Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λέξις λατινικὴ (indictio) ὁρισμὸν σημαίνουσα καθ’ ὂν κατὰ δεκαπενταετὴ περίοδον ἐπληρώνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων οἱ φόροι. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὴν ἀρχὴν τῆς ἰνδικτιῶνος εἰσήγαγεν ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ (1 – 14), ὄτε διέταξε τὴν γενικὴν τῶν κατοίκων τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπογραφὴν καὶ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός. Ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) ἐγένετο ἐπισήμως χρῆσις τῆς Ἰνδικτιῶνος ὡς χρονολογίας. Ἔκτοτε δὲ ἡ ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τοῦ νῦν ἑορτάζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους».
«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου, ὢ καὶ παλαιὲ καὶ δι’ ἀνθρώπους νέε».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Ὁ πάσης Δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδὶᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον, τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ τῶν αἰώνων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, Θεὲ τῶν ὅλων Ὑπερούσιε ὄντως, τὴν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον, σώζων τῷ ἐλέει σου, τῷ ἀπείρῳ Οἰκτίρμων, πάντας τοὺς λατρεύοντας, σοὶ τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, καὶ ἐκβοῶντας φόβῳ Λυτρωτά· Εὔφορον πᾶσι, τὸ ἔτος χορήγησον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄναρχε Τρισήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις, πᾶσι δωρούμενος.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης 

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ στυλίτης (ὁ πρεσβύτερος ἢ «ὁ ἐν τῇ μάνδρᾳ»), ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴν 1η Σεπτεμβρίου, εἶναι ὁ πρῶτος γνωστὸς μοναχὸς ποὺ ἀσκήτεψε πάνω σὲ στῦλο.

Γεννήθηκε γύρω στὰ 389 στὸ χωριὸ Σισᾶν, στὰ ὅρια Συρίας καὶ Κιλικίας. Ἦταν βοσκὸς τῶν πατρικῶν προβάτων καὶ ὅταν γνώρισε κάποιους ἀσκητές, πόθησε ἐξαιτίας τους τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ᾖρθε σὲ ἕνα μοναστῆρι, στὸ χωριὸ Τελεδᾶν, ὅπου ἔζησε δέκα χρόνια (403 – 413) μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.

Ὕστερα ἔζησε ἔγκλειστος τρία χρόνια σὲ μία σπηλιά, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὸ χωριὸ Τελάνισσο, ὅπου ἀσκήθηκε ἀλλὰ τρία χρόνια σ’ ἕνα σπιτάκι. Τέλος, ἀποσύρθηκε στὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου καὶ περιορίσθηκε σ’ ἕναν μικρὸ κυκλικὸ περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο μὲ μίαν ἁλυσίδα εἴκοσι πήχεων.

 

Ἡ ἀπίθανη αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν μεγάλη ἐνόχληση. Γιὰ αὐτὸ ἄρχισε ν' ἀνεβαίνει σὲ στύλους ὁλοένα καὶ ψηλότερους. Ὁ τελευταῖος, ὅπου ἔζησε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, εἶχε ὕψος 16 – 18 μέτρα.

 

Ὁ Ὅσιος ἀφιέρωνε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου στὴν προσευχή. Ἔτρωγε ἐλάχιστα. Ἦταν συνεχῶς ὄρθιος, χωρὶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴν βροχή, τὸν ἄνεμο ἢ τὸ κρύο. Δύο φορὲς τὴν ἡμέρα διέκοπτε τὸν ἀσκητικό του κανόνα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, ἔκανε συμβιβασμοὺς διαφορῶν, ἔλυνε προβλήματα καὶ μετέστρεφε στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἀλλόδοξους ποὺ πρόστρεχαν σ’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης. Κοιμήθηκε τὸ 459 καὶ κηδεύτηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο στὴν μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας.

 

Στὸ ἐκπληκτικὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο, πού, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, πραγματοποίησε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ στύλου του ὁ αὐστηρὸς αὐτὸς ἀσκητής, θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἑπόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Φιλόθεο Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τὸν ἑλληνικὸ βίο τοῦ Ὁσίου, γραμμένο ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἀντώνιο, καὶ τὸν συριακὸ βίο του .

 

Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε γοργὰ παντοῦ. Ὅλοι, κι ἀπὸ τὰ κοντινὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ μέρη, ἔτρεχαν κοντά του. Ἄλλοι ἔφερναν παράλυτους, ἄλλοι ζητοῦσαν νὰ γιατρέψει ἀρρώστους, ἄλλοι παρακαλοῦσαν νὰ μεσιτέψει στὸν Θεὸ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν παιδιά. Μετὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων τους, ἔφευγαν γεμάτοι χαρά. Καὶ διαλαλώντας τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχτηκαν, ἔστελναν στὸν Ὅσιο πολὺ περισσότερους ἀνθρώπους, ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια. Ἔτσι, καθὼς ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ἀπὸ κάθε στράτα σὰν ποτάμια οἱ προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα ἀνθρώπινο πέλαγος, ποὺ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ ποτάμια! Ὄχι μόνο ντόπιοι οὔτε μόνο Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ Ἰσμαηλῖτες καὶ Πέρσες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἴβηρες καὶ Ὁμηρῖτες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν ἀκόμα πιὸ βαθιὰ μαζεύονταν στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου. Ἦρθαν καὶ πολλοὶ ποὺ κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τῆς Δύσης, Ἰσπανοὶ καὶ Βρετανοὶ καὶ Γαλάτες. Ὅσο γιὰ τὴν Ἰταλία, λένε πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε γίνει τόσο περιβόητος ἐκεῖ, ὥστε κρεμοῦσαν μικρὲς εἰκόνες στὶς εἰσόδους ὅλων τῶν ἐργαστηρίων, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὲς προστασία καὶ ἀσφάλεια.

 

Ἦταν ἀμέτρητοι, λοιπόν, ὅσοι ἔφταναν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν, ν’ ἀκουμπήσουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ δερμάτινου χιτῶνα του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ ἔπαιρναν κάποια εὐλογία. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔνιωθε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος ν’ ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή. Τὸν κούραζαν, ἄλλωστε, ὅλα αὐτά. Ἔτσι, σοφίστηκε ν’ ἀνέβει σ’ ἕναν στῦλο. Τὸ ὕψος του ἦταν στὴν ἀρχὴ μικρό, ἕξι πῆχες. Ἀργότερα ἀνέβηκε σὲ ἄλλον πιὸ ψηλό, ὕστερα σὲ ψηλότερο καὶ τέλος σ’ ἕναν ποὺ ἔφτανε τὶς τριάντα ἕξι πῆχες. Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ἐπειδὴ λαχταροῦσε νὰ πετάει στὰ οὐράνια, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τι γήϊνο. Καὶ ἐπειδή, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, στόχευε στὴν ὠφέλεια καὶ τὴ σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Βλέπετε, ὅσοι δὲν πείθονται μὲ λόγια καὶ δὲν ἀνέχονται τὰ κηρύγματα, σαγηνεύονται ἀπὸ τὰ παράδοξα θεάματα. Τὸ παράδοξο τραβάει ὅλους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τὸ προσέξουν, προετοιμάζοντάς τους ἔτσι καὶ στὸ νὰ διδαχθοῦν. Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Συμεών. Τὸ παράδοξο θέαμα ποὺ παρουσίαζε ἀνεβασμένος σ’ ἕναν ψηλὸ στῦλο, τραβοῦσε ἀμέτρητους περιέργους, ποὺ ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ τέτοιον τρόπο. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς κήρυσσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μεταστρέφοντας πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας. Ἴβηρες καὶ Ἀρμένιοι καὶ Πέρσες, ὅπως εἴπαμε, ἀπαρνιόντουσαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο τὴν προγονική τους πλάνη καὶ δέχονταν τὴν θεία ἀλήθεια μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Οἱ Ἰσμαηλῖτες, μάλιστα, ἔφταναν σὲ ὁμάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε καὶ χίλιοι. Μὲ βοὴ ἀποκήρυσσαν τὴν πατρική τους θρησκεία, ἔσπαζαν τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν πρῶτα, ἐγκατέλειπαν μία γιὰ πάντα τὰ μυστηριώδη ὄργια τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἀπολάμβαναν τὰ θεία μυστήρια του Χριστοῦ, ἀφοῦ ἄκουγαν ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο στόμα τοῦ στυλίτη σωτήριες διδαχές.

 

Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος καὶ γνώριμος τοῦ Ὁσίου, περιγράφει συνοπτικὰ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἀποστολικὸ ἔργο του: «Νουθετώντας (τὸν λαό) δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πλημμυρίζει τὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν μὲ τὰ χαριτωμένα λόγια του καὶ τοὺς προσφέρει ὅσα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει.

Προτρέπει νὰ στρέφουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, νὰ πετᾶνε ἀφήνοντας τὴν γῆ καὶ νὰ ὁραματίζονται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ φοβοῦνται τὴν κόλαση καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ γήϊνα, προσμένοντας τὴν μέλλουσα ζωή. Μπορεῖ νὰ τὸν δεῖς νὰ δικάζει, βγάζοντας σωστὲς καὶ δίκαιες ἀποφάσεις. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας. Γιατί ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα, ὡς τὴν ἐνάτη ὥρα προσεύχεται. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα, προσφέρει πρῶτα τὴν θεία διδαχὴ σὲ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια ἀκούει τὸ αἴτημα τοῦ καθενός. Καὶ ἀφοῦ θεραπεύσει μερικούς, λύνει τὶς διαφορὲς ὅσων φιλονικοῦν. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἀρχίζει πάλι νὰ προσεύχεται. Δὲν παραμελεῖ ὅμως, νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἄλλοτε πολεμάει τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἄλλοτε συντρίβει τὴ θρασύτητα τοῦ Ἰουδαίων, ἄλλοτε διαλύει τὶς ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ὅλα τοῦτα τὰ κατορθώνει εἴτε στέλνοντας γράμματα στὸ βασιλιά, εἴτε ἐμπνέοντας στοὺς ἄρχοντες τὸν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, εἴτε παρακινώντας καὶ τοὺς ἐπισκόπους ἀκόμα νὰ φροντίζουν περισσότερο γιὰ τὸ ποίμνιο».

 

Ἀξίζει, ὅμως, νὰ διηγηθοῦμε, ἐνδεικτικά, μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ μεταστροφὴ τῶν εὐεργετημένων στὴν ἀληθινὴ πίστη.

 

– Κάποτε ἕνας Σαρακηνὸς φύλαρχος ἔφερε στὸ στυλίτη κάποιον παράλυτο ὁμόφυλό του καὶ παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του. Ὁ Ἅγιος τοῦ ζήτησε ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν προγονική του ἀσέβεια. Ἐκεῖνος δέχτηκε πρόθυμα.

 

-Πιστεύεις στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; τὸν ρώτησε ὁ ἀσκητής.

 

-Πιστεύω, ὁμολόγησε ὁ Σαρακηνός.

 

-Ἀφοὶ πιστεύεις, σήκω πάνω!

 

Ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ περπάτησε.

 

-Τώρα πᾶρε τὸ φύλαρχο στοὺς ὤμους σου! τὸν πρόσταξε ὁ Ὅσιος.

 

Ὁ γιατρεμένος σήκωσε τὸν κατάπληκτο φύλαρχο, ποὺ ἦταν ἐξαιρετικὰ μεγαλόσωμος, τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους του καὶ ἔφυγε ἐνθουσιασμένος, δοξάζοντας τὸν τρισυπόστατο ἀληθινὸ θεό.

  

– Σὲ μία πόλη τῆς Παλαιστίνης ἦταν διοικητὴς κάποιος εἰδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, ποὺ τὸ κεφάλι του ἀκουμποῦσε στὸ στῆθος του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περιστραφεῖ. Κάποιοι φίλοι του, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα τοῦ στυλίτη, τὸν ἔφεραν κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴν θεραπεία του. Μὰ καὶ ὁ ἴδιος καμπούρης ἄρχισε νὰ ἱκετεύει τὸν Ὅσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ὥστε Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ χάρη του στὸν Κύριο. Ὁ εἰδωλολάτρης, πιστεύοντας πὼς ὁ Συμεὼν εἶχε δική του θαυματουργικὴ δύναμη, τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, ἐκφράζοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ γινόταν καλὰ ἀμέσως. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, τοῦ εἶπε:

 

- Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Τὸ χέρι μου δὲν ἔχει καμιὰ ξεχωριστὴ δύναμη. Μόνο ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεός, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σου, γιατί μόνο αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμη νὰ θαυματουργεῖ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύ­σει ἄλλον, ἂν ὁ Κύριος δὲν τὸ θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στὴν παντοδυναμία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ εὐεργετηθεῖς.

 

Τότε ὁ καμπούρης σταμάτησε νὰ φωνάζει, ἀφήνοντας τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Καὶ μόλις Ἐκεῖνος τέλειωσε τὴν προσευχή του, τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὀρθώθηκε, στάθηκε ἴσια καὶ ἄρχισε νὰ χοροπηδάει χαρούμενος σὰν παιδί. Ἄνοιξε τότε τὶς κασέλες, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του, καὶ πρόσφερε στὸν εὐεργέτη του ἀνεκτίμητα χρυσαφικὰ κι ἀσημικά. Ὁ στυλίτης κοίταξε τὰ δῶρα μὲ περιφρόνηση καὶ τοῦ εἶπε:

 

-Ἂν θέλεις νὰ μ’ εὐχαριστήσεις, νὰ δεχτεῖς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ βαπτιστεῖς, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἄφεση. Καὶ ἀκόμα νὰ ἐλευθερώσεις ὅλους τους δούλους σου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ καὶ ἡ δική σου ψυχὴ ἀπὸ τὸ ζυγό του σατανᾶ.

 

Ὁ γιατρεμένος πρόθυμα ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ ἀργότερα, γεμάτος χαρὰ καὶ χάρη Θεοῦ, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη του.

 

– Ἕνας ἄρχοντας τῶν Περσῶν ἦταν πολὺ δυστυχισμένος, γιατί ὁ μονάκριβος γιός του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Ἔστειλε, λοιπόν, στὸν Ὅσιο τὸν ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν παράκληση νὰ προσευχηθεῖ στὸν Κύριο γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Τοῦ ἔδωσε, μάλιστα, καὶ δυὸ ὑφάσματα ἀπὸ πολύτιμο μετάξι μὲ κεντημένους ἐπάνω χρυσοὺς σταυρούς, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὸν στυλίτη.

 

Ὁ ἐπίσκοπος διηγήθηκε στὸν Συμεὼν τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ πατέρα του. Ὁ Ὅσιος σπλαγχνίστηκε καὶ εἶπε στὸν ἐπίσκοπο:

 

-Πᾶρε αὐτὰ τὰ ὑφάσματα ποὺ ἔφερες, ἔτσι διπλωμένα ὅπως εἶναι, καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ὅταν φτάσεις κοντὰ στὴν πόλη σας, κατέβα ἀπὸ τὸ ζῶο σου, κράτησε τὰ ὑφάσματα στὸ στῆθος σου καὶ προχώρησε ὡς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα πεζὸς καὶ ἀμίλητος. Μπὲς μέσα, στάσου πάνω ἀπ’ τὸ παιδὶ σκέπασε τὸ μὲ τὰ ὑφάσματα καὶ πές του: Ὁ ἁμαρτωλὸς Συμεών σοῦ παραγγέλλει: Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήκω!

 

Ὁ ἐπίσκοπος ἔφυγε κι ἔκανε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος. Μόλις σκέπασε τὸ παιδὶ μὲ τὰ ὑφάσματα, αὐτὸ πετάχτηκε ὄρθιο καὶ θεραπευμένο.

 

Ὁ Πέρσης ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ σχετικὸ αἴτημά τους, τοὺς κατήχησε καὶ τοὺς βάπτισε.

 

– Κάποιος πλούσιος ἀπὸ τὸ Σαβᾶ ἔπασχε ἀπὸ πονοκέφαλο συνεχὴ καὶ ὀδυνηρὸ τόσο, ποὺ ἔνιωσε νὰ τοῦ σουβλίζουν κάθε στιγμὴ τὸ μυαλό. Ἀνακουφιζόταν λίγο, μόνο ὅταν χτυποῦσε τὸ κεφάλι του πάνω στὰ δοκάρια τῶν τοίχων τοῦ σπιτιοῦ του!

 

Μόλις ἔμαθε γιὰ τὸν θαυματουργὸ στυλίτη, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι καὶ ξεκίνησε, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν θηρίων καὶ τῶν λῃστῶν, ποὺ παραμόνευαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἔρημο. Σχεδὸν ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ταξίδευε ὁ ἄρρωστος. Καὶ ὅσο πλησίαζε, πρᾶγμα παράδοξο, οἱ πόνοι του λιγόστευαν. Ἀντίθετα, ὅσο κι ἂν ἔτρωγε, οἱ προμήθειές του ἔμεναν ἀπείραχτες!

 

Ἔφτασε ἐπιτέλους στὸν στῦλο τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὸ πρόβλημά του, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγή. Προσευχήθηκε, τὸ εὐλόγησε καὶ πρόσταξε τὸν ἄρρωστο νὰ τὸ πιεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα, παίρνοντας ἀπὸ τὸ ἴδιο νερό, τοῦ ράντισε καὶ τὸ κεφάλι. Δὲν χρειαζόταν τίποτε ἄλλο. Ὁ λίγος πόνος ποὺ εἶχε ἀπομείνει, ἐξαφανίστηκε καὶ αὐτός. Ὁ ἄνθρωπος εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο καὶ δόξασε τὸν Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Λίγο ἀργότερα, φεύγοντας Χριστιανὸς πιά, διαλαλοῦσε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου ὡς τὴν μακρινὴ πατρίδα του.

 

– Ἕνα παρόμοιο μακρὺ ταξίδι ἔκανε καὶ μία ὁμάδα ἀπὸ τέσσερις λεπροὺς καὶ τρεῖς δαιμονισμένους, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς κι ἔκαναν δεκατρεῖς μῆνες ὥσπου νὰ φτάσουν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἐκεῖνοι, παρὰ τὴ μεγάλη ἀπόσταση, οὔτε μία φορὰ δὲν ἔχασαν τὸ δρόμο, μὰ οὔτε καὶ οἱ τροφὲς ἢ τὸ νερὸ τοὺς ἔλειψαν καθόλου.

 

Φτάνοντας κάτω ἀπὸ τὸν στῦλο, διηγήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ παθήματά τους καὶ ζήτησαν τὴ βοήθειά του.

 

-Ὁ Θεός, ἀποκρίθηκε Ἐκεῖνος, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ ἔρθετε ὡς ἐδῶ, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὴν ὑγεία σας.

 

Ζήτησε νερό, τὸ εὐλόγησε καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε νὰ πιοῦν καὶ νὰ ραντιστοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγιναν καὶ οἱ ἑπτὰ καλά! Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀρνήθηκαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, βαπτίστηκαν καὶ ἔφυγαν δοξάζοντας τὸ Θεό.

  

– Κάποτε ᾖρθαν κάτω ἀπ’ τὸν στῦλο ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Λιβάνου καὶ ἀνάστατοι εἶπαν στὸν Ὅσιο:

- Στὸν τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι ἀγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα καὶ ἄγνωστα, ποὺ κατασπαράζουν ἀνθρώπους καὶ ζώα. Πολλὲς φορὲς μπαίνουν στὰ σπίτια, ἁρπάζουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταβροχθίζουν μπροστὰ στὰ ἔντρομα μάτια τῶν μανάδων τους. Ὁ φόβος καὶ ὁ θρῆνος ἔχουν ἁπλωθεῖ παντοῦ.

 

-Μὴν παραξενεύεστε γιὰ τὴ συμφορὰ πού σᾶς βρῆκε, εἶπε ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τὰ ἔργα σας. Οἱ πρόγονοί σας ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν πλάστη καὶ εὐεργέτη μας, καὶ λάτρεψαν τὰ βουβὰ εἴδωλα. Καὶ ἐσεῖς ἐπιμένετε στὴν πλάνη αὐτή. Τὰ θηρία σᾶς ταλαιπωροῦν μὲ παραχώρηση τοῦ Κυρίου, ποὺ θέλει νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ νὰ σᾶς φέρει κοντά Του. Ἂν ὅμως δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ μετανοήσετε, ἄδικα ᾔρθατε ὡς ἐδῶ. Νὰ ζητήσετε τὴ βοήθεια τῶν εἰδώλων ποὺ προσκυνᾶτε!

 

Ἐκεῖνοι τότε ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν μὲ δάκρυα τὸ στυλίτη:

 

-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε γιὰ μᾶς στὸ Θεό! θὰ μετανοήσουμε!...

 

Μαζί τους ἱκέτευαν τὸν Ὅσιο καὶ ἄλλοι, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκεῖ, καὶ τοὺς σπλαγχνίστηκαν.

 

-Μόλις ἀπαρνηθεῖτε τὴν πλάνη σας, ἀποκρίθηκε πάνω ἀπ’ τὸν στῦλο του ὁ γέροντας καὶ βαπτιστεῖτε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ παρακαλέσω τὸν Κύριο νὰ σᾶς δείξει τὴν φιλανθρωπία Του.

 

Μὲ ἕνα στόμα οἱ εἰδωλολάτρες ὑποσχέθηκαν πώς, ὅταν θὰ γύριζαν στὴν πατρίδα τους, θὰ κατεδάφιζαν ἀμέσως τὰ Ἱερὰ τῶν εἰδώλων καὶ θὰ ἔριχναν στὴ φωτιὰ τὰ ξόανα.

 

Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς ἡ μεταστροφὴ τους ἦταν ἀληθινή. Τοὺς ἔδωσε, λοιπόν, ἕνα κουτάκι μὲ εὐλογημένη σκόνη καὶ τοὺς εἶπε:

 

-Νὰ πᾶτε στὸ καλό! Μόλις φτάσετε στὸν τόπο σας, νὰ περάσετε ἀπ’ ὅλα τὰ χωριά. Στὴν ἐμπασιὰ κάθε χωριοῦ, νὰ χώνετε στὴ γῆ τέσσερις πέτρες. Καὶ πάνω σὲ κάθε πέτρα νὰ σχηματίζετε μὲ τούτη τὴ σκόνη τρεῖς σταυρούς. Ἂν ὑπάρχουν ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, φωνάξτε τους νὰ σᾶς βοηθήσουν καὶ νὰ τελέσουν νυχτερινὲς λειτουργίες. Τότε ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὸ θαῦμα Του. Κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ χαθεῖ πιὰ ἀπὸ τὰ θηρία.

 

Ἐπιστρέφοντας στὴν χώρα τους οἱ εἰδωλολάτρες διαπίστωσαν ὅτι, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Συμεὼν εἶχε προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς, ὅλα τὰ θηρία εἶχαν φύγει ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ ἀποτραβηχτεῖ στὰ δάση. Ὅταν, λοιπόν, ἔκαναν ὅτι τοὺς συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, εἶδαν τὰ θηρία νὰ τρέχουν καὶ νὰ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὶς πέτρες, οὐρλιάζοντας ἀπαίσια. Πολλὰ ἔπεφταν καὶ ψοφοῦσαν ἐπιτόπου. Ἀλλὰ ἔφευγαν ἀλαφιασμένα καὶ χάνονταν. Σὲ δέκα μέρες δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα.

 

Πῆραν τρία τομάρια ἀπὸ τὰ ψόφια θηρία καὶ τὰ ἔφεραν στὸν Ὅσιο. Καὶ ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκαν τὸ θαῦμα, βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Μιὰ βδομάδα ἔμειναν ἐκεῖ, ἀκούγοντας τὶς σοφὲς διδαχὲς τοῦ πνευματοφόρου στυλίτη, καὶ μετὰ ἔφυγαν χαρούμενοι γιὰ τὴν πατρίδα τους, δοξάζοντας τὸ Θεό.

 

Ἀλλὰ σταματᾶμε ἐδῶ τὴ διήγηση, γιατί τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἔχουν τέλος. Ὅπως σημειώνει ὡραιότατα ὁ Σύρος βιογράφος του, «ποιὸ στόμα θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ διηγηθεῖ ἢ ποιὸ χέρι θὰ μποροῦσε νὰ γράψει ἢ ποιὸ σοφὸ μυαλὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο μέσῳ τοῦ Ἁγίου; Πόσους ἀνθρώπους, ποὺ ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἔφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν μὲ τὴ διδαχή του ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἀληθινὴ γνώση; Πόσες χιλιάδες καὶ μυριάδες «ἀλλότριων», χάρη στὸ κήρυγμά του, ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποτάχθηκαν στὸ Χριστό; Ποιὸς μπορεῖ νὰ λογαριάσει τὶς τόσες καὶ τόσες χιλιάδες ἀγρίων, πού, βλέποντας καὶ ἀκούγοντάς τον, μὲ χαρὰ ἐγκολπώθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγιναν ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας; Γιατί ἡ φήμη τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὰ χέρια τοῦ ὁσίου, ταξίδεψε ἀπ’ τὴν μίαν ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη.

 
Κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε τὸ γραφικό: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν οἱ φθόγγοι αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18:5).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου, ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν, πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στῦλον ἐργασάμενος, δι’ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε· σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Στύλος ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, ἐν στύλῳ βιώσας, ὑπὲρ ἄνθρωπον Συμεών· ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τὰς ὑπὲρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἐξαστράπτεις, εἰς κόσμον ἅπαντα.

Ἡ Ὁσία Μάρθα-Ἡ Ἁγία Μάρθα (κατ’ ἄλλους Μαρία) μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεών, ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Θαυμαστὸ
 

 Ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

(Ἡ μνήμη τῆς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ἰουλίου).

Ἦταν στολισμένη μὲ πολλὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ γέννησε τὸν Ἅγιο Συμεὼν κατόπιν ἐπαγγελίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ.

Ὑπῆρξε σὲ μεγάλο βαθμὸ φιλάνθρωπη καὶ βοήθησε τὸν πλησίον ἀπεριόριστα. Ὅταν ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἐνταφιάστηκε στὴ Δάφνη τῆς Ἀντιοχείας.

Ἀργότερα, λέγεται, ὁ γιός της μετέφερε τὸ ἅγιο λείψανό της κοντὰ στὸν στῦλο ὅπου ἀσκήτευε. Ἐκεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἅγιου γιοῦ της, ὁ τάφος τῆς θαυματουργοῦσε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Εὐανθία

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰησοῦς ὁ Δίκαιος 

Ἦταν Ἑβραῖος, γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἐφραὶμ καὶ διάδοχος τοῦ Μωϋσῆ τοῦ προφήτη. Ὁ Ἰησοῦς, ὀνομαζόταν πρῶτα Αὐσής.

Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴ γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι’ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἁγίες 40 οἱ Παρθενομάρτυρες -Ἀδαμαντίνη, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειὼ , Θάλεια, Μαριάνθη, Εὐτέρπη, Τερψιχόρη, Οὐρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ἐρατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Ἀθηνᾶ, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Καλλίστη, Θεονόη, Θεανώ, Ἀσπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφάνη, Ἐρασμία, Ἑρμηνεία, Ἀφροδίτη, Μαργαρίτα, Ἀντιγόνη, Πανδώρα, Χάϊδω, Λάμπρω, Μόσχω, Ἀρηβοΐα, Θεονύμφη, Ἀκριβῆ, Μελπομένη, Ἐλπινίκη καὶ Ἀμμοῦν ὁ διδάσκαλος αὐτῶν

Ἀθηνά, Ἀντιγόνη, Θάλεια, Ἀσπασία, Κλεοπάτρα, Κλειῶ, Σαπφῶ, Πηνελόπη, Μαριάνθη, Ἀκριβή, Ἀφροδίτη, Ἐλπινίκη, Ἐρασμία, Εὐτέρπη, Κοραλία, Πανδώρα, Χάϊδω, Μελπωμένη, Οὐρανία, Ἀδαμάντιος, Ἀδαμαντία

Ὁ Ἀμμοῦν ἢ Ἄμμων ἦταν Διάκονος στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ διδάσκαλος 40 ἀσκητριῶν παρθένων. Αὐτὸν λοιπόν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανούπολης Βᾶβδος, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, παρέπεμψε μαζὶ μὲ τὶς 40 μαθήτριές του στὸν Λικίνιο τὸν ἄρχοντα τῆς Θρᾴκης. Αὐτός, ἀφοῦ τὶς βασάνισε σκληρά, τὶς μὲν πρῶτες δέκα ἔκαψε ζωντανές, τὶς δὲ ἑπόμενες ὀκτὼ ἀποκεφάλισε, τὶς ἑπόμενες δέκα σκότωσε μὲ ξίφος, ἀφοῦ τὶς χτύπησε στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὶς ὑπόλοιπες δώδεκα θανάτωσε μὲ μαχαίρια καὶ πυρακτωμένα σίδερα στὸ στόμα. Τὸν δὲ Ἀμμοῦν θανάτωσε, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι (ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε). Ὅσον ἄφορα δὲ τὰ ὀνόματα τῶν 40 Ἁγίων Παρθένων, τὰ παραθέτουμε μὲ ἐπιφύλαξη, διότι ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ π.χ. Χάϊδω, Λάμπρω κ.λ.π. ἀνήκουν σὲ ὀνομασίες μεταγενεστέρων αἰώνων (16ου – 18ου) καὶ ὄχι σ’ αὐτὲς τῶν πρώτων αἰώνων μ.Χ. ποὺ μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Θαῦμα τῆς Θεοτόκου στὴν Μονὴ τῶν Μιασηνῶν 

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιασηνῶν, ρίχτηκε στὴ λίμνη Ζαγουροῦ γιὰ νὰ μὴ τὴν σπιλώσουν οἱ Εἰκονομάχοι. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης μὲ θαυματουργικὸ τρόπο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος βαρύς.

Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπω· ἐκ σοῦ γὰρ ἐσαρκώθη ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ὅθεν καὶ χαρίτων ἠγλάϊσας τῷ φέγγει, τὴν σὴν λαμπρὰν Εἰκόνα Μιασηνῶν τῇ Μάνδρᾳ· ταύτην γὰρ θαυμασίως, ἐξ ὑδάτων βυθοῦ καὶ αὖθις ἡμῖν δεδώρησαι.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτω σύμπαντα, δημιουργήσας σοφία, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας, ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τὰς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖον σου θέλημα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνη Ἄχραντε ἐκ τῶν ὑδάτων, ἡ Εἰκὼν ἡ πάντιμος, τῆς παναγίας σου Μορφῆς, καθάπερ κρήνη καλλίροος, τὰ τῶν θαυμάτων προχέουσα νάματα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάρις προμηθείας σου δαψιλής, πρόεισιν ὠς δρόσος, ἐξ Εἰκόνος σου τῆς σεπτῆς· ὅθεν τῇ σῇ δόξῃ, Μιασηνῶν ἡ Μάνδρα, λαμπρύνεται Παρθένε, καὶ μεγαλύνει σε.

Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος, Καλλίστη, Ἀγαθοκλεία καὶ Ἐρμογένης οἱ Μάρτυρες

Ἦταν ἀδέλφια, καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας ἦταν ὁ μεγάλος τους πόθος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἀξιώνοντάς τους νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἑλκύστηκαν στὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους, στάθηκε ζηλευτὴ, πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας. Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, γιὰ τὸ ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά.

Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου. Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἄνηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημά τους περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μνήμη τοῦ μεγάλου ἐμπρησμοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη 

Ὁ ἐμπρησμὸς αὐτὸς ἔγινε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζόμενου Μακέλλη. Τότε πυρπολήθηκε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ νέος 

Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως.
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδὶ τους, τὸν Μελέτιο. Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ᾖλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς πολύφωτος ἥλιος, καὶ ἐν Μυουπόλει ἀσκήσας θεοφόρε Μελέτιε, λαμπρύνεις τὴν Ἑλλάδα τῷ φωτί, τῶν θείων ἀρετῶν σου ἀληθῶς. Διὰ τοῦτο ὡς προστάτην ἡμῶν θερμόν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς μελετήσας ἐν τῷ νόμῳ τῷ τῆς χάριτος

Δένδρον ἐδείχθης τῆς ἀσκήσεως κατάκαρπον

Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον ἡγιασμένον.

Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε δεόμεθα

Πάσης θλίψεως λυτροῦσθαι καὶ κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Μελέτιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄγγελος ὡράθης μετὰ σαρκός, Μελέτιε Πάτερ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν· ὅθεν ἡ Μονή σου, ἐν σοὶ ἀγαλλιᾶται, ὑμνοῦσα θεοφόρε, τὴν πολιτείαν σου.

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος 

Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ δὲν βρίσκουμε καμιὰ πληροφορία γιὰ τὴν ζωή του. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἀσκήτεψε στὸ Φαράγγι Κουρταλιώτη τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τῆς Κρήτης τὸ 1670, καὶ ὅτι ὑπάρχει μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθῆνα τὸ 1879.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας 

Χρυσοχόος στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀγγελής, κάποτε διασκέδαζε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ γνώριμους ἐξωμότες χριστιανούς. Καὶ χάριν ἀστείου, φόρεσε στὸ κεφάλι τοῦ τούρκικο σαρίκι. Οἱ Τοῦρκοι, θεώρησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του σὰν ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἀποδοχὴ τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν πίεζαν νὰ ἐξισλαμιστεῖ. Ὁ μάρτυρας ἀπέκρουσε μὲ ἀποστροφὴ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ δέχτηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ ἕξι παιδιά του.
Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη, « Ὅτι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφᾶζε, κᾶψέ με στὴν φωτιά, ρῖξέ με στὰ θηρία, πνῖξέ με στὴ θάλασσα, καὶ ὅτι μπορεῖς κᾶμε σὲ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι». Ἔτσι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστῆρι τῆς νήσου Πρώτης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης ὁ Λέσβιος (Οἱ Ὅσιοι Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιος οἱ αὐτάδελφοι ἐκ Μυτιλήνης) 

Βλέπε βιογραφία τοῦ παρακάτω (1η Φεβρουαρίου, μαζὶ μ’ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του).

Οἱ τρεῖς αὐτάδελφοι Ὅσιοι καὶ Ὁμολογητὲς ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ πρωτότοκος Ὅσιος Δαβὶδ ἀσκήτεψε καὶ ἵδρυσε κατόπιν μονὴ στὸ ὄρος Ἴδη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Ὅσιος Συμεὼν μόνασε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τοῦ ἀδελφοῦ του στὴν Ἴδη καὶ ἐπέστρεψε ὕστερα στὴ Μυτιλήνη ὅπου ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τοῦ νοτίου λιμένος τῆς πόλεως, στὴν ὁποία ἔζησε ὡς στυλίτης ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἱερεὺς καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ Ὅσιος Γεώργιος.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ὑφίστανται τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐγκαθίσταται στὰ περίχωρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναπτύσσει ἐξαιρετικὴ δράση ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐξορίζεται ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Θεόφιλο, μαζὶ μὲ τοὺς Γραπτοὺς καὶ ἄλλους Πατέρες, στὴν Ἀφουσία καὶ ἀπελευθερώνεται μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ. Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ρόλος του ἦταν πολὺ σημαντικός. Αὐτός, σὲ συζήτηση ἐνώπιον τῆς χήρας βασιλίσσης Θεοδώρας καὶ τῆς αὐλῆς, κατατροπώνει τὸν εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἰωάννη Ζ’ τὸν Γραμματικὸ (836 – 842 μ.Χ.) καὶ ὑποδεικνύει ὡς διάδοχό του τὸν Μεθόδιο (842 – 846 μ.Χ.). Ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Γεώργιος ποὺ εἶχε ἤδη καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ὁσίου Συμεών, ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐκλέγεται καὶ χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἂν καὶ ἦταν 80 ἐτῶν. Καὶ οἱ δύο μὲ πολλὲς τιμὲς ἐπιστρέφουν στὸ νησί, ὅπου μετὰ ἕνα ἔτος, τὸ 844 μ.Χ., ἀναπαύεται μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Συμεὼν καὶ μετὰ ἕνα ἢ δυὸ ἔτη (845 ἢ 846 μ.Χ.) ὁ Ὅσιος Γεώργιος. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀνακομίζεται ἀπὸ τὴν Ἴδη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ καὶ κατατίθεται στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸ Μῶλο τῆς Μυτιλήνης, στὴν ἴδια μὲ τοὺς ἄλλους Ὁσίους ἀδελφοὺς θαυματόβρυτο λάρνακα, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες τὸ κέντρο τῆς λειτουργικῆς τιμῆς τῶν τριῶν Ὁσίων αὐταδέλφων.

Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ὁμολογητής, σὲ ἀνέκδοτο ἔργο του ἀναφέρεται μὲ ἐγκώμια στοὺς τρεῖς στενοὺς συνεργάτες καὶ ὑποστηρικτές του: τὸν μέγα Ἰωαννίκιο, τὸν κλεινὸ Συμεὼν καὶ τὸν διαβόητο στὶς θεωρίες Ἰλαρίωνα.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἀναφέρεται καὶ σὲ μικρὸ ἀπόσπασμα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαβάζεται τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Συμεὼν τοῦ ὁσιωτάτου Στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ ἐν Ἀγυιᾷ 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον μεθεόρτιον Προδρόμου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφῆτα γεγένησαι· ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρώδου, ἐκτμηθείς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοῖς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον· διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, πόθῳ γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον μεθεόρτιον τοῦ Προδρόμου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς ἁγνοίας Πρόδρομε, τῷ οὐρανίῳ σου βίῳ, τὰς ἐνθέους χάριτας, ὡς ἔσοπτρον ἀπαστράπτων, ἤλεγξας, παρανομήσαντα βασιλέα· ἤνεγκας, τὸν διὰ ξίφους θάνατον χαίρων· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις Προφῆτα, καὶ Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ.

 

Μεγαλυνάριον μεθεόρτιον τοῦ Προδρόμου.
Κάραν ἐκτμηθείς σου ὦ Βαπτιστά, ἔδραμες ἐν Ἅδῃ, οἷα Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ, τοῖς ἐκεῖ δεσμώταις, τὴν λύτρωσιν κηρύττων. Ἀλλὰ τοὺς σὲ τιμῶντας, φρούρει καὶ φύλαττε.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Ἦταν, ὅπως λέγουν, «ἀποστολικοὶς χαρίσμασι λαμπρυνόμενος». Σὰν πρεσβύτερος ἀκόμα, διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη του εὐσέβεια, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀγαθότητά του.

Στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁ τότε Πατριάρχης τὸν ἐξέλεξε ἀντιπρόσωπό του. Καὶ ὅταν στὴν Σύνοδο αὐτὴ καταδικάστηκε ὁ Ἁρεῖος, ὁ Ἀλέξανδρος, ἂν καὶ γέροντας 70 χρονῶν, δέχθηκε νὰ περιοδεύσει στὴν Θρᾴκη, Μακεδονία, Θεσσαλία καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ γνωστοποιήσει τὰ ὀρθὰ δόγματα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἀλλὰ ἐνῷ βρισκόταν στὴν περιοδεία αὐτή, ὁ πατριάρχης Μητροφάνης ἀπεβίωσε. Ὅρισε ὅμως διάδοχό του τὸν Ἀλέξανδρο, διότι, παρὰ τὸ γῆρας του, εἶχε τὰ κατάλληλα ἐφόδια γιὰ τὴ διακυβέρνηση τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς πρωτευούσης.

Πράγματι, σὰν Πατριάρχης ὁ Ἀλέξανδρος ἀνταποκρίθηκε σωστὰ στὶς δύσκολες περιστάσεις τῶν καιρῶν. Τότε ὁ Ἁρεῖος εἶχε ἐξαπατήσει τὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο ὅτι δῆθεν πιστεύει ὀρθά. Καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε τὸν Ἀλέξανδρο νὰ ἀφήσει τὸν Ἁρεῖο νὰ μετέχει τῆς Θείας Κοινωνίας. Ὁ Ἀλέξανδρος, λυπημένος, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ζήτησε τὴν βοήθειά Του. Ἡ δέηση τοῦ Ἱεράρχη εἰσακούσθηκε. Καὶ τὸ πρωὶ ποὺ ὁ Ἁρεῖος μὲ πομπὴ θὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, βρέθηκε τὸ σῶμά του σχισμένο καὶ σκωληκόβρωτο!
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 340 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Πρόκειται μᾶλλον γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν ὀνομαζόμενο Ξιφιλῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο τὸν Γ’.

Γεννήθηκε τὸ 1006 στὴν Τραπεζούντα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μεγάλη του παιδεία καὶ τὰ μεγάλα πολιτικὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε καταλάβει. Κατόπιν ὅμως ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Βιθυνίας, ὅπου μόνασε 10 χρόνια.

Ἀπὸ ἐκεῖ προσκλήθηκε γιὰ νὰ καταλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Χειροτονήθηκε ἱερέας, καὶ μετὰ μία ἑβδομάδα – τὴν 1η Ἰανουαρίου 1064 – ἐπίσκοπος.
Ὁ Ἰωάννης λειτουργοῦσε καὶ κήρυττε κάθε ἡμέρα στοὺς ναοὺς τῆς πρωτεύουσας, ἐπισκεύασε τὶς εἰκόνες τῆς ἁγίας Σοφίας, καὶ μοίραζε δωρεὰν ψωμὶ καὶ σιτάρι στοὺς φτωχούς. Πέθανε τὸ 1075, καὶ νὰ πῶς τὸν περιγράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του: «ἀνεφάνη ἀνὴρ πρῶτον μὲν καθαρώτατος καὶ ἁγνότατος καὶ πρὸ παντὸς ρύπου σωματικοῦ καθάπαξ ἀπεχόμενος. Ἔπειτα δὲ τὰ εἰς καταφρόνησιν χρημάτων καὶ ἀκτημοσύνην τελείαν καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας φιλανθρωπίαν καὶ μετάδοσιν κατ’ οὐδὲν ἐλάττων τοῦ περιβόητου ἐκείνου Ἐλεήμονος, καὶ ταῖς ἄλλοις δὲ ἀρεταῖς πᾶσαις συλλήβδην εἰπεῖν ἀφθόνως κοσμούμενος, ἀλλὰ καὶ τῷ λόγῳ πολύς, καὶ παιδεύσεως πάσης μετειληχῶς καὶ νομομαθεῖς ἐξαίρετος».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Γιὰ τὸν Πατριάρχη Παῦλο δὲν ἔχουμε σαφεῖς καὶ συγκεκριμένες πληροφορίες. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Παῦλο τὸν Γ’.

Αὐτὸς πατριάρχευσε τὸ 686 – 693. Προήδρευσε τῆς Πανθέκτης λεγομένης Συνόδου. Ἄλλοι νομίζουν, ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Πατριάρχη Παῦλο τὸν Δ’. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔλαμψε, κατὰ τὸν Θεοφάνη, στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Ἀνέβηκε στὸν θρόνο τὸ 770, παραιτήθηκε δὲ στὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 784 καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Φλώρου, ὅπου ἔζησε σὰν ἁπλὸς μοναχὸς μόνο δυὸ ἢ τρεῖς μῆνες ἀπὸ τὴν παραίτησή του.

Ἀνῆκε στοὺς ζηλωτὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες του.

(Ἡ μνήμη του, σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 2α Σεπτεμβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Μύσται οὐράνιοι ἀποδεικνύμενοι, θεῖοι ἐκφάντορες τῷ κόσμῳ ὤφθητε, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ποιμάναντες θεαρέστως, ἱερὲ Ἀλέξανδρε, τῆς Τριάδος ὁ πρόμαχος, Ἰωάννη ἔνδοξε, ὁ τῆς χάριτος τρόφιμος, καὶ Παῦλε Ἱερέων ἀκρότης· ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τριάδα σήμερον, Ἱεραρχῶν τῶν Ὁσίων, ἱεροῖς ἐν ᾄσμασιν, ἐγκωμιάσωμεν πάντες· οὗτοι γὰρ, ὡς οἰκονόμοι τῶν ἀπορρήτων, νέμουσι, χάριν ἀέναον τοῖς βοῶσιν, ὦ Ἀλέξανδρε παμμάκαρ, καὶ Ἰωάννη, σὺν Παύλῳ χαίρετε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων τριὰς σεπτή, Ἀλέξανδρε μάκαρ, σὺν τῷ Παύλῳ τῷ εὐκλεεῖ, καὶ τῷ Ἰωάννη, ἡ τρίφωτος λυχνία, ἡ πᾶσαν Ἐκκλησίαν, καταπυρσεύουσα.

Ὁ Ὅσιος Φαντῖνος ὁ Θαυματουργός 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γεώργιος, ἡ δὲ μητέρα του Βρυαίνη. Ἀπὸ μικρὸς ἀφοσιώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης καὶ ἦταν τόσο ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, ὥστε νὰ τὸν παρακολουθοῦν καὶ πολλοὶ μαθητές, ποὺ τοὺς δίδασκε τὴν ἔμπρακτη εὐσέβεια.

Σὲ ἡλικία 60 χρονῶν, ἀφοῦ πῆρε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Βιτάλιο καὶ τὸν Νικηφόρο, πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Κόρινθο καὶ ἔφερε πολλὲς ψυχὲς στὴ Σωτηρία.
Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθῆνα, ὅπου προσκύνησε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Ἔπειτα πῆγε στὴ Λάρισα καὶ ἀπὸ κεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐδῶ ἔμεινε ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπηρετώντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ ὑπέργηρος τὸ ἔτος 974.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις λαμπρότησι, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, τὰ σκάματα ἤνυσας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Φαντῖνε μακάριε· ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύεις τῶν παθημάτων, χαλεπὰς ἀμαυρώσεις, πρεσβεύων θεοφόρε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ θείῳ φωτί, Φαντῖνε αὐγαζόμενος, παθῶν τὴν ἀχλύν, διέλυσας τοῖς πόνοις σου, καὶ θαυμάτων εἴληφας, οὐρανόθεν τὴν θείαν ἐνέργειαν· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Φαντῖνε Πάτερ σοφέ, ἐναρέτου βίου, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ μεσίτης, καὶ πρέσβυς θεοφόρε, πρὸς τὸν Χριστὸν τῶν πίστει, ἀνευφημούντων σε.

Οἱ Ἅγιοι 6 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Μελιτινὴ 

Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς ἔπνιξαν μέσα στὴ θάλασσα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Σαρματᾶς 

Ἀσκητὴς τῆς Ἔρημου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Βρυαίνη 

Ἡ Ὁσία Βρυαίνη ἴσως εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Ὁσίου Φαντίνου ποὺ ἑορτάζεται από την Ἐκκλησία μας τὴν ἴδια ἡμέρα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι 16 Μάρτυρες οἱ Θηβαῖοι 

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐλάλιος ὁ Ἱεράρχης 

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἴσως νὰ εἶναι Κύπριος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ, Φουρτουνᾶτος, Σεπτιμῖνος καὶ Ἰανουάριος οἱ Μάρτυρες 

Καὶ οἱ τέσσερις διακρίθηκαν γιὰ τὸν ἀγῶνά τους ἐναντίον τῆς ἀπιστίας. Συνελήφθησαν καὶ ἀνακρίθηκαν γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.

Ὁ ἔπαρχος γιὰ νὰ τοὺς ἀλλαξοπιστήσει, ἔφερε ἐθνικοὺς φιλοσόφους, ποὺ προσπάθησαν μπροστὰ τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μωρία. Ἀλλὰ οἱ ἄξιοι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ, ἀνέτρεπαν ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἀμαθῆ καὶ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Φύλαξ 

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸν Ἱεροσολυμιτικὸ Κώδικα 1096 φ. 123 ὡς ἑξῆς: «Μνήμη τῶν ὁσίων πατριαρχῶν Ἀλεξάνδρου, Ἰωάννου καὶ Παύλου τοῦ νέου καὶ τοῦ ὁσίου Φύλακος» (βλ. Δημητριεύσκη, τυπικὰ Β’ σελ. 55).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἡγεμόνας τῆς Ρωσίας 

Ὑπῆρξε ἄρχοντας Βλαδημηρίας καὶ Νεαπόλεως τῆς Ρωσίας καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1263. Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ συνέταξε ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Φιλωνίδης (ἢ Φιλονείδης) ὁ Ἱερομάρτυρας

«Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτόν, αὕτη πασῶν τῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη», λέει ἕνας ἀρχαῖος σοφός, ὁ Πλάτων.

Κι εἶναι τὰ λόγια τοῦτα ἀληθινά! Εἶναι λόγια ἀθάνατα!

Γιατί ὁ ἐαυτός μας, εἴτε τὸ ἀναγνωρίζουμε εἴτε ὄχι, εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός. Ἐχθρὸς ἀσυγκράτητος καὶ δυνατός. Ἐχθρὸς ἀνυποχώρητος καὶ σκληρός.

Τὸ νὰ μπορεῖ δὲ ἕνας νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ δαμάζει ἕναν τέτοιο ἐχθρό, τὸ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται στὸν ψυχικό του κόσμο καὶ νὰ πετυχαίνει νὰ κάμνει ὄχι αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦν οἱ ἄλογες ὁρμὲς καὶ τὰ πάθη του, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει, τότε λέγουμε, πὼς αὐτὸς κερδίζει τὴν πρώτη, μὰ καὶ τὴν ὡραιότερη νίκη.

 

Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἔκαμαν βίωμα καὶ σκοπὸ στὴ ζωὴ τους ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸν πλανήτη μας κι ἔγραψαν μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν βίο τους ἀνεξίτηλα τὰ ὀνόματά τους στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρανοὺς ἀγωνιστὲς καὶ νικητὲς τοῦ ἐαυτοῦ τους εἶναι κι ὁ ἱερομάρτυρας Φιλωνίδης.

 

Γεννήθηκε στὴν Κύπρο μας γύρω στὸ 250 μ.Χ. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τὸν τόπο.

 

Οὔτε καὶ ποιοὶ ἤσαν οἱ γονεῖς του. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Ἅγιος σὲ νεαρὴ ἡλικία κλήθηκε νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη μεγάλη καὶ περιώνυμη γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ τὴν ἀκολασία της! Ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ Ἁγίου κρίνουμε, πὼς καὶ οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἤσαν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα πιστοί. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ προνομιοῦχος νέος πρέπει νὰ διδάχθηκε «ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα».

 

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ φαίνεται, πὼς ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶχε ἀρκετὰ διαδοθεῖ στὴν Κύπρο μας. Τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα καὶ τοῦ Μάρκου ἔπεσε σὲ ἀγαθὴ γῆ. «Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Αὐξίβιος, Μακεδόνιος, Λάζαρος, Ἐπαφρᾶς, Τυχικός, Σέργιος Παῦλος, Τῖτος, εἶναι μερικὰ ὀνόματα, ἐλάχιστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὄχι μόνο δέχτηκαν μὲ δίψα καὶ λαχτάρα τὴ νέα πίστη μὰ καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τὴν διαδώσουν παντοῦ.

 

Ἀγωνίστηκαν, γιατί στὸ νησί μας ἡ εἰδωλολατρία εἶχε πολὺ βαθιὲς τὶς ρίζες. Ἡ λατρεία τῶν Θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης γιὰ τὴν ὁποία ἦταν κοινὴ ἡ πίστη πὼς γεννήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τῆς θάλασσας τῆς Πάφου, ἦταν πολὺ στενὰ συνδεδεμένη μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ.

Ἡ νέα θρησκεία ἐρχόταν νὰ καταργήσει αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, γιὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀντίδραση ὑπῆρξε ἄμεση. Αὐτοὶ οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ θείου λόγου, οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος γνώρισαν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τὴν σφοδρὴ ἀντίθεση τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Στὴν ἱεραποστολική τους πορεία ἀνάμεσα στὴν Πάφο «εὐρήκαν τοὺς ποταμοὺς τῶν ψυχῶν εἰς κατάσταση αὐξανομένης ἐξεγέρσεως, ἀναβαίνοντας».

Πολλὰ ἐμπόδια παρενέβαλε ὁ διάβολος στὸ ἔργο τους. Ἡ Πάφος πλημμύρισε κυριολεκτικὰ ἀπὸ «ἐκδηλώσεις βίας, τοὶς βιαίοις ἐπικλύσας». (Analect 147). Ἡ λαϊκὴ παράδοση ἀναφέρει, πὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέθηκε σὲ μία πέτρινη κολόνα, ποὺ δεικνύεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴν Κάτω Πάφο κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Χρυσοπολίτισσας καὶ κτυπήθηκε ἀνελέητα «σαράντα παρὰ μίαν» μαστιγώσεις. Ὅμως παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ ἐμπόδια ἡ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ εἶχε σὲ πολλὰ μέρη ἐπιβληθεῖ. «Ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις». Πολλὲς οἰκογένειες τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισαν τὸν Κύριο καὶ ζοῦσαν ἔντονα τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς.

 

Ἀπὸ μία τέτοια οἰκογένεια χριστιανικὴ γεννήθηκε καὶ ὁ Φιλωνίδης. Ἀπὸ αὐτὴ διδάχτηκε πὼς ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἦταν χωρὶς περιεχόμενο. Ψεύτικοι καὶ ἀνύπαρκτοι θεοὶ ἦταν ὅλοι τους. Μόνο ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Αὐτὸς ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ θὰ ὑπάρχει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Αὐτὸς δημιούργησε τὸν κόσμο. Αὐτὸς ἀπὸ ἀγάπη ἔστειλε στὸν κόσμο καὶ τὸν Μονογενὴ Υἱό Του. Ἦλθε κι ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους σὰν ἄνθρωπος «παρεκτὸς ἁμαρτίας». Δίδαξε, σταυρώθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴν δικαίωση καὶ τὴν σωτηρία τους. «Παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. δ’ 25).

 

Αὐτοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ παιδιὰ εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καὶ Αὐτὸν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὀφείλουμε ν’ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη. Καὶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό μας θὰ μποροῦμε νὰ τὴ δείχνουμε, ἂν ἀγαποῦμε συγχρόνως καὶ τὸν πλησίον μας, δηλαδὴ τὸν κάθε ἄνθρωπο σὰν καὶ τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτὲς τὶς δύο ἀγάπες πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ τὴν ζωή μας νὰ θυσιάσουμε. Γιατί οἱ δυὸ αὐτὲς ἀγάπες εἶναι οἱ δυὸ φτεροῦγες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετᾶ, γιὰ νὰ φτάσει μία μέρα στὰ οὐράνια παλάτια τῆς αἰωνιότητας.

 

Μὲ τέτοιες διδασκαλίες ἁπλὲς οἱ χριστοφόροι γονεῖς φρόντιζαν νὰ ἐνσταλάζουν στὴν ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» τὸ γνήσιο πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ στὴν καρδιὰ του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε μαζὶ καὶ ὁ πόθος, ὁ φλογερὸς πόθος νὰ γίνει ἕνας ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Νὰ προσφέρει καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του στὴν ἱερὴ φάλαγγα ἐκείνων, ποὺ δούλευαν γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ.

 

Ἐπιτέλους ᾖρθε ἡ ὥρα. Νέος πιὰ ὁ Φιλωνίδης ἕτοιμος σὲ ὅλα κλήθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Δέχτηκε τὴν κλήση. Καὶ ὑπηρέτησε μὲ ζῆλο. Στὴν ἀρχὴ ὡς ἀναγνώστης. Ὕστερα ὡς διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου του, Κουρίου, ὡς ἐπίσκοπος.

 

Στὴ νέα του θέση ὁ ζηλωτὴς ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ εἶχε πολλὲς δυσκολίες καὶ ἐμπόδια νὰ ὑπερνικήσει. Τὸ Κούριο, ἡ ὀμορφοχτισμένη Ἑλληνικὴ πόλη στὰ νότια της Κύπρου, ποὺ δεχόταν κάθε μέρα τῆς γαλανῆς θάλασσας τὸ φίλημα καὶ τὴ νύχτα τὸ γλυκὸ νανούρισμά της, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας τῆς Κύπρου. Ἐδῶ ἦταν χτισμένος ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα μὲ τὸ γνωστὸ μαντεῖο. Χιλιάδες λαοῦ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ νησί μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες χῶρες τῆς ἀπέραν τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μαζευόντουσαν σ’ αὐτό, γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες, νὰ τὸ συμβουλευτοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν κάτι γιὰ τὸ μέλλον τους. Ἐδῶ ὑπῆρχε κι ἕνα ὡραιότατο στάδιο. Πλήθη ἀπὸ φιλάθλους συνερχόντουσαν κάθε φορά, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες. Κι ἄλλοι νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὰ ποικίλα πνευματικὰ ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς δημιουργίας, ποὺ συχνὰ παιζόντουσαν στὸ μαρμάρινο θέατρο τῆς πόλεως. Ὅλα τοῦτα μαζὶ μὲ τὰ γυμναστήρια καὶ τοὺς βωμοὺς γιὰ θυσίες καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὶς ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς εἰδωλολατρικῆς ζωῆς ἔκαμναν τὴν πόλη κέντρο θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀνηθικότητας. Σὲ αὐτὸ τὸ κέντρο ἀνέλαβε ὁ μακάριος ἐπίσκοπος μὲ φλογερὸ ζῆλο τὸ ἔργο του, τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.

 

Ἡ πρώτη του προσπάθεια στράφηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ μικροῦ ποιμνίου του. Γι’ αὐτὸ διαθέτει ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἀφήκαν οἱ γονεῖς του. Πτωχεύει αὐτὸς γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὰ πνευματικὰ παιδιά του, ὅπως ἀποκαλεῖ τοὺς χριστιανούς του. Τὸ παράδειγμά του συγκινεῖ ὄχι μονάχα τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀρχίζουν νὰ προσβλέπουν μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτόν. Τὸν παρακολουθοῦν μὲ προσοχή, τὸν συντρέχουν καὶ τὸν ἀκοῦν μὲ σεβασμό. Στὸ κήρυγμά του κάθε φορὰ τρέχουν καὶ νέοι ἀκροατές. Καὶ αὐτὸς μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη ἀνεξάντλητη τοὺς κατευθύνει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας, τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο. Καθημερινὰ καὶ νέοι προσήλυτοι προσέρχονται καὶ κατηχοῦνται καὶ βαπτίζονται καὶ προστίθενται στὸ λογικὸ ποίμνιο τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸ Κούριο, ποὺ ἦταν μία πόλη κέντρο εἰδωλολατρίας καὶ διαφθορᾶς, μὲ τὸν καιρὸ γίνεται μία πόλη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα κέντρο χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἠθικῆς ἀνορθώσεως.

 

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπιδεικνύει ὁ ἐνάρετος ἱεράρχης στὴν ἐκλογὴ τῶν συνεργατῶν του. Γνωρίζει ὅτι οἱ καλοὶ καὶ ἄξιοι ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀφοσιωμένοι ἐργάτες καὶ ὁδηγοί. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιάκριτα δὲν χειροτονεῖ κανένα. Πρέπει νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσει. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινωνεῖ ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» ἀποτελοῦν γι’ αὐτὸν ἕνα γνώρισμα ἐνεργείας στὸ θέμα αὐτό. Ἔτσι ἐργάζεται ὁ γεραρὸς ἐπίσκοπος ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ κηρύχτηκε ὁ τρομερὸς διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού.

 

Ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Κύπρου Μάξιμος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ διεφθαρμένος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσει ὅλο τὸ μῖσος του ἐνάντια στὴ νέα θρησκεία. Οἱ φυλακὲς γέμισαν ἀπὸ κρατουμένους. Στὰ στάδια σέρνονται καθημερινὰ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μιὰ πρόχειρη δίκη διεξάγεται ἐκεῖ. Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ μάρτυρος, τὰ βασανιστήρια κτηνώδη καὶ ἀπάνθρωπα καὶ στὸ τέλος ὁ θάνατος. Τὸ αἷμα τρέχει ἄφθονο στὴ Νῆσο τῶν Ἁγίων.

 

Κάποια μέρα ἄνθρωποι τοῦ ἡγεμόνα συνέλαβαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ μὲ ἄλλους ἁλυσοδεμένους εἰδωλολάτρες εἶχαν συλληφθεῖ καὶ ἐκρατοῦντο καὶ τρία πνευματικὰ παιδιά του. Ὁ ἱερέας Ἀριστοκλῆς, ὁ διάκονος Δημητριανὸς κι ὁ ἀναγνώστης Ἀθανάσιος. Παραχώρηση Θεοῦ ἡ συνάντηση. Εὐκαιρία γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Καὶ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦτο ἡ προσευχή. Ἡ θερμὴ καὶ ὁλόψυχη στὸν Πλάστη προσευχή.

- Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος. Μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει μὲ τούτη τὴν δοκιμασία ὁ Κύριός μας. Τώρα μποροῦμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ἀναφωνοῦμε! «Ἡμῖν ἐχαρίσθῃ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 30).

Κι ἡ παραχώρηση τούτη εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς. Εἶναι τιμὴ καὶ προνόμιο. Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ πανάγιο θέλημά Του μέχρι θανάτου.

Οἱ κρατούμενοι γονάτισαν. Καὶ ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἀνέπεμψε μία τέτοια περίπου προσευχή:

«Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε. Μὴν ἀπομακρύνεις ἀπὸ ἡμᾶς τὸ ἔλεός σου πρὸς χάριν τοῦ ἀγαπητοῦ Σου υἱοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. Μὴ μᾶς κατεντροπιάσεις. Δεῖξε καὶ σὲ τούτη τὴν περίσταση ἀπέναντί μας τὴν ἐπιείκειά σου καὶ τὴν εὐσπλαγχνία σου. Σύμφωνα μὲ τὰ τόσα θαυμαστά σου ἔργα, τὰ ἀναρίθμητα, γλίτωσέ μας καὶ τούτη τὴν φορὰ ἀπὸ τοὺς πλοκάμους τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς τριγυρίζει καὶ δόξασε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ πανάγιο ὄνομά Σου. Θέλουμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Σου ὁσαδήποτε μέσα κι ἂν χρησιμοποιήσει ὁ δόλιος ἐχθρός. Βοήθησέ μας. Χάλκεψε μέσα μας ἀκατάλυτη τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ λυγίσουμε μὲ κανένα τρόπο. Καὶ ἀξίωσέ μας, Κύριε, νὰ ἰδοῦμε νὰ καταισχύνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ φέρονται μὲ σκληρότητα καὶ κακότητα στοὺς δούλους σου. Δῶσε ἀκόμη, Πατέρα, νὰ ἰδοῦμε τὴν ἁγία σου θρησκεία νὰ ἁπλώνεται παντοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησία σου σὰν δένδρο εὐσκιόφυλλο νὰ σκεπάζει ὁλόκληρο τὸ νησί μας. Ἀμήν.

Τὴν τελευταία λέξη πρόφεραν ὅλοι τους μὲ βαθιὰ πίστη. Ἦταν μία ἐγκάρδια εὐχή!

 

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ μακάριος ἐπίσκοπος εἶχε συλληφθεῖ κι ἐγκλειστεῖ στὴ φυλακή, μιὰ διαφορετικὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγὴ παρατηρήθηκε στοὺς κρατουμένους. Οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλασφημίες κι ὅλες οἱ ἄλλες βρωμερὲς ἐκφράσεις λιγοστεύουν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐσταυρωμένου συγκινεῖ. Οἱ καρδιὲς ἀλλάζουν. Ἡ ἀγριότητα παραμερίζει. Καὶ ἡ σκληρότητα παραχωρεῖ τὴν θέση της στὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη.

 

Πόση δύναμη ἀλήθεια κλείνει μέσα της ἡ ζωντανὴ διδασκαλία, σὰν συνοδεύεται καὶ μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα! Τί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πετύχει ὁ χριστιανισμὸς ἂν αὐτοὶ ποὺ τὸν προβάλλουν, φρόντιζαν μαζὶ μὲ τὰ ὄμορφα λόγια ποὺ κηρύττουν, νὰ παρουσίαζαν καὶ τὸν ἑαυτὸ τους ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο τῶν ὅσων διδάσκουν! Τότε δὲν θὰ εἴχαμε τὸ τρομερὸ κατάντημα, ποὺ παρατηροῦμε τόσο ἔντονα στὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ κήρυκες. «Κύμβαλα ὅμως ἀλαλάζοντα...» Οὔτε καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου θὰ ἀκουόταν τόσο θλιβερό. «Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοὶς ἔθνεσι». (Ρωμ. β’ 24). Νὰ εὐχηθοῦμε νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο μιὰ τέτοια ἐποχή; Ὁ Κύριος νὰ δώσει.

 

Ἕνα πρωί, μόλις ἡ ἁγία συντροφιὰ τέλειωσε τὴν κατανυκτική της προσευχὴ δυνατὲς φωνὲς ἀκούστηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τῶν κρατουμένων. Σὲ λίγο ἡ πόρτα ἄνοιξε βίαια καὶ τρεῖς δήμιοι μπῆκαν μέσα καὶ ἔσυραν ἔξω τὸν ἱερέα Ἀριστοκλῆ, τὸν διάκονο Δημήτριο καὶ τὸν ἀναγνώστη Ἀθανάσιο. Ἕνα χαμόγελο εὐγνωμοσύνης ἄνθισε στὰ χείλη καὶ τῶν τριῶν. Εὐγνωμοσύνης στὸν Κύριο ποὺ τοὺς ἔκαμνε τὴν τιμὴ νὰ τὸν ὁμολογήσουν ἐνώπιον μικρῶν καὶ μεγάλων.

 

Σὲ μία εὐρύχωρη πλατεῖα ἦταν μαζεμένος κόσμος πολύς. Στὴ μέση ἦταν στημένη μία ἐξέδρα. Ἕνας ἄνδρας καθόταν στὸ κέντρο. Μπροστὰ του ὁδηγήθηκαν οἱ μάρτυρες. Μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέει:

- Εἶστε ἕτοιμοι νὰ προσφέρετε θυσία στοὺς μεγάλους θεούς μας ἢ ἀκόμη ἐπιμένετε στὴν πλάνη σας;

- Θεὸς γιὰ μᾶς δὲν εἶναι τὰ εἴδωλα. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς δὲν κατοικεῖ στὶς πέτρες.

 

Ἡ τελευταία λέξη μόλις ἀκούστηκε. «Σκοτῶστε τοὺς ἀπίστους» ἦταν ἡ διαταγή. Οἱ δήμιοι ἅρπαξαν στὰ δυνατά τους χέρια τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἔσυραν μακριὰ καὶ ἐκεῖ τοὺς θανάτωσαν.

 

Τρεῖς ἀκόμη ζωὲς ἔσβησαν πρόωρα. Πότισαν μὲ τὸ αἷμά τους τὸ δένδρο τῆς πίστεως, τὸ χριστιανικὸ δένδρο. Ἔσβησαν ἐπάνω στὸ σφρῖγος τους. Δὲν κατόρθωσαν ὅμως νὰ σβήσουν, οὔτε καὶ νὰ μετριάσουν τὸ μῖσος ποὺ φώλιαζε στὰ στήθη τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀκουόταν νὰ μονολογεῖ καὶ νὰ λέει:

- Ὁ ἐπίσκοπος... Αὐτὸς εἶναι τὸ μεγάλο θεριό! Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐξευτελίσω καὶ νὰ θανατώσω. Αὐτόν... Ἀλλὰ πῶς;

Κάποια στιγμὴ σταμάτησε ἀπότομα τὶς βόλτες. Γέλασε σαρκαστικὰ καὶ φώναξε τὸν ὑποτακτικό.

- Πὲς νὰ ἔρθουν οἱ ἐκτελεστές.

 

Σὲ λίγο παρουσιάστηκαν μπροστὰ του μερικὰ γεροδεμένα παλικάρια μὲ μορφὲς ἄγριες.

- Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βασανιστεῖ, εἶπε. Νὰ βασανιστεῖ, ὅσο μπορεῖτε πιὸ σκληρά. Ἂν δὲν ὑποχωρήσει, τότε νὰ ἐξευτελιστεῖ... νὰ ξεγυμνωθεῖ κι ἐπάνω στὸ σῶμα του νὰ ἀσελγήσουν μεθυσμένοι σάτυροι. Μετὰ νὰ θανατωθεῖ.

Οἱ ἐκτελεστὲς ἔτρεξαν νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σχετικά. Ἕνας στρατιώτης, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, μυστικὸς χριστιανός, ἔτρεξε καὶ αὐτὸς στὴν φυλακὴ καὶ μὲ πόνο ψυχὴς κάλεσε τὸν γηραιὸ ἐπίσκοπο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα.

 

Ὁ ἱερομάρτυρας πάγωσε κυριολεκτικά, σὰν ἔμαθε τὴν ἀπόφαση. «Τὸ κορμί μου, ναί! Ἂς τὸ ξεσχίσουν! Ἂς τὸ κόψουν κομμάτια! Ἂς τὸ ψήσουν! Ὄχι ὅμως καὶ νὰ τὸ μολύνουν! Αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ποτές! δὲν θ' ἀφήσω νὰ γίνει ποτές. Καλύτερα νὰ πεθάνω μία ὥρα γρηγορότερα. Ὄχι ὅμως νὰ μολυνθῶ, πρόφερε μὲ σταθερότητα ὁ σεβάσμιος γέροντας. Καὶ γονάτισε.

- Κύριε, εἶπε, ἐλέησέ με. Δὲν μπορῶ καὶ νὰ σκεφθῶ. Συγχώρησέ με καὶ σῶσέ με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με.

Βοήθησέ με νὰ κρατήσω ἀμόλυντη τὴν ἀτίμητη ἁγνότητά μου καὶ μὴν ἐπιτρέψεις μέσα μου κανένα συμβιβασμὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ διαφθορά.

 

Περιχαράκωσε μέσα μου τὴν ἀπόφαση νὰ μείνω ἁγνὸς καὶ φύλαξέ με ἀπὸ τὴ δειλία καὶ τὸ σκάνδαλο.

Αἰώνιε Ἀρχιερέα, μὴν ἐπιτρέψεις σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ λυγίσω καὶ ν’ ἀρνηθῶ τὴν ἀποστολή μου.

 

Ἀφοῦ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα μὲ δάκρυα, σηκώθηκε. Κάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατουμένους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντα καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Μετὰ σύρθηκε σιγά – σιγὰ σ’ ἕνα διάδρομο καὶ ἀπὸ μία μυστικὴ θυρίδα ἀνέβηκε σ’ ἕναν ψηλὸ γκρεμό. Ἐκεῖ σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδύτη του, ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ὕστερα ρίχτηκε κάτω.

 

Προτοῦ τὸ σῶμα ἀγγίσει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ἱερομάρτυρα, ἐλεύθερη, πέταξε στὸν οὐρανό. Ἔφυγε ἱκανοποιημένη καὶ χαρούμενη ποὺ κράτησε ἀνέπαφο τὸν θησαυρὸ τῆς ἁγνότητάς του. Προτίμησε καὶ αὐτὸς τὸν τιμημένο θάνατο τοῦ κορμιοῦ, ὅπως καὶ τόσες παρθένες κι ἅγιες γυναῖκες, παρὰ τὴν ἀτίμωση, τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ντροπή.

 

Τὸ ἀμόλυντο σῶμα τοῦ ἁγίου τὸ βρῆκαν μερικοὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ κράτησε. Σπλαγχνικότερη ἀπὸ τὰ θεριά, ποὺ λέγονται ἄνθρωποι, τὸ ἀπόθεσε σὲ λίγο ἁπαλὰ στὴν ἀμμουδιά. Ἐκεῖ κατόπιν ὁράματος τὸ βρῆκαν δύο χριστιανοί. Περπατοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν ξαφνικὰ εἶδαν νὰ τρέχει μπροστά τους γυμνὸς ὁ αὐτοθύτης Ἐπίσκοπος. Τὸ κεφάλι του στεφανωμένο μὲ λαμπρὸ στέμμα.

Τὸ κορμὶ του ἦταν ἀλειμμένο μὲ εὐωδιαστὴ σμύρνα. Καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε κλάδο φοινικιᾶς.

Ἦταν ὁ νικητής!

Ὁ νικητὴς τοῦ ἑαυτοῦ του! Ὁ νικητὴς τῆς ζωῆς! Νικητής, μὰ καὶ στεφανωμένος ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτὴ μὲ τὸν ἁμαράντινο τῆς δόξας στέφανο.

Οἱ χριστιανοὶ ἀκολούθησαν μὲ συγκίνηση τὴν ὁπτασία. Ὅταν αὐτὴ κάποια στιγμὴ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους, εἶδαν μπροστὰ τους τὸ ἁγνὸ τοῦ μάρτυρος σκήνωμα. Γονάτισαν καὶ τὸ ἀσπάσθηκαν. Ὕστερα τὸ σήκωσαν μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς τὸ ἔθαψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ σεβασμό.

 

Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἡ ἀνηθικότητα κι ἡ διαφθορὰ σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος παρασύρει κάθε μέρα χιλιάδες νεανικὲς ψυχὲς στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφή, τὸ παράδειγμα τοῦ αὐτομάρτυρα Ἐπισκόπου πρέπει νὰ συγκινήσει κάθε καρδιά. Τὸ σῶμα τοῦ καθενός μας εἶναι ἕνας ναός. Ναὸς ἱερὸς «Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β’ Τιμ. α’ 14). Κι ὅπως κάθε ναὸς πρέπει νὰ κρατεῖται καθαρός, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς τοῦ σώματός μας.

 

Κανένα πρᾶγμα δὲν λερώνει καὶ δὲν φθείρει τόσο τὸ σῶμα, ὅσο ἡ ἀνηθικότητα καὶ ἡ σαρκολατρικὴ διαφθορά. «Εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» φωνάζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Α’ Κορ. γ’ 17).

 

Νέοι καὶ νέες, φυλᾶχτε τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σας. Κλεῖστε ἑρμητικὰ τ’ αὐτιά σας στὸ πλάνο τραγοῦδι τῶν Σειρήνων, πού σᾶς καλεῖ στὴν ἀκολασία καὶ τὴ διαφθορά. Γιατί, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποθαυμάζουμε καὶ ἐπιζητοῦμε νὰ κάμουμε βίωμά μας τὴν ζωὴ τῶν Σοδόμων, πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε καὶ τὴν τύχη τους. Κι εἶναι αὐτὸς ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἐποχή μας. Πῶς θὰ σωθοῦμε;

 

Τὸν δρόμο μᾶς τὸν δείχνει ὁ μεγάλος ἱερομάρτυρας τοῦ Κουρίου.

Μάθετε ἀπὸ παιδιὰ νὰ νικᾶτε τὶς ἄνομες ἐπιθυμίες ποὺ φλογίζουν τὴν καρδιά σας. Μάθετε νὰ νικᾶτε πάντα τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας. Ἔτσι θὰ εἴσαστε νικητὲς στὸν τραχὺ δρόμο τῆς ζωῆς. 
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νικητὲς καὶ θριαμβευτὲς θὰ πετάξετε μία μέρα καὶ στὴν αἰωνιότητα. Κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ!

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

«Οὐκ ἐξεστὶ σοι ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχεις τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμα. Λόγια τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ ἀποτελοῦσαν μαχαιριὲς στὶς διεφθαρμένες συνειδήσεις τοῦ βασιλιὰ Ἡρώδη Ἀντίπα καὶ τῆς παράνομης συζύγου του Ἡρωδιάδος, ποὺ ἦταν, γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου.

Ὁ Ἡρώδης, μὴ ἀνεχόμενος τοὺς ἐλέγχους τοῦ Προδρόμου, τὸν φυλάκισε. Σὲ κάποια γιορτὴ ὅμως τῶν γενεθλίων του, ὁ Ἡρώδης ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο νὰ δώσει στὴν κόρη τῆς Ἡρωδιάδος ὅτι ζητήσει, διότι τοῦ ἄρεσε πολὺ ὁ χορός της. Τότε ἡ αἱμοβόρος Ἡρωδιὰς εἶπε στὴν κόρη της νὰ ζητήσει στὸ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη. Πράγμα ποὺ τελικὰ ἔγινε.

Ἔτσι, ὁ ἔνδοξος Πρόδρομος τοῦ Σωτῆρος θὰ παραμένει στοὺς αἰῶνες ὑπόδειγμα σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς διαφθορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ κινδύνους καὶ θυσίες.
Καὶ νὰ τί λένε οἱ 24 πρεσβύτεροι τῆς Ἀποκάλυψης στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς διεφθαρμένους: «ἦλθεν... ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθῆναι... καὶ διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν’. Ἦλθε, δηλαδή, ὁ καιρὸς τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν γιὰ νὰ κριθεῖ ὁ κόσμος καὶ νὰ καταστρέψεις (Θεέ μου) ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴ διεφθαρμένη ζωὴ τους διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τὴν γῆ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.

Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοὶς ἐν Ἅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφήτα γεγένησαι, ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρώδου, ἐκτμηθεῖς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοὶς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, ποθῶ γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον  Ἦχος πλ. α’. 
Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀπoτομὴ, οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή, ἵνα καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, τοῦ Σωτῆρος κηρύξῃ τὴν ἔλευσιν. Θρηνείτω οὖν Ἡρωδιάς, ἄνομον φόνον αἰτήσασα· οὐ νόμον γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ ζῶντα αἰώνα ἠγάπησεν, ἀλλ’ ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.

 

Μεγαλυνάριον.
Κἂν ἐτμήθης Κάραν ὦ Βαπτιστά, φθέγγεται ἠ γλῶσσα, τὸν Ἡρώδην ἐλέγχουσα· Λόγου τὴν φωνήν σε, σιγῆσαι γὰρ οὐκ ἔδει, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, Χριστὸν κηρύξασθαι.

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ 

Βλέπε παρακάτω το βιογραφικό της σημείωμα (5 Ἀπριλίου).

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο καί ἀσκήθηκε στὸν ἀγώνα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, τῆς ὑπακοῆς, τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς παρθενίας, ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι. Πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της, ἀνοίχθηκε ὁ τάφος της γιὰ νὰ ἐναποτεθεῖ σὲ αὐτὸν καὶ τὸ σκήνωμα τῆς ἡγουμένης της. Τότε, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, «ἡ πρὸ πολλοῦ νεκρὰ κειμένη Θεοδώρα τῇ μητρὶ [ἐννοεῖ τὴν ἡγουμένη] ὥσπερ ζῶσα, συνέσφιγξεν ἑαυτὴν τόπον δοῦσα». Ἔκτοτε τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ὁσίας Θεοδώρας δὲν ἔπαυσε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα.

Πρέπει ὅμως νὰ ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη Συναξάρι, τὸ ὁποῖο παραθέτει ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης μὲ βάση τὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ἐμφανίζει καμιὰ σύγκλιση μὲ τὰ ἀνωτέρω.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ Συναξάρι, ἦταν ἀπὸ τὴ νεανική της ἡλικία πόρνη, ἀλλὰ μετὰ τὴν παρέλευση ἀρκετῶν ἐτῶν μετανόησε. Διένειμε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ εἰσῆλθε σὲ ἕνα βαθὺ λάκκο ἀναμένοντας κάποια θεϊκὴ ἐντολή. Ἀφοῦ διέμεινε ἐντὸς τοῦ ὀρύγματος ἐπὶ πέντε ἔτη «προσκαρτεροῦσα ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ γυμνότητι σαρκὸς καὶ ταλαιπωρίᾳ», τῆς γνωστοποιήθηκε μὲ ἀγγελικὸ ὅραμα ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν της. Στὴν συνέχεια ἔχτισε ἕνα μικρὸ κελί, ὅπου ἐγκαταβίωσε γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της, ἐνῷ μετὰ τὴν κοίμησή της ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων. Ἴσως πρόκειται περὶ ἄλλης ὁμωνύμου ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, περὶ τῆς ὁποίας ὅμως οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν.

Πρόσφατα, ἐν τούτοις, ἀποδείχθηκε ὅτι τὰ γλωσσικὰ δεδομένα τοῦ Συναξαρίου τῆς 5ης Ἀπριλίου συγκλίνουν μὲ αὐτὰ τοῦ Βίου καὶ τῆς Διηγήσεως γιὰ τὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος († 29 Αὐγούστου). Ἐπιπλέον , ἐντοπίσθηκαν καὶ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα τοῦ Συναξαρίου, ποὺ καταδεικνύουν τὴ νοηματικὴ σχέση του μὲ τὰ δύο κείμενα τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ καὶ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ αὐτά, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνεπιφύλακτη ταύτιση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τοῦ Συναξαρίου μὲ τὴν Ὁσιομυροβλύτιδα Θεοδώρα.
Ἕνα, ἐπίσης, σοβαρὸ πρόβλημα ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ταύτιση ἢ τὸν διαχωρισμὸ τῶν δυὸ ὁμωνύμων Ὁσίων εἶναι τὸ ὑμνογραφικὸ καὶ συγκεκριμένα ὁ Κανόνας πρὸς τιμὴν τῆς Ὁσίας Θεοδώρας, ποὺ ἀποδίδεται στὴ γραφίδα τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου. Ὁ Κανόνας αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ Συναξάρι τῆς 5ης Ἀπριλίου, ἐπιγράφεται σὲ ἕνα μεγάλο ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διέμεινε καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συνέγραψε Κανόνες πρὸς τιμὴν ἀρκετῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων, ἀλλὰ κοιμήθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη τὸ ἔτος 886 μ.Χ., δηλαδὴ ἕξι χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος. Ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση ποὺ μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὸ σοβαρὸ αὐτὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀνοικτό, εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ Κανόνος σὲ κάποιο μαθητή του, πιθανότατα τὸν Θεοφάνη τὸν Σικελό, πολλοὶ Κανόνες τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔχει διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὴν ἔρευνα, φέρουν στὴν ἀκροστιχίδα τους τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωσήφ.

 

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του ἔχει καὶ τὴν προσθήκη «ἐξ Αἰγίνης καταγομένης». Τῆς ὁποίας - ἐξ Αἰγίνης - ἡ γιορτή της, μαζὶ μὲ αὐτὴν τῆς θυγατέρας της Θεοπίστης, μεταφέρθηκε τὴν 3η Αὐγούστου, ὅπου καὶ τὸ βιογραφικό της σημείωμα.

 

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα γεννήθηκε στὴν Αἴγινα.

Μετὰ τὸν γάμο της, ᾖλθε στὴ Θεσσαλονίκη λόγω ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακινῶν. Ἀσπάστηκε τὸν μοναχισμὸ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της καὶ μπῆκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου μὲ τὴν θυγατέρα της Θεοπίστη.

Ἔζησε μὲ πολλὴ ἀρετὴ καὶ κοιμήθηκε τὸ 892.
Ἑορτάζονται τὴν 29η Αὐγούστου, ἀλλὰ ἡ γιορτὴ τους μεταφέρθηκε τὴν 3η Αὐγούστου λόγω τῆς γιορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀρσινόης Κύπρου 

Ἕνα μαρτυρικὸ νησὶ εἶναι ἡ Κύπρος μας. Ἁγιασμένα εἶναι τὰ χωριὰ κι οἱ πολιτεῖες της. Ἁγιασμένα τὰ βουνὰ καὶ οἱ κάμποι της.

Οἱ ἁμαρτίες ὅμως τοῦ λαοῦ της κι ἡ ἀνήθικη διπλωματία τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς καὶ τὰ συμφέροντά τους κρατοῦν δυστυχῶς τὸ ὄμορφο αὐτὸ νησὶ διχοτομημένο καὶ βασανισμένο.

Τόποι ἑλληνικοὶ ἀπ’ τὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας καὶ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων της, βρίσκονται ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ πιὸ βάρβαρου καὶ ἀλλόθρησκου δυνάστη, τοῦ Ἀττίλα.

Στενάζει ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἐνσυνείδητου χριστιανοῦ σὰν τὸ σκέπτεται. Θλίβονται οἱ ἁγίες ψυχὲς τῶν Ὁσίων Πατέρων καὶ μαρτύρων ποὺ ἔζησαν καὶ ἀγωνίστηκαν στὸν τόπο γιὰ νὰ κρατήσουν ἀνόθευτη τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.

Πονᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου ἡ ψυχή, τοῦ δοξασμένου τῆς Ἀρσινόης ἐπισκόπου, ποὺ βλέπει ἀπέναντι τοῦ Τούρκου τὸ ποδάρι, νὰ βεβηλώνει τὰ ἱερὰ χώματα, ποὺ καθαγίασε τοῦ θείου Ἀποστόλου Βαρνάβα ἡ θυσία καὶ τοῦ Ἐπιφανίου καὶ τοῦ Συνεσίου καὶ τῶν ἄλλων ζηλωτῶν Ἁγίων οἱ ἀγῶνες.

 

Μερικὲς πτυχὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ γλαφυρὴ γραφίδα τοῦ μεγάλου ἐπίσης τέκνου τῆς νήσου μας, τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, ἂς παρακολουθήσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν γιὰ πνευματική μας οἰκοδομῆ.

 

Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος γεννήθηκε στὸ μικρὸ χωριὸ Μελάνδρα τῆς Πάφου. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Μιχαὴλ καὶ Ἄννα καὶ ἦσαν ἄνθρωποι εὐκατάστατοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πιὸ εὐκατάστατοι ὅμως ἦσαν στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη. Ὁ φωτεινὸς Ἥλιος, ὁ Χριστός, φώτιζε κι ἐθέρμαινε τὴν καρδιά τους. Ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ἡ ὁμοφροσύνη ἦταν τὸ γνώρισμά τους. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁδηγὸς καὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους. Δύο παιδιὰ τοὺς χάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δύο χαριτωμένα ἀγόρια. Καὶ σὲ αὐτὰ στράφηκε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τους. Πόθος καὶ φροντίδα τους νὰ τ’ ἀναθρέψουν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».

Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα ὅλης τῆς οἰκογενείας. Καὶ ἡ προσευχὴ ἰδιαίτερα κατὰ τὸ βράδυ, ἡ χαρὰ καὶ ἡ ψυχαγωγία καὶ ἡ ἀνάπαυσή της.

 

Μέσα σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα μεγάλωσαν τὰ δύο παιδιά. Ἀτμόσφαιρα βαθιὰς εἰρήνης καὶ ἀγάπης ἀληθινῆς. Μὲ τέτοιες ἅγιες ρίζες, λοιπόν, ζηλευτὸ φυσικὰ καὶ ἅγιο ἔμελλε νὰ εἶναι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Γιατί, ὅπως πολὺ καθαρὰ τονίζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις, ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β’ Κορ. θ’ 6). Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ σπέρνει ἁπλόχερα, ὁπωσδήποτε ἁπλόχερα θὰ ἔχει καὶ νὰ θερίσει. Πολλοὺς καρποὺς νὰ θερίσει.

 

Ἁπλόχερα σπέρνουν οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ ἐνάρετοι γονεῖς στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τους, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἁπλόχερα μὲ τὰ λόγια τους. Πλούσια καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας κι ἐνάρετης ζωῆς τους. Ἀνάλογοι καὶ οἱ καρποὶ τῶν κόπων τους. Τὰ δύο παιδιὰ καθοδηγημένα ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ μεγαλώνουν καὶ μοσχοβολοῦν κι εὐωδιάζουν.

 

Χαριτωμένα παιδιὰ στὴν ἀρχή. Φλογεροὶ καὶ φιλόθεοι νέοι κατόπιν. Φωτεινὰ μετέωρα στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ ἀργότερα. Καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο δύο μακαριστοὶ ἅγιοι. Πρεσβευτὲς μὲ τὶς δεήσεις τους μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς πατρίδας μας. Πολὺ ὀρθὰ λέγεται: «Ἀγαθῆς ρίζης ἀγαθὰ καὶ τὰ βλαστήματα».

 

Ἀπὸ ἀγαθοὺς γονεῖς, ὅπως οἱ γονεῖς ποὺ ἀναφέραμε, ἀγαθὰ θὰ εἶναι καὶ τὰ γεννήματα. Ἔσπειραν αὐτοὶ χωρὶς καμιὰ ἀμέλεια στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τοὺς ἀγαθὰ σπέρματα. Λόγια καλοσύνης καὶ ἀγάπης. Λόγια ἀρετῆς. Λόγια Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀμοιβή τους δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετική, παρὰ ἀμοιβὴ ἀνάλογη, πλούσια, γενναιόδωρη καὶ ζηλευτή.

 

Καὶ αὐτὸ γίνεται πάντα. Νὰ λοιπὸν τὸ χρέος ὅλων τῶν χριστιανῶν γονιῶν ἀπέναντι στὰ παιδιά τους. Καὶ τὸ χρέος αὐτὸ γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἁμαρτία κι ἡ ξετσίπωτη ζωὴ ἀπειλοῦν σὰν ὁρμητικὸ ποτάμι νὰ παρασύρουν τὰ πάντα στὸν ὠκεανὸ τῆς καταστροφῆς. Πάντοτε, μὰ πολὺ περισσότερο σήμερα, τὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονιῶν Μιχαὴλ καὶ Ἄννας ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι ἀξιομίμητο. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, τῆς Καισαρείας ὁ θεῖος Ἱεράρχης, διακηρύττει, «ἡ ἀρετὴ μόνη κτημάτων ἀναφαίρετον, καὶ ζῶντι καὶ τελευτήσαντι παραμένουσα». Μὰ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τῆς Ἀντιόχειας ὁ μελίρρυτος ποταμός, βεβαιώνει: «Ἡ ἀρετὴ πράγμα ἀθάνατον καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμπον». Νὰ γιατί εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς οἱ γονεῖς νὰ φροντίζουμε ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας νὰ καθοδηγοῦμε τὰ παιδιά μας στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ φιλοδοξοῦμε νὰ τὰ δοῦμε κάποια μέρα τίμιους πολίτες καὶ ἄξια τέκνα στὴν Ἐκκλησία.

 

Καλοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐργάτες ἀνεπαίσχυντους στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου ποθοῦσαν νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ τους οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς, ὁ Μιχαὴλ καὶ ἡ Ἄννα, τοῦ πτωχοῦ χωριοῦ τῆς Μελάνδρας οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι. Καὶ τὸ πέτυχαν.

Ὁ Ἀρκάδιος ἀπὸ παιδὶ διψοῦσε γιὰ τὰ γράμματα. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Θεοσέβιο ποὺ ἀγαποῦσε τὴν ἁπλὴ κι ἀγροτικὴ ζωή, γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ βοσκὸς προβάτων. Ὁ Ἀρκάδιος εἶχε μεγάλη ἔφεση γιὰ ἀνώτερη μόρφωση. Καὶ οἱ καλοὶ γονεῖς, ποὺ ἔβλεπαν τὸν πόθο αὐτὸν τοῦ παιδιοῦ τους, ἔσπευσαν, μετὰ τὰ πρῶτα γράμματα ποὺ ἔμαθε ὁ νέος στὸ χωριό του, νὰ τὸν στείλουν γιὰ εὐρύτερες σπουδὲς στὴν πρωτεύουσα τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ φιλομαθὴς νέος βρῆκε ὅ,τι ποθοῦσε. Κέντρο σπουδαιότατο γραμμάτων καὶ μορφώσεως ἀποτελοῦσε τότε ἡ περιώνυμος πόλη. Στὶς ἐκεῖ σχολὲς ὁ Ἀρκάδιος φοίτησε μὲ ζῆλο καὶ ἀπέκτησε ποικίλη καὶ πολυμερὴ μόρφωση. Πόσο καιρὸ ἔμεινε ἐκεῖ δὲν γνωρίζουμε. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος δὲν μᾶς ἀναφέρει. Αὐτὸ πού μᾶς λέγει εἶναι πὼς νωρὶς ὁ ζηλωτὴς νέος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐδῶ τὸν ἀγώνα του.

Τὰ λόγια του ψαλμωδοῦ ἦταν πάντα στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα του. «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐππτοθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς Σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρὸν τὸν ζῶντα πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα’, 1 – 2). Διψοῦσε ὁ νέος τὴν συντροφιὰ μὲ τὸν Θεό. Διψοῦσε τὴν ψυχική του ἀνάταση. Λαχταροῦσε τὴν ἠθική του τελείωση. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος στὴν προσπάθειά του νὰ πραγματώσει τὸν πόθο του, ὁ φιλόθεος ἐγκαταλείπει τὸ χωριό του καὶ μεταβαίνει στὴν ἐξοχή. Σὲ μία σπηλιὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὸν κόσμο στήνει τὸ ἀσκητήριό του. Καὶ ἐκεῖ ἐνδιατρίβει μὲ προσοχὴ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μὲ τὴ νηστεία καταστέλλει τὶς ὁρμές. Καὶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ μὲ πίστη κατορθώνει κάθε μέρα ἕνα – ἕνα νὰ ἀνεβαίνει τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν τὰ σκαλοπάτια καὶ νὰ γίνεται πρότυπο σωφροσύνης καὶ ἁγιότητας καὶ καλοσύνης καὶ ἀνώτερης γενικὰ ζωῆς.

 

Παρὰ τὴν προσπάθειά του ὅμως νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπ’ τὸν κόσμο, τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ ἀρετή του γίνεται πανταχοῦ φανερό. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος. «Οὗ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη». Δὲν μπορεῖ νὰ κρυβεῖ ἡ πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ. (Ματθ. ε’ 14). Καὶ τοῦ πιστοῦ καὶ φλογεροῦ νέου ὁ θερμουργὸς ζῆλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρυβεῖ. Στὴν ἐρημιὰ τὸν ἐπισκέπτονται καθημερινὰ διψασμένες καὶ πονεμένες ψυχὲς καὶ ζητοῦν κοντά του νὰ ξεδιψάσουν καὶ νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παρηγορηθοῦν. Καὶ ὁ ζηλωτὴς ἀσκητὴς τοὺς δέχεται μὲ καλοσύνη καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ παράδειγμά του τοὺς διδάσκει καὶ τοὺς ἐνισχύει καὶ τοὺς κατευθύνει στοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο. Ἔτσι γίνεται διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καὶ πρόμαχος ἀκαταγώνιστος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας.

 

Ὅσο ὁ ἴδιος προσπαθεῖ ἀθόρυβα καὶ κρυφὰ νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετή, τόσο πιὸ πολὺ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ φανερώνει τὰ ἔργα καὶ τὴν χάρη μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔχει χαριτώσει.

 

Αὐτὸς ποὺ ἔδωκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἐξουσία κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων καὶ τὴ δύναμη νὰ θεραπεύουν «πᾶσαν νόσον καὶ μαλακίαν εἰς τὸν λαόν». Αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ τὸν δοῦλό Του Ἀρκάδιο κατεκόσμησε μὲ παρόμοια ἐξουσία καὶ θεραπευτικὴ δύναμη καὶ ἱκανότητα.

 

Περνᾶ ὅμως ὁ καιρός. Καὶ ὁ λύχνος πρέπει νὰ τεθεῖ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, γιὰ νὰ σκορπίσει παντοῦ τὸ ἱλαρὸ φῶς του. Καὶ ἡ εὐκαιρία παρουσιάστηκε.

 

Ὅταν ὁ Νίκων ὁ Μέγας, τῆς Ἀρσινόης ὁ τρίτος κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπος. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πάφου μέχρι τῆς ἐξωτερικῆς» ὑποταγῆς τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας στοὺς Λατίνους (1220) ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο ἐνορίες, δυὸ Ἐπισκοπές. Ἡ μία τῆς Πάφου μὲ ἕδρα τὴ Νέα Πάφο καὶ ἡ ἄλλη τῆς Ἀρσινόης μὲ ἕδρα τὴν Ἀρσινόη, σήμερα Πόλη τῆς Χρυσοχοῦς, ἀφοῦ ἐπὶ ἔτη πολλὰ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, ἀπέθανε. Τότε κλῆρος καὶ λαὸς στράφηκε πρὸς τὸν Ἀρκάδιο καὶ αὐτὸν κάλεσε νὰ ἀναλάβει τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρσινόης. Καὶ ὁ φιλέρημος ἀσκητής, παρὰ τὴν ἀγάπη του στὴ μονήρη ζωή, μπροστὰ στὴν ὁμόφωνο κλήση τοῦ λαοῦ, ποὺ τὴν θεωρεῖ καὶ κλήση Θεοῦ, ἀναγκάζεται νὰ ἀφήσει τὴ θεόγνωστο ἡσυχία καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος. Ὁ λύχνος τοποθετήθηκε στὸν λυχνοστάτη. Μὲ ἔργα καὶ λόγια ὁ καλλιεργημένος πιὰ πνευματικὰ ἄνθρωπος συνεχίζει μὲ νέο ζῆλο θερμουργὸ τὸ ἱερὸ ἔργο του. Καὶ ἐπιτυγχάνει.

Ἀπόλυτα ἐπιτυγχάνει. Μὲ ποιὸ τρόπο;

Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύτηκε ὁλοκληρωτικὰ τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ τὸ ἀγαπημένο ποίμνιό του. Καὶ νά. Στὸ πρόσωπό του βρίσκουν ὅλοι τὸν ἄνθρωπό τους. Οἱ ἀδικημένοι τὸν ὑπερασπιστή. Τὰ ὀρφανὰ τὸν πατέρα. Οἱ ἄρρωστοι τὸν ἰατρό. Οἱ πονεμένοι τὸν παρηγορητή. Οἱ κλονιζόμενοι τὸν διδάσκαλο. Καὶ οἱ πάσχοντες τὸν ἀκούραστο ἀδελφὸ καὶ συμπαραστάτη.

Μὲ πολλὴ ταπείνωση κι ἀγάπη προσφέρει σὲ ὅλους τὶς ὑπηρεσίες του. Μαζὶ μὲ τὸν Θεῖο Παῦλο Μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ λέγει: «Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;».

Μέριμνα καὶ φροντίδα του μόνο μία. Ἡ εὐτυχία καὶ ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ του. «Τοὶς πάσι γίνεται τὰ πάντα» (Α’ Κορ. θ’ 22), γιὰ νὰ βοηθήσει καὶ νὰ σώσει ὅσους μπορέσει. Μὲ τοῦτον τὸν τρόπο λάμπρυνε τὴν ἱερὴ στολή του, τόσο ὡς ἱερουργὸς τῶν θείων μυστηρίων, ὅσο καὶ ὡς φλογερὸς κήρυκας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Στὸν νοῦ του πάντοτε ἔχει ζωηρὰ τὴ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τὴν καλὴν παρακαταθήκην φύλαξον». (Α’ Τιμοθ. στ’ 20).

 

Στὸν κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων της Ἀρσινόης προτάσσεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρσινόης Νικολάου, ἀκολουθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρίστωνος καὶ τρίτο τοῦ Νίκωνος. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀρκάδιος. Τοὺς τελευταίους τρεῖς Ἐπισκόπους ὁ Ἄγιος Νεόφυτος θεωρεῖ ἰσάξιους πρὸς τοὺς τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες, Βασίλειο, Γρηγόριο καὶ Χρυσόστομο καὶ πρὸς «ἅπαντα τῶν θείων ἀρχιερέων τὸν κάλλιστον ὁρμαθὸν (Μειζοτέρα 118) καὶ τοὺς πλέκει τὸ παρακάτω ὑπέροχο ἐγκώμιο.

 

Ἀρκάδιος ὁ θαυμάσιος, καὶ ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος Νίκων ὁ μέγας καὶ Ἀρίστων ὁ περιβόητος κατὰ δαιμόνων ἄριστος ἀριστεύς, ἡ τρίφθογγος λύρα τοῦ Πνεύματος, ἡ τρίδομος βάσις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τρισσέσοπτρος τῶν ἀγαθῶν ἐπιφάνεια, ἡ τρίσειρος τῶν δογμάτων πλοκή, ἡ τῆς Τριάδος τριπαράστατος παραστάς, ἡ τρίφθογγος περὶ τῆς Τριάδος φθογγῆ, ἡ τρίφωτος τῆς τρισηλίου μονάδος θεραπαινίς, ἡ τρισαυγέστατος δαδουχία τῶν ἐν σκότει κειμένων, ἡ τρισόλβιος τῆς τρικατοίκου κτίσεως διδαχή, ἡ τρίστυλος τῆς Ἐκκλησίας κρηπίς, ἡ τρισαυγὴς τῆς ἀχώριστου Τριάδος πανσεβάσμιος οἴκησις. (Μειζοτέρα 118).

 

Καὶ τὴν φύλαξε μὲ ὅλην τῆς ψυχῆς του τὴν δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) πλούσια ἀντάμειψε τὸν ἄξιο ἐργάτη ἀπὸ τούτη τὴν ζωή. Πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἐπενεργοῦσε, ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Μὰ καὶ ὅταν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἀληθινὴ Πατρίδα του καὶ Πατρίδα μας, κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστὸ ποὺ ἀγάπησε, δὲν ἔπαυσε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ προσφέρει ἄφθονες τὶς εὐεργεσίες του σὲ ὅσους ἐκζητοῦν τὴν μεσιτεία του. Ὁ Ἅγιος ἐκδιώκει δαιμόνια καὶ θεραπεύει διάφορες ἀρρώστιες, ὅπως μᾶς λέει ὁ βιογράφος τοῦ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Ἀλλὰ καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀδικία.

 

«Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ψαλμωδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐπαλήθευσή τους σὲ κάθε Ἅγιο, καθὼς καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου. Καὶ ὁ λόγος ἁπλός. «Ζῶντες ἐν Χριστῷ οἱ ἅγιοι, ὅπως λέγει κι ἕνας μεγάλος θεολόγος τοῦ αἰῶνος μας, κάνουν τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, διότι δι’ Αὐτοῦ γίνονται ὄχι μόνο δυνατοὶ ἀλλὰ καὶ παντοδύναμοι».

Παντοδύναμοι μποροῦμε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς, ἂν μιμούμενοι τὸν Ἅγιό μας φροντίσουμε καὶ ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, τὴν ἁγιότητα. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ κλήση μας ὡς χριστιανῶν στὸν κόσμο αὐτό. Τοῦτο φανερώνει μὲ σαφήνεια καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ θείου Εὐαγγελίου: «Κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφὴ γεννήθητε». (Α’ Πέτρ. α’ 15).

 

Δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Θεοῦ πού σᾶς κάλεσε στὸν δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ, φροντίστε καὶ σεῖς σὲ ὅλη σας τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ νὰ γίνετε ἅγιοι.

 

Νὰ γίνουμε ἅγιοι. Νὰ μὲ δυὸ λόγια κι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ προορισμός μας. Νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ἄνθρωποι ἀρετῆς. Θὰ θελήσουμε ὁ καθένας νὰ προσέξουμε ἔστω καὶ τώρα τοῦτο τὸ δίδαγμα πού μᾶς δίνει ἡ μελέτη τῆς ζωῆς καὶ τούτου τοῦ Ἁγίου; Προσωπικὰ τὸ εὐχόμεθα μετὰ φωνῆς ἰσχυρὸς γιὰ ὅλους μας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος νὰ ἰδοῦμε καλύτερες ἡμέρες. Ἔτσι καὶ μόνο θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε «τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν» νὰ πλημμυρίζει τὶς καρδιές μας. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι μονάχα θὰ εὐτυχήσουμε νὰ καμαρώσουμε τὴν Κύπρο μας, τὸ ταχύτερο στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη, μιὰ Κύπρο ἐλεύθερη, εὐτυχισμένη, εὐλογημένη.

 
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου σου Ἀρκαδίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μακεδὼν ὁ αὐτοκράτορας 

Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται.
Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 161), σὰν κτήτορας καὶ ἀνακαινιστὴς πολλῶν ναῶν καὶ μονῶν, ὁ Βασίλειος (867 – 886) βρῆκε θέση σὲ κάποια Μηνολόγια μεταξὺ τῶν Ἁγίων γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς πρωτεύουσας μὲ ἱερὰ κτίσματα, πρὸς δόξαν Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Sebbi (Ἄγγλος) 

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς ἔζησε στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν ἀρχὴ ἦταν ληστής. Ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς γνώσης καὶ τῆς μετανοίας δὲν ἄργησε νὰ φωτίσει τὸν δρόμο του. Ἡ μεγάλη ἐπιείκεια ποὺ ἔδειξε πρὸς αὐτὸν κάποιος χριστιανός, ἐνῶ αὐτὸς τὸν εἶχε βλάψει, ἐπέφερε στὸν Μωυσῆ ψυχικὴ ἀνακαίνιση.

Πίστεψε, ἔγινε χριστιανὸς καὶ κατόπιν μοναχός. Ἀγωνίστηκε σκληρὰ μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἀπέκτησε μεγάλη πνευματικὴ σύνεση καὶ ἀρετή. Ἡ φήμη του ἔφερνε στὸ ἐρημητήριό του πολλοὺς χριστιανούς, ποὺ ἄκουγαν μὲ δέος τὴ διδασκαλία του κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κατάκρισης.

«Εἶμαι», ἔλεγε, «ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν. Τὰ περασμένα μας ἁμαρτήματα πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε πάντα μπροστά μας καὶ νὰ λυπούμαστε γι’ αὐτά. Αὐτὸ εἶναι ἡ καλύτερη μέθοδος γιὰ νὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀσφαλή. Ἂν νομίσουμε ὅτι εἴμαστε πνευματικὰ ὄρθιοι, τότε ἀκριβῶς εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος μήπως πέσουμε. Γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὸν Θεό, ὀφείλουμε νὰ φοβόμαστε πολὺ τὸν ἑαυτό μας, δηλαδὴ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας».
Μὲ τέτοια ἁγία ζωή, ὁ Μωϋσῆς ἔφθασε στὸ 75ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ὥσπου ξαφνικά, εἰδωλολάτρες ληστὲς εἰσέβαλαν στὸ σπήλαιό του καὶ τὸν σκότωσαν μὲ μαχαίρια. (Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν Συναξαριακὴ πηγὴ τοῦ Ἅγιου Νικόδημου, ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἀπεβίωσε εἰρηνικά).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν παθῶν καταλείψας Πάτερ τὴν Αἴγυπτον, τῶν ἀρετῶν ἐν τῷ ὄρει ἀνῆλθες πίστει θερμῇ, τὸν Σταυρὸν τὸν τοῦ Χριστοῦ ἄρας ἐπ’ ὤμων σου· καὶ δοξασθεὶς περιφανῶς, τύπος ὤφθης Μοναστῶν, Μωσῆ Πατέρων ἀκρότης· μεθ’ ὧν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Αἰθιόπων πρόσωπα, ἀπορραπίσας, νοητῶν ἀνέλαμψας, καθάπερ ἥλιος φαιδρός, φωταγωγῶν τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν σὲ τιμώντων, Μωσῆ παμμακάριστε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἔργοις διαλάμψας ἀσκητικοῖς, ἐχθρῶν νοουμένων, ἀπημαύρωσας τὴν ἰσχύν, καὶ τῆς ἄνω δόξης ἐδείχθης κληρονόμος, συνὼν τοῖς Ἀσωμάτοις, Μωσῆ μακάριε.

Οἱ Ἅγιοι Διομήδης καὶ Λαυρέντιος οἱ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς θανάτωσαν μὲ βέλη, δεμένους σ’ ἕναν πλάτανο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἐζεκίας ὁ Δίκαιος Βασιλιὰς

Ὁ Δίκαιος Βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἦταν γιὸς τοῦ ἀποστάτη βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ἀχαζ, ποὺ ὑποστήριζε μὲ μεγάλη θέρμη τὰ εἴδωλα. Ὁ Ἐζεκίας ὅμως, ἀκολούθησε ἐντελῶς διαφορετικὸ δρόμο ἀπὸ τὸν πατέρα του.

Καταπολέμησε τὴν εἰδωλολατρία, ἔδωσε στὴν γιορτὴ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα περισσότερη μεγαλοπρέπεια, καὶ ὑποστήριξε μὲ τὸ προσωπικὸ του παράδειγμα ἀλλὰ καὶ τὸ βασιλικὸ του κύρος, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑποστήριξε ἀνάλογα.

Ὁ Ἐζεκίας λοιπὸν ὄχι μόνο κατόρθωσε νὰ νικήσει τοὺς Φιλισταίους, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ ξεφύγει καὶ ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Ἀσσυρίων, κατατροπώνοντας τὸν Βασιλιά τους, Σεναριχείμ.

Οἱ σύμβουλοι τοῦ Ἐζεκία ἦταν οἱ προφῆτες Ἠσαΐας καὶ Μιχαίας. Ἀκόμα ὑποστήριξε πολὺ τὴν γεωργία καὶ τὸ ἐμπόριο, ὀχύρωσε τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στόλισε τὸν ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Πέθανε τὸ 696 π.Χ καὶ τάφηκε μὲ μεγάλη πομπή, στὸν ὑψηλότερο τάφο τῶν υἱῶν τοῦ Δαυίδ. Ὑπῆρξε δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ἁγία Ἄννα θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ 

Βλέπε βιογραφικό της σημείωμα στὶς 3 Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια 

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Δάμων ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.
Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δυὸ Στιχηρὰ (τροπάρια) στὸν Ἅγιο Δάμωνα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἁγίες Εἰρήνη καὶ Σοφία οἱ Μάρτυρες

Ο Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: «Εἰς τὰ ὑπομνήματα οὐδὲν περὶ αὐτῶν σημειοῦται, εἰμῆ ὅτι διὰ μαχαίρας ἐτελειώθησαν».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἄγνωστος στοὺς ἀρχαίους Συναξαριστές.

Ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ τυχαῖα εὕρεση τῆς εἰκόνος του τὸν 14ο αἰώνα στὴν Ρόδο, ὅταν ἔσκαβαν παλιὰ σπίτια στὸ νότιο μέρος τοῦ παλιοῦ τείχους. Ἐκεῖ βρέθηκε ἀρχαῖος ναὸς μὲ πολλὲς κατεστραμμένες εἰκόνες καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ καλὰ διατηρημένη εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας ὁ τότε μητροπολίτης Ρόδου Νεῖλος ὁ Β’ ὁ Διασπωρινὸς (1355 – 1369) διάβασε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου «ὁ ἅγιος Φανῶ». Ὁ Ἅγιος παριστανόταν σὰν νεαρὸς στρατιώτης, κρατώντας στὸ δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στὸν ὁποῖο ἦταν λαμπάδα ἀναμμένη, γύρω δὲ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὰ 12 μαρτύριά του.

Τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ ναὸ ἀνοικοδόμησε ὁ Νεῖλος καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου, ποὺ ὅπως φαίνεται συνέταξε καὶ τὴν Ἀκολουθία του.
(Ἡ ἀναφορὰ στὸ Νέο Λειμωνάριο ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε τὸ 1500, εἶναι λανθασμένη. Διότι ὁ ἐπίσκοπος Ρόδου Νεῖλος ὑπῆρξε τὸν 14ο αἰώνα).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄστρον ἀνέτειλας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ πάντας κατηύγασας, φανερωθεὶς θαυμαστῶς, Φανούριε ἔνδοξε· ὅθεν τοῖς εὔφημοῦσι, τὴν σὴν ἄθλησιν Μάρτυς, νέμεις τῶν σῶν θαυμάτων, τῆν σωτήριον χάριν, πρεσβεύων τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεῖς διέσωσας, αἰχμαλωσίας ἀθέου, καὶ δεσμὰ συνέθλασας, δυνάμει θείᾳ θεόφρον, ᾔσχυνας, τυρράνων θράση γενναιοφρόνως· ηὔφρανας, Ἀγγέλων τάξεις Μεγαλομάρτυς· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεῖε ὁπλῖτα, Φανούριε ἔνδοξε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Φανούριε Ἀθλητά, ὁ πᾶσι παρέχων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς· χαίροις εὐσεβούντων, ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ, καὶ πάσης Ἐκκλησίας, θεῖον ἀγλάϊσμα.

Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν 

Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια τοῦ ἔκαναν μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα σὲ μία μικρὴ σκήτη στὴν Αἴγυπτο. Ἡγούμενος αὐτῆς τῆς ἀδελφότητας ἦταν ὁ Ποιμήν, ποὺ εἶχε ὅλα τὰ προσόντα πραγματικοῦ ποιμένας ψυχῶν. Ἡ φήμη του εἶχε φθάσει σὲ μακρινὲς περιοχὲς καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Αὐτός, ὅμως, δεχόταν μόνο τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς. Ὅσοι ἔρχονταν ἀπὸ περιέργεια, δὲν τοὺς δεχόταν, ἔστω καὶ ἂν ἦταν ἄρχοντες.

Κάποτε ἕνας ἀπ' αὐτοὺς θύμωσε ποὺ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν δικαστής, συνέλαβε τὸν μοναχογιὸ τῆς ἀδελφῆς του Ὁσίου, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τώρα θὰ ἐρχόταν ὁ ἴδιος ὁ Ποιμὴν σὲ αὐτόν. Ὁ Ὅσιος, ὅμως, ἔγραψε πρὸς αὐτόν: «Ἐξέτασον τὸν ἀνεψιόν μου κατὰ τοὺς νόμους. Εἶναι ἔνοχος; Τιμώρησέ τον. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι, κᾶμε ὅπως θέλεις». Ὁ δικαστὴς θαύμασε τὰ γραφόμενα τοῦ Ὁσίου καὶ ἀμέσως ἀπέλυσε τὸν ἀνεψιό του.
Ὅλα αὐτά βέβαια, τὰ κατάφερνε ὁ Ποιμήν, διότι καλλιεργοῦσε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη. Συχνὰ μάλιστα ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν, ὅσην ἀπὸ τὸν ἀέρα τὸν ὁποῖον εἰσπνέει. Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς». Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν πέθανε εἰρηνικά, προκύπτοντας σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείων ἔργων σου, τῇ δᾳδουχίᾳ, λαμπρυνόμενος, τῇ διανοίᾳ, διακρίσεως φωστὴρ ὤφθης ἄδυτος, διασκεδάζων παθῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ καταυγάζων ἡμῶν τὰ νοήματα. Ποιμὴν Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου Ὅσιε Πάτερ, ἡ ἁγία σήμερον, μνήμη ἐπέστη τὰς ψυχάς, τῶν εὐσεβῶν κατευφραίνουσα, Ποιμὴν θεόφρον, Ὁσίων ἀγλάϊσμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ἀγγέλλων ὀ μιμητής, καὶ τῶν Μοναζόντων, παιδοτρίβης καὶ παιδευτής· χαίροις θεωρίας, καὶ πράξεως ὁ λύχνος, Ποιμὴν Πατέρων δόξα, Αἰγύπτου βλάστημα.

Ὁ Ἅγιος Λιβέριος ὁ Ὁμολογητής Πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Λιβέριος ὁ ὁμολογητὴς διαδέχθηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης, τὸν Πάπα Ἰούλιο. Ὁ Λιβέριος ἦταν συνήγορος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.

Ἐπίσης προστάτεψε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Α’, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος τὸν καταδίωξε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορά του.

Καὶ ὅταν ὁ Πάπας Λιβέριος ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διαφώνησε σὲ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα μὲ τὸν προστάτη τοῦ Ἀρειανισμοῦ Κωνστάντιο, αὐτὸς τὸν ἐξόρισε στὴν Θεσσαλονίκη.
Κατόπιν ὅμως ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του καὶ πέθανε σὲ βαθὺ γῆρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ὅσιος Ἐπίσκοπος Κορδούης τῆς Ἱσπανίας 

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γενναία συμμετοχή του στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πῆρε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, καθὼς καὶ σ’ αὐτὴ τῆς Σαρδικῆς τὸ ἔτος 347.

Ἐπίσης συνέπραξε στὸ νὰ ἀθωωθεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὶς ἐναντίον του κατηγορίες ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος καταδίωκε ἀμείλικτα τὸν Ἀθανάσιο, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸν Ἱεράρχη τῆς Κορδούης Ὅσιο, ποὺ ὑπέβαλε σὲ πολλὲς ἐξορίες καὶ κακοπάθειες.
Ὁ Ὅσιος ὅμως, κράτησε ὄρθιο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπὸν τὸν ἐγκωμιάζει γι’ αὐτὰ ὁ Θεοδώρητος, ὁ δὲ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν τιτλοφορεῖ πατέρα τῶν Ἐπισκόπων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, θεοειδὴς Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἀνεδείχθης ἀληθῶς Ὅσιε ἔνδοξε, καὶ τοῦ Ἀρείου καθελών, αἵρεσιν τὴν δυσσεβῆ, ἀξίως ἐστεφανώθης, παρὰ τοῦ πάντων Δεσπότου· ὃν ἐκδυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἐν Ἱεράρχαις περίβλεπτος πέφηνας, καὶ τῆς Κορδούης ποιμὴν ὤφθης ἔνθεος, σοφίᾳ τῇ θείᾳ κοσμούμενος, καὶ ἀρετῶν τῷ φωτὶ Πάτερ Ὅσιε· διὸ οἱ πιστοὶ εὐφημοῦμέν σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ποιμένων ἡ καλλονή, καὶ ἀρχιερέων, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις εὐσεβείας, ὁ θεῖος ὑποφήτης, Ὅσιε Ἱεράρχα, Πάτερ θεόσοφε.

Βάπτιση τοῦ Αἰθίοπα Εὐνούχου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φίλιππο 

Διαβάζουμ ἀπὸ τὶς Πράξεις Αποστόλων κεφ. η’ 26 – 40 :

 26 Τότε ἄγγελος Κυρίου εἶπε εἰς τὸν Φίλιππον, «Σήκω καὶ πήγαινε πρὸς νότον, εἰς τὸν δρόμον ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Γάζαν (εἶναι δρόμος ἔρημος).

27 Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε. Ἕνας Αἰθίοψ, εὐνοῦχος, ἀξιωματικὸς τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων, ὁ ὁποῖος ἦτο γενικὸς ταμίας της, εἶχε ἔλθει εἰς τῆν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ προσκυνήσῃ

28 καὶ ἐπέστρεφε. Καθήμενος εἰς τὸ ἀμάξι του ἐδιάβαζε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.

29 Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα εἰς τὸν Φίλιππον, «Πήγαινε καὶ προσκολλήσου εἰς αὐτὸ τὸ ἀμάξι».

30 Ὅταν ὁ Φίλιππος ἔφθασε κοντὰ, τὸν ἄκουσε νὰ διαβάζῃ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἆραγε καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ διαβάζεις;».

31 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Πῶς νὰ μπορέσω νὰ καταλάβω ἐὰν δὲν μὲ ὁδηγήσῃ κάποιος;» . Καὶ παρεκάλεσε τὸν Φίλιππον νὰ ἀνεβῇ καὶ νὰ καθήσῃ μαζί του.

32 Ἡ περικοπὴ τῆς γραφῆς ποὺ ἐδιάβαζε ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὡς πρόβατον ὡδηγήθη εἰς τὴν σφαγὴν καὶ ὅπως ὁ ἀμνὸς ποὺ εἶναι ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν κουρεύει, ἔτσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του·

33 διὰ τοῦ πάθους του ἡ καταδίκη ἔλαβε τέλος· τὴν δὲ γενεάν του ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν διηγηθῇ; Διότι ἔφυγε ἡ ζωἠ του ἀπὸ τὴν γῆν.

34 Τότε ὁ εὐνοῦχος εἶπε εἰς τὸν Φίλιππον, «Σὲ παρακαλῶ, πές μου διὰ ποιὸν λέγει αὐτὸ ὁ προφήτης; Διὰ τὸν ἑαυτόν του ἢ διὰ κάποιον ἄλλον;».

35 Τότε ὁ Φίλιππος ἄνοιξε τὸ στόμα του καί, κάνοντας ἀρχὴν ἀπὸ τὴν γραφὴν αὐτήν, τοῦ ἐκήρυξε τὴν χαρμόσυνην ἀγγελίαν περὶ τοῦ Ἰησοῦ.

36 Καθὼς δὲ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον,  ἔφθασαν εἰς ἕνα μέρος ποὺ εἶχε νερὸ καὶ λέγει ὁ εὐνοῦχος, «Νά, νερό, τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ;».

37 [Καὶ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε, «Ἐὰν πιστέυῃς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, ἐπιτρέπεται». Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Πιστεύω ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»].

38 Καὶ διέταξε νὰ σταθῇ τὸ ἁμάξι καὶ κατέβηκαν καὶ οἱ δύο εἰς τὸ νερό, καὶ ὁ Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ τὸν ἐβάπτισε.

39 Ὅταν ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸ νερό, τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἅρπαξε τὸν Φίλιππον καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον ὁ εὐνοῦχος, ἐβάδιζεν ὅμως τὸν δρόμον του χαρούμενος.
40 Ὁ Φίλιππος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ διερχόμενος ὅλας τὰς πόλεις ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον μέχρις ὅτου ἦλθε εἰς τὴν Καισάρειαν.

 "Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος"

Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα ἡ νέα 

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τῆς ἔβαλαν τρίχινο κουρέλι καὶ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἔριξαν μέσα σ' ἕνα πηγάδι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος ὁ βασιλιὰς 

Κανεὶς ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρει τὸν βασιλιὰ Ἀρκάδιο (395 – 408) σὰν Ἅγιο. Συναντᾶται ἡ μνήμη του μόνο στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 105 ἔκδ. Καλλίστου ἀρχιμ.) μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Μαρτύριο. Ἴσως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων νὰ εἶχε κάποιους σημαντικοὺς λόγους νὰ τὸν κατατάξει μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Θεόκλητος 

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς:
«Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τοῦ Ὁσίου Θεοκλήτου. Οὗτος ἣν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἀξίαν ἔχων μαγίστρου, καὶ καταλιπῶν τὸν κόσμον ἀνῆλθεν ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ὀλύμπου, κακεῖσε ἀποταξάμενος καὶ ἀσκήσας ἔτεσι πλείστοις ἐκοιμήθη».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ἦταν παντρεμένος μὲ τὴν Ναταλία.

Μία μέρα λοιπὸν εἶδε 23 χριστιανούς, νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀδριανὸς ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ δήλωσε στοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός. Ἀμέσως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ πῆγε ἡ Ναταλία νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ καὶ νὰ τοῦ πεῖ νὰ μὴν λυγίσει.

Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια παρέδωσε τὸ πνεῦμα του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες ἐπιχείρησαν νὰ τοῦ κάψουν τὸ σῶμα, ξέσπασε μία δυνατὴ νεροποντὴ ἡ ὁποία ἔσβησε τὴ φωτιά.
Τὸ σῶμα τοῦ ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τὴν γυναῖκά του τὴν Ναταλία, ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ θάφτηκε δίπλα του, ἀφοῦ μαρτύρησε καὶ αὐτὴ γιὰ τὸν Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἀναφαίρετον, ὄλβον ἡγήσω, τὴν σωτήριον, πίστιν τρισμάκαρ, καταλιπὼν τὴν πατρῴαν ἀσέβειαν· καὶ τῷ Δεσπότῃ κατ’ ἴχνος ἑπόμενος, κατεπλουτίσθης ἐνθέοις χαρίσμασιν· Ἀδριανὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, ὁμοῦ σὺν Ναταλίᾳ τῇ θεόφρονι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γυναικὸς θεόφρονος τοὺς θείους λόγους, ἐν καρδίᾳ θέμενος, Ἀδριανὲ Μάρτυς Χριστοῦ, ἐν ταῖς βασάνοις προσέδραμες, σὺν τῇ συζύγῳ, τὸ στέφος δεξάμενος.

 

Μεγαλυνάριον.
Λόγοις σε ἀλείφουσαν πρὸς ζωήν, τὴν σύνευνον ἔχων, Ναταλίαν Ἀδριανέ, σὺν αὐτῇ ἐδρέψω, ἐπιτηδείως Μάρτυς, καρπὸν τὸν ζωηφόρον, ἀθλήσας ἄριστα.

Οἱ Ἅγιοι 23 Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανό.
Τὰ ὀνόματα τοὺς εἶναι: Ἀνατόλιος, Ἄνθιμος, Ἀντίοχος, Γεντήλιος, Ἐλευθέριος, Ἐρμογένης, Εὐήθιος, Εὐρετός, Εὐτύχιος, Θεαγώνης, Θεόδωρος, Θῦρσος, Ἰωάννης, Καρτερᾶς, Κλαύδιος, Κυριάκος, Μαρίνος, Μαρδώνιος, Μηνώδιος, Πλάτων, Συνετός, Τρωάδιος καὶ Φαρέτριος († 4ος αἰ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἀττικὸς καὶ Σισίνιος οἱ Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἴσως συνελήφθησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀδριανὸ στὴ Νικομήδεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἰβιστίων 

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἀδριανός, διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν προηγούμενο, ἔζησε τὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λικίνιου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Βασιλιὰ τῆς Ρώμης Πρόβου, ὁ ὁποῖος βασίλευε τὸ 276.

Ὁ Ἀδριανὸς διέμεινε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Δομέτιο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Τίτο, στὸ Βυζάντιο. Ποθῶντας νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ , πῆγε στὴν Νικομήδεια καὶ καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ Λικινίου ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὁ Λικίνιος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνισε ἄγρια καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Τιθόης 

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτόν, γίνεται λόγος στὸν Εὐεργετινό).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἰνδίας Ἄβενιρ

Γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ βρίσκουμε σὲ κάποιο διήγημα, ποὺ ἐπιγράφεται «Βαρλαάμ», καὶ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό. Τὸ περιεχόμενο συνοπτικὰ ἔχει ὡς ἕξης:

Ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρχε στὶς Ἰνδίες κάποιος βασιλιάς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀβενίρ. Σ’ αὐτὸν λοιπόν, εἶπαν κάποιοι ἀστρολόγοι ὅτι ὁ νεογέννητος γιός του Ἰωάσαφ, κάποτε θὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γιὰ νὰ ματαιώσει αὐτὴ τὴν «προφητεία» ὁ Ἀβενίρ, ἔκλεισε τὸ βασιλοπαίδι σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι μαζὶ μὲ ὑπηρέτες καὶ δασκάλους, καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴ ποῦν τίποτα στὸ παιδὶ γιὰ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν.

Ἐκεῖ ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε καὶ τοῦ δόθηκε μεγάλη μόρφωση. Ἀλλὰ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ περιορισμὸς μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, καὶ ἀπαίτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Κανεὶς ὅμως δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. Αὐτὸς ὅμως, μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις πρὸς τὸν πατέρα του, κατάφερε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ἀλλὰ ὑπὸ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση.

Σὲ κάποιο περίπατό του ὅμως, συνάντησε δυὸ φτωχοὺς γέρους, ποὺ τοὺς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη καὶ αὐτοὶ συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τὸ μυστικὸ τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπὸ τότε ὁ Ἰωάσαφ διψοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἔμαθε, ἀπὸ κάποιον χριστιανὸ ἱερέα τὸν Βαρλαάμ, ποὺ κατάφερε νὰ μπεῖ στὸ παλάτι μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ πραγματευτῆ. Τελικὰ ὁ Ἰωάσαφ βαπτίστηκε, ἔκανε χριστιανὸ καὶ τὸν πατέρα του, ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς καὶ δίδαξε στὴ χώρα του τὸ Εὐαγγέλιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ εἰσηγήσει, φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, Ἰωάσαφ Ὁσίων ἀγλάϊσμα· τοῦ Βαρλαὰμ λαμπρυνθεὶς γὰρ τοῖς ῥήμασι, πρὸς ἀρετῶν τὴν ἀκρώρειαν ἔφθασας. Μεθ’ οὗ πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ζωῆς τὸν τίμιον λίθον πλουτήσας, Ἰωάσαφ πάνσοφε, διὰ τοῦ θείου Βαρλαάμ, ἀσκητικῶς ἠνδραγάθησας, σὺν τῷ σεπτῷ μυητῇ καὶ ἀλείπτῃ σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἀνάκτων ἡ καλλονή, καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν Ὁσίων, ὀμότροπος ἐν βίῳ, παμμάκαρ Ἰωάσαφ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ὁ Ἅγιος Γελάσιος 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr