Ο Ιησούς Χριστός πορεύεται στις περιοχές Τύρου και Σιδώνος. Μια ταλαιπωρημένη Χαναναία γυναίκα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσει τον Κύριο, για τον οποίο φαίνεται να είχε ακούσει πολλά. Γνώριζε δηλαδή για τις θεραπευτικές ικανότητες του Χριστού και ήδη μέσα στην καρδιά της άρχισε να υπάρχει η βαθιά πίστη για το πρόσωπό του. Έχοντας λοιπόν αυτή την πίστη και τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας ζητά το έλεός του, «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Ζητά το έλεός του και τη χάρη του, ώστε να θεραπευτεί η θυγατέρα της, η οποία κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα. Ο Κύριος στην αρχή δε δίνει σημασία στις παρακλήσεις της Χαναναίας. Δεν της απαντάει καθόλου, εκείνη όμως εξακολουθεί να φωνάζει: «ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ». Ο Κύριος για να δοκιμάσει ακόμα περισσότερο την πίστη της γυναίκας της λέγει: Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί, που είναι για τα παιδιά, δηλαδή για τους Ισραηλίτες, και να το δώσω στους εθνικούς, δηλαδή στους ειδωλολάτρες». Τότε η Χαναναία γυναίκα αποκαλύπτει το μεγαλείο της πίστης της, απαντώντας στον Κύριο: «Έχεις δίκαιο, Κύριε, του λέγει. Όμως και τα σκυλάκια, που είμαστε εμείς οι εθνικοί – ειδωλολάτρες, τρώνε από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Χριστός επιβραβεύει την ακλόνητη πίστη της, γι’ αυτό και της λέγει μπροστά σ’ όλους: «Γυναίκα, είναι πολύ μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει όπως εσύ θέλεις». Και αμέσως συντελέστηκε το θαύμα και θεραπεύτηκε η άρρωστη θυγατέρα της, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι της.
Πίστη
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ιησούς Χριστός επιτελεί ένα από τα αναρίθμητα θαύματα της επί γης παρουσίας και δράσης του. Το θαύμα όμως αυτό της θεραπείας της θυγατέρας της Χαναναίας γυναίκας μας δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στην έννοια και σημασία της πίστης.
Η πίστη είναι η βεβαιότητα, η πεποίθηση που διαθέτει κάποιος άνθρωπος για κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία. Χωρίς να ήταν παρών δηλαδή σε κάποιο γεγονός και να το είδε με τα μάτια του και να το άκουσε με τα αυτιά του, ή χωρίς να γνωρίσει προσωπικά κάποιο πρόσωπο, αλλά έχοντας ακούσει ή πληροφορηθεί από άλλους γι΄ αυτό. Στη ζωή μας γενικά πορευόμαστε με βάση την πίστη. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «πάντα τα εν τω κόσμω τελούμενα τη πίστει τελείται». Δηλαδή, όλα όσα γίνονται σε αυτό τον κόσμο, γίνονται, διότι όλα στηρίζονται στην πίστη. Για παράδειγμα πιστεύουμε ότι σε ένα ταξίδι μας θα πάμε καλά, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να ταξιδεύσουμε. Πιστεύουμε ότι πηγαίνοντας στο γιατρό θα θεραπευθούμε, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να τον επισκεφτούμε. Και τόσα άλλα γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μας στηρίζονται στην πίστη και όχι στην απόδειξη.
Θρησκευτική πίστη
Θρησκευτική πίστη είναι η απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα που έχει κανείς σε πρόσωπα, σε πράγματα και σε γεγονότα που έγιναν ή πρόκειται στο μέλλον να γίνουν, τα οποία είναι αόρατα και ακατάληπτα στις ανθρώπινες αισθήσεις. Η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται με την έναρξη της ανθρώπινης ιστορίας και πάντοτε διαδραμάτιζε και συνεχίζει και σήμερα να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των λαών και πολιτισμών. Είναι μπορούμε να πούμε μια βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου.
Χριστιανική πίστη
Ο μοναδικός ορισμός της πίστης στην Αγία Γραφή υπάρχει στην Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «Πίστις εστίν, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Αυτό σημαίνει ότι πίστη είναι η απόλυτη βεβαιότητα και η ακλόνητη πεποίθηση, ότι ο πιστός θα απολαύσει στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά τα ελπίζει, τα περιμένει να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσει. Η πίστη δηλαδή είναι η θύρα μέσα από την οποία ο πιστός εισέρχεται σε μια ανώτερη σφαίρα, στη θεία αποκάλυψη. Ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτει στον κόσμο του την Αλήθεια, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτοί που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό ως Μεσσία, Σωτήρα και Λυτρωτή δεν χρειάζονται αποδείξεις αλλά είναι βέβαιοι ότι πρόκειται να συμβούν όλα όσα υποσχέθηκε το αδιάψευστο στόμα του. Για παράδειγμα ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι θα συμβεί η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η αιώνια ζωή και βασιλεία του Θεού. Δεν έχει αποδείξεις για όλα αυτά αλλά είναι βέβαιος γι΄ αυτά, γιατί τα διακήρυξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Επιπλέον πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μη όντος», ότι ο Σωτήρας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη, γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους Ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα κ.α. Δεν χρειάζεται αποδείξεις για όλα αυτά, τα πιστεύει και τα παραδέχεται ως πραγματικά και αληθινά.
Τα χαρακτηριστικά της πίστης
Σε πάρα πολλές διηγήσεις των ιερών ευαγγελίων υπάρχουν παραδείγματα μεγάλης πίστης, στη σημερινή όμως ευαγγελική περικοπή μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης.
Ο Μεσσίας Χριστός
Η Χαναναία γυναίκα πιστεύει στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού, γι΄ αυτό και τον αποκαλεί «υιόν Δαυίδ». Η απλή και λιτή ζωή του Χριστού στάθηκε εμπόδιο για τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, γι΄ αυτό γρήγορα απογοητεύτηκαν και δεν τον ακολούθησαν. Η Χαναναία με την πίστη που διαθέτει κατορθώνει να κοιτάξει πέρα από την απλότητα του Χριστού, έτσι αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Θεού, το Νικητή του θανάτου, το Λυτρωτή του κόσμου.
Η πίστη στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ορθόδοξη θεολογία. Η άρνηση της ιδιότητας αυτής σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση της θεότητας του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που ενανθρώπησε και στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους.
Η σταθερότητα της πίστης
Η πίστη της Χαναναίας παραμένει σταθερή και ακλόνητη παρά τη σιωπή και φαινομενική αδιαφορία του Χριστού. Η πραγματική πίστη δοκιμάζεται μεν, αλλά ποτέ δεν κάμπτεται. Γι΄ αυτό η Χαναναία συνεχίζει να επιμένει, γιατί είναι βέβαιη ότι ο Χριστός είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να εκπληρώσει την επιθυμία της. Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό.
Η σταθερή και ακλόνητη πίστη είναι μεγάλη αρετή για έναν πιστό. Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του θα αντιμετωπίσει θλίψεις και δοκιμασίες και θα ζητήσει τη βοήθεια και το έλεος του Θεού. Αν η πίστη του δεν είναι βαθιά και στερεωμένη, σύντομα θα απογοητευτεί και ίσως και να απιστήσει. Ανεπανάληπτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του δίκαιου Ιώβ. Ενώ του συνέβησαν τόσες θλίψεις και δυστυχίες και φαινόταν ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε, εκείνος δεν οδηγείται στην απιστία και τη βλασφημία, αλλά σταθερά και ακλόνητα πιστεύει στο Θεό και ζητά το έλεός του. Γι΄ αυτό στο τέλος δικαιώνεται και ανταμείβεται από το Θεό.
Πίστη και ταπείνωση
Η πίστη της Χαναναίας δεν είναι μόνο σταθερή και ακλόνητη, αλλά συνοδεύεται και από ειλικρινή ταπείνωση. Δέχεται αδιαμαρτύρητα την παρομοίωσή της με σκύλο, δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί, αλλά απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ταπεινολογία της Χαναναίας ή για αναγκαστική ταπείνωση, αλλά για ειλικρινή συντριβεί μπροστά στη δύναμη του Θεού.
Πολλές φορές ο εγωισμός οδηγεί τον άνθρωπο στην ταπεινολογία για να γίνει συμπαθής ή ακόμα χειρότερα για να επαινεθεί από τους υπολοίπους. Ο πραγματικός πιστός είναι και πραγματικά ταπεινός και αισθάνεται να είναι ο τελευταίος των ανθρώπων, γεγονός που τον κάνει να ζητά με συντριβή καρδίας το έλεος του Θεού.
Ζωντανή πίστη
Η Χαναναία δεν ανήκε στον εκλεκτό λαό του Θεού, δεν ήταν Ιουδαία αλλά ειδωλολάτρισσα. Αυτό όμως δεν στέκεται εμπόδιο στο να πιστέψει στον Ιησού Χριστό.
Το να ανήκει κανείς στον εκλεκτό λαό της Παλαιάς Διαθήκης ή το να είναι μέλος της Εκκλησίας με τα δικά μας δεδομένα δεν αποτελεί δέσμευση για τον Θεό. Αυτό που δεσμεύει τον Θεό είναι η ζωντανή πίστη. Βέβαια η πίστη έξω από την Εκκλησία είναι ανύπαρκτη, αλλά και από την άλλη η τυπική συμμετοχή στην Εκκλησία χωρίς ουσιαστική πίστη δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του. Οι Ισραηλίτες καυχιόντουσαν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και θεωρούσαν, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, για να πάρουν τη δέουσα απάντηση από τον Τίμιο Πρόδρομο: «δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9). Αυτό που μετρά για τον Θεό, είναι η ζωντανή πίστη, η οποία μπορεί μερικές φορές να δοκιμάζεται αλλά στο τέλος ξεπερνά τα εμπόδια.
Πίστη και λογική
Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική. Η Χαναναία αν στηριζόταν στην ανθρώπινη λογική της και έψαχνε να βρει αποδείξεις για το πρόσωπο και τη δύναμη του Ιησού Χριστού δε θα επιτύγχανε το σκοπό της.
Ο άνθρωπος πολλές φορές αναζητά να βρει αποδείξεις που να ικανοποιούν τη λογική του και όταν δεν τις έχει αμφιβάλλει ή και κλονίζεται. Η πίστη όμως υπερβαίνει τη λογική, ανήκει στο χώρο τη καρδίας και στηρίζεται στο λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλλιεργεί, αυξάνει και διατηρεί απτόητη και ακλόνητη την πίστη.
Πίστη και θαύμα
Όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των θαυμάτων του Ιησού Χριστού έτσι και στην περίπτωση της Χαναναίας η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα και όχι το αντίστροφο. Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματούργησε για να πιστέψουν οι άνθρωποι, αλλά πάντοτε τα θαύματα που επιτελούσε έρχονταν ως επιστέγασμα και επιβράβευση της πίστης των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν και ζητούσαν το έλεός του. Όταν τον προκαλούσαν, να κάνει κάποιο θαύμα για να πιστέψουν, ο Χριστός δεν ανταποκρινόταν θετικά. Ακόμα και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού που όλοι τον ενέπαιζαν και ζητούσαν να τους δείξει τη θεϊκή του δύναμη, ακόμα και τότε που θα μπορούσε να κάνει «σημεία και τέρατα» και όλοι θα πίστευαν σε αυτόν, ο Χριστός απαντούσε με τη σιωπή και τη φαινομενική αδυναμία του, γιατί μια τέτοια πίστη, που θα στηριζόταν στο φόβο δε θα είχε αξία. Ο Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει: «εαν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20). Η πίστη προκαλεί το θαύμα, όχι το θαύμα την πίστη.
Καταληκτικά
Αυτή τη ζωντανή πίστη της Χαναναίας γυναίκας ζητά ο Χριστός από όλους μας. Η πίστη της γυναίκας ήταν βαθιά, ειλικρινής, ακλόνητη γεμάτη από αγάπη και εμπιστοσύνη για τον Ιησού Χριστό. Και αυτό ήταν που τελικά την έσωσε και χάρισε στη θυγατέρα της τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν που πορεύεται στη ζωή του μέσα από θλίψεις και δοκιμασίες, δεν έχει πού αλλού να στηριχθεί παρά στην πίστη. Η αληθινή και ακλόνητη πίστη στον Σωτήρα Χριστό είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί τις δυσκολίες της παρούσας ζωής, αλλά κατεξοχήν του δίνει τη δυνατότητα να γευτεί τις επαγγελίες της βασιλείας του Θεού.