16-7-2017

Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Απόστολος προς Τίτον (γ΄, 8-15)

Πρωτότυπο κείμενο

Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· Ἀμήν.

Νεοελληνική Απόδοση

Παιδί μου Τίτε, αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί όλα αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μια δυο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω το χειμώνα. Τον Ζηνά το νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ότι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείψει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν΄ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.

Σχολιασμός

 Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την προς Τίτον επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Τιτ. 3,8-15). Η επιλογή του συγκεκριμένου αναγνώσματος δεν είναι τυχαία, γιατί ο ποιμαντικός χαρακτήρας της επιστολής ταιριάζει απόλυτα προς τη μνήμη των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι υπήρξαν Ποιμένες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στον Τίτο, Επίσκοπο Κρήτης, και κατεπέκταση σε όλους τους ποιμένες της Εκκλησίας, πώς να εργάζεται και να φροντίζει ποιμαντικά τους πιστούς ανθρώπους.

 Το αποστολικό ανάγνωσμα αρχίζει με την φράση του Αποστόλου Παύλου «πιστός ο λόγος». Η έννοια του λόγου μέσα στην Αγία Γραφή λαμβάνει πολλές ερμηνείες που ξεκινούν από την έννοιά του ως λόγου διδασκαλίας και φθάνουν μέχρι τον υποστατικό Λόγου του Θεού, τον Ιησού Χριστό. Στους προηγηθέντες στίχους 4-7 της προς Τίτον επιστολής ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, ενώ στο σημείο αυτό με τη χρήση του όρου «πιστός ο λόγος» επιβεβαιώνει όσα ανέφερε προηγουμένως. Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται αναφορά περί «των λόγων του Κυρίου Ιησού» (Πράξ. 20,35) και το πιθανότερο είναι ότι η χρήση του όρου «λόγος» εδώ να έχει σχέση με τους λόγους αυτούς του Ιησού Χριστού. Δηλαδή μεταξύ των πρώτων χριστιανών κυκλοφορούσαν συλλογές χαρακτηριστικών λόγων του Κυρίου, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ζωή. Ο Απόστολος Παύλος ζητά από τον πιστό μαθητή και ακόλουθό του Τίτο, να θεωρεί τα λόγια αυτά αξιόπιστα και να μιλά με βεβαιότητα γι΄ αυτά. Ο λόγος του Θεού είναι αληθινός και αναλλοίωτος μέσα στους αιώνες, γι΄ αυτό και η σωτηρία των ανθρώπων στηρίζεται στην ακλόνητη αποδοχή της αξιοπιστίας του λόγου του Θεού. Ο πιστός άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πειστεί για να αποδεχτεί το λόγο του Θεού, απλά αποδέχεται την αξιοπιστία του λόγου του Θεού χωρίς καμία προϋπόθεση ή απόδειξη.

 Ο Απόστολος Παύλος ζητά από τον Τίτο να μιλά με βεβαιότητα για την αξιοπιστία του Ευαγγελίου, ώστε να οδηγηθεί στη μαρτυρία της αγάπης: «ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ». Ο κάθε άνθρωπος που αποδέχεται το λόγο του Θεού θα έχει ως φυσικό έργο στη ζωή του να πρωτοστατεί σε έργα αγάπης. Τα καλά έργα που αποτελούν κύριο μέλημα της χριστιανικής ζωής είναι «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις», έχουν δηλαδή διπλή ωφέλεια. Είναι ωφέλιμα καταρχήν γι΄ αυτούς που τα πράττουν, γιατί έτσι δεν μένουν μόνο στη θεωρία και στην απλή αποδοχή του λόγου του Θεού, αλλά προχωρούν και στην έμπρακτη εφαρμογή του και επομένως ελκύουν το έλεος του Θεού. Και είναι και ωφέλιμα σ΄ εκείνους για χάρη των οποίων τα πράττουν, γιατί έτσι απαλύνουν τον πόνο και την ταλαιπωρία τους.

 Στη συνέχεια ο Απόστολος Παύλος, αφού υποδεικνύει στον Τίτο τι πρέπει να επιδιώκει, του συνιστά και τι να αποφεύγει: «μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έρεις και μάχας νομικάς περιΐστασο• εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι». Είναι οι άσκοπες αναζητήσεις σε διάφορους γενεαλογικούς καταλόγους που άρεσε ιδιαίτερα στους Ιουδαίους να συντάσσουν. Παρόμοια προτροπή απευθύνει ο Απόστολος Παύλος και στο μαθητή του Τιμόθεο: «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απεράντοις αίτινες ζητήσεις παρέχουσι μάλλον ή οικονομίαν Θεού την εν πίστει» (Α΄ Τιμοθ. 1,4). Οι αναζητήσεις αυτές προκαλούσαν επιπλέον και συγκρούσεις και διαμάχες μεταξύ των συνομιλητών για τη σημασία ή την ισχύ διαφόρων διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου. Όλα αυτά πρέπει να αποφεύγονται γιατί είναι ανώφελα και μάταια πράγματα.

 Κατόπιν ο Απόστολος Παύλος γίνεται πιο συγκεκριμένος και τονίζει την στάση που οφείλει ο Τίτος να τηρεί απέναντι στους αιρετικούς. Ο αιρετικός άνθρωπος είναι εκείνος που φρονεί και πιστεύει κάτι το διαφορετικό από εκείνο που η Εκκλησία διδάσκει. Εκείνος που κάνει αυτή την επιλογή, θέτει τον εαυτό του εκτός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Χρέος λοιπόν του Τίτου και κατεπέκταση κάθε ποιμένα είναι να νουθετήσει τον αιρετικό μια και δυο φορές. Η νουθεσία δεν περιορίζεται στην απλή προτροπή, αλλά λαμβάνει μια ευρύτερη σημασία και καθίσταται έργο πατρικής αγάπης, μέριμνας και ποιμαντικής φροντίδας που θα έχει ως στόχο να συνειδητοποιήσει ο αιρετικός την παρεκτροπή του και να επιστρέψει στην ορθή πίστη. Αν παρά την ευγενή προσπάθεια και μέριμνα του ποιμένα ο αιρετικός παραμένει αμετακίνητος στις απόψεις του, τότε δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια από την εγκατάλειψη και την «παραίτηση» κάθε προσπάθειας. Και αυτό είναι επιβεβλημένο για τους ποιμένες γιατί η εμμονή του αιρετικού στην πλάνη αποδεικνύει ότι: «εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάρκριτος». Η χειρότερη αμαρτία είναι η αίρεση γιατί οδηγεί στην οριστική, αν δεν υπάρξει μετάνοια και επιστροφή, διακοπή της κοινωνίας με την Εκκλησία.

 Στη ζωή του πιστού ανθρώπου δεν επαρκεί μόνο η θεωρία, χρειάζεται απαραίτητα και η πράξη. Η πράξη είναι εκείνη που ενσαρκώνει τη θεωρία και μετατρέπει την πίστη σε έμπρακτη μαρτυρία αγάπης. Βέβαια η οδός της σωτηρίας είναι η πίστη, η τήρηση του θελήματος του Θεού: «ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7,21). Ταυτόχρονα η πίστη δεν μπορεί να είναι μια θεωρητική προσέγγιση, μια απλή αποδοχή ορισμένων αληθειών, αλλά μια ζωντανή μαρτυρία που δίνει ο πιστός άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή. Μια πίστη, όσο θερμή και αν είναι, χωρίς έργα παραμένει χολή: «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι», τονίζει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος (Ιακ. 2,20). Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Απόστολος Παύλος, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του δέντρου: «ίνα μη ώσιν άκαρποι». Η αξία του δέντρου καθορίζεται από τους καρπούς του, έτσι και η αξία του χριστιανού καθορίζεται από τα καλά του έργα. Χριστιανοί χωρίς καλά έργα είναι δέντρα άκαρπα. Στο σημείο αυτό ο Απόστολος Παύλος κάνει και μια ερμηνευτική προσέγγιση στην παραβολή του Σπορέως. Οι Πατέρες ως ποιμένες της Εκκλησίας είναι οι κατεξοχήν σπορείς του λόγου του Θεού και ο λόγος του Θεού καρποφορεί ανάλογα με την πρόθεση και διάθεση του καθενός. Έτσι κατά την παραβολή ο σπόρος, δηλαδή ο λόγος του Θεού σε κάθε περίπτωση «εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα, και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν» (Μαρκ. 4,8). Τα καλά έργα είναι ακριβώς η καρποφορία της πίστης κάθε ανθρώπου. 

 Τα καλά έργα είναι ο καρπός της πίστης και ο Απόστολος Παύλος τα χαρακτηρίζει «καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις». Κατά μία άλλη ερμηνεία το «καλά» σημαίνει αρεστά στο Θεό. Ο Θεός ευαρεστείται όταν ο πιστός άνθρωπος δίνει μαρτυρία αγάπης, όταν διακονεί στο όνομα του Ιησού Χριστού τον πάσχοντα και εμπερίστατο αδελφό του. Το μήνυμα αυτό είναι επίκαιρο όσον ποτέ άλλοτε, καθώς οι ανάγκες των ανθρώπων πληθαίνουν καθημερινά και αυξάνουν ανησυχιτικά. Οι πιστοί άνθρωποι καλούνται να δώσουν τη μαρτυρία της αγάπης και της θυσίας του Ιησού Χριστού. Βεβαίως τα καλά έργα δεν είναι μόνο οι φιλανθρωπίες και οι οικονομικές βοήθειες. Καλά έργα είναι και ένας λόγος παρηγορίας προς τους πονεμένους, τους ασθενείς, τους θλιβομένους, τους εμπερίστατους αδελφούς. Η οικονομική κρίση του σήμερα λαμβάνει και μια άλλη κατεξοχήν πνευματική διάσταση και αποτελεί μια πρόκληση και πρόσκληση για τους χριστιανούς. Καλούμαστε όλοι στο όνομα του Ιησού Χριστού να δώσουμε στο σύγχρονο κόσμο μας τη μαρτυρία της αγάπης, των καλών έργων, της πίστης και της ελπίδας στον αληθινό Θεό.

16-7-2017

Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Ευαγγέλιον κατά Μτ. (ε΄,13-19)

Πρωτότυπο κείμενο 

Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς· Υμείς εστέ το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη∙ ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς. Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Αμήν γαρ λέγω υμίν, εώς αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν η μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. Ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών∙ ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.

 Νεοελληνική απόδοση

Είπε ο Κύριος στους μαθητές του: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο· μια πόλη κτισμένη ψηλά στο βουνό, δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από το δοχείο με το οποίο μετρούν το σιτάρι, αλλά το τοποθετούν στον λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας. Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω τον νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δεν θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μια οξεία από τον νόμο. Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού, ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού».

Σχολιασμός

 Η ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από την επί του Όρους Ομιλία, όπου ο Κύριος απευθυνόμενος προς τους μαθητές του τους απεκάλεσε παραβολικά «φως του κόσμου» γιατί έχουν στην καρδιά τους τη Χάρη του Τριαδικού Θεού. Ο Ιησούς Χριστός για να τονίσει πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή των ανθρώπων μας αναφέρει το λυχνάρι που για να δώσει το φως του σε όλο το σπίτι τοποθετείται σε λυχνοστάτη και δεν κρύβεται. Αν αναλογιστούμε πόσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή μας σήμερα, μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη βαρύτητα που έχει ο λόγος του Κυρίου που καλεί τους Μαθητές του να γίνουν το φως του κόσμου.

 Μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχει έντονη η παρουσία του φωτός, ιδίως σε μεγάλα γεγονότα. Κατά πρώτο λόγο στη δημιουργία του κόσμου «και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως». Το φως έδωσε την ορατότητα της θείας δημιουργίας και καθόρισε τον ημερήσιο κύκλο και τη διαδοχή της ημέρας και της νύχτας. Επίσης φως έχουμε κατά την παράδοση των Δέκα Εντολών στο Μωυσή. Εκεί το όρος Σινά καλύφθηκε από τη νεφέλη και το φως σημαίνοντας την παρουσία του Θεού. Κατά τη Γέννηση του Ιησού Χριστού ο Αστέρας φωτίζει το Σπήλαιο της Βηθλεέμ και διαλαλεί την έλευση του Ιησού. Κατά τη μεταμόρφωση, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού έλαμψε όπως ο ήλιος και τα ρούχα του έγιναν λευκά όπως το χιόνι, ένδειξη και πάλιν της θεϊκής δύναμης. Ακόμα σε πολλές περιπτώσεις ο Ιησούς Χριστός παρομοίασε τον εαυτό του με το φως: «Εγώ ειμί το Φως του κόσμου». Το φως κατά κύριο λόγο σημαίνει τον πνευματικό φωτισμό του ανθρώπου ένεκα της γνώσεως του αληθινού Θεού. Κατ’ επέκταση, μπορεί να συμβολίζει τη γνώση του υλικού κόσμου, την παιδεία, την καλλιέργεια, τη σοφία, τη γεώργηση του όλου ανθρώπου, ώστε να πορευθεί προς την τελειότητα, τη θέωση. Αρκεί όλα αυτά να γίνουν πράξεις, τρόπος ζωής και όχι νεκρή γνώση και τυπολατρία. Ο Ιησούς Χριστός στη συνέχεια τονίζει ξεκάθαρα: «ος δ΄αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Η έμπρακτη εφαρμογή του λόγου του Θεού είναι η καλύτερη διδασκαλία.

 Η ένωση του ανθρώπου με την πηγή του φωτός, που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τον μεταβάλλει σε μια φωτεινή ύπαρξη. Αυτό είναι που με τη χάρη του Θεού πέτυχαν οι Άγιοι Πατέρες, που σήμερα γιορτάζουμε. Για να γίνουν οι Άγιοι Πατέρες φώτα, που φώτισαν όλη την Οικουμένη, ενώθηκαν με την πηγή του φωτός. «Φως όλοι γεγονότες θείον, ως θείου φωτός γεννήματα» (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος εις τα Άγια Φώτα, ΕΠΕ 5, 74). Τα «καλά έργα», αποτελούν την αυτονόητη εκδήλωση και τον απαραίτητο καρπό της φωτεινής ζωής. Άκαρπος χριστιανός αποτελεί αντίφαση, διότι η ιδιότητα του χριστιανού εκφράζεται με έργα και όχι μόνο με λόγια.

 Εκτός από την έννοια του φωτός ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί επίσης την παραβολική εικόνα της πόλεως, η οποία είναι κτισμένη ψηλά στην κορυφή ενός βουνού και ως εκ τούτου δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά φαίνεται από πολύ μακριά. Έτσι και οι Μαθητές, ο τρόπος ζωής τους δηλαδή, οι πράξεις και τα έργα τους, δεν μπορούν να κρυφτούν αλλά είναι φανερά. Από αυτό προκύπτει η ευθύνη όλων μας ως μαθητών του Ιησού Χριστού, ώστε η ζωή μας να αποτελεί πρότυπο. 

 Η σχέση του Ιησού Χριστού με το Μωσαϊκό Νόμο είναι το δεύτερο μεγάλο θέμα της ευαγγελικής περικοπής. Ο Χριστός απαντώντας στους κατηγόρους του, ότι με τη διδασκαλία και τα έργα του στρέφεται εναντίον του Νόμου (βλ. θεραπείες ασθενών το Σάββατο) τονίζει εμφαντικά:  «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι». Εδώ το ρήμα «πληρώσαι» ερμηνεύεται με την έννοια της εκπλήρωσης. Δηλαδή: «Δεν ήρθα να καταργήσω το Νόμο, αλλά να τον εκπληρώσω».

 Ούτε ένα γιώτα δεν κατάργησε από το νόμο ο Ιησούς Χριστός, αφού η επί γης παρουσία και αποστολή του αποτελούν εκπλήρωση των προφητειών και όχι την κατάργηση. Ο Χριστός ερμήνευε το Νόμο κατά το πνεύμα και όχι κατά το νεκρό γράμμα όπως έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι. Απορρίπτει δηλαδή ο Ιησούς Χριστός τη στείρα ερμηνεία του Νόμου που έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι του Ισραήλ  και μιλά για την ουσία του νόμου, του νόμου του Θεού, του οποίου τις προφητείες εκπληρώνει με την παρουσία του στον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός διακρίνει τις ανθρώπινες παραδόσεις από τις εντολές του Θεού που περιέχονται στο νόμο. Η πλήρωση του νόμου είναι το έργο και η αποστολή του Ιησού Χριστού. Οι μαθητές εξ’ άλλου, έχουν υποχρέωση και καθήκον τήρησης του θείου νόμου, καθώς και της διδασκαλίας του προς τους άλλους. Η εφαρμογή και  διδασκαλία του νόμου εκ μέρους των Μαθητών καθορίζεται επίσης με το λόγο του Χριστού: «ος δι αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Είναι ο τρόπος ζωής, ο οποίος πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των λόγων μας.

 Η Εκκλησία όρισε τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή κατά την ημέρα της μνήμης των 630 Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, για να μας μεταφέρει το μήνυμα, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν πράγματι το φως του κόσμου και ότι η διδασκαλία, το έργο και η παραδειγματική ζωή τους ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γι αυτό και ανακηρύχθηκαν μεγάλοι από το Θεό στη Βασιλεία του. Αυτούς καλούμαστε να μιμηθούμε. Χωρίς αμφιβολία ο ευαγγελικός λόγος του Κυρίου είναι διαχρονικός και άρα σύγχρονος. Απευθύνεται στους Χριστιανούς κάθε εποχής και ίσως περισσότερο στη δική μας εποχή, όπου κυριαρχεί η σύγχυση ιδεών και αξιών και περίσσευσαν τα λόγια και οι διακηρύξεις έναντι των έργων.

 

 Καλούμαστε λοιπόν οι Χριστιανοί μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι να γίνουμε φως του κόσμου, με λόγια και κυρίως με έργα, που να φανερώνουν τη χριστιανική ταυτότητά μας, ως «πόλις επάνω όρους κειμένη». Πρέπει να είμαστε φωτεινές εστίες, φωτεινοί λαμπτήρες πρώτα μέσα στο σπίτι μας, στο οικογενειακό μας περιβάλλον. Οι πράξεις μας να είναι έργα του φωτός και όχι του σκότους. Η χριστιανική ζωή είναι για τον κόσμο η καλύτερη απόδειξη της χριστιανικής διδασκαλίας. Η πίστη του χριστιανού είναι ολοκληρωμένη όταν το θεωρητικό της περιεχόμενο εκδηλώνεται εμπράκτως, οπόταν μπορούμε να γίνουμε «φως» αν ενώσουμε τις ζωές μας με την πηγή του φωτός που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.