20-8-2017

Κυριακή ΙΑ’ Επιστολών

Απόστολος προς: (Α’ Κορ. θ, 2 – 12)

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, η σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω. Η εμή απολογία τοις εμέ ανακρίνουσιν αύτη εστι. Μή ουκ έχομεν εξουσίαν φαγείν και πιείν; Μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς; Ή μόνος εγώ και Βαρβάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι; Τις στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις ποτέ; Τις φυτεύει αμπελώνα και εκ του καρπού αυτού ουκ εσθίει; Ή τις ποιμαίνει ποίμνην και εκ του γάλακτος της ποίμνης ουκ εσθίει; Μη κατά άνθρωπον ταύτα λαλώ; Ή ουχί και ο νόμος ταύτα λέγει; Εν γαρ τω Μωϋσέως νόμω γέγραπται˙ «Ου φιμώσεις βούν αλοώντα». Μη των βοών μέλει τω Θεώ; ή δι’ ημάς πάντως λέγει; δι’ ημάς γαρ εγράφη, ότι επ’ ελπίδι οφείλει ο αροτριών αροτριάν, και ο αλοών της ελπίδος αυτού μετέχειν επ’ ελπίδι. Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν; Ει άλλοι της εξουσίας υμών μετέχουσιν, ου μάλλον ημείς; Αλλ’ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού.

Νεοελληνική Απόδοση

Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας είμαι˙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώ πως απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου είναι η εξής: Δεν έχω τάχα δικαίωμα να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δε έχω δικαίωμα να έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως οικονόμο, όπως κάνουν και οι άλλοι απόστολοι και τα αεδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά  πρέπει να ζούμε με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα; ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λεει τα ίδια; Πράγματι, στο Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; Ή μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’ εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Γιατί πρέπει αυτός που οργώνει κι αυτός που αλωνίζει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη συγκομιδή. Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματική σπορά˙ σας φαίνεται πάρα πολύ αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση μας; Αν άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντι σας, δε θα ταίριαζε να το κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού.

Σχολιασμός

Το αποστολικό ανάγνωσμα, της σημερινής ημέρας είναι περικοπή από τη πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή είναι γραμμένη σε πολύ προσωπικό ύφος, ο Απόστολος παραπονείται και υπερασπίζει τον εαυτό του και το έργο του. Κεντρικό σημείο πάντα στη σκέψη του αποστόλου Παύλου είναι η Εκκλησία και το αποστολικό αξίωμα. Έχει βαθειά συνείδηση για τα δύο αυτά πράγματα ο Απόστολος, στα οποία είναι όλο το έργο του Χριστού και της σωτηρίας των ανθρώπων. Η Εκκλησία και οι Απόστολοι, η Ανάσταση και η Πεντηκοστή, ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. Γι᾽ αυτό μας μιλάει σήμερα, για το έργο και τη θέση των αποστόλων στον κόσμο. Για ένα έργο πολύ μεγάλο. Τι παραπάνω απ᾽ το να είσαι συνεργάτης του Θεού στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων; Και για μια θέση πολύ δύσκολη. Ποιός αντέχει σ᾽ όλες αυτές τις δυσκολίες και ποιός νικάει όλα αυτά τα εμπόδια;

Από τη μια πλευρά, ο Απόστολος, μας λέει για τη στάση και τη συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους αποστόλους, και από την άλλη για τη στάση και τη συμπεριφορά των αποστόλων απέναντι στον κόσμο. Θλίβονται, κοπιάζουν, περιφρονούνται, συκοφαντούνται οι απόστολοι από τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά τα αντιμετωπίζουν με συνείδηση χρέους, με συναίσθηση ευθύνης, με πνεύμα αυταπάρνησης και θυσίας, με μακροθυμία και υπομονή, με ειλικρινή αγάπη, με πίστη στο Χριστό και την Ανάσταση. Αυτές είναι οι εσωτερικές δυνάμεις των αποστόλων του Χριστού και των ποιμένων της Εκκλησίας. Κι αυτές πάλι δεν είναι ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, όταν η ανθρώπινη προαίρεση το επιτρέπει να καρποφορήσει.

Ακούγοντας το αποστολικό κείμενο ξαναθυμόμαστε τις αφορμές που είχε ο απόστολος Παύλος για να γράψει έτσι στους χριστιανούς της Κορίνθου. Κοπίασε να ιδρύσει την Εκκλησία της Κορίνθου, χρειαζόταν όμως πολύ φροντίδα ακόμη για να οργανωθεί η τοπική αυτή Εκκλησία. Οι Κορίνθιοι μη μπορώντας να αποβάλλουν συνήθειες της προηγούμενης ζωής τους και ιδιαίτερα την κακή παράδοση να είναι χωρισμένοι σε φατρίες, έφθασαν στο σημείο μερικοί να μην αναγνωρίζουν τον Παύλο σαν απόστολο του Χριστού. Κι εκείνος ως αληθινός συνεργάτης του Θεού, για να στηρίξει την αποστολή και τη θέση του παρακαλεί και απολογείται. Προσπαθεί να δώσει στους ανθρώπους να καταλάβουν ποιό είναι το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, ποιό είναι το έργο των αληθινών αποστόλων και ποιά είναι η θέση τους στον κόσμο, η θέση και των αποστόλων και των ποιμένων της Εκκλησίας αλλά και όλων των χριστιανών, με αυτό το πνεύμα να συνεχίσουν και να αναζωπυρώσουν την πίστη και την ελπίδα στο Χριστό «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α Θεσ. 5:19).

Κι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι παρασύρονταν και θαύμαζαν ο,τι έβλεπαν στην επιφάνεια, ο,τι έλαμπε, χωρίς να μπορούν να δουν την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων. Και τότε υπήρχαν αυτοί που καπηλεύονταν κάθε ιερό και όσιο, τις ελπίδες και της προσδοκίες των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και όλα τα ιδανικά. Οι αληθινοί απόστολοι και ποιμένες του λαού βρίσκονται σε δύσκολη θέση, δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα του κόσμου. Τότε οπλίζονται με πολλή πίστη και υπομονή και παρακαλούν.  Το “παρακαλούμε” των αποστόλων είναι πολύ πιο δυνατό από οποιαδήποτε διαταγή και απ᾽ όλους τους εξαναγκασμούς. Οι απόστολοι δεν χρειάζονται μέσα και τρόπους του κόσμου, είναι συνεργάτες του Θεού. Δεν θέλουν να επιβληθούν, θέλουν την ελεύθερη συγκατάθεση των ανθρώπων, γι᾽ αυτό και παρακαλούν.

Παρακαλούν λοιπόν οι απόστολοι και απολογούνται. Και η περικοπή αυτή είναι όλη μία απολογία του αποστόλου Παύλου. Με τον όρο απολογία εδώ εννοείται η εξήγηση, εξηγείται σε αυτούς που τον αμφισβητούν και τον κρίνουν ως Απόστολο. «Σε τίποτε καμμιά αφορμή δεν δίνουμε, για να μην κατηγορηθεί η Εκκλησία και το έργο της», λέει ο άγιος Απόστολος. Η πρώτη απόδειξη είναι ότι, όπως και οι άλλοι απόστολοι, έτσι και ο ίδιος είδε τον Χριστό Αναστάντα: «Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα;» (κορ. Α΄ 9:1). Ο Παύλος αναφέρεται στο συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό, ένα γεγονός το οποίο στη συνείδηση του αποτέλεσε την κλήση και την αποστολή του στη διακονία του Ευαγγελίου . Το «πάντοτε το αγαθόν διώκεται και εις αλλήλους και εις πάντας» (Α’ Θεσ. 5:15) είναι χαρακτηριστικό των προτροπών του όχι μόνο στις δύο προς Θεσσαλονικείς αλλά και σε όλες τις επιστολές του. Η οικουμενικότητα του κηρύγματός του, όχι μόνο στο θεολογικό επίπεδο της σωτηρίας Ιουδαίων και εθνικών αλλά και στο πρακτικό επίπεδο της προς πάντας «φιλαδελφίας» σε μια εποχή όπως η σημερινή, με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της σημεία που έχουν επισημανθεί, ιδίως τα δεύτερα, από Ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες και από επιστήμονες θεολόγους αποτελεί την ουσιώδη συμβολή του Παύλειου λόγου, διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην κοινωνία της εποχής μας.

Δεύτερη απόδειξη ήταν το ίδιο το έργο του: η ίδρυση και συγκρότηση από τον ίδιο της Εκκλησίας της Κορίνθου: «Ου το έργον μου υμείς εστέ εν Κυρίω;» (κορ. Α΄ 9:1). Άν άλλοι, που δεν είχαν γνωρίσει τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του από τον Παύλο, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αποστολική του ιδιότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνταν να το κάνουν οι χριστιανοί της Κορίνθου, οι οποίοι δια του αποστόλου Παύλου είχαν ελκυσθεί στην καινούρια πίστη. Για να σκέφτεται και να μιλάει κανείς έτσι, πρέπει να έχει βαθειά συνείδηση της αποστολής του στην Εκκλησία, πρέπει να πιστεύει πως πραγματικά είναι συνεργός του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το ζήτημα για τον Απόστολο δεν είναι μόνον πως σκέφτονται η πως φέρονται οι άνθρωποι, αλλά και τι πιστεύουν και τι κάνουν οι ποιμένες της Εκκλησίας.

Οι εκκλησιές είναι γεμάτες με εικόνες αγίων πατέρων και διδασκάλων, που ακολούθησαν το δρόμο του μεγάλου Αποστόλου, που έζησαν με την αγωνία μήπως εξαιτίας τους κατηγορηθεί το έργο της Εκκλησίας. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου βέβαια δεν είναι μόνο για τους πατέρες της Εκκλησίας. Αναφέρονται, όπως είπαμε, σε κάθε χριστιανό. Πρώτοι οι Απόστολοι και οι Πατέρες και ύστερα κάθε αληθινός χριστιανός με τον τρόπο που ζει, με τον τρόπο που σκέφτεται και με ο,τι κάνει, κηρύττει το Χριστό και το Ευαγγέλιο σ᾽ όλους. Ιδιαίτερα σ᾽ εκείνους που δεν είναι πρόθυμοι να το ακούσουν και να το δεχθούν.

Συνεχίζοντας λοιπόν ο απόστολος, μας μιλάει ακριβώς για τον τρόπο ζωής των χριστιανών. Πως δηλαδή πρέπει να σκέφτονται, ποιά να είναι τα κίνητρα των πράξεών τους, πως ν᾽ αντιδρούν στο κακό. Η γνώση της αλήθειας του Θεού, η μακροθυμία και η υπομονή, η καλοσύνη και η τιμιότητα, η δικαιοσύνη, η ανυπόκριτη αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η χαρά μέσα από τη λύπη κι όλα αυτά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και τη χάρη του Θεού. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν τον αληθινό χριστιανό, αυτά είναι η δύναμή του και η παρρησία του. Είναι τόσο επίκαιρα τα λόγια του Αποστόλου σήμερα, που οι άνθρωποι – ακόμα και οι χριστιανοί – είναι κυριευμένοι από το πνεύμα της πλεονεξίας, της αντεκδίκησης, της δολιότητας και της διαφθοράς.

Μέσα στους ανθρώπους σήμερα, είναι ριζωμένη η σκέψη του συμφέροντος, τι μπορούν να κερδίσουν, όχι τι να θυσιάσουν. Η γλώσσα όμως με την οποία μίλησε ο Απόστολος είναι η γλώσσα των ανθρώπων που έταξαν τον εαυτό τους να συνεργαστούν με το Θεό, να υπηρετήσουν στο έργο της σωτηρίας. Τέτοιοι άνθρωποι που υπηρετούν πιστά την Εκκλησία, που ακολουθούν τα ίχνη των αποστόλων και των αγίων θα υπάρχουν πάντα και σε κάθε εποχή, μπορεί να είναι λίγοι, μα θα υπάρχουν πάντα. Πρώτα βέβαια οι καλοί ποιμένες της Εκκλησίας και ύστερα οι αληθινοί χριστιανοί, όλοι ως διάκονοι και συνεργάτες του Θεού.

20-8-2017

Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου

Ευαγγέλιον κατά: Ματθ. (ιη΄, 23-35)

Πρωτότυπο Κείμενο

Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην˙ Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε, και αποδοθήναι. Πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων˙ Κύριε, μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω. Σπλαγχνισθείς δε ο κύριος του δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν και το δάνειον αφήκεν αυτώ. Εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού, ος ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων˙ απόδος μοι ει τι οφείλεις. Πέσων ουν ο σύνδουλος αυτού εις τους πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων˙ Μακροθύμησον επ’ εμοί και αποδώσω σοι. Ο δε ουκ ήθελεν, αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν εως ου αποδώ το οφειλόμενον. Ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω εαυτών πάντα τα γνόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ˙ Δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν εκείνην αφηκά σοι, επεί παρεκαλεσάς με˙ ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλεήσα; Και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ. Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του.» Μόλις άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσε να τα επιστρέψει, ο κύριος του διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα τα υπάρχοντά του και να του δώσουν το ποσό απο την πώληση. Ο δούλος τότε έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: «δείξε μου μακροθυμία και θα σου τα δώσω όλα τα χρέη μου πίσω». Τον λυπήθηκε λοιπόν ο κυρίος του εκείνον τον δούλο και τον άφησε να φύγει˙ του χάρισε μάλιστα και το χρέος. Βγαίνοντας έξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν απο τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια˙ τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: «ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς». Ο σύνδουλός του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε: «δείξε μου μακροθυμία, και θα σου τα ξεπληρώσω». Εκείνος όμως δεν δεχόταν, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει ότι του χρωστούσε. Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ, και πήγαν και διηγήθηκαν στον κύριο τους όλα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του λέει:«κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με παρακάλεσες˙ δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι εγω σπλαχνίστηκα εσένα;». Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. «Έτσι θα κάνει και σ’ εσάς ο ουράνιος Πατέρας μου, αν ο καθένας σας δεν συγχωρεί τα παραπτώματα του αδελφού του μ’ όλη του την καρδιά».

Σχολιασμός

Πραγματικά διαβάζοντας κανείς την παρούσα παραβολή του Κυρίου μας αμέσως κορυφώνονται μέσα στην ψυχή του αισθήματα συγκίνησης και θαυμασμού για την μεγαλοκαρδία και καλοσύνη που είχε δείξει ο βασιλέας για τον δούλο του. Αντίθετα παρατηρεί κανείς την αχάριστη και σκληρή στάση του πονηρού δούλου προς τον βασιλιά αλλά και στον συνδούλο του. Ο Απόστολος Πέτρος ακούοντας τον Κύριο μας να τονίζει ότι μια από τις προϋποθέσεις συγχώρησης των αμαρτιών των ανθρώπων είναι να συγχωρούμε αυτούς που μας έχουν αδικήσει έθεσε το εξής ερώτημα: Ένας ο οποίος μας έχει βλάψει πόσες φορές πρέπει να τον συγχωρούμε; Η απάντηση του Κυρίου μας στο ερώτημα αυτό ήταν η παραστατικότατη παραβολή του ευσπλαχνικού βασιλέως και του άσπλαχνου δούλου.    

Ένας βασιλιάς απαίτησε κάποτε να του δώσουν αναφορά οι στενοί του συνεργάτες για το έργο που επιτελούν αλλά και για τα ποσά που προέκυπταν από τις εισπράξεις των φόρων. Υπήρχε όμως ένας δούλος ο οποίος αντί να πληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον βασιλιά αυτός ξόδευε τα χρήματα σαν να ήταν δικά του με αποτέλεσμα να βρεθεί με τεράστιο χρέος και να αδυνατεί να πληρώσει τα χρωστούμενα. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσεως του ομολόγησε στον βασιλιά τις απαράδεχτες οικονομικές ατασθαλίες του και αφού υπήρχε αδυναμία εξόφλησης βγήκε διαταγή πώλησης όλων των υπαρχόντων του δούλου αλλά και της οικογένειας του ως σκλάβοι για να πληρωθεί το χρέος. Τότε ο δούλος γονυπετής και  μεταμελημένος παρακάλεσε για συγχώρηση. Ο βασιλιάς συγκινημένος, καλόκαρδος σαν ήταν συγχώρεσε τον δούλο διαγράφοντας του μάλιστα και το τεράστιο χρέος του.

Όμως ο δούλος ενθουσιασμένος από την αίσια κατάληξη που είχε η βασιλική κρίση για το άτομο του, προχώρησε σε μια ενέργεια η οποία φανέρωσε την επιφανειακή μεταμέλεια, καθώς και την αχαριστία του σε όλη της το μεγαλείο. Βγαίνοντας έξωθεν των βασιλικών ανακτόρων συνάντησε ένα άλλο δούλο ο οποίος του χρωστούσε το πολύ μηδαμινό ποσό των 100 δηναρίων και με μια απάνθρωπη σκληρότητα τον παγίδευσε μην τύχει και του ξεφύγει απαιτώντας από αυτόν να του επιστρέφει τα 100 δηνάρια. Η αδυναμία εξόφλησης οδήγησε στην καταγγελία του συνδούλου και στην άμεση φυλάκιση του. 
Μερικοί οι οποίοι προηγουμένως παρευρίσκονταν εντός της βασιλικής αίθουσας την ώρα της κρίσεως είχαν αρκετά λυπηθεί με την σκληρή συμπεριφορά του δούλου την οποία και μετέφεραν με όλα τα τεκταινόμενα στον βασιλιά. Οργισμένος ο βασιλιάς κάλεσε τον δούλο και αφού  του τόνισε πόσο αχάριστος και πονηρός είναι διέταξε να τον βασανίσουν μέχρι να εξοφλήσει τα χρωστούμενα.

 Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο άνθρωπος αρέσκετε  στην κατάκτηση  του υλικού πλούτου γι’ αυτό και παραμερίζει το καθετί που αφορά την σωτηρία της ψυχή του, αποφεύγοντας οποιαδήποτε προσπάθεια να κερδίσει τους θησαυρούς του ουρανού. Μνησικακεί εναντίον εκείνου που τον αδίκησε παρόλο που ο Θεός προλέγει ότι δεν θα δώσει άφεση αμαρτιών σε εκείνους που μνησικακούν. Η μνησικακία δημιουργεί ταραχή και ανασφάλεια στην ψυχή του ανθρώπου. Τα κυρίαρχα αισθήματα του μνησίκακου είναι η θλίψη , η στεναχώρια, η πικρία, η οργή . Έχει κατά νου  το αδίκημα που διέπραξε ο άλλος εις βάρος του και το ψάχνει, του δίνει μεγάλη έκταση , το ερευνά. Ενοχλείται αμέσως όταν γίνει αναφορά στον θεωρούμενο ως εχθρό του συνοδεύοντας αυτό το ξέσπασμα με ύβρεις και συκοφαντίες.

Ο άνθρωπος που βρίσκεται όμηρος της μνησικακίας καταφέρνει την απομάκρυνση του από το Θεό, από την προσευχή, την μελέτη οποιουδήποτε θρησκευτικού βιβλίου. Εγκλωβισμένος μέσα στα πάθη του δεν μπορεί να προσεγγίζει με αγνότητα και καθαρότητα  τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Είναι λογικό κάποιος όταν βρίσκεται κάτω από την πολιορκία της μνησικακίας να αναζητεί τρόπους εκδίκησης, αντιποίνων και να παίρνει έτσι μεγαλύτερες διατάσεις το κακό. Βέβαια η στάση αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις για τον ίδιο αφού με βάση τα λόγια του Κυρίου μας ένα είναι το σίγουρο, ότι δεν μπορεί να ελπίζει στην συγχώρηση των αμαρτιών του από τον ουράνιο πατέρα.    

Υπάρχει όμως από την άλλη ο μεγαλόκαρδος που συγχωρεί αυτούς που τον έχουν αδικήσει. Βλέπει με συγκατάβαση και κατανόηση το φταίξιμο του αδελφού του. Μετράει, ζυγίζει, και επεξεργάζεται με νηφαλιότητα κάτω υπό ποιες περιστάσεις αδικήθηκε δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην ανθρώπινη αδυναμία. Ο μεγαλόκαρδος χαρακτηρίζεται από πραότητα, γαλήνη, και χαρά. Συνταυτίζεται τότε με τον εσταυρωμένο Κύριο μας ο οποίος αν και έπασχε πάνω στο σταυρό, ζητούσε από τον ουράνιο πατέρα να συγχωρέσει τους σταυρωτές του, τον πρωτομάρτυρα Στέφανο που ενώ το σώμα του δεχόταν βροχή τις πέτρες παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην».           

Στην παρούσα ζωή ο μεγαλόκαρδος είναι ειρηνικός και χαρούμενος, βρίσκεται υπό την σκέπη και προστασία του Θεού, στην μέλλουσα ζωή θα αποκτήσει την θέωση ,θα γίνει θεός κατά χάριν, όμοιος ως προς την δόξα και την μακαριότητα με τον Χριστόν. Προτιμότερη λοιπόν η αμνησικακία παρά η μνησικακία, η συγχωρητικότητα παρά η σκληρότητα, η μακροθυμία από τη εκδικητικότητα.

Η συμπεριφορά του αγνώμονα δούλου θεωρείται καταδικαστέα και μάλιστα ελεεινή. Δεν υπάρχει κάτι ελαφρυντικό γι’αυτόν. Ας προσέξουμε όμως μήπως και εμείς καμιά φορά πολύ ή λίγο διαπράττουμε το θανάσιμο αμάρτημα εκείνου, ενώ ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς δεν συγχωρούμε τους άλλους, αναζητώντας μάλιστα και ευκαιρία εκδικήσεως. Έτσι όμως σκεπτόμενοι και φερόμενοι μόνο τον εαυτό μας βλάπτουμε διότι ούτε και εμείς θα πάρουμε συγχώρηση από τον Θεό. Ας ακολουθήσουμε το δρόμο της αμνησικακίας και τότε θα βρούμε έλεος και συγχώρηση από το Θεό, τότε δεν θα υπάρχει κανένας φόβος όταν ακούσουμε το «Δούλε πονηρέ, πάσαν την……….. ως και εγώ σε ηλεήσα;».