ΚΥΡΙΑΚΗ 23-10-2016

Στ΄ ΛΟΥΚΑ

ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

(Γαλ. α´ 11-19)

«Γνωρίζω υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ΄ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι΄ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού. Ήκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ΄ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν, και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων. Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν, ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί και αίματι, ουδέ ανήλθον εις Ιεροσόλυμα προς τους προ εμού αποστόλους, αλλά απήλθον εις Αραβίαν, και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν. Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε· έτερον δε των αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου».

Νεοελληνική Απόδοση

«Σας κάνω γνωστό, αδελφοί, ότι το ευαγγέλιον, το οποίο κηρύχθηκε από εμένα, δεν είναι ανθρώπινο, διότι ούτε το πήρα ούτε το διδάχθηκα από ανθρώπους αλλά με αποκάλυψη του Ιησού Χριστού. Έχετε ακούσει, βέβαια, την άλλοτε διαγωγή μου εις τον Ιουδαϊσμό, ότι δηλαδή υπερβολικά καταδίωκα την εκκλησία του Θεού και την πολεμούσα. Και είχα μεγαλύτερες προόδους στον Ιουδαϊσμὸ από πολλούς συνομηλίκους συμπατριώτες μου, με τον υπερβολικό ζήλο που έδειχνα για τις πατρικές μου παραδόσεις. Όταν όμως ευδόκησε ο Θεός, ο οποίος με ξεχώρισε από την κοιλιά της μητέρας μου και με κάλεσε δια της χάριτός του, να αποκαλύψει μέσα μου τον Υιόν του, για να κηρύττω αυτόν στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύθηκα ανθρώπους, ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα προς εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από εμένα, αλλά έφυγα στην Αραβία και πάλιν επέστρεψα στη Δαμασκό. Έπειτα, ύστερα από τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω τον Πέτρο και έμεινα κοντά του δέκα πέντε μέρες. Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα παρά τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου»

Ερμηνεία

Ο Απόστολος Παύλος απευθύνεται προς τους Γαλάτας και τους λέγει ότι το Ευαγγέλιο που κήρυξε σ’ αυτούς δεν είναι επινόηση του ανθρώπου. Όχι μόνο οι άλλοι Απόστολοι αλλά κι’ αυτός ο ίδιος δεν παρέλαβε αυτό από άνθρωπο, ούτε το διδάχθηκε από άνθρωπο, αλλά το παρέλαβε κατ’ ευθείαν δι’ αποκαλύψεως του Θεού. Στη συνέχεια υπενθυμίζει ποια ήταν η διαγωγή του προτού πιστέψει στο Χριστό. Ιουδαίος στην καταγωγή ανήκε στις τάξεις των Φαρισαίων, εκπαιδεύτηκε στα Ιεροσόλυμα το Μωσαϊκό νόμο και από νεαρά ηλικία έδειξε μεγάλο ζήλο για τη δόξα του Θεού. Γι’ αυτό όταν η νέα θρησκεία του Ιησού άρχισε να ξαπλώνεται σ’ όλη την Ιουδαία και πέραν αυτής έγινε σφοδρός διώχτης και πολέμιός της. Κατά τη διάρκεια αυτού του διωγμού φωτίστηκε δι’ αποκαλύψεως από τον ίδιο τον Κύριο και από διώχτης των Χριστιανών έγινε ο πλέον θερμός υποστηριχτής του Χριστού. Απαρνήθηκε τις Ιουδαϊκές παραδόσεις και έστρεψε όλη του την αγάπη και φλογερό ζήλο υπέρ της νέας θρησκείας του Ιησού.

Σαν διώχτης των Χριστιανών πήγαινε στη Δαμασκό αποφασισμένος να τους συλλάβει και να τους αιχμαλωτίσει. Στη πορεία όμως προς τη Δαμασκό έγινε η θαυματουργική του μεταστροφή. Ο Άγιος Λουκάς και ο Απόστολος Παύλος όταν μιλούν γι’ αυτή του τη μεταστροφή λένε τα γεγονότα χωρίς να δίδουν σ’ αυτά φυσική εξήγηση. Στα γεγονότα αυτά ο Θεός μιλά και ο Απόστολος υπακούει. Όταν ο Θεός ομιλεί οι άνθρωποι δεν ζητούν εξηγήσεις.

Τρία χρόνια μετά τη κλήση του ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσει προσωπικά τον Απόστολο Πέτρο. Έμεινε κοντά του δεκαπέντε μέρες και δεν είδε άλλον Απόστολο εκτός από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Αυτό αποδεικνύει εκείνο που είπε στην αρχή ότι το ευαγγέλιο και το κήρυγμά του «ουκ έστι κατά άνθρωπο».  Δε το διδάχτηκε από άνθρωπο και επομένως ούτε από τους άλλους Αποστόλους.

Ενθουσιασμένος ο Απόστολος Παύλος από το τρόπο της μεταστροφής του, από το περιεχόμενο και την ανωτερότητα της νέας του πίστης αποφάσισε να τη κηρύξει σ’ όλους τους ανθρώπους. Πράγματι όταν οποιοσδήποτε άνθρωπος μελετήσει τη διδασκαλία του Σωτήρα Χριστού θα πεισθεί ότι το Ευαγγέλιο είναι διδασκαλία από Θεού. Ουδέποτε ελάλησε άνθρωπος όπως ο Κύριος Ιησούς και κανείς δεν έδωσε τόσο σαφή εικόνα του άπειρου Θεού. Το ιερό Ευαγγέλιο είναι ουράνια διδασκαλία, το πνευματικό «μάννα» του ουρανού, το προσκλητήριο της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς και της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας. Ο Κύριος δεν έφερε απλά εκ του Ουρανού το θησαυρό της αλήθειας, αλλά έλαβε πρόνοια να το μεταδώσει σ’ όλο τον κόσμο. Για το σκοπό αυτό εξέλεξε τους Αποστόλους για να τη μεταδώσουν σ’ όλα τα έθνη. Οι Απόστολοι στη συνέχεια εξέλεξαν τους διαδόχους τους επισκόπους και ιερείς, ώστε δια μέσου της Εκκλησίας να μένει στους ανθρώπους εις τους αιώνας. Σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση του Ευαγγελίου διεδραμάτισε ο Απόστολος Παύλος. Γνώριζε τη δύναμη του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν μέρα και νύκτα να καταστήσει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, κοινωνούς της θείας αυτής ευεργεσίας.

Για το Χριστιανό που θέλει να είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας, το κήρυγμα και η διάδοση του Ευαγγελίου πρέπει να είναι διαρκές μέλημά του. Με την πίστη του, τη σωστή ζωή του, με το λόγο του, με την προσευχή του, καλείται ο Χριστιανός να γίνει ένας ευλογημένος ευαγγελιστής. Ένας απόστολος της αλήθειας του Χριστού. Ένας κήρυκας της σωτηρίας.

«Eάν γαρ ευαγγελίζομαι,ουκ έστι μοι καύχημα, ανάγκη γαρ μοι επίκειται. Ουαί δε μοι έστιν εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α΄ Κορινθ θ΄,16)

ΚΥΡΙΑΚΗ 23-10-2016

Στ΄ ΛΟΥΚΑ

ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ 

(Λουκ. η´ 27-39)

Τω καιρώ εκείνω ελθόντι τω Ιησού εις την χώραν των Γαδαρηνών, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν. Ιδών δε τον Ιησού και ανακράξας προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε∙ τι εμοί και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσης. Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου. Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο από του δαίμονος εις τας ερήμους. Επηρώτησε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων∙ τι σοι εστιν όνομα; Ο δε είπε∙ λεγεών ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν∙ και παρεκάλει αυτόν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει∙ και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν∙ και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη. Ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ’ ου τα δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες και εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ΄ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. Αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. Εδέετο δε αυτού ο ανήρ, αφ΄ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια, είναι συν αυτώ∙ απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων∙ υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό καθώς έφτασε ο Ιησούς στην περιοχή των Γαδαρηνών, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύ καιρό. Αυτός ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή έπεσε στα πόδια του και με δυνατή φωνή του είπε: « Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν σιδερένια δεσμά στα πόδια. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»∙ γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τον παρακαλούσαν λοιπόν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, τα δαιμόνια από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμνό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει τους είπαν για το πως ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους έπιασε μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: « Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε για εσένα ο Θεός». Κι έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.

 

Ερμηνεία: 

Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Στ’ Λουκά είναι από το 8ο (όγδοο) κεφάλαιο του κατά Λουκά ευαγγελίου, στίχοι 26 έως 39. Από την περικοπή αυτή μαθαίνουμε ότι ο Ιησούς στην περιήγησή του πέρασε και από την χώρα των «Γαδαρηνών» ή - όπως αλλιώς βρίσκουμε την ονομασία - από τη χώρα των «Γεργεσηνών» (είδε Ματθ. 8, 28 και Μαρκ. 5,1). Κατά την είσοδό Του εκεί συνάντησε ένα νεαρό γυμνό και αλαφιασμένο να περιτριγυρίζει στα μνήματα, ο οποίος ήταν δαιμονισμένος. Από τη λύσσα και την ένταση που τον κρατούσε, οι άνθρωποι της πόλης του, τον είχαν αλυσοδεμένο για να τον συγκρατούν, αλλά όπως μας περιγράφεται στην περικοπή, έσπαζε τους αλύσους και τα δεσμά και οδηγείτο από το δαιμόνιο στις ερημιές.

 

Με το που αντίκρισε τον Ιησού ο δαιμονισμένος κραύγασε, έπεσε στα πόδια του και με δυνατή φωνή το δαιμόνιο διά του στόματος του ανθρώπου είπε: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Ο Ιησούς ρώτησε τον δαιμονισμένο ποιο είναι το όνομα του. Τότε αυτός απάντησε: «Λεγεών», που σημαίνει στρατιά. Άρα ο άνθρωπος αυτός κατείχετο δηλαδή πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια τότε παρακάλεσαν τον Ιησού να μην τα εξορίσει στην άβυσσο αλλά να τα στείλει σε παρακείμενη αγέλη χοίρων που έβοσκαν, κάτι το οποίο ο Ιησούς το επέτρεψε. Και τότε η αγέλη όρμησε προς το γκρεμό και οι χοίροι πνίγηκαν στη λίμνη που βρισκόταν κάτω από το γκρεμό. Οι άνθρωποι της πόλης άκουσαν για το γεγονός από τους εκτροφείς των χοίρων και βγήκαν για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το όλο γεγονός και να πιστοποιήσουν τη θεραπεία του πριν δαιμονισμένου. Είδαν τότε τον άνθρωπο ντυμένο, να φέρεται λογικά και να κάθεται ήρεμος στα πόδια του Ιησού. Στη θέα αυτή, οι άνθρωποι καταλήφθηκαν από φόβο και παρακάλεσαν τον Ιησού να φύγει από τα μέρη τους. Εκείνος τότε επιβιβάστηκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο πριν δαιμονισμένος παρακαλούσε να πάει με τον Ιησού, αλλά Αυτός του είπε να γυρίσει πίσω και να πει σε όλη την πόλη τα όσα έκανε σ’ εκείνον ο Θεός.

 

Το θεματολόγιο το οποίο εξάγεται από τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή είναι πλούσιο. Εμείς θα καταπιαστούμε με το θέμα του επανευαγγελισμού του Λόγου του Θεού στους ανθρώπους.

 

Η εντολή που έδωσε στον πριν δαιμονισμένο ο Ιησούς (να γυρίσει πίσω στην πόλη και  να διαλαλήσει σε όλους τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς) είναι ουσιαστικά επανευαγγελισμός των κατοίκων της πόλης των Γαδαρηνών. Οι κάτοικοι των Γαδάρων έχασαν την πίστη τους και επέλεξαν να διώξουν τον Ιησού από την πόλη τους γιατί τους είχε κυριεύσει μεγάλος φόβος, παρά να μετανοήσουν και να αλλάξουν τρόπο σκέψης και ζωής. Ο φόβος που τους κατάλαβε είχε ως αιτία το γεγονός ότι δεν ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τις γήινες απολαύσεις και να απορρίψουν το εγώ τους. Ο λόγος είναι ότι για να αποδεχτούμε τον Κύριό μας, χρειάζεται ταπείνωση και μετάνοια, προσπάθεια αποκοπής από κάθε τι γήινο και από κάθε προσπάθεια πλήρωσης των παθών του σώματος. Κάτι το οποίο οι Γαδαρηνοί δεν ήταν σε ετοιμότητα να προσφέρουν και να πράξουν. Αυτό ακριβώς πράττουμε και εμείς στις ημήρες μας. Επιλέγουμε τις τρυφηλές απολαύσεις νομίζοντας ότι αυτές θα μας συνοδεύσουν και στην επέκεινα ζωή, αλλά μας διαφεύγει αυτό που πολύ χαρακτηριστικά μας υπενθυμίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην Ακολουθία εις κεκοιμημένους: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον, ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα˙ επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξιφάνισται .…..» (Νεκρώσιμοι και επιμνημόσυνοι ακολουθίαι, 2004, Αποστολική Διακονία Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 46)

 

Ο Κύριος μας λέει: «έστηκα επί την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. 3,20). Στέκομαι, λέει ο Κύριος, έξω από την πόρτα και κτυπώ, εάν κάποιος ακούσει της φωνής μου και ανοίξει την πόρτα, θα μπω μέσα και θα δειπνήσω μαζί του και αυτός μαζί Μου. Με τον τρόπο που ζούμε ξεχνούμε και διώχνουμε τον Κύριο από τη ζωή μας, όμως αυτός επιμένει, μας αποστέλλει σημάδια της παρουσίας του, φέρνει κοντά μας ανθρώπους που έχουν ζήσει το θαύμα στη προσωπική τους ζωή, όπως ακριβώς απόστειλε τον πριν δαιμονισμένο στους συμπολίτες του. Το κάνει αυτό το πράγμα ο Ιησούς για το λόγο ότι οι συμπολίτες του που ήξεραν σε τι κατάσταση βρισκόταν (γυμνός, αλαφιασμένος, λυσσασμένος, αλυσοδεμένος κ.ά.) μπορούν να συγκρίνουν και ν’ αντιληφθούν το μέγεθος της αλλαγής που επιτελέστηκε στον ίδιο και να αναγνωρίσουν ότι αίτιος της ριζικής αυτής αλλαγής δεν είναι άλλος από τον «Ιησού, Υιό του υψίστου Θεού» (Λουκ. 8,28). Την αναγνώριση της παντοδυναμίας του Ιησού την κάνουν  και τα δαιμόνια με το που τον αντικρίζουν. Πως είναι δυνατόν εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι να μην μπορούμε να αναγνωρίσουμε την παντοδυναμία του Θεού, αυτού που έχει καταμετρημένες μέχρι και τις τρίχες της κεφαλής μας;

 

Η εντολή της διάδοσης του θαύματος που επιτελέστηκε στον πριν δαιμονισμένο από τον ίδιο στους συμπολίτες του, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα επανευαγγελισμού. Με τον όρο επανευαγγελισμός εννοούμαι την προσπάθεια υπενθύμισης και επισήμανσης του Λόγου του Θεού σε άτομα ή/και ομάδα που έχουν ήδη γίνει δέκτες του ευαγγελίου του Θεού. Κάποιες συνθήκες όμως τους οδήγησαν ώστε ν’ αποκλίνουν της πορείας του ευαγγελίου και ο Θεός αποστέλλει άτομα για να τους επαναφέρουν στην ευθεία, στην ευαγγελική γραμμή.

 

Στις ημέρες μας μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός συνεχώς μας αποστέλλει παραδείγματα που μπορούν να μας βοηθήσουν να επανέλθουμε στο δρόμο του Θεού. Τρανταχτό παράδειγμα και σχεδόν καθημερινό είναι τα ιερά λείψανα των Αγίων της εκκλησίας μας και οι θαυματουργικές ενέργειες που συντελούνται διά μέσου αυτών. Μπορούμε να πούμε ότι και η ανακάλυψη ιερών λειψάνων στις μέρες μας είναι απάντηση σ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν Άγιοι ή δεν υπάρχουν Άγιοι στις μέρες μας (βλέπε π.χ. η ανακάλυψη του ιερού λειψάνου της Αγίας Ακυλίνας και της Αγίας Κυράννας στο Λαγκαδά, των Αγίων Ραφαἠλ, Νικολάου και Ειρήνης στη Μυτιλήνη κ.ά.).

 

Σε χώρες που διαδόθηκε ήδη ο Χριστιανισμός από τον καιρό των Αποστόλων κάποιο θαυμαστό γεγονός ωθεί στο ψάξιμο εκ των έσσω, στην ενδοσκόπηση των περισσοτέρων  και την προσπάθεια ανακάλυψης του πραγματικού νοήματος της ζωής. Για παράδειγμα σε χώρα που διαδόθηκε ο Χριστιανισμός και λόγω κάποιων γεγονότων εξαλείφθηκε η παρουσία του ή αποδυναμώθηκε η ορθόδοξη δραστηριότητα, η οποιαδήποτε παρουσία Ορθόδοξου κληρικού ή Ορθόδοξης εικόνας ή και το κτίσιμο ακόμη ορθόδοξου ιερού ναού, δίνει ώθηση στην ενδελεχή ανασκόπηση και το ψάξιμο. Με τα κατάλληλα εφόδια μπορούν να καθοδηγηθούν στο σωστό δρόμο οι πριν αποκεκλιμένοι της χριστιανικής πορείας και να επανέλθουν στο δρόμο του Θεού. Τότε ακριβώς μιλάμε για επανευαγγελισμό.

 

 

Εμείς οι ίδιοι μπορούμε να γίνουμε παράδειγμα προς μίμηση με τον τρόπο ζωής μας, να γίνουμε φωτεινά σημεία στο σκοτεινό τοπίο του αγνώστου μέσα στο οποίο ψάχνουν και κινούνται οι πριν «φωτοφόροι» προς τη πηγή, με απώτερο σκοπό να οδηγηθούν προς το Φως . Ο Κύριος μα τονίζει: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου˙ ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8,12). Άλλωστε μας καθοδηγεί και ο Απόστολος των Εθνών, όταν αναφέρει πως «οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1).