ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄
3-12-2017
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (κδ΄, 1-12)
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος, ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων· Ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ· καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. Ὁ δὲ Πέτρος, ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Τήν ἑπόμενη μέρα ὅμως μετά τό Σάββατο, ἀπό τά βαθιά χαράματα, ἦρθαν οἱ γυναῖκες στόν τάφο μέ τά ἀρώματα πού εἶχαν ἑτοιμάσει· μαζί τους ἦταν καί μερικές ἄλλες. Βρῆκαν τότε τήν πέτρα κυλισμένη ἀπό τό μνῆμα καί, ὅταν μπῆκαν σ’ αὐτό, δέ βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καθώς ἀποροῦσαν γι’ αὐτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο ἄντρες μέ ἀστραφτερές στολές. Κι ἐνῶ αὐτές κατατρομαγμένες εἶχαν σκυμμένο τό πρόσωπό τους στή γῆ, τίς ρώτησαν: «Τί ζητᾶτε τόν ζωντανό ἀνάμεσα στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ, ἀναστήθηκε! Θυμηθεῖτε τί σᾶς εἶχε πεῖ, ὅταν ἀκόμα ἦταν στή Γαλιλαία. Σᾶς εἶπε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου πρέπει νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, νά σταυρωθεῖ καί τήν τρίτη ἡμέρα ν’ ἀναστηθεῖ». Θυμήθηκαν τότε τά λόγια του. Ἐπέστρεψαν λοιπόν ἀπ’ τό μνῆμα καί τά ἀνάγγειλαν ὅλα αὐτά στούς ἕντεκα μαθητές καί σ’ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτές πού τά ἔλεγαν αὐτά στούς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί οἱ ὑπόλοιπες πού ἦταν μαζί τους. Τά λόγια αὐτά τούς φάνηκαν φλυαρίες καί δέν τίς πίστευαν. Ὁ Πέτρος ὅμως σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.
3-12-2017
Κυριακή ΚΣΤ’ Επιστολών
Απόστολος ανάγνωσμα προς Εφεσ.(δ', 8-19)
Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, ως τέκνα φωτός περιπατείτε· ο γαρ καρπός του Πνεύματος εν πάση αγαθωσύνη και δικαιοσύνῃ και αληθεία· δοκιμάζοντες τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω. και μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε· τα γαρ κρυφή γινόμενα υπ’ αυτών αισχρόν εστι και λέγειν· τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανεροῦται· παν γαρ το φανερούμενον φως εστι. διο λέγει· έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός. Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί. Δια τούτο μη γίνεσθε άφρονες, αλλά συνιέντες τι το θέλημα του Κυρίου. Και μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία, αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω.
Νεοελληνική Απόδοση
Κάποτε ήσασταν στο σκοτάδι, τώρα όμως, που πιστεύετε στον Κύριο, είστε στο φως. Να ζείτε, λοιπόν, σαν άνθρωποι που ανήκουν στο φως. Γιατί η ζωή εκείνων που οδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα διακρίνεται για την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Να εξετάζετε τι αρέσει στον Κύριο. Και να μη συμμετέχετε στα σκοτεινά κι ανώφελα έργα των ἀλλων, αλλά να τα ξεσκεπάζετε. Γι’ αυτά που κάνουν εκείνοι στα κρυφά είναι ντροπή ακόμα και να μιλάμε. Όταν όμως όλα αυτά έρχονται στο φως, δείχνουν τί είναι. Γιατί ο,τι φανερώνεται γίνεται και το ίδιο φως. Γι’ αυτό λεει ένας ύμνος: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς και ο Χριστός θα σε φωτίσει». Προσέχετε, λοιπόν, καλά πως ζείτε. Μη ζείτε ως ασύνετοι αλλά ως συνετοί. Να χρησιμοποιείται σωστά το χρόνο σας, γιατί ζούμε σε πονηρούς καιρούς. Γι’ αυτό μην είστε άφρονες, αλλά ν’ αντιλαμβάνεστε τί θέλει ο Κύριος από σας. Και μη μεθάτε με κρασί, που οδηγεί στην ασωτεία, αλλά να γεμίζετε με το Πνεύμα του Θεού. Να τραγουδάτε στις συνάξεις σας ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, να ψάλλετε με την καρδιά σας στον Κύριο.
Σχολιασμός
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής, ο Απόστολος Παύλος καλεί τους χριστιανούς σε μια διαφοροποίηση από τον αμαρτωλό κόσμο της φθοράς και της αλλοτρίωσης. Τους καλεί να μην γίνονται με την ανοχή τους συγκοινωνοί σε αμαρτωλά έργα τα οποία δεν πρόκειται να φέρουν κανένα ωφέλιμο καρπό. Αντιθέτως οφείλουν να ελέγχουν τα έργα του σκότους με το φως που πηγάζει μέσα από την πίστη στο ζώντα Θεό. Σε καμιά περίπτωση το μήνυμα του Ευαγγελίου δεν μπορεί να συσχηματιστεί με τις βουλές και τα εγκόσμια σχέδια των ανθωπίνων επιδιώξεων τα οποία πολύ απέχουν από το ίδιο το θέλημα του Θεού.
Ο άνθρωπος πολλές φορές μένει σιωπηλός και ανεκτικός σε πολλές ανομίες που πραγματοποιούνται γύρω του και εδώ ακριβώς ο Απόστολος τονίζει την ευθύνη και την ενοχή του απέναντι του Θεού. Βεβαίως η κατανόηση στο ελάττωμα κάποιου ανθρώπου και ο αγώνας τον οποίο διεξάγει για απελευθέρωσή του από το πάθος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ένοχη ανοχή απέναντι στον άλλο που αντί να βοηθηθεί προκειμένου να συνειδητοποιήσει το σφάλμα του, αντιμετωπίζεται από τους άλλους σαν κάτι το φυσιολογικό με αποτέλεσμα και ο άλλος να παραπαίει πνευματικά αλλά και η δική μας συνείδηση να αμβλύνεται απέναντι στην αμαρτία και το άδικο. Ανατρέχοντας στην Παλαιά Διαθήκη παρακολουθούμε την περίπτωση του ιερέα Ηλί. Ο Ηλί έβλεπε τους γιούς να βεβηλώνουν το θυσιαστήριο και περιοριζόταν μόνο σε κάποιες χαλαρές συμβουλές χωρίς όμως να τους αποτρέπει. Οι γιοι του δεν μπορούσαν να συναισθανθούν τη σοβαρότητα της παρεκτροπής τους και ο Θεός αποδοκίμασε από τη μια μεριά και αυτούς αλλά και τον πατέρα τους για την ένοχη αυτή του στάση.
Όχι μόνο κατά τους χρόνους στους οποίους γράφει ο Απόστολος Παύλος αλλά και σε κάθε χρονική στιγμή, αφού τα ευαγγελικά και αποστολικά μηνύματα είναι διαχρονικά και αναφέρονται σε κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής, οφείλουμε να ελέγχουμε και να διαφωτίζουμε όσους βρίσκονται στο σκοτάδι της αμαρτίας χωρίς να τους καταδικάζουμε. Έχουμε υποχρέωση, όποτε μας δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία, να ελέγχουμε με τα λόγια μας αλλά πάντοτε με αγάπη προκειμένου να οδηγούμε σε με τάνοια. Ο Θεός δεν θέλει τιμωρία του πεσμένου ανθρώπου αλλά μετάνοια και ανόρθωση πνευματική. Σε αυτό θα βοηθήσει πρώτα απ’ όλα η δική μας ζωή. Δεν είναι τυχαίο που οι άγιοι και οι δίκαιοι προβάλλονται πάντοτε ως παραδείγματα ορθού και ανεπίληπτου βίου σε αντιπαραβολή με την ανομία. Η δική μας πνευματική καλλιέργεια και ζωή γίνεται το εφαλτήριο, για μίμηση και από άλλους ανθρώπους.
Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπως τη δική μας με έντονα σημάδια ταραχών, τρομοκρατίας,βίας, οικονομικής αδικίας και μαρασμού, κρίσης στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, η Εκκλησία δεν σιωπά. Ελέγχει και στηλητεύει την ανομία προβάλλοντας το δικό της φως, τη δική της διδασκαλία, τα δικά της ιδανικά, της αγάπης, του σεβασμού, της δικαιοσύνης, της αλληλοβοήθειας και της καταλλαγής προκειμένου και να διέλθει ο επίγειος βίος με τη χάρη του Θεού αλλά και οδηγηθεί ο άνθρωπος στη σωτηρία μακριά από την απώλεια του Παραδείσου ένεκα της δικών μας εγκλημάτων και ανομιών.
3-12-2017
Κυριακή ΙΔ’ Λουκά
Ευαγγέλιον κατά Λουκάν (ιη΄ 35-43)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τω καιρώ εκείνω, εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο, τι είη τούτο. Απήγγειλαν δε αυτώ, ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε, λέγων· Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση· αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν· εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν, λέγων· Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε· Κυριε, ίνα αναβλέψω. Και ο Ιησούς είπεν αυτώ· Ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν· και πας ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Αυτός πλησίασε, κι εκείνος τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Κι όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
Σχολιασμός
Η διήγηση του θαύματος και οι προεκτάσεις του.
Ο Ιησούς Χριστός τέλεσε αυτό το θαύμα της θεραπείας του τυφλού από την Ιεριχώ διαρκούντος του τελευταίου σταδίου της πορείας του προς τα Ιεροσόλυμα, όπου ακολούθησαν τα πάθη, ο σταυρικός θάνατος και η ανάστασή του. Εντασσόμενο μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, το θαύμα λαμβάνει εξαιρετική σημασία, γιατί φανερώνει την εξουσία του Χριστού να τελεί αυτού του είδους τα θαυμαστά γεγονότα, εξουσία μέσα από την οποία ο Χριστός αποκαλύπτεται, ότι είναι όντως ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού. Λαμβάνει, εξ άλλου, συμβολικό περιεχόμενο, γιατί αυτός ο οποίος δίδει το φως στο σωματικά τυφλό, χαρίζει και το πνευματικό φως και απαλλάσσει από την πνευματική τύφλωση. Εξάλλου ο Χριστός είπε ότι «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μή περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄έξει το φώς της ζωής». (Ιωαν. 8,12).
Ο Ιησούς Χριστός, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του πορείας προς την Ιερουσαλήμ, διέσχισε την κοιλάδα του Ιορδάνη και ήρθε στην Ιεριχώ. Εκεί κάποιος τυφλός καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε. Από τον ευαγγελιστή Μάρκο πληροφορούμαστε ότι το όνομα του τυφλού ήταν Βαρτιμαίος και ήταν γιος του Τιμαίου (Μαρκ. 10:46). Είναι γνωστό ακόμα και σήμερα το κοινωνικό φαινόμενο για πολλούς ανθρώπους που, ένεκα διαφόρων προβλημάτων σχετικών με την υγεία τους, δεν μπορούσαν να εργαστούν και να βγάλουν τα απαραίτητα για την επιβιωσή τους και κάθονταν στους δρόμους, όπου περίμεναν τη βοήθεια από τους περαστικούς. Ένας από αυτούς ήταν και ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής ο οποίος θεραπεύθηκε από τον Ιησού Χριστό.
Η τύφλωση του στερούσε τη δυνατότητα γνώσης των γεγονότων. Έτσι όταν άκουσε θόρυβο και οχλαγωγία γύρω του ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Οι παρευρισκόμενοι άνθρωποι τον πληροφόρησαν ότι περνά από εκεί ο Ιησούς περί του οποίου φαίνεται ότι είχε ήδη ακούσει από πριν.
Βλέποντας λοιπόν με τα μάτια της ψυχής του ποίος ήταν ο Ιησούς Χριστός και τι μπορούσε να του προσφέρει άρχισε να φωνάζει «Ιησού Υιέ του Δαβίδ ελέησον με». Ο τίτλος αυτός που δίνει ο τυφλός στον Ιησού Χριστός είναι από τους γνωστούς στη θεολογία ως μεσσιανικός τίτλος, δηλαδή τίτλος που θα λάμβανε ο Μεσσίας όταν θα ερχόταν. Ο τυφλός επομένως αναγνωρίζει και ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ερμηνεύοντας το χωρίο σημειώνει ότι με το να λέγει ο τυφλός ελέησον με, μας αποκαλύπτει ότι είχε σχηματίσει κάποια εντύπωση εντός του περί της θεότητας του Χριστού και ότι δεν επρόκειτο περί ενός απλού και κοινόυ ανθρώπου. Η παράκληση του τυφλού να τον ελεήσει μας δείχνει την πίστη και την εμπιστοσύνη που είχε, ότι αυτός που περνούσε από κοντά του ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον κάνει καλά.
Οι παρευρισκόμενοι και όσοι ακολουθούσαν τον Χριστό προσπαθούσαν να επιβάλουν στον τυφλό να σιωπήσει γιατί θεωρούσαν αυθάδεια την αξίωση του να σταματήσει ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. Παρά τις προτροπές των παρευρισκομένων να σιωπήσει, ο τυφλός φώναζε εντονότερα «Υιέ Δαυίδ ελέησον με». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λεει ότι κάποιος που κραυγάζει δυνατά αισθάνεται ότι μαζί με τη φωνή που βγάζει αδειάζει και ο ίδιος από την πνοή του, έτσι και αυτός που κραυγάζει στον Κύριο με την καρδία του αδειάζει από κάποια εσωτερική δυσκολία. Η κραυγή η οποία ελκύει την προσοχή του Κυρίου είναι αυτή που βγαίνει μέσα από την καρδία μας. Συνεχίζοντας ο ιερός πατήρ μας λεει ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της κραυγής που εισακούει ο Κύριος είναι η προθυμία. Μια τέτοια κραυγή μέσα από τα βάθη της καρδίας του έβγαζε και ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας μας λεει ότι φώναζε πιο πολύ γιατί η θερμότητα και η επιμονή του στην προσευχή έβγαιναν από την εσωτερική του κατάσταση.
Ο Κύριος σταμάτησε την πορεία του και διέταξε να τον φέρουν κοντά του. Ο Κύριος δείχνει με την πράξη του αυτή την άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία του προς τον άνθρωπο που του φωνάζει με όλη την δύναμη της καρδίας του. Άκουσε τη φωνή αυτού του άνθρωπου ανάμεσα σε τόσες άλλες επειδή έβγαινε με πίστη και σιγουριά ότι αυτός που βρισκόταν κοντά του μπορούσε να τον κάνει καλά.
Με την ερώτηση τι θέλεις να σου κάμω, την οποία απευθύνει στον τυφλό ο Χριστός κάνει γνωστό στους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι εκεί ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένο ζητιάνο αλλά για άνθρωπο που έχει πίστη. Η πίστη του αυτή τον οδηγεί στον Μόνο που μπορεί να του δώσει το φως του. Παρόλο που ο Κύριος γνωρίζει τις ανάγκες μας ζητά από εμάς να τις ακούσει. Με το να λέγουμε τις ανάγκες μας στον Κύριο μαθαίνουμε τους εαυτούς μας να εκτιμούν το έλεος το οποίο του ζητούμε.
Ο Ιησούς Χριστός, με την εξουσία που είχε, είπε τότε στον τυφλό ανάβλεψον και αυτός απέκτησε το φως του. Η μεγάλη πίστη που είχε ο άνθρωπος αυτός ότι ο Χριστός είναι ο Υιός Δαβίδ ήταν τόσο έντονη που δεν σταματούσε ακόμα και όταν οι άλλοι τον επιτιμούσαν. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας μας λέγει «οίδεν η πίστις πρός πάντα μάχεσθαι και πάντα νικάν». Δηλαδή γνωρίζει η πίστη να μάχεται με όλα και να νικά. Η πίστη αυτή οδήγησε και τον τυφλό στο να δει τη σωτηρία που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Την σωτηρία αυτή είχε δει και ο γέροντας Συμεών που βρισκόταν στο ναό του Σολομώντα, όταν η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ πήραν τον Ιησού στο ναό, σαράντα μέρες μετά τη γεννησή του. Όταν πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος Ιησού αναφώνησε «νυν απολύεις τον δουλόν σου δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λουκ. 2. 29-32). Δηλαδή τώρα Κύριε μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν τον Σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς, φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ.
Ευθύς όταν είπε ο Ιησούς Χριστός στον τυφλό η πίστη σου σέσωκε σε, την ίδια στιγμή απέκτησε ξανά το φως του και ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό μαζί με το πλήθος που ανυμνούσε τον Θεόν όταν είδε το Θαύμα. Έτσι, φαίνεται η θαυματουργική δύναμη του λόγου του Ιησού Χριστού. Ο Κύριος επιτρέπει στον τυφλό να εκδηλώνει την ευγνωμοσύνη του και στο πλήθος τον θαυμασμό του επειδή μετά από λίγο χρόνο ο Χρίστος θα αντιμετωπίσει το πάθος του. Ο Χριστός είχε σαν έργο του να δοξάζεται ο Πατήρ του, όπως είπε ο Ίδιος. Έτσι τα θαύματα του Ιησού Χριστού είναι και ένας τρόπος δοξολογίας του ονόματος του Θεού. Εξ άλλου, σύμφωνα και με τον προφήτη Ησαΐα, «τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται» (Ησ. 35:5). Όταν δηλαδή θα ερχόταν ο Μεσσίας θα έδινε το φώς στους τυφλούς και τα αυτιά των κωφών θα άνοιγαν για να ακούσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Με το θαύμα αυτό της ανάβλεψης του ανθρώπου αυτού αλλά και άλλων σε άλλες περικοπές έχουμε την εκπλήρωση της προφητείας αυτής του προφήτη Ησαΐα.
Επίλογος
Είναι διαπιστωμένο ότι, όταν από ένα άνθρωπο απουσιάζει μία οποιαδήποτε αίσθηση αναπτύσσει ποικίλες άλλες ικανότητες, οι οποίες αναπληρώνουν τρόπον τινά εκείνο που υστερούν. Επίσης, είναι κοινά διαπιστωμένο ότι άνθρωποι οι οποίοι υποφέρουν από την τύφλωση διακρίνονται για την αγνότητα των αισθημάτων, των σκέψεων και των πράξεών τους. Η όραση είναι μία από τις σημαντικότερες αισθήσεις του ανθρώπου. Αυτή τον φέρει σε επαφή και με αυτή γνωρίζει το φυσικό του περιβάλλον. Όμως, τόσο η όραση όσον και οι λοιπές αισθήσεις καθίστανται μέσα γνωριμίας και του ίδιου του Θεού. Οι αισθήσεις του σώματος καθίστανται τα σημεία επαφής με τις ψυχικές αισθήσεις. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος καλείται να διατηρήσει την αγνότητα των αισθήσεών του. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να αναχθεί προς τον Θεό και να γνωρίσει τον Θεό. Ο Χριστός, σε επίρρωση αυτού του σημαντικού σημείου επαφής του ανθρώπου με τον Θεό, έχει μιλήσει με παραβολικό και συμβολικό τρόπο: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Iω. 9:39). Μπορεί να έχουμε ακέραιη την αίσθηση της οράσεως και να διατεινόμαστε με κομπασμό ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Στην πραγματικότητα, όμως, υποφέρουμε από πνευματική τύφλωση, από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε, όπως ο τυφλός στην Ιεριχώ βρήκε τη σωματική του όραση, για να μπορέσουμε έτσι να δούμε και να γνωρίσουμε την αλήθεια, να γνωρίσουμε τον Θεό.
Όταν δεν έχουμε τον πλούτο και το φως της πίστεως παραμένουμε και τυφλοί και πτωχοί και προσπαθούμε να ζητιανέψουμε αυτά που μας προσφέρουν οι τυχαίοι περαστικοί. Όμως, ο Χριστός έρχεται πάντοτε κοντά μας και μας καλεί και μας ρωτά τι θέλουμε. Σ’ αυτόν πρέπει να απευθυνθούμε για να λάβουμε τον πλούτο της πίστεως, το φως της ζωής και την ελπίδα της σωτηρίας.