ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ

 

Αποκ. 1,1           Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει, καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ,

Αποκ. 1,1                   Αποκάλυψις της θείας βουλής και αποφάσεως περί του Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας του, την οποίαν αποκάλυψιν έδωκεν εις αυτόν ο Θεός ως προς αρχηγόν της Εκκλησίας, δια να δείξη και φανερώση στους πιστούς δούλους του εκείνα, τα οποία έπρεπε κατά την θείαν βουλήν να πραγματοποιηθούν συντόμως. Και κατέστησεν αυτά γνωστά στον Ιωάννην, τον δούλον αυτού, δια μέσου του αγγέλου, τον οποίον απέστειλε.

Αποκ. 1,2           ὃς ἐμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσα εἶδε.

Αποκ. 1,2                   Αυτός ο Ιωάννης εφανέρωσε και εβεβαίωσε τας αποκαλύψεις αυτάς, τον λόγον δηλαδή του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού· όλα όσα είδε.

Αποκ. 1,3           μακάριος ὁ ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ τηροῦντες τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς.

Αποκ. 1,3                   Μακάριος είναι εκείνος που αναγινώσκει, και εκείνοι οι οποίοι ακούουν τα λόγια της θείας αυτής προφητείας και τηρούν με ευλάβειαν και πίστιν όλα όσα είναι γραμμένα εις αυτήν· διότι ο καιρός, που θα πραγματοποιηθούν αυτά, είναι πολύ κοντά.

Αποκ. 1,4           Ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων, ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ,

Αποκ. 1,4                   Ο Ιωάννης εις τας επτά Εκκλησίας, που υπάρχουν εις την Μικράν Ασίαν, εύχεται να είναι εις σας η χάρις και ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα, ο οποίος υπάρχει εις τελείαν ύπαρξιν εξ ευατού πάντοτε και υπήρχε προ πάντων των αιώνων χωρίς καμμίαν ποτέ αρχήν και θα υπάρχη στο αιώνιον μέλλον χωρίς τέλος ποτέ, και από το Αγιον Πνεύμα με την πληρότητα και τελειότητα των απείρων πνευματικών του χαρισμάτων, που είναι εμπρός στον θρόνον του Θεού δια τον φωτισμόν και την εξυπηρέτησιν των ανθρώπων·

Αποκ. 1,5           καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ,

Αποκ. 1,5                   και από τον Ιησούν Χριστόν, που είναι ο απολύτως αξιόπιστος μάρτυς και ενεστήθη πρώτος εκ των νεκρών και έγινεν αρχή αναστάσεως όλων των πιστών δια την νέαν ζωήν. Αυτός είναι ο αιώνιος εξουσιαστής και κύριος όλων των βασιλέων της γης. Εις αυτόν, που μας αγαπά με άπειρον αγάπην και μας έλουσε και μας εκαθάρισεν από τον ρύπον των αμαρτιών μας με το αίμα της σταυρικής του θυσίας,

Αποκ. 1,6           καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦ, αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Αποκ. 1,6                   και μας ανέδειξεν ιδικήν του θείαν πνευματικήν βασιλείαν, ιερείς δια να προσφέρωμεν πνευματικάς θυσίας λατρείας προς τον Θεόν και Πατέρα του, εις αυτόν τον Θεάνθρωπον Σωτήρα και βασιλέα ανήκει η άπειρος δόξα και η ακατάλυτος εξουσία στους αιώνας των αιώνων· αμήν.

Αποκ. 1,7           Ἰδοὺ ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν, καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν, καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. ναί, ἀμήν.

Αποκ. 1,7                   Ιδού, έρχετε ο Κυριος με τας νεφέλας του ουρανού, σαν ένδοξος Θεός που είναι, και θα τον ίδη κάθε μάτι, όλοι ανεξαιρέτως και αυτοί, που δεν πιστεύουν, και εκείνοι που τον εσταύρωσαν και τον ελόγχισαν επάνω στον σταυρόν· και όλαι αι φυλαί της γης, που ηρνήθησαν να πιστεύσουν εις αυτόν θα καταληφθούν από φόβον και τρόμον και θα θρηνολογήσουν με πικράν μεταμέλειαν δια την απιστίαν, που έδειξαν προς αυτόν. Ναι, αμήν.

Αποκ. 1,8           Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ.

Αποκ. 1,8                   “Εγώ είμαι το Α και το Ω και κλείω στον άπειρον εαυτόν μου την αρχήν και το τέλος όλης της δημιουργίας”, λέγει Κυριος ο Θεός, ο οποίος έχει από τον εαυτόν του προαιωνίαν και τελείαν ύπαρξιν και υπήρχε προαιωνίως χωρίς αρχήν και θα υπάρχη αιωνίως στο μέλλον χωρίς τέλος, ο εξουσιαστής και κύριος του παντός.

Αποκ. 1,9           Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Αποκ. 1,9                   Εγώ ο Ιωάννης, ο αδελφός σας και συμμέτοχος εις την θλίψιν, που δοκιμάζετε εξ αιτίας των διωγμών δια το όνομα του Χριστού, συμμέτοχος όμως και εις την ένδοξον βασιλείαν, που θα απολαύσωμεν χάρις εις την υπομονήν μας δια του Ιησού Χριστού, ήλθα εις την νήσον, που λέγεται Πατμος, εξόριστος εξ αιτίας του λόγου του Θεού και της μαρτυρίας, που δίδω και διαλαλώ δια τον Ιησούν Χριστόν.

Αποκ. 1,10         ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος

Αποκ. 1,10                 Κατά την ημέραν της Κυριακής περιέπεσα εις πνευματικήν έκτασιν και άμεσον επικοινωνίαν με το Αγιον Πνεύμα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν μεγάλην και ισχυράν, σαν φωνήν σάλπιγγος,

Αποκ. 1,11         λεγούσης· ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν.

Αποκ. 1,11                  η οποία έλεγε· “γράψε αυτά, που τώρα βλέπεις, εις βιβλίον και στείλε αυτό το βιβλίον εις τας επτά Εκκλησίας, που είναι εις την Εφεσον και εις την Σμύρνην και εις την Περγαμον και εις τα Θυάτειρα και εις τας Σαρδεις και εις την Φιλαδέλφειαν και εις την Λαοδικείαν”.

Αποκ. 1,12         Καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς,

Αποκ. 1,12                 Και εκεί εγύρισα προς τα οπίσω να ίδω Αυτόν, του οποίου ήκουα την φωνήν. Και καθώς εστράφην, είδα επτά χρυσάς λυχνίας, κατά τον αριθμόν των επτά Εκκλησιών, που φωτίζουν εις την αλήθειαν τον κόσμον.

Αποκ. 1,13         καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν·

Αποκ. 1,13                 Και στο μέσον των επτά λυχνιών είδα ένδοξον πρόσωπον, που ωμοίαζε με υιόν ανθρώπου, και εφορούσε ένδυμα, που έφθανε έως τα πόδια του, και ήτο ζωσμένος κοντά στο στήθος με ολόχρυσον ζώνην.

Αποκ. 1,14         ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός,

Αποκ. 1,14                 Η κεφαλή του δε και αι τρίχες της κεφαλής του ήσαν ολόλευκαι σαν το κάτασπρο μαλλί, σαν το χιόνι· και τα μάτια του σαν φλόγα φωτιάς, η οποία φωτίζει και βλέπει τα πάντα.

Αποκ. 1,15         καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν,

Αποκ. 1,15                 Και οι πόδες αυτού ήσαν όμοιοι, ως προς την λαμπρότητα και την στερεότητα, με μίγμα χρυσού και αργύρου, σαν να είχαν πυρακτωθή και χυθή μέσα στο καμίνι, και η φωνή του ήτο ισχυρά ωσάν την βοήν πολλών υδάτων, που πίπτουν εις καταρράκτας.

Αποκ. 1,16         καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ.

Αποκ. 1,16                 Και εκρατούσεν στο δέξι του χέρι επτά αστέρια, τους επισκόπους των επτά Εκκλησιών, και από το στόμα του έβγαινε δίκοπος και κοφτερή ρομφαία, που εσυμβόλιζε την δύναμιν του λόγου του και την απροκατάληπτον δικαιοσύνην του ως κριτού. Και το πρόσωπον αυτού ήτο ολόλαμπρον, όπως λάμπει ο ήλιος εις όλην του την δύναμιν και λαμπρότητα.

Αποκ. 1,17         Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα ἐπ᾿ ἐμὲ λέγων· μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος

Αποκ. 1,17                 Και όταν τον είδα, έπεσα εμπρός εις τα πόδια του σαν νεκρός, από φόβον και κατάπληξιν. Και έθεσε το δέξι του χέρι επάνω μου και είπε· “μη φοβείσαι· εγώ είμαι ο πρώτος, διότι υπάρχω προ πάντων των αιώνων και ο έσχατος, διότι θα είμαι πάντοτε χωρίς τέλος ποτέ.

Αποκ. 1,18         καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου.

Αποκ. 1,18                 Είμαι ακόμη εκείνος που ζη πάντοτε, που έχει από τον ευατόν του την τελείαν ζωήν και είναι πηγή της ζωής. Και έγινα νεκρός (διότι παρέδωσα τον ευατόν μου εις θάνατον επάνω στον σταυρόν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων). Και ιδού ότι ζω στους αιώνας των αιώνων. Και έχω τα κλειδιά του θανάτου και του Αδου (διότι ενίκησα με την σταυρικήν μου θυσίαν και κατέλυσα την δύναμιν του θανάτου και του Αδου).

Αποκ. 1,19         γράψον οὖν ἃ εἶδες, καὶ ἅ εἰσι καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα·

Αποκ. 1,19                 Γράψε, λοιπόν, αυτά, που είδες, και αυτά, που υπάρχουν τώρα, και εκείνα που πρόκειται ύστερα να γίνουν στο μέλλον.

Αποκ. 1,20         τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων ὧν εἶδες ἐπὶ τῆς δεξιᾶς μου, καὶ τὰς ἑπτὰ λυχνίας τὰς χρυσᾶς. οἱ ἑπτὰ ἀστέρες ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν εἰσι, καὶ αἱ λυχνίαι αἱ ἑπτὰ ἑπτὰ ἐκκλησίαι εἰσίν.

Αποκ. 1,20                Γράψε το συμβολικόν και μυστικόν όραμα των επτά αστέρων, που είδες στο δέξι μου χέρι, και των επτά χρυσών λυχνιών. Μαθε ότι οι επτά αστέρες συμβολίζουν επτά επισκόπους των επτά Εκκλησιών, και αι επτά λυχνίαι συμβολίζουν τας επτά Εκκλησίας.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 2

 

Αποκ. 2,1           Τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Ἐφέσῳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν·

Αποκ. 2,1                   Προς τον επίσκοπον της Εκκλησίας της Εφέσου γράψε· Αυτά λέγει εκείνος, που κρατεί στο δεξί του χέρι ως εξουσιαστής τους επτά επισκόπους, και που περιπατεί ως κυρίαρχος και κυβερνήτης, ανάμεσα εις τας επτά χρυσάς λυχνίας, αι οποίαι συμβολίζουν τας επτά Εκκλησίας.

Αποκ. 2,2           οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ ὅτι οὐ δύνῃ βαστάσαι κακούς, καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς·

Αποκ. 2,2                  Γνωρίζω καλά το έργον σου και τον κόπον σου στον οποίον ως επίσκοπος υποβάλλεσαι, και την υπομονήν που δικνύεις εις τας διαφόρους δοκιμασίας, και ότι χάρις εις την ηθικήν σου ευαισθησίαν δεν ημπορείς να ανέχεσαι τους κακούς. Και δι' αυτό ηρεύνησες με προσοχήν και εδοκίμασες εκείνους, που λέγουν τους εαυτούς των αποστόλους χωρίς να είναι, και τους ευρήκες ψευδείς.

Αποκ. 2,3           καὶ ὑπομονὴν ἔχεις, καὶ ἐβάστασας διὰ τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐ κεκοπίακας.

Αποκ. 2,3                  Και έχεις υπομονήν εις τας διαφόρους δοκιμασίας και έδειξες αντοχήν δια το όνομά μου και δεν απέκαμες από τους κόπους, στους οποίους υπεβλήθης.

Αποκ. 2,4           ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας.

Αποκ. 2,4                  Αλλ' έχω εναντίον σου, διότι αφήκες και έχασες κάπως την πρώτην σου αγάπην.

Αποκ. 2,5           μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ μετανοήσῃς.

Αποκ. 2,5                  Να ενθυμήσαι, λοιπόν, συνεχώς από που έχεις ξεπέσει και μετανόησε και κάμε πάλιν τα πρώτα αγαθά έργα σου. Ει δ' άλλως θα έλθω πολύ σύντομα προς σε και θα μετακινήσω την Εκκλησίαν σου από την θέσιν, που κατέχει σήμερα, εάν όλοι σας δεν μετανοήσετε.

Αποκ. 2,6           ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ.

Αποκ. 2,6                  Εχεις όμως τούτο το πλεονέκτημα, ότι μισείς τα αισχρά σαρκικά έργα των Νικολαϊτών, τα οποία και εγώ μισώ.

Αποκ. 2,7           Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου.

Αποκ. 2,7                  Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση τι με τας προφητείας αυτάς λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας. Εις εκείνον που θα νικήση, αγωνιζόμενος κατά του πονηρού και της αμαρτίας, θα του δώσω να φάγη από το ξύλον της ζωής. Θα του δώσω τα αγαθά της αιωνίου ζωής μέσα στον Παράδεισον του Θεού και Πατρός, ο οποίος είναι και Θεός ιδικός μου κατά την ανθρωπίνην μου φύσιν.

Αποκ. 2,8           Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ὃς ἐγένετο νεκρὸς καὶ ἔζησεν·

Αποκ. 2,8                  Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας της Σμύρνης γράψε· Αυτά λέγει εκείνος που υπάρχει προαιωνίως πρώτος από όλα και θα υπάρχη αιωνίως έσχατος από όλα, που κλείει εις την άπειρον αυτού ύπαρξιν και παρουσίαν τα πάντα· αυτός που έγινε νεκρός δια της σταυρικής του θυσίας και έζησε πάλιν.

Αποκ. 2,9           οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν θλῖψιν καὶ τὴν πτωχείαν· ἀλλὰ πλούσιος εἶ καὶ τὴν βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ.

Αποκ. 2,9                  Γνωρίζω καλά τα έργα σου και την θλίψιν και την πτωχείαν εξ αιτίας των διωγμών. Αλλ' είσαι πλούσιος από απόψεως πνευματικών χαρισμάτων και δωρεών. Ειξεύρω ακόμη την ασεβή εναντίον της υπολήψεώς σου διαβολήν, που σου έγινε εκ μέρους εκείνων που λέγουν τον ευατόν των ότι είναι Ιουδαίοι, ενώ πραγματικώς δεν είναι, αλλ' είναι συναγωγή του σατανά.

Αποκ. 2,10         μηδὲν φοβοῦ ἃ μέλλεις παθεῖν. ἰδοὺ δὴ μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακὴν ἵνα πειρασθῆτε, καὶ ἕξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα. γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς.

Αποκ. 2,10                Μη φοβείσαι καθόλου δι' εκείνα τα οποία πρόκειται να πάθης. Ιδού τώρα ο σατανάς μέλλει να ρίψη εις την φυλακήν μερικούς από σας, δια να δοκιμασθήτε έτσι όλοι σας, και θα έχετε θλίψιν δέκα ημέρας, (δηλαδή επί ολίγον διάστημα). Προσπάθησε και αγωνίσου να γίνης πιστός μέχρι και μαρτυρικού ακόμη θανάτου δια την πίστιν σου και θα σου δώσω ως βραβείον των αγώνων σου τον στέφανον της αιωνίου ζωής.

Αποκ. 2,11         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Ὁ νικῶν οὐ μὴ ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.

Αποκ. 2,11                 Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας. Ο νικητής στους πνευματικούς αγώνας δεν θα αδικηθή από τον πνευματικόν και αιώνιον θάνατον, που σαν δεύτερος, αλλά ασυγκρίτως φοβερώτερος μετά τον σωματικόν θάνατον, περιμένει τους αμαρτωλούς.

Αποκ. 2,12         Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Περγάμῳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὴν ῥομφαίαν τὴν δίστομον τὴν ὀξεῖαν·

Αποκ. 2,12                Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας της Περγάμου γράψε· Αυτά λέγει εκείνος που έχει την δίκοπον και κοπτεράν ρομφαίαν·

Αποκ. 2,13         οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ὅπου ὁ θρόνος τοῦ σατανᾶ· καὶ κρατεῖς τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐν αἷς Ἀντίπας ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς ἀπεκτάνθη παρ᾿ ὑμῖν, ὅπου ὁ σατανᾶς κατοικεῖ.

Αποκ. 2,13                Γνωρίζω καλά τα έργα σου και την ειδωλολατρικήν περιοχήν, εις την οποίαν κατοικείς, όπου έχεις στήσει τον θρόνον του ο σατανάς. Και κρατείς στερεά το όνομά μου και δεν ηρνήθης την πίστιν μου ακόμη και κατά τας ημέρας εκείνας του διωγμού, κατά τας οποίας κατεδιώχθη ο πιστός μάρτυς μου ο Αντίπας, ο οποίος και εφονεύθη εις την πόλιν σας όπου κατοικεί ο σατανάς.

Αποκ. 2,14         ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι.

Αποκ. 2,14                Αλλ' έχω μερικά εναντίον σου· διότι έχεις εκεί μερικούς, που σέβονται και κρατούν την διδασκαλίαν του Βαλαάμ (μάγου και μάντεως των εθνικών), ο οποίος εδίδαξε και προέτρεψε τον βασιλέα των Μωαβιτών Βαλάκ να βάλη σκάνδαλον εμπρός στους Ισραηλίτας, δια να φάγουν ειδωλόθυτα και να παρεκτραπούν εις πορνείαν.

Αποκ. 2,15         οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως.

Αποκ. 2,15                Ετσι και συ έχεις μερικούς, που κρατούν την αισχράν διδασκαλίαν των Νικολαϊτών, όπως την εκράτησαν και μερικοί Ιουδαίοι της εποχής του Βαλαάμ.

Αποκ. 2,16         μετανόησον οὖν· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ πολεμήσω μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ τοῦ στόματός μου.

Αποκ. 2,16                Μετανόησε, λοιπόν· ει δ' άλλως έρχομαι εναντίον σου σύντομα και θα πολεμήσω εναντίον αυτών με την ρομφαίαν του στόματός μου.

Αποκ. 2,17         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων.

Αποκ. 2,17                Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση τι λέγει το Αγιον Πνεύμα εις τας Εκκλησίας. Εις τον νικητήν του αγώνος κατά της αμαρτίας θα του δώσω από το μάννα, που είναι κρυμμένον στους ουρανούς, (δηλαδή την κοινωνίαν του ουρανίου Αρτου, που παρέχει αιωνίαν ζωήν). Και ακόμη θα του δώσω λευκήν, αθωωτικήν ψήφον, και επάνω εις την ψήφον θα είναι γραμμένον ένα νέον όνομα, αιώνιον, όνομα, το οποίον κανένας δεν γνωρίζει, παρά μόνος εκείνος που το λαμβάνει.

Αποκ. 2,18         Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Θυατείροις ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὡς φλόγα πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ·

Αποκ. 2,18                Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας των Θυατείρων γράψε· Αυτά λέγει ο Υιός του Θεού, που έχει τα μάτια αυτού σαν φλόγα πυρός, ώστε να βλέπη και να παρακολουθή τα πάντα, και του οποίου τα πόδια είναι στερεά και λαμπρά, όμοια με μίγμα αργύρου και χρυσού.

Αποκ. 2,19         οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν καὶ τὴν διακονίαν καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ τὰ ἔργα σου τὰ ἔσχατα πλείονα τῶν πρώτων.

Αποκ. 2,19                Γνωρίζω τα έργα σου και την αγάπην και την πίστιν και την υπηρεσίαν, που προσφέρεις προς τους έχοντας ανάγκην, και την υπομονήν που δεικνύεις εις τας θλίψεις και τους διωγμούς. Και γνωρίζω ακόμη, ότι τα έργα σου της τελευταίας περιόδου είναι περισσότερα από τα της πρώτης.

Αποκ. 2,20         ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναῖκά σου Ἰεζάβελ, ἣ λέγει ἑαυτὴν προφῆτιν, καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ τοὺς ἐμοὺς δούλους πορνεῦσαι καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα.

Αποκ. 2,20               Αλλ' έχω εναντίον σου και ολίγας κατηγορίας, ότι δηλαδή αφίνεις την γυναίκα σου, που ομοιάζει κατά την ασέβειαν και αμαρτωλότητά της με την Ιεζάβελ, η οποία λέγει τον ευατόν της προφήτιν και με τα λόγια και τα έργα της διδάσκει ασεβείς διδασκαλίας και παρασύρει εις την πλάνην τους δούλους μου, να πορνεύσουν και να φάγουν ειδωλόθυτα.

Αποκ. 2,21         καὶ ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ, καὶ οὐ θέλει μετανοῆσαι ἐκ τῆς πορνείας αὐτῆς.

Αποκ. 2,21                Και έδωκα εις αυτήν καιρόν, δια να μετανοήση, και δεν θέλει να μετανοήση και να απαρνηθή την διαφθοράν και ασέβειάν της.

Αποκ. 2,22         ἰδοὺ βάλλω αὐτὴν εἰς κλίνην καὶ τοὺς μοιχεύοντας μετ᾿ αὐτῆς εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐὰν μὴ μετανοήσωσιν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῆς,

Αποκ. 2,22               Ιδού θα την ρίψω στο κρεββάτι τιμωρίας μεγάλης, πόνου και οδύνης. Και εκείνους που αμαρτάνουν μαζή της και όσους παρασύρονται εξ αιτίας της εις φαυλότητας, θα τους βάλω μαζή με αυτήν και θα τους καταδικάσω εις μεγάλην θλίψιν, εάν δεν μετανοήσουν και δεν απαρνηθούν τα φαύλα έργα, εις τα οποία αυτή τους παρεπλάνησε.

Αποκ. 2,23         καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἀποκτενῶ ἐν θανάτῳ, καὶ γνώσονται πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ δώσω ὑμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν.

Αποκ. 2,23                Και τα παιδιά της θα τα φονεύσω με θανατηφόρον επιδημίαν και έτσι θα μάθουν όλαι αι Εκκλησίαι, ότι εγώ είμαι εκείνος, που ερευνά και γνωρίζει νεφρά και καρδιές, (και τας πλέον απόκρυφα βάθη της ψυχής και διανοίας του ανθρώπου) και θα ανταποδώσω στον καθένα από σας, σύμφωνα με τα έργα σας.

Αποκ. 2,24         ὑμῖν δὲ λέγω τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατείροις, ὅσοι οὐκ ἔχουσι τὴν διδαχὴν ταύτην, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ, ὡς λέγουσιν· οὐ βάλλω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἄλλο βάρος·

Αποκ. 2,24               Λεγω δε εις σας τους υπολοίπους που κατοικείτε εις τα Θυάτειρα, όσοι δεν έχουν δεχθή την ασεβή και πλανεμένην αυτήν διδασκαλίαν, τας δήθεν βαθυτέρας αληθείας όπως τας παρουσιάζουν οι αιρετικοί και φαύλοι, πράγματι δε σατανικάς πλάνας. Δεν θα σας επιβάλω άλλας υποχρεώσεις, εκτός από εκείνας που γνωρίζετε.

Αποκ. 2,25         πλὴν ὃ ἔχετε κρατήσατε ἄχρις οὗ ἂν ἥξω.

Αποκ. 2,25                Πλην όμως εκείνο που σας έχει παραδοθή από τους Αποστόλους, την αλήθειαν δηλαδή του Ευαγγελίου, κρατήσατέ την καλά μέχρις ότου έλθω.

Αποκ. 2,26         Καὶ ὁ νικῶν καὶ ὁ τηρῶν ἄχρι τέλους τὰ ἔργα μου, δώσω αὐτῷ ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἐθνῶν,

Αποκ. 2,26               Και εκείνος που θα νικήση και θα τηρήση μέχρι τέλους του βίου του τα έργα μου, εγώ θα δώσω εις αυτόν εξουσίαν επάνω εις τα ειδωλολατρικά και πολέμια έθνη.

Αποκ. 2,27         καὶ ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς τὰ σκεύη τὰ κεραμικὰ συντριβήσεται, ὡς κἀγὼ εἴληφα παρὰ τοῦ πατρός μου,

Αποκ. 2,27                Και θα ποιμάνη και θα υποτάξη τους εθνικούς και ειδωλολάτρας με ράβδον σιδερένιαν και θα συντριβούν οι σκληροί και ανυπότακτοι σαν τα πήλινα σκεύη. Και θα αποκτήση αυτός τέτοιαν εξουσίαν και δύναμιν, ωσάν εκείνην που εγώ ο ίδιος έχω λάβει από τον Πατέρα μου.

Αποκ. 2,28         καὶ δώσω αὐτῷ τὸν ἀστέρα τὸν πρωϊνόν.

Αποκ. 2,28               Και θα του δώσω ακόμη το λαμπρό πρωϊνό αστέρι, (την θείαν δηλαδή λαμπρότητα και αίγλην) ώστε να γίνη και αυτός φως.

Αποκ. 2,29         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.

Αποκ. 2,29               Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 3

 

Αποκ. 3,1           Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σάρδεσιν ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας· οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ.

Αποκ. 3,1                   Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας των Σαρδεων γράψε τα εξής· Αυτά λέγει εκείνος που έχει το Αγιον Πνεύμα με τα αναρίθμητα αυτού χαρίσματα και τους επτά αστέρας, τους επτά δηλαδή επισκόπους της Εκκλησίας. Γνωρίζω καλά τα έργα σου και εξ αιτίας αυτών των ατελών έργων σου σου λέγω, ότι όνομα μόνον έχεις που δηλώνει ότι ζης, και όμως είσαι νεκρός.

Αποκ. 3,2           γίνου γρηγορῶν, καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν· οὐ γὰρ εὕρηκά σου τὰ ἔργα πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.

Αποκ. 3,2                  Γινε άγρυπνος και προσεκτικός, και στήριζε τους υπολοίπους πιστούς, οι οποίοι ολίγον έλειψε να αποθάνουν· διότι μέχρι σήμερα δεν ευρήκα τα έργα σου ως επισκόπου πλήρη και τέλεια ενώπιον του Θεού, ο οποίος κατά το ανθρώπινον είναι και ιδικός μου Θεός.

Αποκ. 3,3           μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ μετανόησον. ἐὰν οὖν μὴ γρηγορήσῃς, ἥξω ἐπὶ σὲ ὡς κλέπτης, καὶ οὐ μὴ γνώσῃ ποίαν ὥραν ἥξω ἐπὶ σέ.

Αποκ. 3,3                  Να ενθυμήσαι λοιπόν, με ποίον ζήλον έχεις παραλάβει και ήκουσες το κήρυγμα του Ευαγγελίου και φυλάττε αυτό που ήκουσες, και μετανόησε δια την μέχρι σήμερον ραθυμίαν και αμέλειάν σου. Εάν όμως δεν εξυπνήσης και δεν γίνης προσεκτικός απ' εδώ και πέρα, θα έλθω εις σε έξαφνα, εις ώραν που δεν περιμένεις, όπως έρχεται ο κλέπτης, και δεν θα γνωρίσης ποίαν ώραν θα έλθω να σε παραλάβω δια του θανάτου.

Αποκ. 3,4           ἀλλὰ ἔχεις ὀλίγα ὀνόματα ἐν Σάρδεσιν, ἃ οὐκ ἐμόλυναν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ περιπατήσουσι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν λευκοῖς, ὅτι ἄξιοί εἰσιν.

Αποκ. 3,4                  Εχεις όμως μερικούς πιστούς εις τας Σαρδεις, οι οποίοι δεν εμόλυναν τα ενδύματά των με τον ρύπον της αμαρτίας. Και θα περιπατήσουν μαζή μου ντυμένοι ολόλευκα (εις συμβολισμόν της αγνότητός των) διότι τους αξίζει να είναι μαζή μου.

Αποκ. 3,5           Ὁ νικῶν οὗτος περιβαλεῖται ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ οὐ μὴ ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς, καὶ ὁμολογήσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ πατρός μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.

Αποκ. 3,5                  Οποιοσδήποτε, που δια μέσου των αιώνων θα νικά, θα περιβάλλεται έτσι ολόλευκα λαμπρά ενδύματα, και δεν θα σβήσω ποτέ το όνομα του από το βιβλίον της ζωής και θα διαλαλήσω το όνομά του εμπρός στον Πατέρα μου και εμπρός στους αγγέλους, διακυρήσσων τας αρετάς του και την πίστιν του προς εμέ.

Αποκ. 3,6           Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.

Αποκ. 3,6                  Εκείνος που έχει τα αυτιά της ψυχής του ανοικτά, ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας.

Αποκ. 3,7           Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει·

Αποκ. 3,7                  Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας, που είναι εις την Φιλαδέλφειαν, γράψε· Αυτά λέγει ο απολύτως άγιος, ο απολύτως αληθινός Κυριος, ο οποίος έχει την μεσσιανικήν εξουσίαν και βασιλείαν, όπως προεικονίσθη και προανηγγέλθη δια του κατά σάρκα προγόνου του Δαυΐδ. Και με την εξουσίαν αυτήν, σαν με άλλο κλειδί, ανοίγει την θύραν της βασιλείας των ουρανών και κανείς δεν ημπορεί να την κλείση· την κλείει και κανείς δεν ημπορεί να την ανοίξη.

Αποκ. 3,8           οἶδά σου τὰ ἔργα· -ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν·- ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου.

Αποκ. 3,8                  Γνωρίζω τα έργα σου· ιδού έχω δώσει εμπρός σου θύραν ανοικτήν, (ελευθερίαν και τα μέσα να εργασθής χωρίς εμπόδια). Και αυτήν την θύραν κανείς δεν ημπορεί να την κλείση. Εγώ σου άνοιξα την θύραν, διότι συ έχεις μικράν δύναμιν, και εν τούτοις ετήρησες το θέλημά μου και δεν ηρνήθης την πίστιν στο όνομά μου κατά τον καιρόν του διωγμού.

Αποκ. 3,9           ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε.

Αποκ. 3,9                  Ιδού, σου δίδω τώρα μερικούς από την συναγωγήν του σατανά, από εκείνους οι οποίοι λέγουν με κομπασμόν δια τον ευατόν των ότι είναι Ιουδαίοι, ενώ εις την πραγματικότητα δεν είναι, αλλά ψεύδονται. Ιδού, θα τους κατευθύνω και θα τους κάμω να έλθουν και να προσκυνήσουν εμπρός εις τα πόδια σου, ως προς άξιον επίσκοπον της Εκκλησίας μου και να μάθουν ότι εγώ σε έχω αγαπήσει.

Αποκ. 3,10         ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.

Αποκ. 3,10                Και τούτο, διότι συ ετήρησες τον λόγον μου, που ομιλεί περί της υπομονής εις τας θλίψεις και τους διωγμούς. Και εγώ θα σε προφυλάξω από την ώραν του πειρασμού και της ταλαιπωρίας, που μέλλει να έλθη και να απλωθή εις όλην την οικουμένην, δια να θέση εις δοκιμασίαν αυτούς, που κατοικούν εις την γην.

Αποκ. 3,11         ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου.

Αποκ. 3,11                 Ερχομαι γρήγορα· κράτει καλά και σταθερά τον θησαυρόν της αληθείας και της πίστεως, που έχεις, δια να μη πάρη κανείς τον στέφανον της νίκης σου.

Αποκ. 3,12         Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι, καὶ γράψω ἐπ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν.

Αποκ. 3,12                Εκείνον που νικά τους πειρασμούς της αμαρτίας και τας θλίψεις των διωγμών, θα τον κάμω στύλον εις την Εκκλησίαν, που είναι ναός του Θεού και δεν θα βγη ποτέ πλέον έξω από την μακαρίαν αυτήν περιοχήν. Και θα γράψω επάνω εις αυτόν το όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλεως του Θεού μου, της νέας Ιερουσαλήμ, η οποία ολόλαμπρος κατεβαίνει από τον ουρανόν του Θεού μου. Και θα γράψω ακόμη εις αυτόν το νέον μου όνομα (του Θεανθρώπου λυτρωτού και Μεσσίου, δια να φαίνεται στους αιώνας των αιώνων ότι αυτός είναι ιδικός μου).

Αποκ. 3,13         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.

Αποκ. 3,13                 Εκείνος που έχει τα αυτιά της ψυχής του ανοικτά, ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας.

Αποκ. 3,14         Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ·

Αποκ. 3,14                Και στον επίσκοπον της Εκκλησίας της Λαοδικείας γράψε· Αυτά λέγει ο Αμήν, ο απολύτως αξιόπιστος και αληθινός μάρτυς, η άναρχος και δημιουργική αιτία και αρχή της ορατής και αοράτου δημιουργίας του Θεού.

Αποκ. 3,15         οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός.

Αποκ. 3,15                 Γνωρίζω καλά τα έργα σου, τα ολίγα, τα ατελή και χλιαρά. Αυτά και μαρτυρούν, ότι ούτε ψυχρός είσαι ως προς την πίστιν, ούτε θερμός. Είθε να ήσουν ψυχρός (διότι υπήρχεν ελπίς να μετανοήσης και θερμανθής) η να ήσουν ζεστός και θερμός.

Αποκ. 3,16         οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.

Αποκ. 3,16                Ετσι επειδή είσαι χλιαρός και δεν είσαι ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, πρόκειται να σε εμέσω από το στόμα μου, (να σε αποδοκιμάσω και σε αποκόψω από την Εκκλησίαν μου).

Αποκ. 3,17         ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, -καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός,-

Αποκ. 3,17                 Διότι παρά την πνευματικήν σου πτωχείαν, λέγεις ότι είμαι πλούσιος εις αρετάς και έχω πλουτήσει εις πνευματικούς θησαυρούς και δεν έχω ανάγκην από τίποτε. Και δεν γνωρίζεις ότι εις την πραγματικότητα συ είσαι ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και ο πτωχός εις πνευματικότητα και ο τυφλός εις την επίγνωσιν της αληθείας και ο γυμνός εις τα έργα της αρετής.

Αποκ. 3,18         συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ᾿ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς.

Αποκ. 3,18                Σε συμβουλεύω να προμηθευθής από εμέ ολοκάθαρον χρυσίον, που έχει λυώσει και καθαρισθή στο καμίνι της φωτιάς, τον πνευματικόν δηλαδή πλούτον, δια να γίνης έτσι πλούσιος εις την αρετήν. Να προμηθευθής ακόμη από εμέ αγνότητα και καθαρότητα ψυχής, που σαν ολόλευκα ενδύματα να περιβληθής, ώστε να μη γίνη φανερά η εντροπή της πνευματικής σου γυμνότητος. Να προμηθευθής και το φως της διδασκαλίας μου, δια να χρίσης, σαν με κολλύριον, τα μάτια της ψυχής σου, ώστε να βλέπης την κατάστασίν σου και τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήσης.

Αποκ. 3,19         ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον.

Αποκ. 3,19                Σου απευθύνω αυτούς τους ελέγχους από αγάπην, διότι εγώ όσους αγαπώ τους ελέγχω δια τα σφάλματα των και τους παιδαγωγώ δια την πνευματικήν των μόρφωσιν. Προσπάθησε, λοιπόν, να έχης ζήλον και μετανόησε.

Αποκ. 3,20         ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ.

Αποκ. 3,20                Ιδού, έχω σταθή έξω από την θύραν και κτυπώ δυνατά. Εάν κανείς ακούση την φωνήν μου και ανοίξη την θύραν της καρδίας του, τότε εγώ θα εισέλθω εις αυτόν και με πολλήν αγάπην και οικειότητα θα φάγω μαζή του και εκείνος θα φάγη μαζή μου (και θα χαρώμεν και οι δύο δια την επιστροφήν και σωτηρίαν του).

Αποκ. 3,21         Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ.

Αποκ. 3,21                Εις εκείνον που νικά, θα του δώσω το ανεκτίμητον δικαίωμα και δώρον να καθίση μαζή μου στον ολόλαμπρον θρόνον μου, όπως και εγώ, όταν σαν άνθρωπος ενίκησα τον πονηρόν, εκάθισα μετά την ανάληψίν μου μαζή με τον Πατέρα μου στον ένδοξον θρόνον του.

Αποκ. 3,22         Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.

Αποκ. 3,22                Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση τι λέγει το Πνεύμα το Αγιον εις τας Εκκλησίας.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 4

 

Αποκ. 4,1           Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ θύρα ἀνεῳγμένη ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ᾿ ἐμοῦ, λέγων· ἀνάβα ὧδε καὶ δείξω σοι ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα.

Αποκ. 4,1                   Επειτα από αυτά, που ήκουσα από τον Θεάνθρωπον Κυριον δια τους επισκόπους των επτά Εκκλησιών, είδα άλλο όραμα· και ιδού θύρα ανοικτή στον ουρανόν και η φωνή, την οποίαν προηγουμένως είχα ακούσει σαν σάλπιγγα να συνομιλή με εμέ, μου είπε· “ανέβα εδώ και θα σου δείξω εκείνα, που πρέπει να γίνουν μετά ταύτα, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού”.

Αποκ. 4,2           καὶ εὐθέως ἐγενόμην ἐν πνεύματι· καὶ ἰδοὺ θρόνος ἔκειτο ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος,

Αποκ. 4,2                  Και αμέσως περιέπεσα εις έκτασιν και εφωτίσθη το πνεύμα μου από το Πνεύμα του Θεού και ανέβηκα εν πνεύματι στον ουρανόν. Και ιδού θρόνος είχε στηθή στον ουρανόν και επάνω στον θρόνον καθήμενος ήτο ο Θεός.

Αποκ. 4,3           ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ· καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου, ὁμοίως ὅρασις σμαραγδίνων.

Αποκ. 4,3                  Εφαίνετο όμοιος σαν ολόλαμπρον διαμάντι, προς συμβολισμόν της απολύτου αυτού αγιότητος και καθαρότητος, σαν κόκκινο αστραφτερό πετράδι των Σαρδεων εις συμβολισμόν της δικαιοσύνης του. Και ολόγυρα από τον θρόνον του ακτινοβολούσε τα ολόγλυκα χρώματα της ίριδος σαν σμαράγδια, προς συμβολισμόν της αγάπης και της ειρήνης.

Αποκ. 4,4           καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνοι εἴκοσι τέσσαρες, καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους τοὺς εἴκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους χρυσοῦς.

Αποκ. 4,4                  Και γύρω από τον θρόνον ήσαν στημένοι εικόσι τέσσαρες άλλοι θρόνοι και επάνω εις αυτούς είδα να κάθωνται είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ενδεδυμένοι με λευκά ενδύματα, προς συμβολισμόν της αγιότητος και αγνότητός των, και έχοντες εις τας κεφαλάς των ολόχρυσα στεφάνια, σύμβολα της νίκης των στους πνευματικούς των αγώνας. (Αυτοί εκπροσωπούν την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν των ουρανών).

Αποκ. 4,5           καὶ ἐκ τοῦ θρόνου ἐκπορεύονται ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί· καὶ ἑπτὰ λαμπάδες πυρὸς καιόμεναι ἐνώπιον τοῦ θρόνου, αἵ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ·

Αποκ. 4,5                  Και από τον θρόνον του Θεού εξέρχονται αστραπές και φωνές και βροντές. Και επτά πύρινες λαμπάδες καίουν συνεχώς εμπρός στον θρόνον, αι οποίαι λαμπάδες συμβολίζουν τα αναρίθμητα χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού, που συνεχώς φωτίζουν και θερμαίνουν και ζωογονούν.

Αποκ. 4,6           καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη, ὁμοία κρυστάλλῳ· καὶ ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ κύκλῳ τοῦ θρόνου τέσσαρα ζῷα γέμοντα ὀφθαλμῶν ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν·

Αποκ. 4,6                  Και εμπρός στον θρόνον υπήρχε σαν γυάλινη διαφανής θάλασσα, που εμοιαζε με κρύσταλλο, (δια να συμβολίζη, ότι ολόκληρος η ορατή και αόρατος δημιουργία είναι ολοφάνερη εμπρός στον παντεπόπτην και παντογνώστην Θεόν). Και εμπρός εις τας βαθμίδας του θρόνου και γύρω από τον θρόνον υπήρχαν τέσσαρα ζωντανά πνευματικά όντα, γεμάτα μάτια εμπρός και πίσω (δια να συμβολίζουν τους αγίους αγγέλους, που υπηρετούν τας βουλάς του Θεού άγρυπνοι και προσεκτικοί).

Αποκ. 4,7           καὶ τὸ ζῷον τὸ πρῶτον ὅμοιον λέοντι, καὶ τὸ δεύτερον ζῷον ὅμοιον μόσχῳ, καὶ τὸ τρίτον ζῷον ἔχον τὸ πρόσωπον ὡς ἀνθρώπου, καὶ τὸ τέταρτον ζῷον ὅμοιον ἀετῷ πετομένῳ.

Αποκ. 4,7                  Και το πρώτον ζώον ομοιάζει με λέοντα, δια να συμβολίζη την βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν, και το δεύτερον ζώον ομοιάζει με μόσχον, δια να συμβιολίζη την δύναμιν, και το τρίτον ζώον έχει σαν πρόσωπον ανθρώπου, δια να συμβολίζη την νόησιν και την σοφίαν, και το τέταρτον ζώον ομοιάζει προς αετόν, που πετά, δια να συμβολίζη την ταχύτητα και πνευματικήν ανάτασιν.

Αποκ. 4,8           καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα, ἓν καθ᾿ ἓν αὐτῶν ἔχον ἀνὰ πτέρυγας ἕξ, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν, καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἐρχόμενος.

Αποκ. 4,8                  Και τα τέσσαρα ζώα, που το καθ' ένα από αυτά είχε εξ πτέρυγας, δια να συμβολίζεται η ταχύτης των εις την εκτέλεσιν του θείου θελήματος, είναι γεμάτα μάτια ολόγυρα και από μέσα, δια να βλέπουν το κάθε τι. Και ανάπαυσιν δεν έχουν. Ημέραν και νύκτα ασταμάτητα δοξολογούν τον Θεόν, λέγοντα· Αγιος, άγιος, άγιος, Κυριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, που υπήρχε προ πάντων των αιώνων και υπάρχει εις όλους τους αιώνας και θα υπάρχη εις την ατελείωτον αιωνιότητα.

Αποκ. 4,9           Καὶ ὅταν δῶσι τὰ ζῷα δόξαν καὶ τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,

Αποκ. 4,9                  Και κάθε φοράν, που θα δώσουν τα ζώα δόξαν και τιμήν και ευχαριστίαν εις Εκείνον, που κάθεται επάνω στον θρόνον και ζη στους αιώνας των αιώνων, χωρίς αρχήν και τέλος,

Αποκ. 4,10         πεσοῦνται οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἐνώπιον τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ προσκυνήσουσι τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ βαλοῦσι τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ θρόνου λέγοντες·

Αποκ. 4,10                θα προσπίπτουν εις λατρευτικήν προσκύνησιν οι εικόσι τέσσαρες πρεσβύτεροι εμπρός στον καθήμενον επί του θρόνου και θα προσκυνούν αυτόν, που ζη στους αιώνας των αιώνων, και θα αποθέτουν ευλαβώς τους στεφάνους των εμπρός στον θρόνον, λέγοντες·

Αποκ. 4,11         ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν, λαβεῖν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, ὅτι σὺ ἔκτισας τὰ πάντα, καὶ διὰ τὸ θέλημά σου ἦσαν καὶ ἐκτίσθησαν.

Αποκ. 4,11                 Αξιος είσαι συ, ο Κυριος και Θεός μας, να λάβης κάθε δόξαν και τιμήν και δύναμιν, διότι συ έκτισες τα πάντα, ορατά και αόρατα, και διότι, σύμφωνα με το άγιον και πανάγαθον θέλημά σου, εκτίσθησαν και υπάρχουν.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 5

 

Αποκ. 5,1           Καὶ εἶδον ἐπὶ τὴν δεξιὰν τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά.

Αποκ. 5,1                   Και είδα εις την δεξιάν απλωμένην χείρα του Θεού, ο οποίος εκάθητο επάνω στον θρόνον, βιβλίον γραμμένον και εις τας δύο σελίδας του κάθε φύλλου του, κατεσφραγισμένον με επτά σφραγίδας.

Αποκ. 5,2           καὶ εἶδον ἄγγελον ἰσχυρὸν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλη· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ λῦσαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ;

Αποκ. 5,2                  Και είδα ένα δυνατόν άγγελον να διαλαλή με μεγάλην φωνήν· “ποιός είναι ικανός να αποσφραγίση το βιβλίον τούτο και να εννοήση το περιεχόμενον αυτού και να εκτελέση τα μυστηριώδη σχέδια του Θεού, που είναι γραμμένα εις αυτό;”

Αποκ. 5,3           καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπὶ τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό.

Αποκ. 5,3                  Και κανείς, ούτε από τους αγγέλους και τους αγίους του ουρανού, ούτε από τους ανθρώπους της γης, ούτε από τους νεκρούς και τας υποχθονίους δυνάμεις, ημπόρεσε να κατανοήση το βιβλίον, ούτε καν και να ατενίζη αυτό.

Αποκ. 5,4           καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδεὶς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό.

Αποκ. 5,4                  Και εγώ έκλαια, έκλαια πολύ, διότι δεν ευρέθη κανείς ικανός να κατανοήση το περιεχόμενον του βιβλίου, ούτε καν και να ατενίση αυτό.

Αποκ. 5,5           καὶ εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· μὴ κλαῖε. ἰδοὺ ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ῥίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας αὐτοῦ.

Αποκ. 5,5                  Και ένας από τους πρεσβυτέρους μου λέγει· “μη κλαίης· ιδού ενίκησε ισχυρός σαν λέων αυτός που κατάγεται από την φυλήν Ιούδα, ο απόγονος του Δαυίδ κατά το ανθρώπινον, ο Ιησούς Χριστός, ώστε να ανοίξη το βιβλίον και να λύση τας επτά σφραγίδας του”.

Αποκ. 5,6           Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά, ἅ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν τὴν γῆν.

Αποκ. 5,6                  Και είδα στο μέσον του θρόνου του Θεού και των τεσσάρων ζώων και στο μέσον των πρεσβυτέρων, που εκπροσωπούν την Εκκλησίαν, να στέκεται γεμάτο ζωήν ένα Αρνίον, που εφαίνετο σαν σφαγμένο, διότι είχε σημάδια της σφαγής του. Και αυτό είχε επτά κέρατα (σύμβολα της βασιλικής εξουσίας και δυνάμεώς του) και επτά μάτια, που συμβολίζουν τα αναρίθμητα χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού, που αποστέλλονται στους πιστούς όλης της γης. (Το αρνίον ήτο ο Ιησούς Χριστός, που εσφάγη επί του σταυρού και ετάφη και ανεστήθη και εδοξάσθη στον θρόνον του Πατρός και έλαβε και ως άνθρωπος βασιλικήν εξουσίαν και στέλλει το Πνεύμα το Αγιον με τα ανεκτίμητά του χαρίσματα προς τους ανθρώπους).

Αποκ. 5,7           καὶ ἦλθε καὶ εἴληφεν ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου.

Αποκ. 5,7                  Και ήλθε και επήρε το κατεσφραγισμένο βιβλίον από το δέξι χέρι εκείνου, που εκάθητο στον ένδοξον θρόνον.

Αποκ. 5,8           καὶ ὅτε ἔλαβε τὸ βιβλίον, τὰ τέσσαρα ζῷα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων·

Αποκ. 5,8                  Και όταν επήρε το βιβλίον, τα τέσσαρα ζώα και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι (κατανοήσαντες πλέον ότι αυτό ήτο άξιον να ανοίξη το βιβλίον) έπεσαν εις προσκύνησιν εμπρός στο Αρνίον. Και είχε ο κάθε πρεσβύτερος κιθάραν, δια να ψάλλη ύμνους δοξολογίας, και φιάλες χρυσές, γεμάτες από ευώδη θυμιάματα, τα οποία είναι αι προσευχαί των Χριστιανών.

Αποκ. 5,9           καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους,

Αποκ. 5,9                  Και ψάλλουν οι πρεσβύτεροι νέαν δοξολογίαν, λέγοντες προς το Αρνίον· “άξιος είσαι συ να πάρης το βιβλίον, να ανοίξης τας σφραγίδας του, να το εννοήσης και να το ερμηνεύσης, διότι εσφάγης επάνω στον σταυρόν και με το τίμιον αίμα σου μας εξηγόρασες από την δουλείαν της αμαρτίας και του πονηρού, δια να μας παραδώσης στον Θεόν, ως λυτρωμένα τέκνα του, όλους όσοι, επίστευσαν εις σε, από κάθε φυλήν και γλώσσαν και λαόν και έθνος.

Αποκ. 5,10         καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς.

Αποκ. 5,10                Και κατέστησες αυτούς βασιλείς και ιερείς προς δόξαν του Θεού και θα βασιλεύσουν μαζή του εις την αγωνιζομένην επί της γης και εις την θριαμβεύουσαν εν ουρανοίς Εκκλησίαν του”.

Αποκ. 5,11         καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων,

Αποκ. 5,11                 Και είδα και ήκουσα ισχυροτάτην φωνήν πολλών αγγέλων ολόγυρα από τον θρόνον του Θεού και την φωνήν των τεσσάρων ζώων και των εικόσι τεσσάρων πρεσβυτέρων· και ήτο αναρίθμητον το πλήθος αυτό, μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων.

Αποκ. 5,12         λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ· ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν.

Αποκ. 5,12                Και έλεγαν με φωνήν μεγάλην· “έξιον είναι το Αρνίον, που έχει σφαγή, να λάβη την δύναμιν και τον πλούτον και την σοφίαν και την ισχύν και την τιμήν και την δόξαν και την ευλογίαν”.

Αποκ. 5,13         καὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 5,13                 Και κάθε κτίσμα, που είναι επάνω στον ουρανόν και κάτω εις την γην και υποκάτω από την γην και επάνω εις την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις τας περιοχάς αυτάς, ήκουσα να λέγουν όλοι μαζή, άγγελοι και άνθρωποι, ηνωμένος ο ουράνιος και επίγειος κόσμος· “στον Θεόν, που κάθεται επί του θρόνου, και στο Αρνίον, τον ενανθρωπήσαντα Λογον του Θεού, ανήκει το κάθε εγκώμιον και η τιμή και η δόξα και η εξουσία στους αιώνας των αιώνων”.

Αποκ. 5,14         καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον, ἀμήν· καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν.

Αποκ. 5,14                Και τα τέσσαρα ζώα έλεγαν· “αμήν”. Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και επροσκύνησαν.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 6

 

Αποκ. 6,1           Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ βροντῆς· ἔρχου.

Αποκ. 6,1                   Και είδα, ότι το Αρνίον ήνοιξε πράγματι την πρώτην από τας επτά σφραγίδας. Και ήκουσα το πρώτον από τα τέσσαρα ζώα, που διακονούν στο θέλημα του Θεού, να λέγη με φωνήν ισχυράν, σαν βροντήν· “έλα”.

Αποκ. 6,2           καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ.

Αποκ. 6,2                  Και είδα· και ιδού ένα κατάλευκο άλογο. Και εκείνος που εκάθητο επάνω εις αυτό, είχε τόξον, σύμβολον της δυνάμεώς του. Και του εδόθη στέφανος, σύμβολον της νίκης του και της βασιλικής εξουσίας του. Και αμέσως μόλις εξήλθε, ήρχισε να νικά και θα εξακολουθή να νικά μέχρι συντελείας των αιώνων. (Η εικών συμβολίζει το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το οποίον απ' αρχής νικά και θα νικά το κακόν και τον πονηρόν εις σωτηρίαν των ανθρώπων. Είναι η νίκη, η νικήσσασα τον κόσμον).

Αποκ. 6,3           Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου ζῴου λέγοντος· ἔρχου.

Αποκ. 6,3                  Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την δευτέραν σφραγίδα, ήκουσα το δεύτερον ζώον να λέγη· “έλα”.

Αποκ. 6,4           καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυῤῥός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη.

Αποκ. 6,4                  Και εβγήκεν άλλος ίππος κόκκινος, (που συμβολίζει τους αιματηρούς εξωτερικούς και εμφυλίους πολέμους), και εις εκείνον, που εκάθητο επάνω εις αυτόν τον ίππον παρεχωρήθη από τον Θεόν η άδεια, να αφαιρέση την ειρήνην από την γην και να σφαγούν μεταξύ των οι άνθρωποι. Και εδόθη εις αυτόν μάχαιρα μεγάλη (σύμβολον του ολέθρου).

Αποκ. 6,5           Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· ἔρχου. καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ·

Αποκ. 6,5                  Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την τρίτην σφραγίδα, ήκουσα το τρίτον ζώον να λέγη· “έλα”. Και είδα· και ιδού ένα μαύρο άλογο (που συμβολίζει τας στερήσεις και τους λιμούς) και εκείνος που εκάθητο επάνω του, είχε ζυγαριά στο χέρι του.

Αποκ. 6,6           καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς.

Αποκ. 6,6                  Και ήκουσα σαν φωνήν ανάμεσα από τα τέσσαρα ζώα να λέγη· “ένα κιλόν σίτου έφθασε να πωλήται, λόγω του λιμού, ένα δηνάριον και τρία κιλά κριθαριού, ένα δηνάριον. Το έλαιον όμως και τον οίνον μη τα στερήσης· ας τα έχουν με κάποιαν αφθονίαν”.

Αποκ. 6,7           Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· ἔρχου.

Αποκ. 6,7                  Και όταν το αρνίον ήνοιξε την τετάρτην σφραγίδα, ήκουσα την φωνήν του τετάρτου ζώου να λέγη· “έλα”.

Αποκ. 6,8           καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς.

Αποκ. 6,8                  Και είδα· Και ιδού ένα κίτρινο άλογο, (που συμβολίζει τας επιδημίας και το θανατικό) και εκείνος που εκάθητο επάνω εις αυτό, είχεν όνομα του· Ο θάνατος. Και ακολουθούσε μαζή του ο Αδης, δια να μαζεύη τας ψυχάς εκείνων, που θα επέθαιναν. Και παρεχωρήθη εις αυτόν από τον Θεόν η εξουσία επάνω στο τέταρτον των κατοίκων της γης, να τους φονεύση με την μάχαιραν και με τον λιμόν και με το θανατικό και με τα θηρία της γης, που θα κατασπαράξουν μερικούς.

Αποκ. 6,9           Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶδον ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου τὰς ψυχὰς τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἣν εἶχον·

Αποκ. 6,9                  Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδα κάτω από το ουράνιον θυσιαστήριον τας ψυχάς των μαρτύρων, που είχαν σφαγή κατά τους διωγμούς δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Αρνίου, την οποίαν είχαν παραλάβει και εκρατούσαν ως ανεκτίμητον θησαυρόν.

Αποκ. 6,10         καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;

Αποκ. 6,10                Και έκραξαν με φωνήν μεγάλην λέγοντες· “έως πότε, συ Κυριε, ο απόλυτος εξουσιαστής και κυρίαρχος των πάντων, ο άγιος και αληθινός, δεν κάμνεις δικαίαν κρίσιν και δεν παίρνεις εκδίκησιν και δεν επιβάλλεις τιμωρίαν δια το αίμα μας, που εχύθη αδίκως από τους κατοίκους της γης;”

Αποκ. 6,11         καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐῤῥέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί.

Αποκ. 6,11                 Και εδόθη εις καθένα από αυτούς στολή λευκή, αγγελική (που συμβολίζει τον θρίαμβον και την δόξαν), και ελέχθη εις αυτούς να αναπαυθούν και περιμένουν ολίγον ακόμη χρόνον, έως ότου συμπληρώσουν τον αριθμόν των μαρτύρων και των αγίων οι σύνδουλοί των και οι αδελφοί των, που έμελλον να μαρτυρήσουν και φονευθούν από τους διώκτας, όπως εμαρτύρησαν και αυτοί.

Αποκ. 6,12         Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο, καὶ ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα,

Αποκ. 6,12                Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την έκτην σφραγίδα, είδα συνταρακτικά γεγονότα στον φυσικόν κόσμον. Εγινε σεισμός μέγας, που συνεκλόνισε την γην, και ο ήλιος έχασε το φως του, εσκοτίσθη και έγινε μαύρος σαν σάκκος τρίχινος, και όλη η επιφάνεια της σελήνης έγινε κατακόκκινη σαν αίμα.

Αποκ. 6,13         καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς, ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη,

Αποκ. 6,13                Και τα αστέρια του ουρανού έπεσαν εις την γην, όπως η συκιά, που συγκλονιζομένη από σφοδρόν άνεμον ρίχνει τα άγουρα σύκα της.

Αποκ. 6,14         καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καὶ πᾶν ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν·

Αποκ. 6,14                Και ο ουρανός εξέκοψε και εχωρίσθη σαν βιβλίο, που τυλίγεται. Και κάθε όρος και κάθε νήσος μετεκινήθησαν από τον τόπον των.

Αποκ. 6,15         καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων,

Αποκ. 6,15                Και οι βασιλείς της γης και οι μεγιστάνες και οι άρχοντες των στρατών και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και κάθε δούλος και κάθε ελεύθερος έκρυψαν τους εαυτούς των εις τα σπήλαια και ανάμεσα από τις πέτρες των ορέων·

Αποκ. 6,16         καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς πέτραις· πέσατε ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου,

Αποκ. 6,16                και έλεγαν εις τα όρη και στους βράχους· “πέσατε επάνω μας και κρύψατέ μας από το φοβερόν πρόσωπον εκείνου, που κάθεται επάνω στον θρόνον, και από την οργήν του Αρνίου”.

Αποκ. 6,17         ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται σταθῆναι;

Αποκ. 6,17                Διότι ήλθε η μεγάλη ημέρα, που θα εκσπάση και θα εκδηλωθή η οργή αυτού. Και ποιός ημπορεί να σταθή εις τα πόδια του, εμπρός στον δικαίως ωργισμένον Θεόν; (Τα συμβολικά αυτά γεγονότα υποδουλώνουν τας δια μέσου των αιώνων αναστατώσεις της φύσεως και τας θεομηνίας, τα δε τελευταία και συνταρακώτερα όλων υποδηλώνουν εκείνα, που θα προηγηθούν από την Δευτέραν Παρουσίαν του κριτού).

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 7

 

Αποκ. 7,1           Καὶ μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον.

Αποκ. 7,1                   Υστερα από το άνοιγμα της έκτης σφραγίδος και πριν ανοιχθή η εβδόμη σφραγίς, είδα τέσσαρας αγαθούς αγγέλους να στέκωνται εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και να κρατούν τους τέσσαρας ανέμους της γης, δια να μη φυσά άνεμος επάνω εις την γην, ούτε επάνω εις την θάλασσαν, ούτε εις κανένα δένδρον (δια να προληφθούν έτσι καταστροφαί και επικρατήση ηρεμία).

Αποκ. 7,2           καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν,

Αποκ. 7,2                  Και είδα άλλον άγγελον να ανεβαίνη από την ανατολήν του ηλίου (από την περιοχήν δηλαδή του παραδείσου, του φωτός και της ζωής). Αυτός είχε την σφραγίδα του Θεού, ο οποίος είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, και εφώναξε στους τέσσαρας αγγέλους, στους οποίους είχε δοθή άδεια και εξουσία να εξαπολύσουν τους ανέμους και να προξενήσουν καταστροφάς εις την γην και την θάλασσαν,

Αποκ. 7,3           λέγων· μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν.

Αποκ. 7,3                  και τους είπε· “περιμένετε, μη εξαπολύσετε ακόμη καταστροφήν εις την γην, ούτε εις την θάλασσαν, ούτε εις τα δένδρα, μέχρις ότου σφραγίσωμεν με την σφραγίδα του ζώντος Θεού και σημαδέψωμεν επάνω εις τα μέτωπά των τους πιστούς δούλους του Θεού μας, ώστε να μη επέλθουν εναντίον αυτών αι καταστροφαί”.

Αποκ. 7,4           Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ·

Αποκ. 7,4                  Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφαγισμένων· ήσαν εκατόν σαράντα τέσσαρες χιλιάδες σφραγισμένοι από όλας τας φυλάς των απογόνων του Ισραήλ.

Αποκ. 7,5           ἐκ φυλῆς Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ φυλῆς Ῥουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,5                  Από την φυλήν του Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από την φυλήν Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Γαδ δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,6           ἐκ φυλῆς Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,6                  από την φυλήν Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Μανασσή δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,7           ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευΐ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰσσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,7                  από την φυλήν Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Λευί δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,

Αποκ. 7,8           ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι.

Αποκ. 7,8                  από την φυλήν Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από την φυλήν Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, και από την φυλήν Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι. (Οι σφραγισμένοι αυτοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ συμβολίζουν τους Εβραίους, που δια μέσου των αιώνων θα πιστεύσουν στον Χριστόν και των οποίων ο αριθμός θα είναι μεγάλος).

Αποκ. 7,9           Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν·

Αποκ. 7,9                  Επειτα από αυτά είδα, και ιδού πολύς λαός, τον οποίον κανείς δεν ημπορούσε να αριθμήση. Και ο απροσμέτρητος αυτός λαός προήρχετο από κάθε έθνος και από όλας τας φυλάς και τους λαούς και τας γλώσσας της οικουμένης. Και όλοι αυτοί (που αποτελούν την ένδοξον και θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν των ουρανών) εστέκοντο σαν οικείοι και φίλοι του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και εμπρός στο Αρνίον και εφορούσαν λευκάς στολάς (σύμβολον της νίκης κατά της αμαρτίας και της νέας, καθαράς και φωτεινής ζωής) και εκρατούσαν εις τα χέρια των φοίνικας (σύμβολα του θριάμβου των και της αιωνίας πλησίον του Θεού ζωής).

Αποκ. 7,10         καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ.

Αποκ. 7,10                Και κράζουν με μεγάλην την φωνήν, λέγοντες· “η σωτηρία μας οφείλεται στον Θεόν μας, που κάθεται επάνω στον θρόνον και στο Αρνίον, που εθυσιάσθη δια την λύτρωσίν μας”.

Αποκ. 7,11         καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ

Αποκ. 7,11                 Και όλοι οι άγγελοι εστέκοντο ολόγυρα από τον θρόνον του Θεού και γύρω από τους πρεσβυτέρους και από τα τέσσαρα ζώα. Και έπεσαν κατά πρόσωπον πρηνείς εμπρός στον θρόνον και επροσκύνησαν τον Θεόν

Αποκ. 7,12         λέγοντες· ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Αποκ. 7,12                λέγοντες· “πράγματι η σωτηρία όλων προέρχεται από αυτόν· πλήρης και απόλυτος η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς ανήκει στον Θεόν μας στους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν”.

Αποκ. 7,13         Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον;

Αποκ. 7,13                 Και ένας από τους πρεσβυτέρους (εκφράζων ιδικήν μου απορίαν) απεκρίθη και μου είπε· “αυτοί, που φορούν τας λευκάς στολάς, ποίοι είναι και από που ήλθαν;”

Αποκ. 7,14         καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 7,14                Και είπα εις αυτόν· “κύριέ μου, συ το γνωρίζεις αυτό”. Και εκείνος μου είπε· “αυτοί είναι οι πιστοί και ατρόμητοι μάρτυρες, που έρχονται από την θλίψην την μεγάλην του διωγμού και όλων των διωγμών, που θα γίνουν δια μέσου των αιώνων. Και έπλυναν τας στολάς των και τας ελεύκαναν με το αίμα του Αρνίου (Η νίκη των κατά της αμαρτίας, η καθαριότης και αγιότης της ζωής των και ο θησαυρός των αρετών των οφείλεται εις την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού).

Αποκ. 7,15         διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς.

Αποκ. 7,15                 Δια τούτο ευρίσκονται τώρα ως υιοί του Θεού εμπρός στον θρόνον του Θεού και λατρεύουν αυτόν ημέραν και νύκτα στον επουράνιον ναόν. Και αυτός που κάθεται επάνω στον ένδοξον θρόνον, θα κατοικήση ανάμεσα των (διότι ευαρεστείται και επαναπαύεται εις αυτούς).

Αποκ. 7,16         οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ᾿ οὐ μὴ πέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα,

Αποκ. 7,16                Και δεν θα πεινάσουν πλέον και δεν θα διψάσουν πλέον και δεν θα πέση επάνω τους καυστικός ο ήλιος, ούτε κανένα άλλο καύμα (Δεν θα δοκιμάσουν ποτέ πλέον καμμίαν θλίψιν, δεν θα στερηθούν από τίποτε, αλλά θα χορτάσουν από την χαράν και την δόξαν και την μακαριότητα του Θεού).

Αποκ. 7,17         ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.

Αποκ. 7,17                 Διότι το Αρνίον, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής και ποιμήν που είναι στο μέσον του θρόνου του Θεού, θα τους ποιμαίνη με στοργήν και αγάπην και θα τους οδηγήση εις τας ανεξαντλήτους πηγάς των υδάτων, που έχουν ζωήν και δίδουν ζωήν. Και θα εξαλείψη ο Θεός από τα μάτια των κάθε δάκρυ και κάθε θλίψι (Διότι θα τους έχη δώσει την αιωνίαν μακαριότητα και χαράν της βασιλείας των ουρανών).

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 8

 

Αποκ. 8,1           Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἑβδόμην, ἐγένετο σιγὴ ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον.

Αποκ. 8,1                   Και όταν το Αρνίον ήνοιξεν την εβδόμην σφραγίδα, έγινε σιγή στον ουράνιον κόσμον, περίπου μισήν ώραν, δια την κρισιμότητα των συνταρακτικών γεγονότων, που έντος ολίγου θα επακολουθούσαν.

Αποκ. 8,2           Καὶ εἶδον τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους οἳ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἑστήκασι, καὶ ἐδόθησαν αὐτοῖς ἑπτὰ σάλπιγγες.

Αποκ. 8,2                  Και είδα τους επτά επισήμους αγγέλους, που στέκονται πάντοτε εμπρός στον Θεόν, και εδόθησαν εις αυτούς επτά σάλπιγγες.

Αποκ. 8,3           καὶ ἄλλος ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ θυμιάματα πολλά, ἵνα δώσῃ ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων πάντων ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου.

Αποκ. 8,3                  Και ένας άλλος άγγελος ήλθε και εστάθη στο επουράνιον θυσιαστήριον, κρατών εις τα χέρια του ολόχρυσον θυμιατήριον. Και εδόθησαν εις αυτόν πολλά θυμιάματα, αι προσευχαί των αγίων, που ευρίσκονται στους ουρανούς, δια να προσφέρη και συνενώση αυτάς με τας προσευχάς των πιστών της στρατευομένης Εκκλησίας στο ολόχρυσον θυσιαστήριον, που είναι εμπρός στον θρόνον του Θεού.

Αποκ. 8,4           καὶ ἀνέβη ὁ καπνὸς τῶν θυμιαμάτων ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων ἐκ χειρὸς τοῦ ἀγγέλου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Αποκ. 8,4                  Και η ευωδία των θυμιαμάτων αυτών μαζή με τας προσευχάς των πιστών, που αγωνίζονται εις την γην, ανέβη από το χέρι του αγγέλου εμπρός στον Θεόν.

Αποκ. 8,5           καὶ εἴληφεν ὁ ἄγγελος τὸν λιβανωτὸν καὶ ἐγέμισεν αὐτὸν ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν γῆν. καὶ ἐγένοντο βρονταὶ καὶ φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ σεισμός.

Αποκ. 8,5                  Και επήρεν ο άγγελος το θυμιατήριον και το εγέμισεν από την φωτιάν του θυσιαστηρίου και έρριψεν αυτήν την φωτιάν εις την γην. Και αμέσως τότε έγιναν βρονταί και φωναί και αστραπαί και σεισμός. (Είναι αι θλίψεις, αι οποίαι δια μεν τους πιστούς αποτελούν παιδαγωγίαν προς την αρετήν, δια δε τους απίστους τιμωρίαν και όλεθρον).

Αποκ. 8,6           Καὶ οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες τὰς ἑπτὰ σάλπιγγας ἡτοίμασαν ἑαυτοὺς ἵνα σαλπίσωσι.

Αποκ. 8,6                  Μετά το γεγονός αυτό και οι επτά άγγελοι, που είχαν τας επτά σάλπιγγας, ητοίμασαν τους εαυτούς των, δια να σαλπίσουν.

Αποκ. 8,7           Καὶ ὁ πρῶτος ἐσάλπισε, καὶ ἐγένετο χάλαζα καὶ πῦρ μεμιγμένα ἐν αἵματι, καὶ ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν· καὶ τὸ τρίτον τῆς γῆς κατεκάη, καὶ τὸ τρίτον τῶν δένδρων κατεκάη, καὶ πᾶς χόρτος χλωρὸς κατεκάη.

Αποκ. 8,7                  Και ο πρώτος άγγελος εσάλπισε και έγινε χαλάζι και φωτιά, ανακατεμένα με αίμα, και ερρίφθησαν με ορμήν εις την γην. Και τότε τον εν τρίτον της γης κατεκάη και το εν τρίτο των δένδρων έγινε παρανάλωμα του πυρός και κάθε πράσινο χορτάρι κατεκάη. (Θεομηνία μερική, δια να συνέλθουν και μετανοήσουν οι άνθρωποι).

Αποκ. 8,8           Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ καιόμενον ἐβλήθη εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῆς θαλάσσης αἷμα,

Αποκ. 8,8                  Και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε και ερρίφθη με ορμήν εις την θάλασσαν κάτι σαν μεγάλο βουνό, που εκαίετο. Και έγινε το εν τρίτον της θαλάσσης αίμα.

Αποκ. 8,9           καὶ ἀπέθανε τὸ τρίτον τῶν κτισμάτων τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὰ ἔχοντα ψυχάς, καὶ τὸ τρίτον τῶν πλοίων διεφθάρη.

Αποκ. 8,9                  Και απέθανε το εν τρίτον από τα κτίσματα, που υπάρχουν εις την θάλασσαν και έχουν ζωήν και το εν τρίτον των πλοίων, που πλέουν εις τας θαλάσσας, κατεστράφη ολοκληρωτικώς. (Μετά την ξηράν επηκολούθησε θεομηνία και εις την θάλασσαν).

Αποκ. 8,10         Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων.

Αποκ. 8,10                Και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε και έπεσεν από τον ουρανόν μεγάλο αστέρι, που εφλέγετο και εκαίετο σαν λαμπάδα. Και έπεσεν στο εν τρίτον των ποταμών και εις τας πηγάς των υδάτων.

Αποκ. 8,11         καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἄψινθος. καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.

Αποκ. 8,11                 Και το όνομα του αστέρος αυτού λέγεται ο Αψινθος, δια την πικρίαν την οποίαν είχε και εσκόρπισεν εις τα ύδατα. Και έγινε τότε το εν τρίτο των υδάτων πικρόν σαν την αψινθιάν και δηλητηριασμένον. Και πολλοί από τους ανθρώπους απέθαναν από τα νερά αυτά, διότι εδηλητηριάσθησαν.

Αποκ. 8,12         Καὶ ὁ τέταρτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἐπλήγη τὸ τρίτον τοῦ ἡλίου καὶ τὸ τρίτον τῆς σελήνης καὶ τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων, ἵνα σκοτισθῇ τὸ τρίτον αὐτῶν, καὶ τὸ τρίτον αὐτῆς μὴ φανῇ ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ νὺξ ὁμοίως.

Αποκ. 8,12                Και ο τέταρτος άγγελος εσάλπισε και εκτυπήθη και εχάθη το εν τρίτον από τον ήλιον, ώστε να μειωθή το φως και η θερμότης του και το εν τρίτον της σελήνης και το εν τρίτον των αστέρων, ώστε να σκοτισθή και να χαθή το εν τρίτον από το φως των ουρανίων αυτών σωμάτων. Και η ημέρα έχασε το εν τρίτον από το φως της και η νύκτα επίσης έχασε το εν τρίτον από την αστροφεγγιά της και από το σεληνόφως.

Αποκ. 8,13         Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνῇ μεγάλῃ· οὐαί, οὐαί, οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ τῶν λοιπῶν φωνῶν τῆς σάλπιγγος τῶν τριῶν ἀγγέλων τῶν μελλόντων σαλπίζειν.

Αποκ. 8,13                Και είδα και ήκουσα τότε ένα αετόν (άγγελον του Θεού) να πετά εις τα μεσουράνια και να φωνάζη με φωνήν μεγάλην· “αλλοίμονον, αλλοίμονον, αλλοίμονον στους απίστους και ασεβείς, που κατοικούν εις την γην, δια τας άλλας συμφοράς που θα επακολουθήσουν εις τας φωνάς της σάλπιγγος των τριών αγγέλων, οι οποίοι πρόκειται με την σειράν των να σαλπίσουν”.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 9

 

Αποκ. 9,1           Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου,

Αποκ. 9,1                   Και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε· και είδα ένα αστέρι να έχη πέσει από τον ουρανόν εις την γην, τον σατανάν τον επαναστάτην εναντίον του Θεού, και εδόθη εις αυτόν το κλειδί και του παρεχωρήθη η άδεια να ανοίξη το πηγάδι της κατασκότεινης αβύσσου.

Αποκ. 9,2           καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος.

Αποκ. 9,2                  Και ήνοιξε πράγματι το πηγάδι της φρικτής αβύσσου και αναρίθμητον πλήθος πονηρών πνευμάτων, που ήσαν εκεί φυλακισμένα, ξεπετάχθησαν και ανέβηκαν σαν πυκνός καπνός καιομένης καμίνου και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αέρας από τον καπνόν του πηγαδιού.

Αποκ. 9,3           καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς·

Αποκ. 9,3                  Και από τον καπνόν αυτών, των δαιμονικών πνευμάτων, εξεχώρισαν και εβγήκαν προς τα διάφορα μέρη της γης ακρίδες, κακοποιά δηλαδή πνεύματα, και παρεχωρήθη εις αυτά τυραννική και κακοποιός εξουσία, σαν αυτήν που έχουν οι σκορπιοί εις την γην, να βασανίζουν τους ανθρώπους με τα δηλητηριώδη κεντριά των.

Αποκ. 9,4           καὶ ἐῤῥέθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν.

Αποκ. 9,4                  Και ελέχθη εις αυτά να μη βλάψουν το χορτάρι της γης, ούτε κάθε πράσινον φυτόν ούτε κανένα δένδρον, παρά μόνον τους ανθρώπους, που δεν έχουν εις τα μέτωπα των την σφραγίδα του Θεού.

Αποκ. 9,5           καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἵνα βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ ὁ βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμὸς σκορπίου, ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον.

Αποκ. 9,5                  Και εδόθη εις αυτά η διαταγή να μη φονεύσουν τους ανθρώπους, αλλά να τους βασανίσουν επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, που συμβολίζεται με τον αριθμόν των πέντε μηνών. Και ο ψυχικός και σωματικός αυτός βασανισμός και πόνος θα είναι σαν τον φρικτόν πόνον, που φέρνει ο σκορπιός, όταν κεντρίση τον άνθρωπον.

Αποκ. 9,6           καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ θάνατος.

Αποκ. 9,6                  Και κατά τας ημέρας εκείνας οι άνθρωποι, εξ αιτίας των φρικτών ψυχικών και σωματικών οδυνών και εκ του γεγονότος ότι δεν θα έχουν ελπίδα θεραπείας, θα ζητήσουν επάνω εις την απόγνωσίν των τον θάνατον και δεν θα τον εύρουν, και θα επιθυμήσουν να πεθάνουν, και ο θάνατος θα φεύγη από αυτούς.

Αποκ. 9,7           καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων ὅμοια ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι χρυσίῳ, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὡς πρόσωπα ἀνθρώπων,

Αποκ. 9,7                  Και αι μορφαί των δαιμονικών αυτών ακρίδων είναι και τρομακτικαί και δελεαστικαί. Ομοιάζουν με άλογα ετοιμασμένα δια τον πόλεμον. Και επάνω εις τα κεφάλια των έχουν στεφάνους σαν από χρυσάφι, και τα πρόσωπά των είναι σαν πρόσωπα ανθρώπων.

Αποκ. 9,8           καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας γυναικῶν, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὡς λεόντων ἦσαν,

Αποκ. 9,8                  Και είχαν τρίχας, σαν τρίχας γυναικών· και τα δόντια των ήσαν σαν δόντια λεόντων (δια να συμβολίζουν την θηριωδίαν των και το καταστρεπτικόν των έργον).

Αποκ. 9,9           καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἵππων πολλῶν τρεχόντων εἰς πόλεμον.

Αποκ. 9,9                  Και είχαν στήθη σαν σιδερένιους θώρακας. Και ο θόρυβος από τις πτέρυγές των, σαν θόρυβος και βοή πολλών αρμάτων, που τα σέρνουν ίπποι και τρέχουν εις την μάχην.

Αποκ. 9,10         καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν ἐξουσίαν ἔχουσι τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους μῆνας πέντε.

Αποκ. 9,10                Και έχουν ουρές, σαν τις ουρές των σκορπιών, και κεντριά εις τις ουρές των. Και τους παρεχωρήθη η άδεια να βασανίζουν με τις δηλητηριώδεις ουρές των τους ανθρώπους επί πέντε μήνες, εις περιωρισμένον δηλαδή χρονικόν διάστημα.

Αποκ. 9,11         ἔχουσι βασιλέα ἐπ᾿ αὐτῶν τὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα αὐτῷ ἑβραϊστὶ Ἀβαδδών, ἐν δὲ τῇ ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων.

Αποκ. 9,11                 Εχουν δε βασιλέα και αρχηγόν της πονηράς παρατάξεώς των τον άγγελον της αβύσσου. Το όνομα αυτού εις την Εβραϊκήν είναι Αβαδδών, εις δε την Ελληνικήν ονομάζεται Απολλύων, δηλαδή εξολοθρευτής.

Αποκ. 9,12         Ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν· ἰδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα.

Αποκ. 9,12                Και αφού τα δαιμονικά αυτά πνεύματα εβασάνιζαν φρικτά τους ανθρώπους κατά τους πέντε αυτούς μήνας, η πρώτη ουαί, δηλαδή η πρώτη πληγή, επέρασε. Ιδού έρχονται δύο ακόμη ουαί, δύο πληγαί, ύστερα από αυτά.

Αποκ. 9,13         Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἤκουσα φωνὴν μίαν ἐκ τῶν τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ χρυσοῦ τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,

Αποκ. 9,13                Και ο εκτός άγγελος, εσάλπισε. Και ήκουσα μίαν φωνήν, που έβγαινε από τα τέσσαρα κέρατα του χρυσού θυσιαστηρίου, το οποίον ευρίσκεται ενώπιον του Θεού,

Αποκ. 9,14         λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ· ὁ ἔχων τὴν σάλπιγγα, λῦσον τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ Εὐφράτῃ.

Αποκ. 9,14                να λέγη στον έκτον άγγελον· “συ που έχεις την σάλπιγγα, λύσε τους τέσσαρας αγγέλους, που είναι δεμένοι κοντά στον μεγάλον ποταμόν, τον Ευφράτην”.

Αποκ. 9,15         καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν ὥραν καὶ εἰς τὴν ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἐνιαυτόν, ἵνα ἀποκτείνωσι τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων.

Αποκ. 9,15                Και ελύθησαν οι τέσσαρες άγγελοι, οι οποίοι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού ήσαν προετοιμασμένοι δια την ωρισμένην ώραν και ημέραν και τον μήνα και το έτος, ως εκδικητικά όργανα της θείας δικαιοσύνης, δια να φονεύσουν το ένα τρίτον των ανθρώπων.

Αποκ. 9,16         καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων τοῦ ἵππου δύο μυριάδες μυριάδων· ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν.

Αποκ. 9,16                Και τα στρατεύματα των αποτελούντο από αναρίθμητον ιππικόν. Ηκουσα, ότι ο αριθμός των ήτο δύο μυριάδες μυριάδων, δηλαδή διακόσια εκατομμύρια.

Αποκ. 9,17         καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ᾿ αὐτῶν, ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις· καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων, καὶ ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ θεῖον.

Αποκ. 9,17                Και έτσι είδα εις την οπτασίαν αυτήν τα αναρίθμητα άλογα και τους πολεμιστάς, που εκάθηντο επάνω εις αυτά και οι οποίοι είχαν πυρίνους θώρακας, ενώ από τα στόματα των ίππων έβγαινε καπνός, που είχε σαν χρώμα υακίνθου και ήταν καπνός θειαφιού. Αι δε κεφαλαί των ίππων ήσαν σαν κεφαλαί λεόντων και από τα στόματα αυτών βγαίνει προς τα έξω με ορμή φωτιά και καπνός και θειάφι (Τα αναρίθμητα αυτά κακοποιά στρατεύματα συμβολίζουν τους τρομερούς βαρβάρους επιδρομείς, που θα επήρχοντο με καταστρεπτικήν μανίαν εναντίον διαφόρων λαών).

Αποκ. 9,18         ἀπὸ τῶν τριῶν πληγῶν τούτων ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων, ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ καπνοῦ καὶ τοῦ θείου τοῦ ἐκπορευομένου ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν.

Αποκ. 9,18                Και από τας τρεις αυτάς πληγάς, από την φωτιά, τον καπνό και το θειάφι, που έβγαινε από τα στόματα των βαρβάρων επιδρομέων, εφονεύθησαν το εν τρίτον εκ των ανθρώπων.

Αποκ. 9,19         ἡ γὰρ ἐξουσία τῶν ἵππων ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἐστι καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ οὐραὶ αὐτῶν ὅμοιαι ὄφεσιν, ἔχουσαι κεφαλάς, καὶ ἐν αὐταῖς ἀδικοῦσι.

Αποκ. 9,19                Διότι η καταστρεπτική δύναμις των ίπππων αυτών υπήρχε στο στόμα των, αλλά και εις τας ουράς των. Διότι αι ουραί των ωμοίαζον με φείδια, που είχαν κεφάλια, και με το δηλητήριον αυτών εβασάνιζαν και έβλαπταν τους ανθρώπους.

Αποκ. 9,20         καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, οἳ οὐκ ἀπεκτάνθησαν ἐν ταῖς πληγαῖς ταύταις, οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἵνα μὴ προσκυνήσωσι τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ καὶ τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα, ἃ οὔτε βλέπειν δύναται οὔτε ἀκούειν οὔτε περιπατεῖν,

Αποκ. 9,20               Και εν τούτοις παρά την σκληράν αυτήν τιμωρίαν, οι υπόλοιποι από τους αμαρτωλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν εφονεύθησαν από τα θανατηφόρα κτυπήματα των ίππων, δεν συνησθάνθησαν την ενόχην των και δεν μετενόησαν και δεν απηρνήθησαν την λατρείαν των ειδώλων, που τα κατεσκεύαζαν οι ίδιοι με τα χέρια των, ώστε να μη προσκυνήσουν πλέον τα δαιμόνια και τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα είδωλα και τα οποία ούτε να βλέπουν ημπορούν, ούτε ν' ακούουν, ούτε να περιπατούν.

Αποκ. 9,21         καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν φόνων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φαρμακειῶν αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν.

Αποκ. 9,21                Και δεν μετενόησαν οι άνθρωποι αυτοί και δεν ξέκοψαν από τους φόνους των, ούτε από τας μαγείας των, ούτε από τας πορνείας των, ούτε από τας κλοπάς των. (Εμειναν σκληροί και αμετανόητοι μέσα εις την διαστροφήν και φαυλότητά των).

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 10

 

Αποκ. 10,1         Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός,

Αποκ. 10,1                 Και είδα άλλον άγγελον ισχυρόν να κατεβαίνη από τον ουρανόν. Και όπως ο Υιός του ανθρώπου, είχε και αυτός ολόγυρά του σύννεφον και το ουράνιον τόξον επάνω εις την κεφαλήν του, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και ακτινοβολούσεν ως ο ήλιος, και τα πόδια του ήσαν σαν στύλοι πυρός,

Αποκ. 10,2         καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς,

Αποκ. 10,2                και εκρατούσεν εις τα χέρια του βιβλίον ανοιγμένον. Και έβαλε το ένα του πόδι, το δεξιόν, επάνω εις την θάλασσαν, το δε αριστερόν επάνω εις την γην.

Αποκ. 10,3         καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ λέων μυκᾶται. καὶ ὅτε ἔκραξεν, ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ τὰς ἑαυτῶν φωνάς.

Αποκ. 10,3                Και έκραξε με βροντερήν φωνήν, σαν τον λέοντα που βρυχάται. Και όταν έκραξε, ωμίλησαν οι επτά έγγελοι με τας ισχυράς φωνάς των, που ήσαν ωσάν βρονταί.

Αποκ. 10,4         Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ αὐτὰ γράψῃς.

Αποκ. 10,4                Και όταν ελάλησαν οι επτά αυτοί μεγαλόφωνοι άγγελοι, ετοιμαζόμουν εγώ να γράψω τους λόγους των. Και ήκουσα τότε φωνήν από τον ουρανόν να λέγη· “σφράγισε και κρύψε αυτά, που είπαν οι επτά μεγαλόφωνοι άγγελοι και μη τα γράψης”.

Αποκ. 10,5         Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν

Αποκ. 10,5                Και ο άγγελος ο ισχυρός και μέγας, τον οποίον είδα να στέκεται επάνω εις την θάλασσαν και επάνω εις την γην, ύψωσε προς τον ουρανόν το δέξι του χέρι

Αποκ. 10,6         καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται,

Αποκ. 10,6                και με τον επίσημον αυτόν τρόπον ωρκίσθη εις Εκείνον, τον αιώνιον και αναλλοίωτον, που ζη στους αιώνας των αιώνων, στον Θεόν, ο οποίος έκτισε τον ουρανόν και όσα υπάρχουν εις αυτόν και την γην και όσα υπάρχουν εις αυτήν και την θάλασσαν και όσα υπάρχουν εις αυτήν. Ωρκίσθη και επισήμως διεβεβαίωσεν, ότι δεν υπολείπεται πλέον καιρός (δια την πραγματοποίησιν της τελικής βουλής του Θεού περί του κόσμου).

Αποκ. 10,7         ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς φωνῆς τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας.

Αποκ. 10,7                Αλλά κατά τας ημέρας, που θα ακουσθή η φωνή του εβδόμου αγγέλου, όταν αυτός θα σαλπίση, θα εκτελεσθή η μυστηριώδης τελική βουλή του Θεού περί του κόσμου, όπως ο ίδιος ο Θεός, σαν εξαιρετικώς χαρμόσυνον αγγελίαν, την προείπεν στους δούλους του, τους προφήτας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Αποκ. 10,8         Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ᾿ ἐμοῦ καὶ λέγουσα· ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.

Αποκ. 10,8                Και η φωνή, την οποίαν προηγουμένως ήκουσα από τον ουρανόν, ελάλησε πάλιν προς εμέ και είπε· “πήγαινε, πάρε το βιβλιαράκι το ανοιγμένον, που είναι στο χέρι του αγγέλου, ο οποίος στέκεται επάνω εις την θάλασσαν και επάνω εις την γην”.

Αποκ. 10,9         καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι.

Αποκ. 10,9                Και επήγα προς τον άγγελον και του είπα· να μου δώση το βιβλιαράκι. Και εκείνος μου είπε· “πάρε το και φάγε το ολόκληρο (Κατενόησε καλά, αφομοίωσε και βάλε μέσα στον νουν και την καρδιά σου την προφητείαν, που περιέχει το βιβλιαράκι). Και θα σου πικράνη την κοιλίαν, αλλά στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν το μέλι”. (Θα είναι γλυκό και ευχάριστον το άγγελμα της προσεχούς ολοκληρώσεως του θείου σχεδίου και της βεβαίας απολυτρώσεως, θα γεννά όμως και το αίσθημα της πικρίας και της θλίψεως εξ αιτίας των δοκιμασιών, που θα το συνοδεύουν).

Αποκ. 10,10        καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου.

Αποκ. 10,10              Και επήρα το βιβλίον από το χέρι του αγγέλου και το κατέφαγα. Και ήτο πράγματι στο στόμα γλυκό σαν μέλι. Οταν όμως το έφαγα, εγέμισε πικρίαν η κοιλία μου.

Αποκ. 10,11        καὶ λέγουσί μοι· δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσι πολλοῖς.

Αποκ. 10,11               Και μου είπαν τότε ο ισχυρός άγγελος και οι άλλοι επτά· “τώρα που κατενόησες πλέον την προφητείαν, πρέπει να την αναγγείλης πάλιν στους λαούς και εις τα έθνη και εις τας γλώσσας της οικουμένης και εις πολλούς βασιλείς”.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 11

 

Αποκ. 11,1         Καὶ ἐδόθη μοι κάλαμος ὅμοιος ῥάβδῳ, λέγων· ἔγειρε καὶ μέτρησον τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ τοὺς προσκυνοῦντας ἐν αὐτῷ·

Αποκ. 11,1                  Και μου εδόθη ένας κάλαμος όμοιος με ράβδον και ένας άγγελος μου είπε· “σήκω και μέτρησε τον ναόν του Θεού και το θυσιαστήριον, που είναι εμπρός εις αυτόν, και εκείνους που προσκυνούν στον ναόν αυτόν τον αληθινόν Θεόν και ανήκουν στον Χριστόν.

Αποκ. 11,2         καὶ τὴν αὐλὴν τὴν ἔξωθεν τοῦ ναοῦ ἔκβαλε ἔξω καὶ μὴ αὐτὴν μετρήσῃς, ὅτι ἐδόθη τοῖς ἔθνεσι, καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν πατήσουσι μῆνας τεσσαράκοντα δύο.

Αποκ. 11,2                 Την δε αυλήν την εξωτερικήν, που περιβάλλει τον ναόν, βγάλε την έξω από το μέτρημα και μη την μετρήσης, διότι αυτή παρεχωρήθη εις τα ειδωλολατρικά έθνη, που μαζή με τους απιστούντας Εβραίους δεν θα έχουν πιστεύσει στον Χριστόν, και θα καταπατήσουν την αγίαν πόλιν σαράντα δύο μήνας, διάστημα δηλαδή προκαθωρισμένον από τον Θεόν.

Αποκ. 11,3         καὶ δώσω τοῖς δυσὶ μάρτυσί μου, καὶ προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους.

Αποκ. 11,3                 Και εγώ, ο Χριστός, θα δώσω φωτισμόν και δύναμιν στους δύο μαγάλους μάρτυράς μου (όπως άλλοτε έδωσα στον Ηλίαν και στον Μωϋσέα) και θα προφητεύσουν και θα κηρύξουν την αλήθειαν επί χιλίας διακοσίας εξήκοντα ημέρας, σαράντα δύο δηλαδή μήνας, και θα φορούν σάκκους, δια να συμβολίζεται η μετάνοια, την οποίαν θα κηρύσσουν”.

Αποκ. 11,4         οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι.

Αποκ. 11,4                 Οι δύο αυτοί προφήται θα είναι σαν δύο κατάκαρποι ελαίαι και σαν δύο αναμμένοι λύχνοι, που είναι στημένοι ενώπιον του Κυρίου της γης.

Αποκ. 11,5         καὶ εἴ τις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, πῦρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ κατεσθίει τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν· καὶ εἴ τις θέλει αὐτοὺς ἀδικῆσαι, οὕτω δεῖ αὐτὸν ἀποκτανθῆναι.

Αποκ. 11,5                 Και εάν κανείς σκεφθή και θελήση να τους παρενοχλήση και κακοποιήση, φωτιά ξεπετιέται από το στόμα των και κατατρώγει τους εχθρούς των. Και εάν κανείς επιχειρήση να τους βλάψη και κακοποιήση, αυτός, σύμφωνα με την απόφασιν του Θεού, πρέπει να φονευθή. (Διότι το παντοδύναμον χέρι του Θεού προστατεύει τους δύο προφήτας).

Αποκ. 11,6         οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν τὸν οὐρανὸν κλεῖσαι, ἵνα μὴ ὑετὸς βρέχῃ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν, καὶ ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτὰ εἰς αἷμα καὶ πατάξαι τὴν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐὰν θελήσωσι.

Αποκ. 11,6                 Αυτοί έχουν πάρει εξουσίαν από τον Θεόν να κλείσουν, όπως άλλοτε ο Ηλίας, κατά θαυματουργικόν τρόπον τον ουρανόν, δια να μη στέλλη βροχήν κατά τας ημέρας, που αυτοί θα κηρύττουν και θα προφητεύουν. Και έχουν από τον Θεόν εξουσίαν εις τα νερά της γης να τα μεταβάλλουν εις αίμα και να κτυπήσουν την γην με κάθε ειδός πληγής, όσες φορές θα θελήσουν.

Αποκ. 11,7         καὶ ὅταν τελέσωσι τὴν μαρτυρίαν αὐτῶν, τὸ θηρίον τὸ ἀναβαῖνον ἐκ τῆς ἀβύσσου ποιήσει μετ᾿ αὐτῶν πόλεμον καὶ νικήσει αὐτοὺς καὶ ἀποκτενεῖ αὐτούς.

Αποκ. 11,7                 Και όταν εκπληρώσουν την αποστολήν των και κηρύξουν την μαρτυρίαν των και συμπληρωθούν οι σαράντα δύο μήνες, τότε το θηρίον, που αναβαίνει από τον Αδην, ο αντίχριστος, θα κάμη πόλεμον εναντίον αυτών και θα τους νικήση και θα τους φονεύση.

Αποκ. 11,8         καὶ τὸ πτῶμα αὐτῶν ἐπὶ τῆς πλατείας τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἥτις καλεῖται πνευματικῶς Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριος αὐτῶν ἐσταυρώθη.

Αποκ. 11,8                 Και τα πτώματα των θα αφεθούν άταφα εις την πλατείαν της μεγάλης πόλεως της Ιερουσαλήμ, όπου και ο Κυριος αυτών ο Ιησούς Χριστός εσταυρώθη, και η οποία δια την φαυλότητα και ειδωλολατρικήν ζωήν των κατοίκων της ονομάζεται αλληγορικώς Σοδομα και Αίγυπτος.

Αποκ. 11,9         καὶ βλέπουσιν ἐκ τῶν λαῶν καὶ φυλῶν καὶ γλωσσῶν καὶ ἐθνῶν τὸ πτῶμα αὐτῶν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἥμισυ, καὶ τὰ πτώματα αὐτῶν οὐκ ἀφήσουσι τεθῆναι εἰς μνῆμα.

Αποκ. 11,9                 Και βλέπουν οι αμαρτωλοί και αμετανόητοι από τους διαφόρους λαούς και τας φυλάς και τας γλώσσας και τα έθνη τα πτώματα αυτών τρεις κατά συνέχειαν και μισή ημέρας, (διάστημα, που συμβολίζει τριάμιση έτη, όσον θα έχη διαρκέσει και η αποστολή των δύο αυτών μαρτύρων), και δεν θα αφήσουν να τεθούν τα πτώματα εις μνήμα, (δια να δείξουν έτσι την περιφρόνησίν τους προς αυτούς).

Αποκ. 11,10        καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς χαίρουσιν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ εὐφρανθήσονται καὶ δῶρα πέμψουσιν ἀλλήλοις, ὅτι οὗτοι οἱ δύο προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς.

Αποκ. 11,10               Και οι αμετανόητοι αυτοί κάτοικοι της γης θα χαίρουν δια τον τραγικόν θάνατον των δύο αυτών μαρτύρων και θα ευφρανθούν και θα ανταλλάξουν μεταξύ των δώρα, διότι έλειψαν πλέον οι δύο αυτοί προφήται, που συνεκλόνισαν και κατέθλιψαν με το ελεγκτικόν τους κήρυγμα τους αμετανοήτους κατοίκους της γης.

Αποκ. 11,11        καὶ μετὰ τὰς τρεῖς ἡμέρας καὶ ἥμισυ, πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς, καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν, καὶ φόβος μέγας ἐπέπεσεν ἐπὶ τοὺς θεωροῦντας αὐτούς.

Αποκ. 11,11                Υστερα όμως από τρεις ημέρας και μισή, Πνεύμα ζωοποιόν, που εκπορεύεται από τον Θεόν, εισήλθεν στους δύο νεκρούς μάρτυρας και εστάθηκαν ζωντανοί και ισχυροί εις τα πόδια των και φόβος μεγάλος έπεσε και κατεβάρυνε εκείνους, που έβλεπαν αυτούς αναστημένους.

Αποκ. 11,12        καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν αὐτοῖς· ἀνάβητε ὧδε. καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἐθεώρησαν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν.

Αποκ. 11,12               Και ήκουσα μεγάλην φωνήν από τον ουρανόν να λέγη προς αυτούς· “ανεβήτε εδώ”. Και ανέβησαν στον ουρανόν με την νεφέλην και τους είδαν και κατεπτοήθησαν οι εχθροί των.

Αποκ. 11,13        Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο σεισμὸς μέγας, καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε, καὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες ἑπτά, καὶ οἱ λοιποὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο καὶ ἔδωκαν δόξαν τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ.

Αποκ. 11,13               Και κατά την ημέραν εκείνην έγινε μεγάλος σεισμός και το εν δέκατον της αμαρτωλής πόλεως, που εφόνευσε τους μάρτυρας, εκρημνίσθη και εφονεύθησαν με τον σεισμόν επτά χιλιάδες άνθρωποι (όχι όλοι οι αμαρτωλοί, δια να δοθή δίδαγμα και ευκαιρία στους υπολοίπους, όπως μετανοήσουν). Και οι άλλοι, όταν είδαν την τιμωρίαν αυτήν της θείας δικαιοσύνης, κατελήφθησαν από φόβον και υπό την κυριαρχίαν αυτού εδόξασαν τον Θεόν του ουρανού.

Αποκ. 11,14        Ἡ οὐαὶ ἡ δευτέρα ἀπῆλθεν· ἡ οὐαὶ ἡ τρίτη ἰδοὺ ἔρχεται ταχύ.

Αποκ. 11,14               Η ουαί, δηλαδή η πληγή η δευτέρα επέρασε. Η πληγή η τρίτη ιδού έρχεται σύντομα.

Αποκ. 11,15        Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἐγένοντο φωναὶ μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι· ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 11,15               Και τότε εσάλπισεν ο έβδομος άγγελος. Και έγιναν φωναί μεγάλαι, αλαλαγμοί θριάμβου στον ουρανόν, που έλεγαν· “επραγματοποιήθη και επεκράτησεν οριστικώς η βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του επί όλου του κόσμου και θα βασιλεύση χωρίς διακοπήν στους απεράντους αιώνας των αιώνων”.

Αποκ. 11,16        καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οἱ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, οἳ κάθηνται ἐπὶ τοὺς θρόνους αὐτῶν, ἔπεσαν ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ

Αποκ. 11,16               Και οι εικόσι τέσσαρες πρεσβύτεροι, που κάθηνται επάνω στους θρόνους των, εμπρός στον θρόνον του Θεού, έπεσαν με τα πρόσωπα κατά γης και επροσκύνησαν τον Θεόν

Αποκ. 11,17        λέγοντες· εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὅτι εἴληφας τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ ἐβασίλευσας,

Αποκ. 11,17               λέγοντες· “σε ευχαριστούμεν, Κυριε ο Θεός ο Παντοκράτωρ, σε που υπάρχεις εξ εαυτού πάντοτε και υπήρχες προ πάντων των αιώνων χωρίς καμμίαν ποτέ αρχήν και θα υπάρχης στο αιώνιον μέλλον χωρίς τέλος ποτέ, διότι ανέλαβες την δύναμίν σου την μεγάλην και εβασίλευσες.

Αποκ. 11,18        καὶ τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν, καὶ ἦλθεν ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθῆναι καὶ δοῦναι τὸν μισθὸν τοῖς δούλοις σου τοῖς προφήταις καὶ τοῖς ἁγίοις τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, τοῖς μικροῖς καὶ τοῖς μεγάλοις, καὶ διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν.

Αποκ. 11,18               Και τα ειδωλολατρικά ασεβή έθνη κατελήφθησαν από μανίαν και παραφοράν εναντίον σου και ήλθεν η δικαία σου οργή, που τα ετιμώρησε. Και ήλθε επίσης ο καιρός της αναστάσεως όλων των νεκρών, δια να κριθούν και να δώσης συ, ως δίκαιος κριτής, την ανταμοιβήν στους δούλους σου, στους προφήτας και τους αγίους, εις όλους που φοβούνται το όνομά σου, στους μικρούς και στους μεγάλους, και δια να εξολοθρεύσης εκείνους, οι οποίοι με την προκλητικήν των φαυλότητα διαφθείρουν την γην”.

Αποκ. 11,19        Καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὤφθη ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ, καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ καὶ σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη.

Αποκ. 11,19               Και τότε ανοίχθηκε ο αχειροποίητος ναός του Θεού, που είναι στον ουρανόν, και όλοι είδαν την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου, που ευρίσκεται μέσα στον ναόν (είδαν τον τελικόν θρίαμβον του Χριστού και την ένδοξον βασιλείαν, την ητοιμασμένην από καταβολής κόσμου) και έγιναν αστραπαί και φωναί και βρονταί και σεισμός και χάλαζα πυκνή και χονδρή (που εσυμβόλιζαν, όπως και στο όρος Σινά κατά την παράδοσιν του Νομου, την παντοδύναμον παρουσίαν του Θεού).

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 12

 

Αποκ. 12,1         Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα,

Αποκ. 12,1                 Και εφάνη στον ουρανόν ένα έκτακτον και καταπληκτικόν σημείον, εφάνη δηλαδή μία γυναίκα, που είχε ολόγυρά της, σαν ολόλαμπρο ένδυμα, τον ήλιον, και η σελήνη ήτο κάτω από τα πόδια της σαν υποπόδιόν της, και επάνω στο κεφάλι της υπήρχαν, σαν ολόφωτο στεφάνι, δώδεκα αστέρια. (Και συμβολίζει αυτή την λάμπουσαν από αγιότητα βασιλείαν του Θεού, την οποίαν λαμπρύνει ως ήλιος αυτός ο Χριστός και ως δώδεκα φωτεινοί αστέρες οι δώδεκα Απόστολοι).

Αποκ. 12,2         καὶ ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἔκραζεν ὠδίνουσα καὶ βασανιζομένη τεκεῖν.

Αποκ. 12,2                Και η γυναίκα αυτή ήτο έγκυος και έκραζε, διότι ησθάνετο τους πόνους του τοκετού και εβασανίζετο, δια να γεννήση τον Μεσσίαν (να ενθρονίση δια της Εκκλησίας τον Κυριον Ιησούν Χριστόν εις τας καρδίας των ανθρώπων).

Αποκ. 12,3         καὶ ὤφθη ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἰδοὺ δράκων πυῤῥὸς μέγας, ἔχων κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ἑπτὰ διαδήματα,

Αποκ. 12,3                Και εφάνη άλλο σημείον στον ουρανόν. Και ιδού ένας μεγάλος κόκκινος δράκων, που είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα και επάνω εις τα επτά κεφάλια του επτά διαδήματα, (το απαίσιον αυτό τέρας συμβολίζει τον μοχθηρότατον ανθρωποκτόνον διάβολον με τα πολυάριθμα όργανα του και την τεραστίαν δια την αμαρτωλότητα των λαών εξουσίαν του επί του κόσμου).

Αποκ. 12,4         καὶ ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν. καὶ ὁ δράκων ἕστηκεν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς τῆς μελλούσης τεκεῖν, ἵνα, ὅταν τέκῃ, τὸ τέκνον αὐτῆς καταφάγῃ.

Αποκ. 12,4                Και η ουρά αυτού σύρει το εν τρίτον από τα αστέρια του ουρανού, τους αγγέλους δηλαδή που επανεστάτησαν μαζή του εναντίον του Θεού, και τους οποίους έρριψε κάτω εις την γην. Και ο δράκων αυτός εστάθη εμπρός εις την γυναίκα, που επρόκειτο να γεννήση, δια να καταφάγη το τέκνον της όταν το γεννήση. (Ο σατανάς με μανίαν και λύσσαν εστράφη εναντίον του Μεσσίου, δια να τον εξοντώση με την φονικήν απόφασιν του Ηρώδου, με τους ιδικούς του μεγάλους πειρασμούς και με την θεοκτόνον μανίαν των Εβραίων).

Αποκ. 12,5         καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἄῤῥενα, ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ἡρπάσθη τὸ τέκνον αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ.

Αποκ. 12,5                Και εγέννησεν η γυναίκα παιδί αρσενικό, που μέλλει να ποιμάνη τα έθνη με σιδηράν ράβδον. Και ηρπάσθη το τέκνον αυτής πλησίον του Θεού και στον θρόνον αυτού (ο Μεσσίας διέφυγε την εξοντωτικήν μανίαν του διαβόλου και των οργάνων του, ετελείωσε το έργον του και ανελήφθη ένδοξος στον ουρανόν).

Αποκ. 12,6         καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον ἡτοιμασμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἐκεῖ τρέφωσιν αὐτὴν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα.

Αποκ. 12,6                Και η γυναίκα έφυγεν εις την έρημον, όπου έχει τόπον ητοιμασμένον από τον Θεόν, δια να την τρέφουν τα όργανα του Θεού χιλίας διακοσίας εξήντα ημέρας, τριάμηση έτη. (Η Εκκλησία διωκομένη από τον αμαρτωλόν κόσμον χωρίζεται από αυτόν όχι τοπικώς αλλά πνευματικώς, ασφαλίζεται όμως και υπάρχει και δρα εις τας καλοπροαιρέτους ψυχάς με την χάριν του ιδρυτού της).

Αποκ. 12,7         Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ· ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ -τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ δράκοντος· καὶ ὁ δράκων ἐπολέμησε καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ,

Αποκ. 12,7                Και έγινε πόλεμος στον ουρανόν. Ο Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού ήλθαν να πολεμήσουν εναντίον του δράκοντος, του διαβόλου (ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Θεού και ηγωνίζετο να αποσπάση τους ανθρώπους από τον αληθινόν Θεόν και να τους υποτάξη στον εαυτόν του και την ειδωλολατρίαν). Και ο δράκων μαζή με τους αγγέλους του επολέμησε.

Αποκ. 12,8         καὶ οὐκ ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπος εὑρέθη αὐτῷ ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ.

Αποκ. 12,8                Και δεν υπερίσχυσεν, αλλά ενικήθη ολοσχερώς και η ήττα του ήτο τόσον μεγάλη, ώστε δεν ευρέθη πλέον τόπος δι' αυτόν στον ουρανόν.

Αποκ. 12,9         καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, -ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἐβλήθησαν.

Αποκ. 12,9                Και ερρίφθη αυτός ο δράκων, ο μεγάλος, ο παλαιός όφις, που εξηπάτησε τους πρωτοπλάστους, ο καλούμενος διάβολος και σατανάς, ο οποίος παραπλανά στο ψεύδος και την αμαρτίαν όλην την οικουμένην, ερρίφθη εις την γην και μαζή με αυτόν ερρίφθησαν και οι πονηροί άγγελοί του.

Αποκ. 12,10        καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαν· ἄρτι ἐγένετο ἡ σωτηρία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγορος τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, ὁ κατηγορῶν αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας καὶ νυκτός.

Αποκ. 12,10              Και ήκουσα φωνήν μεγάλην στον ουρανόν να λέγη· “τώρα πλέον επραγματοποιήθη εξ ολοκλήρου η σωτηρία των ανθρώπων και η δύναμις και η βασιλεία του Θεού μας και η δύναμις και η κυριαρχία του Χριστού του, διότι κατερρίφθη ο κατήγορος των αδελφών μας, που είναι εις την γην, αυτός που τους κατηγορούσε ενώπιον του Θεού μας συνεχώς ημέραν και νύκτα.

Αποκ. 12,11        καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καὶ οὐκ ἠγάπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου.

Αποκ. 12,11               Και αυτοί, οι πιστοί στον Χριστόν αδελφοί μας, τον ενίκησαν χάρις στο αίμα και την θυσίαν του Αρνίου και χάρις στο κήρυγμα της μαρτυρίας των ενώπιον του κόσμου, και οι οποίοι δεν ηγάπησαν και δεν επροτίμησαν την ζωήν των μέχρι και του μαρτυρικού ακόμη θανάτου δια την πίστιν των και την μαρτυρίαν των υπέρ του Χριστού.

Αποκ. 12,12        διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες· οὐαὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει.

Αποκ. 12,12              Δια τούτο ευφραίνεσθε ουρανοί και όσοι κατοικούν εις αυτούς. Αλλοίμονον όμως εις την γην και την θάλασσαν, διότι κατέβηκε ο διάβολος προς σας με μανίαν μεγάλην, γνωρίζων καλά, ότι ολίγον ακόμη καιρόν έχει εις την διάθεσιν του διότι η σκοτεινή κυριαρχία του θα καταλυθή έντος ολίγου.

Αποκ. 12,13        Καὶ ὅτε εἶδεν ὁ δράκων ὅτι ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, ἐδίωξε τὴν γυναῖκα ἥτις ἔτεκε τὸν ἄῤῥενα.

Αποκ. 12,13               Και όταν ο δράκων είδεν ότι ερρίφθη εις την γην, κατεδίωξεν με μανίαν την γυναίκα, που εγέννησε το αρσενικόν τέκνον. (Κατεδίωξε με τα όργανά του την Εκκλησίαν του Χριστού).

Αποκ. 12,14        καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄφεως.

Αποκ. 12,14              Και εδόθησαν εις την γυναίκα οι δύο φτερούγες του αετού του μεγάλου, δια να πετά εις την έρημον, στον τόπον της, που είχεν ορισθή από τον Θεόν και να τρέφεται εκεί ασφαλής και απρόσβλητος από την μανίαν του όφεως ένα έτος και δύο ακόμη έτη και μισό έτος. (Δεν θα ηττηθή ούτε θα καταβληθή από τους διωγμούς, αλλά φρουρουμένη και ενισχυομένη από τον Θεόν θα τους υπερνικήση).

Αποκ. 12,15        καὶ ἔβαλεν ὁ ὄφις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ὀπίσω τῆς γυναικὸς ὕδωρ ὡς ποταμόν, ἵνα αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ.

Αποκ. 12,15               Και τότε ο όφις έβγαλεν από το στόμα του και έρριψε πίσω από την γυναίκα ύδατα πολλά, σαν ποτάμι, δια να την παρασύρη μέσα εις αυτό και την πνίξη. (Ποτάμι έρρευσαν τα αίματα των μαρτύρων, μέσα εις τα οποία ηθέλησεν ο σατανάς να πνίξη και εξολοθρεύση την Εκκλησίαν).

Αποκ. 12,16        καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ γυναικί, καὶ ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιε τὸν ποταμὸν ὃν ἔβαλεν ὁ δράκων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ.

Αποκ. 12,16              Και εβοήθησεν η γη την γυναίκα, και ήνοιξεν η γη (κατά διαταγήν Θεού) το στόμα της και κατάπιε τον ποταμόν, τον οποίον ο δράκων έρριψε από το στόμα του. (Οι διωγμοί και οι διώκται δεν θα επιτύχουν τίποτε εναντίον της Εκκλησίας, αλλά θα συντριβούν και θα εξαφανισθούν εις την γην).

Αποκ. 12,17        καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ.

Αποκ. 12,17               Και κατελήφθη από μανίαν ο δράκων εναντίον της γυναικός και επήγε να κάμη πόλεμον εναντίον των υπολοίπων απογόνων της (των ανθρώπων, που θα επίστευαν στον Χριστόν και θα ήσαν αδελφοί αυτού), οι οποίοι θα ετήρουν τας εντολάς του Θεού και θα είχαν σταθεράν και ακλόνητον την ομολογίαν της πίστεως των στον Ιησούν Χριστόν.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 13

 

Αποκ. 13,1         Καὶ ἐστάθην ἐπὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης· καὶ εἶδον ἐκ τῆς θαλάσσης θηρίον ἀναβαῖνον, ἔχον κέρατα δέκα καὶ κεφαλὰς ἑπτά, καὶ ἐπὶ τῶν κεράτων αὐτοῦ δέκα διαδήματα, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ὀνόματα βλασφημίας.

Αποκ. 13,1                 Και εστάθηκα εις την αμμουδιά της θαλάσσης και είδα να ανεβαίνη από την θάλασσαν (η οποία συμβολίζει την άβυσον του Αδου και τον τεταραγμένον αμαρτωλόν κόσμον) θηρίον, το οποίον είχε δέκα κέρατα και επτά κεφαλάς και επάνω εις τα κέρατα δέκα διαδήματα, (σύμβολα της κυριαρχίας του επάνω εις τας βασιλείας του κόσμου) και εις τας κεφαλάς αυτού ήσαν γραμμένα ονόματα βλασφημίας. (Ονόματα θεοποιηθέντων αυτοκρατόρων της Ρωμης και άλλων κυριάρχων εις τα βασίλεια της γης).

Αποκ. 13,2         καὶ τὸ θηρίον ὃ εἶδον ἦν ὅμοιον παρδάλει, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς ἄρκου, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς στόμα λέοντος. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ δράκων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν μεγάλην· -

Αποκ. 13,2                Και το θηρίον, το οποίον είδα ήτο όμοιον με πάνθηρα και τα πόδια του σαν της αρκούδας και το στόμα του σαν στόμα λέοντος. (Δια των θηρίων αυτών, που εκφράζουν την αιμοβορίαν, την λαιμαργίαν, την θηριωδίαν και αλαζονείαν συμβολίζεται η απανθρωπία, η απληστία και η αλαζονεία των διεφθαρμένων κοσμικών αυτοκρατοριών και ειδικώτερα της Ρωμης). Και ο δράκων έδωκε εις αυτό το θηρίον, που συμβόλιζε τον θηριώδη αντίχριστον, την δύναμιν του και τον θρόνον του και την μεγάλην εξουσίαν του (εφ' εσον άλλωστε θα το εχρησιμοποιούσε ως όργανον του εναντίον της Εκκλησίας).

Αποκ. 13,3         καὶ μίαν ἐκ τῶν κεφαλῶν αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατον. καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη, καὶ ἐθαύμασεν ὅλη ἡ γῆ ὀπίσω τοῦ θηρίου.

Αποκ. 13,3                 Και είδα μίαν από τας κεφαλάς του σαν σφαγμένην κατά ένα τρόπον θανατηφόρον. Αλλ' η θανάσιμος αυτού πληγή εθεραπεύθη (προφανώς από τον σατανά) και εθαύμασεν όλη η οικουμένη και ηκολούθησεν οπίσω από το θηρίον.

Αποκ. 13,4         καὶ προσεκύνησαν τῷ δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ᾿ αὐτοῦ;

Αποκ. 13,4                Και επροσκύνησαν τον δράκοντα, τον σατανά, ο οποίος έδωκε αυτήν την εξουσίαν στο θηρίον, στον αντίχριστον. Και επροσκύνησαν ακόμη το θηρίον, λέγοντες· “ποιός είναι όμοιος με το θηρίον και ποιός ημπορεί να πολεμήση εναντίον του;”

Αποκ. 13,5         καὶ ἐδόθη αὐτῷ στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ βλασφημίαν· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία πόλεμον ποιῆσαι μῆνας τεσσαράκοντα δύο.

Αποκ. 13,5                 Και εδόθη εις αυτό από τον σατανάν βέβηλον στόμα, το οποίον λαλεί αλαζονικάς καυχησιολογίας και βλασφημίας εναντίον του Θεού. Και εδόθη εις αυτό (κατά παραχώρησιν Θεού) η άδεια και η εξουσία να κάμη πόλεμον επί τρία έτη και μισό.

Αποκ. 13,6         καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν, βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας.

Αποκ. 13,6                Και ήνοιξε το στόμα του εις βλασφημίας εναντίον του Θεού, δια να βλασφημήση το άγιον όνομα του Θεού και την ουράνιον κατοικίαν του και όλους τους αγγέλους και τους αγίους, που κατοικούν μαζή του στον ουρανόν (με την μοχθηράν διάθεσιν να εξαλείψη το όνομα του Θεού από την γην και να θεοποιήση τον φαύλον εαυτόν του).

Αποκ. 13,7         καὶ ἐδόθη αὐτῷ πόλεμον ποιῆσαι μετὰ τῶν ἁγίων καὶ νικῆσαι αὐτούς, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ λαὸν καὶ γλῶσσαν καὶ ἔθνος.

Αποκ. 13,7                 Και εδόθη στο θηρίον αυτό, κατά παραχώρησιν Θεού, η άδεια να κάμη πόλεμον εναντίον των Χριστιανών και να τους νικήση· και του εδόθη ακόμη η εξουσία να κυριαρχήση εις κάθε φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος (και να γίνη έτσι η Ρωμη, που συμβολίζεται με το θηρίον, με τον αντίχριστον, κοσμοκράτειρα).

Αποκ. 13,8         καὶ προσκυνήσουσιν αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου τοῦ ἐσφαγμένου ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.

Αποκ. 13,8                Και θα προσκυνήσουν αυτόν, που αλαζονικώς θα παριστάνη τον ευατόν του Θεόν, όλοι οι κάτοικοι της γης, εκείνοι δηλαδή, των οποίων το όνομα από καταβολής κόσμου δεν έχει γραφή στο βιβλίον της ζωής του σφαγμένου Αρνίου.

Αποκ. 13,9         Εἴ τις ἔχει οὖς, ἀκουσάτω.

Αποκ. 13,9                Οποίος έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του, ας ακούση.

Αποκ. 13,10        εἴ τις εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπάγει, εἰς αἰχμαλωσίαν ὑπάγει· εἴ τις ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτέννει, δεῖ αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτανθῆναι. ὧδέ ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων.

Αποκ. 13,10               Οποιος σύρει άλλους εις αιχμαλωσίαν, βαδίζει και ο ίδιος εις αιχμαλωσίαν. Οποιος φονεύσει με μαχαίρι, πρέπει και αυτός σύμφωνα με την δικαιοσύνην του Θεού, με μαχαίρι να φονευθή. (Τα εγκλήματα και τα αδικήματα θα πληρωθούν και θα τιμωρηθούν με το ίδιο μέτρον). Εδώ φαίνεται η υπομονή και η πίστις των Χριστιανών.

Αποκ. 13,11        Καὶ εἶδον ἄλλο θηρίον ἀναβαῖνον ἐκ τῆς γῆς, καὶ εἶχε κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ, καὶ ἐλάλει ὡς δράκων.

Αποκ. 13,11               Και είδα άλλο θηρίον να ανεβαίνη από την γην· και είχε δύο κέρατα, που εμοιαζαν σαν κέρατα αρνίου· ωμιλούσε όμως σαν δράκων. (Εσυμβόλιζε τους ψευδοπροφήτας, οι οποίοι σαν αθώα πρόβατα ομιλούν με γλυκύτητα, αλλ' έχουν την καρδίαν και τα φρονήματα του διαβόλου).

Αποκ. 13,12        καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου θηρίου πᾶσαν ποιεῖ ἐνώπιον αὐτοῦ. καὶ ποιεῖ τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας ἵνα προσκυνήσωσι τὸ θηρίον τὸ πρῶτον, οὗ ἐθεραπεύθη ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ.

Αποκ. 13,12               Υποτάσσεται δε και εκτελεί όλην την εξουσίαν του πρώτου θηρίου, πειθαρχικόν σαν εκτελεστικόν όργανον εμπρός εις αυτό. Παρασύρει δε και κάμνει την γην και εκείνους που κατοικούν εις αυτήν να προσκυνούν το πρώτον θηρίον, του οποίου η θανάσιμος πληγή έχει θεραπευθή.

Αποκ. 13,13        καὶ ποιεῖ σημεῖα μεγάλα, καὶ πῦρ ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνῃ εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.

Αποκ. 13,13               Και κάμνει, το προβατόσχημον αυτό θηρίον (με την δύναμιν του διαβόλου) μεγάλα και τερατώδη σημεία, ώστε και από τον ουρανόν να κατεβαίνη εις την γην εμπρός εις τα μάτια των ανθρώπων φωτιά (κατά μίμησιν του προφήτου Ηλιού).

Αποκ. 13,14        καὶ πλανᾷ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὰ σημεῖα ἃ ἐδόθη αὐτῷ ποιῆσαι ἐνώπιον τοῦ θηρίου, λέγων τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ, ὃς εἶχε τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρας καὶ ἔζησε.

Αποκ. 13,14               Και παρασύρει εις την πλάνην τους κατοίκους της γης με τα αγυρτικά αυτά θαύματα, δια τα οποία του εδόθη άδεια εκ μέρους του Θεού να τα κάμη, λέγων και προτρέπων τους κατοίκους της γης να κάμουν είδωλον και να θεοποιήσουν το θηρίον, τον Αντίχριστον, το οποίον καίτοι είχε λάβει την πληγήν της μαχαίρας, εν τούτοις έζησε.

Αποκ. 13,15        καὶ ἐδόθη αὐτῷ πνεῦμα δοῦναι τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου, ἵνα καὶ λαλήσῃ ἡ εἰκὼν τοῦ θηρίου καὶ ποιήσῃ, ὅσοι ἐὰν μὴ προσκυνήσωσι τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου, ἵνα ἀποκτανθῶσι.

Αποκ. 13,15               Και του παρεχωρήθη άδεια να δώση ζωήν στο είδωλον του θηρίου, ώστε να ομιλήση το είδωλον του θηρίου. Ακόμη δε του επετράπη να ενεργήση, ώστε να φονευθούν όσοι δεν θα ήθελαν να προσκυνήσουν το είδωλον του θηρίου.

Αποκ. 13,16        καὶ ποιεῖ πάντας, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, καὶ τοὺς ἐλευθέρους καὶ τοὺς δούλους, ἵνα δώσωσιν αὐτοῖς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν,

Αποκ. 13,16               Παρασύρει δε και πείθει όλους, τους μικρούς και τους μεγάλους, τους πλουσίους και τους πτωχούς, τους ελευθέρους και τους δούλους, να προσκυνήσουν το είδωλον και να υποταχθούν στο θηρίον και να τους δώσουν ανεξάλειπτον χαραγμένην σφραγίδα στο δέξι των χέρι και εις τα μέτωπά των, όπως γίνεται με τους δούλους, (δια να διαλαλούν έτσι την ισόβιον υποταγήν των στο θηρίον).

Αποκ. 13,17        καὶ ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.

Αποκ. 13,17               Και δια να θλίψη και ταλαιπωρήση τους Χριστιανούς, πειθαναγκάζει, κανείς να μη ημπορή να αγοράση η να πωλήση, εκτός εκείνων που έχουν το χάραγμα και την σφραγίδα του θηρίου, η οποία σφραγίς είναι το όνομα του θηρίου η ο αριθμός, που συμβολίζουν τα γράμματα του ονόματός του.

Αποκ. 13,18        Ὧδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς.

Αποκ. 13,18               Εδώ είναι η θεία σοφία· εκείνος που έχει φωτισμένον και καθαρόν νουν ας υπολογίση το σύνολον των αριθμών, που συμβολίζουν τα γράμματα του ονόματός του. Διότι είναι αριθμός ονόματος ανθρώπου. Και ο αριθμός αυτός, που βγαίνει, από την άθροισιν των γραμμάτων λαμβανομένων ως αριθμών, κατά το ελληνικόν σύστημα, είναι εξακόσια εξήκοντα εξ η χξστ'. Είναι δε το όνομα του Αντιχρίστου.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 14

 

Αποκ. 14,1         Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἑστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν.

Αποκ. 14,1                 Και είδον και ιδού το Αρνίον, το οποίον εστέκετο επάνω στο όρος της νέας Σιών, της αγωνιζομένης Εκκλησίας, και μαζή με αυτό πολυάριθμοι εκλεκτοί πιστοί από όλα τα έθνη, που συμβολίζονται με τον αριθμόν εκατόν σαράντα τέσσαρες χιλιάδες και έχουν γραμμένο επάνω εις τα μέτωπά των το όνομα του Αρνίου και του Πατρός αυτού.

Αποκ. 14,2         καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης· καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα, ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν.

Αποκ. 14,2                Και ήκουσα φωνήν από την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν του ουρανού, σαν την βοήν υδάτων πολλών, που πίπτουν σαν καταρράκτες από ψηλά, και σαν φωνήν μεγάλης βροντής. Και η φωνή, την οποίαν ήκουσα, δεν ήτο τρομακτική αλλ' ευχάριστος, διότι ήτο σαν φωνή κιθαρωδών, που ψάλλουν και συγχρόνως παίζουν με τας κιθάρας των.

Αποκ. 14,3         καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς.

Αποκ. 14,3                Και ψάλλουν νέον ύμνον εμπρός στον θρόνον του Θεού και εμπρός εις τα τέσσαρα ζώα και τους εικοσιτέσσαρες πρεσβυτέρους. Και κανείς άλλος δεν ημπορούσε να κατανοήση την νέαν αυτήν ωδήν, παρά μόνον οι εκατόν σαράντα τέσσαρες χιλιάδες, οι οποίοι είχαν εξαγορασθή με το αίμα του Αρνίου ανάμεσα απ' όλους τους κατοίκους της γης.

Αποκ. 14,4         οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ. οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ·

Αποκ. 14,4                Αυτοί είναι οι αγνοί και αφωσιωμένοι στο Αρνίον, οι οποίοι δεν ήλθαν εις καμμίαν συνάφειαν με γυναίκας και δεν εμολύνθησαν, διότι είναι παρθένοι. Αυτοί είναι που ακολουθούν πιστώς και θαρραλέως το Αρνίον, όπου και αν υπάγη. Αυτοί έχουν εξαγορασθή ανάμεσα από το πλήθος των ανθρώπων, ως εκλεκτή απαρχή και ευάρεστος προσφορά στον Θεόν και στο Αρνίον.

Αποκ. 14,5         καὶ οὐχ εὑρέθη ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν· ἄμωμοι γάρ εἰσιν.

Αποκ. 14,5                Και δεν ευρέθηκε ποτέ ψέμα στο στόμα των, διότι είναι άμεμπτοι και ακέραιοι.

Αποκ. 14,6         Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν,

Αποκ. 14,6                Και είδα άλλον άγγελον να πετά εις τα μεσουράνια και να έχη χαρμόσυνον, αιωνίου κύρους μήνυμα, το μήνυμα της λυτρώσεως και της ανταποδόσεως, δια να το αναγγείλη και διαλαλήση εις όλους όσοι ευρίσκονται εις την γην, εις κάθε έθνος και κάθε φυλήν και γλώσσαν και λαόν,

Αποκ. 14,7         λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· φοβήθητε τὸν Κύριον καὶ δότε αὐτῷ δόξαν, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ, καὶ προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων.

Αποκ. 14,7                λέγων με μεγάλην φωνήν· “φοβηθήτε τον Κυριον και δοξάσατε το όνομα του, διότι ήλθεν η ώρα, που θα κάμη την μεγάλην κρίσιν και θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα αυτού. Και προσκυνήσατε αυτόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και τας πηγάς των υδάτων”.

Αποκ. 14,8         καὶ ἄλλος δεύτερος ἄγγελος ἠκολούθησε λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη.

Αποκ. 14,8                Και άλλος δεύτερος άγγελος ήλθεν έπειτα από τον πρώτον λέγων· “έπεσεν, έπεσεν η Βαβυλών η μεγάλη. (Η πολυάνθρωπος και διευθαρμένη Ρωμη, η οποία ως προς την φαυλότητα και εξαθλίωσιν της ομοιάζει με την παλαιάν αμαρτωλήν Βαβυλώνα). Αυτή η νέα, διεφθαρμένη Βαβυλών έχει ποτίσει όλα τα έθνη με την κραιπάλην της ασωτίας της, με την φλόγα και την παραφοράν της σαρκολατρίας της”.

Αποκ. 14,9         Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλη· εἴ τις προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ,

Αποκ. 14,9                Και άλλος, τρίτος άγγελος ήλθεν έπειτα από αυτούς, λέγων με φωνήν μεγάλην· “όποιος προσκυνεί το θηρίον, τον αντίχριστον και την εικόνα αυτού και παίρνει την χαραγμένην σφραγίδα του επάνω στο μέτωπόν του η στο χέρι του (και δηλώνει έτσι δουλικήν υποταγήν εις αυτό)

Αποκ. 14,10        καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 14,10              και αυτός θα πίη από τον οίνον του θυμού του Θεού, που έχει κερασθή ανόθευτος και δραστικός στο ποτήρι της οργής του και θα βασανισθή με φωτιά και θειάφι (με σωματικάς και ψυχικάς τιμωρίας) εμπρός στους αγίους αγγέλους και εμπρός στο Αρνίον.

Αποκ. 14,11        καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.

Αποκ. 14,11               Και ο καπνός από την φωτιά και το θειάφι του ακαταπαύστου βασανισμού των θα ανεβαίνη εις αιώνας αιώνων και δεν θα έχουν καθόλου ανάπαυσιν ημέραν και νύκτα αυτοί που προσκυνούν το θηρίον και την εικόνα του, και όποιος άλλος παίρνει το χάραγμα της σφραγίδος του ονόματος του θηρίου.

Αποκ. 14,12        Ὧδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν Ἰησοῦ.

Αποκ. 14,12              Εδώ τώρα δείχνεται η υπομονή των Χριστιανών, αυτών που τηρούν τας εντολάς του Θεού και κρατούν σταθερά την πίστιν του Ιησού”.

Αποκ. 14,13        Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· γράψον, μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν.

Αποκ. 14,13               Και ήκουσα φωνήν από τον ουρανόν, η οποία έλεγε· “γράψε· μακάριοι απ' εδώ και πέρα είναι οι νεκροί, που πεθαίνουν με την πίστιν και την κοινωνίαν των προς τον Χριστόν. Ναι, πράγματι και αληθεία, είναι μακάριοι, λέγει το Πνεύμα το Αγιον. Και πεθαίνουν, δια ν' αναπαυθούν από τους κόπους των· τα δε ενάρετα έργα των τους συνοδεύουν σαν θησαυρός αναφαίρετος μαζή των,εις την άλλην ζωήν, ως απόδειξις της πίστεώς των και συνήγορός των ενώπιον του δικαίου Θεού”.

Αποκ. 14,14        Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ νεφέλη λευκή, καὶ ἐπὶ τὴν νεφέλην καθήμενος ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου, ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δρέπανον ὀξύ.

Αποκ. 14,14              Και είδα νέον όραμα· και ιδού ένα λευκόν, ολόφωτον σύνεφον, και επάνω στο σύνεφο είδα να κάθεται ο δικαιοκρίτης Χριστός, που ωμοίαζε προς υιόν ανθρώπου. Και είχεν επάνω στο κεφάλι του, ως βασιλικόν διάδημα, ολόχρυσον στέφανον και στο χέρι του εκρατούσε δρεπάνι κοφτερό.

Αποκ. 14,15        Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ, κράζων ἐν φωνῇ μεγάλῃ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῆς νεφέλης· πέμψον τὸ δρέπανόν σου καὶ θέρισον, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ θερίσαι, ὅτι ἐξηράνθη ὁ θερισμὸς τῆς γῆς.

Αποκ. 14,15               Και άλλος άγγελος εβγήκεν από τον ναόν του Θεού εκ του ουρανού, κράζων με μεγάλην φωνήν προς εκείνον, που εκάθητο επάνω εις την νεφέλην· “στείλε το δρεπάνι σου και θέρισε, διότι ήλθεν η ώρα να θερίσης, ωρίμασαν πλέον και εμέστωσαν οι κόκκοι του σίτου και εξηράνθησαν τα στάχυα, έτοιμα προς θερισμόν”. (Μαζεψε ως σίτον εκλεκτόν εις τας ουρανίους αποθήκας σου τους πιστούς εις σε και εκλεκτούς Χριστιανούς).

Αποκ. 14,16        καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τὴν νεφέλην τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ.

Αποκ. 14,16              Και αυτός που εκάθητο επάνω στο σύννεφον έρριψε το δρεπάνι του εις την γην και εθερίσθη η γη (και οι δίκαιοι, σαν εκλεκτός σίτος μετεφέρθησαν στον ουρανόν).

Αποκ. 14,17        Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἔχων καὶ αὐτὸς δρέπανον ὀξύ.

Αποκ. 14,17               Και άλλος άγγελος εβγήκεν από τον ουράνιον ναόν του Θεού. Είχε και αυτός δρεπάνι καλοτροχισμένο και κοπτερό.

Αποκ. 14,18        Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, ἔχων ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἐφώνησε κραυγῇ μεγάλῃ τῷ ἔχοντι τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ λέγων· πέμψον σου τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ καὶ τρύγησον τοὺς βότρυας τῆς ἀμπέλου τῆς γῆς, ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς.

Αποκ. 14,18              Και άλλος άγγελος, εβγήκεν από το θυσιαστήριον, (κάτω από το οποίον υπήρχαν αι ψυχαί εκείνων, που είχαν σφαγή δια την πίστιν των στο Αρνίον). Και αυτός, όργανον της θείας δικαιοσύνης, είχε εξουσίαν στο πυρ της κολάσεως, που φλογίζει τους ασεβείς, και έκραξε με μεγάλην κραυγήν στον άγγελον που είχε το κοφτερό δρεπάνι, λέγων· “στείλε το κοφτερό δρεπάνι σου και τρύγησε τα σταφύλια από τα αμπέλια της γης, διότι έχει ωριμάσει πλέον το σταφύλι της γης”. (Στείλε όλεθρον και θάνατον στους ασεβείς και φαύλους, διότι η κακία των έχει φθάσει στο απροχώρητον).

Αποκ. 14,19        καὶ ἔβαλεν ὁ ἄγγελος τὸ δρέπανον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐτρύγησε τὴν ἄμπελον τῆς γῆς, καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν ληνὸν τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τὴν μεγάλην.

Αποκ. 14,19              Και έρριψεν ο άγγελος το δρεπάνι του εις την γην και ετρύγησε την άμπελον της παρανομίας και έρριψε τους αμαρτωλούς σαν σταφύλια στο μεγάλο πατητήρι του θυμού του Θεού.

Αποκ. 14,20        καὶ ἐπατήθη ἡ ληνὸς ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα ἐκ τῆς ληνοῦ ἄχρι τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων ἀπὸ σταδίων χιλίων ἑξακοσίων.

Αποκ. 14,20              Και επατήθη το πατητήρι, αυτό, που ήτο έξω από την πόλιν, και εβγήκεν αίμα, που επλημμύρισε την περιοχήν εις έκτασιν χιλίων εξακοσίων σταδίων και εις ύψος μέχρι τα χαλινάρια των ίππων.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 15

 

Αποκ. 15,1         Καὶ εἶδον ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ μέγα καὶ θαυμαστόν, ἀγγέλους ἑπτὰ ἔχοντας πληγὰς ἑπτὰ τὰς ἐσχάτας, ὅτι ἐν αὐταῖς ἐτελέσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ.

Αποκ. 15,1                 Και είδα άλλο σημείον στον ουρανόν μεγάλο και θαυμαστόν. Είδα επτά αγγέλους, που εκρατούσαν επτά πληγάς, τας τελευταίας τιμωρίας εναντίον των ασεβών της γης, προ της μεγάλης κρίσεως, διότι μέσα εις αυτάς εμαζεύθηκε συμπυκνωμένη ολόκληρος η φοβερά οργή του Θεού.

Αποκ. 15,2         καὶ εἶδον ὡς θάλασσαν ὑαλίνην μεμιγμένην πυρί, καὶ τοὺς νικῶντας ἐκ τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ καὶ ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἑστῶτας ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν ὑαλίνην, ἔχοντας τὰς κιθάρας τοῦ Θεοῦ.

Αποκ. 15,2                Και είδα σαν θάλασσαν υαλίνην την ολοφάνερον ενώπιον του Θεού κτίσιν, η οποία τώρα ήτο ανακατεμένη με φωτιά, προμήνυμα της οργής του Θεού. Και είδα τους νικητάς στον αγώνα των εναντίον του θηρίου και της εικόνος αυτού και του ονόματος αυτού να στέκωνται επάνω εις την υαλίνην θάλασσαν και να έχουν τας κιθάρας του Θεού.

Αποκ. 15,3         καὶ ᾄδουσι τὴν ᾠδὴν Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ᾠδὴν τοῦ ἀρνίου λέγοντες· μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· δίκαιαι καὶ ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἐθνῶν.

Αποκ. 15,3                 Και αυτοί, όπως άλλοτε ο δούλος του Θεού Μωϋσής έψαλλε δια την απολύτρωσιν του Ισραηλιτικού λαού, ψάλλουν την ωδήν του Μωϋσέως και την ωδήν προς δόξαν του Αρνίου, λέγοντες· “Μεγάλα και θαυμαστά είναι τα έργα σου, Κυριε ο Θεός ο παντοκράτωρ. Απολύτως δίκαιαι και κατά πάντα αληθιναί αι οδοί σου, οι σοφοί τρόποι, που χρησιμοποιείς δια την καθοδήγησιν και σωτηρίαν των ανθρώπων, συ που είσαι ο βασιλεύς των εθνών.

Αποκ. 15,4         τίς οὐ μὴ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; ὅτι μόνος ὅσιος, ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐφανερώθησαν.

Αποκ. 15,4                Ποιός δεν θα φοβηθή, Κυριε, και δεν θα δοξάση το όνομά σου; Διότι συ είσαι ο μόνος άγιος και αμίαντος και ένεκα τούτου θα έλθουν όλα τα έθνη και θα προσκυνήσουν ενώπιόν σου, διότι το άγιον θέλημά σου, αι δίκαιαι κρίσεις και αποφάσεις σου έγιναν πλέον φανεραί”.

Αποκ. 15,5         Καὶ μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἐν τῷ οὐρανῷ,

Αποκ. 15,5                 Και έπειτα από αυτά είδα, ότι ανοίχθηκε ο άγιος ναός της επουρανίου σκηνής του μαρτυρίου.

Αποκ. 15,6         καὶ ἐξῆλθον οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες τὰς ἑπτὰ πληγὰς ἐκ τοῦ ναοῦ, οἳ ἦσαν ἐνδεδυμένοι λίνον καθαρὸν λαμπρὸν καὶ περιεζωσμένοι περὶ τὰ στήθη ζώνας χρυσᾶς.

Αποκ. 15,6                Και εβγήκαν από τον ναόν οι επτά άγγελοι, που είχαν τας επτά πληγάς, δια να τιμωρήσουν τους ασεβείς. Και οι άγγελοι αυτοί εφορούσαν ένδυμα λινόν, κατακάθαρον και ολόλαμπρον, και ήσαν ζωσμένοι γύρω από τα στήθη με ζώνας χρυσάς.

Αποκ. 15,7         καὶ ἓν ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων ἔδωκε τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις ἑπτὰ φιάλας χρυσᾶς, γεμούσας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 15,7                 Και ένα από τα τέσσαρα ζώα έδωκεν στους επτά αγγέλους επτά χρυσές φιάλες, γεμάτες από θυμόν του Θεού, ο οποίος, αιώνιος και αναλοίωτος, ζη στους αιώνας των αιώνων.

Αποκ. 15,8         καὶ ἐγεμίσθη ὁ ναὸς ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐκ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ·

Αποκ. 15,8                Και εγέμισεν ο ναός από καπνόν, ο οποίος εσυμβόλιζε την παρουσίαν του ενδόξου και παντοδυνάμου Θεού.

Αποκ. 15,9         καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναὸν ἄχρι τελεσθῶσιν αἱ ἑπτὰ πληγαὶ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων.

Αποκ. 15,9                Και κανείς δεν ημπορούσε να εισέλθη στον ναόν, όπου ήτο παρών ο ωργισμένος εναντίον των ασεβών Θεός, μέχρις ότου λάβουν τέλος αι επτά πληγαί των επτά αγγέλων εναντίον των αμαρτωλών.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 16

 

Αποκ. 16,1         Καὶ ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις· ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν.

Αποκ. 16,1                 Και ήκουσα φωνήν μεγάλην από τον ναόν του Θεού να λέγη προς τους επτά αγγέλους· “πηγαίνετε και χύσετε επάνω εις την γην τας επτά φιάλας του θυμού του Θεού.

Αποκ. 16,2         Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ.

Αποκ. 16,2                Και απήλθεν ο πρώτος άγγελος και έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις την γην και (όπως επί Μωϋσέως με κάποιαν ανάλογον πληγήν εναντίον των αμετανοήτων Αιγυπτίων, έτσι και τώρα) έγινε μία κακή πληγή, γεμάτη πόνους στους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν το χάραγμα της σφραγίδος του θηρίου και εις εκείνους, οι οποίοι επροσκυνούσαν το είδωλον αυτού. (Τιμωρία φοβερά εκ μέρους του Θεού, που προκαλούσε σωματικούς και ψυχικούς πόνους).

Αποκ. 16,3         Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ.

Αποκ. 16,3                Και ο δεύτερος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις την θάλασσαν. Και έγινεν η θάλασσα (όπως άλλοτε εις την εποχήν του αμετανοήτου Φαραώ) αίμα σαν ανθρώπου σκοτωμένου. Και κάθε ζωη, που υπήρχε μέσα εις την θάλασσαν, απέθανε.

Αποκ. 16,4         Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων· καὶ ἐγένετο αἷμα.

Αποκ. 16,4                Και ο τρίτος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του εις τα ποτάμια και εις τας πηγάς των υδάτων. Και έγιναν όλα αίμα. (Ποταμηδόν έχυσαν οι ασεβείς το αίμα των μαρτύρων της πίστεως. Αίμα τώρα, προς τιμωρίαν των, γίνονται τα νερά της γης).

Αποκ. 16,5         Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα ἔκρινας·

Αποκ. 16,5                Και ήκουσα τον άγγελον, που έχει εξουσίαν επάνω εις τα ύδατα να λέγη· “δίκαιος είσαι συ, που υπάρχεις πάντοτε και υπήρχες προαιωνίως, συ ο όσιος, συ ο απολύτως άγιος, διότι σύμφωνα με την άπειρον δικαιοσύνην σου έκρινες, απεφάσισες και έπραξες αυτά.

Αποκ. 16,6         ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας πιεῖν· ἄξιοί εἰσι.

Αποκ. 16,6                Διότι οι ασεβείς έχυσαν το αίμα των αγίων και των προφητών σου και τους έδωσες συ αντί νερού να πιουν αίμα. Είναι άξιοι δια την τιμωρίαν αυτήν”.

Αποκ. 16,7         Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος· ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις σου.

Αποκ. 16,7                Και ήκουσα από το θυσιαστήριον, (δηλαδή από τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού) φωνήν να λέγη· “ναι, Κυριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, αληθιναί και δίκαιαι είναι αι κρίσεις και αποφάσεις σου”.

Αποκ. 16,8         Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους,

Αποκ. 16,8                Και ο τέταρτος άγγελος αδειασε το περιεχόμενον της φιάλης του επάνω στον ήλιον. Και εδόθη στον ήλιον η δύναμις να εξαπολύση μεγάλο καύμα πυρός εναντίον των ανθρώπων.

Αποκ. 16,9         καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν.

Αποκ. 16,9                Και σαν να εψήθηκαν οι άνθρωποι μέσα στο ανυπόφορον αυτό λιοπύρι, και, αντί με μετάνοιαν να ζητήσουν το έλεος του Θεού, εβλασφήμησαν το όνομα του Θεού, που έχει την δύναμιν και την εξουσίαν επάνω εις τας πληγάς αυτάς και δεν μετενόησαν, δια να τον δοξάσουν.

Αποκ. 16,10        Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου· καὶ ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου,

Αποκ. 16,10              Και ο πέμπτος άγγελος αδειασε το περιεχόμενον της φιάλης του επάνω στον θρόνον του θηρίου. Και έγινε κατασκότεινη η βασιλεία του και οι άνθρωποι, οι οπαδοί και δούλοι του θηρίου, εμασούσαν τας γλώσσας των από τον δριμύν πόνον, που ησθάνοντο μέσα στο αδιαπέραστον εκείνο σκοτάδι.

Αποκ. 16,11        καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν.

Αποκ. 16,11               Και αντί συντετριμμένοι να ζητήσουν το θείον έλεος, εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εξ αιτίας του πόνου των και των πληγών των και δεν μετενόησαν και δεν απηρνήθησαν τα πονηρά των έργα.

Αποκ. 16,12        Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν μέγαν τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ, ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου.

Αποκ. 16,12              Και ο εκτός άγγελος έχυσε την φιάλην αυτού στον μεγάλον ποταμόν, τον Ευφράτην. Και εξηράνθηκε το νερό αυτού και έγινε βατός ο ποταμός, δια να είναι έτσι έτοιμος και ελεύθερος ο δρόμος των βασιλέων, που θα ήρχοντο από τα μέρη της Ανατολής (δια να πλημμυρίσουν με τα στρατεύματα των τας δυτικάς περιοχάς και τας εξολοθρεύσουν).

Αποκ. 16,13        Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ἀκάθαρτα, ὡς βάτραχοι·

Αποκ. 16,13               Και είδα από το στόμα του δράκοντος, του διαβόλου, και από το στόμα του θηρίου, του αντίχριστου, και από το στόμα του ψευδοπροφήτου να βγαίνουν τρία ακάθαρτα πνεύματα, που εμοιαζαν με αηδιαστικούς βατράχους.

Αποκ. 16,14        εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος.

Αποκ. 16,14              Και ήσαν αυτά δαιμονικά πνεύματα, που έκαμναν αγυρτικά και μαγικά θαύματα. Και τα δαιμονικά αυτά πνεύματα, που εξεπήδησαν από τα στόματα εκείνων, έσπευσαν στους βασιλείς όλης της οικουμένης, δια να τους συγκεντρώσουν με τας δολιότητάς των στον πόλεμον, που θα εγίνετο κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν, την οποίαν είχεν ορίσει ο Θεός ο Παντοκράτωρ, δια να καταλύση και συντρίψη τον αντίχριστον.

Αποκ. 16,15        Ἰδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ.

Αποκ. 16,15               “Ιδού έρχομαι έξαφνα σαν κλέπτης, λέγει ο Κυριος. Μακάριος είναι εκείνος, που μένει άγρυπνος και προσεκτικός και φυλάσσει αγνά και καθαρά τα ενδύματα της ψυχής του, δια να μη ζη και περιπατή γυμνός από αγαθά έργα και βλέπουν οι άγιοι και οι άγγελοι του ουρανού την ασχημίαν της ηθικής γυμνότητός του”.

Αποκ. 16,16        καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών.

Αποκ. 16,16              Και τότε τα δαιμονικά εκείνα πνεύματα εμάζεψαν τους βασιλείς με τους στρατούς των εις τόπον, ο οποίος λέγεται Εβραϊστί Αρμαγεδών, στους πρόποδας του Καρμήλου, όπου ο Ηλίας είχε κατασφάξει τους ιερείς της αισχύνης. (Συμβολίζει δε αυτό τους καταστρεπτικούς πολέμους δια μέσου των αιώνων και μάλιστα τον φοβερώτερον απ' όλους, ο οποίος θα συμβή ολίγον προ της οριστικής επικρατήσεως του Ευαγγελίου).

Αποκ. 16,17        Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα· καὶ ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θρόνου λέγουσα· γέγονε.

Αποκ. 16,17               Και ο έβδομος άγγελος έχυσε το περιεχόμενον της φιάλης του στον αέρα (δια να επακολουθήσουν έτσι τρομερά ατμοσφαιρικά και γεωλογικά φαινόμενα). Και εβγήκε μεγάλη φωνή από τον επουράνιον ναόν και από τον θρόνον του Θεού, η οποία έλεγε· “έγινε· επραγματοποιήθη εξ ολοκλήρου η βουλή του Θεού δια τον εξαφανισμόν του αντιχρίστου”.

Αποκ. 16,18        καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς οὕτω μέγας.

Αποκ. 16,18              Και έγιναν αμέσως αστραπαί και φωναί και βρονταί και συνεκλόνισε την γην μεγάλος σεισμός, όμοιος προς τον οποίον δεν είχε γίνει από τότε που οι άνθρωποι ενεφανίσθησαν επάνω εις την γην, τέτοιος φοβερός και τόσον μεγάλος σεισμός.

Αποκ. 16,19        καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ.

Αποκ. 16,19              Και εσχίσθη η πόλις η μεγάλη (η πολυάνθρωπος Ρωμη που εσυμβολίζετο με το όνομα της Βαβυλώνος) εις τρία μέρη και έπεσαν εις ερείπεια αι πόλεις των εθνών. Και την Ρωμην, την νέαν αυτήν μεγάλην Βαβυλώνα, (έχει δε η κάθε εποχή μέχρι συντελείας την ιδικήν της Βαβυλώνα) την ενεθυμήθησαν και την εμνημόνευσαν ενώπιον του Θεού, δια να της δώσουν το ποτήριον, το γεμάτο από τον δραστικόν οίνον του θυμού και της οργής του Θεού.

Αποκ. 16,20        καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὄρη οὐχ εὑρέθησαν.

Αποκ. 16,20              Και κάθε νησί έφυγε και εχάθηκε και τα βουνά έγιναν άφαντα και δεν ευρέθησαν. (Κράτη ασεβή και αντίθεα διαλύονται και θα διαλύωνται δια μέσου των αιώνων, πληττόμενα από την δικαίαν οργήν του Θεού).

Αποκ. 16,21        καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστὶν ἡ πληγὴ αὕτη σφόδρα.

Αποκ. 16,21              Και χάλαζα μεγάλη, της οποίας κάθε κόκκος είχε βάρος ενός ταλάντου, (εικόσι πέντε περίπου κιλά) έπεσε από τον ουρανόν με ορμήν επάνω στους ανθρώπους. Και αντί αυτοί μετανοημένοι να ζητήσουν το θείον έλεος, εβλασφήμησαν τον Θεόν ένεκα της πληγής της χαλάζης, διότι η πληγή αυτή ήτο παρά πολύ μεγάλη.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 17

 

Αποκ. 17,1         Καὶ ἦλθεν εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ φιάλας, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ λέγων· δεῦρο δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης τῆς καθημένης ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν,

Αποκ. 17,1                 Και ήλθεν από τον ουρανόν ένας εκ των επτά αγγέλων, που είχαν τας επτά φιάλας, και συνωμίλησε μαζή μου, λέγων· “έλα να σου δείξω την κατάκρισιν και καταδίκην της πόρνης της μεγάλης (της διεφθαρμένης, δηλαδή, και εξηχρειωμένης πολυαρίθμου πόλεως), η οποία κάθεται επάνω εις ύδατα πολλά (τα οποία συμβολίζουν λαούς και έθνη με αμαρτωλά και γήϊνα φρονήματα, ωσάν την μεγάλην πόλιν).

Αποκ. 17,2         μεθ᾿ ἧς ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ ἐμεθύσθησαν οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν ἐκ τοῦ οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς.

Αποκ. 17,2                Με αυτήν διεφθάρησαν και εξεφαυλίσθησαν οι βασιλείς της γης και εμέθυσαν οι κάτοικοι της γης από τον οίνον της πορνείας της” (από την μεθυστικήν ζάλην και παραφοράν της ηθικής εξαθλιώσεώς της).

Αποκ. 17,3         καὶ ἀπήνεγκέ με εἰς ἔρημον ἐν πνεύματι. καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ τὸ θηρίον τὸ κόκκινον, γέμον ὀνόματα βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα.

Αποκ. 17,3                 Και με μετέφερε εν εκστάσει κατά ένα τρόπον πνευματικόν εις ένα τόπον έρημον από την χάριν του Θεού και τους ανθρώπους του Θεού. Και είδα μίαν γυναίκα (που εξεικόνιζε την διεφθαρμένην Ρωμην) να κάθεται επάνω στο θηρίον το κόκκινον (το αιμοχαρές και αιματοβαμμένον από τα εγκλήματά του), το οποίον ήτο γεμάτον από βλασφημίας και είχε επτά κεφαλάς και δέκα κέρατα (τα οποία συμβολίζουν ασεβείς αυτοκράτορας, που είχαν θεοποιήσει τον εαυτόν τους).

Αποκ. 17,4         καὶ ἡ γυνὴ ἦν περιβεβλημένη πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ἔχουσα ποτήριον χρυσοῦν ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, γέμον βδελυγμάτων, καὶ τὰ ἀκάθαρτα τῆς πορνείας τῆς γῆς,

Αποκ. 17,4                Και η γυναίκα αυτή εφορούσε πολύτιμον πορφυρούν ένδυμα, κατακόκκινον όμως από τα αίματα, και ήτο χρυσωμένη και κοσμημένη με χρυσά στολίδια και πολυτίμους λίθους και μαργαριτάρια. Και είχε στο χέρι της ποτήρι χρυσό, που ήτο γεμάτο από τα αηδιαστικά βδελύγματα της αποχαλινωμένης ειδωλολατρίας· εκρατούσε δε ακόμη και τα ακάθαρτα έργα της φαυλότητός της, που εμόλυναν την γην.

Αποκ. 17,5         καὶ ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῆς ὄνομα γεγραμμένον· μυστήριον, Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς.

Αποκ. 17,5                 Και επάνω στο μέτωπον αυτής ήτο γραμμένον όνομα, που εφαίνετο μυστηριώδες και ακατάληπτο· “Βαβυλών η μεγάλη, η πρωτεύουσα και η μητέρα πολυαρίθμων διεφθαρμένων πόλεων, τόπος φαυλότητος και ειδωλολατρίας, που είναι βδελύγματα της γης”.

Αποκ. 17,6         καὶ εἶδον τὴν γυναῖκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ. καὶ ἐθαύμασα ἰδὼν αὐτὴν θαῦμα μέγα.

Αποκ. 17,6                Και είδα αυτήν την γυναίκα να μεθά από το αίμα των Χριστιανών και από το αίμα των μαρτύρων του Ιησού, τους οποίους εμισούσε και κατεδίωκε, δια να τους εξοντώση. Και όταν την είδα, εθαύμασα μεγάλον θαυμασμόν και δια την μεγαλοπρεπή εμφάνισίν της και δια την εξοντωτικήν της δύναμιν εναντίον των πιστών.

Αποκ. 17,7         Καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος· διατί ἐθαύμασας; ἐγὼ ἐρῶ σοι τὸ μυστήριον τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ θηρίου τοῦ βαστάζοντος αὐτήν, τοῦ ἔχοντος τὰς ἑπτὰ κεφαλὰς καὶ τὰ δέκα κέρατα.

Αποκ. 17,7                 Και μου είπεν ο άγγελος· “διατί εθαύμασες; Εγώ θα σου είπω και θα σου εξηγήσω το ακατάληπτον δια τους πολλούς μυστικόν, σχετικώς με την γυναίκα και με το θηρίον, που την βαστάζει, και το οποίον έχει τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα.

Αποκ. 17,8         Τὸ θηρίον ὃ εἶδες, ἦν καὶ οὐκ ἔστι, καὶ μέλλει ἀναβαίνειν ἐκ τῆς ἀβύσσου καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγειν· καὶ θαυμάσονται οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐπὶ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, βλεπόντων τὸ θηρίον ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ παρέσται.

Αποκ. 17,8                Το θηρίον, το οποίον είδες (και το οποίον συμβολίζει τους ασεβείς και τον εαυτόν τους θεοποιούντας αυτοκράτορας, όπως και τας διεφθαρμένας βασιλείας των) ήτο κάποτε και δεν υπάρχει πλέον, διότι έχει συντριβή. Και μέλλει πάλιν να ανεβή από την άβυσσον και να ενσαρκωθή στο πρόσωπον των αθέων ηγετών και αυτοκρατοριών, αλλά και πάλιν μέλλει να υπάγη στον όλεθρον και τον αφανισμόν κατανικημένον από την δύναμιν του Χριστού. Και οι κάτοικοι της γης, των οποίων το όνομα δεν είναι γραμμένον στο βιβλίον της ζωής από τότε που εκτίζετο ο κόσμος, θα θαυμάσουν, όταν ίδουν ότι το θηρίον υπήρχε μεν κάποτε και δεν υπάρχει, και όμως πάλιν θα παρουσιασθή.

Αποκ. 17,9         Ὧδε ὁ νοῦς ὁ ἔχων σοφίαν. αἱ ἑπτὰ κεφαλαὶ ὄρη ἑπτά εἰσιν, ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ᾿ αὐτῶν,

Αποκ. 17,9                Εδώ δείχνεται ο νους, ο οποίος έχει την σοφίαν του Θεού. Αι επτά κεφαλαί, επί των οποίων κάθεται η γυναίκα, συμβολίζουν επτά όρη, επάνω εις τα οποία η διεφθαρμένη Ρωμη είναι κτισμένη.

Αποκ. 17,10        καὶ βασιλεῖς ἑπτά εἰσιν· οἱ πέντε ἔπεσαν, ὁ εἷς ἐστιν, ὁ ἄλλος οὔπω ἦλθε, καὶ ὅταν ἔλθῃ, ὀλίγον αὐτὸν δεῖ μεῖναι.

Αποκ. 17,10               Συμβολίζουν ακόμη και επτά βασιλείς, που εκπροσωπούν επτά βασιλείας ασεβείς και διεφθαρμένας. Αι πέντε, αι προχριστιανικαί, έπεσαν, η μία υπάρχει ακόμη. Η άλλη, η του αντιχρίστου, δεν ήλθεν ακόμη. Και όταν έλθη θα είναι προσωρινή και παροδική. Ολίγον χρόνον θα μείνη σύμφωνα με το σχέδιον του Θεού.

Αποκ. 17,11        καὶ τὸ θηρίον ὃ ἦν καὶ οὐκ ἔστι, καὶ αὐτὸς ὄγδοός ἐστι, καὶ ἐκ τῶν ἑπτά ἐστι, καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγει.

Αποκ. 17,11               Και το θηρίον, το οποίον ήτο και δεν υπάρχει πλέον, είναι και αυτό ο όγδοος βασιλεύς, που κατά τα φρονήματα και την κακίαν είναι από τους επτά προηγουμένους βασιλείς, (διότι αυτό ενέπνεε και εκείνους). Και αυτό θα είναι παροδικόν, διότι βαδίζει προς την καταστροφήν και τον εξαφανισμόν.

Αποκ. 17,12        καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες δέκα βασιλεῖς εἰσιν, οἵτινες βασιλείαν οὔπω ἔλαβον, ἀλλ᾿ ἐξουσίαν ὡς βασιλεῖς μίαν ὥραν λαμβάνουσι μετὰ τοῦ θηρίου.

Αποκ. 17,12               Και τα δέκα κέρατα, τα οποία είδες, συμβολίζουν δέκα βασιλείς, οι οποίοι δεν εβασίλευσαν ακόμη, αλλά σαν βασιλείς παίρνουν βασιλικήν εξουσίαν επί μίαν ώραν (επί μικρόν δηλαδή χρονικόν διάστημα) και θα βασιλεύσουν μαζή με το θηρίον ολίγον χρόνον.

Αποκ. 17,13        οὗτοι μίαν γνώμην ἔχουσι, καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ διδόασιν.

Αποκ. 17,13               Και αυτοί έχουν τα ίδια φρονήματα και τας ιδίας διαθέσεις, και δίδουν στο θηρίον την δύναμιν και την εξουσίαν των.

Αποκ. 17,14        οὗτοι μετὰ τοῦ ἀρνίου πολεμήσουσι, καὶ τὸ ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι κύριος κυρίων ἐστὶ καὶ βασιλεὺς βασιλέων, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ κλητοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ πιστοί.

Αποκ. 17,14               Αυτοί, (μοχθηρά και αιμοβόρα όργανα του θηρίου καθώς είναι) θα πολεμήσουν εναντίον του Αρνίου, αλλά θα τους νικήση το Αρνίον, διότι είναι κύριος των κυρίων και βασιλεύς των βασιλέων, και αυτοί που είναι μαζή του και αποτελούν την βασιλικήν του παράταξιν, είναι οι προσκεκλημένοι και διαλεγμένοι από τον Θεόν πιστοί”.

Αποκ. 17,15        Καὶ λέγει μοι· τὰ ὕδατα ἃ εἶδες, οὗ ἡ πόρνη κάθηται, λαοὶ καὶ ὄχλοι εἰσὶ καὶ ἔθνη καὶ γλῶσσαι.

Αποκ. 17,15               Και μου είπεν ο άγγελος· “τα νερά, τα οποία είδες, επάνω εις τα οποία εκάθητο η διεφθαρμένη πόλις, η Ρωμη, είναι λαοί και όχλοι και έθνη και γλώσσαι διάφοροι, επάνω εις τα οποία κυριαρχεί η πόρνη, δηλαδή η ενσάρκωσις της διαφθοράς.

Αποκ. 17,16        καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες καὶ τὸ θηρίον, οὗτοι μισήσουσι τὴν πόρνην καὶ ἠρημωμένην ποιήσουσιν αὐτὴν καὶ γυμνήν, καὶ τὰς σάρκας αὐτῆς φάγονται, καὶ αὐτὴν κατακαύσουσιν ἐν πυρί.

Αποκ. 17,16               Και τα δέκα κέρατα, που είδες και τα οποία συμβολίζουν δέκα βασιλείς και το θηρίον, που τους εμπνέει, όλοι αυτοί θα μισήσουν την διεφθαρμένην Ρωμην και την κοσμοκρατορίαν της, θα εξεγερθούν εναντίον της, (διότι ανάμεσα στους κακούς κυριαρχεί κατά κανόνα το ανθρωποκτόνον και καταστρεπτικόν μίσος) και θα την κάμουν έρημον και γυμνήν από τα πλούτη και την δόξαν της, θα καταφάγουν τας σάρκας της (θα διαμοιρασθούν δηλαδή μεταξύ των τας περιοχάς της) και θα την κατακαύσουν με φωτιάν.

Αποκ. 17,17        ὁ γὰρ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν ποιῆσαι τὴν γνώμην αὐτοῦ, καὶ ποιῆσαι μίαν γνώμην καὶ δοῦναι τὴν βασιλείαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ, ἄχρι τελεσθῶσιν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ.

Αποκ. 17,17               Διότι ο Θεός, (που υποτάσσει και τους κακούς εις τα σχέδια του) έδωσεν εις τας καρδίας των βουλήν και απόφασιν να κάμουν το θέλημά του και να συμφωνήσουν με μίαν γνώμην μεταξύ των και να δώσουν την βασιλείαν των στο θηρίον, μέχρις ότου λάβουν πλήρη πραγματοποίησιν οι λόγοι του Θεού.

Αποκ. 17,18        καὶ ἡ γυνὴ ἣν εἶδες ἔστιν ἡ πόλις ἡ μεγάλη ἡ ἔχουσα βασιλείαν ἐπὶ τῶν βασιλέων τῆς γῆς.

Αποκ. 17,18               Και η γυναίκα, την οποίαν είδες, είναι η πόλις η μεγάλη, η Ρωμη, η οποία εκτείνει τώρα την κυριαρχίαν της επάνω στους βασιλείς της γης”, (δια να θερίση μετ' ολίγον την καταστροφήν της από αυτούς τούτους τους βασιλείς).

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 18

 

Αποκ. 18,1         Μετὰ ταῦτα εἶδον ἄλλον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα ἐξουσίαν μεγάλην, καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθη ἐκ τῆς δόξης αὐτοῦ,

Αποκ. 18,1                 Επειτα από αυτά είδα άλλον άγγελον να κατεβαίνη από τον ουρανόν με εξουσίαν μαγάλην, και η γη επλημμύρησε φως από την ολόλαμπρον δόξαν του.

Αποκ. 18,2         καὶ ἔκραξεν ἐν ἰσχυρᾷ φωνῇ λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, καὶ ἐγένετο κατοικητήριον δαιμονίων καὶ φυλακὴ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου·

Αποκ. 18,2 —Και έκραξε με φωνήν μεγάλην, λέγων· “έπεσε, έπεσε η Βαβυλών η μεγάλη και έγινε κατοικητήριον των δαιμόνων και καταφύγιον παντός ακαθάρτου πνεύματος και απόκρυφη φωλιά κάθε ακαθάρτου και αντιπαθητικού ορνέου.

Αποκ. 18,3         ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μετ᾿ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτησαν.

Αποκ. 18,3                Και μετεβλήθη εις ερείπια, διότι από τον δραστικόν οίνον της ακολάστου και παραφόρου αυτής φαυλότητος έχουν πιεί όλα τα έθνη. Και οι βασιλείς της γης επόρνευσαν μαζή της και οι έμποροι της γης επλούτησαν από τους ηδυπαθείς και παραφόρους πόθους της”.

Αποκ. 18,4         Καὶ ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε·

Αποκ. 18,4                Και ήκουσα άλλην φωνήν από τον ουρανόν να λέγη· “εβγάτε έξω απ' αυτήν την αμαρτωλήν πόλιν σεις, που αποτελείτε τον λαόν μου, δια να μη γίνετε συμμέτοχοι εις τας αμαρτίας της και να μη λάβετε μέρος εις τας τιμωρίας της.

Αποκ. 18,5         ὅτι ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐμνημόνευσεν ὁ Θεὸς τὰ ἀδικήματα αὐτῆς.

Αποκ. 18,5                Διότι ανέβηκαν οι αμαρτίες της μέχρι του ουρανού και εθυμήθηκε ο Θεός τας αδικίας της”.

Αποκ. 18,6         ἀπόδοτε αὐτῇ ὡς καὶ αὐτὴ ἀπέδωκε, καὶ διπλώσατε αὐτῇ διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς· ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτῇ διπλοῦν.

Αποκ. 18,6                Και διέταξεν η φωνή τους εχθρούς της· “ανταποδώστε της κτυπήματα και πληγάς, όπως και αυτή απέδωσεν στους άλλους, και διπλασιάστε τα κτυπήματά σας εναντίον της και ανταποδώστε της διπλάς καταστροφάς σύμφωνα με τα έργα της. Μεσα στο ποτήριον της καταστροφής, που εκέρασε αυτή τους άλλους, κεράστε την σεις διπλάσια τώρα.

Αποκ. 18,7         ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτὴν καὶ ἐστρηνίασε, τοσοῦτον δότε αὐτῇ βασανισμὸν καὶ πένθος. ὅτι ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς λέγει, ὅτι κάθημαι καθὼς βασίλισσα καὶ χήρα οὐκ εἰμὶ καὶ πένθος οὐ μὴ ἴδω,

Αποκ. 18,7                Οσον αλαζονικά εδόξασε τον εαυτόν της και παράφορα ερρίφθη εις την φαυλότητα, τόσον πολύν βασανισμόν και βαρύ πένθος αποδώσατε εις αυτήν. Διότι μέσα εις την αλαζονικήν και διεστραμμένην καρδίαν της λέγει, ότι κάθημαι σαν βασίλισσα και δεν είμαι χήρα και δεν θα ίδω ποτέ πένθος.

Αποκ. 18,8         διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς Κύριος Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν.

Αποκ. 18,8                Δια τούτο αιφνιδίως και εις μίαν ημέραν θα πέσουν επάνω της όλαι αι πληγαί της, θάνατος και πένθος και πείνα, και θα κατακαή εξ ολοκλήρου με το πυρ. Διότι ο Κυριος και Θεός, που την έκρινε και την κατεδίκασε, είναι παντοδύναμος και εκτελεί τας δικαίας αποφάσεις του.

Αποκ. 18,9         καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτῇ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ μετ᾿ αὐτῆς πορνεύσαντες καὶ στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς,

Αποκ. 18,9                Και θα την θρηνολογήσουν και θα κάμουν κοπετόν δι' αυτήν οι βασιλείς της γης, οι οποίοι διεφθάρησαν μαζή της και εφλογίσθησαν από τους παραφόρους πόθους, όταν θα βλέπουν τον καπνόν της πυρκαϊάς της.

Αποκ. 18,10        ἀπὸ μακρόθεν ἑστηκότες διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου.

Αποκ. 18,10              Και θα στέκουν από μακρυά γεμάτοι φόβον εξ αιτίας του βασανισμού της, θρηνολογούντες· Αλλοίμονον, αλλοίμονον, η πόλις η μεγάλη η Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, διότι έξαφνα μέσα εις μίαν ώραν ήλθεν η καταδίκη και η τιμωρία σου!

Αποκ. 18,11        καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαύσουσι καὶ πενθήσουσιν ἐπ᾿ αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι,

Αποκ. 18,11               Και οι έμποροι της γης θα κλαύσουν και θα πενθήσουν δι' αυτήν, διότι το πολύτιμον φορτίον των εμπορευμάτων των κανείς πλέον δεν το αγοράζει.

Αποκ. 18,12        γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου,

Αποκ. 18,12              Φορτίον χρυσού και αργύρου και πολυτίμου λίθου και μαργαριταριού και πολυτελούς βυσσίνου ενδύματος και πορφύρας και μεταξωτού και κοκκίνου υφάσματος και κάθε σκεύος καμωμένο από ευώδες ξύλον κέδρου και κάθε σκεύος από ελεφαντοστούν και κάθε σκεύος από πολυτιμότατον ξύλον και χαλκόν και σίδηρον και μάρμαρον.

Αποκ. 18,13        καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ῥεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων.

Αποκ. 18,13               Κανείς πλέον δεν αγοράζει κανέλλαν και άμωμον (πολύτιμον αρωματώδες φυτόν) και θυμιάματα και μύρον και λιβάνι και οίνον και έλαιον και σεμιγδάλι και σίτον και κτήνη και πρόβατα και φορτίον ίππων και τετρατρόχων αμαξών και σωμάτων, που πωλούν οι σωματέμποροι, όπως και άλλους ζωντανούς ανθρώπους.

Αποκ. 18,14        καὶ ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς σου ἀπώλετο ἀπὸ σοῦ, καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ αὐτὰ εὑρήσεις.

Αποκ. 18,14              Και τα οπωρικά, που επιθυμούσε η ψυχή σου, εχάθηκαν πλέον από σε και όλα τα λιπαρά και τα πολυδάπανα και τα νόστιμα έφυγαν από σε και δεν θα τα εύρης πλέον.

Αποκ. 18,15        οἱ ἔμποροι τούτων, οἱ πλουτήσαντες ἀπ᾿ αὐτῆς, ἀπὸ μακρόθεν στήσονται διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς κλαίοντες καὶ πενθοῦντες,

Αποκ. 18,15               Οι έμποροι όλων αυτών των ειδών, που επλούτησαν από την καταστραφείσαν πόλιν, θα σταθούν μακρυά φοβούμενοι και τρέμοντες τον βασανισμόν της και θα κλαίουν και θα πενθούν

Αποκ. 18,16        λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον καὶ πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη ἐν χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος.

Αποκ. 18,16              λέγοντες· “αλοίμονον, αλλοίμονον, η πόλις η μεγάλη, που είχεν ενδυθή σαν βασίλισσα πολύτιμον βύσσινον ένδυμα και πορφυρούν και κόκκινον και ήτο χρυσωμένη και κοσμημένη με χρυσά στολίδια και πολύτιμον λίθον και μαργαριτάρια, αλλοίμονον, διότι έξαφνα μέσα εις μίαν ώραν ερημώθηκε ο τόσον μεγάλος και πολύτιμος πλούτος της”.

Αποκ. 18,17        καὶ πᾶς κυβερνήτης καὶ πᾶς ὁ ἐπὶ τόπον πλέων, καὶ ναῦται καὶ ὅσοι τὴν θάλασσαν ἐργάζονται, ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν,

Αποκ. 18,17               Και κάθε κυβερνήτης πλοίου και καθένας, που πλέει στον τόπον της αμαρτωλού Βαβυλώνος, και οι ναύται και όσοι εργάζονται εις την θάλασσαν εστάθηκαν από μακρυά

Αποκ. 18,18        καὶ ἔκραζον βλέποντες τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, λέγοντες· τίς ὁμοία τῇ πόλει τῇ μεγάλῃ;

Αποκ. 18,18              και βλέποντες τον καπνόν της πυρκαϊάς της έκραζαν, λέγοντες· “ποία άλλη πόλις της οικουμένης ήτο ομοία με την πόλιν αυτήν την μεγάλην;”

Αποκ. 18,19        καὶ ἔβαλον χοῦν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἔκραζον κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἐν ᾗ ἐπλούτησαν πάντες οἱ ἔχοντες τὰ πλοῖα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐκ τῆς τιμιότητος αὐτῆς· ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη.

Αποκ. 18,19              Και από την μεγάλην των θλίψιν έρριψαν χώμα επάνω εις τα κεφάλια των και έκραζαν κλαίοντες και πενθούντες και λέγοντες· “αλλοίμονον, αλλοίμονον, η πόλις η μεγάλη, μέσα εις την οποίαν επλούτησαν από την ακριβή πώλησιν των εμπορευμάτων των όλοι όσοι είχαν τα πλοία εις την θάλασσαν και έκαμαν μεταφοράς και εμπόρια! Αλοίμονον, διότι μέσα εις μίαν ώραν ερημώθηκε”.

Αποκ. 18,20        Εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐρανέ, καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ὅτι ἔκρινεν ὁ Θεὸς τὸ κρῖμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς.

Αποκ. 18,20              Και ο άγγελος εστράφη τώρα προς τον ουρανόν και εφώναξε με χαρούμενην φωνήν· “ευφραίνου δια την δικαίαν καταστροφήν της αμαρτωλής πόλεως, ουρανέ και οι άγιοι που υπάρχουν στον ουρανόν και οι απόστολοι και οι προφήται, διότι έκρινε και εδίκασεν ο Θεός την αμαρτωλήν πόλιν, και η τιμωρία της είναι απόδοσις δικαιοσύνης δια τους διωγμούς, που έκαμε εναντίον σας, και δια το αίμα σας, που έχυσε”.

Αποκ. 18,21        Καὶ ἦρεν εἷς ἄγγελος ἰσχυρὸς λίθον ὡς μύλον μέγαν καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν λέγων· οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι.

Αποκ. 18,21              Και ένας δυνατός άγγελος εσήκωσε ένα μεγάλον, βαρύν λίθον σαν μυλόπετραν και τον έρριψε με ορμήν εις την θάλασσαν, λέγων· “με τέτοια ορμή θα κτυπηθή η Βαβυλών, η πόλις η μεγάλη και δεν θα υπάρξη πλέον”.

Αποκ. 18,22        καὶ φωνὴ κιθαρῳδῶν καὶ μουσικῶν καὶ αὐλητῶν καὶ σαλπιστῶν οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ μύλου οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι,

Αποκ. 18,22              Και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και εκείνων που παίζουν αυλόν, και φωνή σαλπιγκτών δεν θ' ακουσθή πλέον μέσα εις την περιοχήν σου. Και κανένας τεχνίτης κάθε τέχνης δεν θα ευρεθή πλέον ανάμεσα εις σε και η βοή μύλου δεν θα ακουσθή πλέον εις τα ερείπιά σου.

Αποκ. 18,23        καὶ φῶς λύχνου οὐ μὴ φανῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ νυμφίου καὶ νύμφης οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι· ὅτι οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, ὅτι ἐν τῇ φαρμακείᾳ σου ἐπλανήθησαν πάντα τὰ ἔθνη,

Αποκ. 18,23              Και φως λύχνου δεν θα φανή εις τα χαλάσματά σου και χαρμόσυνος φωνή νυμφίου και νύμφης δεν θα ακουσθή στον τόπον σου. Διότι οι άπληστοι έμποροί σου, οι πλουτοκράται και εκμεταλευταί, ήσαν οι κύριοι και οι δυνάσται της οικουμένης· διότι με τα μαγικά σου φάρμακα και τας αμαρτωλάς γοητείας σου επλανήθησαν και παρεσύρθησαν εις την εξαχρείωσιν όλα τα έθνη.

Αποκ. 18,24        καὶ ἐν αὐτῇ αἵματα προφητῶν καὶ ἁγίων εὑρέθη καὶ πάντων τῶν ἐσφαγμένων ἐπὶ τῆς γῆς.

Αποκ. 18,24              Και μέσα εις αυτήν την αμαρτωλήν Βαβυλώνα ευρέθησαν αίματα προφητών και αγίων και όλων των μαρτύρων, που δια την πίστιν του Αρνίου εσφάγησαν εις την γην.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 19

 

Αποκ. 19,1         Μετὰ ταῦτα ἤκουσα ὡς φωνὴν μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντων· ἀλληλούϊα· ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν,

Αποκ. 19,1                 Επειτα από αυτά ήκουσα σαν φωνήν μεγάλην λαού πολλού, των στον ουρανόν αγγέλων και αγίων, που έλεγαν· “αλληλούϊα (=αινείτε τον Κυριον)· η σωτηρία και η δόξα και η δύναμις είναι του Θεού μας και από εκείνον χορηγείτε.

Αποκ. 19,2         ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς.

Αποκ. 19,2                Ας είναι δοξασμένος πάντοτε, διότι είναι αληθιναί και δίκαιαι αι κρίσεις και αι αποφάσστου· διότι έκρινε και κατεδίκασε την πόρνην την μεγάλην, (την φαύλη Βαβυλώνα), η οποία διέφθειρε την γην με την φαυλότητά της, (κατεδίωκε τους πιστούς) και ο δίκαιος Θεός εξεδικήθη το αίμα των πιστών δούλων του, που εχύθη από το χέρι της”.

Αποκ. 19,3         καὶ δεύτερον εἴρηκαν· ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 19,3                Και δια δευτέραν φοράν είπαν· “αλληλούϊα· και ο καπνός από το καταστρεπτικόν πυρ, που την ερήμωσε οριστικώς, ανεβαίνει στους αιώνας των αιώνων”.

Αποκ. 19,4         καὶ ἔπεσαν οἱ εἴκοσι καὶ τέσσαρες πρεσβύτεροι καὶ τὰ τέσσαρα ζῶα καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῷ θρόνῳ λέγοντες· ἀμήν, ἀλληλούϊα.

Αποκ. 19,4                Και οι είκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα έπεσαν με απέραντον σεβασμόν και επροσκύνησαν τον δίκαιον Θεόν, τον καθήμενον επάνω στον θρόνον λέγοντες. “Αμήν, αλληλούϊα”.

Αποκ. 19,5         καὶ φωνὴ ἀπὸ τοῦ θρόνου ἐξῆλθε λέγουσα· αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἡμῶν πάντες οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ οἱ φοβούμενοι αὐτόν, οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι.

Αποκ. 19,5                Και φωνή αγγέλων, των περιστοιχούντων τον Θεόν, εβγήκε από τον θρόνον, λέγουσα· “αινείτε τον Θεόν ημών όλοι οι δούλοι αυτού και οι φοβούμενοι αυτόν, οι μικροί και οι μεγάλοι”.

Αποκ. 19,6         Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων· ἀλληλούϊα· ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ.

Αποκ. 19,6                Και ήκουσα σαν φωνήν πλήθους λαού και σαν βοήν πολλών υδάτων, που πίπτουν εις μεγάλους καταρράκτας, και σαν κρότους ισχυρών βροντών, που έλεγαν· “αλληλούϊα, διότι εβασίλευσε Κυριος ο Θεός, ο παντοκράτωρ.

Αποκ. 19,7         χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν.

Αποκ. 19,7                Ας χαίρωμεν και ας ευφραινώμεθα και ας δώσωμεν εις αυτόν δόξαν, διότι ήλθεν ο καιρός να γίνη ο γάμος του Αρνίου (του Χριστού, του ουρανίου νυμφίου) και η γυναίκα του (η πνευματική νύμφη, η Εκκλησία) έχει ετοιμάσει τον ευατόν της”.

Αποκ. 19,8         καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί.

Αποκ. 19,8                Και εδόθη εις αυτήν από τον Θεόν να ενδυθή λαμπρόν, ολοκάθαρον βύσσινον ιμάτιον, διότι το βύσσινον ένδυμα είναι αι αρεταί των πιστών, αι οποίαι αποτελούν ολόλαμπρον στόλισμα της θριαμβευούσης εις ουρανούς Εκκλησίας.

Αποκ. 19,9         Καὶ λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι.

Αποκ. 19,9                Και εν συνεχεία μου είπεν ο άγγελος· “γράψε· μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι οι προσκεκλημένοι στο βασιλικόν δείπνον του γάμου του Αρνίου”. Και μου είπεν ακόμη· “αυτοί οι λόγοι, που αναφέρονται εις την ατελείωτον μακαριότητα των πιστών μετά του Χριστού, είναι αληθινοί, λόγοι αυτού του Θεού”.

Αποκ. 19,10        Καὶ ἔπεσα ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ. καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ· τῷ Θεῷ προσκύνησον· ἡ γὰρ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ ἐστι τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας.

Αποκ. 19,10              Και έπεσα εμπρός εις τα πόδια του αγγέλου, δια να τον προσκυνήσω. Και μου είπε· “πρόσεχε μη κάμης κάτι τέτοιο· είμαι και εγώ σύνδουλός σου και ένας από τους αδελφούς σου, που έλαβαν και κρατούν την ομολογίαν και μαρτυρίαν της πίστεώς των στον Ιησούν Χριστόν. Τον Θεόν προσκύνησε· διότι η προαγγελία, που σου έκαμα εγώ περί αυτών που θα γίνουν στο μέλλον, δεν προέρχεται από εμέ, αλλά δίδεται ως προφητικόν χάρισμα από την μαρτυρίαν και ομολογίαν της πίστεως προς τον Ιησούν”.

Αποκ. 19,11        Καὶ εἶδον τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτόν, καλούμενος πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ κρίνει καὶ πολεμεῖ·

Αποκ. 19,11               Και είδον τον ουρανόν ανοικτόν. Και ιδού ένας ίππος λευκός και ο καθήμενος επάνω εις αυτόν εκαλείτο αξιόπιστος κατά πάντα και αληθινός, και κρίνει και δικάζει με δικαιοσύνην και πολεμεί με ακατανίκητον δύναμιν.

Αποκ. 19,12        οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων ὀνόματα γεγραμμένα, καὶ ὄνομα γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ αὐτός,

Αποκ. 19,12              Τα δε μάτια του είναι σαν φλόγα φωτιάς, (ώστε τίποτε να μη μένη αφανές και κρυμμένον ενώπιόν του, να είναι δε φως δια τους δικαίους και πυρ καταστρεπτικόν δια τους αμαρτωλούς). Και, διότι είναι ο βασιλεύς των βασιλέων, φέρει επάνω εις την κεφαλήν του διαδήματα πολλά, που έχουν ονόματα πολλά, δια να φανερώνουν τα αναρίθμητα αυτού βασιλικά προσόντα και προνόμια. Και έχει ακόμη και ένα όνομα γραμμένον, το οποίον κανένας άλλος δεν γνωρίζει εις όλον το βάθος και πλάτος παρά μόνον αυτός, (διότι αναφέρεται εις την απειροτέλειον αυτού θεότητα).

Αποκ. 19,13        καὶ περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι, καὶ κέκληται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Αποκ. 19,13               Και έχει ενδυθή ιμάτιον βαμμένον με αίμα (με το ιδικόν του αίμα, το οποίον έχυσε επάνω στον σταυρόν) και το όνομά του έχει κληθή προαιωνίως “ο Λογος του Θεού”.

Αποκ. 19,14        καὶ τὰ στρατεύματα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἠκολούθει αὐτῷ ἐπὶ ἵπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καθαρόν.

Αποκ. 19,14              Και τα επουράνια στρατεύματα τον ακολουθούσαν ως Κυριον των δυνάμεων επάνω εις λευκούς ίππους και ήσαν όλοι ενδεδυμένοι με ολόλευκον, κατακάθαρον βύσσινον ένδυμα.

Αποκ. 19,15        καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ῥομφαία ὀξεῖα δίστομος, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάσσῃ τὰ ἔθνη· καὶ αὐτὸς ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ· καὶ αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος.

Αποκ. 19,15               Και από το στόμα του εξέρχεται ο αληθινός και παντοδύναμος λόγος του, σαν δίκοπο κοφτερό μαχαίρι, δια να κτυπήση με την δύναμιν του προστάγματός του όλα τα έθνη. Και αυτός θα ποιμάνη τους λαούς με ράβδον σιδηράν, με απεριόριστον δύναμιν και εξουσίαν. Και αυτός πατεί στον ληνόν της ακατανικήτου δικαίας οργής του Θεού, του παντοκράτορος, (δια να τιμωρή εν ονόματι του Πατρός τους εσκληρυμένους εις την αμαρτίαν των ασεβείς).

Αποκ. 19,16        καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων.

Αποκ. 19,16              Και επάνω στο ένδυμά του, στο μέρος όπου αυτό καλύπτει τον μηρόν του, είναι γραμμένον το όνομα “βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων”.

Αποκ. 19,17        Καὶ εἶδον ἕνα ἄγγελον ἑστῶτα ἐν τῷ ἡλίῳ, καὶ ἔκραξεν ἐν φωνῇ μεγάλῃ λέγων πᾶσι τοῖς ὀρνέοις τοῖς πετομένοις ἐν μεσουρανήματι· δεῦτε συνάχθητε εἰς τὸ δεῖπνον τὸ μέγα τοῦ Θεοῦ,

Αποκ. 19,17               Και είδα ένα άγγελόν που εστέκετο με θείαν λαμπρότητα ψηλά στον ήλιον, και ο οποίος έκραξε με φωνήν μεγάλην, διατάσσων και λέγων εις όλα τα όρνεα, που πετούν εις τα μεσουράνια· “ελάτε, μαζευθήτε στο μεγάλο δείπνο της οργής του Θεού,

Αποκ. 19,18        ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων καὶ σάρκας χιλιάρχων καὶ σάρκας ἰσχυρῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν καθημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ σάρκας πάντων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων, καὶ μικρῶν τε καὶ μεγάλων.

Αποκ. 19,18              δια να φάγετε σάρκας ασεβών βασιλέων και σάρκας χιλιάρχων και σάρκας ισχυρών και σάρκας ίππων και εκείνων, που κάθηνται επάνω στους ίππους, και σάρκας όλων, ελευθέρων και δούλων και μικρών και μεγάλων, όλων εκείνων που υπεδουλώθησαν και επροσκύνησαν το θηρίον”.

Αποκ. 19,19        Καὶ εἶδον τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι τὸν πόλεμον μετὰ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ.

Αποκ. 19,19              Και είδα το θηρίον, τον αντίχριστον, και τους ασεβείς βασιλείς της γης και τα στρατεύματά των συναθρισμένα δια να κάμουν πόλεμον εναντίον του καθημένου επάνω στον λευκόν ίππον και εναντίον της ουρανίας στρατιάς του.

Αποκ. 19,20        καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ.

Αποκ. 19,20              Και επιάσθηκε αιχμάλωτον το θηρίον και μαζή με αυτό ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος είχε κάμει τα παραπλανητικά σατανικά θαύματα εμπρός εις αυτό, με τα οποία εξηπάτησε και παρεπλάνησε αυτούς, που εδέχθησαν την χαραγμένην σφραγίδα του θηρίου και προσκυνούν σαν Θεόν την εικόνα του. Ζωντανοί ερρίφθησαν και οι δύο εις την λίμνην της φωτιάς, που καίεται συνεχώς και ακαταπαύστως με θειάφι.

Αποκ. 19,21        καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν.

Αποκ. 19,21              Και οι υπόλοιποι εφονεύθησαν σαν με ρομφαίαν από το παντοδύναμον πρόσταγμα, που εβγήκε από το στόμα του Χριστού, του καθημένου επάνω στον λευκόν ίππον. Και όλα τα όρνεα εχόρτασαν από τας σάρκας των εξολοθρευθέντων εχθρών του Μεσσίου.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 20

 

Αποκ. 20,1         Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ.

Αποκ. 20,1                Και είδα άγγελον να κατεβαίνη από τον ουρανόν, να κρατή το κλειδί της αβύσσου του Αδου και να έχη επάνω στο χέρι του μια μεγάλη αλυσίδα.

Αποκ. 20,2         καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη,

Αποκ. 20,2               Και συνέλαβε τον δράκοντα, τον αρχαίον όφιν, που παρέσυρε εις την αμαρτίαν τους πρωτοπλάστους, και ο οποίος είναι ο διάβολος και ο σατανάς που έχει ως έργον του να συκοφαντή τον Θεόν και να παρασύρη εις την πλάνην την οικουμένην. Και τον έδεσε, δια να μένη αιχμάλωτος και ανίκανος να βλάψη επί ωρισμένην χρονικήν περίοδον, που συμβολίζεται με χίλια έτη.

Αποκ. 20,3         καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον.

Αποκ. 20,3                Και τον έρριψεν εις την άβυσσον του Αδου και έκλεισε και εσφράγισε ασφαλώς την σκοτεινήν φυλακήν επάνω από αυτόν, δια να μη παρασύρη πλέον εις τας πλάνας τα έθνη, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα χίλια έτη. Μετά ταύτα πρέπει, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να λυθή και να απολυθή αυτός δι' ολίγον χρόνον.

Αποκ. 20,4         Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐκάθησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη·

Αποκ. 20,4               Και είδα θρόνους και εκάθισαν επάνω εις αυτούς οι Απόστολοι, όπως τους είχεν υποσχεθή ο Χριστός, και οι άγιοι. Και εδόθη εις αυτούς από τον Θεόν δικαστική εξουσία. Και είδα τας ψυχάς αυτών, που είχαν πελεκηθή με τσεκούρια και θανατωθή με βασανιστικόν τρόπον δια την μαρτυρίαν και την ομολογίαν της πίστεώς των στον Ιησούν και δια τον λόγον του Θεού, και οι οποίοι δεν επροσκύνησαν το θηρίον ούτε την εικόνα αυτού, και δεν εδέχθησαν να πάρουν το χάραγμα της σφραγίδος του επάνω εις τα μέτωπά των και επάνω στο χέρι των. Και αυτοί έζησαν και εβασίλευσαν και εδοξάσθησαν μαζή με τον Χριστόν κατά το διάστημα αυτό, που συμβολίζεται με τα χίλια έτη.

Αποκ. 20,5         καὶ οἱ λοιποὶ τῶν νεκρῶν οὐκ ἔζησαν ἕως τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη. αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη.

Αποκ. 20,5                Οι δε υπόλοιποι από τους νεκρούς, οι ασεβείς και αμετανόητοι, δεν ανέζησαν κατά την περίοδον αυτήν, μέχρις ότου συμπληρωθούν τα χίλια έτη. Αυτή η αναβίωσις των δικαίων δια τα χίλια αυτά έτη, είναι η πρώτη ανάστασις.

Αποκ. 20,6         μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.

Αποκ. 20,6               Μακάριος και άγιος είναι εκείνος που θα έχη μέρος εις την πνευματικήν αυτήν, την πρώτην ανάστασιν. Επάνω εις αυτούς δεν έχει καμμίαν εξουσίαν ο δεύτερος θάνατος, (ο πλήρης δηλαδή και αιώνιος χωρισμός από τον Θεόν), αλλά θα είναι ιερείς του Χριστού και του Θεού, και θα βασιλεύσουν μαζή με τον Χριστόν επί χίλια έτη.

Αποκ. 20,7         Καὶ ὅταν τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη, λυθήσεται ὁ σατανᾶς ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ,

Αποκ. 20,7                Και όταν συμπληρωθή η μακρά περίοδος, που συμβολίζεται με τα χίλια έτη, θα λυθή ο σατανάς από την φυλακήν του·

Αποκ. 20,8         καὶ ἐξελεύσεται πλανῆσαι τὰ ἔθνη τὰ ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς, τὸν Γὼγ καὶ τὸν Μαγώγ, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον, ὧν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης.

Αποκ. 20,8               και θα βγη, δια να πλανήση τα άγρια έθνη, τα οποία μακράν από τους πιστούς θα ζουν εις τας τέσσαρας γωνίας της γης, και τα οποία συμβολίζονται από τον Γωγ, τον σκληρόν βασιλέα, και τον Μαγώγ, τον βάρβαρον και άγριον λαόν του. Αυτούς τους αγρίους και αιμοχαρείς, των οποίων ο αριθμός θα είναι σαν την άμμον της θαλάσσης, θα τους συγκεντρώση ο σατανάς, δια να πολεμήσουν εναντίον του Χριστού.

Αποκ. 20,9         καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς, καὶ ἐκύκλευσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν ἁγίων καὶ τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτούς·

Αποκ. 20,9               Και ανέβησαν, πράγματι, οι λαοί αυτοί και κατέκλυσαν την επιφάνεια της γης και περιεκύκλωσαν την παράταξιν των αγίων και την αγαπημένην πόλιν του Θεού, την νέαν Σιών, την στρατευομένην Εκκλησίαν. Και κατέβηκε φωτιά από τον ουρανόν και τους κατέφαγε.

Αποκ. 20,10        καὶ ὁ διάβολος ὁ πλανῶν αὐτοὺς ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου, ὅπου καὶ τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ βασανισθήσονται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 20,10              Και ο διάβολος, που τους παραπλανούσε στο ψεύδος και εις την κακίαν, ερρίφθη εις την λίμνην της φωτιάς και του θειαφιού, όπου ήσαν το θηρίον, δηλαδή ο αντίχριστος, και ο ψευδοπροφήτης. Και θα βασανισθούν εκεί ακατάπαυστα ημέραν και νύκτα στους αιώνας των αιώνων.

Αποκ. 20,11        Καὶ εἶδον θρόνον μέγαν λευκὸν καὶ τὸν καθήμενον ἐπ᾿ αὐτῷ, οὗ ἀπὸ προσώπου ἔφυγεν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς.

Αποκ. 20,11              Και είδα θρόνον μεγάλον, ολόλευκον, και εκείνον, που εκάθητο επάνω εις αυτόν, τον Χριστόν, και από το πρόσωπον του οποίου έφυγε και εχάθηκε η φθαρτή ουσία και το προσωρινόν σχήμα της γης και του ουρανού, και δεν ευρέθη τόπος και τρόπος δια την παλαιάν των υπόστασιν, (διότι ο Χριστός θα αναδημιουργούσε τώρα νέους ουρανούς και νέαν γην).

Αποκ. 20,12        καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν.

Αποκ. 20,12              Και είδα τους νεκρούς των αιώνων, τους μεγάλους και τους μικρούς, να στέκωνται εμπρός στον θρόνον του Χριστού. Και είδα ότι ηνοίχθησαν βιβλία, που είχαν γραμμένας τας πράξεις των ανθρώπων. Και άλλο βιβλίο ηνοίχθη, το οποίον είναι το βιβλίον της ζωής, διότι εις αυτό είναι γραμμένοι όσοι θα κληρονομήσουν την αιωνίαν ζωήν. Και από όσα είναι γραμμένα μέσα εις τα βιβλία εκρίθησαν όλοι οι νεκροί, σύμφωνα με τα έργα των.

Αποκ. 20,13        καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν.

Αποκ. 20,13              Και έδωσεν η θάλασσα τους νεκρούς, που είχαν πνιγή εις αυτήν· και ο θάνατος και ο Αδης έδωσαν, επίσης, όλους τους νεκρούς. Και εκρίθησαν ο καθένας σύμφωνα με τα έργα των.

Αποκ. 20,14        καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν.

Αποκ. 20,14              Και τότε ο θάνατος και ο Αδης ερρίφθησαν εις την λίμνην του πυρός, (δια να μη εξέλθουν ποτέ πλέον από εκεί. Θα έχουν καταργηθή δια παντός). Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος, ο αιώνιος δηλαδή χωρισμός από τον Θεόν, η φρικτή και ατελείωτος κόλασις.

Αποκ. 20,15        καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.

Αποκ. 20,15              Και οποίος δεν ευρέθηκε γραμμένος στο βιβλίον της ζωής ερρίφθη εις την λίμνην της φωτιάς.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 21

 

Αποκ. 21,1         Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι.

Αποκ. 21,1                 Και είδα νέον ουρανόν και νέαν γην, διότι ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη, με την ουσίαν και την μορφήν που είχαν, σαν φθαρτοί και άστατοι που ήσαν, έφυγαν. Και η θάλασσα, σύμβολον της χαώδους καταστάσεως που είχεν επικρατήσει εις την οικουμένην εξ αιτίας της αμαρτίας, δεν υπάρχει πλέον.

Αποκ. 21,2         καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς.

Αποκ. 21,2                Και είδα την πόλιν την αγίαν, την Ιερουσαλήμ, την θριαμβεύουσαν και ένδοξον Εκκλησίαν, νέαν και αυτήν, να κατεβαίνη από τον ουρανόν, από τον Θεόν, ετοιμασμένη και στολισμένη σαν νύμφη δια τον άνδρα της, τον Χριστόν.

Αποκ. 21,3         καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται,

Αποκ. 21,3                Και ήκουσα φωνήν μεγάλην από τον ουρανόν να λέγη “ιδού, αυτή είναι η αιωνία και αληθινή σκηνή, όπου θα συγκατοική ο Θεός με τους δικαίους ανθρώπους. Και θα κατοικήση μαζή με αυτούς, και αυτοί θα είναι λαός ιδικός του και ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζή των.

Αποκ. 21,4         καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον.

Αποκ. 21,4                Και θα εξαφανίση ο Θεός από τα μάτια των κάθε δάκρυ (διότι δεν θα έχουν πλέον καμμίαν θλίψιν και κανένα πόνον) και ο θάνατος δεν θα υπάρχη πλέον, ούτε πένθος ούτε θρηνώδης κραυγή ούτε πόνος θα υπάρχη πλέον. Διότι αι προηγούμεναι θλίψεις και κακοπάθειαι επέρασαν πλέον δια παντός).

Αποκ. 21,5         Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί εἰσι.

Αποκ. 21,5                Και είπεν ο Θεός, που κάθηται επάνω στον θρόνον· “ιδού, κάμνω τα πάντα νέα”. Και μου είπε· “γράψε αυτά που ήκουσες, διότι οι λόγοι αυτοί είναι αξιόπιστοι και αληθινοί”.

Αποκ. 21,6         καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν.

Αποκ. 21,6                Και μου είπε· “έχουν γίνει όλα νέα, όπως υπεσχέθην και διέταξα. Εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, που κλείω στον ευατόν μου όλην την δημιουργίαν, την αιτίαν και τον σκοπόν της. Εγώ, εις εκείνον που διψά την δικαιοσύνην, την ειρήνη, την αιωνίαν ζωήν, θα του δώσω δωρεάν από την πηγήν του ύδατος της αιωνίου ζωής.

Αποκ. 21,7         ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός.

Αποκ. 21,7                Ο νικητής στον αγώνα της πίστεως και της αρετής θα αποκτήση τα αγαθά αυτά, και θα είμαι δι' αυτόν Θεός και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός.

Αποκ. 21,8         τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.

Αποκ. 21,8                Εις δε τους δειλούς, που υπεδουλώθησαν στον αντίχριστον και την αμαρτίαν, και στους απίστους και στους βδελυρούς και ακαθάρτους δια την αποκρουστικήν φαυλότητα των, και στους φονείς και τους πόρνους και τους μάγους και τους ειδωλολάτρας και εις όλους, που υπεδουλώθησαν θεληματικά στο ψεύδος και την κακίαν, επιφυλάσσεται αιώνιος τόπος καταδίκης των μέσα εις την λίμνην, που καίεται ακατάπαυστα με φωτιά και θειάφι. Και αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος”, (ο οριστικός δηλαδή και αμετάκλητος χωρισμός των από τον Θεόν και η αιωνία των καταδίκη εις την κόλασιν).

Αποκ. 21,9         Καὶ ἦλθεν εἷς τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ φιάλας τὰς γεμούσας τῶν ἑπτὰ πληγῶν τῶν ἐσχάτων, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ λέγων· δεῦρο δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναῖκα τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 21,9                Και ήλθεν ένας από τους επτά αγγέλους, που είχαν τας επτά φιάλας τας γεμάτας από τας επτά τελευταίας πληγάς, και ωμίλησε μαζή μου, λέγων. “έλα, να σου δείξω την νύμφην, την γυναίκα του Αρνίου, την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν”.

Αποκ. 21,10        καὶ ἀπήνεγκέ με ἐν πνεύματι ἐπ᾿ ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν, καὶ ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ,

Αποκ. 21,10              Με επήρε και με μετέφερε με το πνεύμα μου εν εκστάσει εις όρος μέγα και υψηλόν και από εκεί μου έδειξε την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ, την βασιλείαν των ουρανών, που είχεν ετοιμάσει ο Θεός, να κατεβαίνη από τον ουρανόν.

Αποκ. 21,11        ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ· ὁ φωστὴρ αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ, ὡς λίθῳ ἰάσπιδι κρυσταλλίζοντι·

Αποκ. 21,11               Και είχε την απερίγραπτον δόξαν του Θεού. Το φως και η λαμπρότης, που απήστραπτε εις αυτήν, ωμοίαζε με πολυτιμότατον λίθον· ήτο σαν διαμάντι κρυσταλλένιο.

Αποκ. 21,12        ἔχουσα τεῖχος μέγα καὶ ὑψηλόν, ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα, καὶ ἐπὶ τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα, καὶ ὀνόματα ἐπιγεγραμμένα, ἅ ἐστιν ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Αποκ. 21,12              Και είχεν ολόγυρα μεγάλο και υψηλόν τείχος (δια να συμβολίζεται η απόλυτος πλέον ασφάλειά της), ευρύχωρες και μεγάλες πύλες δώδεκα, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φύλων του νέου Ισραήλ της χάριτος, και δώδεκα άγγελοι ήσαν εις τας πύλας αυτάς, επάνω εις τας οποίας είχαν επιγραφή ονόματα, τα ονόματα των δώδεκα φυλών, των απογόνων του Ισραήλ.

Αποκ. 21,13        ἀπ᾿ ἀνατολῶν πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ βοῤῥᾶ πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ νότου πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ δυσμῶν πυλῶνες τρεῖς.

Αποκ. 21,13               Και υπήρχαν τρεις μεγαλοπρεπείς πύλες εις την ανατολικήν πλευράν του τείχους και τρεις εις την βορείαν και τρεις μεγαλοπρεπείς πύλες εις την νοτίαν και τρεις εις την δυτικήν πλευράν.

Αποκ. 21,14        καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 21,14              Και το τείχος της πόλεως είχε δώδεκα θεμέλια, και επάνω εις αυτά ήσαν δώδεκα ονόματα, των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου.

Αποκ. 21,15        Καὶ ὁ λαλῶν μετ᾿ ἐμοῦ εἶχε μέτρον κάλαμον χρυσοῦν, ἵνα μετρήσῃ τὴν πόλιν καὶ τοὺς πυλῶνας αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος αὐτῆς.

Αποκ. 21,15               Και ο άγγελος, που συνωμιλούσε μαζή μου, είχε ως μέτρον ένα χρυσό καλάμι (σύμβολον της δόξης αυτού και της πόλεως), δια να μετρήση την πόλιν και τας πύλας και το τείχος της.

Αποκ. 21,16        καὶ ἡ πόλις τετράγωνος κεῖται, καὶ τὸ μῆκος αὐτῆς ὅσον καὶ τὸ πλάτος. καὶ ἐμέτρησε τὴν πόλιν ἐν τῷ καλάμῳ ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων· τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί.

Αποκ. 21,16              Και η πόλις είναι τετράγωνη (σύμβολον της στερεότητός της) και το μήκος της είναι όσον και το πλάτος της. Και εμέτρησε την πόλιν με το χρυσό καλάμι και την ευρήκε να εκτείνεται εις δώδεκα χιλιάδες στάδια (δηλαδή δύο χιλιάδες διακόσια και πλέον χιλιόμετρα). Και το μήκος της και το πλάτος της και το ύψος της είναι ίσα.

Αποκ. 21,17        καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς ἑκατὸν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχῶν, μέτρον ἀνθρώπου, ὅ ἐστιν ἀγγέλου.

Αποκ. 21,17               Και εμέτρησε το ύψος του τείχους αυτής και ευρήκε τον συμβολικόν αριθμόν εκατόν σαράντα τέσσαρας πήχεις. Μετρημα που έκαμνε ο άγγελος με το συνιθισμένο ανθρώπινον μέτρον. (Η τεραστία έκτασις της λαμπροτάτης αυτής πόλεως μαρτυρεί την άνεσιν και την ανάπαυσιν, που θα έχουν οι κάτοικοί της).

Αποκ. 21,18        καὶ ἦν ἡ ἐνδόμησις τοῦ τείχους αὐτῆς ἴασπις, καὶ ἡ πόλις χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ.

Αποκ. 21,18              Και το οικοδομικόν υλικόν του τείχους της είναι διαμάντι, και ολόκληρος η πόλις από καθαρό χρυσάφι, που ακτινοβολεί σαν καθαρό γυαλί.

Αποκ. 21,19        οἱ θεμέλιοι τοῦ τείχους τῆς πόλεως παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι· ὁ θεμέλιος ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος,

Αποκ. 21,19              Τα θεμέλια του τείχους της πόλεως είναι στολισμένα με κάθε πολύτιμον λίθον. Ο πρώτος θεμέλιός της είναι διαμάντι, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμαράγδι,

Αποκ. 21,20        ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος.

Αποκ. 21,20              ο πέμπτος σαρδόνυξ (πολύτιμος λίθος με χρώμα καστανοκόκκινον), ο εκτός κοκκινόχρωμος πολύτιμος λίθος, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος (θαλασσόχρωμος πολύτιμος λίθος), ο ένατος τοπάζιον (πολύτιμος πρασινωπός λίθος), ο δέκατος χρυσοπράσινος, ο ενδέκατος υάκινθος (όμοιος με ζαφείρι) και ο δωδέκατος κοκκινωπός πολύτιμος αμέθυστος. (Και συμβολίζουν οι πολυτιμότατοι αυτοί λίθοι τας εξαιρέτους αρετάς των αγίων Αποστόλων).

Αποκ. 21,21        καὶ οἱ δώδεκα πυλῶνες δώδεκα μαργαρῖται· ἀνὰ εἷς ἕκαστος τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ἑνὸς μαργαρίτου. καὶ ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως χρυσίον καθαρὸν ὡς ὕαλος διαυγής.

Αποκ. 21,21              Και οι δώδεκα πύλες της πόλεως ήσαν δώδεκα τεράστια μαργαριτάρια. Καθε μία από τας πύλας είχε κατασκευασθή από ένα τεράστιο πολυτιμότατο μαργαριτάρι. Και η πλατεία της πόλεως ήτο ολοκάθαρο χρυσάφι, σαν γυαλί διαφανές και ακτινοβόλον.

Αποκ. 21,22        Καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ναὸς αὐτῆς ἐστι, καὶ τὸ ἀρνίον.

Αποκ. 21,22              Και ναόν δεν είδα μέσα εις την πόλιν. Και τούτο, διότι ο Κυριος, ο Θεός ο παντοκράτωρ, και το Αρνίον, είναι ο απειροτέλειος και ζων ναός της πόλεως, ώστε να λατρεύωνται κατ' ευθείαν από τους πιστούς.

Αποκ. 21,23        καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον.

Αποκ. 21,23              Και η πόλις δεν είχεν ανάγκην από τον ήλιον ούτε από την σελήνην, δια να την φωτίζουν. Διότι η αποστράπτουσα δόξα του Θεού την επλημμύριζεν στο φως, και ακτινοβόλον λύχνον της έχει το Αρνίον.

Αποκ. 21,24        καὶ περιπατήσουσι τὰ ἔθνη διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς αὐτήν,

Αποκ. 21,24              Και τα έθνη, που ήσαν άλλοτε ειδωλολατρικά, πολίται τώρα της βασιλείας του Θεού, θα περιπατήσουν και θα ζήσουν εις την αγίαν πόλιν, φωτιζόμενοι από το θείον της φως. Και οι λυτρωμένοι βασιλείς της γης θα προσφέρουν εις την πόλιν την δόξαν των και το μεγαλείον των.

Αποκ. 21,25        καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ·

Αποκ. 21,25              Και αι πύλαι αυτής δεν θα κλεισθούν ποτέ κατά την ατελείωτον ημέραν της αιωνιότητος, διότι νύκτα και σκότος δεν θα υπάρχουν πλέον εις αυτήν.

Αποκ. 21,26        καὶ οἴσουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν εἰς αὐτήν.

Αποκ. 21,26              Και θα προσφέρουν εις αυτήν την δόξαν και το μεγαλείον των εθνών, που έχουν λυτρωθή δια της θυσίας του Χριστού.

Αποκ. 21,27        καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ ὁ ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, εἰ μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 21,27              Και δεν θα εισέλθη ποτέ εις αυτήν τίποτε το ακάθαρτον· δεν θα εισέλθη εκείνος που έπραξε βδελυράς πράξεις η ο,τι άλλο υπαγορεύει το ψεύδος της πλάνης και της αμαρτίας. Εις αυτήν θα εισέλθουν μόνον όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίον της ζωής του Αρνίου.

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ 22

 

Αποκ. 22,1         Καὶ ἔδειξέ μοι ποταμὸν ὕδατος ζωῆς λαμπρὸν ὡς κρύσταλλον, ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου.

Αποκ. 22,1                Και ο άγγελος μου έδειξε τον ποταμόν του ύδατος της ζωής, διαυγή και λαμπρόν σαν το κρύσταλλον, ο οποίος επήγαζε και εξεχύνετο από τον θρόνον της χάριτος του Θεού και του Αρνίου.

Αποκ. 22,2         ἐν μέσῳ τῆς πλατείας αὐτῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν ξύλον ζωῆς, ποιοῦν καρποὺς δώδεκα, κατὰ μῆνα ἕκαστον ἀποδιδοῦν τὸν καρπὸν αὐτοῦ, καὶ τὰ φύλλα τοῦ ξύλου εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν.

Αποκ. 22,2               Και στο μέσον της πλατείας της πόλεως και του ποταμού, ποτιζόμενον απ' εδώ και απ' εκεί από τα ύδατα του ποταμού, υπήρχε το δένδρον της ζωής, το οποίον έκαμνε δώδεκα καρπούς· κάθε μήνα έδιδε τον καρπόν του, και τα φύλλα του δένδρου αυτού προορίζονται δια τους εθνικούς (που ερρύθμιζαν την ζωήν των σύμφωνα με τον νόμον της συνειδήσεως, διότι δεν είχαν γνωρίσει τον Χριστόν).

Αποκ. 22,3         καὶ πᾶν κατάθεμα οὐκ ἔσται ἔτι· καὶ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου ἐν αὐτῇ ἔσται, καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ

Αποκ. 22,3                Και δι' εκείνους που θα εισέλθουν εις την αγίαν πόλιν, δεν υπάρχει κανένας φόβος εξώσεώς των. Και ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα υπάρχη αιωνίως εις την πόλιν αυτήν, και οι δούλοι του Θεού θα τον λατρεύσουν,

Αποκ. 22,4         καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν.

Αποκ. 22,4               Και θα ίδουν το πρόσωπόν του, την δόξαν της θεότητος του, και θα φέρουν με χαράν το όνομά του επάνω εις τα μέτωπά των (δια να δηλωθή έτσι, ότι ανήκουν εις αυτόν και μετέχουν ως ιδικοί του εις την θείαν του δόξαν).

Αποκ. 22,5         καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Αποκ. 22,5                Και νύκτα δεν θα υπάρχη πλέον εκεί, ούτε και καμμία ανάγκη λύχνου και φωτός ηλίου, διότι Κυριος ο Θεός θα φωτίζη αυτούς με το απρόσιτον υπέρλαμπρον αυτού φως, και θα βασιλεύσουν στους αιώνας των αιώνων.

Αποκ. 22,6         Καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων τῶν προφητῶν ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει.

Αποκ. 22,6               Και μου είπεν ο άγγελος· “όλοι αυτοί οι λόγοι, που περιέχονται στο βιβλίον, είναι απολύτως αξιόπιστοι και αληθινοί. Και Κυριος ο Θεός των αγγέλων και των προφητών έστειλε τον άγγελόν του να δείξη στους δούλους του, στους πιστούς δηλαδή της Εκκλησίας, εκείνα τα οποία, σύμφωνα με την θείαν βουλήν του, θα πραγματοποιηθούν σύντομα”.

Αποκ. 22,7         καὶ ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ. μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου.

Αποκ. 22,7                “Και ιδού, λέγει ο Χριστός, έρχομαι γρήγορα. Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος τηρεί τας προφητείας, που είναι γραμμένες στο βιβλίον τούτο”.

Αποκ. 22,8         Κἀγὼ Ἰωάννης ὁ ἀκούων καὶ βλέπων ταῦτα. καὶ ὅτε ἤκουσα καὶ ἔβλεψα, ἔπεσα προσκυνῆσαι ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τοῦ ἀγγέλου τοῦ δεικνύοντός μοι ταῦτα.

Αποκ. 22,8               Και εγώ, που ήκουσα και είδα όλα αυτά, είμαι ο Ιωάννης. Και όταν τα ήκουσα και τα είδα, γεμάτος ιερόν δέος και ευλάβειαν δι' αυτά, έπεσα να προσκυνήσω εμπρός εις τα πόδια του αγγέλου, που μου τα έδειχνε.

Αποκ. 22,9         καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν προφητῶν καὶ τῶν τηρούντων τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τούτου· τῷ Θεῷ προσκύνησον.

Αποκ. 22,9               Και μου είπεν ο άγγελος· “πρόσεξε, μη κάμης κάτι τέτοιο· διότι εγώ είμαι σύνδουλος ιδικός σου και των προφητών και όλων εκείνων, οι οποίοι φυλάσσουν τα λόγια του βιβλίου τούτου. Τον Θεόν προσκύνησε”.

Αποκ. 22,10        Καὶ λέγει μοι· μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου· ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν.

Αποκ. 22,10              Και μου είπεν ο Χριστός· “μη σφραγίσης, μη κρατήσης κρυμμένους και μυστικούς τους λόγους των προφητειών, που περιέχονται στο βιβλίον τούτο, αλλά ανακοίνωσέ τους και διάδωσέ τους· διότι ο καιρός της πραγματοποιήσεώς των πλησιάζει”.

Αποκ. 22,11        ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.

Αποκ. 22,11              (Ο καθένας είναι ελεύθερος να τους δεχθή η να τους αρνηθή. Θα βαστάση δι' αυτό την ευθύνην του). “Ο άδικος, ας εξακολουθήση να διαπράττη τας αδικίας και αμαρτίας· ελεύθερος είναι. Ομοίως και ο ακάθαρτος, από τα ρυπαρά έργα της διαφθοράς του ας γίνη περισσότερον ρυπαρός, εάν αυτό θέλη. Αλλά και ο δίκαιος, που έχει δώσει την θέλησίν του στο αγαθόν, ας πραγματοποιήση περισσοτέραν δικαιοσύνην. Ομοίως και ο άγιος, ας αγιασθή ακόμη περισσότερον.

Αποκ. 22,12        Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ.

Αποκ. 22,12              Ιδού έρχομαι γρήγορα και έχω μαζή μου τον μισθόν, δια να ανταμείψω τον καθένα από τους πιστούς και εναρέτους σύμφωνα με τα έργα της ζωής του και την όλην κατάστασιν της καρδίας του.

Αποκ. 22,13        ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος.

Αποκ. 22,13              Εγώ είμαι το Α και το Ω, η απειροτελεία ύπαρξις, ο χωρίς αρχήν πρώτος και χωρίς τέλος έσχατος. Είμαι ο αιώνιος και αναλλοίωτος, η δημιουργική αρχή και αιτία των πάντων και ο ύψιστος σκοπός αυτών”.

Αποκ. 22,14        Μακάριοι οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τοῖς πυλῶσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν.

Αποκ. 22,14              Και ο άγγελος επρόσθεσε· “Μακάριοι είναι εκείνοι, που τηρούν τας εντολάς του Χριστού, δια να έχουν έτσι εξουσίαν από τον Θεόν και δικαίωμα να τρέφωνται από το δένδρον της ζωής και να εισέλθουν ελεύθερα από τας πύλας εις την πόλιν του Θεού, εις την βασιλείαν των ουρανών.

Αποκ. 22,15        ἔξω οἱ κύνες καὶ οἱ φαρμακοὶ καὶ οἱ πόρνοι καὶ οἱ φονεῖς καὶ οἱ εἰδωλολάτραι καὶ πᾶς ὁ φιλῶν καὶ ποιῶν ψεῦδος.

Αποκ. 22,15              Εξω οι αδιάντροποι σαν τα σκυλιά και οι οποίοι κατατεμαχίζουν την Εκκλησίαν του Χριστού· έξω οι μάγοι και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και κάθε ένας, που αρνείται την αλήθειαν, αγαπά δε και ακολουθεί το ψεύδος της αμαρτίας”.

Αποκ. 22,16        Ἐγὼ Ἰησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. ἐγώ εἰμι ἡ ῥίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός.

Αποκ. 22,16              “Εγώ, ο Ιησούς, έστειλα τον άγγελόν μου να κηρύξη και μαρτυρήση εις σας όλα αυτά, που περιέχονται στο βιβλίον τούτο, δια να γίνουν γνωστά εις τας Εκκλησίας. Εγώ είμαι η ρίζα του Δαυΐδ, ο γνήσιος αυτού απόγονος και κληρονόμος των θείων επαγγελιών. Εγώ είμαι το λαμπρόν άστρον της αυγής, ο ανέσπερος ήλιος της δικαιοσύνης, που χαρίζω την ατελείωτον αιωνίαν ημέραν”.

Αποκ. 22,17        Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω· ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν.

Αποκ. 22,17              Και το Πνεύμα το Αγιον και η νύμφη- Εκκλησία λέγουν· “έλα, Νυμφίε έλα”. Και καθένας, που ακούει τας προφητείας αυτάς, ας είπη· “έλα, Νυμφίε, έλα”. Και καθένας που διψά τον Νυμφίον Χριστόν και την αιωνίαν μακαριότητα ας έλθη· και όποιος θέλει, ας πάρη δωρεάν το ύδωρ της ζωής.

Αποκ. 22,18        Μαρτυρῶ ἐγὼ παντὶ τῷ ἀκούοντι τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου. ἐάν τις ἐπιθῇ ἐπὶ ταῦτα, ἐπιθήσει ὁ Θεὸς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς πληγὰς τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·

Αποκ. 22,18              Εγώ, ο Ιωάννης, ομολογώ και διαβεβαιώνω καθένα, που ακούει τα λόγια των προφητειών του βιβλίου τούτου, ότι εάν κανείς προσθέση εις αυτά, θα προσθέση ο Θεός επάνω εις αυτόν τας πληγάς και τας τιμωρίας, που είναι γραμμένες στο βιβλίον τούτο.

Αποκ. 22,19        καὶ ἐάν τις ἀφέλῃ ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας ταύτης, ἀφελεῖ ὁ Θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας, τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ.

Αποκ. 22,19              Και εάν κανείς αφαιρέση από τα προφητικά λόγια του βιβλίου, θα αφαιρέση ο Θεός την μερίδα και την συμμετοχήν του από το δένδρον της αιωνίου ζωής και από την αγίαν πόλιν, που είναι γραμμένα στο βιβλίον αυτό.

Αποκ. 22,20        Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ.

Αποκ. 22,20             Λεγει ο Χριστός, ο οποίος μαρτυρεί την απόλυτον αλήθειαν των προφητειών του βιβλίου. “Ναι, έρχομαι γρήγορα”. Και ο Ιωάννης μαζή με όλην την Εκκλησίαν απαντούν· “αμήν· ναι, έλα, Κυριε Ιησού”.

Αποκ. 22,21        Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

Αποκ. 22,21              Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού είθε να είναι με όλους τους Χριστιανούς. Αμήν.