05-03-2017

Α΄ Κυριακή των Νηστειών της Ορθοδοξίας

Απόστολος προς Εβ. 11, (24-26, 32-40)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Μετάφραση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Εισαγωγικά

Η Εκκλησία έχει καθορίσει ώστε την Κυριακή της Ορθοδοξίας να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα, θέλοντας να προβάλει παραδείγματα ενώπιόν μας ανθρώπους που έκαναν πνευματικό αγώνα όπως μας καλεί κατ’ εξοχήν κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προτρέπει να γίνουμε μιμητές του προφήτη Μωυσή, ο οποίος για χάρη της αγάπης του Χριστού δε λογάριασε τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις θλίψεις που θα αντιμετώπιζε τόσο για το όνομα του Χριστού, όσο και για το λαό του Θεού, ή ακόμα να μιμηθούμε το παράδειγμα εκείνων που έχουν υποστεί διωγμούς και θλίψεις και αναδείχθηκαν ένεκα της υπομονής και της αγιότητάς τους.

Οι θλίψεις, ο πόνος και δοκιμασίες στη ζωή μας

Η θλίψη, ο πόνος, ο θάνατος, η φθορά έχουν εισέλθει στη ζωή του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Πριν την πτώση οι πρωτόπλαστοι ευλογήθηκαν από το Θεό να κατακυριεύσουν τη γη, όμως μετά την πτώση και το προπατορικό αμαρτημα εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ο πόνος, η θλίψη και ο θάνατος .Δηλαδή η θλίψη είναι συνέπεια της παραβάσεως και της παρακοής του θελήματος του Θεού. Η αμαρτία είναι αυτή που γέννησε τη θλίψη και προκάλεσε τον πόνο στον ανθρωπο. Όπως αναφέρεται στη Γένεση (3, 16-19) ο Θεός λέει στον Αδάμ: «Εν λύπαις φαγή αυτή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» και απευθυνόμενος στην Εύα: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου». Αν προσέξουμε από τα λόγια του Θεού θα διαπιστώσουμε ότι τους αναφέρονται οι λέξεις λύπη και στεναγμός. Από εδώ λοιπόν προέρχονται οι θλίψεις στη ζωή των ανθρώπων, δηλαδή αιτία των θλίψεων δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, δεν είναι ο νόμος του Θεού, αλλά η παρακοή στο θείο θέλημα. Αιτία λοιπόν των θλίψεων είναι η αμαρτία. Από τότε ο κάθένας μας καλείται να παλέψει μέσα στο πέλαγος των θλίψεων και των δοκιμασιών, αν και μερικές φορές καταποντίζεται και βουλιάζει μέσα σ΄ αυτές και άλλοτε αντιστέκεται και ελπίζει.

Ο ίδιος ο Κύριος μας αναφέρει ότι οι θλίψεις θα είναι μέσα στη ζωή μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Οι θλίψεις είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή μας, γιατί η ζωή μας είναι ζυμωνένη με τις θλίψεις, είναι δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν πολλών ειδών θλίψεις, αυτές οι οποίες οφείλονται σε εξωτερικές αιτίες και θλιψεις που ξεκινούν από μέσα μας, από το εσωτερικό του ανθρώπου. Ο απόστολος Παύλος διευκρινίζει ότι «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Πρόκειται για τις θλίψεις και τον πόνο που προέρχονται από τα πάθη, τις κακίες τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του ανθρώπου. Υπάρχουν αρρώστιες και θλίψεις κι άσχημες καταστάσεις που προέρχονται από τις αμαρτίες μας. Άμα αφαιρέσουμε την αμαρτία από τη ζωή μας, πολλές αρρώστιες θα εξαφανισθούν. Ο μέγας Βασίλειος λέει επιγραμματικά: «πολλοί από την απρόσεκτη ζωή τους έχουν μεγάλες ασθένειες και φθάσανε σε τέτοιο σημείο να μην καταλαβαίνουν πως είναι άρρωστοι». Από τη γαστριμαργία, τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την πορνεία κ.ά., επέρχονται στον άνθρωπο κακά είτε στον παρόντα χρόνο της ζωής του είτε, αν δεν μετανοήσει, ακόμα και στην μετά θάνατο ζωή.

Θλίψεις μπορεί να προκαλέσει κι ο διάβολος στη ζωή μας. «Ιδού γυνή πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ» (Λουκ. 13, 11), μας λέγει ο Κύριος για τη συγκύπτουσα. Σ’ αυτή τήν κατάσταση την είχε φέρει ο διάβολος «ην έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη». Ο διάβολος κατά παραχώρηση Θεού μπορεί να προκαλέσει θλίψεις και ασθένειες στον άνθρωπο, «διά την εκάστου δοκιμήν και τελείωσιν», δηλ. για να τελειοποιηθούμε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Εδώ είναι δυνατό να προσθέσουμε πως θλίψεις μπορεί να προκαλέσει ο Θεός, όταν δει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και να είναι αλαζόνας. Προκειμένου να γλιτώσει τον αλαζόνα από αιώνια κακά, επιτρέπει την εισδοχή στη ζωή του πρόσκαιρων κακών, όπως π.χ. κάποια αποτυχία στα έργα του, τη μη αναγνώρισή του από τους άλλους ή και κάποια ασθένεια.

Χαρακτηριστικά αναφέρει για τη θλίψη ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου», δηλαδή η μνήμη του Θεού είναι αυτή που θα μας λυτρώσει από τη θλίψη. Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις δια της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Ολόκληρη η ζωή του δικαίου ανθρώπου είναι γεμάτη θλίψεις. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει: Πιεζόμαστε με κάθε τρόπο, θλιβόμαστε παντού και πάντοτε, σε κάθε περίσταση (Β’ Κορ. 4, 8). Ο ίδιος Απόστολος λέει ότι πρέπει να υποστούμε πολλές θλίψεις για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού (Πράξ. 14, 22). Το βέβαιο είναι πως ο Θεός σώζει τους αγίους Του από τη θλίψη. Τους σώζει όχι αφήνοντάς τους χωρίς δοκιμασίες, αλλά με το να τους χαρίζει υπομονή. Διότι εάν η θλίψη παράγει σαν τέλειο έργο της την υπομονή και η υπομονή παράγει σαν καρπό τη δοκιμασμένη και τέλεια αρετή (Ρωμ. 5, 3-4), εκείνος που αφαιρεί τη θλίψη, στερεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία. Κατά το Μέγα Βασίλειο, όπως κανείς αγωνιστής δεν στεφανώνεται χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστής, έτσι και κανείς δεν μπορεί να αποδειχθεί δόκιμος, κανείς δεν μπορεί να κριθεί ικανός, άξιος, δοκιμασμένος, παρά μόνο με τις θλίψεις.  Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είναι το σχολείο μέσα από το οποίο ο Χριστιανός μαθαίνει την υπακοή και σφυρηλατείται ο χαρακτήρας του.

Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας έχει παιδαγωγική αξία, όπως αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε, εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν», δηλαδή Κύριε με μικρές θλίψεις μας παιδαγωγείς για να μας οδηγήσεις στη σωτηρία της ψυχής. Για το λόγo αυτό ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τον Θεό με τον κιθαρωδό, «ο κιθαρωδός ούτε τεντώνει τη χορδή πολύ, για να μην τη σπάσει, ούτε πάλι τη χαλαρώνει περισσότερο από το κανονικό, για να μη χαλάσει η συμφωνία της αρμονίας του άσματος. Αυτό κάνει και ο Θεός. Ούτε μας αφήνει σε διαρκή άνεση, ούτε σε πολυχρόνια θλίψη, αλλά κατά τη σύνεση Αυτού κανονίζει τη συμμετοχή μας και στα δύο. Δεν μας αφήνει δηλαδή να είμαστε σε διαρκή άνεση, για να μη γίνουμε αμελέστεροι, ούτε πάλι σε συνεχή θλιψη, για να μην καταπέσουμε ψυχικά και απελπισθούμε». Δηλαδή η θλίψη λειτουργεί σαν σήμαντρο της ψυχής, το οποίο την ξυπνά από το λήθαργο της αμαρτίας, γιατί χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες υπάρχει ο κίνδυνος ο άνθρωπος να παραμείνει προσκολλημένος στις επίγειες ηδονές. Η θλίψη λοιπόν ξεσκεπάζει τη σωματική αδυναμία μας και απογυμνώνει την πνευματική μας φτώχεια, ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα.

Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονίσει τη σημασία των δικιμασίων στη ζωή των ανθρώπων αναφέρει «Τον κυβερενήτη του πλοίου δοκιμάζει ο χειμώνας, τον αθλητή το στάδιο, τον στρατηγό η παράταξη, τον μεγαλόψυχο η συμφορά και τον Χριστιανό ο πειρασμός. Και οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φωτιά το χρυσάφι».

 Εξ ἀλλου, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο αποστολικό ανάγνωσμα και στο σύνολο της Αγίας Γραφής, οι θλίψεις τελικά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο Μωϋσής υπέστη θλίψεις και έγινε ο ελευθερωτής του Ισραήλ από τη δουλεία. Ο Ιώβ υπέστη θλίψεις και δοκιμασίες για να προεικονίσει τον Μεσσία και τις θλίψεις που θα υφίστατο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπέστη το σταυρικό Θάνατο για να μας προσφέρει τη σωτηρία και τη λύτρωση. Οι άγιοι Μάρτυρες υφίσταντο τους διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο και αναδείχθηκαν για την πίστη και την αγιότητά τους. Επομένως, δεν πρέπει να περιορίσουμε τον ορίζοντα των δικών μας θλίψεων μόνο στη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά πρέπει να αναζητούμε το θέλημα του Θεού και το μήνυμα που θέλει να μας δώσει μέσα από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωής μας. Το έσχατο σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νουν είναι η Βασιλεία του Θεού της οποίας θέλει ο Θεός να μας καταστήσει μετόχους.
 
Οι θλίψεις και οι πειρασμοί βοηθούν την ψυχή να καλλιεργηθεί και να λάμψει σαν το χρυσάφι που το καθαρίζει η φωτιά από τη σκουριά. Ο πιστός που δοκιμάζεται με θλίψεις και αντέχει γίνεται δυνατός και ρωμαλέος. Η ψυχή του ομορφαίνει και αγιάζεται. Κατά τον Ιώβ «ει τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;» Αν δεχθήκαμε ευχαρίστως τα αγαθά από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε και τα κακά που ο Κύριος μας στέλνει; (Ιώβ 2, 10). Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε «Διά πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14, 22).

Πώς αντιμετωπίζονται οι θλίψεις;

Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μην έχει περάσει κάποια θλιψη στη ζωή του. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην άφησουμε περιθώρια στο διάβολο να εκμεταλλευτεί αυτή μας την κατάσταση, με αποτέλεσμα αντί να έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη θλίψη να οδηγηθούμε στην κατάθλιψη. Στην εκκλησιαστική γλώσσα υπάρχουν κάποια δυνατά πνευματικά όπλα, τα οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε για να μπορέσουμε να βγούμε νικητές μέσα από τις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Πρώτα πρέπει να έχουμε μεγάλη πίστη, ούτως ώστε να μη διστάζουμε να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες και τις θλίψεις μας. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου μας προς τους μαθητές Του «Ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας» (Ματθ. 14, 31), «Τι δειλοί εστε, ολιγόπιστοι;». Ο Κύριος δε μας θέλει φοβισμένους και δειλούς ακόμα και όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές δοκιμασίες. Θέλει να είμαστε δυνατοί και να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι θα μας προσφέρει τη βοήθειά Του. Δηλαδή βάλσαμο στις θλίψεις μας είναι η μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Θεού, ο οποίος βλέπει και ρυθμίζει τα περιστατικά της ζωής κάθε ανθρώπου ανάλογα με τις δυνατότητες του, χωρίς βέβαια να είναι τόσα που θα του στερήσουν την ουράνιο βασιλεία.
 
Ακόμη και ο ‘Αγιος Νεκτάριος ζητά από τους ανθρώπους να μη είναι άπιστοι, αλλά να εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. «Μη λιγοψυχείτε και μη δειλιάζετε! Εμπιστευθείτε το Θεό και θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Αυτός παρακολουθεί όσους υπομένουν τις θλίψεις για τη δική του αγάπη».  Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγος: «Η εις Χριστόν πίστις εστίν, το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν, εν λύπαις και θλίψεσιν και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται υμάς ο Θεός».

Έπειτα είναι η υπομονή. Πρέπει ο πιστός να δει τη θλίψη ως «παιδεία Κυρίου», δηλαδή ως παιδαγωγικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί η σοφία και η αγάπη του Θεού για τον πνευματικό μας καταρτισμό. Όπως μας αναφέρει ο απόστολος Ιάκωβος «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν» (Ιακ. 1, 12). Η υπομονή είναι ύψιστη αρετή, με την οποία ο πιστός οχυρώνεται πνευματικά, για να αμυνθεί στις μεθοδείες και τα τεχνάσματα του διαβόλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και την απελπισία. Με την υπομονή η ψυχή γίνεται δυνατή και δέχεται τον πόνο όχι ως τιμωρία αλλά ως επίσκεψη του Θεού, ειναι αυτή που δεν αφήνει τη θλίψη να συσκοτίσει το νου με την απελπισία και την απαισιοδοξία, αλλά διατηρεί ξύπνια την ελπίδα και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Δηλαδή βλέπει τη θλίψη σαν πολύτιμο φάρμακο, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας και εξαγνίζει την ψυχή. Ακόμη και ο απόστολος Παύλος αναφέρει για τη θλίψη του κάθε ανθρώπου και τον παροτρύνει να έχει υπομονή «Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» (Ρωμ. 5, 3) και «Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10, 36).

Το δυνατότερο όπλο για να αντιμετωπίσει ο κάθε Χριστιανός τη θλίψη είναι η προσευχή. Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν τη σταυρική Του θυσία γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να σηκώσει τη θλίψη της σταυρικής Του θυσίας «Και έπεσεν επί πρόσωπον επί της γης, και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ώρα» (Μαρκ. 14, 35). Εάν ο ίδιος ο Κύριος αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Πατέρα Θεό την ώρα της μεγαλύτερης δοκιμασίας Του, πόσο περισσότερο θα πρέπει να το αισθάνεται ο πιστός. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει τον πιστο να προσευχηθεί κατά την ώρα της δοκιμασίας, και αυτό φαίνεται με τη φωνή του ψαλμωδού: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλιψεως και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. 49, 15). Η ανταπόκριση του πιστού προς τον Θεό πρέπει να είναι ανάλογη: «Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον» (Ψαλμ. 17, 7) και «ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου» (Ψαλμ. 58, 17) και «Μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών» (Ψαλμ. 21, 12).

Τη μεγάλη δύναμη της προσευχής σε περιπτώσεις θλίψεων περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Η προσευχή είναι το λιμάνι αυτών που ταλαιπωρούνται στις τρυκιμίες των θλίψεων. Είναι η άγκυρα ασφαλείας αυτών που κλυδωνίζονται στη θάλασσα του βίου, ραβδί που υποστηρίζει αυτούς που κλονίζονται. Η προσευχή είναι το καταφύγιο σε κάθε λύπη, βάση χαράς, μέσο διαρκούς ευχαριστήσεως, μητέρα πνευματικής ζωής, της εν Χριστώ ζωής».

Ο άνθρωπος που θλίβεται και πιέζεται από το βάρος της δοκιμασίας, αισθάνεται την ανάγκη να ανακοινώσει στους δικούς του τη θλίψη του. Αν εμπιστεύεται τη θλίψη του σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, πόσο πρέπει να το κάνει στον εκπρόσωπο του Θεού, στον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο κατεξοχήν παρηγορητής και οδηγός της ψυχής; Αφού εκμυστηρευθεί τον πόνο και τη θλίψη του θα πάρει τα κατάλληλα πνευματικά εφόδια και συμβουλές, ούτως ώστε να οχυρωθεί πνευματικά, για να μην αφήσει ανοικτό παράθυρο, το οποίο μπορεί να εκμεταλλευθεί ο διάβολος κατά την ώρα της δοκιμασίας και να το κατατροπώσει, οδηγώντας τον στην απιστία, στην εγκατάλειψη του Θεού και την απελπισία. Αφού εξομολογηθεί τις ανομίες και τις θλιψεις του, πρέπει να δεχτεί μέσα του το Χριστό, να μεταλάβει δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, που είναι γαι τον κάθε πιστό «νόσων πολυτρόπων αλεξητήριον», αφου διώχνει μακρυά κάθε ψυχική και σωματική νόσο. Η Θεία Κοινωνία δίνει στο Χριστιανό δυνάμεις σωματικές και ψυχικές, για να αντέξει στη δοκιμασία και να βγει τελικά νικητής από αυτή.
 
Εν κατακλείδι κάθε πιστός για να μη πέσει στην παγίδα του διαβόλου και εγκλωβιστεί μέσα στον πόνο και τις θλίψεις του, πρέπει να εκκλησίαζεται, να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων του Κυρίου και τέλος να εμπιστεύεται τη ζωή του στο Θεό. «Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλμ. 45, 2).

05-03-2017

Α΄ Νηστειών

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Η κλήση των απoστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ

Ευαγγέλιον κατά Ιω. 1, (44-52)

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν˙ καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ˙ ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ˙ ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρὲτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ˙ ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος˙ ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ˙ ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ˙ πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ˙ πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκὴν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ˙ ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῶ˙ ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. καὶ λέγει αὐτῷ˙ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Εισαγωγικά

Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Ορθοδοξίας αναφέρεται σ’ ένα σημαντικό γεγονός, τόσο για την επί γης δραστηριότητα του Ιησού Χριστού, όσο και για την ίδρυση και την ιστορία της Εκκλησίας. Την εκλογή και κλήση των Αποστόλων από τον Χριστό. Έχει δύο όψεις το γεγονός αυτό, αφ’ ενός μεν οι Απόστολοι συνάντησαν τον Ιησού από τη Ναζαρέτ και στο πρόσωπό του αναγνώρισαν τον Χριστό, δηλαδή τον Μεσσία, αφ’ ετέρου δε ο Χριστός τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν με σκοπό την ίδρυση της Εκκλησίας του επί της γης. Η πράξη αυτή του Χριστού μας εισάγει σ’ ένα σημαντικό κεφάλαιο της Εκκλησιολογίας, την «Αποστολικότητα» της Εκκλησίας. Θα αναφερθούμε στις δύο αυτές σημαντικές πτυχές, τις οποίες μας υπογραμμίζουν τα ιερά Ευαγγέλια.

 1. Ανεύρεση και γνωριμία του Μεσσία Χριστού.

Το ευαγγέλιο της Κυριακής της Ορθοδοξίας είναι η διήγηση του τρόπου με τον οποίο ο Χριστός κάλεσε τους Μαθητές του Φίλιππο και Ναθαναήλ να τον ακολουθήσουν. Είναι δυνατό να λάβει τον γενικό τίτλο της ανευρέσεως και γνωριμίας του Μεσσία Ιησού Χριστού. Της κλήσεως των δύο αυτών μαθητών προηγείται η κλήση μιάς άλλης δυάδας μαθητών, του Ανδρέα και του Πέτρου (Ιω. 1:35-43). Οι τέσσερεις αυτοί μαθητές έλκουν την καταγωγή τους από την επαρχία της Γαλιλαίας και σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη Βηθσαϊδά. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως στην περίπτωση της πρώτης δυάδας, ο Ανδρέας είχε εισαγάγει τον Πέτρο στον Χριστό, λέγοντας τη χαρακτηριστική φράση «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έτσι και στην περίπτωση της δευτέρας δυάδας, ο Φίλιππος είναι εκείνος ο οποίος είχε εισαγάγει τον Ναθαναήλ στον Χριστό, λέγοντάς του, «όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ». Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται το ρήμα «ευρίσκω». Για τους Αποστόλους ήταν μία ανακάλυψη η γνωριμία με τον Χριστό, γι’ αυτό και τους προκαλεί αισθήματα χαράς και ανακουφίσεως. Αυτή την ανακάλυψη του Χριστού δεν την κατακρατούν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά την καθιστούν γνωστή και στους άλλους.

Ο απόστολος Φίλιππος, στην αγγελία για την ανεύρεση του Χριστού, δίδει δύο στοιχεία για την αναγνώριση του Χριστού. Είναι, αφ’ ενός, αυτός για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και οι άλλοι προφήτες της Π. Διαθήκης. Έτσι, όπως γράφει αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο νόμος και οι προφήτες, δηλαδή η Π. Διαθήκη, μετατρέπονται σε ευαγγέλιο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. «Ο δε Σωτήρ επιδημήσας και το ευαγγέλιον σωματοποιηθήναι ποιήσας τω ευαγγελίω πάντα ωσεί ευαγγέλιον πεποίηκεν» (Ωριγένους, Των εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον εξηγητικών, τόμος Α, 33. Sources Chrétiennes 120, σελ. 78). Αφ’ ετέρου, ο Χριστός, για τον οποίο έγραψαν ο Μωυσής και οι προφήτες, είναι ο Ιησούς ο γιος του Ιωσήφ από την πόλη Ναζαρέτ, δηλαδή ένα ιστορικό πρόσωπο με συγκεκριμένη ταυτότητα και καταγωγή. Αυτή η πληροφορία είχε προκαλέσει την αντίδραση και απορία του Ναθαναήλ αν είναι δυνατό να προέλθει οτιδήποτε καλό από τη Ναζαρέτ. Αυτή η αντίδραση του Ναθαναήλ περιέχει δύο δεδομένα. Πρώτον, επειδή η Ναζαρέτ βρισκόταν στην περιοχή της Γαλιλαίας, δηλαδή σε εθνικό έδαφος, για την Ιουδαϊκή αντίληψη ήταν αδύνατο να προέλθει από εκεί ο Μεσσίας. Δεύτερον, μία άλλη Ιουδαϊκή παράδοση, η οποία διασώζεται και στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, δεχόταν ότι η προέλευση του Μεσσία θα ήταν άγνωστη. Έτσι, όταν μερικοί Ιεροσολυμίτες, βλέποντες τον Χριστό να διδάσκει και πάλιν δημόσια παρά τη δίωξή του από τις θρησκευτικές αρχές, διερωτήθηκαν: «Μήπως αληθώς έγνωσαν οι άρχοντες ότι ούτος εστιν αληθώς ο Χριστός; αλλά τούτον οίδαμεν πόθεν εστίν, ο δε Χριστός όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν εστίν» (Ιω. 7:26-27).

Ο απόστολος Φίλιππος μετά την αντίρρηση του Ναθαναήλ δεν άρχισε τη βιβλική απόδειξη περί της προελεύσεως του Μεσσία, αυτά δηλαδή που είπαν ο νόμος και οι προφήτες για την έλευση του Μεσσία, ούτε προσπάθησε να αναιρέσει την Ιουδαϊκή παράδοση περί της καταγωγής του Χριστού, αλλά κάλεσε τον Ναθαναήλ σε προσωπική διαπίστωση και εμπειρία, λέγοντάς του, «έρχου και ίδε». Το ίδιο και ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε από την πρώτη δυάδα των μαθητών, τον Ανδρέα και τον Πέτρο, που μένει, εκείνος τους απάντησε, «έρχεσθε και ίδετε» (Ιω. 1,40). Έτσι, το «έρχου και ίδε» του Φιλίππου προς τον Ναθαναήλ αποτελεί απόηχο του «έρχεσθε και ίδετε» του Χριστού, μία συνεχή κλήση για τον κάθε άνθρωπο ώστε να αποκτήσει προσωπική εμπειρία και γνωριμία με τον Χριστό και τη διδασκαλία του.

Επιπρόσθετα, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και αξίζει να σημειωθεί είναι το ότι, όταν ο Ναθαναήλ είχε πορευθεί προς τον Χριστό, δεν ήταν ο Ναθαναήλ που ανέλαβε την πρωτοβουλία να τον προσεγγίσει, αλλά ο ίδιος ο Χριστός τον υποδέχθηκε με λόγους πράγματι τιμητικούς για τον Ναθαναήλ. «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Οι λόγοι αυτοί του Χριστού δεν μαρτυρούν ότι είχαν ήδη γνωρισθεί και συναντηθεί προηγουμένως, αλλά ο Ευαγγελιστής υπογραμμίζει τους λόγους αυτούς για δύο βασικούς σκοπούς. Ο πρώτος αφορά τον ίδιο τον Χριστό, γιατί οι λόγοι αυτοί είναι ενδεικτικοί της παγγνωσίας του Χριστού και φανερώνουν τη θεότητά του. Ο δεύτερος σκοπός αφορά αφ’ ενός μεν τον Ναθαναήλ, ο οποίος δεν τρέφει δυσπιστία εξ αιτίας της ταυτότητας του Μεσσία, αλλά έρχεται με προθυμία να τον γνωρίσει και να γίνει πιστός ακόλουθός του, αφ’ ετέρου δε ο Ναθαναήλ είναι συμβολισμός και αντιπροσωπευτικός τύπος του γνήσιου Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος δέχεται τον Χριστό ως τον Μεσσία και Λυτρωτή, όπως είχε προφητευθεί από τον Μωυσή και τους προφήτες και όχι όπως η μερίδα εκείνη του Ισραήλ, η οποία είχε απορρίψει τον Χριστό.

Ο Ναθαναήλ είχε απορήσει από αυτούς τους λόγους του Χριστού και γι’ αυτό τον ρώτησε από πού τον γνώριζε. Η απάντηση του Χριστού είναι εκ πρώτης όψεως αινιγματική για μας τους σημερινούς αναγνώστες της περικοπής, όχι όμως και για τον Ναθαναήλ. «Προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδον σε». Ποία ιδιαίτερη σημασία είχε το γεγονός ότι ο Ναθαναήλ βρισκόταν κάτω από τη συκιά πριν τον καλέσει ο Φίλιππος; Τι σημασία έχει η συκιά σ’ αυτή την περίπτωση; Βέβαια και εδώ είναι εύλαλη η θεϊκή παγγνωσία του Χριστού. Κατά τον ίδιο τρόπο απέδειξε την παγγνωσία του, αποκαλύπτοντας ιδιαίτερες στιγμές της ζωής τους στον Πέτρο, όταν του είπε: «Συ εί Σίμων ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς» (Ιω. 1:43), ή και στη Σαμαρείτιδα, όταν της αποκάλυψε την προσωπική της ζωή (Ιω. 4:18). Η απάντηση, όμως, στα πιο πάνω ερωτήματα πρέπει να αναζητηθεί στο συμβολισμό του δένδρου της συκιάς που είχε για τον Ισραήλ. Πράγματι, η συκιά για τον Ιουδαϊσμό είχε αποβεί το δένδρο γνώσεως του καλού ή του κακού. Υπενθυμίζουμε τον συμβολικό χαρακτήρα του θαύματος της ξηρανθείσας συκιάς με μόνο το λόγο του Χριστού επειδή αυτή δεν είχε καρπούς. Επομένως, οι λόγοι του Χριστού προς τον Ναθαναήλ υπογραμμίζουν ότι αυτός είχε επιδοθεί στη μελέτη των θείων Γραφών και είχε προετοιμασθεί κατάλληλα για την αποδοχή του Μεσσία Ιησού Χριστού.

Πράγματι, στην απάντηση του Ναθαναήλ καθίσταται φανερό το πόσο έτοιμος ήταν για να δεχθεί τον Ιησού Χριστό από τη Ναζαρέτ και να τον αναγνωρίσει ως τον Χριστό, τον Μεσσία. Επί πλέον προχωρεί και πέραν της παραδοσιακής για το Ισραήλ έννοιας του Μεσσία και αποδίδει στον Χριστό τις υψηλότερες διακρίσεις. Ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και ο βασιλεύς του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος τον είχε πληροφορήσει ότι είναι ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Η ομολογία αυτή του Ναθαναήλ συνιστά ομολογία πίστεως ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας με βασιλική καταγωγή, όπως άλλωστε είχε προφητευθεί από τις Γραφές. Είναι μία από τις πρώτες ομολογίες πίστεως μέσα στα ιερά Ευαγγέλια, με την οποία δίδεται και η απάντηση στο ερώτημα, ποίος είναι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Παρ’ όλα ταύτα, ο Χριστός βεβαιώνει το Ναθαναήλ, αλλά και τον καθένα που αναγνωρίζει και ομολογεί την πίστη του στον Χριστό, ότι θα αξιωθεί και μεγαλύτερων από αυτές αποκαλύψεων. Αυτή είναι η πορεία των μαθητών του Χριστού που προσέρχονται και ζητούν χωρίς δόλο να τον γνωρίσουν.

Η συνέχεια των λόγων του Χριστού απευθύνεται μεν προς το Ναθαναήλ, αλλά αφορά όλους εκείνους, οι οποίοι τον ακολουθούν, γιατί το υποκείμενο της προτάσεως δεν είναι πλέον ο Ναθαναήλ, αλλά όλοι. «Αμήν αμήν λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου». Ο Χριστός χρησιμοποιεί εικόνες από την Π. Διαθήκη για να καταστήσει κατανοητό το μέγεθος της θείας αποκαλύψεως στο πρόσωπό του. Πρώτα, όμως, υπογραμμίζει πως η έλευση του Μεσσία σημαίνει το άνοιγμα του ουρανού και την άμεση επικοινωνία μεταξύ ουρανού και γης. Αυτό είναι το προνόμιο εκείνων οι οποίοι γνωρίζουν και δέχονται τον Χριστό. Θα δουν τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν από τον ανοικτό πλέον ουρανό προς τη γη. Η εικόνα αυτή υπενθυμίζει την εικόνα του οράματος του Ιακώβ. «Και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ής η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής» (Γεν. 28:12). Ο Ιακώβ, μετά από αυτή την οπτασία διαπίστωσε, λέγοντας, «ως φοβερός ο τόπος ούτος, ουκ έστιν τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού» (Γεν. 28:17). Την ίδια εμπειρία με τον Ιακώβ θα βιώσουν οι ακόλουθοι του Χριστού, όχι πλέον ως οπτασία αλλά ως πραγματικότητα με την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία με τον Χριστό. Στην περίπτωση του Χριστού δεν υπάρχει οποιαδήποτε κλίμακα πάνω στην οποία θα ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι από τον ουρανό, αλλά κατ’ ευθείαν επί του ίδιου του Χριστού. Και στο σημείο αυτό ο Χριστός, για να μη χρησιμοποιήσει τον ευθύ λόγο για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε και πάλιν μία άλλη βιβλική εικόνα, αυτήν του «υιού του ανθρώπου» από τον προφήτη Δανιήλ. «Εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού επί των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ήρχετο» (Δαν. 7:13). Η εικόνα του «υιού του ανθρώπου» έχει μεσσιανικό περιεχόμενο. Ο Χριστός, επομένως, ταυτίζεται με τον «υιόν του ανθρώπου» και βεβαιώνει με αυτό τον τρόπο ότι είναι, πράγματι, ο Μεσσίας. Στο πρόσωπό του θα ανοίξουν οι ουρανοί προς τη γη και οι άγγελοι του Θεού θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν πάνω του.

Αν θελήσουμε να αναγνώσουμε εκ νέου το κείμενό μας, θα διαπιστώσουμε, πρώτα, τη συνεχή χρήση του ρήματος «βλέπω» στις διάφορες γραμματικές μορφές του. Συνολικά χρησιμοποιείται επτά φορές. Η συνεχής αυτή χρήση δεν είναι τυχαία, αλλά δηλώνει τον τρόπο και το μέγεθος των πνευματικών εμπειριών, τις οποίες βιώνει ο άνθρωπος γνωρίζοντας τον Χριστό. Ο Ναθαναήλ καλείται από τον Φίλιππο να δει τον Χριστό και να αποκτήσει προσωπική εμπειρία. Ο Χριστός είχε δει το Ναθαναήλ κάτω από τη σκιά, τη συκιά του νόμου, να ερευνά για την έλευση του Μεσσία και να καλλιεργείται πνευματικά από τη μελέτη των θείων Γραφών. Ο Χριστός είδε επίσης το Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και τον υποδέχθηκε με την αγάπη που χαρακτηρίζει μόνο τον Θεό. Οι οπαδοί του Χριστού θα δουν το άνοιγμα του ουρανού και θα γνωρίσουν ότι ο Ιησούς δεν είναι απλώς «τόπος άγιος», όπως είπε ο Ιακώβ μετά την οπτασία, αλλά ο «άγιος του Θεού» (πρβλ. Λκ. 1:35. Ιω. 6:69 και 11:27), αυτός που ενώνει τον ουρανό και τη γη, το χρόνο και την αιωνιότητα, αυτός που ανεβάζει τον άνθρωπο στον ουρανό και τον θεοποιεί, γιατί ο ίδιος, όντας αιώνιος Υιός του Θεού, έγινε άνθρωπος.

Εξ άλλου, οι Απόστολοι είχαν ερευνήσει και είχαν ανακαλύψει τον Χριστό. Παρά ταύτα, ο Χριστός τους υπόσχεται μεγαλύτερες αποκαλύψεις. «Μείζω τούτων όψει», λέγει στο Ναθαναήλ. Πράγματι, ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει, έστω και μικρό μέρος, από το μέγεθος και το μεγαλείο του Θεού. Δεν πρέπει επομένως να σταματήσει ποτέ να ερευνά για να γνωρίζει τα μεγαλεία του Θεού. Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που θα τον οδηγήσει στη δυνατή για τον άνθρωπο γνώση του Θεού, γιατί μόνο εκείνο γνωρίζει και ερευνά τα βάθη του Θεού (πρβλ. Α’ Κορ. 2:10). Η γνώση του Θεού είναι προσωπική εμπειρία, όμως, αυτή η προσωπική εμπειρία βασίζεται στην καθοδήγησή μας από τους άλλους οι οποίοι έχουν ήδη βιώσει την εμπειρία αυτή, όπως ο ένας Απόστολος οδηγεί τον άλλο προς τον Χριστό. Το «έρχου και ίδε» ισχύει για όλους μας και η Εκκλησία μας το απευθύνει πάντοτε για να συναντήσουμε και να γνωρίσουμε τον Χριστό, όπως και οι Απόστολοί του.

 2. Η εκλογή των Αποστόλων. Θεμελίωση της Εκκλησίας.

Ένα άλλο σημαντικό θέμα που τίθεται από την ευαγγελική περικοπή είναι αυτό της εκλογής των Αποστόλων, των Δώδεκα και των Εβδομήκοντα, επειδή έχουμε ενώπιόν μας το ερώτημα, γιατί ο Χριστός καλεί τους αποστόλους; Στη θεολογία τόσο του ευαγγελιστή Ιωάννη, όσο και των άλλων ευαγγελιστών που αναφέρουν τα της εκλογής των Αποστόλων από τον Χριστό, η εκλογή αυτή και καθιέρωση των Δώδεκα και των Εβδομήκοντα σημαίνει τη θεμελίωση της Εκκλησίας με τις πράξεις αυτές του Χριστού. Πιθανόν να είναι μία εικόνα, χρήσιμη όμως για να αντιληφθούμε τη σχέση Χριστού, Αποστόλων και Εκκλησίας. Ο Χριστός αμέσως μετά το βάπτισμά του από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή άρχισε το σωτήριο έργο του και από την αρχή του δημόσιου έργου του άρχισε επίσης να δημιουργεί τον κύκλο των Αποστόλων, κατ’ αρχήν των Δώδεκα και στη συνέχεια των Εβδομήκοντα (Λκ. 10:1). Η εικόνα συνίσταται από το πρόσωπο του Χριστού που περιβάλλεται από τους Αποστόλους και τους ακόλουθους του, γιατί πολλοί άλλοι στη συνέχεια εντάχθηκαν στους ακόλουθους του Ιησού από τη Ναζαρέτ, επειδή πίστεψαν ότι ήταν πράγματι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Αυτό διαπιστώθηκε ήδη προηγουμένως και από τη γνωριμία του Χριστού από τους Αποστόλους Φίλιππο και Ναθαναήλ.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της πράξεως του Χριστού της εκλογής των πλέον στενών ακολούθων του φανερώνει το σχέδιο του Υιού του Θεού να μεταδώσει το λόγο του Ευαγγελίου του σ’ εκείνους που θα καθίσταντο οι συνεχιστές του δικού του έργου. Είναι, με άλλους λόγους, η πράξη ιδρύσεως της Εκκλησίας. Η ίδρυση της Εκκλησίας από τον Χριστό δεν ήταν μία πράξη παροδική, αλλά η θεμελίωση ενός αιώνιου θείου καθιδρύματος. Ο Ιησούς Χριστός, καθώς μας πληροφορούν οι ιεροί ευαγγελιστές δίδασκε ιδιαίτερα, κυρίως τους Δώδεκα αποστόλους, απαγορεύοντάς τους συγχρόνως να αποκαλύψουν τις διδασκαλίες αυτές ενόσω ο ίδιος βρισκόταν ακόμα σωματικά στον κόσμο αυτό. «Ό λέγω υμίν εν τη σκοτία, είπατε εν τω φωτί, και ό εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί δωμάτων» (Μτ. 10:27). Δηλαδή, αυτό που σας λέγω στα σκοτεινά πέστε το στο φως και αυτό που ακούετε ψιθυριστά στ’ αυτί, διακηρύξετέ το από τους εξώστες.

Οι Δώδεκα απόστολοι, σε τύπο των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, αποτελούν τη βάση της κλήσεως του νέου λαού του Θεού, της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού. Τα ονόματα των Δώδεκα αποστόλων είναι: ο Ανδρέας και ο Πέτρος, παιδιά του Ιωνά. ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, παιδιά του Ιακώβου και οι τέσσερεις από την πόλη Βηθσαϊδά. Ο Φίλιππος και ο (Ναθαναήλ) Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος και ο Σίμων ο Κανανίτης και, τέλος, Ιούδας ο Ισκαριώτης (Μτ. 10:2-4. Βλ. Πρξ. 1:13). Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης αντικαταστάθηκε μετά την ανάσταση του Χριστού με εκλογή του Ματθία από τους έντεκα (Πρξ. 1:23-26).

Με την εκλογή των Δώδεκα ο σπόρος της Εκκλησίας είχε σπαρεί από τον ιδρυτή της Ιησού Χριστό. Εκείνο που διατηρεί την ενότητα των οπαδών του Χριστού είναι η αγάπη που πρέπει να έχουν μεταξύ τους και προς τον Θεό. Γι’ αυτό είπε, ότι οσάκις υπάρχουν δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά του θα βρίσκεται και ο ίδιος μεταξύ τους. Έδωσε επίσης στην Εκκλησία του την εξουσία να λύνουν και να δένουν τα αμαρτήματα και η πράξη αυτή θα είναι το ίδιο ισχυρή και στον ουρανό. Ο Χριστός μετέδωσε στους Αποστόλους και τα πλούσια χαρίσματα, όπως αυτά της θεραπείας των ασθενών, της διώξεως των δαιμονίων, της προφητείας κ.λπ. Έτσι, ήδη πριν από το σταυρικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού άρχισαν να διδάσκουν και να επιτελούν και διάφορα σημεία. Οι εβδομήκοντα Απόστολοι, όταν επέστρεψαν από αποστολή που τους ανέθεσε ο Χριστός, του ανήγγειλαν: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λκ. 10:17). Μεγάλη σημασία για τη θεμελίωση και την ενότητα της Εκκλησίας έχει φυσικά η παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας καθώς και των άλλων Μυστηρίων από τον Χριστό προς τους Αποστόλους, όπως και η αποστολή τους να διδάξουν αυτά που διδάχθηκαν από τον ίδιο και να βαπτίσουν όλους εκείνους που δέχονται τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και εντάσσονται στην Εκκλησία του Χριστού. Είναι φανερή η σχέση του Χριστού με τους Αποστόλους καθώς και με όλους εκείνους που πιστεύουν διαχρονικά στο όνομά του μέσα στην Αρχιερατική του προσευχή, που απηύθυνε προς τον Πατέρα Θεό λίγο πριν από το Πάθος του (Ιω. 17).

Η επί της γης Εκκλησία σχετίζεται με την ουράνια ένεκα της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. Τη σχέση αυτή προδιαγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Χριστός στους λόγους του προς τους Αποστόλους Φίλιππο και Ναθαναήλ: «Απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του ανθρώπου».

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας που γιορτάζουμε σήμερα αποτελεί τον αγώνα της Εκκλησίας του Χριστού να διατηρήσει και την ενότητά της, σύμφωνα με το θέλημα του ιδρυτή της Ιησού Χριστού, αλλά και ανόθευτη τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την πίστη στον Τριαδικό Θεό, όπως την κήρυξαν και τη διέδωσαν οι Απόστολοι του Χριστού. Έτσι, βεβαιώνεται η μοναδικότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα και η αποστολικότητα της Εκκλησίας.