Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό. Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ 

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του. Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα. Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἄνδρας καὶ ἡ Σύζυγος αὐτοῦ οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διὰ ξύλων τὰ ὀστά τους. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του.  Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.

Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο († 18 Ἰανουαρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός 

Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα 

Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα, εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκάρη μοναχή. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καὶ διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, στὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καὶ τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στὴ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Σκοτεινὸ Φρέαρ καὶ ἐπονομαζόταν Ἀσπάρου στέρνη.

Ὅταν ἦλθε στὸ θρόνο ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Πατριάρχης Γερμανός, στερεὸς προμαχώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο Ἀναστάσιο. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τὴν καθαίρεση καὶ καταστροφὴ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἀπὶ τῆς Χαλκῆς Πύλης.
Τότε ἡ Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καὶ ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καὶ κατέρριψαν ἀπὸ τὴν κινητὴ σκάλα τὸ σπαθάριο ποὺ ἀνέβηκε, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα, καὶ μὲ πέτρες καὶ ξύλα ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Πατριαρχείο. Ἡ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ ἐπενέβη, ἄλλες μὲν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καὶ ἀπὸ τὶς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στὶς φυλακὲς ἢ ἐξαπέστειλαν στὴν ἐξορία. Τὴν δὲ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τὴν ὁδήγησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Βοὸς καὶ τὴν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διαπέρασαν τὸ λαιμό της διὰ κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τὸ τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ Δεξιοκράτους, πολλὰ δὲ θαύματα ἐπιτελοῦσε στοὺς πιστούς, ποὺ προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες 

Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς

Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Ὑπομονή

Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.

Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν». Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.

Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή. Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.

Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.
Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀργέντης 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νάννος 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.

Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς. Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.

Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.

Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους. Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.

Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει  πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ. Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι  ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό. Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης. Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.

Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους. Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους. Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.

Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν» 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.

Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.

Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος. Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».

Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.

Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες. Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλὰ χωριά, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.

Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα. Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.

Τὴν περίοδο 1914 – 1916 καὶ 1918 – 1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.

Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν. Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.

Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας 

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 11 Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος, υἱὸς τοῦ Φήλικος Βόϊνο – Γιασενέτσκϊυ, ἐγεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1877, στὴν πόλη Κέρτς, τὸ ἀρχαῖο Ποντικάπαιο, ποὺ ἦταν ἀποικία τῶν Μιλησίων. Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, ἡ οἰκογένειά του μετακομίζει στὴν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, τὸ Κίεβο.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐξεχώρισε ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του. Ἐζοῦσε ἁπλὰ καὶ λιτά. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐπέδρασε στὴν ψυχή του ἦταν τὸ περίφημο μοναστήρι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, ἕνας τόπος ἁγιασμένος ἀπὸ τὶς προσευχές, τὴν ἄσκηση καὶ τὰ δάκρυα πολλῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα. Ἐσπούδασε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς. Παράλληλα μὲ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις ἐμελετοῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφή. Πολλὰ σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου τὸν συνέπαιρναν. Τὰ ὑπογράμμιζε μὲ κόκκινο μελάνι. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐκράτησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγινε ὁ ἀχώριστος σύντροφός του. Στὴ συνέχεια ἐσπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Κιέβου. Τὸ μέλλον του, ὡς ἰατροῦ, φαίνεται λαμπρό, ἀφοῦ ξεχωρίζει καὶ διακρίνεται στὶς σπουδές του. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ὡς σκοπὸ τὴ διακονία τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ πτωχοῦ. Βοηθάει τοὺς πάντες. Διακονεῖ χιλιάδες ἀσθενεῖς. Προοδεύει τόσο πολὺ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ ἐκλέγεται Καθηγητὴς Πανεπιστημίου.

Τὸ 1918 συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀκτωβριανὴς ἐπαναστάσεως, ἀλλά, σὰν ἀπὸ θαῦμα ἐλευθερώνεται. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὰ δεινὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ξαφνικὰ τὸν καλεῖ νὰ γίνει ἱερεὺς καὶ νὰ διακονήσει τὸν λαό Του. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 λαμβάνει τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Μιὰ ἐβδομάδα ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο, καὶ ἀξιώνεται νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὴν παρακαταθήκη ποὺ τοῦ παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν τὸν Προφήτη Συμεὼν τὸ Θεοδόχο. Ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν σὲ πολλὰ μέτωπα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀνάγκες τῆς ἐνορίας. Παράλληλα ἐδίδασκε στὸ Πανεπιστήμιο, στὴν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ χειρουργικῆς, ἐνῷ ἐργαζόταν καὶ στὸ νοσοκομεῖο.

Ὁ ἐξόριστος Ἐπίσκοπος τῆς Οὐφὰ Ἀνδρέας ἔφθασε τὸ 1922 στὴν Τασκένδη, μετὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ποὺ ἔκαναν πιὸ ζωντανὴ τὴν παρουσία τους μὲ τὴ βοήθεια τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους.  Οἱ κάτοικοι τῆς Τασκένδης ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἐπίσκοπό τους τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ μαρτυρικὸ Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, εἶχε τὴν ἄδεια νὰ ἐκλέγει τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς χειροτονεῖ κρυφά. Ἔτσι ἔκειρε μοναχὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὀνόμασε Λουκᾶ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὴν πόλη Πεντζικέντ ἀπὸ ἐξόριστους Ἐπισκόπους. Ἡ πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο ἄρχισε.

Στὶς 9 Ἰουνίου 1923 ἐπῆγε στὸ ναὸ καὶ ἐτέλεσε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸν Ὄρθρο. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ἄρχιζε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας τὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸν συνέλαβαν οἱ κομισάριοι τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν πόσο δημοφιλὴς ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς καὶ ἐφοβοῦντο ταραχές, ἔβαλαν σὲ ἐφαρμογὴ τὴ μέθοδο τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς λασπολογίας. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι συμμετεῖχε σὲ ἀντιεπαναστατικὰ κινήματα κατὰ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν κατάφεραν τίποτε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν Τασκένδη, γιατὶ εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὴν Τασκένδη ὁ ἀντικανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς φθάνει στὴ Μόσχα, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα καὶ συλλειτουργεῖ μαζί του. Σὲ λίγες ἡμέρες καὶ πάλι συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς Μπουτύρσκι, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴ φήμη τῶν πιὸ σκληρῶν φυλακῶν τῆς Μόσχας. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρεται στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα ποὺ βρίσκονται στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Μόσχας καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἐξορίζεται στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέϊσκ. Ἡ ἰατρικὴ ἰδιότητά του τοῦ ἐπέτρεψε κάποια μικρὴ ἄνεση καὶ σχετικὴ ἐλευθερία κινήσεων. Ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐχειρουργοῦσε. Ἐθεράπευε τὶς ψυχικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι τὸν ἐξορίζουν στὸ χωριὸ Χάγια, κοντὰ στὸν παραπόταμο τοῦ Ἀγκαρᾶ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἐκ νέου στὸ Γενισέϊσκ. Τὸν ἐξορίζουν στὸ Τουρουχάνσκ. Ἀγόγγυστα ὁ Ἐπίσκοπος ἐδέχθηκε τὴν ἀπόφαση. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες κάνουν τὴ ζωὴ πολὺ δύσκολη. Ὁ χειμώνας εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀτελείωτος. Ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει στοὺς 40 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδὲν ἢ ἀκόμη πιὸ κάτω. Ὁ Ἅγιος θέτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν.

Ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς κρατικοὺς παράγοντες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο, νὰ κάνει κηρύγματα, νὰ ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, μὲ ἕλκυθρο. Ὅμως, τὸ μαρτύριο συνεχίζεται. Τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνυπακοὴ στὴ σοβιετικὴ ἐξουσία καὶ τὸν ἐξορίζουν στὸν Ἀρκτικὸ ὠκεανό. Μόνη του παρηγοριὰ ὁ Θεός. Ἡ προσευχὴ ἦταν τὸ καταφύγιό του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τὸ μάρτυρα Ἐπίσκοπο ποὺ ἀντεξε καὶ αὐτὴ τὴ σκληρὴ δοκιμασία.

Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Κρασνογιὰρσκ Ἀμφιλοχίου, ἐπιστρέφει στὴν Τασκένδη. Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930, οἱ ἀρχὲς ἀνακοινώνουν τὴν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἀναστατώθηκε. Γράφει γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος: «Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930 γιὰ τελευταία φορὰ λειτούργησα στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μὲ συνεπῆρε ἡ σκέψη πὼς τὸ ἴδιο βράδυ θὰ μὲ συλλάβουν. Ὅπως καὶ ἔγινε. Τὴν ἐκκλησία τὴν γκρέμισαν ὅταν ἐγὼ βρισκόμουν στὴ φυλακή. Στὸν πασίγνωστο κατηχητικὸ λόγο ποὺ διάβάζεται τὸ Πάσχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τὰ ἔργα δέχεται, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώμη ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πράξη τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεση ἐπαινεῖ. Γι’ αὐτὴ τὴν πρόθεσή μου νὰ πεθάνω μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, ἂς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου».

Τὸ Μάιο τοῦ 1931, ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐξορία στὴ Σιβηρία, ἀνακρίσεις καὶ βασανιστήρια. Γιὰ λίγο τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερο καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 1940 ἐξορίζεται γιὰ τρίτη φορά. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου καλεῖται στὴν πόλη Κρασνογιάρσκ, ὅπου προσφέρει τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὡς ἰατρὸς καὶ λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ στὴ συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα μετατίθεται στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρνικ καὶ τὸ 1945, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, δέχεται τὴν πρώτη πολιτικὴ ἐπιβράβευση γιὰ τὸ τεράστιο ἔργο του καὶ τὴν προσφορά του. Τὸ Μάιο τοῦ ἔτους 1946 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς μετατίθεται στὴν Κριμαία, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ἀφοῦ προσέφερε τὰ πάντα στὴ διακονία τοῦ λαοῦ του, ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1961.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 29 Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέον ἅγιον, τοῦ Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καὶ θλίψεων· νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχὰς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθείᾳ διωγμοῦ, μακάριε, διὸ καὶ θάλπος νοητὸς τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο. Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξουμε τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴν πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσουμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμό, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. β, 21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σὲ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξι το Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἐφ. α’, 20)

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους καὶ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ κδ’, 50).

Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβή, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας.

Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιά της μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ’, 30).

Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. δ’, 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης, καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς ἡμᾶς πρὸς δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.

Μνήμη Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.

Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.

Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.

Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός»«Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα»«Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.

Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.

Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.

Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶς Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

 

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Σύνοδος ἡ Πρώτη ἐν τῇ λαμπρᾷ, πόλει Νικαέων, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, σὲ Χριστὲ κηρύττει, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, τὴν ψυχοφθόρον πλάνην, ἐνθέοις δόγμασι.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς 

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος.  Ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ρίχθηκε στὸ νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.

Ἡ Ἁγία Ἑλικωνίς ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικὲς συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καὶ Φιλίππου. Μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο, παρὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στὴν ἀρχὴ τῆν φυλάκισαν· τὸ μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ζυγὸ βοδιῶν καὶ τὴν ἄφησαν νὰ ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἔριξαν σὲ πίσσα καὶ ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νὰ τὴν προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς, γι’ αὐτὸ τὴς ξύρισαν τὴν κεφαλὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά· ὅμως αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτε, ἀλλὰ ἀπεναντίας, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νὰ καταρίψει τὰ ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ποὺ βρίσκονταν στὸ ναό. Στὴ συνέχεια τῆς ἔτεμαν τοὺς μαστοὺς καὶ τὴν φυλάκισαν.
Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τὸν ἡγεμόνα Περίνιο στὴν Κόρινθο, διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ ριφθεῖ στὴν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δὲν τὴν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τὴν βασάνισαν· ξάπλωσαν τὴν Ἁγία πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τῆς συμπαραστέκονταν καὶ θεράπευαν τὶς σάρκες της, ποὺ καίγονταν. Οὔτε ὅμως καὶ τὰ θηρία τὴν ἀκούμπησαν, ἂν καὶ κατέφαγαν ἑκατὸν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διὰ ξίφους τμηθεῖσα, πρὸς Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης οἱ Μάρτυρες 

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης, οἱ ὁποίοι ἄθλησαν τὸ 244 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.). Βρισκόμενοι στὴ Ρώμη καὶ κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μετέστρεφαν καὶ βάπτιζαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, ρίχθηκαν στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν μεταξὺ τῶν συγκρατουμένων τους τὸ θεοφιλὲς ἔργο τους, πολλοὺς τῶν ὁποίων ἔφεραν πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Ἡ ἡγεμόνας πληροφορήθηκε αὐτὸ καὶ διέταξε, ἀφοῦ μαστιγωθοῦν σκληρά, νὰ ριχθοῦν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.

Σύμφωνα μὲ τὸν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τῇ Ἑλλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἅπασαις, Θεσσαλίαν τε καὶ Ἀχαΐαν».

Στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικὸς κατὰ Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἀνήκουν στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Πρόκειται α) γιὰ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε στὸν Μέγα Ἀθανάσιο τὸ 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ Ἀθανασίῳ Ἀλεξανδρείας»), στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴ χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καὶ β) γιὰ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης († 27 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τὸ μαρτυρικό της λείψανο μέσα στὴν πόλη καὶ «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Παβίας

Ὁ Ἅγιος Σενατόρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Μιλάνου 

Ὁ Ἅγιος Σενατόρος καταγόταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ παρακολούθησε ὡς Πρεσβύτερος, τὶς ἐργασίες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Χέρων ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χέρων καταγόταν ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης καὶ ἔζησε στὴ Γαλλία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Φονεύθηκε, ὅμως, ἀπὸ ληστὲς κοντὰ στὴν πόλη Καρτρέ, ὅπου σήμερα στὸ ἀββαεῖο ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, βρίσκονται τὰ ἱερὰ λείψανά του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰούστος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης 

Ὁ Ἅγιος Ἰούστος ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται ὡς ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης τῆς Ἰσπανικῆς Καταλανίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 527 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἐπίσκοπος Παρισίων 

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτὸν τῆς Γαλλίας τὸ 496 μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ († 22 Αὐγούστου) καὶ το 556 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Παρισίων. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «πατέρας καὶ προστάτης τῶν πτωχῶν». Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 576 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας 

Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες μὲ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξάγεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 726 καὶ 775 μ.Χ., καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἀναδείχθηκε Ὁμολογητὴς γιὰ τοὺς ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καὶ νὰ ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Παλαιστίνης, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικὰ σὲ ἀσκητικοὺς ἀγώνες.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δούλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβή, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελὴ καὶ θεοσεβὴ μόρφωση αὐτοῦ.

Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος δὲ ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.

Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιία του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅ,τι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.

Ὁ Ἅγιος, σὲ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν εἶδε τὴ Θεοτόκο στὸν οὐρανὸ προσευχόμενη καὶ σκέπουσα τὸ λαὸ μὲ τὸ τίμιο ὠμοφόριό της († 1 καὶ † 28 Ὀκτωβρίου).

Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴ λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν πρόφθασε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴ δεξιά του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο· ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».

Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντὸς τοῦ ναοῦ· βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων· ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».

Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποίοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἡδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία· σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις;». Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.

Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχὴ, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε  τὴν ἡδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία. Τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ἔκειτο ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρό· ἤδη δὲ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.

 

Προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρὸ τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του

 
«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυρίας τῆς Εἰρήνης, ἐν Ρωσία 

Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.                 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἡ Παρθενομάρτυς 

Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Φιλοθέα, γεννήθηκε στὸ Μολύβοτο τῆς Παμφυλίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς της, πατρίκιος Ἰωάννης καὶ Εἰρήνη, τῆς ἔδωσαν Χριστιανικὴ ἀνατροφή. Στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων σημείωσε μεγάλη πρόοδο καὶ εἶχε ἀποστηθίσει  τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἐπιδόθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἄσκηση. Ὅταν ἔγινε δέκα τεσσάρων ἐτῶν ὑποχρεώθηκε, χωρὶς τὴν θέλησή της, νὰ νυμφευθεῖ κάποιον δεκαεπταετὴ ποὺ ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε ὅμως νὰ πείσει τὸ σύζυγό της νὰ διατηρήσουν τὴν ἀγνότητά τους καὶ μέσα στὸ γάμο, μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ Ὁσίου Ἀμμούν († 4 Ὀκτωβρίου) καὶ τῆς συζύγου του.

Ἡ Φιλοθέα ἔχασε νωρὶς τοὺς γονεῖς της, τὴ μητέρα της σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν πατέρα της λίγο καιρὸ μετὰ τὸν γάμο της. Ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς πέθανε μετὰ ἀπὸ ἔξι ἔτη ἔγγαμου βίου. Ἡ Φιλοθέα, ἀφοῦ ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους τῆς οἰκογένειας καὶ διαμοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχοὺς, ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, μαζὶ μὲ μία δούλη της ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μολύβοτο.

Καθημερινές της ἐνασχολήσεις ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς θεοφιλοῦς βιοτῆς της διαδόθηκε στὶς γύρω περιοχές. Ἡ Ὁσία ἀνέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ ἔργο τῆς στηρίξεως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς κατατροπώσεως τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο ἡ εἰδωλολατρία καὶ οἱ διωγμοί. Ὁ Θεός τῆς δώρισε τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα.

Ἡ Ὁσία, τέσσερις ἡμέρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς της, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες της. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτῆς ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη στὸ Τύρνοβο, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Κράτους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ βασιλέως Ἰωαννικίου ἢ Καλοϊωάννου (1197 – 1207), ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύθηκε τὴ δεινὴ θέση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία καὶ κατέλαβε ἀρκετὰ ἐδάφη της. Τὰ ἱερὰ λείψανα τὰ συνόδευσε τιμητικὸ στρατιωτικὸ ἄγημα καὶ τὰ ὑποδέχθηκε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Στὴν πορεία ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν. Θεραπεύθηκε καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς Θεόδωρος. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς καλουμένης Τέμνισκας, μέσα στὸ Τύρνοβο.

Μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου (1393) ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους, οἱ Βούλγαροι τοῦ Βιδυνίου ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μεταφέρουν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας Φιλοθέας ἀπὸ τὸ Τύρνοβο στὴν πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου τους, ἀφοῦ στὴ βασιλεύουσα πόλη, τὸ Τύρνοβο, δὲν ὑπῆρχε οὔτε πολιτικὴ οὔτε πνευματικὴ ἡγεσία τῶν Βουλγάρων. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας Εὐθύμιος, εἶχε ὑποχρεωθεῖ νὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὸ γεγονός τῆς μετακομιδῆς ἔλαβε χώρα δύο ἔτη μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου, δηλαδὴ τὸ 1395. Ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε μὲ πανηγυρικὸ τρόπο καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη κατέστη προστάτιδα καὶ μεσίτρια τῶν Βουλγάρων πιστῶν τοῦ βασιλείου τοῦ Βιδυνίου.
Τὸ 1396 ὑπῆρξε μοιραῖο καὶ γιὰ τὸ Βιδύνιο. Οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι κατόρθωσαν νὰ καταλύσουν καὶ τὸ τελευταῖο αὐτὸ βασίλειο τῶν Βουλγάρων καὶ νὰ κυριαρχήσουν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στὴ δίνη καὶ τὸ χαλασμὸ τῆς ἁλώσεως χάθηκαν καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ὁσίας Φιλοθέας γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὰ ἀνακαλύπτουμε μὲ βεβαιότητα στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν πόλη Ἄρτζες τῆς Οὑγγροβλαχίας. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ 

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του γιὰ εἴκοσι ἕξι χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1288. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του κάποιοι πιστοὶ εἶδαν τὸ τίμιο λείψανό του νὰ σηκώνεται καὶ νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦνται στὸν τάφο του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γερόντιος τῆς Μόσχας 

Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1453 ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καὶ στὶς 29 Ἰουνίου 1479 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1489.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἐκ Βουλγαρίας 

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμον Στέφανος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος Πενκιόβσι, κοντὰ στὴν Σόφια, καὶ λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων κατέφυγε στὴ Βαλαχία, κοντὰ στὸ βοεβόδα Ραντούλ. Στὴ συνέχεια ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Ρουσκούκ, ἴσως σὲ αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Πατριάρχης Τυρνόβου Ἅγιος Ἰωακείμ († 18 Ἰανουαρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «νοητοῦ τείχους», ἐν Ρωσία 

Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.         

Πηγή: http://www.synaxarion.gr        

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Γκαλίτς τῆς Ρωσίας 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἐμφανίσθηκε τὸ 1350, στὸν Ὅσιο Ἀβράμιο τοῦ Γκαλίτς. Ὅταν ὁ Ὅσιος στεκόταν προσευχόμενος στὶς ἀκτὲς τῆς λίμνης Γκαλίτς, κοντὰ στὸ βουνό, εἶδε ξαφνικὰ μέσα στὸ πυκνὸ δάσος ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τὸν καλοῦσε νὰ ἀνέλθει στὸ ὄρος καὶ νὰ εὕρει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Πράγματι ὁ Ὅσιος ἀνῆλθε στὸ ὄρος, ὅπου βρῆκε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ στὴν τρυφερὴ ἀγκάλη της. Μὲ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια ὁ Ὅσιος παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ φρόντισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο τόπο τῆς εὑρέσεως ἕνας μικρὸς ναὸς.

Ὅπως ἀναφέρεται στὰ Χρονικά, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος Θεοδώροβιτς ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Ὅσιος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο διέσχισε τὴν λίμνη τοῦ Γκαλίτς καὶ μετέφερε τὴν εἰκόνα στὴν πόλη. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τελέσθηκαν πολλά θαύματα καὶ ὁ πρίγκιπας βοήθησε τὸν Ὅσιο στὴν ἀνέγερση μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γκαλίτς στὶς 15 Αὐγούστου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, Φιλάνθρωπε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἐν πυρίναις γλώσσαις τοῖς Μαθηταῖς, ἐν τῷ ὑπερῴῳ, ὡς ὑπέσχου ἐκ τοῦ Πατρός, ἔπεμψας Σωτήρ μου, τὸ συμφυές σου Πνεῦμα, καὶ τούτους τῆς σῆς δόξης, ῥήτορας ἔδειξας.

 

 Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».

Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».

Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.

Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.

Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.

Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.

Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.

Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε  νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε  τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.

Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».

Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.

Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.

Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.

Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.

Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.

Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.
Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑλλάδιος. Ἀφοῦ διέπερεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατέστη Ἐπίσκοπος. Γιὰ τὴν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ δράση του συνελήφθη, καὶ, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ρίχθηκε στὴν πυρά, ἀλλὰ μὲ τὴν Θεία Δύναμη ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μὲ τὰ θαυμάσια αὐτὰ γεγονότα ἔγινε πρόξενος, ὥστε πολλοὶ τῶν παρισταμένων εἰδωλολατρῶν νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀφοῦ ἐδάρη σκληρὰ μὲ ράβδους καὶ γροθιές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα καὶ περιεβλήθηκε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος

Ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα

Τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις.

Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως

Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

 

Μεγαλυνάριο.
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς σαῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.

Ὁ Ἅγιος Θεράπων ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεράπων καταγόταν ἀπὸ τὶς Σάρδεις καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Λόγῳ τῶν ἀρετῶν, τοῦ ἔνθεου ζήλου, τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων καὶ τῆς φωτισμένης διδασκαλίας του,  χειροτονήθηκε πρεσβύτερος Σαρδέων. Διαβλήθηκε γιὰ τὴν χριστιανικὴ δράση του, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῶν Σαρδέων Οὐαλεριανό, ἀρνήθηκε δὲ νὰ ἀποκηρύξει τὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ βασανίσθηκε σκληρά, καὶ μεταφέρθηκε δέσμιος στὴ Συναὸ καὶ ἀκολούθως στὴν Ἄγκυρα, ὅπου κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἀτσαλῆ ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια, καὶ κατεγδάρησαν οἱ σάρκες του.
Τέλος, μεταφέρθηκε στὸ θέμα τῶν Θρακησίων, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἕρμο, στὴν Ἐπισκοπὴ Σατάλων, ὅπου καὶ πάλι βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἔζησε τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Μπαγράτ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα ἡ Μάρτυς και ἡ συνοδεία αὐτῆς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Λόγῳ τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν κατέφυγε στὴν πόλη Σόρα τῆς Καμπανίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Στὴν τέχνη ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα εἰκονογραφεῖται μαζὶ μὲ τὸν φύλακα Ἄγγελό της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Μάρτυρας ὁ Στρατηλάτης 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη τὸ 297 μ.Χ. στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ ζήσει. Ὁ στρατιώτης Ἰουλιανὸς ὅμως μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ διὰ ξίφους.

Ὅταν ἔφεραν τὸν Ἅγιο στὸν τόπο τῆς καταδίκης του, τὸν ἀποχαιρέτισαν ὅλοι. Κάποιος Χριστιανός, ποὺ ὀνομαζόταν Ἡσύχιος, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἐνθυμεῖται στὶς προσευχές του μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Πασικράτη καὶ Βαλεντίωνα, ποὺ εἶχαν πεθάνει μαρτυρικά († 24 Ἀπριλίου).
Στὴν συνέχεια ὁ δήμιος ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ καὶ ἀποκεφάλισε  τὸν Ἅγιο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Εὐσεβιώτης ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσεβιώτης ἢ Εὐβοιώτης τελιώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν πυρά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλύπιος τελειώθηκε, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὴν κεφαλὴ διὰ λίθου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ἀγίας Μάρτυρος Ἰουλιανὴς στὶς 4 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος της. Δεν γνωρίζουμε γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη της αὐτὴ την ἡμέρα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος 

Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος γεννήθηκε στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Ὀρὰνζ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 475 μ.Χ., κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἡ περιοχὴ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Βησιγότθους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ ἐξ Οὐαλλίας

Ἡ Ὁσία Μελάνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλλία καὶ γεννήθηκε τὸ 590 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοντγκομερυσάϊρ (Montgomeryshire). Ἀργότερα ἵδρυσε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ κοινότητα στὴν μακρινὴ περιοχὴ Μελανζέλ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 7ο ἢ 8ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ρανοῦλφος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρανοῦλφος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀδούλφου († 19 Μαΐου), Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς Ἄρρας – Καμπραὶ τῆς νοτιοανατολικῆς Γαλλίας. αρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ 700 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ ἐξ Οὐαλλίας

Ἡ Ὁσία Μελάνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλλία καὶ γεννήθηκε τὸ 590 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοντγκομερυσάϊρ (Montgomeryshire). Ἀργότερα ἵδρυσε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ κοινότητα στὴν μακρινὴ περιοχὴ Μελανζέλ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 7ο ἢ 8ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ρανοῦλφος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρανοῦλφος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀδούλφου († 19 Μαΐου), Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς Ἄρρας – Καμπραὶ τῆς νοτιοανατολικῆς Γαλλίας. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ 700 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βεδέας ὁ Ὁμολογητής

Ὁ Ὅσιος Βεδέας γεννήθηκε στὴ Νορθμπρία τῆς Ἀγγλίας τὸ 673 μ.Χ. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Γιάρροου, ὅπου σπούδασε καὶ παρέμεινε καθ’ ὅλο τὸν βίο του, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτῆς. Ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες, ἀνάλωσε τὸν βίο του καὶ ὅλη τὴν ἐνεργητικότητά του στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν Κανόνων τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συγγραφή. Οἱ θεολογικές του ἐργασίες, κυρίως ἑρμηνευτικές, ἦσαν ἐμβριθεῖς καὶ ἐξετιμῶντο πολύ, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Βεδέας κατέστη περίφημος κυρίως ὡς ἱστορικός. Τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀγγλίας καὶ τοῦ Ἀγγλικοῦ λαοῦ» ἔργο του, εἶναι ἡ σπουδαιότερη πηγὴ γιὰ τὴν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἱστορικὴ περίοδο τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Συνέθεσε, ἐπίσης, ὕμνους καὶ ἄλλα ποιήματα, ἐπιστολές,  διάφορες ὁμιλίες καὶ συνέθεσε τὸ «Μικρὸν Μαρτυρολόγιον» μὲ ἱστορικὲς σημειώσεις.

Ὁ Ὅσιος Βεδέας ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Ἐκτὸς τῶν προσόντων του αὐτῶν ἦταν πρὸ πάντων ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐλαβής, ταπεινός, ἁγνὸς στὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα.
Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ὅταν πλέον εἶχε ἐντελῶς ἐξαντληθεῖ, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι ἀπομένει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννου πρὸς ἑρμηνεία. «Γράφε, τέκνον μου», εἶπε ὁ Ὅσιος καὶ ἄρχισε νὰ ὑπαγορεύει. Ὅταν τὸ κεφάλαιο τελείωσε, ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀδελφὸς ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς μοναχούς, στοὺς ὁποίους διένειμε μικρὰ δῶρα ὡς εὐλογία, στράφηκε πρὸς τὸ ναό, ὁπου καθημερινὰ προσευχόταν ἐπὶ ἑξήντα συναπτὰ ἔτη, πρόφερε τοὺς λόγους «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ 735 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ Παρεκχέλι ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Α’ Μητροπολίτης Μόσχας

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἀπὸ τὸ 1455 Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας. Ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Θεόγνωστο καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’ Βασίλιεβιτς (1462 – 1505), Μητροπολίτης Μόσχας τὸ 1464.
Ὁ νέος Μητροπολίτης ἄρχισε ἀμέσως τὸ θεοφιλὲς ἔργο του καὶ ξεκίνησε τὴν ἀνέγερση τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι. Φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν καὶ τὴν καλλιέργεια ἱερατικοῦ ἤθους σὲ αὐτούς. Ἀσθένησε στὶς 4 Ἀπριλίου 1473 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ τὴν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀσκητικός του βίος, ἀφοῦ φοροῦσε ἐπάνω του γιὰ ἄσκηση βαριὲς ἁλυσίδες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Ἰωνᾶ, Φωτίου καὶ Κυπριανοῦ Μητροπολιτῶν Μόσχας

Ἡ εὕρεσις καὶ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἰωνᾶ († 31 Μαρτίου), Φωτίου († 2 Ἰουλίου) καὶ Κυπριανοῦ († 16 Σεπτεμβρίου) ἔγινε στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1472, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνέγερσης τοῦ νέου ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φίλιππο Α’ († 9 Ἰανουαρίου καὶ 27 Μαΐου) καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβάν III.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Νείλου τοῦ ἐκ Σομπένσκ

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου στὶς 7 Δεκεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Λάζαρος τοῦ Πσκώφ 

Ὁ Ὅσιος Λάζαρος γεννήθηκε τὸ 1733 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ μεγάλωσε στὴν πόλη Ὄποτσα κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκώφ. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Λαύρας τοῦ Πσκώφ καὶ ἀνέλαβε τὸ 1800 καθήκοντα οἰκονόμου τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1824.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Λευκῆς Λίμνης 

Ὁ Ὅσιος Θεράπων, κατὰ κόσμον Θεόδωρος, γεννήθηκε τὸ 1337 στὴν πόλη Βολοκολάμσκ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ οἰκογένεια Ποσκόχιν. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν κλίση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐγκαταστάθηκε βόρεια τῆς Λευκῆς Λίμνης μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Κύριλλο († 9 Ἰουνίου), ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του προσείλκυσε γύρω του μαθητὲς ποὺ ὀργάνωσαν ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.

Τὸ 1398 ὁ Ὅσιος ἀνοικοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ οἱ μοναχοὶ τὸν βοηθοῦσαν στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ ἀσχολοῦνταν παράλληλα μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1500, στὸν τόπο αὐτὸ κτίσθηκε πέτρινος ναὸς φημισμένος γιὰ τὶς ἁγιογραφίες του, ἔργα τοῦ ἁγιογράφου Διονυσίου καὶ τῶν υἱῶν του Βλαδιμήρου καὶ Θεοδώρου.

Ὁ Ὅσιος ἀπὸ ταπείνωση παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτῆς καὶ ἐπέστρεψε στὸν πνευματικὸ σύμβουλό του, Ὅσιο Κύριλλο.

Τὸ 1408 ὁ πρίγκιπας Ἀνδρέας Δημητρίεβιτς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεράποντα νὰ ἱδρύσει ἕνα νέο μοναστήρι στὴν πόλη Μοζάϊσκ. Ἐκεῖ, στὸ λόφο Λοῦσχο, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε τὴ νέα μονὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φώτιο († 27 Μαΐου καὶ 2 Ἰουλίου). Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1426.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ βόρειο κλίτος τοῦ ναοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καὶ βρέθηκε τὸ 1514.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Μόνζας 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεράποντος, ἡγουμένου τῆς μονῆς Μόνζας, στὶς 12 Δεκεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἠλίας 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἠλία, ἐκ Ρωσίας, στὶς 7 Δεκεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος τοῦ Ζαράνσκϊυ, κατὰ κόσμον Μητροφάνης Κούζμικ Σβέκωφ, γεννήθηκε, τὸ 1861, στὴν πόλη Βγιάτκα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὑποδηματοποιὸς καὶ ὁ Ὅσιος στὴ νεαρὴ ἡλικία του, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο. Τὸ 1891, ὁ Μητροφάνης κείρεται μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ματθαῖος. Ἐδῶ ἀσκεῖται στὴν ὑπακοὴ καὶ διδάσκεται τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δωρίζει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου γίνεται πενυματικὸ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1927.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

 Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Κάρπος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρωάδα τοῦ Ἑλλησπόντου. Φιλοξένησε στὴν οἰκία του τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἔγινε βοηθὸς αὐτοῦ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κομιστὴς τῶν ἐπιστολῶν ποὺ ἔστειλε ὁ Παῦλος πρὸς τὶς Ἐκκλησίες.

Ἀφοῦ περιόδευσε πολλὲς πόλεις καὶ κήρυξε μὲ ἱερὸ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο Ἐπίσκοπος Βεροίας τῆς Θράκης, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου.
Δεν γνωρίζουμε γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς Ἀλφαῖο πρόκειται. Κατ’ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀλφαῖο, ἕναν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους καὶ ἀδελφὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, καὶ κατ’ ἄλλους, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ πιθανότερο, γιὰ τὸν Ἀλφαῖο ἢ τὸν Κλεόπα, σύζυγο τῆς Μαρίας, συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος κατανάλωσε τὸ βίο του, μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ τέκνα του, ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

 

Μεγαλυνάριον.
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.

Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀποστόλου Ἀλφαίου καὶ τελειώθηκε, ἀφοῦ κατεκεντήθη ἀπὸ μέλισσες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα τοῦ Ἀποστόλου Ἀλφαίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀβερκίου, τελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σιμίτριος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμίτριος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι τρεῖς Χριστιανοὺς τὸ 159 μ.Χ. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας ἦταν δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς Βιέννης καὶ μαρτύρησε ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ 160 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στὴν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου. Μετέβη στὴ Ρώμη, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ τὸ 174 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν Γνωστικῶν καὶ τῶν Μοντανιστῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν Ἱεραποστολικὴ δράση του, ἀφοῦ ἀπέστειλε κήρυκες τοῦ θείου λόγου στὴν Ἀγγλία.
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 189 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Φουγάτιος καὶ Δαμιανός 

Οἱ Ὅσιοι Φουγάτιος καὶ Δαμιανὸς ἔζησαν τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχοὶ στὴ Ρώμη καὶ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἐλευθέριο στὴν Ἀγγλία, γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Πρίσκος ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρίσκος ἦταν Ρωμαῖος ἀνώτερος ἀξιωματικὸς καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Αὐρηλιανοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς συνελήφθη μαζί μὲ τοὺς συστρατιῶτες του καὶ βασανίσθηκε. Ὁλοι τελειώθηκαν μαρτυρικὰ τὸ 272 μ.Χ. καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἀνακαλύφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ὡξέρρης, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος ἔζησε κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς στρατιώτης στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, διαβλήθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο καὶ συνελήφθη. Οἱ εἰδωλολάτρες προσπάθησαν μὲ τὸν φόβο καὶ τὶς ὑποσχέσεις νὰ τὸν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος ὅμως μὲ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Χριστό. Διακήρυξε μάλιστα μὲ παρρησία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ παραδείσου. Μετὰ ἀπὸ πιέσεις τοῦ ἄρχοντος ὁ Ἅγιος εἶπε μὲ γενναιότητα ὅτι προτιμᾶ νὰ πεθάνει καὶ νὰ ζήσει μὲ τοὺς Ἁγίους, παρὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 302 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὸ Δορύστολο τῆς Μυσίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος συνδεόταν μὲ τοὺς ἁγίους Πασικράτη, Βαλεντίωνα καὶ Ἡσύχιο, ποὺ μαρτύρησαν νωρίτερα († 24 Ἀπριλίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Φηλικίσσιμος, Ἡρακλῆς καὶ Παυλίνος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικίσσιμος, Ἡρακλῆς καὶ Παυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Τόντι τῆς περιοχῆς τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Ἰταλίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Οἱ Σάξονες, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Τζιοὺτς καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Γερμανοί, οἱ ὁποίοι ἄρχισαν νὰ ἐγκαθίστανται στὴ Βρετανία ἀπὸ τὸ 454 μ.Χ., ἀφοῦ ἀπώθησαν διὰ πυρός καὶ σιδήρου στοὺς ὀρεινοὺς τόπους καὶ στὰ νησιὰ τοὺς Βρετανούς, ἐξακολούθησαν νὰ ζοῦν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος ὁ Μέγας († 12 Μαρτίου), ἐκπληρώνοντας παλαιὸ διακαὴ πόθο του νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Ἀγγλοσάξονες, ἀπέστειλε ἐκεῖ τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο, μοναχὸ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τῆς ὁμώνυμης μονῆς στὴ Ρώμη, συνοδευόμενο ἀπὸ σαράντα μοναχούς, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο αὐτό.

Ἀφοῦ ἔφθασαν μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες στὴ Βρετανία, ἀποβιβάσθηκαν στὸ νησὶ Τάνετ τὸ 596 μ.Χ. καὶ ἀμέσως εἰδοποίησαν τὸν βασιλέα τοῦ Κὲντ Ἐθελμπέρτο († 25 Φεβρουαρίου) σχετικὰ μὲ τὴν ἄφιξή τους στὴ χώρα του καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτῶν. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ βασιλέας μετέβη αὐτοπροσώπος στὸ νησί, γιὰ νὰ τοὺς συναντήσει. Ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε, δέχθηκε νὰ τοὺς παράσχει διευκολύνσεις, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποσχεθεῖ ἢ νὰ δεσμευθεῖ ὅτι θὰ πίστευε καὶ ὁ ἴδιος στὸν Χριστό.

Τοὺς παραχώρησε, λοιπόν, κατοικία στὸ Καντέρμπουρυ, ὅπως καὶ τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἀφήσει οἱ παλαιοὶ Βρετανοί. Τὸ ναὸ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε ἡ βασίλισσα Μπέρθα, Χριστιανὴ ἀπὸ τὴν Γαλλία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς προσωπικό της ἐφημέριο κάποιον Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸ Παρίσι.

Ἔχοντας τὸ ναὸ αὐτὸ ὡς ὁρμητήριο οἱ ἱεραπόστολοι μοναχοὶ ἄρχισαν νὰ κηρύττουν, νὰ βαπτίζουν καὶ νὰ τελοῦν τὴ Θεία Λειτουργία. Πολλοὶ εἰδωλολάτρες προσειλκύσθησαν ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Μετὰ παρέλευση ἑνὸς ἔτους, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος μετέβη στὴν Ἀρελάτη, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Βιργίλιο. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε, ἀπέστειλε στὴ Ρώμη τὸν Λαυρέντιο καὶ τὸν Πέτρο, γιὰ νὰ ζητήσουν καὶ ἄλλους ἱεραποστόλους πρὸς ἐνίσχυση τοῦ ἔργου τους.

Ὁ Πάπας Γρηγόριος ἀπέστειλε πολλοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές του, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Μελέτιος († 24 Ἀπριλίου) πρῶτος Ἐπίσκοπος τοῦ Λονδίνου, ὁ Ἰοῦστος († 10 Νοεμβρίου) πρῶτος Ἐπίσκοπος Ρότσεστερ, ὁ Παυλίνος († 10 Ὀκτωβρίου) πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης καὶ ὁ Ρουφινιανός, τρίτος ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου Καντουαρίας. Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος ἀπέστειλε διὰ τῶν ἱεραποστόλων αὐτῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας πολλὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴ λατρεία, καλύμματα τοῦ Θυσιαστηρίου, ἄμφια τῶν ἱερέων, ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ πολλὰ βιβλία. Τὸ 604 μ.Χ. ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο τὸ παλλίον (ἐπισκοπικὸ ὠμοφόριο) μὲ ἐντολὴ νὰ χειροτονήσει δώδεκα Ἐπισκόπους ὑπαγόμενους στὴ μητροπολιτική του ἕδρα. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δὲν ἐκτελέσθηκε ἀμέσως λόγῳ διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν δυσχεριῶν.

Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Λαυρέντιο († 3 Φεβρουαρίου), γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνει χωρὶς ποιμένα ἡ νεαρὴ Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 605 μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀγγλοσαξόνων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Συνέσιος 

Πολὺ φτωχὲς δυστυχῶς εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Κύπριο αὐτὸν Ἅγιο. Τόσο τὸ συναξάρι ὅσο κι ἡ ἀκολουθία του ἐλάχιστα πράγματα μᾶς προσφέρουν.

Σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὁ Ἅγιος Συνέσιος γεννήθηκε στὴν Καρπασία. Ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος κι ἀνεξίκακος καὶ διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τὸν Ἅγιο Φίλωνα. Αὐτοῦ μάλιστα καὶ τὸ ἱερὸ ἔργο ζήλωσε καὶ συμπλήρωσε.

Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, τὴν Καρπασία μὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ νησὶ λυμαίνονταν οἱ αἱρέσεις.

Ὁ διάβολος ποὺ ξέρει νὰ μεταμορφώνεται καὶ «εἰς ἄγγελον φωτός», ὅπως μᾶς λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, χρησιμοποίησε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦτο τὸ μέσο, γιὰ νὰ προσβάλει τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς κόπους τῶν μακαρίων Πατέρων καὶ πρὸ παντὸς τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἐπιφανίου καὶ Φίλωνος εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει σὲ ὅλη τὴν Κύπρο, πρόβαλε τὶς αἱρέσεις. Καὶ τὶς πρόβαλε γιὰ νὰ σκοτίσει τὰ πνεύματα, νὰ ταράξει τὶς συνειδήσεις καὶ νὰ κομματιάσει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ μεγάλος.

Αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχαν οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης μὲ τοὺς διωγμοὺς ποὺ κίνησαν ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὰ βασανιστήρια τὰ ἀνήκουστα ποὺ χρησιμοποίησαν, ζήτησαν νὰ τὸ πετύχουν οἱ αἱρέσεις. Νὰ σκανδαλίσουν τοὺς Χριστιανούς. Νὰ ψυχράνουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ζῆλο τους γιὰ τὴν πίστη κι ἔτσι σιγά – σιγά νὰ σβήσουν ἀπὸ τὶς καρδιές, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του.

Στοὺς διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντιστάθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της. Στὶς αἱρέσεις πρόβαλε μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της καὶ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὁ ἐστὶ ρῆμα Θεοῦ» δηλαδὴ καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἄδολος καὶ φωτεινὸς λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν Κύπρο μας. Ἐνάντια στὶς αἱρέσεις ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὸν καιρὸ αὐτὸ τὶς ὀγδόντα, κινήθηκε μὲ φλόγα καὶ χριστιανικὴ σύνεση ὁ Ἅγιος Συνέσιος. Μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ ἱεραποστόλου καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι τομώτερη καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ κοφτερὸ ἐργαλεῖο ἀνέλαβε ὁ οὐρανοπολίτης Ἱεράρχης τὸν σκληρὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση καὶ διάλυση τῶν αἱρέσεων.

Ἡ πραότητά του, ἡ γλυκύτητα τῶν λόγων του καὶ τὰ πειστικὰ ἐπιχειρήματά του ἐνισχυμένα μὲ τὰ πολλά του θαύματα φέρνουν παντοῦ καὶ τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ζητοῦν νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου, παραμερίζονται ἀπὸ παντοῦ καὶ παραπλανημένοι πιστοὶ μὲ δάκρυα μετανοίας ξαναγυρνοῦν στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἀφάνταστη. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Ἁγία Νῆσος ξαναβρίσκει τὴν εἰρήνη της καὶ τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Ἡ ζωὴ τοῦ μεγάλου Πατρὸς ὑπῆρξεν ἀληθινὰ μία ζωὴ ἐκδαπανήσεως καὶ θυσίας. Ἀλλὰ καὶ μία ζωὴ ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας. Ἡ καρδιά του πυρακτωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀγωνιζόταν μέρα νύκτα νὰ σκορπίσει καὶ νὰ μεταδώσει στοὺς γύρω του αὐτὴ τὴ φλόγα. Τῆς ἀγάπης τὴ φλόγα, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴ στοργή. Τὰ λόγια ποὺ ἀπευθύνει ὁ Κύριος στοὺς ὀπαδούς του «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 14) στέκονται πάντα φωτεινὰ μπροστά του.

Δὲν μποροῦν οἱ χριστιανοί μου νὰ γίνουν φωτεινοί, σκέπτεται, ἂν δὲν δοῦν σ’ ἐμένα τὸ πρότυπο, τὸ φωτεινὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο νὰ ἀντιγράψουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται σκληρὰ καὶ παλαίει κυριολεκτικὰ γιὰ νὰ εἶναι «τύπος τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α’ Τιμοθ. δ’ 12). Ὅπως λάμπει τοῦ ἥλιου τὸ φῶς ἔτσι λάμπει γύρω καὶ τοῦ μακάριου ἐπισκόπου ἡ ψυχή.

Εἶναι παράδειγμα ζωντανὸ ἡ ζωή του γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Παράδειγμα στὰ λόγια καὶ στὴ συμπεριφορά του μ’ αὐτούς. Παράδειγμα καὶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν ἁγνότητα, ποὺ καὶ ὅταν δὲν μιλοῦσε, ἐνέπνεε καὶ αἰχμαλώτιζε καὶ καθοδηγοῦσε στὴ χριστιανικὴ ζωή.

Στὸ πρόσωπό του τὰ πιστά του τέκνα βρίσκανε πάντα τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ τὸν ἀνέξοδο γιατρό, ποὺ ἤξερε νὰ γίνεται «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα ἵνα πάντως τινὰς σώσει» (Α’ Κορινθ. θ’ 22).

Μὰ καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, δὲν σταμάτησε νὰ προσφέρει σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του τὶς θεραπεῖες καὶ τὶς δωρεές του.

Πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Καρπασίας μ’ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἰδιαίτερα τιμᾶται σὰν θεραπευτὴς τῆς δυσουρίας. Ἀλλὰ καὶ ὅτι τιμωρεῖ μὲ τὴν ἴδια ἀρρώστια ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τολμοῦν καὶ δοκιμάζουν νὰ καταχραστοῦν τὴν περιουσία του. Ἐπίσης μεταξὺ τῶν κατοίκων ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη ὅτι ὁ φιλάνθρωπος ἐπίσκοπος προσφέρει θαυματουργικὰ τὶς δωρεές του χωρὶς ἀνταλλάγματα ἀκριβὰ ἢ πολύτιμα. Εἶναι πολὺ ὀλιγαρκής. Καὶ ἕνα κρεμμύδι εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ προσφέρει τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία του.

Ἕνα πρᾶγμα ὅμως δὲν θέλει. Νὰ τοῦ πειράξουν ἢ νὰ τοῦ ἀφαιροῦν τὰ δικά του.

Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν τῆς Κύπρου μας μὰ ἰδιαίτερα τῆς Καρπασίας στὸν Ἅγιο Συνέσιο εἶναι πολὺ μεγάλη. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης καρπὸς εἶναι καὶ ὁ «θαυμαστὸς καὶ παράδοξος» ναός, τὸν ὁποῖον ἀνήγειραν πρὸς τιμήν του τὰ πνευματικά του παιδιά. Μέσα στὸν ὄμορφο καὶ ἐπιβλητικὸ τοῦτο ναὸ βρίσκονται τοποθετημένα τὰ ἅγια λείψανά του.

Κοντὰ στὸν ναὸ αὐτὸ διασῴζεται καὶ σήμερα μία μεγάλη σπηλιά, ποὺ εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «ὁ σπήλιος τ’ Ἄη Συνέση». Ἡ σπηλιὰ αὐτὴ στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τὰ χρόνια τῶν διωγμῶν χρησίμεψε σὰν κατακόμβη καὶ σὰν νεκροταφεῖο τῶν τότε χριστιανῶν.

Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ μαζευόντουσαν τὶς νύκτες οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ἐκεῖ μακριὰ ἀπὸ τὰ περίεργα μάτια τῶν διωκτῶν καὶ μέσα στὸ μισοσκόταδο ποὺ μάταια προσπαθοῦσαν νὰ διαλύσουν μερικὰ κεράκια – προσφορὰ εὐλαβῶν ψυχῶν – γονάτιζαν οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου τῆς ζωῆς σ’ ἄλλους κόσμους, κόσμους γαλανοὺς καὶ ὡραίους, κόσμους ἀγγελικούς.

Στὴν ἴδια τὴ σπηλιὰ πάλι, ὅταν κάποιος ἀπέθνησκε, οἱ ζωντανοὶ λάξευαν σὲ μία πλευρά της τὸν τάφο μέσα στὸν ὁποῖο ἔθαπταν τὸν νεκρό τους.

Ἡ σπηλιὰ εἶναι πολὺ μεγάλη. Σήμερα ὅμως εἶναι ἐγκαταλειμμένη καὶ χρησιμοποιεῖται σὰν μάνδρα. Στὰ βραχώδη τοιχώματά της ὑπάρχουν διάφορα ἀρκοσόλια πρᾶγμα ποὺ φανερώνει πὼς ἡ σπηλιὰ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ σὰν κατακόμβη. Στὰ ἀρκοσόλια θὰ πρέπει νὰ ἔβαζαν οἱ χριστιανοὶ τὶς εἰκόνες τους καὶ νὰ ἔκαμναν τὴν προσευχή τους.

Κατὰ τὰ 800 χρόνια τῆς μαύρης δουλείας, τότε ποὺ ὅλα τάσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά, ἡ σπηλιὰ αὐτὴ πόσες φορὲς δὲν θ’ ἀπέκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μαύρου δυνάστη τὶς πονεμένες καὶ καταδιωγμένες καρδιὲς ποὺ κατάφευγαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσπλαχνο μαχαῖρι τῶν διωκτῶν; Ἀλλὰ καὶ πόσες φορὲς ἐκεῖ τὰ δακρυσμένα μάτια δὲν σπογγίστηκαν καὶ δὲν ἔλαμψαν ἀπὸ κάποια κρυφὴ ἐλπίδα, ὅταν ὁ παπαδοδάσκαλος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ ἔκλειε τὰ ἁπλά του λόγια μὲ κάτι παρόμοιο σὰν ἐκεῖνο ποὺ ὁ ποιητὴς διατυπώνει στὸν ἐμπνευσμένο στίχο του:

 

Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη.

ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι

τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.

 

 

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Συνεσίου στὸ ποίμνιό του ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ τόσες θαυματουργικὲς θεραπεῖες συνεχίζεται ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ καταφεύγουν στὸν ἱερὸ ναό του καὶ μὲ πίστη ζητοῦν τὴ χάρη του. Ἀπὸ τὰ πολλά του θαύματα θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνον ἕνα, ποὺ ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν πρωτοτυπία του.

 

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Συνεσίου συμπίπτει κάθε χρόνο τὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ (26 Μαΐου). Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Ἅγιος θέλει νὰ τὴν ἀργοῦν οἱ χριστιανοί. Καὶ αὐτὸ ἴσως γιὰ νὰ συνηθίσουν οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ τὴν Κυριακὴ ποὺ εἶναι μέρες ἱερὲς καὶ ἀφιερωμένες στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ἂν τὴν ἀργία τῆς ἡμέρας αὐτῆς τῆς γιορτῆς του, τὴν καταπατήσουν οἱ χριστιανοὶ καὶ πᾶνε στὸ θέρος, τότε, λέγεται πὼς ὅ,τι θερίσουν καὶ μαζέψουν τὴν ἡμέρα αὐτή, τοῦτο σήπεται καὶ χάνεται. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία παραχώρηση τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ θυμοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὸν Ἅγιό τους.

Ἄραγε οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ χριστιανοὶ τοῦ 20ου αἰῶνος θὰ θελήσουν νὰ προσέξουν μερικὲς ἀλήθειες, ἀλήθειες ἁπλὲς σὰν καὶ αὐτή;

Στὴν ἐποχή μας σκληροὶ ἀγῶνες ἀνελήφθησαν καὶ συνεχίζονται σ’ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἐλάττωση τῶν ὡρῶν ἐργασίας τοῦ ἐργάτη. Καλὰ καὶ ἅγια ὅλα αὐτά.

Μὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, στοργικὴ μητέρα αὐτή, ὅρισε σὰν ἡμέρες ἀργίας καὶ ξεκουράσματος σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ καὶ εἶναι οἱ μέρες αὐτὲς μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐργατικὲς νομοθεσίες, θὰ θελήσουμε οἱ χριστιανοὶ τῆς διαστημικῆς ἐποχῆς νὰ τὶς τηρήσουμε καὶ νὰ τὶς σεβαστοῦμε;

 
Ἀλήθεια! Θὰ τὸ θελήσουμε;

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα Πατὴρ ἡμῶν Συνέσιε· διὸ τὴν χάριν τῶν θαυμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω μακάριε, θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀτεκνίας τῶν γονέων του, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή τους καὶ τοὺς χάρισε ἕνα τέκνο, τὸ ὁποῖο ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητας τοῦ Ἁγίου, οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν διὰ τῆς βίας νὰ κάνουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε, οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κυβερνήτη, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Γεωργίου τοῦ ὑποσχέθηκε πλούτη καὶ τιμὲς ἀπὸ τὸν σουλτάνο Σελίνα (1512 – 1520). Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ θάρρος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ Τοῦρκος κυβερνήτης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν τὸν Ἅγιο καὶ τέλος νὰ τὸν ρίξουν στὴν φωτιά, ὅπου τελειώθηκε λαμβάνοντας τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὅμως ξαφνικὰ ἔπιασε δυνατὴ βροχή, ἡ ὁποία ἔσβησε τὴ φωτιά. Ὅταν νύχτωσε, ἕνα φῶς ἀκτινοβολοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Ἕνας εὐλαβὴς ἱερέας τὰ περισυνέλεξε καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ τιμή. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου βρέθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὴν πόλη Σρέντσε τῆς Βουλγαρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Μακαρίου

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στις 17 Μαρτίου.

Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔγινε στὶς 26 Μαΐου τοῦ 1521. Ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὴν πόλη Δμητρώφ, ὁ Μιχαὴλ Βορονικώφ, προσέφερε χρήματα γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς πέτρινης ἐκκλησίας ἀντὶ τῆς παλαιᾶς ξύλινης, ποὺ ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι τοῦ Κολγιαζίν. Ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ἰωάσαφ, τοποθέτησε ἕνα Σταυρὸ στὸ σημεῖο ποὺ προοριζόταν νὰ κτισθεῖ τὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ εὐλόγησε τὸ σκάψιμο τοῦ ἐδάφους γιὰ τὴν διάνοιξη τῶν θεμελίων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν προέκυψε ἕνα πολύτιμο εὕρημα. Βρέθηκε ἕνα ἄφθαρτο φέρετρο ποὺ μοσχοβολοῦσε. Ὁ ἡγούμενος Ἰωάσαφ ἀναγνώρισε ἀμέσως τὸ φέρετρο τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς μονῆς, τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1483. Ἡ ἀδελφότητα τῆς μονῆς, μὲ τὴν παρουσία τῶν πιστῶν, ἐπιτέλεσε μνημόσυνο ἐπάνω στὸ φέρετρο, τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια μεταφέρθηκε στὸ ναό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ ἄφθαρτα τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νὰ ἐπιτελοῦν θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν.
Ἀργότερα τὰ ἱερὰ λείψανα μεταφέρθηκαν ἐπίσημα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέχρι τὸ 1547 ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐτιμᾶτο μόνο τοπικά, στὴ μονή του. Στὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας, τὸ 1547, ἐπὶ τοῦ Μητροπολίτου Μακαρίου (1543 – 1564), ὁ Ὅσιος Μακάριος κατετάγη στοὺς Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Δερβίσης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔμενε στὴν περιοχὴ τῆς Λαοδηγίας ἢ Λαγωδιανῆς (σημερινὴ Λαοδηγήτρια). Οἱ γονεῖς του, θέλοντας νὰ διαφυλάξουν τὴν σωφροσύνη τοῦ υἱοῦ τους ἀπὸ τὶς κακόβουλες ἐπιθυμίες κάποιου Τούρκου, ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν φυγαδεύσουν στὴ Σμύρνη. Ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος βρῆκε ἐργασία στὸ σπίτι ἑνὸς Τούρκου πασᾶ, ὁ ὁποῖος εἴτε δι’ ἀπάτης εἴτε διὰ τῆς βίας, κατόρθωσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ Ἀλέξανδρος ἐγκατέλειψε τὴ Σμύρνη καί, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σὲ διάφορα μέρη, ἔφθασε στὴ Μέκκα, ὅπου προσκύνησε τὸν τάφο τοῦ Μωάμεθ καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση.

Ὡς δερβίσης πλέον περόδευσε πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας κηρύττοντας τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ἡ συνείδησή του ὅμως, ποὺ δὲν εἶχε νεκρωθεῖ τελείως, ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ ἁμάρτημά του, ὥσπου τέλος μετανόησε καὶ ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖ μέσα του τὴν πραγματικότητα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος, ἔχοντας ἐξωτερικὰ τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση, ἐσωτερικὰ ὅμως νιώθοντας Χριστιανός, ζοῦσε ὡς διὰ Χριστὸν σαλὸς καὶ ἔλεγχε μὲ σκληρὰ λόγια τοὺς Τούρκους.

Αὐτὴ ἡ συμπεριφορά του προβλημάτισε καὶ ἐξόργισε τόσο πολὺ τοὺς Τούρκους στὸ Ραχήτι τῆς Αἰγύπτου, ὥστε ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν, κάτι τὸ ὁποῖο θὰ ἔκαναν, ἂν ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἐπληροφορεῖτο τὸ γεγονὸς ἔγκαιρα καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ.

Τὸ 1784 ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη, χωρὶς ὅμως νὰ δώσει σημεῖα ἀναγνωρίσεως. Ἐκεῖ παρέμεινε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ κατόπιν συνέχισε τὴν περιπλάνησή του σὲ διάφορα μέρη. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1794, κατὰ την περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἀλέξανδρος ἔφθασε στὴ Χίο καὶ πῆγε σὲ κάποια ἐκκλησία, γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μία Ἀκολουθία. Ἔχοντας τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση περιφερόταν ἄνετα ἀνάμεσα στοὺς Τούρκους, τοὺς ὁποίους ἔλεγχε γιὰ τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά τους, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς κήρυττε τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἀρετή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι φερόταν μὲ πολλὴ γλυκύτητα καὶ πραότητα ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐρχόταν σὲ ἐπαφή.

Στὴ Χίο δὲν παρέμεινε γιὰ πολύ. Πέρασε ἀπέναντι στὴ Σμύρνη μὲ σκοπό, στὸν τόπο ὅπου ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἐκεῖ νὰ ἀποπλύνει τὸ ἁμάρτημά του μὲ τὴν ὁμολογία του. Μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἡμέρα Τρίτη, παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν κριτὴ τῆς πόλεως, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἕνα καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ κατόπιν πέταξε τὸ δερβίσικο κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του καὶ φόρεσε τὸ Χριστιανικό. Τὸ θέαμα αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη καὶ συνάμα τὴν ὀργὴ τῶν παρισταμένων Τούρκων, οἱ ὁποίοι στὴν ἀρχὴ ἐξέλεξαν τὸν Ἀλέξανδρο ὡς τρελὸ καὶ προσπάθησαν μὲ τὰ λόγια νὰ τὸν μεταπείσουν. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὴν ἐμμονή του, διέτεξαν τὴν φυλάκισή του. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Ἀλέξανδρος ὁδηγήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ κριτήριο, ὅπου παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων χλεύασε καὶ πάλι τὴν πίστη στὸ Μωάμεθ καί, ἐπειδὴ οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες μπόρεσαν νὰ τὸν δελεάσουν, τὸν ξαναοδήγησαν στὴ φυλακή.

Ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὡς ἐπίσημη καὶ σεβάσμια ἡμέρα, γι’ αὐτὸ καὶ συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ προύχοντες στὸν κριτὴ τῆς πόλεως καὶ μετέβαιναν ὅλοι μαζὶ στὸ τζαμί, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα λοιπὸν διάλεξαν γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιο Ἀλέξανδρο καὶ πάλι στὸ κριτήριο, γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνουν. Ὁ Ἅγιος γιὰ τρίτη φορὰ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τὴν πίστη του καὶ τὴ διάθεσή του νὰ μείνει σταθερὸς σὲ αὐτήν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφασίσθηκε ἡ θανάτωσή του. Τὸ 1794 ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀποκεφαλίσθηκε καὶ εἰσῆλθε μὲ τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν ἀθλήσει νομίμως Μάρτυς ἠρίστευσας, καὶ τὸν σὲ τρώσαντα πρῲην κατηγωνίσω ἐχθρὸν, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ὤφθης Ἀλέξανδρε. Ὅθεν ὡς ἅγιον βλαστόν, Θεσσαλονίκη σε τιμᾷ, καὶ πόθῳ σοι ἀνακράζει· Μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τοὺς τιμῶντάς σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Θεσσαλονίκη ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Ἀλέξανδρε Νεομάρτυς· ταύτης γὰρ, γόνος καὶ βλάστημα θεῖον πέλων, ἤθλησας, ἐν Σμύρνῃ γνώμῃ ἀνδρειοτάτῃ, δι’ ἀγάπην τοῦ Κυρίου· ὅν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἅπαντας.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἤθλησας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἀλέξανδρε Μάρτυς, καὶ καθεῖλες τὸν δυσμενῆ· ὅθεν σου τὴν μνήμην, Θεσσαλονίκη ἄγει, τιμῶσα τοὺς ἀγῶνας, τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Αὐτὴ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς δεύτερη εὕρεση, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἄλλη, παρὰ μόνο ἡ πρώτη (24 Φεβρουαρίου). Ἡ εὕρεση αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο ἱερέα στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, μέσα σὲ ἀργυρὴ θήκη, σὲ ἱερὸ τόπο καὶ μεταφέρθηκε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ πομπὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμμένον τῇ γῇ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν Κεφαλήν σου ἡμῖν, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε· πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, ᾄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σῲζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς, ταῖς ἱκεσίαις σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς οὐρανίων δωρεῶν πηγὴ θεόβρυτος

Τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ βυθοῦ τῆς γῆς ἀνέλαμψε

Ἡ ἁγία Κεφαλή σου Χριστοῦ Προφῆτα

Ἧς τὴν τρίτην ἑορτάζοντες φανέρωσιν

Ἀνυμνοῦμεν τῶν θαυμάτων σου τὸ μέγεθος
Καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Λόγου ὁ Πρόδρομος.

 

Μεγαλυνάριον.
Τρίτην τῆς παντίμου σου Κεφαλῆς, μνείαν ἐκτελοῦμεν, ἣν ἐδόξασεν ἡ Τριάς, Βαπτιστὰ Κυρίου· ἐκ γῆς γὰρ τρίτως ὤφθη, μετανοεῖτε πᾶσιν, ἀνακραυγάζουσα.

Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος ὁ Μάρτυρας 

Εἶναι ἄγνωστο, πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κελεστίνος. Κηρύττοντας μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο καὶ καλώντας τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους, καταγγέλθηκε ὡς ὑβριστὴς καὶ ἀνατροπέας τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Ἀνακρινόμενος, δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ἄρχοντα τὸ ψεῦδος τῆς πολυθεΐας. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε, τέλος, νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκε σκληρὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα καὶ τελειώθηκε στὴ Ρώμη, ὅπου φυλάσσονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός 

Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἐπίσκοπος Μιλάνου

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου τῆς Ἰταλίας. Κατὰ τὸ 355 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν φιλαρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) στὴν Καππαδοκία, λόγῳ τῆς σθεναρῆς στάσεώς του ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, καὶ κοιμήθηκε ἐκεῖ τὸ 359 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος Ἐπίσκοπος Φλωρεντίας 

Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἦταν σοφιστὴς καὶ δίδασκε ρητορικὴ στὴν Φλωρεντία. Ἀσπάσθηκε τὴ Χριστιανικὴ πίστη, παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίδραση τῶν γονέων του, καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Φλωρεντίας τῆς Ἰταλίας. Σύντομα καὶ οἱ γονεῖς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοὶ καὶ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Δάμασο (366 – 384 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν ταραχῶν ποὺ προκαλοῦσαν στὴν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί. Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Ὀνωρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος οἱ Ἱερομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος γεννήθηκαν στὴν πόλη Βρεσκία τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησαν στὴν πόλη Ἐβρὲ τῆς Γαλλίας κατὰ τὸ 384 μ.Χ. Ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.) ἀπεστάλησαν, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς εἰδωλολάτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος διάκονος. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Ἔτσι ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος Ἐπίσκοπος Σέρμπορν 

Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος γεννήθηκε στὴν πόλη Οὐέσσεξ τῆς Ἀγγλίας τὸ 640 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 709 μ.Χ. Ἀσκήτεψε ἀρχικὰ σὲ μονὴ τοῦ Οὐϊλτσάιρ καὶ ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο. Γνώριζε τὴν ἑλληνική, λατινικὴ καὶ ἑβραϊκὴ γλώσσα καὶ προσείλκυσε πολλοὺς μαθητὲς ἀπὸ διάφορα μέρη. Τὸ 705 μ.Χ. ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σέρμπορν καὶ ἀφοῦ διακόνησε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἀββαεῖο τοῦ Μαλμέσμπουρυ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Σκιότα 

Ὁ Ἅγιος Σκιότα ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος, πρίγκιπας τοῦ Οὔγκλιχ, ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέα Βασίλεβιτς καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1480. Συνελήφθηκε τὸ 1492 ἀπὸ τὸν Ἰβὰν Γ’ στὴ Μόσχα καὶ πέθανε φυλακισμένος στὴν πόλη Βολογκντά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Θέκλα τοῦ Περεγιασλάβλ 

Ἡ Ὁσία Θέκλα ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ († 7 Ἀπριλίου). Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ  μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Περεγιασλάβλ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Ἐπίσκοπος Χερσῶνος 

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Ἀλεξέεβιτς Μπορόσωφ, γεννήθηκε στὶς 15 Δεκεμβρίου 1800 στὸ χωριὸ Ἔλετς τῆς ἐπαρχίας Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀλέξιος καὶ Ἀκυλίνα καὶ ἀνέθρεψαν τὸν μικρὸ Ἰωάννη μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1819 τελείωσε μὲ ἐπιτυχία τὶς σπουδές του στὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρὲλ καὶ εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1823.

Ἡμέρες καὶ νύχτες ὁ Ἰωάννης τὶς ἀφιέρωνε στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν συγγραφὴ κηρυγμάτων τοῦ θείου λόγου. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδηγεῖ τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι, ὅπου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος. Λίγο ἀργότερα καλεῖται νὰ διδάξει στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1826 χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Στὶς 21 Νοεμβρίου 1836, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος τοῦ Ζιγκιρίνσκ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου. Κατὰ τὰ ἔτη 1841 – 1842 μετατίθεται στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ ἀπὸ τὸ 1842 μέχρι τὸ 1848 στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ. Τὸ 1857, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Χερσῶνος καὶ πάσης Ταυρίδος, καθίσταται Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς.

Τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Τατάρων καὶ τοὺς Ἑβραίους εἶναι πολλά. Ὁ Ἅγιος ἀγωνίζεται νὰ διασώσει ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ναοὺς καὶ μονὲς καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ λαό. Στὸν πόλεμο τῆς Κριμαίας, συμπαρίσταται μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ πίστη στοὺς στρατιῶτες ποὺ ὑπεράσπιζαν τὴν πόλη. Τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ποιμαντικῆς δράσεώς του ἀποκαλύπτεται, ὅταν ὁ ἴδιος ἐπισκέπτεται καὶ φροντίζει τοὺς τραυματίες, τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ τύφου. Ἦταν γιὰ ὅλους ἐπίγειος ἄγγελος καὶ παρηγορητής.
Ἔτσι ἀφοῦ διακόνησε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1857.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις τῶν Ἁγίων τῆς Βολυνίας 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ εἶναι:

Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Ὄλγα πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Ἀθανάσιος τοῦ Μπρέστ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεφ, Στέφανος καὶ Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοποι Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Μακάριος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Κάνεφ, Γιαροπόλκ ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμίρ, Ὅσιος Θεοδόσιος (ἡγεμόνας Θεόδωρος τοῦ Ὀστρόβου), Ἅγιος Πέτρος Μόσχας, Ἅγιος Φώτιος Μόσχας, Ἅγιος Θεόγνωστος Μόσχας, Ἅγιος Κυπριανὸς Μόσχας, Ἅγιος Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Ὅσιος Βαρλαάμ, Ὅσιος Νέστωρ τῆς Κρονίστα, Ὅσιος Νικόλαος τοῦ Σαντονέ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεβ, Ὅσιος Μεθόδιος τοῦ Ποτσάεβ, Ἅγιος Ὄλεγκ τοῦ Μπρυάνσκ, Ἁγία Ἰουλιανὴ Ὀσλάνσκαγια, Ἅγιος Γιαροπόλκ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἅγιος Ἴγκορ.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν ἱερὴ μνήμη αὐτῶν στὶς 10 Ὀκτωβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη εὐρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου

Ἡ εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου ἔγινε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου τὸ 1936.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς του Τυφλοῦ, ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός.

 

Ὅπως διαβάζουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον (κεφ. θ, 1 – 38), ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντάει ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος, ἔκανε πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στὸ χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, τώρα ὁ Χριστός, πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητάει τὴ δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη, ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.

 

Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲ ἔγινε εὐκολότερη. Γίνεται στόχος τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ μὲ ζῆλο πίστευαν στὸ Θεὸ καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου Του. Ἀνακρίνουν τὸν τυφλὸ καὶ ἀντὶ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα μπροστά τους, κλείνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός τους, ὄχι μόνο τοὺς κλείνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὴ διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.

 

Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ παιδί τους ποὺ γεννήθηκε τυφλό, γιὰ νὰ μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τόση ἦταν ἡ πίστη τους καὶ ἡ χαρά τους ποὺ ἀπέκρυψαν ἀποφεύγοντας μὲ μαεστρία νὰ ὁμολογήσουν ἕνα ἀληθινὸ γεγονός. «Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νὰ ρωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς χάλασε τὰ σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς χάλασε τὴν ἡσυχία τους ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ συναγωγὴ καὶ νὰ ἀνακριθοῦν μὲ τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ποὺ εὐεργετούμαστε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ντρεπόμαστε ἢ φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μας. Βάζουμε τὰ συμφέροντά μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό, πιστεύοντας ἐνδόμυχα πὼς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει! Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὶς προτεραιότητες ποὺ ἔχουμε βάλλει στὴ ζωή μας. Θὰ δεῖ ποιοὺς θεοὺς ἔχουμε βάλλει στὴ θέση Του καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο δὲ θὰ πάψει νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.

 
Ὁ τυφλός, τελικὰ δὲ θεράπευσε μόνο τὰ μάτια τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει καὶ προσκυνεῖ τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει στοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες μὲ θάρρος ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς. Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη, χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως γιὰ νὰ γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ μᾶς ὁμολογήσει καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στὸν Πατέρα Του, μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρία ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα, ἐνῶ ὁ πατέρας του Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε μέσα στὴν οἰκία του ποὺ κατέρρευσε ἀπὸ σεισμό, μὲ θεία ὑπόδειξη ὁδηγήθηκε στὴ Σελεύκεια καὶ παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ προστασία καὶ καθοδήγηση τοῦ περίφημου γιὰ τὶς ἀρετές του ἀσκητὴ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ χωριοῦ Πίλασα. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ὅσιος Συμεὼν διδάχθηκε τὰ ὑψηλὰ διδάγματα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας. Μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του ἀνήγειρε στύλο καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε ἐπ’ αυτoῦ, παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη. Ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θερμότητα τῆς πίστεως καὶ τὴ διαφλέγουσα αὐτὸν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ, ἀξιώθηκε παρ’ Αὐτοῦ διὰ τῆς χάριτος τῆς προοράσεως καὶ τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας.

Ἔτσι προανήγγειλε τὴν κοίμηση τοῦ διδασκάλου του, τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφραίμ (545 μ.Χ.), τοὺς σεισμοὺς τῆς Ἀντιόχειας καὶ Κωνσταντινουπόλεως (557 μ.Χ.) καὶ ἄλλα γεγονότα.

Ἀφοῦ κατῆλθε ἀπὸ τὸν στύλο, μετέβη στὸ λεγόμενο Θαυμαστὸ ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε μοναστήρι γιὰ τοὺς μαθητές του, ἀνήγειρε γιὰ τὸν ἑαυτό του στύλο, καὶ ἀνεβασμένος ἐπὶ αὐτοῦ παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ σαράντα ἔτη.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του εἶχε διαδοθεῖ σὲ ὅλη τὴ χώρα, πλῆθος δὲ συνέρεε πρὸς αὐτὸν αἰτώντας τὴν ἴαση καὶ τῆν εὐλογία του. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Σελευκείας, ἀφοῦ προσῆλθε καὶ ἀνέβηκε στὸν στύλο, τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο.
Ἔτσι θεοσεβῶς, μὲ κάθε σκληραγωγία, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Συμεών, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 590 μ.Χ., σὲ ἡλικία ὀγδόντα πέντε ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἀείφωτος λύχνος δωρεῶν τῆς ἀσκήσεως, ἐν τῷ Θαυμαστῷ Πάτερ Ὄρει, διαπρέψας ἀνέλαμψας, καὶ κλίμακα ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανὸν, τὸν στῦλόν σου ὑπέθου ἀληθῶς, Συμεὼν θαυματοφόρε τοῖς εὐσεβῶς, προστρέχουσι τῇ Μάνδρᾳ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιο. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τῶν κάτω μεθιστάμενος, καὶ ἄλλον οὐρανόν, τὸν στῦλον τεκτηνάμενος, δι’ αὐτοῦ ἀπήστραψας, τῶν θαυμάτων τὴν αἴγλην Ὅσιε, καὶ Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὄρος κατοικήσας τὸ Θαυμαστόν, τὸν ἐξ αἰωνίων, ἀπαυγάζοντα θαυμαστῶς, ὀρέων Δεσπότην, δοξάσας θείοις πόνοις, λαμπρῶς ἐθαυμαστώθης, Συμεὼν Ὅσιε.

Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ στρατηλάτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες Σεραπίων Ἐπίσκοπος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος, Καλλίνικος, Φήστος, Φαύστος, Αἰδέσιος, Μάρκελλος, Θεόδωρος, Μελετίων, Σέργιος, Μαρκελλίνος, Φήλιξ, Φωτεινός, Θεοδωρίσκος, Μερκούριος καὶ Δίδυμος, Χριστίνος καὶ Κυριάκος, Καρτέριος, Σωσάννα, Μαρκιανή, Παλλαδία, Γρηγορία

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 160 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Ταβιανῶν Μάξιμο καὶ διώκονταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. Ὅταν συνελήφθηκαν, ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος τοὺς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν καὶ τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τοὺς καταξέσχισαν τὰ πλευρά, τοὺς κτύπησαν μὲ σιδερόσφαιρες τοὺς ἀστραγάλους καὶ κάρφωσαν τὰ πόδια τους σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔχυσαν στὰ αὐτιὰ καυτὸ λάδι, ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, οἱ δὲ δήμιοι ἀπὸ τὴν ζέστη διαλύθηκαν σὰν τὸ κερὶ καὶ ἀμέσως κάηκαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος.

Μόλις ἄρχισε νὰ ξημερώνει Ἄγγελοι Κυρίου πῆραν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες καὶ τοὺς μετέφεραν στὸ ναὸ τοῦ Δία, ὅπου οἱ Ἁγιοι κατέρριψαν τὸ χάλκινο εἴδωλο αὐτοῦ. Μόλις τὸ ἄγαλμα κατέπεσε, ἐξῆλθαν ἀπὸ αὐτὸ δαίμονες ποὺ κραύγαζαν ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Δία ἀπὸ τὸν στρατηλάτη Μελέτιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ βαπτισθεῖ Χριστιανὸς ὁ εὐγενὴς Σεραπίων, ποὺ ἔγινε Ἐπίσκοπος. Οἱ Ἅγιοι Μελέτιος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος ὁδηγήθηκαν καὶ πάλι μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τοὺς κόμητες, τοὺς τριβούνους καὶ τοὺς πρίγκιπες Φῆστο, Φαῦστο, Μάρκελλο, Θεόδωρο, Μελετίωνα, Σέργιο, Μαρκελλίνο, Φίλικα, Φωτεινό, Θεοδωρίσκο, Μερκούριο καὶ Δίδυμο. Τότε ὁ ἡγεμόνας λέγει πρὸς αὐτούς: «Γιατὶ καταστρέψατε τὸ ναὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Δία;». Αὐτοὶ δὲ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς δὲν εἴμασταν ἐκεῖ, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ καταφρόνησες, ὁ Μελέτιος, μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις συνέτριψε αὐτόν». Καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ ἐλέγχουν τὸν ἡγεμόνα γιὰ τὴν ἄνοια καὶ τὴν ἀσέβεια αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς κτυπήσουν μὲ λωρίδες ἀπὸ μολύβι καὶ νὰ τοὺς βάλουν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὴν φωτιὰ κρατώντας ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ ἔνιωθαν σὰν νὰ δροσίζονταν στὸν παράδεισο. Οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχισαν νὰ ρίχνουν νερό, γιὰ νὰ σβήσει ἡ φωτιὰ καὶ νὰ πνίξουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Ἀλλὰ οὔτε πάλι κατάφεραν τίποτε. Τότε τοὺς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Μόλις οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ προσευχήθηκαν, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ναὸς σείσθηκε καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ εἰδώλου συνετρίβη. Τότε ἔνδυσαν τὸν Ἅγιο Μελέτιο μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία ποὺ ἔκαιγαν, ἀλλὰ τὸ σίδερο ἔγινε κρύο. Τὸ μαρτύριο συνεχίσθηκε. Ὁ ἡγεμόνας διέταξε  τότε νὰ φέρουν μπροστά του δύο παιδιά, ποὺ ὀνομάζονταν Χριστίνος καὶ Κυριάκος. Τὰ ρώτησε λέγοντας: «Πεῖτε μας, παιδιά, ποιὸς Θεός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Δίας ἢ ὁ Χριστός;». Καὶ ἐκεῖνα ἀποκρίθηκαν: «Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ πάντα». Τότε τὰ κτύπησαν καὶ ἀκολούθως ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν καὶ τοῦ διδασκάλου τους «ἐν τῷ ὄρει Μηνόει».

Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἐτελειώθη διὰ ξίφους καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.

Πάλι ὁ παράνομος ἡγεμόνας ἔδωσε στὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ πιεῖ δηλητήριο ποὺ ἦταν κατασκευασμένο ἀπὸ τὸν μάγο Καλλίνικο. Μόλις ὁ μάγος Καλλίνικος εἶδε τὸ παράδοξο θαῦμα, πίστεψε στὸν Χριστό καὶ ἔλεγξε τὰ εἴδωλα ὡς δαιμόνια. Καὶ ἀμέσως παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ τοῦ δώσει τὴν σφραγίδα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γίνει Χριστιανός. Ἔτσι μαρτύρησε καὶ ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάσθηκε μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Στὴν συνέχεια ὁ ἡγεμόνας ἔφερε στὸ βῆμα τὶς γυναῖκες τῶν Ἁγίων Φήστου, Φαύστου, Μαρκελλίνου καὶ Αἰδεσίου, τὴ Σωσάννα, τὴ Μαρκιανή, τὴν Παλλαδία καὶ τὴ Γρηγορία, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, μαρτύρησαν.

Ὁ ἡγεμόνας, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια. Ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο Μελέτιο σὲ ἕνα πεῦκο καὶ νὰ τοῦ καρφώνουν τὸ σῶμα μὲ πυρακτωμένα καρφιά. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβε ὁ Καρτέριος ὁ χαλκέας μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς αὐτοῦ. Μόλις ἄρχισαν νὰ καρφώνουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Μελετίου, τὰ πυρακτωμένα καρφιὰ συντρίβονταν καὶ ἔπεφταν κατὰ πρόσωπο ἐκείνων ποὺ τὰ κάρφωναν καὶ τοὺς τύφλωναν. Ἔτσι ὁ Καρτέριος καὶ οἱ μαθητές του πίστεψαν στὸν Χριστό καὶ ἀπετμήθησαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.

Καὶ ἐνῶ ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἦταν κρεμασμένος στὸ δένδρο, φωνὴ ακούσθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε: «Ἔλα, ἀθλητά μου, Μελέτιε, ἀνάβαινε στὰ ταμεῖα τοῦ Παραδείσου καὶ στὸ χορὸ τῶν ἐκλεκτῶν μου Ἀγγέλων καὶ στὴ συνδρομὴ ὅλων τῶν Δικαίων μου. Νὰ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι στέκονται καὶ σὲ προσδοκοῦν, γιὰ νὰ σοῦ δώσουν τὰ βραβεῖα, διότι ἐσὺ ἐποίησες τὸ θέλημά μου ἐπὶ τῆς γῆς».
Τότε κατέβηκαν Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ παρέλαβαν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὴν ἀνέφεραν στὸν οὐρανὸ σὰν περιστερὰ λευκὴ ἀπαστράπτουσα. Ἄγγελος Κυρίου κατῆλθε καὶ πῆρε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὸ ἔφερε στὸ ὄρος, ὅπου τελειώθηκε καὶ τὸ στράτευμα αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμβέρσας

Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμβέρσας, μεταξὺ Νεαπόλεως καὶ Καπούης τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βικέντιος τῶν Λερίνων 

Ὁ Ὅσιος Βικέντιος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Γαλλίας καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν Θεό καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐνῶ ἦταν στρατιωτικός, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 445 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ἐξ Εὐρύχου Κύπρου 

Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακός, ὁ ἀσκητὴς τῆς Εὐρύχου. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του εἶναι ὅτι ἀπὸ βρέφος «ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε. Ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε πολιστὴς τῆς ἐρήμου καὶ ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας.

Στὸ ἀσκητήριό του τὸν ἐπισκέπτονταν πλήθη πιστῶν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ λάβουν τῆν εὐχή του. Καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς συμβούλευε νὰ ἀφήσουν τὰ μίση καὶ τὶς κακίες μεταξύ τους καὶ νὰ μετανοήσουν.

Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. «Φέρων τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων σου… καὶ πάθη θανατώσας τὰ τοῦ σώματος συντόνοις ἀγρυπνίαις καὶ δεήσεσι χάριν ἀπείληφας, Ὅσιε, τοῦ θεραπεύειν νοσήματα», γράφει ὁ ὑμνογράφος. Καθημερινὰ στὸ κελλί του, μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία ποὺ προσέφερε, θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὡς ἄγγελος στὴν ψυχή καὶ Θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Στυλίτης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικήτας ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Περεγιασλάβλ τῆς Ρωσίας. Ἐργαζόταν ὡς φοροεισπράκτορας τοῦ πρίγκιπα Ντολγκορούκιγ καὶ εἰσέπραττε ἀπὸ τοὺς φορολογούμενους τεράστια ποσά, ποὺ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ δίδουν γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς πόλεως καὶ ἑνὸς ναοῦ. Πέρασαν ἔτσι πολλὰ χρόνια. Ἀλλὰ ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός, ποὺ θέλει ὅλοι νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ σωθοῦν, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν Νικήτα καὶ προετοίμασε τὴν ὁδὸ τῆς ἐπιστροφής του. Ὅταν μία ἡμέρα ὁ Νικήτας πῆγε στὴν ἐκκλησία, ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν». Ἡ κεκοιμημένη συνείδησή του ξύπνησε καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μεταμέλεια. Ἔτρεξε ἀμέσως στὴ μονὴ τοῦ Περεγιασλὰβλ – Ζαλέσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικήτα, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του.

Ὁ γέροντας πνευματικός, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἐξομολογουμένου, τοῦ ἔδωσε τὴν πρώτη ἐντολή : νὰ σταθεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὶς πύλες τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁμολογεῖ δημοσίως τὰ ἁμαρτήματά του. Μὲ βαθιὰ ταπείνωση ὁ Νικήτας ἔκανε ὑπακοή.

Ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐκάρη μοναχός καὶ ἄρχισε τὴν σκληρὴ πνευματικὴ ζωή καὶ τὴν ἄσκηση. Ἔσκαψε ἕνα κοίλωμα καὶ ἐκεῖ τοποθέτησε ἕνα βράχο ἐπάνω στὸν ὁποῖο κάθησε φορώντας βαριὲς ἁλυσίδες, ὡς νέος Στυλίτης.

Ὅμως μία νύχτα τοῦ 1196, ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ οἱ ἁλυσίδες του ἔλαμπαν σὰν ἀσήμι, ληστὲς τὸν φόνευσαν καὶ ἔκλεψαν τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες ποὺ νόμιζαν ὅτι ἦσαν πολύτιμες. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν καὶ κατάλαβαν ὅτι οἱ ἁλυσίδες ἦταν κατασκευασμένες ἀπὸ σίδερο, τὶς πέταξαν στὸν ποταμὸ Βόλγα.

Ὁ Θεὸς ὅμως θέλησε νὰ τιμήσει καὶ αὐτὰ τὰ ὁρατὰ σημεῖα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσιομάρτυρα Νικήτα. Μία νύχτα, ὁ εὐλαβὴς ἡλικιωμένος μοναχὸς Συμεών, ποὺ ἀσκήτευε στὴ μονὴ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου τοῦ Γιαροσλάβλ, εἶδε ἐπάνω ἀπὸ τὸν ποταμὸ τρεῖς φωτεινὲς ἀκτίνες. Ἀμέσως οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἔτρεξαν, γιὰ νὰ δοῦν τὶ συμβαίνει. Μὲ δέος εἶδαν τὶς ἁλυσίδες τοῦ Ὁσίου Νικήτα νὰ ἐπιπλέουν. Μὲ εὐλάβεια τὶς πῆραν καὶ τὶς μετέφεραν στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Ὅταν, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1420 – 1425, ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθαρτο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμον Γαβριήλ, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου (1165 – 1185), τὸν ὁποῖο βοήθησε στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴ νῆσο Μιγιασίνο. Ἐκεῖ ὁ Γαβριὴλ ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Τὸ 1187 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1193.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, τὴν μνήμη του στὶς 10 Φεβρουαρίου, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἱερᾶς συνάξεως πάντων τῶν ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας Ἅγίων Ἱεραρχῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Κάρραις τῆς Συρίας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr