21-5-2017
Του εκ γενετής Τυφλού
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
των Ισαποστόλων
Απόστολος Πραξ. κστ΄ (α΄, 12-20)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεῦς ἔφη πρὸς τὸν Παῦλον· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.
Νεοελληνική Απόδοση
Ο Αγρίππας ο βασιλεύς είπε προς τον Παύλον· “σου επιτρέπεται να ομιλήσης υπέρ του ευατού σου”. Τοτε ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, ήρχισε την απολογίαν του. Ακριβώς επάνω στο έργον μου αυτό επήγαινα εις την Δαμασκόν, δια να καταδιώξω και εκεί τους Χριστιανούς με εξουσίαν και εγκρισιν, που είχα λάβει από τους αρχιερείς. Κατά το μεσημέρι, καθώς επροχωρούσα στον δρόμον, είδα, βασιλεύ Αγρίππα, να λάμπη γύρω από εμέ και από εκείνους, που επήγαιναν μαζί μου, ένα φως από τον ουρανόν εντονώτερον από την λαμπρότητα του ηλίου. Ενώ δε όλοι επέσαμεν κάτω εις την γην, διότι δεν αντείχαμεν εις την καταπληκτικήν αυτήν λάμψιν, ήκουσα μίαν φωνήν να μου ομιλή και να λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να κλωτσάς εις τα καρφιά. Εγώ δε είπα· Ποιός είσαι, Κυριε; Εκείνος δε είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις. Αλλά σήκω και στάσου ορθός εις τα πόδια σου· δια τούτο παρουσιάσθηκα εις σε, να σε αναδείξω υπηρέτην και κήρυκα αυτών που είδες και εκείνων τα οποία στο μέλλον θα σου αποκαλύψω. Εγώ δε θα σε σώζω από τους κινδύνους, που θα διατρέξης εκ μέρους του Ιουδαϊκού λαού και εκ μέρους των εθνών, εις τα οποία εγώ σε στέλλω. Και σε στέλνω να ανοίξης τα μάτια της ψυχής των, δια να πιστεύσουν και επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσίαν του σατανά στον Θεόν, και να πάρουν δια της πίστεώς των εις εμέ άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μαζί με εκείνους, που έχουν αγιασθή. Οθεν, βασιλεύ Αγρίππας, δεν έγινα ανυπάκουος στο ουράνιον αυτό όραμα. Αλλά πρώτον εις αυτούς που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν και εις τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εις τα έθνη, εκήρυττα και κηρύττω ματάνοιαν και επιστροφήν στον Θεόν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας των.
Σχολιασμός
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος γιὰ τα όσα καλά πρόσφερε στην Εκκλησία τιμάται ως άγιος στὶς 21 Μαΐου. Λαμβάνοντας υπόψη το σπουδαίο γεγονός τὴς στρατιωτικὴς επιχείρησης εναντίον τού Μαξεντίου τὸ 312 όπου είδε τὸ σημείο τού σταυρού στὸν ουρανὸ καὶ άκουσε φωνὴ «ἐν τούτῳ νίκα», απὸ τὸ οποίο παίρνοντας θάρρος κατήγαγε νίκη τὸ 312 στὴ Μουλβία γέφυρα τού Τιβέρεως ποταμού, επιλέχθηκε ως αποστολικὴ περικοπὴ τής μνήμης του τὸ όραμα τού Αποστόλου Παύλου, τὸ οποίο καὶ παρουσιάζουμε εδώ.
Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πως τὸ όραμα τού αποστόλου Παύλου έχει ομοιότητες μὲ εκείνο τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και το ποιο σπουδαίο γεγονός είναι ότι ο μεν Παύλος απαλλάχτηκε ή εγκατέλειψε καλύτερα τον στείρο Ιουδαισμό ο δὲ Κωνσταντίνος εγκατέλείψε τὴν αμαρτωλότητα η οποία ανάβλυζε μέσα από την εἰδωλολατρία, καὶ ν’ ακολουθήσουν τὸ Χριστό. Έτσι ο μὲν Παύλος απὸ τὸ όραμα καὶ έπειτα έγινε κήρυκας τού Χριστού καὶ γνώρισε τὸ ευαγγέλιο στὰ έθνη γιὰ πρώτη φορά, ο δὲ Κωνσταντίνος μετὰ τὸ όραμα πήρε επίσημη θέση υπὲρ τού Χριστιανισμού. Ας δούμε λοιπόν τὸ όραμα τού Παύλου.
Οι κίνδυνοι πολλαπλασιάστηκαν όταν απόστολος Παύλος έφθασε για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα. Ο Θεὸς διὰ μέσου τού προφήτου Αγάβου τὸν προειδοποίησε ότι θὰ τὸν πιάσουν καὶ θὰ τὸν κρατήσουν, αλλά ο απόστολος Παύλος, παρ’ όλες τὶς παρακλήσεις καὶ τὰ δάκρυα τών Χριστιανών νὰ μὴν ανεβεί στὰ ᾿Ιεροσόλυμα, τελικὰ ανέβηκε, όπου τὸν συνέλαβαν οι ζηλόφθονοι ιουδαΐζοντες μὲ τὴν κατηγορία ότι κηρύττει στὰ έθνη, ενώ κατὰ τὴ γνώμη τους έπρεπε νὰ κηρύττει μόνο στοὺς Ιουδαίους, καὶ ότι είναι κατὰ τής περιτομής.
Υπερθεματίζεται εδώ το γεγονός πως ο απόστολος Παύλος τὸ ότι κήρυξε στὰ έθνη δὲν ήταν δική του απόφαση, αλλὰ απόφαση τού ιδίου τού Κυρίου. Προοριζόταν απὸ τὸν Κύριο νὰ κηρύξει τὸ ευαγγέλιο στὰ έθνη (βαστάσαι τὸ όνομά του ενώπιον τών εθνών). Σὲ απολογίες του ο απόστολος Παύλος πρὸς τὸ λαὸ τών ᾿Ιεροσολύμων, ποὺ ζητούσε τὸ θάνατό του, καὶ πρὸς τὸ βασιλιά Αγρίππα αναφέρθηκε λεπτομερώς στὸ όραμα, στὸ οποίο πήρε τὴ συγκεκριμένη εντολὴ απὸ τὸν Κύριο νὰ κηρύξει στὰ έθνη, όπως θὰ πούμε πιὸ κάτω. Οἱ Ιουδαίοι, τού είπε οΚύριος, δὲν θὰ παραδεχθούν τὸ κήρυγμά σου. Γι’ αὐτὸ καὶ νωρὶς είχε χαρακτηριστεί ο Παύλος σὰν απόστολος καὶ διδάσκαλος εθνών.
Πρὶν να εμβαθύνουμε στο συγκεκριμένο όραμα αξίζει να σημειωθεί περισσότερο γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ότι όταν τὴν επιτροπεία τής Παλαιστίνης ανέλαβε ο Ρωμαίος επίτροπος Φήστος, παρέλαβε απὸ τὸν προκάτοχό του Φήλικα καὶ τὸν κρατούμενο Παύλο. Όταν δὲ ο Φήστος δέχτηκε στὴν έδρα του Καισάρεια τὴν εθιμοτυπικὴ επίσκεψη τού βασιλέως Ηρῴδη Αγρίππα τού νεωτέρου, καὶ ο Φήστος ανάμεσα στὰ άλλα τού είπε ότι έχει καὶ έναν Ιουδαίο κρατούμενο, ονομαζόμενο Παύλο, ο Αγρίππας έδειξε ενδιαφέρον νὰ τὸν ακούσει, ο δὲ Φήστος τού τὸν παρουσίασε σὲ δικαστικὴ αίθουσα τὴν άλλη μέρα. Και όταν ο Αγρίππας επέτρεψε στὸν Παύλο νὰ λάβει τὸ λόγο τής απολογίας του, εκείνος τέντωσε τὸ χέρι του, όπως συνηθιζόταν τότε απὸ τοὺς ρήτορες, καὶ άρχισε τὴν απολογία του. Στὸ λόγο του αυτὸ ο Παύλος ιστορεί πρώτα τὴν αρχικὴ αντίθεσή του στὸ κίνημα τών ὀπαδών τού Ιησού, τών οποίων τὴ σύλληψη στὴ Δαμασκὸ είχε αναλάβει μὲ άδεια τών αρχιερέων.
Η συγκεκριμένη αυτοψία τού αποστόλου Παύλου είχε μεγάλη βαρύτητα γιὰ τὸν ίδιο. Ήταν η κινητήρια δύναμη θα μπορούσε να πει κανείς η ακόμα έγινε και η αιτία ν’ ἀλλάξει πορεία καὶ απὸ εχθρὸς νὰ γίνει φίλος τού Χριστού καὶ τού κηρύγματός του. Έγινε αιτία νὰ γνωρίσουν τὸ φώς τής πίστεως τὰ έθνη ποὺ ζούσαν στὸ σκοτάδι τής πλάνης καὶ τού ψεύδους. Έγινε τὸ ισχυρὸ επιχείρημα τής αποστολικότητός του, καὶ εδώ τής ἀπολογίας του. Η εντολὴ ήταν απὸ τὸν ίδιο τὸ Χριστό· δὲν μπορούσε νὰ κάνει διαφορετικά. Τὴν ανάγκη νὰ κηρύττει πλέον στὰ έθνη τὴν ένιωθε σὰν εγκυμοσύνη, ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα γινόταν επιτακτικότερη. Γι’ αυτὸ τὸ κήρυγμα πολλὲς φορὲς ήταν έτοιμος νὰ δώσει καὶ τὴ ζωή του. Καὶ τελικὰ τὴν έδωσε.
21-5-2017
Του εκ γενετής Τυφλού
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
των Ισαποστόλων
Ευαγγέλιον κατά Ιωάνν. (θ΄ ,1-38)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τω καιρώ εκείνω παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς∙ Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ∙ ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον∙ Ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ουν αυτώ∙ Πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν∙ Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι∙ ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι∙ απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ουν αυτώ∙ Που εστίν εκείνος; Λέγει∙ Ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ουν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. Ο δε είπεν αυτοίς∙ Πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές∙ Ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν∙ Συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες∙ Ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον∙ Οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη∙ πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους∙ ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ∙ Δος δόξαν τω Θεώ∙ ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν∙ Ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα∙ εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν∙ Τι εποίησέ σου; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς∙ Είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε∙ Τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον∙ Συ ει μαθητής εκείνου∙ ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός∙ τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς∙ Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ∙ Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ∙ Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε: Και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. Ο δε έφη∙ Πιστεύω, Κύριε∙και προσεκύνησεν αυτώ.
Μετάφραση
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Σχολιασμός
Μέσα από τα ιερά Ευαγγέλια διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δίδασκε με λόγους, παραβολές και θαύματα. Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σ’ ένα από τα θαύματα του Ιησού Χριστού το οποίο μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Η διήγηση περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Το θαύμα αυτό όπως και τα υπόλοιπα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποτελούν «σημεία» παρέμβασης του Θεού στη ζωή των ανθρώπων αλλά και μια παραβολική διδασκαλία με την οποία αποκαλύπτεται η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, ο σωτήρας του κόσμου.
Βγαίνοντας από το Ναό των Ιεροσολύμων ο Ιησούς Χριστός συνάντησε τον εκ γενετής τυφλό, τον οποίο και θεράπευσε. Η διήγηση διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτον η θεραπεία του τυφλού με θαυματουργικό τρόπο από τον Κύριο, δεύτερον η ανάκριση του ανθρώπου αυτού από τους Φαρισαίους και τέλος η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό.
Ο Κύριος πλησίασε τον άνθρωπο αυτό με δική του πρωτοβουλία αλλά δεν τον θεράπευσε αμέσως. Πρώτα συζήτησε με τους μαθητές του γιατί τον ρώτησαν ποιός ευθυνόταν για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός. Στην αντίληψη των Ιουδαίων υπήρχε η άποψη ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τιμωρείται για τις αμαρτίες των προγόνων του. Ο Ιησούς Χριστός όμως τους ξεκαθάρισε ότι δεν είναι υπεύθυνοι για την τύφλωσή του οι γονείς του αλλά ούτε και ο ίδιος. «Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ.»
Αφού λοιπόν διαλύει τις αντιλήψεις αυτές των Ιουδαίων ο Ιησούς Χριστός προχωρεί στη θεραπεία του τυφλού όχι με άμεσο τρόπο. Πρώτα έφτυσε στη γη, και με τη λάσπη που δημιουργήθηκε, έχρισε τα μάτια του τυφλού και τον διέταξε να πάει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει τυχαία τη λέξη Σιλωάμ. Η λέξη «Σιλωάμ» σήμαινε απεσταλμένος. Παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό ως τον απεσταλμένο του Θεού, ως το σταλμένο υπερφυσικό νερό, στο οποίο οι άνθρωποι θα ξαναβρούν το φως τους, όπως και γίνεται με τον εκ γενετής τυφλό.
Εδώ έχουμε και πάλι αναφορά στο νερό κάτι το οποίο γίνεται αρκετές φορές την περίοδο αυτή, μετά την Ανάσταση του Κυρίου. Έχουμε τη συζήτηση του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου όταν της λέει για το «ζωντανό νερό», και έτσι ο Κύριος της λέει «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό όπως και στην ευαγγελική περικοπή που εξετάζουμε δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ράνω εφ’ υμάς ύδωρ καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα από το στόμα του προφήτη ότι θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και σε άλλο σημείο του ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7, 38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος» είναι για την Εκκλησία η ίδια η Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.
Η θεραπεία του τυφλού οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε απορίες και συζητήσεις ανάμεσα σε αυτούς που τον ήξεραν. Άλλοι εξέφραζαν άρνηση να δεχτούν ότι πράγματι ήταν ο πρώην τυφλός και θεραπεύτηκε και έλεγαν ότι ήταν κάποιος που απλά του έμοιαζε. Για να το ξεκαθαρίσουν και να εξακριβώσουν την αλήθεια ρώτησαν τον ίδιο. Αυτός τότε πιστοποίησε ότι αυτός ήταν και ότι ο Ιησούς τον είχε θεραπεύσει.
Τότε δημιουργήθηκε ένα άλλο πρόβλημα. Ο Ιησούς θεράπευσε τον άνθρωπο αυτό ημέρα Σάββατο και ξέρουμε ότι ο ιουδαϊκός νόμο δεν το επέτρεπε αυτό. Έτσι φέρνουν ξανά τον άνθρωπο αυτό μπροστά στους Φαρισαίους αφού δεν έβρισκαν τον Ιησού. Ρώτησαν ότι και οι προηγούμενοι και πάλι οι άνθρωποι χωρίστηκαν στα δύο. Μερικοί είπαν ότι ο Ιησούς δεν προέρχεται από το Θεό αφού παρέβη την εντολή του Σαββάτου και είναι ασεβής. Άλλη ομάδα όμως απέρριψε αυτή την εκδοχή γιατί δε γίνεται κάποιος που είναι ασεβής να κάνει ένα τέτοιο θαύμα. Έτσι αποφάσισαν να ρωτήσουν τη γνώμη του ανθρώπου τον οποίο θεράπευσε ο Ιησούς. Η απάντηση υπήρξε κατηγορηματική: αυτός που με θεράπευσε είναι προφήτης. Πάλι όμως οι σκληροί Φαρισαίοι δεν πείσθηκαν και φέρνουν τους γονείς του για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός ήταν ο γιος τους και ότι είχε γεννηθεί τυφλός. Έτσι και έγινε, οι άνθρωποι είπαν ότι αυτό ήταν το παιδί τους προς μεγάλη βέβαια απογοήτευση των Φαρισαίων.
Στη συνέχεια έχουμε την αντίδραση του τυφλού αφού οι Φαρισαίοι άρχισαν να ρωτούν και πάλι τα ίδια. Τους είπε συγκεκριμένα και ειρωνικά αν θέλουν και αυτοί να γίνουν μαθητές του και φυσικά αντέδρασαν λέγοντας ότι αυτοί ήταν μαθητές του μεγάλου Μωϋσή και ότι αυτόν τον προφήτη όπως τον χαρακτήρισε δεν τον ήξεραν. Πολύ απλά τους είπε «Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν.» Αν δηλαδή όπως έλεγαν οι ίδιοι, ο Θεός ακούει τους ευσεβείς και αυτός που τον θεράπευσε είχε κάνει ένα τέτοιο θαύμα που όμοιό του μέχρι τώρα δεν είχε γίνει, τότε καμία αμφιβολία δε χωρούσε ότι προερχόταν από το Θεό. Τότε αφού οι Φαρισαίοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν σε μια τόσο τεκμηριωμένη απάντηση τον έδιωξαν.
Ο Ιησούς επιδιώκει και βρίσκει τον θεραπευμένο άνθρωπο και τον ρωτά αν πιστεύει σε Αυτόν και του απαντά ότι τον πιστεύει και τον προσκύνησε.
Σε αντίθεση με τον τυφλό, ο οποίος αδυνατούσε να δει, όμως μπόρεσε να θεραπευθεί και σωματικά και ψυχικά και να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι είχαν υγιή μάτια του σώματος, παρέμειναν στο σκοτάδι της άρνησης και της πνευματικής τύφλωσης και απέρριψαν τον Ιησού Χριστό. Η βεβαίωση του Ιησού Χριστού ότι, «όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου», αποτελεί την εφαρμογή του μηνύματος του θαύματος και για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή που προσφέρει το «ύδωρ το ζων», το «φως το αληθινό», την αλήθεια και τη ζωή στον κόσμο.