24-12-2017

Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως

ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην (κ΄, 1-10)

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον Μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια· οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν· Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, τό πρωί, κι ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνῆμα καί βλέπει τήν πέτρα μετατοπισμένη ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, καί πηγαίνει στό Σίμωνα Πέτρο καί στόν ἄλλο μαθητή πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, καί τούς λέει: «Πῆραν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν ξέρουμε ποῦ τόν ἔβαλαν». Βγῆκαν τότε ἔξω ὁ Πέτρος κι ὁ ἄλλος μαθητής κι ἔρχονταν στό μνῆμα. Ἔτρεχαν κι οἱ δυό μαζί. Ὁ ἄλλος μαθητής ὅμως ἔτρεξε γρηγορότερα ἀπό τόν Πέτρο κι ἔφτασε πρῶτος στό μνῆμα. Σκύβει μέσα γιά νά δεῖ καί βλέπει τίς πάνινες λουρίδες στό ἔδαφος, δέν μπῆκε ὅμως μέσα. Ἔφτασε μετά κι ὁ Σίμων Πέτρος, πού ἐρχόταν πίσω του, καί μπῆκε μέσα στό μνῆμα. Ἐκεῖ βλέπει στό ἔδαφος τίς πάνινες λουρίδες κάτω, καί τό σουδάριο μέ τό ὁποῖο εἶχαν δέσει τό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ νά μήν εἶναι μαζί μέ τίς λουρίδες, ἀλλά σέ μιά μεριά τυλιγμένο χωριστά. Ἐκείνη τή στιγμή, μπῆκε μέσα κι ὁ ἄλλος μαθητής, πού εἶχε ἔρθει πρῶτος στό μνῆμα, τά εἶδε αὐτά καί πίστεψε. Γιατί, ὥς τότε δέν εἶχαν καταλάβει τή Γραφή, πού λέει ὅτι σύμφωνα μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας θ’ ἀνασταινόταν ἀπό τούς νεκρούς. Οἱ μαθητές ἔφυγαν τότε καί γύρισαν πάλι στό σπίτι τους.

24-12-2017

Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως

Απόστολος προς Εβρ. (Ιά, 9-10, 32-40)

Πρωτότυπο Κείμενο

Πίστει παρωκτησεν εις την γην της επαγγελίας ως αλλότHριαν , εν σκηναίς κατοικήσας μετά Ισαάκ και Ιακώβτων συγκληρονόμων της επαγγελίας της αυτής εξεδέχετο γαε τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός. 32 Και τα έτι λέγω;επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθαέ, Δαυίδ τε και Σαμουήλ και των προφήτων , οι δια πίστεως κατηγωνίσατο βασιλείας , ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός , έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγεννήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών. άλλοι δε ετυμπανίσθησαν  ου προσδεξάμενοι την απολύρωσιν , ινα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν. Έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον , έτι δε δεσμών και φυλακής. Ελιθάσθησαν, επρίσθησαν ,επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον , περιήλθον εν μηλωταίς , εν αιγείοις δέρμασιν , υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος , ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής.Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρειττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Νεοελληνική Απόδοση

Με πίστη εγκαταστάθηκε στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός, ξένος σε άγνωστη χώρα, ζώντας σε σκηνές με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που κι αυτοί ήταν κληρονόμοι της ίδιας υπόσχεσης. Κι αυτό , γιατί περίμενε την πόλη που θα είχε στέρεα θεμέλια και που αρχιτέκτονας και δημιουργός θα ήταν ο Θεός. Χρειάζεται να συνεχίσω; Δεν θα με πάρει ο χρόνος να διηγηθώ για το Γεδεών , το Βαράκ , το Σαμψών , τον Ιεφθάε, το Δαυίδ,, το Σαμουήλ και τους προφήτες. Με την πίστη κατατρόπωσαν την βασιλεία, επέβαλαν το δίκαιο, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή ,έγιναν από αδύνατοι ισχυροί , ανδείχτηκαν ήρωες στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα, γυναίκες ξαναπήραν πίσω στη ζωή τους ανθρώπους τους, κι άλλοι βασανίστηκαν στο θάνατο ,χωρίς να δεχτούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωη. Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν , πριονίστηκαν , πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μάχαιρα, περιπλανήθηκαν ντυμένοι  με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν σε στερήσεις , υπέφεραν καταπιέσεις , θλίψεις και κακουχίες,  κόσμος δεν ήταν άξιος να χει τέτοιους ανθρώπους ,πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά ,σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. Όλοι η παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία  της πίστης τους , δεν πήραν ότι τους υποσχέθηκε ο Θεός, ο οποίος είχε προβλέψει καλύτερο για μας , έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Σχολιασμός

Η συγκεκριμένη Κυριακή, η οποία προηγείται των Χριστουγέννων, ονομάζεται Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως και αποτελεί την κορύφωση της προετοιμασίας και τον προάγγελο της μεγάλης εορτής της Γεννήσεως του Χριστού, που κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι «η μητρόπολις» των εορτών, γιατί το γεγονός που εορτάζομε κατ᾿ αυτή είναι η προϋπόθεση όλων των άλλων σταθμών της σωτηρίας μας. Αν δεν γεννιόταν ο Χριστός ούτε θα βαφτιζόταν, ούτε θα δίδασκε και θα θαυματουργούσε, ούτε θα έπασχε και θα ανασταινόταν. Ήδη με τη γέννηση του Χριστού η σωτηρία του γένους μας έχει δυνάμει συντελεσθεί. Η θεία και η ανθρώπινη φύση έχουν ενωθεί εν Χριστώ. Ο Θεός και άνθρωπος Ιησούς Χριστός αποτελεί την ζώσαν εικόνα και την εγγύηση της μελλοντικής εν Χριστώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων. Τα αναγνώσματα της ημέρας περιέχουν πολλά εβραϊκά ονόματα, τα οποία αποτελούν μια αλυσίδα με πρώτο κρίκο τον Αδάμ και τελευταίο το δίκαιο Ιωσήφ και σύμφωνα με το συναξάρι της ημέρας, επιτελούμε την μνήμη όλων αυτών, οι οποίοι με τις πράξεις τους ευαρέστησαν το Θεό.

Το αποστολικό μας ανάγνωσμα προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Πρόκειται για την περικοπή όπου εξαίρεται η πίστη του Πατριάρχη Αβραάμ, καθώς και άλλων επιφανών ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης.

Η πίστη του Αβραάμ φανερώθηκε όταν τον κάλεσε ο Θεός να εξέλθει από την πατρική του γη και την οικογένειά του και να πάει να κατοικήσει εκεί που θα του υποδείκνυε ο ίδιος ο Θεό. Ο Αβραάμ το δέχτηκε χωρίς καν να ρωτήσει ποιος θα ήταν ο τόπος κατοικίας του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Με πυξίδα την πίστη και απόλυτη υπακοή, έφυγε από το σπίτι του λαμβάνοντας την υπόσχεση από το Θεό ότι θα αναδείκνυε τον εκλεκτό λαό από το γένος του. (Γεν. 12, 1-3). Με απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη στο Θεό ο Αβραάμ κατοίκησε εκεί όπου του υπέδειξε, χωρίς να θεωρήσει ότι ήταν και πάλι η μόνιμη του κατοικία, αλλά  ανέμενε την εκπλήρωση των επαγγελιών, των υποσχέσεων του Θεού και την έλευση του Μεσσία Ιησού Χριστού στον οποίο ανήκει η ουράνια και αιώνια Ιερουσαλήμ.

Ο Αβραάμ δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη και αποδοχή αυτών που αποκαλύπτει ο Θεός χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα γιατί είχε πάντα την αίσθηση του παρεπίδημου, δηλαδή του περαστικού και του προσωρινού. Η έγνοια του ήταν στην ουράνια πατρίδα, όπου και να πήγαινε αισθανόταν την στοργική αγκαλιά του Θεού και την αγάπη Του, γι αυτό δεν τον ένοιαζε αν θα άλλαζε τον τόπο διαμονής του, το οποίο ήταν ένα από τα πολλά που του ζητήθηκαν να θυσιάσει. Η αποστολική περικοπή αναφέρει στη συνέχεια από τη ροή της Ιεράς Ιστορίας περιστατικά ζώσης και θαυματουργικής πίστεως των ανθρώπων. Η δύναμη της πίστεως υπερβαίνει και νικάει όλους τους πειρασμούς, τους διωγμούς, τις αρρώστιες, τις φυλακίσεις, τους λιθοβολισμούς, τις θλίψεις, τις κακουχίες. Σε όλο λοιπόν το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας γίνεται αναφορά σε μια σειρά γεγονότων πίστεως, με τα οποία οι άνθρωποι τούτοι δίκαια και έμπρακτα αποδείχθηκαν αφοσιωμένοι στο Θεό. Εξαίρεται η πίστη επιφανών ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι υπέμειναν θλίψεις, διωγμούς, στερήσεις και βασανιστήρια για την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Οι άνθρωποι αυτοί «Ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής». Ο απόστολος Παύλος αναφέρεται ονομαστικά σε μερικούς από αυτούς, όπως στο Γεδεών, τον Σαμψών, το βασιλέα Δαυίδ και άλλους. Μάλιστα αναφέρει ο Παύλος ότι ο κόσμος δεν είναι άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους δίκαιους. Όταν μιλά για «κόσμο» εννοεί τον κόσμο της φθοράς και της πτώσεως.

Οι σύγχρονοι τώρα άνθρωποι οι οποίοι ζούμε σε μιαν εποχή στην οποία όλα είναι όλα πιο εύκολα, δεν κινδυνεύουμε ούτε από εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, δεσμά και φυλακίσεις λιθοβολισμούς, δοκιμασίες, στερήσεις, καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες,  παρά μόνο απολαμβάνουμε τις πλούσιες δωρεές του Θεού, εν τούτοις, δε δείχνουμε αυτή την απόλυτη εμπιστοσύνη την οποία έδειχνε ο Αβραάμ, την αφοσίωση στο Θεό και το θέλημά του, χωρίς να ζητάμε ανταλλάγματα. Αντίθετα γογγύζουμε σε κάθε δοκιμασία, ζητάμε να μάθουμε το γιατί σε όλα όσα μας συμβαίνουν χωρίς να λέμε, ας γίνει το θέλημα Σου, όπως ακριβώς έπραξε ο Αβραάμ.              

24-12-2017

Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως

Ευαγγέλιον κατά Ματθαίου (α΄, 1-25)

Πρωτότυπο κείμενο

 Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ.  Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού,  Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ,  Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών,  Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί,  Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυίδ τον βασιλέα. Δαυίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου,  Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά,  Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν,  Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν,  Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ,  Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός.  Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος εως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες. Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην· μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν η συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.  Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν.  Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ εφάνη αυτώ λέγων· Ιωσήφ υιός Δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών.  Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος·  Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός.  Διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού,  και ουκ εγίνωσκεν αυτήν εως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.

Απόδοση

Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού, απογόνου του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ.  Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του.  Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασσών και ο Ναασσών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρούθ, ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα του Ουρία• ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά• ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία• ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία• ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία• ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδελφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τονΖοροβάβελ• ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ• ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ• ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές• το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως το Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ.  Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει,  αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς την επίσημη διαδικασία. Όταν  όμως κατέληξε σ΄ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος  σταλμένος από τον Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα  Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Να, η  παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη  γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της• ωσότου γέννησε το γιο της  τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.

Η γενεαλογία και η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων είναι παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ευαγγελιστή Ματθαίου και αναφέρεται στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού και στη συνέχεια στην Οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησή Του. Η χρησιμοποίηση των γενεαλογιών κατά την εποχή των ιερών Ευαγγελιστών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Στην παρούσα περίπτωση ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παραμένει σε μια απλή παράθεση της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, αλλά δίδει σε αυτήν θεολογική διάσταση.

Μέσα από την απαρίθμηση όλων αυτών των ονομάτων, που αποτελούν τον κατάλογο των προπατόρων του Ιησού Χριστού, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος καταδεικνύει, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι όντως ένα υπαρκτό πρόσωπο της ιστορίας. Έτσι δίδει μιαν απάντηση σε όλους εκείνους που κατά καιρούς αμφισβήτησαν ή ακόμα και σήμερα αμφισβητούν την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Επιπλέον μέσα από τη διήγηση ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι όντως «υιός του Δαβίδ». Σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Θεού, όπως αυτές φαίνονται μέσα στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, η σωτηρία του κόσμου θα προερχόταν «εκ σπέρματος Δαυίδ». Σε τελική ανάλυση η Γέννηση του Ιησού Χριστού αποτελεί την κατάληξη του προαιώνιου σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία και τη λύτρωση του κόσμου.

Μετά την παράθεση της γενεαλογίας, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας αναφέρει σε συντομία τα γεγονότα σχετικά με τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Όταν ο Ιωσήφ ο μνήστωρ αντιλήφθηκε ότι η Παναγία, ήταν έγκυος, βασανιζόμενος από λογισμούς και σκέψεις, σκέφτηκε κρυφά να τη διώξει σε τόπο μακρινό. Τις αμφιβολίες του Ιωσήφ διαλύει άγγελος Κυρίου, που παρουσιάστηκε σ’ αυτόν και του είπε, ότι το παιδί που κυοφορεί η Μαρία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και ότι το αγόρι που θα γεννηθεί είναι εκείνος που θα φέρει τη σωτηρία στον κόσμο. Έτσι ο Ιωσήφ παρέμεινε με τη Μαρία και στη συνέχεια γεννήθηκε το παιδί και το ονόμασαν Ιησούν, σύμφωνα με την εντολή του Αγγέλου.

Στη συνέχεια ο Ευαγγελιστής Ματθαίος τονίζει ότι: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». Η ενανθρώπηση δηλαδή του Ιησού Χριστού δε σηματοδοτεί απλά τη λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία, αλλά την παρουσία του ίδιου του Θεού ανάμεσά μας. Η γέννηση του Ιησού Χριστού και η επί γης δράση Του δεν αποτελεί απλά την απαρχή της αποκατάστασης της ανυπακοής των πρωτοπλάστων, αλλά και την καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, τη δυνατότητα δηλαδή της κοινωνίας και πάλι του ανθρώπου με το Θεό.

Στο σημείο αυτό έχουμε την εκπλήρωση της μεσσιανικής προφητείας του προφήτη Ησαΐα, ότι δηλαδή η γέννηση του Μεσσία Χριστού θα γίνει από γυναίκα Παρθένο. Η εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης δε σημαίνει σε καμία περίπτωση τη δέσμευση του Θεού απέναντι στους ανθρώπους, αλλά αποτελεί ερμηνεία των θαυμαστών γεγονότων που επιτελούνται στον κόσμο και φανερώνουν την παρέμβαση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δίδει ιδιαίτερη σημασία στο ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε «εκ Πνεύματος Αγίου» και «εκ της Παρθένου Μαρίας», γεγονός που αποτελούσε αδιαμφισβήτητη πίστη και διδασκαλία της Αποστολικής Εκκλησίας. Προχωρεί μάλιστα και στη θεολογική θεμελίωση του γεγονότος αυτού, αναφέροντας την παρέμβαση του αγγέλου του Θεού προς τον Ιωσήφ, ότι ο Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε στη μήτρα της Θεοτόκου «εκ Πνεύματος Αγίου», αλλά και την προφητεία του Ησαΐα, ότι θα γεννηθεί από γυναίκα Παρθένο.

Σημαντική είναι εξάλλου και η παρουσία του Ιωσήφ του μνήστορος. Η χρήση του όρου «άνδρας Μαρίας» προκάλεσε πολλές θεολογικές συζητήσεις και έδωσε τροφή σε αιρετικούς κύκλους, που αρνούνται την παρθενία της Θεοτόκου. Σύμφωνα όμως με τις Γραφές αλλά και το Εβραϊκό δίκαιο ο μνηστήρας αποκαλείται και άνδρας, διότι, παρά το ότι δεν έχει οποιανδήποτε σαρκική σχέση με τη μνηστή του, εντούτοις έχει όλα τα νομικά δικαιώματα, όπως ακριβώς και ο σύζυγος. Κατέχει τη θέση του αρχηγού της οικογένειας και μπορεί να εφαρμόσει το νόμο της τιμωρίας της γυναίκας, όταν διαπιστώσει παράπτωμα, ή να εκδώσει το λεγόμενο «αποστάσιον», δηλαδή να δώσει διαζύγιο στη μνηστή του. Ο Ιωσήφ καθώς ήταν δίκαιος και ευσεβής άνθρωπος, όταν διαπίστωσε, ότι η Μαρία ήταν έγκυος σκεφτόταν να εφαρμόσει τον Ιουδαϊκό νόμο και να εκδώσει το «αποστάσιον». Τις αμφιβολίες του όμως διαλύει ο άγγελος του Θεού, ο οποίος τον πληροφορεί για την αλήθεια της εγκυμοσύνης της Παρθένου Μαρίας. Παρά το γεγονός ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν ο φυσικός πατέρας του Ιησού Χριστού, μετά την παρέμβαση του αγγέλου θέτει ο ίδιος τον εαυτό του στην υπηρεσία του σχεδίου του Θεού και καθίσταται ο θετός πατέρας του Ιησού Χριστού, μεταβιβάζοντάς του έτσι όλα τα νόμιμα δικαιώματα, να ανήκει δηλαδή και εκείνος στο γενεαλογικό δένδρο του Δαβίδ. Κατά τον τρόπο αυτό φανερώνεται για άλλη μία φορά η άκρα συγκατάβαση του Θεού, να υποτάσσεται δηλαδή στους ανθρώπινους νόμους με σκοπό τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. 

Η παρέμβαση αυτή του αγγέλου του Θεού, εκτός από την αποκάλυψη προς τον Ιωσήφ για το «εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου», περιγράφει και τον σκοπό της γέννησης του Ιησού Χριστού, «αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών». Αυτός είναι ο σκοπός της ενανθρώπησης του Ιησού Χριστού, η σωτηρία των ανθρώπων και η λύτρωσή τους από τη δουλεία της αμαρτίας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος ανά τους αιώνας Μεσσίας, ο Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Ο άνθρωπος μετά την πτώση και αποστασία του από τον Θεό, αναπόφευκτα υποδουλώθηκε στην αμαρτία, στη φθορά και στον θάνατο. Η λύτρωση και σωτηρία του δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί με ανθρώπινες δυνάμεις. Αυτό λοιπόν που ήταν ακατόρθωτο για τον άνθρωπο, προσφέρεται τώρα από τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού, εκτός από ιστορικό γεγονός αποτελεί «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Τιμ.Α΄.3,16), το γεγονός δηλαδή ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος αποκτά και πάλιν τη δυνατότητα της κοινωνίας με τον Θεό και της επιστροφής του στο «αρχαίον κάλλος», στην ωραιότητα και μακαριότητα του παραδείσου, τον οποίο απώλεσε, ένεκα της παρακοής στο θέλημα του Θεού. Αυτήν την ελπίδα και αισιοδοξία δίδει η Γέννηση του Ιησού Χριστού στο σύγχρονο κόσμο. Η καταλλαγή που επιφέρει η Γέννηση του Υιού του Θεού στον κόσμο μας, δεν αφορά μόνο τη σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του. Ο καθένας μας οφείλει να βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν αδελφό του, για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.