ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ

 

ΙΟΥΔΑ 1

 

Ιου. 1,1             Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δὲ Ἰακώβου τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς·

Ιου. 1,1                       Εγώ ο Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού, αδελφός δε του Ιακώβου, προς τους κεκλημένους εις την χριστιανικήν πίστιν, οι οποίοι έχουν αγιασθή από τον Θεόν και Πατέρα και έχουν διαφυλαχθή από τον κίνδυνον και τον μολυσμόν της αμαρτίας προς χάριν του Ιησού Χριστού,

Ιου. 1,2             ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη.

Ιου. 1,2                      εύχομαι να αυξάνη και να πλεονάζη εις σας το έλεος και η ειρήνη και η αγάπη.

Ιου. 1,3             Ἀγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.

Ιου. 1,3                      Αγαπητοί, μολονότι ησθανόμην μεγάλον πόθον και ενδιαφέρον να σας γράψω δια την σωτηρίαν, την οποίαν εις όλους μας χαρίζει ο Χριστός, ευρέθηκα και εις την ανάγκην από αυτά ταύτα τα πράγματα να σας γράψω, δια να σας παρακαλέσω και σας προτρέψω να αγωνίζεσθε με δύναμιν και επιμονήν υπέρ της πίστεως, η οποία άπαξ δια παντός έχει παραδοθή στους Χριστιανούς.

Ιου. 1,4             παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.

Ιου. 1,4                      Και τούτο, διότι με τρόπον δόλιον και απατηλόν εισεχώρησαν εις την Εκκλησίαν μερικοί άνθρωποι, δια τους οποίους η Γραφή προ πολλού χρόνου είχε προφυτεύσει και ορίσει, ότι θα έπαιρναν επάνω τους αυτήν την φοβερά καταδίκην. Ασεβείς αυτοί, νοθεύουν και διαστρέφουν την δωρεάν και την αλήθειαν, που μας έχει δώσει ο Θεός, ζητούντες με σοφιστικά και πονηρά επιχειρήματα να δικαιολογήσουν την φαυλότητα και ανηθικότητα αυτών και αρνούμενοι τον ένα και μόνον Δεσπότην και Κυριον μας, τον Ιησούν Χριστόν.

Ιου. 1,5             Ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ τῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν,

Ιου. 1,5                      Θελω δε να σας υπενθυμίσω, μολονότι σστο έχετε μάθει καλά άπαξ δια παντός, ότι ο Κυριος αφού πρώτον δια πλήθους θαυμάτων έσωσε τον Ισραηλιτικόν λαόν από την χώραν της Αιγύπτου, έπειτα όσους δεν επίστευσαν τους κατεδίκασε να αποθάνουν εις την έρημον.

Ιου. 1,6             ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν·

Ιου. 1,6                      Και τους αγγέλους, οι οποίοι δεν διεφύλαξαν την αρχικήν αυτών αγνότητα και αγιότητα, το υψηλόν των αγγελικόν αξίωμα, αλλ' εγκατέλειψαν την ουρανίαν αυτών κατοικίαν και ζωήν, τους έχει φυλάξει δεμένους με τα αιώνια σκοτεινά δεσμά της βαρείας ενοχής των, δια να δικασθούν κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως.

Ιου. 1,7             ὡς Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα καὶ αἱ περὶ αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι.

Ιου. 1,7                      Οπως επίσης τα Σοδομα και τα Γομορα και αι ολόγυρά των πόλεις, αι οποίαι κατά τρόπον όμοιον με τους ασεβείς, περί των οποίων έγραψα παρά πάνω, παρεδόθησαν, εις την πορνείαν και έτρεξαν προς παρά φύσιν ασελγείας εις άλλα σώματα και διεφθάρησαν και εβεβηλώθησαν, είναι ενώπιόν μας παράδειγμα διεστραμμένων ανθρώπων, που ετιμωρήθησαν με το καταστρεπτικόν πυρ, που η θεία οργή έστειλεν εξ ουρανού.

Ιου. 1,8             ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν.

Ιου. 1,8                      Κατά ένα όμοιον τρόπον και αυτοί οι ασεβείς παραπλανώνται από τα αμαρτωλά όνειρα της εξημμένης φαντασίας των, και το μεν σώμα μολύνουν με τας αισχράς πράξεις, την μεγαλειώδη δε εξουσίαν του Υιού του Θεού απορρίπτουν, υβρίζουν δε και χλευάζουν τους ενδόξους αγγέλους.

Ιου. 1,9             ὁ δὲ Μιχαὴλἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος.

Ιου. 1,9                      Ο δε Μιχαήλ, ο αρχάγγελος, όταν αντηγωνίζετο και συνδιελέγετο με τον διάβολον, ο οποίος ήθελε να αρπάξη το νεκρόν σώμα του Μωϋσέως, δεν ετόλμησε να εκφέρη εναντίον του καταδικαστικήν κρίσιν με υβριστικούς και χλευαστικούς λόγους. Αλλ' είπεν στον διάβολον· “ο Κυριος να σε τιμωρήση δια την δολίαν πράξιν, που επιχειρείς να κάμης”.

Ιου. 1,10           οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται.

Ιου. 1,10                    Αυτοί όμως όσα μεν μεγάλα και πνευματικά και θεία δεν γνωρίζουν, τα υβρίζουν και τα χλευάζουν, όσα δε με τας φυσικάς των αισθήσεις και επιθυμίας, σαν τα άλογα ζώα, γνωρίζουν, μέσα εις αυτά διαφθείρονται και καταστρέφονται.

Ιου. 1,11           οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο.

Ιου. 1,11                     Αλλοίμονον εις αυτούς, διότι εβάδισαν τον δρόμον του Καϊν και εγκληματούν με το παράδειγμά των και τας ψευδολογίας των, εναντίον των αδελφών των. Αλλοίμονόν των διότι εχύθηκαν ασυγκράτητοι εις την πλάνην του Βαλαάμ, ένεκα υλικού κέρδους, και εχάθηκαν μέσα εις την επανάστασιν του Κορε κατά του Θεού.

Ιου. 1,12           Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δίς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα,

Ιου. 1,12                    Αυτοί είναι εστίαι μολύνσεως εις τα κοινά δείπνα σας, τα συνδεδεμένα με το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Συντρώγουν μαζή σας, χωρίς κανένα φόβον και καμμίαν εντροπήν. Αυτοί ποιμένουν κατά τας ορέξεις των τον εαυτόν των και ζουν εις βάρος των άλλων, χωρίς να προσφέρουν τίποτε, άστατοι και χωρίς περιεχόμενον, σαν σύννεφα χωρίς νερό, που σπρώχνονται και στροβιλίζονται εδώ και εκεί από τους ανέμους. Είναι δένδρα φθινωπορινά, που και αν τύχη και ανθίσουν, μένουν οπωσδήποτε άκαρπα, δύο φορές πεθαμένα και ξηρά, (μίαν πριν πιστεύσουν στον Χριστόν και δευτέραν, που έχουν απαρνηθή και ξεκόψει απ' τον Χριστόν)· δένδρα, που έχουν ξερριζωθή από την Εκκλησίαν του Χριστού.

Ιου. 1,13           κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται.

Ιου. 1,13                     Είναι άγρια κύματα θαλάσσης που χύνουν προς τα έξω σαν αηδιαστικόν αφρόν τας αισχράς και επαισχύντους πράξεις των. Είναι αστέρια, που πλανώνται έξω από την τροχιάν των εδώ και εκεί, δια να εξαπατούν τους ταξιδεύοντας, να βαδίζουν δε και οι ίδιοι προς τον όλεθρον. Εις αυτούς έχει επιφυλαχθή αιωνία η τιμωρία, το πυκνόν και αδιαπέραστον σκότος του Αδου.

Ιου. 1,14           προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ,

Ιου. 1,14                    Εχει δε προφητεύσει δι' αυτούς και ο Ενώχ, έβδομος στους γενεαλογικούς καταλόγους από τον Αδάμ, λέγων· “ιδού ήλθεν ο Κυριος με τας μυριάδας των αγίων αυτού αγγέλων και δικαίων,

Ιου. 1,15           ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς.

Ιου. 1,15                     δια να κάμη κρίσιν εναντίον όλων των αμαρτωλών και να ελέγξη όλους τους ασεβείς μεταξύ αυτών, δι' όλα τα έργα της ασεβείας των, με τα οποία ύβρισαν τον Θεόν, και δι' όλα τα βλάσφημα και διεστραμμένα λόγια, τα οποία αμαρτωλοί ασεβείς είπαν εναντίον του Θεού”.

Ιου. 1,16           Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν.

Ιου. 1,16                    Αυτοί γογγύζουν πάντοτε και μεμψιμοιρούν εναντίον του Θεού, ζώντες και συμπεριφερόμενοι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της καρδίας των, το στόμα των λαλεί αλαζονικά και πομπώδη λόγια, προσποιούμενοι ότι θαυμάζουν πρόσωπα πλούσια και ισχυρά, τα οποία και κολακεύουν, δια να επιτύχουν με τας κολακείας των υλικά κέρδη.

Ιου. 1,17           Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,

Ιου. 1,17                     Σεις δε, αγαπητοί, ενθυμηθήτε τα λόγια τα οποία εκ των προτέρων και ως προφητικά έχουν λεχθή από τους αποστόλους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ιου. 1,18           ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβιῶν.

Ιου. 1,18                    Ενθυμηθήτε, ότι αυτοί σας έλεγαν, πως κατά τους τελευταίους καιρούς, που θα προηγηθούν από την παρουσίαν του Χριστού, θα υπάρξουν άνθρωποι είρωνες και χλευασταί εναντίον του Θεού και του θελήματός του, που θα ζουν και θα συμπεριφέρονται σύμφωνα με τας φαύλας επιθυμίας των, δια να διαπράττουν έτσι ασεβείας.

Ιου. 1,19           Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες.

Ιου. 1,19                    Αυτοί είναί που δημιουργούν διαιρέσεις εις την Εκκλησίαν, άνθρωποι ζωώδεις που κυριαρχονται από τα κατώτερα ένστικτα και οι οποίοι ούτε Πνεύμα Θεού έχουν ούτε και το ιδικόν των πνεύμα έχουν καλλιεργημένον και προικισμένον με την θείαν χάριν.

Ιου. 1,20           Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσευχόμενοι,

Ιου. 1,20                    Σεις όμως, αγαπητοί, οικοδομούντες τους εαυτούς σας επάνω στο θεμέλιον της αγιωτάτης πίστεώς σας, προσευχόμενοι με τον φωτισμόν και την έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος,

Ιου. 1,21           ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Ιου. 1,21                    φυλάξατε τους εαυτούς σας μέσα εις την αγάπην του Θεού, περιμένοντες με εμπιστοσύνην και υπομονήν το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια να αξιωθήτε έτσι να εισέλθετε εις την αιώνιον ζωήν.

Ιου. 1,22           καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι,

Ιου. 1,22                    Και εις άλλους μεν να δείχνετε έλεος και καλωσύνην, συνομιλούντες και καθοδηγούντες αυτούς εις την γνώσιν του αληθινού Θεού,

Ιου. 1,23           οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα.

Ιου. 1,23                    άλλους δε με φόβον και σύνεσιν μήπως και σεις βλαβήτε από το κακόν των παράδειγμα, αγωνισθήτε να τους σώζετε, αρπάζοντες αυτούς από την φωτιάν των θανασίμων κινδύνων της αμαρτίας και μισούντες σαν ρυπαρόν χιτώνα την ζωήν, την μολυσμένην από τας αμαρτίας και τα πάθη της σαρκός.

Ιου. 1,24           Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει,

Ιου. 1,24                    Εις αυτόν δε, ο οποίος ημπορεί να σας προφυλάξη και διατηρήση απταίστους και να σας παρουσιάση εμπρός εις την άπειρον δόξαν του ακηλιδώτους και αγνούς, γεμάτους αγαλλίασιν,

Ιου. 1,25           μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ιου. 1,25                    στον μόνον σοφόν Θεόν, τον Σωτήρα μας, ας είναι η άπειρος δόξα και μεγαλειότης, η απόλυτος κυριαρχία και εξουσία και τώρα και εις όλους τους αιώνας. Αμήν.