ΚΥΡΙΑΚΗ 13-11-2016
Η' ΛΟΥΚΑ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Εβρ. (ζ, 26-28), (η, 1-2)
Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, τοιούτος ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος,αμίαντος, κεχωρισμένος από των αματωλών και υψηλότερος των ουρανων γενόμενος, ος ουκ έχει καθ’ ημέραν ανάγκην, ώσπερ οι αρχιερείς, πρότερον υπέρ των ιδίων αμαρτιών θυσίας αναφέρειν, έπειτα των του λαού˙ τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ εαυτόν ανενέγκας. Ο νόμος γαρ ανθρώπους καθίστησιν αρχιερείς έχοντας ασθένειαν, ο λόγος δε της ορκομοσίας της μετά τον νόμον υιόν εις τον αιώνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δε επι τοις λεγομένοις, τοιούτον έχομεν αρχιερέα, ος εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς, των Αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής, «ήν έπηξεν ο Κύριος», και ουκ άνθρωπος.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, τέτοιος αρχιερέας μας χρειαζόταν˙ άγιος, άκακος, αψεγάδιαστος, χωρίς καμιά σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, ο οποίος ανέβηκε πάνω απο τα ουράνια. Αυτός δεν έχει ανάγκη, όπως οι άλλοι αρχιερείς, να προσφέρει καθημερινά θυσίες, πρώτα για τις δικές του αμαρτίες, κι ύστερα για τις αμαρτίες του λαού. Αυτό το έκανε μια για πάντα, προσφέροντας τον ίδιο τον εαυτό του. Ο νόμος εγκαθιστά αρχιερείς ανθρώπους με ατέλειες. Τα λόγια όμως του όρκου, ο οποίος δόθηκε μετά τον νόμο, εγκαθιστούν αρχιερέα τον Υιό, που είναι και παραμένει αιώνια τέλειος. Το βασικό στοιχείο των όσων είπαμε είναι πως εμείς έχουμε αρχιερέα τέτοιον, που ανέβηκε στα ουράνια και κάθεται στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Θεού. Ως αρχιερέας υπηρετεί στα άγια των αγίων και στην αληθινή σκηνή του μαρτυρίου, την οποία δεν την έστησε άνθρωπος, αλλά ο Θεός.
Σχολιασμός
Την Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, διαβάζουμε στη Θεία Λειτουργία το αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Το συγκεκριμένο ανάγνωσμα διαβάζεται στη μνήμη Ιεραρχών λόγω της αναφοράς του στην ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και είναι παρμένο από την προς Εβραίους Επιστολή.
Η προς Εβραίους Επιστολή είναι γραμμένη σε ανώτερη κοινή γλώσσα και δίνει περισσότερο την εντύπωση πραγματείας παρά επιστολής. Μέσα από την επιστολή αυτή βλέπουμε να υπάρχει μια ταυτότητα εμπειρίων μεταξύ της Παλαίας και της Καινής Διαθήκης. Βλέπουμε το πώς ο Θεός, μέσα απο αυτά που προηγήθηκαν στην Παλαία Διαθήκη, προετοίμασε το λαό του για την έλευση του Χριστού. Μπορούμε ακόμη να δούμε το πώς ερμηνεύεται χριστολογικά η Παλαιά Διαθήκη. Μέσα απο το συγκεκριμένο αποστολικό ανάγνωσμα βλέπουμε να γίνεται αναφορά στο αρχιερατικό αξίωμα του Κυρίου ο οποίος αποτελεί τον αληθινό μέγα αρχιερέα. Βλέπουμε ακόμη να τονίζεται η ανωτερότητα του Κυρίου και του ουρανίου θυσιαστηρίου έναντι του Ιουδαίου αρχιερέα και του επίγειου θυσιαστηρίου που βρισκόταν στον ιουδαϊκό ναό.
Στην αρχή του 7ου κεφαλαίου βλέπουμε να γίνεται αναφορά στην ιερωσύνη του Μελχισεδέκ, η οποία τελειώνει με μια τυπολογική σύγκριση μεταξύ του Χριστού και του Μελχισεδέκ. Τη σύγκριση αυτή την βρίσκουμε στον στίχο 4 του 109 ψαλμού οπού μας αναφέρει για τον ερχόμενο Μεσσία: «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Ο Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς της Σαλήμ και ιερέας του υψίστου Θεού. Ο Αβραάμ επιστρέφοντας απο τη νικηφόρα μάχη κατά των βασιλέων συνάντησε τον Μελχισεδέκ, ο οποίος τον ευλόγησε. Τόσο μεγάλος ήταν ο Μελχισεδέκ, ώστε ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο απ’ όλα του τα λάφυρα. Το όνομα Μελχισεδέκ σήμαίνει πρώτον «βασιλίας δικαιοσύνης» και δεύτερο «βασιλιάς ειρήνης». Για τον Μελχισεδέκ δεν γνωρίζει κανένας τον πατέρα ή την μητέρα του ή το γενεαλογικό του δένδρο, ούτε πότε γεννήθηκε ούτε πότε πέθανε. Παραμένει παντοτινά ιερέας και μοιάζει έτσι με τον Υίο του Θεού.
Η αρχιερωσύνη του Χριστού δεν μπορεί να συγκριθεί σύμφωνα με τους τύπους της Παλαίας Διαθήκης που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία του Θεού. Οι αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης πρόσφεραν αιματηρές θυσίες ζώων για εξαγνισμό τόσο των δικών τους αμαρτιών όσο και για των αμαρτιών του λάου. Αντίθετα μ’ αυτούς ο Ιησούς Χριστός, βλέπουμε ότι πρόσφερε μια για πάντα τον εαυτό του ως θυσία για τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, το οποίο βρισκόταν κάτω από την αμαρτία. Η θυσία του Χριστού προσφέρθηκε μια για πάντα και απέδωσε πολύ περισσότερα από όσα δεν απέδωσαν όλες μαζί οι θυσίες των αρχιερέων.
Ο απόστολος Παύλος μας παρουσιάζει τον Θεό να ορκίζεται για τον Χριστό ότι θα είναι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Έτσι ο Χριστός γίνεται εγγυητής μιας ανώτερης διαθήκης και καταργούνται οι παλιές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Οι ιερείς στην Παλαία Διαθήκη γίνονταν χωρίς τέτοιον όρκο από μέρους του Θεού. Ο όρκος ο οποίος δίνεται έδω από το Θεό δεν αθετείται αλλά δίνει ένα μεγαλύτερο κύρος στο ιερατικό αξίωμα του Χριστού. Μέσα λοίπον από αυτό το αίωνιο ιερατικό αξίωμα του Χριστού φαίνεται και η ωφέλεια για έμας τους ανθρώπους. Ο Χριστός επειδή παραμένει αιώνιος, σώζει για πάντα όσους πλήσιασουν το Θεό μέσω αυτού. Ζει αιώνια για να μεσιτέυει γι’ αύτους.
Τέτοιος λοιπόν αρχιερέας μας χρειαζόταν, που να είναι όσιος, δήλαδη χωρίς αμαρτίες, να είναι αγιασμένος από το Θεό, να λείπει από αυτόν η κλήση προς την αμαρτία για να μπορέσει να σώσει τους ανθρώπους. Να είναι άκακος δήλαδη να μην έχει κακία, πονηρία και μοχθηρία. Να είναι αμίαντος χωρίς δηλάδη το μίασμα της αμαρτίας. Μέσα από αυτούς τους χαρακτηρισμούς φαίνεται η καθαρότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Ο νόμος που υπήρχε εγκαθιστούσε αρχιερείς ανθρώπους μς ατέλειες. Ο όρκος όμως που δόθηκε μέτα το νόμο καθιστούσε αρχιερέα τον Υίο του Θεού, ο οποίος είναι και παραμένει αίωνιος. Ο αρχιερέας αυτός ανέβηκε στα ουράνια και κάθησε στα δεξία του θρόνου της μεγαλωσύνης του Θεού. Εκεί υπηρετεί στα άγια των αγίων και στην αληθινή σκηνή του μαρτυρίου την οποία κατασκέυασε ο Θεός και όχι ο άνθρωπος.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω βλέπουμε την ανωτερότητα της αρχιερωσύνης του Χριστού, έναντι της αρχιερωσύνης που είχαν οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης, στα εξής σήμεια: α) χάρη στην αιώνια ζωή του Χριστού έναντι αυτών οι οποίοι ήταν προσωρινοί, β) χάρη στην υπόσχεση του ιδίου του Θεού οτι θα είναι αιώνια αρχιερέας, ο Χριστός, όπως ο Μελχισεδέκ, ενω οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης δεν είχαν αυτη την υπόσχεση από μέρους του Θεού, γ) χάρη στην μοναδικότητα της θυσίας του Χριστού, ο οποίος πρόσφερε τη θυσία του εφάπαξ για όλους τους ανθρώπους, ενω οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης πρόσφεραν καθημερινά θυσίες, δ) χάρη στο ότι ο Χριστός έγινε λειτουργός της αληθινής σκηνής που θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Θεό ενώ οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης ήταν λειτουργοί της σκηνής που προεικονίζει την αληθινή σκηνή και θεμελιώθηκε από τους ανθρώπους και ε) χάρη στην προσφορά του ιδίου του εαυτού του Χρίστου ως θυσίας, ενώ οι αρχιερείς της Παλαίας Διαθήκης πρόσφεραν διάφορα ζώα ως θυσίες.
Οι λόγοι του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος αναφέρονται στην εόρτη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου του οποίου τη μνήμη τιμά σήμερα η Εκκλησία μας. Η ζωή και το έργο το οποίο μας έχει αφήσει τόσο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όσο και οι άλλοι άγιοι της Εκκλησίας βλέπουμε οτι αποτελούν πιστή έφαρμογη της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής.
Ο άγιος Ιωαννής ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια γύρω στο 354 μ. Χ. Ο πατέρας του όνομαζόταν Σεκούνδος και ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Συρίας. Η μητέρα του ονομαζόταν Ανθούσα και έμηνε χήρα σε ηλικία 20 χρονών, άφου λίγο χρόνο μέτα τη γέννηση του παιδιού της πέθανε ο άντρας της. Πάρολο το νεαρό της ηλικίας της δεν σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί αλλά αφοσιώθηκε στην ανατροφή και τη μόρφωση του παιδιού της. Ο Ιωάννης ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια κόντα στον διακεκριμένο διδάσκαλο Λιβάνιο. Τη μεγάλη του ευφυΐα επαινούσε και ο διδάσκαλος του ρήτορας Λιβάνιος, ο οποίος όταν ρωτήθηκε πρός τα τέλη της ζωής του ποιον θα άφηνε διάδοχό του, απάντησε: «τον Ιωάννη, αν δεν τον είχαν κλέψει οι χριστιανοί». Ακολούθως μεταβαίνει στην Αθήνα για συνέχιση των σπουδών του, όπου γνωρίζει το Μέγα Βασίλειο. Με το τέλος των σπουδών του εξασκεί για πολύ λίγο χρονικό δίαστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του διδασκάλου της ρητορικής και ακολούθως αποσύρεται στην έρημο της Αντιοχείας. Εκεί ασκήτευσε για έξι χρόνια. Στην αρχή κόντα σε κάποιον γέροντα για τέσσερα χρόνια και αργότερα μόνος του σε ένα σπήλαιο για δύο χρόνια.
Εκεί αρρώστησε από κάποια ασθένεια στα νεφρά και επιστρέφει στην Αντιόχεια. Το 381 σε ηλικία 34 ετών χειροτονείται δίακονος από τον Μελέτιο Αντιοχείας. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Φλάβιανο ο οποίος διαδέχθηκε το Μελέτιο στον θρόνο της Αντιόχειας. Κατά τη διαρκεία της ιερατικής του διακονίας ανέπτυξε όλα τα ψυχικά χαρίσματα που δίεθετε. Μιλούσε στα πλήθη της Αντιόχειας με πύρινο θείο ζήλο και ευγλωττία, σείοντας και συγκινώντας τις ψυχές τους.
Την περίοδο εκείνη είχε πεθάνει ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος και ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος πείθει τον βασιλία Αρκάδιο οτι ο Χρυσόστομος είναι ο καταλλήλοτερος για να αναλάβει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της πρωτέυουσας. Έτσι με κοινή ψήφο του βασιλία και του κλήρου χειροτονείται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπώλεως στις 15 Δεκεμβρίου του 397. Από τη θέση του αυτή συνέχισε να ερμηνευεί την Αγία Γραφή, να είναι ασκητικός και να γυρίζει σε όλους τους ναούς της βασιλεύουσας κάνοντας ομιλίες. Ελέγχει και στηλιτεύει κάθε παρανομία και κακία χωρίς φόβο. Αυτό έγινε αιτία να δημιουργήσει αρκετούς εχθρούς, μέχρι και την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία την οποία ήλεγχε συχνά για την συμπεριφορά της. Το 403 η αυτοκράτειρα Ευδοξία συγκαλεί σύνοδο με 36 επισκόπους στο χωριό Δρυ της Χαλκηδόνας και καθαιρεί και εξορίζει τον Χρυσόστομο. Η απόφασή της αυτή εξοργίζει τα πλήθη και έτσι αναγκάζεται να τον ανακαλέσει η ίδια από την εξορία και να τον αποκαταστήσει ξανά και πάλι στον θρόνο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Χρυσόστομος την ελέγχει και πάλι για ένα άγαλμα αργυρό που παρίστανε την Ευδοξία και στήθηκε στην πλατεία της γερουσίας απέναντι του καθεδρικού ναού. Εκεί γίνονταν πανηγύρεις που είχαν ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Το 404 τον εξορίζει για δεύτερη φορά στο χωριό Κουκουσό που βρίσκεται στα σύνορα της Καππαδοκίας με την Αρμενία.
Από εκεί συνέχισε με επιστολές να παρηγορεί και να στηρίζει το ποίμνιο του. Από την Κουκουσό μεταφέρεται στα Κόμανα του Πόντου όπου μετά από πολλές κακουχίες και ταλαιπωρίες πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. Η Εκκλησία, λόγω της μεγάλης εορτής της Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού, μετέφερε την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου. Επίσης στις 27 Ιανουαρίου εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του, ενώ στις 30 Ιανουαρίου, ο άγιος Ιωάννης εορτάζει μαζί με τους άλλους δύο μεγάλους Ιεράρχες, Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο.
Ο ιερός Χρυσόστομος είναι από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός σύγγραφεας. Αυτό φαίνεται από δύο λόγους: α) το μεγάλο όγκο των έργων του που ευτυχώς μας έχουν διασωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος, β) τη ποιότητα των έργων του από απόψεως γλώσσας, περιεχομένου και έκφρασης. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Χρυσοστόμου αποτελείται από ομιλίες, ενω το υπόλοιπο από πραγματείες και επιστολές.
ΚΥΡΙΑΚΗ 13-11-2016
Η' ΛΟΥΚΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
(Λουκ. ι΄ 25-37)
Πρωτότυπο κείμενο
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Σηκώθηκε τότε ξαφνικά ένας νομικός και θέλοντας να τον δοκιμάσει είπε: Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; Kι ο Ιησούς του είπε: Στο νόμο τι είναι γραμμένο; Τι διαβάζεις; Εκείνος αποκρίθηκε: Nα αγαπήσεις τον Kύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου, κι επίσης τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Τότε ο Ιησούς του είπε: Ορθά αποκρίθηκες. Αυτό να κάμνεις και θα ζήσεις. Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου; Πήρε τότε αφορμή από αυτό ο Ιησούς και είπε: Kάποιος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ. Έπεσε όμως σε χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού τον ξεγύμνωσαν και τον καταπλήγωσαν, τον άφησαν μισοπεθαμένο κι έφυγαν. Kατά σύμπτωση, από το δρόμο εκείνο κατέβαινε ένας ιερέας, και παρόλο που τον είδε, τον προσπέρασε. Το ίδιο έκανε κι ένας Λευίτης, που παρουσιάστηκε στον τόπο εκείνο. Αφού ήρθε και είδε, συνέχισε το δρόμο του χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Όμως ένας Σαμαρείτης ταξιδιώτης έφτασε κι αυτός στον τόπο που ήταν ο πληγωμένος, και μόλις τον είδε τον σπλαχνίστηκε. Πήγε τότε κοντά του και επέδεσε τα τραύματά του χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί. Κατόπιν τον ανέβασε στο δικό του ζώο, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και τον περιποιήθηκε. Kαι την επόμενη μέρα βγήκε, κι αφού έβγαλε δυο δηνάρια, τα έδωσε στον πανδοχέα και του είπε: Φρόντισέ τον κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, θα σου τα πληρώσω εγώ στην επιστροφή μου. Ποιος, λοιπόν, από τους τρεις αυτούς, νομίζεις πως έγινε ο πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; Kι εκείνος είπε: Αυτός που τον περιποιήθηκε με ευσπλαχνία. Τότε ο Ιησούς του είπε: Πήγαινε και να κάνεις κι εσύ το ίδιο.
Η αγάπη προς τον πλησίον
Η ευαγγελική περικοπή που σήμερα ακούσαμε είναι η γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Αφού ο Κύριος μας ερωτήθηκε από ένα νομικό, δάσκαλο δηλαδή του Μωσαϊκού Νόμου, απαντά στο ερώτημα «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;
Ο ιερός Ευαγγελιστής σημειώνει για το νομικό και το εξής: «εκπειράζων αυτόν», ήθελε δηλαδή να παγιδεύσει τον Ιησού, να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν τον πίστευε ως Θεό και τη διδασκαλία του τη θεωρούσε αντίθετη με όσα έλεγε ο Νόμος του Μωϋσέως. Προσήλθε λοιπόν στο Χριστό χωρίς αγαθή πρόθεση, θέλοντας απλά μέσα από τη συζήτηση να φανεί η αντίθεση του Χριστού με το Νόμο πράγμα που θα σήμαινε, πως ούτε Θεός ήταν, ούτε προερχόταν «εκ Θεού».
Ο Χριστός όμως που «γινώσκει τα κρύφια των καρδιών ημών», παρόλο που γνωρίζει ότι ο νομικός δεν αγνοεί την απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε, εντούτοις απαντά στο νομικό. Αυτός που ήλθε «σώσαι το απολωλός» δεν τον αποπαίρνει για το ύπουλο ερώτημά του, αλλά απαντά με νέο ερώτημα «εν τω νόμω τι γέγραπται; πώς αναγινώσκεις;»
Στο ερώτημα λοιπόν του Χριστού «τι γράφει ο Νόμος, τι διαβάζεις σ’ αυτόν» ο νομικός απαντά:«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν». Μέχρι εδώ πολύ ωραία τα είπε ο νομικός. Είναι αλήθεια πως δεν υστερούσε στην εξωτερική γνώση του Νόμου. Γνώριζε το γράμμα και αγνοούσε το πνεύμα. Γι’ αυτό ο Χριστός προχωρεί στην ουσία, στο «ποίει», στην έμπρακτη δηλαδή εφαρμογή όλων αυτών που γνωρίζει διανοητικά ο άνθρωπος.
#Έτσι με όσα εξέφρασε ο νομικός για το Νόμο και με αυτό που υπέδειξε ο Χριστός «τούτο ποίει και ζήση» αποδείχθηκε ότι ο Χριστός δεν διδάσκει αντίθετα από τον Νόμο, «ουκ ήλθε καταλήσαι αλλά πληρώσαι», αλλά ήλθε για να δώσει πληρότητα με την αγάπη στο Θεό και τον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένας κανόνας που τον αποστηθίζουμε, όπως έκανε ο νομικός, αλλά υπέρβαση της αυτοαγάπης, του εγωϊσμού και της φιλαυτίας μας για να μπορέσει να ζήσει και ο «άλλος».
Ο «πλησίον»
Ο νομικός ακούοντας και τον έπαινο από το Χριστό, «ορθώς απεκρίθης», φαίνεται πως υπερυψώθηκε η αλαζονεία του. Θέλοντας να δικαιολογηθεί γι’ αυτό που ρώτησε, αφού ήξερε την απάντηση, ρώτησε τον Χριστό: και ποιος είναι «πλησίον» μου; Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους κατά την εποχήν αυτήν. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο νόμος εξαιρεί όλους τους εθνικούς όταν λέγει πλησίον. Θεωρούσε λοιπόν ο νομικός εκείνος αποκλειστικά τον εαυτό του δίκαιο, ενάρετο, βαθύ γνώστη του νόμου και γι’ αυτό κανένας δεν βρισκόταν που να του μοιάζει ώστε να είναι «πλησίον» του.
Ο Χριστός όμως αναιρεί τις προϋποθέσεις του νομικού. Διδάσκει πως το κοινό που έχει μ’ εμάς κάποιος, για να είναι «πλησίον» μας, δεν είναι ούτε το αξίωμα ούτε η αρετή, ούτε ο τόπος καταγωγής, ούτε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο η κοινή ανθρώπινη φύση. Όσοι μετέχουν σ’ αυτή είναι πλησίον μας. Σ’ αυτούς οφείλουμε κι εμείς να είμαστε «πλησίον» τους με την αγάπη, τη φροντίδα, την καλή μας διάθεση, και ιδιαιτέρως όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση και έχουν ανάγκη βοηθείας.Στη παραβολή ο Χριστός με τρόπο σαφή και παραστατικό διεκτραγωδεί τη συμφορά ενός Ιουδαίου, που κατέβηκε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε στα χέρια ληστών, οι οποίοι με σκληρότητα και απανθρωπιά τον γύμνωσαν, του πήραν ότι είχε και στη συνέχεια τον κτύπησαν χωρίς οίκτο. Αφού χωρίς έλεος τον γέμισαν πληγές σ’ όλο του το σώμα τον άφησαν αναίσθητο, «ημιθανή» όπως αναφέρει ο Χριστός.
Ο ιερέας και ο λευΐτης
Συνέπεσε – λέγει ο Κύριος – να περάσει απ’ εκεί πρώτα ένας ιερέας και στην συνέχεια ένας λευΐτης, Ιουδαίοι και οι δύο, εκπρόσωποι του νόμου και των προφητών, θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι.
Και ενώ και οι δύο γνώριζαν και δίδασκαν με βάση το γράμμα του νόμου για τη διπλή αγάπη στον Θεό και τον «πλησίον», εντούτοις «ιδών αυτόν αντιπαρήλθαν». Η παραβολή δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για τη στάση των δύο θέλοντας να τονίσει την στάση του τρίτου προσώπου της διηγήσεως, του Σαμαρείτη. Ενός ανθρώπου που για τον Ιουδαίο σήμαινε αιρετικός, ακάθαρτος και απόβλητος.
Ο Σαμαρείτης
Μετά τον ιερέα και τον λευΐτη λοιπόν ήλθε στον τόπο εκείνο κάποιος άλλος, ξένος ως προς την εθνικότητα, Σαμαρείτης. Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου και τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματά του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε με κάθε επιμέλεια. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε την εντολή να συνεχίσουν την φροντίδα και υποσχέθηκε, πως όταν σε κάποιο καιρό επιστρέψει θα πλήρωνε ότι επιπλέον κόστιζε η θεραπεία του. Με όλη αυτή τη φροντίδα του Σαμαρείτη, ο πληγωμένος σώθηκε από βέβαιο θάνατο.
Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα
Η αγάπη και τα φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις και συγκεκριμένες ενέργειες.
Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια, ο πεινασμένος ψωμί, ο γυμνός ένδυμα, ο φυλακισμένος την επίσκεψη, ο άρρωστος τη συμπαράσταση, ο κατάκοιτος την περιποίηση.
Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, θέλοντας να τονίσει το χρέος της έμπρακτης αγάπης λέγει: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει, «Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε», και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος;»(Ιακ 2, 15-16). Τα λόγια όσο καλά κι αν είναι δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο Ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α΄ Ιω. 3,18).
Με την παραβολή αυτή ο Χριστός δίδαξε όχι μόνο τον νομικό αλλά και τον κάθε άνθρωπο, πως κληρονομείται η αιώνια ζωή και πως με τη ζωή ως αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο, ζούμε από τώρα την αιώνια ζωή. Η αγάπη είναι τροφός και μητέρα της αιώνιας ζωής. Αν ζήσουμε την παρούσα ζωή ως αγάπη και κοινωνία με τον Θεό και τον άνθρωπο, θα ενωθούμε με τον Θεό και αυτή η ένωση θα είναι «Θεία και ανεννόητος (άπειρος) ηδονή», ενώ για όσους αρνηθούν την αγάπη θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (άγιος Μάξιμος). Αυτή δε η ζωή ως αγάπη είναι καρπός της νεκρώσεως των παθών μας.
Στο τέλος της Παραβολής ο Χριστός ερωτά τον νομικό: ποιος από τους τρεις έγινε «πλησίον» του «εμπεσόντος εις τους ληστάς;». Την ερώτηση δηλαδή του νομικού: «ποιός είναι», ο Χριστός τη μεταποίησε στο «ποιός έγινε». Και όταν ο νομικός απάντησε: Αυτός που του έδειξε αγάπη, ο Χριστός του απάντησε: πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο, δηλαδή γίνε πλησίον όλων με το να αγαπάς και να ελεείς, όπως ο Σαμαρείτης. Αυτό που θα ζεις κατ’ αυτό τον τρόπο, την αγάπη δηλαδή που θυσιάζεται, είναι η αιώνια ζωή.
Αλληγορική ερμηνεία
Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και τέλος ίδρυσε την εκκλησία του, το μεγάλο τούτο πανδοχείο, από αγάπη και μόνο για εμάς. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που ήμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε, έσκυψε πάνω μας, έπλυνε τις πληγές και έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία του.