25-6-2017
Κυριακή Γ’ Επιστολών
Απόστολος προς Ρωμ. (ε΄ 1-10)
Πρωτότυπο Κείμενο
Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν, και καυχώμεθα επ’ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν. Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται∙ υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού∙
Απόδοση
Αφού, λοιπόν, ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε, οι σχέσεις μας με το Θεό αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός μας οδήγησε με την πίστη στο χώρο αυτής της χάρης του Θεού, στην οποία είμαστε στεριωμένοι, και καυχιόμαστε για την ελπίδα της συμμετοχής μας στη δόξα του Θεού. Μα δε σταματά εκεί η καύχησή μας∙ καυχόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες, επειδή ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας. Γιατί ο Χριστός, παρ’ όλο που ήμασταν ακόμα ανίκανοι να κάνουμε το καλό, πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους, στον προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θα έδινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για ένα δίκαιο άνθρωπο. Ίσως αποφάσιζε κανείς να πεθάνει για κάποιον καλό άνθρωπο. Ο Θεός όμως ξεπερνώντας αυτά τα όρια έδειξε την αγάπη του για μας, γιατί ενώ εμείς ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή του για μας. Τώρα, λοιπόν, αφού ο Θεός μας απάλλαξε από την καταδίκη, με τη μεσολάβηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ περισσότερο ο ίδιος θα μας σώσει κι από τη μέλλουσα οργή. Παρ’ ό,τι ήμασταν εχθροί με το Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του∙ πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε, η ζωή του θα μας χαρίσει τη σωτηρία.
Σχολιασμός
Στη σημερινή αποστολική περικοπή ο απόστολος Παύλος μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε σ’ Αυτόν και οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν με τη μεσολάβηση του Ιησού Χριστού. Αυτός λοιπόν μας οδήγησε, αλλά μέσα από την πίστη μας, στο χώρο της χάρης του Θεού και πρέπει να μην ξεχνάμε να χαιρόμαστε και για τις δοκιμασίες που μπορεί να αντιμετωπίζουμε γιατί μέσα από αυτές οδηγούμαστε στην ελπίδα, στη σωτηρία. Μας τονίζει ότι ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη ζωή Του για εμάς για τη δική μας σωτηρία, για τους ασεβείς ανθρώπους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος. Τονίζει επίσης ότι κάποιος δύσκολα θα αποφάσιζε να πεθάνει για ένα δίκαιο άνθρωπο, πόσο μάλλον για κάποιους αμαρτωλούς όπως εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός ξεπέρασε τα όρια και έδειξε με τον τρόπο αυτό την αγάπη Του για μας, μας απάλλαξε από την καταδίκη με τη μεσολάβηση της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού, η θυσία αυτή όπως πολύ ωραία μας λέει ο απόστολος Παύλος μας συμφιλίωσε με το Θεό αλλά με μια μεγάλη θυσία, του Υιού Του.
Πολύ σημαντικό, θεολογικά και εκκλησιολογικά, το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα που δεν είναι άλλο από το θέμα της καταλλαγής, της καταλλαγής του ανθρώπου με το Θεό. Καταλλαγή σημαίνει συμφιλίωση. Η συμφιλίωση ή καταλλαγή είναι το όλο σχέδιο της οικονομίας του Θεού που δεν αρχίζει μόνο με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και τη θυσία Του, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος στη σημερινή αποστολική περικοπή, αλλά αρχίζει από την αρχή, με τη δημιουργία του κόσμου.
Η καταλλαγή είναι ένα ζητούμενο από τον ίδιο το Θεό, ο οποίος κάνει το πρώτο βήμα προς τον άνθρωπο. Βλέπουμε από το Θεό τη διάθεση να συγχωρεί συνεχώς το ανθρώπινο γένος, και μάλιστα αποστέλλει το διάκονο της καταλλαγής, το Άγιο Πνεύμα, είτε σε μορφή περιστεράς ή και αργότερα με την παρουσία του Υιού Του, για να καταφέρει αυτή τη συμφιλίωση.
Το ζήτημα της καταλλαγής του ανθρώπου με το Θεό απασχόλησε ερμηνευτικά και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο ερμηνευτής Θεοδώρητος γράφει ότι με το Θεό υπήρξαμε «εκπεπολεμώμενοι», δηλαδή ήμασταν σε κατάσταση πολέμου. Ο Θεός ποτέ δεν έτρεφε και δεν τρέφει εχθρικά συναισθήματα για τον άνθρωπο έστω και αν είναι αμαρτωλός. Αγαπά αμαρτωλούς και δικαίους και δεν παύει να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο.
Πώς όμως καταλήγουμε να είμαστε εχθροί του Θεού πριν την καταλλαγή; Ο τρόπος της ζωής μας και το ότι ακολουθούμε τις αμαρτωλές επιθυμίες μας, η αμαρτία, είναι αυτή που μας καθιστά εχθρούς του Θεού. « Και υμάς ποτε όντας απηλλοτριωμένους και εχθρούς τη διανοία εν τοις έργοις τοις πονηροίς». (Κολ. 1,21). Εννοείται ότι ο Θεός δεν εχθρεύεται τον αμαρτωλό αλλά την αμαρτία, τα «πονηρά έργα», όχι τον άνθρωπο που αμαρτάνει. Με την αμαρτία διώξαμε το Θεό από τη ζωή μας, η αμαρτία δε μας άφηνε να υψωθούμε πνευματικά.
Πως όμως άλλαξαν τα πράγματα και βρισκόμαστε συμφιλιωμένοι με το Θεό είναι ένα ερώτημα που σίγουρα θα δημιουργηθεί. Ο Σταυρωμένος και Αναστημένος Χριστός παραδόθηκε εκουσίως στο θάνατο ακριβώς για να επιτελεστεί ο σκοπός του Θεού που δεν ήταν άλλος από την συμφιλίωσή μας μαζί Του. Με το θάνατό Του ο Ιησούς Χριστός νίκησε την αμαρτία και χάρισε σ’ εμάς την άφεση των αμαρτιών άρα και την καταλλαγή μας με το Θεό. Ο Ιησούς Χριστός με την παρουσία Του νίκησε την αμαρτία άρα και το λόγο για τον οποίο υπήρχε «έχθρα» μεταξύ ανθρώπων και Θεού.
Αυτός που έφερε την καταλλαγή στους ανθρώπους είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «υπέρ όλης της ανθρωπότητας έπαθεν, και πάσιν εξ ίσου την ελπίδα της αναστάσεως εχαρίσατο». Με το πάθος και τη θυσία Του χάρισε σε όλους εμάς την ελπίδα της αναστάσεως και την καταλλαγή μας με το Θεό. Παρόλη την αμαρτία που είχαμε στη ζωή μας ο Χριστός έδωσε τον εαυτό Του θυσία για μάς και μας συμφιλίωσε με το Θεό Πατέρα. Θυσίασε τον Υιό του ο Θεός και αυτό είναι μεγάλη δωρεά για μας.
Αν σκεφτούμε τη θυσία που έκανε για μας ο Θεός, να αφήσει τον Υιό Του να θυσιαστεί για χάρη μας, για να υπάρξει συμφιλίωση μεταξύ εκείνου και εμάς, θα δούμε ότι η αγάπη του Θεού για μας είναι απροϋπόθετη. Αγάπη χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις. Εμείς σήμερα, για να συμφιλιωθούμε μ’ ένα γείτονά μας, με το σύζυγο ή τη σύζυγό μας, θέτουμε όρους. Εδώ ο Θεός θυσιάζει τον ίδιο τον Υιό Του για να θεραπεύσει το ανθρώπινο γένος.
Για να φανερώσει τη σημασία που έχει η καταλλαγή με τον πλησίον μας ο Κύριος τονίζει: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστηρίον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου επί το θυσιαστήριον» (Ματθ.5, 23-24). Ο Θεός δε λογαριάζει την τιμή που του προσφέρεται μπροστά στην αγάπη για τον πλησίον μας. Ας διακοπεί, λέει, η λατρεία μου για να υπάρξει συμφιλίωση με τον αδελφό σου. Είναι δηλαδή ισοδύναμη η λατρεία προς το Θεό, με τη συμφιλίωση προς τον αδελφό μας και εμείς το θεωρούμε ακατόρθωτο, γιατί η αμαρτία που υπάρχει στη ζωή μας, που ήταν και η αιτία που μας καθιστούσε εχθρούς του Θεού, δεν μας αφήνει να δούμε πόσο σημαντική είναι η καταλλαγή με το συνάνθρωπό μας και κατ’ επέκταση με το Θεό.
25-6-2017
Κυριακή Γ΄ Ματθαίου
Ευαγγέλιον κατά Ματθ. (στ, 22-33)
Πρωτότυπο κείμενο
22. Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός• εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται• 23. εάν δέ ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται. Ει ουν φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; 24. Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν• ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25. Διά τούτο λέγω υμίν, μή μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε• ουχί η ψυχή υμών πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος; 26. Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά• ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27. Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28. Καί περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει• ου κοπιά ουδέ νήθει• 29. λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων. 30. Ει δε τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον, ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι; 31. μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; 32. Πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί• οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. 33. Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
Απόδοση
Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο το σώμα σου θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο το σώμα σου θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις, μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα΄ ναι το σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους, γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα. Γι΄ αυτό, λοιπόν, σας λεω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει• εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ΄ αυτά; Κι έπειτα, ποιός από σας μπορεί με το άγχος του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; Και γιατί τόσο άγχος για το ντύσιμό σας; Ας σας διδάξουν τα αγριόκρινα πώς μεγαλώνουν, δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν, κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ΄ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα από αυτά. Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει και αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην έχετε, λοιπόν, άγχος και μην αρχίσετε να λέτε: «τι θα φάμε;» ή: «τι θα πιούμε» ή: «τι θα ντυθούμε;» γιατί για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό, όμως ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ΄ όλα αυτά. Γι΄ αυτό πρώτα απ΄ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα θα ακολουθήσουν.
Η πρόνοια του Θεού και το άγχος της ζωής
Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι ένα απόσπασμα από την επί του Όρους Ομιλία του Ιησού Χριστού. Κεντρική θέση στην ομιλία αυτή κατέχει η Βασιλεία του Θεού. Ουσιαστικά αποτελεί μια παράθεση πρακτικών συμβουλών του Ιησού Χριστού για το πώς οι Χριστιανοί οφείλουν να συμπεριφέρονται μέσα στον κόσμο αυτό. Σε τελική ανάλυση η αξία του κόσμου αυτού, των υλικών αγαθών και της βιοτικής μέριμνας ορίζεται από την προοπτική της Βασιλείας του Θεού.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα, λοιπόν, της ημέρας χωρίζεται σε τρεις επί μέρους ενότητες: 1. υποδείξεις του Ιησού Χριστού για το «λύχνο» του σώματος, που είναι το μάτι, 2. υποδείξεις του Ιησού Χριστού για το ότι δεν μπορεί κανείς να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο κυρίους (Θεός – μαμωνάς) και 3. προτροπές του Ιησού Χριστού ώστε να αποφεύγεται η βιοτική μέριμνα και το άγχος για τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου. Κεντρικό μήνυμα του αναγνώσματος είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός
Ο Ιησούς Χριστός με έναν παραβολικό λόγο τονίζει την αξία που έχει το μάτι για όλο το σώμα. Το μάτι παρομοιάζεται με το λυχνάρι του σώματος. Είναι το μέσο με το οποίο φωτίζεται όλο το σώμα και κατεπέκταση ο όλος άνθρωπος. Η όραση είναι ίσως η σπουδαιότερη αίσθηση της ανθρώπινης φύσης. Με την όραση κάθε άνθρωπος θαυμάζει και απολαμβάνει τα μεγαλεία της δημιουργίας του Θεού, τον υλικό κόσμο, το κάλλος της αγάπης του Θεού. Έχει τη δυνατότητα να βλέπει το φως της ημέρας αλλά και τα προσφιλή του πρόσωπα, η θέα των οποίων παρηγορεί και ευφραίνει την ψυχή. Έχει τη δυνατότητα της μόρφωσης, της εργασίας, της κοινωνικής ανέλιξης. Η έλλειψη της όρασης δυσχεραίνει τη ζωή των ανθρώπων, αφού τους στερεί τις χαρές αυτές και πολλές ακόμα άλλες. Την αξία της όρασης εμείς οι υγιείς άνθρωποι δεν μπορούμε πολλές φορές να την αντιληφθούμε πλήρως. Ένας τυφλός όμως άνθρωπος μπορεί να μαρτυρήσει για την αξία της όρασης και την οδυνηρή αίσθηση της απώλειάς της. Άλλωστε την αξία της όρασης την διαπιστώνουμε και από τα πολλά θαύματα του Ιησού Χριστού σε τυφλούς ανθρώπους. Στο σημείο αυτό είναι πρόδηλη η παραβολική χρήση της αισθητής όρασης και η μεταφορά του λόγου του Ιησού Χριστού από την αισθητή στην εσωτερική όραση, στην όραση του νου και της ψυχής.
Η καλή ή κακή ποιότητα της όρασης είναι καθοριστική για την ποιότητα του φωτός, το οποίο μεταφέρει και εκπέμπει. Γι΄ αυτό ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί δύο αντίθετους όρους: «απλούς» και «πονηρός», χαρακτηρίζοντας έτσι το καλό και το κακό μάτι. Με τον όρο «απλούς» γενικά μέσα στην Αγία Γραφή προσδιορίζεται ο αφοσιωμένος και υπάκουος στο Θεό άνθρωπος. Αντίθετα με τον όρο «πονηρός» προσδιορίζεται ο εγωιστής άνθρωπος, εκείνος που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και προσπαθεί να επιβάλει το δικό του θέλημα. Ο κατεξοχήν πονηρός είναι ο Εωσφόρος, ο Διάβολος, ο οποίος ακολούθησε το δικό του θέλημα και έτσι έχασε το φως και ξέπεσε στο σκότος. Επομένως εκείνος που επιθυμεί να βρίσκεται στο φως, οφείλει να στρέφει την προσοχή του προς τον Θεό, ο οποίος είναι η πηγή του φωτός.
Επιπλέον τα μάτια είναι οι πρώτοι δέκτες των διαφόρων εικόνων, οι οποίες μεταφέρονται στη συνέχεια στο νου και στην καρδία του ανθρώπου και επηρεάζουν τον ψυχικό και συναισθηματικό του κόσμο. Αν λοιπόν ο άνθρωπος αφήσει τις σκοτεινές εικόνες να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά του, τότε η ύπαρξή του δε θα εκπέμπει φως, αλλά σκότος. Τα έργα του, οι πράξεις του, οι λόγοι του θα είναι σκοτισμένα. Αντίθετα αν οι εικόνες που εισέρχονται μέσα του είναι εικόνες φωτός, τότε θα εκπέμπει ο ίδιος φως προς τα έξω. Η ύπαρξή του πλέον θα γίνει φωτεινό παράδειγμα για όλους όσους θα συναναστρέφονται μαζί του.
Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν
Το δεύτερο θέμα βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το πρώτο, γιατί όπως δεν μπορεί να συνυπάρξει το φως με το σκότος, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι στην υπηρεσία δύο κυρίων. Στην περίπτωση που κάποιος επιχειρήσει να υπηρετήσει ταυτόχρονα δύο κυρίους τότε δυο πράγματα μπορεί να συμβούν: ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορεί κανείς να είναι συγχρόνως και δούλος του Θεού και δούλος του χρήματος. Ο Ιησούς Χριστός απαιτεί την απόλυτη αφοσίωση του ανθρώπου στον Θεό. Εξάλλου όπως τονίζεται και σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής, ο Θεός και το χρήμα είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους, γιατί ο Θεός προσφέρει την ελευθερία, ενώ το χρήμα την υποδούλωση: «δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ.19,23).
Η ζωή του ανθρώπου μέσα στον παροδικό αυτό κόσμο κρύβει πολλούς κινδύνους υποδούλωσης, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στο χρήμα και στις υλικές απολαύσεις. Άλλωστε τους πειρασμούς αυτούς τους αντιμετώπισε και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μέσα στην έρημο και απέρριψε τόσο την κοσμική εξουσία και δόξα, όσο και τα υλικά αγαθά. Τυχόν συγκατάθεση και υποδούλωση του ανθρώπου σε αυτές τις καταστάσεις σημαίνει την άρνηση του Θεού και οδηγεί στη δυστυχία και απελπισία.
Η βιοτική μέριμνα
Το τρίτο και ουσιαστικότερο μέρος της περικοπής αναφέρεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη, που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στην πρόνοια του Θεού και να αποφεύγει την αγωνιώδη μέριμνα για τη ζωή. Βέβαια αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος σταματά κάθε προσπάθεια, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του. Ο Ιησούς Χριστός μας καλεί να μην πνιγόμαστε στο άγχος για το τι θα φαμε, ή τι θα πιούμε, ή πώς θα ντυθούμε.
Η ζωή και το σώμα μας είναι σπουδαιότερα από το τι θα φαμε και θα πιούμε και πώς θα ντυθούμε. Αυτό εξάλλου το καταδεικνύει και η ίδια η φύση, αφού κατά τους λόγους του Κυρίου: «τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά» και ακόμα «περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει• ου κοπιά ουδέ νήθει• λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως έν τούτων». Επιπλέον: «Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» και αφού αυτό είναι αδύνατο, τότε και οι καθημερινές φροντίδες και μέριμνες δεν προσφέρουν τίποτα στον άνθρωπο, παρά μόνο το άγχος το οποίο εκτός από την ψυχολογική κατάπτωση επιφέρει και πολλές σωματικές ασθένειες.
Το άγχος συνιστά ουσιαστικά άρνηση του Θεού και μαρτυρεί έλλειψη πίστης. Ο αγωνιών άνθρωπος κατατρώγεται με την προσπάθεια για απόκτηση περισσοτέρων αγαθών και ξεχνά ή και αρνείται τον Θεό. Δεν καταφεύγει πλέον στην πρόνοια του Θεού και δε ζητά τη βοήθειά του. Στηρίζεται στη δική του δύναμη και στις ικανότητές του. Η διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας επιφέρει την ολοκληρωτική υποδούλωση στα πάθη, τις αδυναμίες και στα υλικά πράγματα.
Αντίθετα με την κατάσταση του άγχους η απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε είδους εξάρτηση, και του προσφέρει την «εν Χριστώ» ελευθερία. Ασφαλώς αυτό δεν καταργεί τη νόμιμη προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα της ζωής του, αλλά την τοποθετεί πάνω στη σωστή βάση της. Το πρώτο ζητούμενο είναι η βασιλεία του Θεού: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Η προσευχή των πιστών πρέπει να είναι μια διαρκής εκζήτηση της βασιλείας του Θεού, αυτό άλλωστε ζητούμε και στην Κυριακή Προσευχή: «ελθέτω η βασιλεία Σου» και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν. Ο Θεός προνοεί για όλα τα δημιουργήματά του και με ιδιαίτερο τρόπο για το τέλειο δημιούργημά του τον άνθρωπο. Η αλήθεια αυτή είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρη, αφού σήμερα το άγχος είναι η κατεξοχήν αιτία των ψυχικών διαταραχών και άλλων ασθενειών των ανθρώπων. Ο σύγχρονος άνθρωπος πνίγεται μέσα στην προσπάθεια και την αγωνία για την απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών και ανέσεων. Βέβαια οι λόγοι του Ιησού Χριστού δεν πρέπει να παρανοηθούν. Δεν μας προτείνει σε καμία περίπτωση την παθητική στάση και αναμονή μια θαυματουργικής επίλυσης του προβλήματος της εξασφάλισης των απαραίτητων πραγμάτων της ζωής. Εξάλλου ακόμα και αυτά τα πουλιά καταβάλλουν τη δική τους προσπάθεια, εξέρχονται προς αναζήτηση της τροφής τους, χωρίς όμως να αγχώνονται. Άρα ο άνθρωπος οφείλει στη ζωή του και να εργάζεται και να προσπαθεί για τα απαραίτητα στοιχεία της καλής διαβίωσής του, χωρίς όμως αυτό να γίνεται αυτοσκοπός. Χωρίς αυτό να σημαίνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πατρική πρόνοια του Θεού. Το πρώτο και κορυφαίο μέλημα της ζωής του ανθρώπου είναι η σωτηρία της ψυχής και η κατάκτηση της βασιλείας του Θεού.