Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἀφοῦ δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, χειροτονήθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ.
Μαθητὴς τοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὸν δάσκαλό του.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθιὰ γεράματα, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ποιμαντικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα.
Ἡ τίμια κάρα του φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο μοναστῆρι στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς. Ἐπίσης λείψανά του σῴζονται στὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἱ. Μ. Ἄγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι, ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ, σοφὲ Ἱερόθεε· σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοῦς ὑποφήτης· δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε
Ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄρρητα,
Ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος.
Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ Ἱερόθεε
Ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Καπιτωλίων
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τῶν Καπιτωλίων (ἀρχαία πόλη τῆς ἀνατολικῆς Ἰορδανίας, στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό), μεγάλος σοφὸς καὶ πολὺ συνετός.
Ὑπῆρξε παντρεμένος μὲ τρία παιδιὰ καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητρόπολης Βόστρων (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὴ Χωρᾶν, 80 χλμ. ἀνατολικά της λίμνης Γενησαρὲτ καὶ 90 χλμ νότια της Δαμασκοῦ).
Καταγγέλλεται στὸν ἐθνάρχη τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι εἶναι διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὁ Πέτρος καὶ μπροστὰ στὸν Ἀγαρηνὸ ἐθνάρχη ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, τὸν σταυρώνουν καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Τὸ δὲ μαρτυρικό του σῶμα, ἀφοῦ τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Βερνίκη καὶ Προσδόκη
Γιὰ τὶς μάρτυρες αὐτὲς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει καταγράψει τὸ βίο τους.
Ἡ ἄξια Δομνίνα ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀσπάστηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Βερνίκη καὶ τὴν Προσδόκη.
Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ μητέρα καὶ οἱ δυὸ κόρες της ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστη τους. Ὅμως ὁ σύζυγος τῆς Δομνίνης ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὴν σκληρότητα τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσε νὰ τὶς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Ἁγίες ἀποφάσισαν νὰ φύγουν. Κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς βόρειας Μεσοποταμίας. Ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγος ἔμαθε τὸν τόπο ποὺ κρυβόντουσαν καὶ πῆγε μαζὶ μὲ στρατιῶτες νὰ τὶς συλλάβουν. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔκαναν στάση γιατί ἔπεσε ἡ νύκτα καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες κοιμήθηκαν ὁ δὲ πατέρας φύλαγε τὴν γυναῖκά του καὶ τὶς κόρες του. Ὅμως σκεφτόμενος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ στρατιῶτες θὰ ἀτίμαζαν τὶς θυγατέρες του καὶ τὴν γυναῖκα του, τοὺς ἔθεσε τὸν ὄρο ὅτι γιὰ νὰ τὶς ἀφήσει ἐλεύθερες θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουν στὸν ποταμὸ καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ ἁγίες τὸ δέχτηκαν καὶ κάνοντας τὴν προσευχή τους καὶ ζητώντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο βάδισαν μὲ βῆμα σταθερὸ στὸν ποταμὸ καὶ ἔθεσαν τέρμα στὴν ζωή τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Αὔδακτος (ἢ Ἄδαυκτος) ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα του Καλλισθένη
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκά του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴ δώσει σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Γι' αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἡ δὲ κόρη τοῦ Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ροῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄρρωστους τοὺς ὀφθαλμούς. Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴ θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸν Θεό, ἔφυγε.
Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντια καὶ κατάφερε ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ἔτσι Ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος
Αἰγύπτιος φτωχὸς καὶ ὀρφανός, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος του, τὸν ἐξανάγκασε νὰ παντρευτεῖ. Γιὰ 18 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ σύζυγό του μὲ παρθενία καὶ στέρηση.
Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου τρεφόταν μὲ χόρτα. Στὴν ἔρημο γνώρισε καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση, τὴν ὁποία πολλοὶ μιμήθηκαν.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Γάϊος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων (ἢ Χαρήμων) οἱ Διάκονοι
Ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 3 Ὀκτωβρίου).
Εἰδικὰ ὁ Εὐσέβιος μὲ τὸν Χαιρήμονα, ἔθαβαν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Τελικὰ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἀποκεφαλίστηκαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.
Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.
Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.
Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.
Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.
Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.
Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.
Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38). Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν. Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος. Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε. Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ. Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε. Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή. Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:
— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε
μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.
Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.
— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:
- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Ταμασοῦ
Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.
Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον».
Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.
Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου.
Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.
Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.
Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος. Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:
Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.
Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.
Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος. Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους. Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.
Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.
Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.
Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα. Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ἡλικία.
Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.
Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος.
Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.
Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Βαρσανούφιος οἱ ἐν Κοζάνῃ (Ρώσοι)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Edwin (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἀφοῦ δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, χειροτονήθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ.
Μαθητὴς τοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὸν δάσκαλό του.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθιὰ γεράματα, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ποιμαντικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα.
Ἡ τίμια κάρα του φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο μοναστῆρι στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς. Ἐπίσης λείψανά του σῴζονται στὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἱ. Μ. Ἄγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι, ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ, σοφὲ Ἱερόθεε· σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοῦς ὑποφήτης· δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε
Ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄρρητα,
Ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος.
Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ Ἱερόθεε
Ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Καπιτωλίων
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τῶν Καπιτωλίων (ἀρχαία πόλη τῆς ἀνατολικῆς Ἰορδανίας, στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό), μεγάλος σοφὸς καὶ πολὺ συνετός.
Ὑπῆρξε παντρεμένος μὲ τρία παιδιὰ καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητρόπολης Βόστρων (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὴ Χωρᾶν, 80 χλμ. ἀνατολικά της λίμνης Γενησαρὲτ καὶ 90 χλμ νότια της Δαμασκοῦ).
Καταγγέλλεται στὸν ἐθνάρχη τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι εἶναι διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὁ Πέτρος καὶ μπροστὰ στὸν Ἀγαρηνὸ ἐθνάρχη ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, τὸν σταυρώνουν καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Τὸ δὲ μαρτυρικό του σῶμα, ἀφοῦ τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Βερνίκη καὶ Προσδόκη
Γιὰ τὶς μάρτυρες αὐτὲς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει καταγράψει τὸ βίο τους.
Ἡ ἄξια Δομνίνα ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀσπάστηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Βερνίκη καὶ τὴν Προσδόκη.
Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ μητέρα καὶ οἱ δυὸ κόρες της ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστη τους. Ὅμως ὁ σύζυγος τῆς Δομνίνης ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὴν σκληρότητα τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσε νὰ τὶς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Ἁγίες ἀποφάσισαν νὰ φύγουν. Κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς βόρειας Μεσοποταμίας. Ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγος ἔμαθε τὸν τόπο ποὺ κρυβόντουσαν καὶ πῆγε μαζὶ μὲ στρατιῶτες νὰ τὶς συλλάβουν. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔκαναν στάση γιατί ἔπεσε ἡ νύκτα καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες κοιμήθηκαν ὁ δὲ πατέρας φύλαγε τὴν γυναῖκά του καὶ τὶς κόρες του. Ὅμως σκεφτόμενος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ στρατιῶτες θὰ ἀτίμαζαν τὶς θυγατέρες του καὶ τὴν γυναῖκα του, τοὺς ἔθεσε τὸν ὄρο ὅτι γιὰ νὰ τὶς ἀφήσει ἐλεύθερες θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουν στὸν ποταμὸ καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ ἁγίες τὸ δέχτηκαν καὶ κάνοντας τὴν προσευχή τους καὶ ζητώντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο βάδισαν μὲ βῆμα σταθερὸ στὸν ποταμὸ καὶ ἔθεσαν τέρμα στὴν ζωή τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Αὔδακτος (ἢ Ἄδαυκτος) ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα του Καλλισθένη
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκά του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴ δώσει σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Γι' αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἡ δὲ κόρη τοῦ Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ροῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄρρωστους τοὺς ὀφθαλμούς. Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴ θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸν Θεό, ἔφυγε.
Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντια καὶ κατάφερε ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ἔτσι Ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος
Αἰγύπτιος φτωχὸς καὶ ὀρφανός, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος του, τὸν ἐξανάγκασε νὰ παντρευτεῖ. Γιὰ 18 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ σύζυγό του μὲ παρθενία καὶ στέρηση.
Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου τρεφόταν μὲ χόρτα. Στὴν ἔρημο γνώρισε καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση, τὴν ὁποία πολλοὶ μιμήθηκαν.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Γάϊος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων (ἢ Χαρήμων) οἱ Διάκονοι
Ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 3 Ὀκτωβρίου).
Εἰδικὰ ὁ Εὐσέβιος μὲ τὸν Χαιρήμονα, ἔθαβαν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Τελικὰ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἀποκεφαλίστηκαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.
Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.
Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.
Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.
Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.
Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.
Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.
Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38). Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν. Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος. Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε. Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ. Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε. Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή. Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:
— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε
μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.
Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.
— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:
- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Ταμασοῦ
Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.
Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον».
Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.
Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου.
Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.
Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.
Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος. Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:
Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.
Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.
Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος. Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους. Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.
Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.
Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.
Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα. Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ἡλικία.
Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.
Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος.
Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.
Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Βαρσανούφιος οἱ ἐν Κοζάνῃ (Ρώσοι)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Edwin (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας Δεκίου.
Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε προσφέρει ἀξιόλογη μόρφωση.
Ὁ Κυπριανὸς ὑπῆρξε γιὰ πολλὰ χρόνια ξακουστὸς μάγος. Σὲ αὐτὸν μάλιστα προσέτρεξε καὶ ἕνας εἰδωλολάτρης ὁ Ἀγλαΐδας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐρωτευμένος μὲ μία παρθένα τὴν Ἰούστα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔβρισκε ἀνταπόκριση στὸν ἔρωτά του, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὶς μαγικές του ἱκανότητες. Ὅμως οἱ ἐνέργειες τοῦ Κυπριανοῦ δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα καὶ γι’ αὐτὸ ἔκαψε τὰ βιβλία του ποὺ περιεῖχαν τὶς ἀπατηλὲς γνώσεις τῆς μαγικῆς τέχνης καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Ἔκτοτε ἀφοσιώθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, προσελκύοντας στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἀνθρώπους. Κατόπιν ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.Τὴν Ἰούστα τὴν χειροτόνησε διακόνισσα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἰουστίνη. Γιὰ τὴν χριστιανική τους δράση οἱ δυὸ Ἅγιοι συνελήφθησαν καὶ ἐξορίσθηκαν στὴ Νικομήδεια. Ὁ ἐκεῖ ἡγεμόνας Κλαύδιος ὑπέβαλε σὲ πολλὰ βασανιστήρια τοὺς Ἁγίους. Στὸ τέλος διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ φωταυγείᾳ, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι· ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἡμῖν ἱλέωσαι, ὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τῇ Θεόφρονι.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.
Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σε, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοὶς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθήναι τοῖς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.
Μεγαλυνάριον.
Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών, τῆς θείας σοφίας, ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ, καὶ σὺν Ἰουστίνῃ, Κυπριανὲ ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἄμφω ἔτυχε.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 36 Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὁσιομάρτυρες αὐτοί, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου ΣΤ’ καὶ τῆς μητέρας του Εἰρήνης (780).
Κατοικοῦσαν στὴ Μονὴ Ζώβη, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Σεβαστούπολη. Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀμηρᾶς τῶν Ἀγαρηνῶν, Ἀλεὶμ ὀνομαζόμενος, πολεμοῦσε τὴν χώρα ἐκείνη, συνέλαβε καὶ τοὺς Ὅσιους αὐτοὺς Πατέρες, καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος ἡγούμενος Μιχαήλ, ἔλεγξε δριμύτατα τὸν Ἀγαρηνὸ ἄρχοντά , τους δὲ Μοναχοὺς του ἐνθάρρυνε νὰ ὑπομείνουν γενναία τὸν θάνατο γιὰ τὸν Χριστό.
Ἔτσι, ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία
Εἶναι ἡ πρώτη γυναῖκα στὴν Ἀθήνα, ποὺ πίστεψε, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στὸν Χριστό.
Ἀκολουθία της συνέγραψε ὁ Ὑμνογράφος Πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής
Ἄνηκε στὴν εὐσεβὴ καὶ γενναία φάλαγγα, ποὺ ἄθλησε καὶ κινδύνεψε ἄφοβα γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ὁ Θεόφιλος ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ εἰκονομάχος. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, περιερχόμενος τὴν Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε τὴν καρτεροψυχία τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν διωκτῶν τῶν εἰκόνων.
Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀνέδειξαν τὸν Θεόφιλο ἕνα ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους προμάχους τῆς εὐσέβειας. Κατόπιν τὸν φυλάκισαν καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν. Ἔτσι, ἐκεῖ στὴν ἐξορία τελείωσε τὴν ζωή του, χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὴν πρόσκαιρη ἐλευθερία ἀντὶ προδοσίας τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπωλείας τῆς αἰωνίου ζωῆς.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 10η Ὀκτωβρίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Γαβρᾶς
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, γεννήθηκε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κωμόπολη τῆς Χαλδίας Ἄτρα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔνδοξους. Ὁ ἴδιος ἔγινε καταξιωμένος στρατηγὸς καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Θεοδοσιούπολη τὸ 1098.
Ἡ σύναξίς του γίνεται στὴν Τραπεζούντα, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ τίμια κεφαλή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἢ Χατζὴ – Γεώργιος
Γιὸς χριστιανῶν γονέων ἀπὸ τὴ Φιλαδέλφεια. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Καρατζασοῦ τῆς Ἠλιούπολης, ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ (σαγματοποιοῦ).
Σὲ κάποια διασκέδαση, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Γεώργιος, κάποιος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, ὁ κριτὴς ζήτησε ἀπ’ τοὺς κατοίκους, νὰ πληρώσουν τὸ ἀνάλογο πρόστιμο. Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει αὐτὸ τὸ πρόστιμο καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε, ὅτι δὲν τὸ πληρώνει γιατί εἶναι Τοῦρκος. Ἀμέσως τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομή.
Ἀργότερα ὁ Γεώργιος, μετανοημένος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπανῆλθε ὅμως στὴν πόλη Καρατζασοῦ, καὶ μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ἔμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του.
Ἄρχισε τότε μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ποὺ ὁ Γεώργιος τὰ ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔλεγε μάλιστα: «ὅτι καὶ ἂν μοῦ κάνετε ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι πλέον τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».
Τελικά, στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1794 τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ο Otto Meinardus ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1752.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Σουντὰλ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὑπακούετε «ἐκ καρδίας εἰς ὂν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβὴ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸν Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε μὲ ὅραμα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαῦλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος, ἔγινε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του εἵλκυσε στὸν Χριστὸ πολυάριθμες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅμως ποὺ δημιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεμόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιμοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειμένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας. Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔμεινε ἀμετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήματα.
Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν μαστίγωσε μὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, μὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε.
Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως χάριτος, τοῦ Τρισηλίου φωτός, τὸ σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε· ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσέβειας τὸν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τὴν σωτήριον χάριν· δι’ ἧς τοῖς σὲ εὐφημοῦσι, δίδου τὰ πρόσφορα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὁ ἐν πρεσβείαις, θερμότατος ἀντιλήπτωρ, καὶ τοῖς αἰτοῦσι, ταχύτατα ἐπακούων, δέξαι τὴν δέησιν Ἀνανία ἡμῶν, καὶ τὸν Χριστὸν δυσώπει, τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶς, τὸν μόνον ἐν Ἁγίοις δοξαζόμενον.
Μεγαλυνάριον.
Δι’ ἀποκαλύψεως θεϊκῆς, τῷ Σαύλῳ βραβεύεις, τὸν οὐράνιον φωτισμόν· ὅθεν Ἀνανία, ὡς Μάρτυρά σε θεῖον, Ἀπόστολόν τε ἅμα, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδὸς
Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ δυστυχῶς εἶναι λίγες.
Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει διάκονος στὴν ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες.
Σὲ μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε ὄνειρο τὴν Παναγία νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει. Ὁ Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν, Ῥωμανὲ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον
Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων
Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.
Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γοργοϋπηκόου
Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Λεπτομέρειες βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος Ι’ σελ. 37, ἔκδοση 1992.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Δομνίνος
Ὑπῆρξε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.
Ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰν Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας. Ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό, ποὺ τοῦ εἶπε, πῶς τολμάει νὰ ὁμολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει. Καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Δομνίνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο. Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔμεινε ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες χωρὶς νὰ φάει τίποτε. Ἔπειτα εὐχαριστώντας τὸν Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης ὁ καλούμενος Κουκουζέλης
Ἄριστος μουσικὸς καὶ καλλικέλαδος.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυρράχιο καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν, καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του ὅμως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο.
Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴν Μεγίστη Λαύρα μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο Δομέστικο, ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους πρὸς τὸν Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ μόναζε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ ἡδύφωνος χάρις Πάτερ τῆς γλώττης σου, κατακηλεῖ καὶ εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ· σὺ γὰρ ἔνθους ὑμνῳδὸς ὤφθης μακάριε· ὅθεν νομίσματι χρυσῷ, σὲ ἠμείψατο λαμπρῶς, ἡ Ἄχραντος Θεοτόκος, ἣν Ἰωάννη δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀηδὼν θείων ᾀσμάτων καλλικέλαδος
Καὶ ταπεινώσεως ἐξαίρετον ὑπόδειγμα
Ἀνυμνοῦμέν σε θεόληπτε Ἰωάννη.
Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσας
Καὶ Θεὸν ἡδίστοις χείλεσιν ἀνύμνησας·
Ὅθεν κράζομεν, χαῖρε Πάτερ ἡδύφωνε.
Ἕτερον Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐφωνίας ἀγγελικῆς, ἡδύφωνος τέττιξ, καὶ καλλίφωνος ἀηδών· χαίροις Ἰωάννη, χάριτος θείας σκεῦος, καὶ Μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δομέστικος
Ἦταν καὶ αὐτὸς περίφημος ψάλτης τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρικανᾶς, ἔψαλλε κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων ὄχι τὸ «Ἄξιόν ἐστι» , ἀλλὰ τὸ «Ἐπὶ σοῖ χαίρει» στὴν λειτουργία. Στὸ τέλος δὲ τῆς ἀγρυπνίας μισοκοιμήθηκε, καὶ νά, βλέπει τὴν Δέσποινα Θεοτόκο νὰ εἶναι πάνω του καὶ νὰ τοῦ λέει: «Δέξαι σου τὸ ψαλτικόν, ὦ Δωμέστικε, καὶ εὐχαριστῶ σοι πολλά». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι ἕνα φλουρί, ποὺ ἀμέσως τὸ ἔβαλε, μετὰ ἀπ’ αὐτά, στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς. Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Γρηγόριος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον, κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.
Μνήμη Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχερνῷ
Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».
Λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα
Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,
Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.
Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος
Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.
Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Βησερίᾳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας Διοκλητιανοῦ.
Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Κουσαρῶ. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας. Οἱ Ἀρμένιοι γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν σκότωσαν τὸν Ἀνὰκ καὶ τὴν οἰκογένειά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γρηγόριο καὶ ἕναν ἀδελφό του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ὁ γιὸς τοῦ Κουσαρῶ, ὁ Τηριδάτης, συνέλαβε τὸν Γρηγόριο ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὸς καὶ τὸν βασάνισε σκληρά. Ὅταν δὲ ἔμαθε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ γιὸ τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος εὐθυνόταν γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ πατέρα του, διέταξε νὰ τὸν ρίξουν σὲ λάκκο μὲ φίδια καὶ ἄλλα ἑρπετά. Ὁ Γρηγόριος ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτα ἀλλὰ ἐπέζησε γιὰ 15 χρόνια τρεφόμενος μὲ τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ πήγαινε κρυφὰ μιὰ χήρα.
Κάποια στιγμὴ ὁ Τηριδάτης παραφρόνησε. Ἡ ἀδελφή τοῦ βασιλιὰ ἄκουσε μία μέρα φωνή, ἡ ὁποία τῆς ἔλεγε πὼς ἂν ἤθελε νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἀδελφός της θὰ ἔπρεπε νὰ ἐλευθερώσουν τὸν Γρηγόριο. Πράγματι ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸν λάκκο ὁ Ἅγιος θεράπευσε τὸν βασιλιά.
Ἐξεδήμησε εἰς Κύριον ἐν εἰρήνῃ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ γεωργίᾳ, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεὶς μαρτυρίου τοῖς στίγμασιν, ἱεραρχίᾳ Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς Ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ᾄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, Γρηγόριον ποιμένα, καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ παγκόσμιον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Γρήγορος τοῖς τρόποις ἀναδειχθείς, πρὸς θεογνωσίας, διεγείρεις τὸν φωτισμόν, τοὺς τῇ δυσσεβείᾳ, ὑπνώττοντας ἀθλίως, Γρηγόριε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.
Οἱ Ἁγίες Ριψιμία (ἡ Ριψίμη), Γαϊανὴ καὶ Ἄλλες 32 Παρθενομάρτυρες
Ἡ Ἁγία Ριψιμία ἦταν ὄμορφη στὸ σῶμα καὶ σεμνὴ στὸ ἦθος. Ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ Διοκλητιανοῦ νὰ γίνει γυναῖκα του, κατέφυγε μαζὶ μὲ τὴν Γαϊανὴ ποὺ ἦταν καθηγουμένη τῆς Ριψιμίας, στὴν Ἀρμενία.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀρμενίας ἄκουσε γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Ριψιμίας καὶ θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τὴν κάνει γυναῖκα του. Ὅταν ἐκείνη ἀρνήθηκε, διέταξε νὰ τὴν βροῦν καὶ νὰ τὴ συλλάβουν. Οἱ στρατιῶτες του τὴν βρῆκαν στὰ μέρη τοῦ Ἀραρὰτ ποὺ κρυβόταν, καὶ ἀφοῦ τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια, τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὴν ἔκοψαν κομμάτια.
Μαζί της μαρτύρησαν φρικτὰ ἡ γερόντισσα Γαϊανή, καθὼς καὶ 32 Παρθενομάρτυρες ποὺ κρύβονταν μαζί τους σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη.
Ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες αὐτὲς μαρτύρησαν καὶ 70 ἄνδρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι 70 Μάρτυρες
Λέγεται ὅτι μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Ριψιμία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἁγίες 2 Ὁσιομάρτυρες Γυναῖκες
Μᾶλλον ἦταν μοναχὲς καὶ μαρτύρησαν μὲ τρόπο ποὺ δὲν γνωρίζουμε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Στρατόνικος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μαρδόνιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ μάτια του μὲ πυρωμένα κάρβουνα. (Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 28ης Δεκεμβρίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι 1000 Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν τῷ ποταμῷ Πεσόμα (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Θαυματουργός πρῶτος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ, τοῦ πρώτου Μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, τιμᾶται τὴν 15η Ἰουνίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Honorius (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ καλλιεργοῦσε ὑπομονήν καὶ πραότητα. Γι' αὐτὸ καὶ πέτυχε στὴν ἀσκητική του ζωή.
Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.
Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ.
Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι
Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε
Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.
Οἱ Ἅγιοι 150 οἱ Μάρτυρες
Γνωρίζουμε μόνο ὅτι μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Τρύφων, Τρόφιμος καὶ Δορυμέδων
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται γι’ αὐτοὺς μόνο ἡ φράση: «ἡ σύναξις τούτων τελεῖται πλησίον τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐν τῷ Δευτέρῳ».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Πετρωνία ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἐδῶ μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀναστασίας τῆς ἀσκήτριας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Γουδελία (ἢ Γοβδελία)
Ἦταν Περσίδα χριστιανὴ ἀπόστολος, ποὺ κατάφερε νὰ φέρει πολλοὺς ἀπίστους στὸν δρόμο τῆς διὰ Χριστοῦ σωτηρίας.
Ἔζησε τὸν τέταρτο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπώρ. Ἐπειδὴ δυναμικὰ ἐκτελοῦσε τὸ Ἱεραποστολικό της ἔργο, τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔκλεισαν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν φυλακή. Οἱ ἐκεῖ κακοπάθειές της ὑπῆρξαν φοβερές. Μόνο ἡ θεία χάρη τὴν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ κατανικήσει τὴν ὑγρασία, τὸ σκοτάδι καὶ τὶς συχνὲς στερήσεις καὶ αὐτοῦ τοῦ νεροῦ. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ μακροχρόνια βάσανα, δὲν ἐλάττωσαν καθόλου τὴν φωτιὰ τῆς πίστης καὶ τὴν φλόγα τῆς γενναιότητάς της.
Κατόπιν τῆς ἔγδαραν τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ ὑποκύψει ἡ καρτερία της. Τελικὰ πέθανε μὲ σταυρικὸ θάνατο.
(Νομίζω πὼς ἐδῶ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔγινε σύγχυση μεταξὺ τῶν Συναξαριακῶν πηγῶν. Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Γοβδελαᾶς ποὺ τιμοῦμε τὴν ἴδια μέρα ἔγινε, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφές, Γουδελία ἢ Γοβδελία μὲ πανομοιότυπη βιογραφία.
Ἐνῷ ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι πράγματι ὑπῆρξε μάρτυς Γουδελία, ποὺ μαρτύρησε διὰ ξίφους χωρὶς ἄλλα βιογραφικὰ στοιχεῖα, ποὺ ὅμως εἶναι περισσότερο πιθανὸ καὶ ἀποδεκτό).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Γοβδελαᾶς, Δᾴδας, Κάσδοος καὶ Κασδόα
Ὁ Γοβδέλαος ἦταν γιὸς τοῦ βασιλιὰ Σαβωρίου. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ ἕναν ἀξιωματικό τοῦ πατέρα του, τὸν Δᾴδα. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Σαβὼρ διέταξε καὶ συνελήφθησαν καὶ οἱ δυό. Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στοὺς Θεούς, τὸ μὲν Δᾴδα τὸν τεμάχισε ζωντανό, τὸν γιὸ του Γοβδέλαο τὸν ὑπέβαλε σὲ βασανιστήρια, καὶ ἔγδαρε τὸ κεφάλι του, ἔκοψε τὰ μέλη του καὶ κέντησε τὸ σῶμα του μὲ καλάμια.
Ὁ Κάσδοος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ καὶ ἐπειδὴ ἔγινε χριστιανὸς τὸν ἔγδαρε ζωντανό.
Ἡ Κασδόα ἦταν κόρη τοῦ βασιλιά, καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Γοβδέλαου. Αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀδελφό της στὴν φυλακή, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκανε χριστιανή. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὴν συνέλαβε, καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της τὴν βασάνισε σκληρὰ μέχρι θανάτου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.
Ὁ Ἅγιος Μαλαχίας ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας
Ἦταν γιὸς ἱερέα ἀπὸ τὴ Ρόδο.
Κάποτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἀμέσως συνελλήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὶς ἀρχές, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἐξωμόσει. Ὁ Μαλαχίας ἔδειξε μεγάλο θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγειρε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο.
Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ὁδηγήθηκε ὁ μάρτυρας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου σουβλίστηκε καὶ κάηκε πάνω σὲ ἀναμμένη φωτιά.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1500.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες Μάρτυρες
Κανένας Συναξαριστὴς δὲν ἀναφέρει τὴν μνήμη τους. Μαθαίνουμε γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ Παχωμίου Ρουσσάνου, ποὺ δημοσιεύτηκε μὲ τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντας τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Νεομάρτυρες ἐν τῷ Βραχωρίῳ Ἀγρινίου († 1786)
Ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τους δὲν ἀναφέρεται πουθενά. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Ζαντόσκ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 27 από 415