Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.) ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐφημιανὸς ἦταν συγκλητικός, φιλόπτωχος καὶ συμπαθής, ὥστε καθημερινὰ τρεῖς τράπεζες παρέθετε στὸ σπίτι του γιὰ τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἦταν πτωχοί. Ἡ γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καὶ ἦταν ἄτεκνη. Στὴ δέησή της νὰ ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεὸς τὴν εἰσάκουσε. Καὶ τοὺς χάρισε υἱό. Ἀφοῦ τὸ παιδὶ μεγάλωσε καὶ ἔλαβε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε σοφότατος καὶ θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στὴ νόμιμη ἡλικία, τὸν στεφάνωσαν μὲ θυγατέρα ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐγενικὴ γενιά. Τὸ βράδυ ὅμως στὸ συζυγικὸ δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν ζώνη, τὰ ἐπέστρεψε στὴν σύζυγό του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κοιτώνα. Παίρνοντας ἀρκετὰ χρήματα ἀπὸ τὰ πλούτη του ἔφυγε μὲ πλοῖο περιφρονώντας τὴ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας δόξας. Καταφθάνει στὴν Λαοδικία τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, ἀκόμα καὶ τὰ ἱμάτιά του καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε μὲ κουρελιασμένα καὶ χιλιομπαλωμένα ροῦχα, κάθισε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πτωχούς. Προτίμησε ἔτσι νὰ ζεῖ μὲ νηστεία ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ νὰ μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ἐνῷ μόνο τότε ἔτρωγε λίγο ἄρτο καὶ ἔπινε λίγο νερό.

Οἱ γονεῖς του ὅμως τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ καὶ ἔστειλαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν βροῦν. Στὴν ἀναζήτησή τους ἔφθασαν μέχρι καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἔδεσσας, χωρὶς ὡστόσο νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ δοῦλοι ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι στὴ Ρώμη, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξίου μὲ ὀδύνη, φορώντας πτωχὰ ἐνδύματα, καθόταν σὲ μία θύρα τοῦ σπιτιοῦ πενθώντας νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ νύφη, ποὺ φόρεσε τρίχινο σάκο καὶ περίμενε κοντὰ στὴν πεθερά της.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια παρέμεινε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου εὐαρεστώντας τὸν Θεό. Καὶ μία νύχτα ἡ Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στὸν προσμονάριο τοῦ ναοῦ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει μέσα στὸ ναὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ προσμονάριος, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν παρὰ μόνο τὸν Ἀλέξιο, δεήθηκε στὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἔγινε. Τότε πῆρε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο καὶ τὸν εἰσήγαγε στὸ ναὸ μὲ κάθε τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια.

Μόλις ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς ἐκεῖ, ἔφυγε κρυφὰ καὶ σκέφθηκε νὰ πάει στὴν Ταρσό, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὅπου ἐκεῖ θὰ ἦταν ἄγνωστος. Ἄλλα ὅμως σχεδίασε ἡ Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος ἄνεμος ἅρπαξε τὸ πλοῖο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ρώμη. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ πλοῖο, κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐπανέλθει ὁ Ἀλέξιος σπίτι του.

Ὅταν συνάντησε τὸν πατέρα του, ποὺ δὲν ἀναγνώρισε τὸν υἱό του, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ τρώει ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῆς τράπεζάς του. Μὲ μεγάλη προθυμία ὁ πατέρας του δέχθηκε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ μάλιστα τοῦ ἔδωσε κάποιον ὑπηρέτη γιὰ νὰ τὸν βοηθάει. Κάποιοι βέβαια ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς οἰκίας του τὸν πείραζαν καὶ τὸν κορόιδευαν, ὅμως αὐτὸν δὲν τὸν ἔνοιαζε. Ἔδινε τὴν τροφή του σὲ ἄλλους, παραμένοντας ὅλη τὴν ἑβδομάδα χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ καὶ μόνο μετὰ τὴν Κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο ἄρτο καὶ νερό.

Ἔμεινε λοιπὸν γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια στὸν πατρικὸ οἶκο χωρὶς νά τὸν γνωρίζει κανένας. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς του, τότε κάθισε καὶ ἔγραψε σὲ χαρτὶ ὅλο τὸν βίο του, τοὺς τόπους ποὺ πέρασε, ἀλλὰ καὶ κάποια ἀπὸ τὰ μυστήρια ποὺ γνώριζαν μόνο οἱ γονεῖς του. Κάποια Κυριακή, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, ποὺ καλοῦσε τοὺς συμμετέχοντες νὰ ἀναζητήσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ πιστοὶ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, προσῆλθαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε μία φωνὴ τοὺς κατηύθυνε στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Λίγο ἀργότερα οἱ βασιλεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ἔφθασαν στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ, προξενώντας μάλιστα τὴν ἀπορία τῆς γυναίκας καὶ τῆς νύφης του γιὰ τὴν παρουσία τους ἐκεῖ καὶ ρώτησαν τὸν Εὐφημιανό. Ὅμως ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε τοὺς ὑπηρέτες, ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα. Στὴν συνέχεια ὁ ὑπηρέτης ποὺ φρόντιζε τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο, παρακινούμενος ἀπὸ Θεία δύναμη, ἀνέφερε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πτωχοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσε. Τότε ὁ Εὐφημιανὸς χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι ἤδη νεκρός, ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ, ποὺ ἔλαμπε σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Στὸ χέρι τοῦ Ὁσίου μάλιστα, εἶδε χαρτὶ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπάσει. Στὴν συνέχεια ἀνέφερε στοὺς ἐπισκέπτες του ὅτι βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στὸν Ὅσιο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ δοῦν τὸ χαρτὶ ποὺ εἶχε στὸ χέρι του. Μόλις ὁ ἀρχειοφύλακας πῆρε στὸ χέρι του τὸ χαρτί, ὁ Εὐφημιανὸς ἀντιλήφθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν υἱό του, τὸν ὁποῖο ἀναζητοῦσε χρόνια τώρα, καὶ μεγάλο πένθος ἔπεσε στὴν οἰκογένειά του. Θρῆνος μεγάλος καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ τὴ νύφη του.
Ὁ βασιλεὺς Ὀνώριος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου στὸ μέσο τῆς πόλεως καὶ κάλεσαν ὅλο τὸν λαό, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ λάβει εὐλογία. Ὅσοι προσέρχονταν καὶ ἀσπάζονταν τὸ τίμιο λείψανο, ἄλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, ὅλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα οἱ πιστοὶ δόξαζαν τὸν Θεό. Ἦταν τόσος ὁ κόσμος ποὺ προσέρχονταν νὰ δεῖ τὸ τίμιο λείψανο, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν. Ἔριξαν ἀκόμη καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν τὴν προσοχή, ἀλλὰ μάταια. Ὅταν πιὰ μεταφέρθηκε τὸ τίμιο λείψανο στὸ ναό, γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἑόρταζαν πανηγυρικὰ καὶ στὴν ἑορτὴ συμμετεῖχαν οἱ γονεῖς καὶ ἡ νύφη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκε τὸ τίμιο λείψανο σὲ θήκη φτιαγμένη ἀπὸ χρυσό, ἄργυρο καὶ πολύτιμους λίθους. Ἀμέσως ἄρχισε νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ ἀναβλύζει μύρο, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε ἴαμα καὶ θεραπεία γιὰ ὅλους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καὶ κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ’ ὑπερφρονήσας ὡς φθαρτῶν καὶ ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτὴν τὴν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐλαβῶς, αὐτὸν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Δίκαιος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ

Στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα γίνεται μνεία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ.(† Σάββατο τοῦ Λαζάρου καὶ † 17 Ὀκτωβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Μαρίνος 

Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρίνος ἦταν ζηλωτὴς Χριστιανὸς καί, βλέποντας τοὺς Ἐθνικοὺς νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς ψεύτικους θεούς, κατέστρεψε τὸν βωμὸ καὶ καταπάτησε τὰ εἰδωλόθυτα ὀμολογώντας ὅτι εἶναι Χριστιανός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κακοποίησαν μὲ πέτρες καὶ ρόπαλα. Τοῦ συνέτριψαν τὰ δόντια καὶ τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς. Στὸ τέλος τὸν παρέδωσαν δεμένο στὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ βασάνους ἀπέκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Μαρίνου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος Ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας 

Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παππούς του ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἕξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία του ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῷ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτὰ τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.

Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπή. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.
Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐλδίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής 

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὁ Ὁμολογητής, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς. Φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τὴ μονὴ καὶ καταδίκασε τοὺς τριάντα ὀκτὼ μοναχοὺς αὐτῆς διὰ ἀσφυξίας θάνατο, ἐντὸς λουτροῦ στὴν Ἔφεσο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Στηριγμὸς φερωνύμως τῶν πιστῶν ἐχρημάτισας, δι’ ὁμολογίας τῆς θείας, Θεοστήρικτε Ὅσιε· ὑπὲρ γὰς τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέμεινας κακώσεις καὶ δεσμά· διὰ τοῦτο καὶ Τριγλία ἡ σὴ πατρίς, τιμᾷ σε ἀνακράζουσα· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, λελαμπρυσμένος, ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ὁμολογίας τῷ φωτί, καταπυρσεύεις ἑκάστοτε, τοὺς σὲ τιμῶντας, σοφὲ Θεοστήρικτε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ ὁμολογίας, Θεοστήρικτε λαμπηδών· χαίροις ὁ προστάτης, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν πίστει ἐκτελούντων, Πάτερ τὴν μνήμην σου.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τοῦ ἀρχισατράπου τῆς νήσου Κρήτης, Θεοφάνους Λαρδοτύρου, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 28 Νοεμβρίου.

Ὁ Στέφανος ἦταν μοναχὸς στὸ ὄρος Αὐξεντίου τῆς Βιθυνίας, συνελήφθη ὡς εἰκονόφιλος καὶ φυλακίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (740 – 775 μ.Χ.). Μέσα στὴν φυλακὴ βρῆκε καὶ ἄλλους 342 μοναχούς, ποὺ εἶχαν φυλακισθεῖ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕναν μοναχὸ ἀπὸ τὴν Κρήτη μὲ τὸ ὄνομα Ἀντώνιος. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ διηγεῖται στοὺς ἄλλους φυλακισμένους μοναχοὺς περὶ τῆς ἀγριότητας τῶν διωγμῶν στὴν Κρήτη καὶ περὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀββᾶ Παύλου.
Ὁ ἀρχισατράπης Θεοφάνης, ἀφοῦ ὁδήγησε τὸν Ἅγιο Παῦλο στὸ Πραιτώριο τοῦ Ἡρακλείου, τὸν ἐκβίαζε ἢ νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἢ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῶν βασανιστηρίων. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ τὸ πράξει, ἀλλὰ γονάτισε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα. Ἐξαγριωμένος ὁ ἀρχισατράπης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γδύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ σίδερα. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν κρέμασε, τὸν ἔκαψε ζωντανό. Τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται περὶ τὸ 765 ἢ τὸ 766 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ 

Ὁ σεισμὸς ἔγινε τὸ ἔτος 790 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ’ τοῦ Πορφυρογέννητου (780 – 798 μ.Χ.), υἱοῦ τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας.
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα, ὅλη ἡ γῆ κλονιζόταν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Τότε κατέπεσε μεγάλο μέρος τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ράγισαν ναοὶ καὶ κατέπεσαν οἰκίες. Ὁ βασιλεὺς μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν λαό, ἔκαναν λιτανεῖες μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό, τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεία νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀποστρέψει τὴν ὀργή Του. Ὁ Κύριος ἔγινε ἐλπίδα γιὰ ὅλους καὶ κατάπαυσε τὸν τρόμο τῆς γῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας 

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζὶν τῆς Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Ματθαῖος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1402 στὸ χωριὸ Κοζίνο τῆς Ρωσίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Βασιλείου Β’ τοῦ Ὀσκούρου.

Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του καὶ παρὰ τὴν μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτευε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ κοντὰ σὲ δύο λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.
Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχισε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Ἦταν ἁπλὸς καὶ πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στὸ δάσος συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποία ἔπαιρναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1483.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Μικρός

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γαβριήλ, ὁ ἐπονομαζόμενος Μικρός, ἔζησε στὴν Γεωργία κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν ἐκκλησιαστικὸς γραμματεὺς καὶ καλλιγράφος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1802 ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεόδουλος ἦταν ἀδελφὸς τῆς μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς, στὸν Ἅγιο Γεώργιο Πυργώτου τῆς Κύπρου. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1822.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀσκήτεψε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ στὴν Παλαιστίνη. Ἔπειτα ἀπῆλθε στὸ ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μ. Ἀσίας, στὴ μονὴ τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καὶ συγκέντρωσε γύρω του πολλοὺς μοναχούς. Ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς του στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω ὅμως τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τὸ ἔτος 1079, στὴν Πάτμο, ὅπου μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118) ἀνήγειρε τὴν περιώνυμη μονὴ καὶ βιβλιοθήκη.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ ἡγούμενος, ἦλθε στὸ Στρόβιλο, πόλη κοντὰ στὴν ἀκτὴ τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἀνέλαβε ἐκεῖ τὴν φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου. Ἀπὸ τὸ Στρόβιλο μετέβη ἀργότερα στὴ νῆσο Κῶ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μονὴ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός, δώρισε προάστια τῆς νήσου Λέρου καὶ τὴ νῆσο Λειψώ.

Ἀπὸ τὴν Κῶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό, τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει ἄδεια νὰ ἱδρύσει μονὴ στὴ νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καὶ ἐπιπλέον παραχωρήθηκε στὸν Ὅσιο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ὅλη ἡ νῆσος τὸ ἔτος 1088. Ἡ ἀνέγερση τῆς μονῆς στὴν Πάτμο, ἡ ὁποία τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξαιτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὸν ἱερὸ Εὐαγγελιστὴ στὸ νησὶ αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπὸ τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο. Πρὶν ὅμως ἀκόμη τελειώσει τὸ ἔργο, ὁ Ὅσιος ἀναγκάστηκε μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο καὶ τὸ νησί, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίων αὐτῶν.

Ἀπὸ τὴν Πάτμο καταπλέει γιὰ ἀσφάλεια στὸν Εὔριπο (Εὔβοια) κατὰ τὸ ἔτος 1092.

Ἡ διαμονὴ τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες μικρῆς διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας εὐσεβὴς καὶ πλούσιος κάτοικος τοῦ Εὐρίπου προσέφερε τὴν πολυτελὴ οἰκία του στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέδειξε σὲ μοναστήρι, ἂν καὶ οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τὴν παραμονή του ὄχι στὴν ἔρημο ἀλλὰ κοντὰ στὸν κόσμο. Ἐξάλλου, στὴν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στὸ σπήλαιο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).

Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν διαμονή του στὸν Εὔριπο συνέταξε τὴν «Διαθήκη» καὶ τὸν «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τὴ Διαθήκη αὐτή, γιὰ νὰ ἔχει ἰσχύ, τὴν ὑπογράφουν ἑπτὰ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρεσβύτερος καὶ σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύτερος καὶ νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελὴς διάκονος… καὶ νοτάριος Εὐρίπου κ.ἅ.

Εἰδικότερα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στὸ ἔργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τὴν διαμονὴ καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὸν Εὔριπο, ποὺ συνέβη τὸ ἔτος 1093, ὅπως καὶ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καὶ τὴ μεταφορά του στὴν Πάτμο, ἀναγράφοντας τὰ ἑξῆς:

«Καὶ φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα, ἐκεῖ ὅπου τὸ νερὸ τῆς θάλασσας εἰσρέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενὸ θαλάσσης, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸ ὀνόμασαν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου. Καὶ ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καὶ ἀφοῦ ἀξιώθηκε τὴν πρέπουσα τιμή, σὰν νὰ ἦταν Ἄγγελος σὲ θνητὸ σῶμα, νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του, γιὰ νὰ μὴ δυσφορεῖ στὶς συχνὲς μετακινήσεις, οὔτε νὰ ἀντιστέκεται ἀνόητα στὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἐπειδὴ δὲν ὑπέμενε τὶς κακουχίες, οὔτε τὸ στριφνὸ καὶ τὸ ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καὶ τὴν πνευματικὴ ἐκείνη συγκέντρωση τὴν ἀντικατέστησε μὲ κῆπο, ποὺ νοίκιασε. Καί, καθὼς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στὸν Ἰούδα καὶ τὸν ὤθησε στὴν προδοσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ πονηρὸ δαιμόνιο βασάνιζε τὸν μοναχὸ ποὺ εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀνακοινώνεται στὸν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος, δίνοντας τόπο στὴν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τὸ βράδυ πρὸς τὸν μαινόμενο καὶ παράφρονα, διαβάζει τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ ἀσθενὴ καὶ ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιθυμοῦσε πλέον νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν φύτευση δένδρων καὶ τὴν ἄρδευση κήπων, ἀλλὰ προθυμοποιεῖται γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ πάλι στὴν ποίμνη, ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ. Μετὰ τὴν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σὲ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θὰ ἀποδημήσει πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοὶ δὲν θὰ κατοικήσουν μέχρι τέλους στὰ νησιὰ καὶ ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτούς, ἀλλὰ ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θὰ ἐπανέλθουν καὶ πάλι στὸ πνευματικὸ μαντρί. Παρακαλεῖ λοιπὸν νὰ παραλάβουν μαζί τους τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν ξένη αὐτὴ γῆ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὸ ναό, γιὰ τὸν ὁποῖο μόχθησε πολύ. Αὐτά, ἀφοῦ προεῖπε σὲ ὅσους συναναστρεφόταν καὶ καθαγίασε τοὺς πάντες μὲ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὴν 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὴ θάλασσα μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοὶ μαθητές του θυμόντουσαν τὴν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀποπλεύσουν. Ἐπειδὴ ὅσοι κατοικοῦσαν τὴ χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θὰ στεροῦνταν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα, ὅτι μὲ κανένα λόγο δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό. Γιατί νόμιζαν ὅτι θὰ ἦταν ἀνόητο καὶ ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, νὰ ἐπιτρέψουν σὲ ἄλλους νὰ τὸ μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδὴ (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτοὺς σωτήρας, ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτὸ μὲ αὐστηρότητα φρουροῦσαν τὸν νεκρό. Ἀλλὰ δὲν ἔπρεπε νὰ διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύχτα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τὸν νεκρὸ στοὺς ὤμους τὸν ἐπιβιβάζουν σὲ πλοῖο καί, ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στὸ νησί, ἀποβιβάζουν μὲ μεγαλοπρεπὴ πομπὴ τὸ ἱερὸ σκῆνος ὑμνολογώντας τὸν Θεὸ καὶ εὐωδιάζοντας τὸν ἀέρα μὲ ἀρώματα. Καὶ τώρα ἄρτιο καὶ σῶο κεῖται τὸ σκήνωμα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀναβλύζει πηγὲς θαυμάτων καὶ ὅσοι μὲ πίστη τὸ ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμὴ μύρου καὶ μὲ μόνη τὴν ἁφὴ καθαγιάζονται καὶ ἀπελευθερώνονται ἀπὸ κάθε σωματικὴ βλάβη».

Ἀπὸ τὰ ὅσα συνέγραψε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τὰ ἑξῆς: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονῇ», ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καὶ ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἑορτάζεται στὶς 21 Ὀκτωβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα, καὶ τῶν Μοναζόντων τὸ κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν, καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον, ὡς ἰατρεῖον, κεκτημένοι ἄμισθον, νόσων καὶ θλίψεων πολλῶν, ἀπολυτρούμεθα κράζοντες· χαίροις Πατέρων, τὸ κλέος Χριστόδουλε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βιθυνίας γόνος λαμπρός, καὶ τῆς νήσου Πάτμου, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ἀφθαρσίας, εὐῶδες καλλιστεῖον, Χριστόδουλε θεόφρον, Χριστοῦ συμμέτοχε.

Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε». Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δύο νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἀσεβῶν ἐναντίον, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβῖνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας· ὅθεν ἔφθασας, πρὸς ἀφθαρσίας χειμάρρουν, τέλος ἅγιον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος· διὸ εὐφημοῦμέν σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πρὸς ὕδωρ ζωῆς, καὶ πέλαγος χρηστότητος, ἰθύνης σαφῶς, ἱστίῳ τῷ τοῦ Πνεύματος, ποταμίοις ὕδασι, προσριφεὶς Σαβῖνε πανεύφημε· διὸ λύσιν ἁμαρτιῶν, ὀμοβρίζεις ἀπαύστως, προσευχαῖς σου ἡμῖν.

 

Μεγαλυνάριον.
Πίστιν τὴν ἀμώμητον ὡς πηγήν, Μάρτυς κεκτημένος, ἀπεξήρανας θολερά, ῥεύματα τῆς πλάνης, καὶ ἀπλανῶς ἰθύνθης, πρὸς πέλαγος Σαβῖνε, ἀϊδιότητος.

Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Λυκαονίᾳ ἀσκήσας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάπας ἄθλησε στὴ Λυκαονία ἐξαναγκαζόμενος νὰ τρέχει μὲ σιδερένια ὑποδήματα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο ἄκαρπο. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται καὶ στὶς 10 Νοεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες ἐν Φοινίκῃ 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἀναζαρβοὺ τῆς Κιλικίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοῦ καὶ εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ τὴν μητέρα του. Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη τους στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβὴ χήρα γυναῖκα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν τῷ Παρίῳ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Καισάρεια καὶ δίδασκε στὸν λαὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκε πολύ, μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος ἔζησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 105 μ.Χ.
Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, διασκευάζοντας μία πληροφορία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνων († 23 Αὐγούστου), ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπῆρξε πέμπτος κατὰ σειρὰ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος οἱ Ἱερομάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος ἦταν πρεσβύτεροι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀλέξανδρο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργός 

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρόνων ἔχασε τοὺς γονεῖς του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ παρέμεινε κοντὰ σὲ ἕναν μοναχὸ ὀνόματι Μαϊουμᾶ, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ ἔμεινε πλησίον του. Ἡ ἄσκησή τους ἦταν πολὺ αὐστηρή, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ οἱ Ὅσιοι ἔτρωγαν, πολλὲς φορές, ἀνὰ σαράντα ἡμέρες. Ὅταν ὁ μοναχὸς Μαϊουμᾶς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό, ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐκεῖ καὶ ἀσκήτευε ὡς ἐρημίτης καὶ ἡσυχαστής. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν ἀγῶνα του ὑπέταξε τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς ὑποταγῆς τῶν ἄγριων θηρίων.

Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ ἀσκητηρίου του καὶ πλῆθος πιστῶν τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του, νὰ ἀκούσουν πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Ὁ Ὅσιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε τοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς.

Ἀκόμη καὶ τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν ὁ Ὅσιος τὸ μετέφερε στὸ κελί του ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ποταμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν ἔκτισε μία μικρὴ δεξαμενή. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοί, ὁ Ὅσιος διέταξε τὸν ὑποτακτικό του νὰ φέρει νερό, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν οἱ ταξιδιῶτες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο καὶ δὲν θὰ ἀρκοῦσε γιὰ ὅλους. Ὁ Ἅγιος τότε ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε μὲ πίστη καὶ εἶπε στὸν διακονητὴ νὰ πάει νὰ ἀντλήσει νερὸ γιὰ τοὺς διψασμένους προσκυνητές. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ δεξαμενὴ ἦταν γεμάτη νερὸ δροσερὸ καὶ καθαρό. Καὶ πάντες ἐξεπλάγησαν  καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό, τὸ πληροφορήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Πατρίκιος καὶ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχθοφόρο ζῶο, ὥστε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν κόπο. Κάποια μέρα ὅμως προσῆλθε στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ἕνας πτωχὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο πίεζε ὁ δανειστής του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ πρόβλημά του. Ὁ Ὅσιος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια καὶ τοῦ προσέφερε τὸ ζῶο, γιὰ νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ ξεχρεώσει τὸν δανειστή του.

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἔκανε καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα καὶ διῆλθε τὸν βίο του εὐεργετώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἐγκαταβίωσε στὸ ἀσκητήριό του ἐνενήντα πέντε χρόνια, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό. Συνέστησε δὲ καὶ Ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν πολλοὶ ἀσκητές. Λίγο πρὶν τὸ μακάριο τέλος του, συγκέντρωσε τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητας, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ στὴν συνέχεια εὐλόγησε τοὺς μοναχούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφινιαναῖς 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Μέσχι) ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα στὴ Γεωργία στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Δημητρίου τοῦ Β’ (1271 – 1289). Ἐργάστηκε ἱεραποστολικὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Φοινίκης, οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, οἱ Ἅγιοι Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ἅγιος Πλησίον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ἀπὸ τὴ Διόσπολη καὶ ὁ Ἅγιος Τιμόλαος ἀπὸ τὸν Πόντο.

Αὐτοί, ἐνῷ ὑπῆρχε διωγμός, ἀπὸ πόθο γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια τους, ἀπὸ μόνοι τους προσῆλθαν στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως τῶν Καισαρέων ποὺ τότε βασάνιζε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἀφοῦ στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς. Ὁ ἡγεμόνας τοὺς παρακάλεσε καὶ τοὺς ἀπείλησε πολλὲς φορές, γιὰ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ δώσει δῶρα καὶ ἀξιώματα σὲ αὐτούς, ἂν ὑπακούσουν ἢ θὰ τοὺς τιμωρήσει ἂν δὲν ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ἔλθουν πρὸς τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πατρώα εὐσέβεια, τοὺς βασάνισε σκληρὰ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὸν Κύριο, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 305 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τοῦ Κτίσαντος, πεπυρσευμένος τὸν νοῦν, χορείαν συνήθροισας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, Ἀγάπιε ἔνδοξε· ὅθεν σὺν τούτοις Μάρτυς, ἀριστεύσας νομίμως, ξίφει τὸν σὸν αὐχένα, σὺν αὐτοῖς ἀπετμήθης· μεθ’ ὧν ἀεὶ ἐκδυσώπει, δοῦναι ἡμῖν ἄφεσιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς ἀγαπήσας Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῶν ἐπιγείων ἁπάντων ἠλόγησε, Μαρτύρων χορὸς ὁ ὀκτάριθμος, καὶ κεφαλὰς ἐκτεμνόμενοι ἔκραζον· προσδέχου Οἰκτίρμον τοὺς δούλους σου.

 

Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ τετρωμένοι τῷ θεϊκῷ, ἥλασθε προθύμως, πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικοὺς, καὶ ἀνδρειοφρόνως, αἰσχύναντες τὸν ὄφιν, τρυγᾶτε Ἀθλοφόροι, καρπὸν ἀθάνατον.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ὁ Ἀπόστολος Ἐπίσκοπος Βρετανίας

Στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς Εὐρώπης, τὴ Βρετανία, ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα π.Χ. κατοικοῦσαν Κέλτες. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐδῶ ἔρχεται γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀριστόβουλο, ἀδελφὸ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας ἔχει μία μακρὰ ἱστορία καὶ παράδοση. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν ἑορτολογικὴ τάξη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Αἰγυπτιακοῦ καὶ Παλαιστινιακοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, πρὸς τοὺς οἰκείους τοῦ ὁποίου ἀποστέλλει ἀσπασμό. Ἦταν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Κατεστάθη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Βρετανίας, «τῆς νῦν Ἐγκλιτέρας, Σκωτίας καὶ Ἰβερνίας» καὶ ὑπέστη πολλὰ παθήματα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος ἵδρυσε τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία, χειροτόνησε ἱερεῖς καὶ διακόνους, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 31 Ὀκτωβρίου μετὰ τῶν Ἀποστόλων Στάχυος, Ἀπελλῆ, Ἀμπλίου, Οὐρβανοῦ καὶ Ναρκίσσου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν κιθάραν τοῦ Πνεύματος τὴν ἑξάχορδον, τὴν μελωδήσασαν κόσμῳ τὰς ὑπὲρ νοῦν δωρεάς, ὡς ἐκφάντορας Χριστοῦ ἀνευφημήσωμεν, Στάχυν, Ἀμπλίαν, Ἀπελλῆν, σὺν Ναρκίσσῳ, Οὐρβανὸν καὶ Ἀριοτόβουλον ἅμα ὡς γὰρ Ἀπόστολοι θεῖοι, χάριν αἰτοῦνται ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Αἰγύπτῳ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Νίκανδρος ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀναλάβει τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς περισυλλογῆς τῶν ἄταφων ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποία ἐνταφίαζε κρυφὰ μὲ πολὺ σεβασμό.
Ὅταν, λοιπόν, ἔβλεπε τὰ ἱερὰ λείψανα νὰ εἶναι ριγμένα κατὰ τέτοιο τρόπο καὶ νὰ εἶναι ἀτημέλητα, ἀφοῦ τὴν ἡμέρα δὲν τολμοῦσε νὰ τὰ προσεγγίζει, γιὰ νὰ μὴν συλληφθεῖ, τὰ περισυνέλεγε αὐτὰ τὴ νύχτα ἕνα πρὸς ἕνα. Ὅταν ἕνας εἰδωλολάτρης τὸν εἶδε νυχτερινὴ ὥρα νὰ ἐπιμελεῖται αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τὸν διέβαλε στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν βασάνιζε, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ μὴν Τὸν ἀρνηθεῖ, ἐγκωμίαζε περισσότερο τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ παντός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἄρχοντα, δέχθηκε τὸν θάνατο μὲ ξίφος. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ τελειώθηκε ὁ βίος του, ἔλαβε αἰώνιο στέφανο. Ἦταν τὸ ἔτος 305 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Μανουὴλ ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σφακίων

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μανουήλ, γεννήθηκε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς. Σὲ μικρὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μὲ τὴν βία ἐξισλαμίσθηκε. Λίγο ἀργότερα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν κυρίων του καὶ κατέφυγε στὴν Μύκονο, ὅπου ἐξομολογήθηκε, ἔκανε τὸν κανόνα του καὶ ζοῦσε Χριστιανικά. Ἐκεῖ νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε ἕξι παιδιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ σύζυγός του ἦταν ἄπιστη, ὁ Μανουὴλ πῆρε τὰ παιδιά του καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ ἀδελφὸς ὅμως τῆς πρώην συζύγου του, κατήγγειλε τὸν Ἅγιο στὸν Τοῦρκο πλοίαρχο. Ὁ Μανουὴλ συνελήφθη καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Τότε ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Κουτζοὺκ τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο.
Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μανουήλ, τὸ ἔτος 1792, στὴ Χίο, κοντὰ στὴν Παλαιὰ Βρύση.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Παρθένιος ὁ Ἱερομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Παρθένιος ἦταν διάκονος στὸ Διδυμότειχο καὶ μαρτύρησε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μνήμη Σωτηρίας τῆς νήσου Λευκάδος

Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε τὸ νησὶ τῆς Λευκάδας ἀπὸ τὸν σεισμὸ τοῦ ἔτους 1938. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος γεννήθηκε τὸ ἔτος 480 μ.Χ. στὴν ἐπαρχία Νουρσίας τῆς Οὐμβρίας. Οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν νὰ σπουδάσει στὴ Ρώμη, ἀλλὰ ἡ χλιδὴ τῆς πρωτεύουσας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φουντώσει στὴν ψυχή του ἡ ἐπιθυμία τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ὅταν ἔχασε τοὺς γονεῖς του, ἡ τροφός του ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία ἐκείνου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἁγίας Σχολαστικῆς. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό.

Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὸ Ἀφίλε, βορειοανατολικὰ τῆς Ρώμης καὶ κατόπιν σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο τοῦ Σουμπιάκο. Ἐκεῖ ἔζησε τρία χρόνια αὐστηρᾶς ἀσκήσεως καὶ μελέτης. Στὴν συνέχεια κλήθηκε ἡγούμενος τῆς γειτονικῆς μονῆς τοῦ Βικοβάρο, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ γρήγορα ἀντέδρασαν λόγω τῆς αὐστηρᾶς ἀσκήσεως, στὴν ὁποία ὑπέβαλε αὐτοὺς ὁ νέος ἡγούμενος καὶ ζήτησαν νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ γλύτωσε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριό του στὸ Σουμπιάκο, ὅπου ἵδρυσε ἐπάνω στοὺς βράχους δώδεκα κοινόβια, τὸ καθένα μὲ δώδεκα μοναχούς, ἐκ τῶν ὁποίων προΐστατο ἕνας ὡς ἡγούμενος. Οἱ μαθητὲς γύρω του ἄρχισαν νὰ πληθαίνουν καὶ μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονταν καὶ νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν.

Ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγο, λόγῳ ραδιουργιῶν ἑνὸς κληρικοῦ μὲ τὸ ὄνομα Φλωρέντιος, ἀναγκάσθηκε κατὰ τὸ ἔτος 529 μ.Χ., νὰ ἐγκαταλείψει τὸ προσφιλὲς ἐρημητήριό του καὶ νὰ ἔλθει στὸ ὄρος Κασσίνο τῆς Καμπανίας, κοντὰ στὴν Καπούη. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἵδρυσε δυὸ ναΐσκους, ποὺ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔγραψε καὶ τὸν περίφημο Κανόνα του.

Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας. Δίδασκε πάντοτε στοὺς μαθητές του μὲ τὴ ζύμη τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή. Τοὺς ἔλεγε νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό, ἐὰν βλέπουν καλὸ νὰ μὴν τὸ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ στὸν Κύριο, νὰ φοβοῦνται τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ ἐπιθυμοῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐπίσης διαλαλοῦσε ὅτι ὁ ἐπὶ γῆς βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κλίμακα ποὺ ἀνυψώνεται στὸν οὐρανό, ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι ταπεινή. Ἀνεβαίνουμε τὴν πρώτη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐὰν ἐνθυμούμαστε ἀδιαλείπτως τὸν Θεό. Ἡ δεύτερη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι νὰ μὴν ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες μας, ἀλλὰ νὰ πράττουμε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ πλήρης ὑπακοή. Ἡ τέταρτη εἶναι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσκαρτερία. Ἡ πέμπτη ἐκφράζεται διὰ τῆς ταπεινῆς ἐξαγορεύσεως τῶν λογισμῶν. Ἡ ἕκτη εἶναι ἡ αὐτομεμψία καί, τέλος, ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας.

Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 543 – 547 μ.Χ. Κατὰ τὸν βιογράφο του, ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸν θάνατό του παρήγγειλε νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν τὸν τάφο, τὴν δὲ τελευταία ἡμέρα νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ ναό, ὅπου, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ, ἐνταφιάσθηκε στὸ ναΐσκο τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ὑψωνόταν τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Κοντὰ στὸν Ὅσιο ἐνταφιάσθηκε καὶ ἡ ἀδελφή του Σχολαστική.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου γράφτηκε στὴ λατινικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο καὶ μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ζαχαρία (741 – 752 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὴν Καλαβρία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἀγῶσι, θεοφόρε Βενέδικτε· υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλώς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοῖς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἀνατολῆς τῆς νοητῆς φωστὴρ γενόμενος

Τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναστῶν ὤφθης διδάσκαλος

Διὰ βίου τε καὶ λόγου τούτους παιδεύων.

Ἀλλ’ ἱδρῶσι τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου

Τῶν παθῶν ἡμῶν τὸν ῥύπον ἀποκάθαρον
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Βενέδικτε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει Μοναζόντων ὁ χαρακτήρ· χαίροις θεοδρόμου, ζωῆς ὁ ὑποφήτης, Βενέδικτε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.

Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Φλωρέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπειδὴ μυκτήριζε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς καὶ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ὁ ἡγεμόνας τῆς χώρας στὴν ὁποία βρισκόταν τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδειρε «σφοδρῶς» καὶ στὴν συνέχεια τὸν κρέμασε σὲ ξύλο καὶ τοῦ ἔξυσε τὶς σάρκες. Τέλος, ἄναψε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξε μέσα σὲ αὐτήν. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ τελειώθηκε εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Εὐτύχιος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Ἀράβων στὴ Μεσοποταμία, τὸ ἔτος 741 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Λαμψάκου 

Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας (9ος αἰώνας μ.Χ.) καὶ ἦταν, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Λαμψάκου, ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), ἐξορίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἦταν φίλος καὶ συναγωνιστὴς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ διέλαμψε στὴν ἀρχιερωσύνη ὡς ἐλεήμων καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ἕνα βρέφος, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε ἡ μητέρα του καὶ ἔκλαιγε, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἀνέστησε. Καὶ μὲ ἕνα λόγο του μόνο ἔδιωχνε τὰ ζῶα καὶ τὰ θηρία, ποὺ ἔβλαπταν τοὺς ἀγρούς.
Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὡς Ὁμολογητὴς στὴν ἐξορία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr   

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ 

Τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τέσσερις Μάρτυρες μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζουν πολλὰ κοινὰ σημεῖα καὶ γι’ αὐτὸ προσδιορίζονται ἀπὸ τὸν διαφορετικὸ τόπο Μαρτυρίου. Αὐτοὶ εἶναι :

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Πύδνῃ († 14 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ († 7 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Δριζιπάρῳ τῆς Θρᾶκης († 25 Φεβρουαρίου) καὶ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας († 14 Μαΐου).

Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυση τῶν σχετικῶν Μαρτυριῶν πείθει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τέσσερα διαφορετικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ δυὸ ὁμώνυμους Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχή, δηλαδὴ κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ., σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους. Δηλαδὴ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν ὁμώνυμό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο Πύδνης. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Δριζιπάρῳ, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὁμώνυμό του Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας, ποὺ εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ρωμαῖος.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ). Συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἐκλήθη νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ἀρνήθηκε καὶ ἐπέδειξε μάλιστα τὴν ἀπέχθειά του κατὰ τρόπο θεαματικό, ἀνατρέποντας τὴν τράπεζα τῶν σπονδῶν, μὲ ἄμεση συνέπεια νὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμὸ γιὰ τὴν μεγάλη του ἀσέβεια. Ἡ δήμιος Μινουκιανός, ποὺ θὰ ἀποκεφάλιζε τὸν Ἅγιο, ἔμεινε ἐμβρόντητος, βλέποντας κάποια ὀπτασία. Καὶ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, ὁ δήμιος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο του, δηλαδὴ τὸν ἀποκεφαλισμό. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ αὐτοκράτορας εἶδε νὰ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου στὸν οὐρανὸ τέσσερις ἄγγελοι, κάτι ποὺ τὸν συγκλόνισε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχωρήσει τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν κατὰ τὰ ἔθιμά τους.

Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου συνέβη κατὰ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς 21ης Ἰουλίου 285 μ.Χ. (ἀναγόρευση τοῦ Μαξιμιανοῦ ὡς καίσαρος) καὶ τῆς 1ης Αὐγούστου 286 μ.Χ. (ἀνάδειξή του σὲ Αὔγουστο ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό).
Σύμφωνα μὲ τὸ χρυσόβουλλο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ ἔτους 964 μ.Χ., πρὸς τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος, ἰκανοποιώντας σχετικὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, παραχώρησε στὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, καθὼς ἐπίσης δώρισε καὶ τὶς Τίμιες Κάρες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ «ἐνδόξως ἀριστήσαντος καὶ ὑπὲρ τοῦ σωτῆρος μουστερρῶς μαρτυρήσαντος ἐν Πύδνῃ τῆς Θεσσαλίας», οἱ ὁποῖες φυλάσσονταν στὸ αὐτοκρατορικὸ παρεκκλήσιο. Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος μαρτύρησε στὴν Πύδνα, τὸ μεσαιωνικὸ Κίτρος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τὴν πανοπλίαν, διὰ πίστεως, ἐνδεδυμένος, ἐν ἀθλήσει διαπρέπεις Ἀλέξανδρε· καὶ ἐν τῇ Πύδνῃ τελέσας τὸν δρόμον σου, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ὡμολόγησας, τῶν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης αὐτοῦ, παμμάκαρ Ἀλέξανδρε. Ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, προσπτυσσόμενοι κάραν, ᾄδομεν τῷ Σωτῆρι, χαριστήριον αἶνον, τὸν σώζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς ταῖς ἱκεσίαις σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ Πύδνῃ Ἅγιε, στερρῶς ἀθλήσας, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, σφαγιασθεὶς ὑπὲρ αὐτοῦ, ἐν οὐρανοῖς δὲ τὸν στέφανον, τῆς ἀφθαρσίας, ἐδέξω Ἀλέξανδρε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἀνεδείχθης φωτοφανές, ἀθλήσας ἀνδρείως, ἐν τῇ Πύδνῃ ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἀλέξανδρε Μάρτυς, Ἀγγέλων συμπολῖτα· διὸ τοὺς σὲ τιμῶντας, σκέπε πρεσβίαις σου.

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος Ἐπίσκοπος Ρὸς τῆς Σκωτίας 

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος γεννήθηκε στὴν Ἰταλία καὶ μετέβη στὴ Σκωτία γιὰ τὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου. Ἀναμόρφωσε διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς του δραστηριότητας, τὰ ἤθη τῶν κατοίκων διαφόρων Σκωτικῶν ἐπαρχιῶν. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ρός.
Κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 630 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τοὺς Βάνδαλους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος ὁ Πρίγκιπας Κιέβου καὶ Σμολένκ

Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος Μστισλάβοβιτς, πρίγκιπας τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Σμολένκ, ἔζησε τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1176.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Γιούρεβιτς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1746 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραφαΐλοβο, κοντὰ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τομπόλκ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος. Ἀργότερα συνέχισε τὸ θεοφιλὴ βίο του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Μόσχας.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1820.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ζοῦσε ὡς μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ἔτος 1328 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Κιέβου († 21 Δεκεμβρίου). Ἐγκαταστάθηκε στὴ Μόσχα καὶ ὑποστήριξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Τβὲρ Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν, μετὰ τὴν ρήξη πρὸς τὴ Χρυσὴ Ὀρδή, κατέφυγε στὴν πόλη Πσκώφ, ἀναθεμάτισε καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ Πσκώφ, διότι δέχθηκαν τὸν ἐπικίνδυνο ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν ἐντὸς τῆς Ρωσίας, ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος πέτυχε μὲ ἀλλεπάλληλες ἀποστολὲς στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὴν κατάργηση τῆς Μητροπόλεως Γαλικίας καὶ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἐπισκοπῶν αὐτῆς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ρωσίας.

Ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε πρὸς τοὺς Μογγόλους πνεῦμα συνέσεως, ἀφοῦ ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Τζανιμπὲγκ χάν. Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀπαίτησε μεγαλύτερους φόρους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαό, ὁ Ἅγιος ἀπέφυγε τὴν λήψη γενικότερου φορολογικοῦ μέτρου κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Καὶ ὅταν τὸν κατηγόρησαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Μογγόλων ὅτι δὲν ἀποδίδει τιμὲς σὲ αὐτόν, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη. Γιατί θὰ ἔπρεπε ἐκεῖνος, ὡς Ἐπίσκοπος, νὰ ἀποδίδει τέτοια τιμὴ στοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες καὶ τὴν εἰδωλολατρία;
Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1353, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπιλέξει ὡς διάδοχό του τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Βλαδιμήρ, Ἀλέξιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Θεοδώρου ἐν Ρωσίᾳ 

 ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ὀνομάζεται «τοῦ Θεοδώρου», ἐπειδὴ κάποτε βρισκόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς πόλεως Γκοροντζὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Νιζέγκοροντ.

Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Μογγόλων στὴν περιοχή, οἱ κάτοικοι ἔφυγαν χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ πάρουν μαζί τους τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε τὸ ἔτος 1239 μέσα σὲ ἕνα δάσος ἀπὸ τὸν πρίγκιπα τῆς Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς. 
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καὶ στὶς 16 Αὐγούστου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Μετὰ τὴν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος Α’ (842 – 846 μ.Χ.) εἰσηγήθηκε στοὺς βασιλεῖς Μιχαὴλ καὶ Θεοδώρα (842 – 867 μ.Χ.), ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου νὰ βρίσκεται μακριά. Ἔτσι ἀπεστάλησαν ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν αὐτοκρατόρων οἱ ἁρμόδιοι, οἱ ὁποῖοι ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου καὶ βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀκέραιο καὶ ἄθικτο μετὰ δέκα ἐννέα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Μὲ ἱερὲς ὑμνωδίες καὶ μεγαλοπρέπεια τὸ ἔβαλαν σὲ βασιλικὴ τριήρη καὶ τὸ ἔφεραν στὴ Βασιλεύουσα. Ὅταν τὸ βασιλικὸ πλοῖο προσέγγισε στὸν πορθμὸ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐξῆλθαν μὲ λαμπάδες ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἡ σύγκλητος γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο συνόδευσαν στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ ἔτος 846 μ.Χ., τὸ κατέθεσαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ (2 Ἰουνίου).
Ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἄναβε κεριὰ καὶ προσευχόταν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θήκη ἔνθεος, καὶ ζωῆς πλήρης, ἀναδέδεικται, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σορὸς τῶν μυριπνόων λειψάνων σου· ἧς τῇ σεπτῇ κομιδῇ κομιζόμεθα, τὰς δωρεὰς Νικηφόρε τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν ψυχήν σου τέθεικας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου Πάτερ, καὶ αὐτῇ τὸ ἄδολον, τῆς εὐσεβείας ἐνέθου· ὅθεν σου, τὴν τῶν λειψάνων λάρνακα θείαν, χαίρουσα, καθυποδέχεται καὶ κραυγάζει· σύ μου καύχημα καὶ σκέπη, ὦ Νικηφόρε, ὁμολογίας λαμπτήρ.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάρις πλουσιόδωρος δαψιλῶς, πρόεισι τῷ κόσμῳ, ὥσπερ ῥεῖθρον ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἐκ τῶν σῶν λειψάνων, καὶ ἄρδει Νικηφόρε, ἀεὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἅπαν ἀνάστημα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος καὶ Φρόντων οἱ Μάρτυρες οἱ βασιλικοί 

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου καὶ Διονυσίου, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸν τίτλο «βασιλικοί», ἀναφέρεται στὸ Ἱερωνυμικὸν Μαρτυρολόγιον. Οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη. Ἴσως ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Ἀλέξανδρο τὸν Ρωμαῖο, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 14 Μαρτίου.
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Φρόντωνος ἀναφέρεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα ἀνατολικὰ Συναξάρια, τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., τὸ Συριακὸν Μαρτυρολόγιον. Ἐκεῖ ἀναφέρονται καὶ ἄλλοι τρεῖς Μάρτυρες. Ὁ Ἅγιος Φρόντων πρέπει νὰ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Πούπλιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου († 29 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πούπλιος ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.
Ἔγινε Ἐπίσκοπος μετὰ τὸν Ἅγιο Νάρκισσο († 31 Ὀκτωβρίου) καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς χώρας τους. Ὅταν αὐτὸς τοὺς πρόσταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκεῖνοι μὲ μία φωνὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ καθύβρισαν τὰ εἴδωλα. Τότε ἐκεῖνος ὀργισμένος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ μάστιγες. Τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες καὶ τοὺς ἔβαλε μέσα σὲ κάμινο γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τὴ σφραγισμένη κάμινο, εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ Ἅγιοι ἦταν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.

Ὁ τυφλὸς πνευματικὰ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἐπάνω σὲ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ τοὺς κτυποῦν. Τοὺς ξερίζωσε μὲ σίδερα τοὺς ὄνυχες. Ἐκεῖνοι καὶ πάλι, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θαυματούργησαν. Τὰ εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καὶ συνετρίβησαν στὴ γῆ. Διαλύθηκαν, ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά. Τότε ὁ ἡγεμόνας, φοβούμενος μήπως καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γίνουν Χριστιανοί, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τοὺς Ἁγίους.

Ἔτσι τελειώθηκε ἡ μαρτυρία αὐτῶν καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τοὺς οὐράνιους στέφανους.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ μονὴ Παυλοπετρείου, κοντὰ στὸ Παντείχιον τῆς Μ. Ἀσίας καὶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης, ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔγινε ἐπὶ Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), στὶς 21 Σεπτεμβρίου καὶ αὐτὰ ἀπετέθησαν στὴν Ἁγία Εὐθυμία τῆς Πέτρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μὲ πέτρες τὸν ἔριξαν σὲ ποταμό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μάρτυς ἀπὸ τὴν Περσία 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Χριστίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ τελειώθηκε μαστιζόμενη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Εὐφρασία

Ἡ Ὁσία Εὐφρασία ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Μάριος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 797 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Κοίμηση Ἁγίου Λεάνδρου Ἐπισκόπου Σεβίλλης

Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων. Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε  γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ. Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ  καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου. Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.

Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον  τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του. Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβική».

Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στὴν Δαμασκὸ τῆς Συρίας περὶ τὸ ἔτος 580 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐνάρετων γονέων, τοῦ Πλινθᾶ καὶ τῆς Μυροῦς. Λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀποκαλεῖται καὶ Δαμασκηνός. Κατὰ τὴν νεαρή του ἡλικία ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅπου συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν ἐκεῖ ἀσκούμενο Ἰωάννη τὸν Μόσχο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε πολλά. Μὲ τὴν συνοδεία αὐτοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν Αἴγυπτο, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν κύκλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καὶ τὴ Ρώμη. Τότε πέθανε καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος (620 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος μετακόμισε τὸ λείψανο αὐτοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ τὰ ἐνταφίασε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἐπανέκαμψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ προσβλήθηκε τότε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπισκέφθηκε τότε τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου στὸ Ἀμπουκὶρ καὶ θεραπεύθηκε. Τὸ θαῦμα αὐτὸ περιέλαβε σὲ ἐγκώμιό του πρὸς τοὺς Ἁγίους αὐτούς.

Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στὶς θέσεις του κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ ἐκφράσει τὶς διαφωνίες του κατὰ τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύρος ὁ ἀπὸ Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε γιὰ νὰ σιγάσει τὴν διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἀλλὰ ἀπέτυχε καὶ ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ὅταν πέθανε ὁ Ἅγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 16 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του, ἀνῆλθε τὸ ἔτος 634 μ.Χ. στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ κατάσταση ἦταν θλιβερή. Ἐσωτερικὰ ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἐξωτερικὰ οἱ Ἄραβες περιέσφιγγαν τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἤδη κατεῖχαν τὴ Βηθλεὲμ καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μὴ δυνάμενος, κατὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 634 μ.Χ., νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ γιορτάσει τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, θρηνεῖ. Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση κάποιας ἠρεμίας στὸ ποίμνιό του, συγκαλεῖ Σύνοδο καὶ καταδικάζει τὸν Μονοφυσιτισμό. Γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῶν Ἀράβων ὀργανώνει τὴν ἄμυνα τῆς πόλεως. Τὸ ἔτος 637 μ.Χ. ὅμως ἀναγκάζεται νὰ παραδώσει τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων στὸν χαλίφη Ὀμάρ.

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἑπόμενο ἔτος, 638 μ.Χ.
Τὸ συγγραφικό του ἔργο εἶναι σαφῶς καὶ καθαρὰ ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στὴν συγγραφὴ ἰδιομέλων καὶ τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τὸν ὑπὲρ νοῦν φωτισμόν, ταῖς τῶν λόγων ἀστραπαῖς Πάτερ Σωφρόνιε· σὺ γὰρ σοφίας κοινωνός, διὰ βίου γεγονώς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεὴς Ἱεράρχης, καὶ πρεσβευτὴς ἡμῶν πρὸς Κύριον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Λαμπρυνθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιὼν ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.

 

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλην γλωσσοπύρσευτον εἰληφώς, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, προσφοιτήσασαν μυστικῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, θεοειδὴς ἐκφάντωρ, καὶ στόμα θεῖον ὄντως, Πάτερ Σωφρόνιε.

 

Ὁ Ἅγιος Πιόνιος ὁ Μάρτυρας ὁ Πρεσβύτερος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Πιόνιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης. Ἔλεγχε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικοὺς καὶ τοὺς ἔπειθε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς ὅτι ἕνας μόνο εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων καὶ ὁ μονογενής Του Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ κήρυττε ὅτι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄπιστοι θὰ τιμωρηθοῦν καὶ θὰ παραδοθοῦν στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο. Ἔτσι συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς. Καὶ πρῶτα παραδόθηκε ἁλυσοδεμένος στὸν Πολέμωνα, τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων καὶ στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως Ἐλπίδιο. Ἔπειτα ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας, ἀνθύπατο Κοντυλιανό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν βασανίσουν. Τὸν κτύπησαν ἀνηλεῶς μέχρι θανάτου καὶ ἀφοῦ τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο, κατέκαψαν τὰ πλευρά του μὲ ἀναμμένες δάδες φωτιᾶς. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καμίνι καὶ ὁ Ἅγιος προσευχόμενος μέσα σὲ αὐτό, τελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Λιθόστρωτο, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ἡ Ἁγία Σαβίνα ἡ Μάρτυς 

Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Σαβίνας εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Τμᾶται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Πιόνιο. Ἡ κοινὴ μνήμη τῶν Ἁγίων ἀναφέρεται στὸν Βατοπαιδινὸ Κώδικα ὅπου φαίνεται ὅτι ἡ Ἁγία Μάρτυς Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετὰ τοῦ Ἁγίου Πιονίου. Στοὺς δύο αὐτοὺς Μάρτυρες τῆς πίστεως συνέθεσε Κανόνα ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Θαλλὸς καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Στρατονίκη. Συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἐκραγέντα διωγμὸ ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος τῆς Λαοδικείας τῆς Φρυγίας, Ἀσκληπιοῦ. Τοὺς κρέμασαν γυμνοὺς ἐπάνω σὲ ξύλο καὶ τοὺς ξέσκισαν τὶς σάρκες. Ἐπειδὴ δέ, διεκωμώδησαν τὰ εἴδωλα, ὁ ἡγεμόνας Ἀσκληπιὸς διέταξε νὰ κρεμαστοῦν ἐπὶ σταυροῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἱ Μάρτυρες παρέδωσαν τὸ πνεῦμα. Ἦταν τὸ ἔτος 298 μ.Χ.
Οἱ Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ ναό. Ἐκεῖ προσῆλθε ἡ σύζυγος τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴ θήκη τῶν Μαρτύρων, ἀπλώνοντας πάνω σὲ αὐτὴ ὕφασμα πολύτιμο. Ἀργότερα δύο εὐσεβεῖς συμπολίτες τῶν Ἁγίων, ὁ Ζώσιμος καὶ ὁ Ἀρτέμιος, μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ γενέτειρα τῶν Ἁγίων καὶ κατέθεσαν αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὰ Λατομεῖα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Θαλλὸς καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Θαλλὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Στρατονίκη. Συνελήφθησαν, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἐκραγέντα διωγμὸ ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος τῆς Λαοδικείας τῆς Φρυγίας, Ἀσκληπιοῦ. Τοὺς κρέμασαν γυμνοὺς ἐπάνω σὲ ξύλο καὶ τοὺς ξέσκισαν τὶς σάρκες. Ἐπειδὴ δέ, διεκωμώδησαν τὰ εἴδωλα, ὁ ἡγεμόνας Ἀσκληπιὸς διέταξε νὰ κρεμαστοῦν ἐπὶ σταυροῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἱ Μάρτυρες παρέδωσαν τὸ πνεῦμα. Ἦταν τὸ ἔτος 298 μ.Χ.
Οἱ Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ ναό. Ἐκεῖ προσῆλθε ἡ σύζυγος τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ ράντισε μὲ μύρα τὴ θήκη τῶν Μαρτύρων, ἀπλώνοντας πάνω σὲ αὐτὴ ὕφασμα πολύτιμο. Ἀργότερα δύο εὐσεβεῖς συμπολίτες τῶν Ἁγίων, ὁ Ζώσιμος καὶ ὁ Ἀρτέμιος, μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ γενέτειρα τῶν Ἁγίων καὶ κατέθεσαν αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὰ Λατομεῖα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλῆς καὶ Ζωσιμᾶς οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἡρακλῆς καὶ Ζωσιμᾶς μαρτύρησαν στὴν Καρθαγένη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Σύριοι Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς τοῦ ὄρους Σινᾶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.). Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπὶ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πέτρου Α’ (524 – 552 μ.Χ.), χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινά! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Πέτρος τὸν εἶδε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν κάλεσε στὴν Τράπεζα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος δὲν πῆγε, ὁ Πατριάρχης ἔγραψε παραπονούμενος στοὺς Σιναΐτες Πατέρες, χαρακτηρίζοντας τὸν ὡς ἀπειθή. Ἀλλὰ οἱ Σιναΐτες Πατέρες καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος τὸν βεβαίωσαν ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα χρόνια ἀσκούμενος δὲν ἐξῆλθε τοῦ Σινᾶ, οὔτε ποτὲ μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα.

Πῶς, ὅμως, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἐξῆλθε ποτὲ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, τὸν εἶδε ὁ Πατριάρχης στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατήγγειλε γιὰ ἀπείθεια τὸν καλὸ ἀσκητή; Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκλήφθηκε ὡς μέγα χάρισμα, τὸ ὁποῖο δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ὅσιο.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ βασιλεὺς

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε τὸ ἔτος 570 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Ρίντερχ Χέελ, τοῦ Στρὰθ Κλάιντ καὶ τῆς βασιλίσσης Λανγκουορέφης. Καθοδηγήθηκε στὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κολούμπα καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθόδοξης πίστης στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἰρλανδία. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 640 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἐν Κορδούῃ Ἱσπανίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν πόλη Κορδούη τῆς Ἱσπανίας κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Τὰ χρόνια ὅμως ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα. Ἡ ἀραβικὴ κατοχὴ τῆς χώρας (711 μ.Χ.) εἶχε ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἦταν διαιρεμένη σὲ τρεῖς ἐπαρχίες μὲ εἴκοσι ἐννέα Ἐπισκόπους καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀνταπεξέλθει στοὺς διωγμοὺς τῶν Μωαμεθανῶν κατακτητῶν ἀλλὰ καὶ στοὺς ἐκ τῶν ἔσω πειρασμούς, ὅπως οἱ αἱρέσεις. Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἐπιδρομῆς τῶν ἀλλοφύλων ἐγκαταστάθηκαν στὴν Γαλλία μεταφέροντας μαζί τους τὸ βησιγοτθικὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα καὶ τὸ μοζαραβικὸ τυπικό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν Ἱσπανία, ἡ μοζαραβικὴ Ἐκκλησία διατήρησε τὴν παράδοση καὶ τὴν ὀργάνωσή της μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς «πλήρους ἐπανακτήσεως» (15ος αἰώνας μ.Χ.), ὁπότε, δυστυχῶς, ἡ σχισματικὴ Ρώμη εἶχε πιὰ ἐπιβάλει παντοῦ στὰ ἐπανακτώμενα μέρη μαζὶ μὲ τὴ λατινικὴ παράδοση καὶ τὸ τυπικὸ καὶ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία της.

Καρπὸς τῶν διωγμῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀραβοκρατίας, ὑπῆρξε ἡ παρουσία πολλῶν Μαρτύρων. Ἡ Κορδούη, τόπος ἰσλαμικῆς λατρείας μὲ τὸ μεγάλο τέμενος τῶν χιλίων καὶ ἑνὸς κιόνων, πῆρε τὴν πρώτη θέση στὸ ἱσπανικὸ μαρτυρολόγιο τοῦ 9ου αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Εὐλόγιος εἶχε μελετήσει σὲ βάθος τοὺς Πατέρες, τὴν Παράδοση καὶ τὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως σύμφωνη μὲ τὰ ὅσα μελετοῦσε καθημερινὰ καὶ δίδασκαν οἱ Θεῖες Γραφές. Ἡ ἄσκηση, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία, καθάριζαν τὴν ψυχή του, ποὺ ἔλαμπε ὡς φωτεινὸς λύχνος διαλύοντας τὰ σκοτάδια τῆς ἀπιστίας. Τὸ ἔτος 850 μ.Χ. ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Οἱ Μαυριτανοὶ ἀγρίεψαν. Ὁδηγημένοι ἀπὸ ἕναν ἀποστάτη Ἐπίσκοπο συνέλαβαν καὶ ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς Κορδούης μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους. Μέσα στὴν φυλακὴ ὁ Εὐλόγιος ἔδινε θάρρος στοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἀντέξουν μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴ δοκιμασία. Τὰ λόγια του ἐκεῖνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, νὰ ὑποστοῦν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸ μαρτύριο, λίγο μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸ ἔτος 851 μ.Χ. Οἱ δύο παρθένες πέρασαν στὸ Ὀρθόδοξο Μαρτυρολόγιο ἀνώνυμα, ὅμως τὰ ὀνόματά τους τὰ γνωρίζει ὁ Ἀγωνοθέτης καὶ Στεφανωτής τους Χριστός. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος συνέταξε τὸ Συναξάριό τους, γιὰ νὰ προτρέψει καὶ τοὺς ἄλλους διωκόμενους Χριστιανοὺς νὰ τὶς μιμηθοῦν. Τὰ γραπτὰ καὶ προφορικά του κηρύγματα κράτησαν πολλοὺς Χριστιανοὺς στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τοὺς διεφύλαξαν ἀπὸ τὴν ἀποστασία καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα ὁ Ἅγιος συνέγραψε τρία βιβλία μὲ τὶς πράξεις καὶ τὸ τέλος τῶν Νεομαρτύρων τοῦ διωγμοῦ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς.

Ὅλα αὐτὰ συνετέλεσαν, ὥστε ὁ Εὐλόγιος νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ πιὸ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα τοῦ καιροῦ του καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἐκλέξει στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα τὸ ἔτος 858 μ.Χ. Ὁ νέος Ἐπίσκοπος Κορδούης, πρὶν ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του, πρὶν γίνει ἡ ἐνθρόνισή του, συνελήφθη καὶ πάλι καὶ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακή. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι περιέθαλψε καὶ ἔκρυψε μία νεαρὴ Χριστιανή, τὴν Λεωκρητία, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ ἀσπαστεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Εὐλόγιος κατηγορήθηκε ὄχι μόνο γιὰ ἀπαγωγή, ἀλλὰ καὶ γιὰ διαφθορὰ τῆς νεαρῆς Λεωκρητίας. Στὴν ἀπολογία του εἶπε πὼς κανεὶς ποιμένας δὲν ἀρνήθηκε τὴν συμπαράστασή του σὲ ὁποιοδήποτε μέλος τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀκόμη κάτι πιὸ σημαντικό: τὸ καθῆκον τοῦ ἱερέως τοῦ Χριστοῦ εἶναι νὰ διδάξει στοὺς πιστοὺς πὼς ἂν ἔχουν νὰ διαλέξουν μεταξὺ Θεοῦ καὶ γονέων, νὰ διαλέγουν τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος δὲν σταμάτησε ἐκεῖ. Πρότεινε στὸν Μουσουλμάνο δικαστὴ νὰ συζητήσουν, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει τὴν ἀπάτη τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ.

Ὁ Ἅγιος, μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁδηγήθηκε στὸ συμβούλιο τῆς αὐλῆς τοῦ κατακτητοῦ βασιλέως καὶ ἐκεῖ συνέχισε πάλι, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρρησία, τὴ χριστιανικὴ ἀπολογητική του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ καταδικαστεῖ σὲ θάνατο διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Στὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος δέχθηκε, ὅπως καὶ ὁ Κύριός του στὸν δρόμο πρὸς τὸν Γολγοθά, ἕνα ράπισμα ἀπὸ ἕναν εὐνοῦχο τῆς συνοδείας τῶν δημίων του. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔστρεψε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Ὁ ἄπιστος κτύπησε καὶ πάλι γιὰ δεύτερη φορά.

Στὴν συνέχεια, σιωπηλὰ πάντοτε καὶ προσευχόμενος γιὰ τοὺς διῶκτες του καὶ τὸ λαό του, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ δημίου. Πλῆθος Ἀγγέλων ὁδήγησε τὴν ψυχή του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ ἔτος 859 μ.Χ.
Ἡ Λεωκρητία ἀποκεφαλίσθηκε τὴν ἑπόμενη Τετάρτη, ὅπως διασώζουν τὰ Συναξάρια καὶ πρόσθεσε ἕνα ἀκόμη στέφανο δόξας στὸ Μαρτυρολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἱσπανικῆς Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεοφανὴς ὁ ἐν Διϊπίῳ 

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα ἤκμασε ἐπὶ Ἰωάννου Α’ τοῦ Τσιμισκῆ (969 – 976 μ.Χ.), κατὰ δὲ τὸν Κώδικα τῆς Βιέννης ἐπὶ Ρωμανοῦ καὶ Κωνσταντίνου τῶν Πορφυρογέννητων (956 – 963 μ.Χ.). Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὸν Λαυρεωτικὸ Κώδικα.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος εἶχε γυναίκα καὶ παιδιά, τὰ ὁποία ἐγκατέλειψε καὶ περιφερόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἀπὸ τὶς πόλεις στὴν ἔρημο, ταλαιπωρούμενος καὶ κακουχούμενος. Κατὰ τὶς τελευταῖες ἑπτὰ ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατέφυγε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Διΐπιον, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τότε ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εὐτρέπισαν γιὰ τὴν ταφή, εἶδαν μὲ ἔκπληξη ὅτι στὸ σῶμα του εἶχε δεμένα βαρύτατα σίδερα, ἀπὸ τὰ ὁποία καταδαπανήθηκε ὅλο του τὸ σῶμα. Ἀφοῦ κατενόησαν ἀπὸ αὐτό, ὅτι πρόκειται περὶ ἀσκητοῦ ἀνδρός, κατασκεύασαν λίθινη λάρνακα καὶ τὸν ἐνταφίασαν στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ του ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποίησε πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν σὲ αὐτὸν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου εἰς Κωνσταντινούπολη

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου, τιμᾶται στις 31 Ὀκτωβρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἐπιμάχου μετεκομίσθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ βασίλισσα Ἄρτης 

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1210 πιθανότατα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καὶ ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικὰ στὸ Διδυμότειχο προσέφερε πολλὲς καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες στὴν αὐτοκρατορία καὶ τιμήθηκε μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τὸν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καὶ ἦταν διοικητὴς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας.

Κοντὰ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ πρῶτο φωτεινὸ παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα ποὺ θὰ χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καὶ στὴν δική τους ζωή.

Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχε καταλάβει τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐπέκτεινε τὸ κράτος του μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη.

Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὰ Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντικὴ πόλη μὲ στρατηγικὴ θέση τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια της ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα της Ἑλένη καὶ μαθαίνει καλὰ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μητέρα της ὅτι τὰ ἀληθινὰ κοσμήματα ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη, ποὺ μὲ τὸν δικό της ἀγώνα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν καὶ στὴ δική τους ζωή.

Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τὸν Μιχαὴλ Β’, ποὺ στὸν δρόμο του γιὰ τὴν Ἄρτα τὴν συναντᾶ στὰ Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.

Τὴν ζητὰ ἀμέσως σὲ γάμο, ὁ ὁποῖος καὶ τελεῖται μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα στὰ Σέρβια τὸ ἔτος 1230. Μὲ λαμπρὴ καὶ μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στὴν Ἄρτα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ λίγο Δεσπότης.

Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρὴ προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ φιλόδοξο, ἀρχίζει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρὰ δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἔνδοξη θέση ποὺ ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρὰ τὴ νεότητά της, τράπηκε σὲ ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τρυφηλὴ ζωή. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰὼβ μοναχός, τώρα πιὸ πολὺ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει νὰ ζεῖ μὲ πιὸ πολλὴ ἀρετὴ καὶ σωφροσύνη, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ ἀοργησία καὶ συμπάθεια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πραότητα καὶ γενικά, ὁλόψυχα νὰ δίδεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινὸς ἐπάνω στὴν λυχνία ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στὸν Χριστό.

Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμὲς τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς Θεοδώρας καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποτάξει τὴν ἴδια, ρίχνει τὰ φαρμακερὰ βέλη του ἐναντίων της μὲ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαὴλ παρασύρεται σὲ πορνεία καὶ ἀκολασία ἀπὸ μία Ἀρτινὴ ἀρχόντισσα, τὴν Γαγγρινή. Αὐτὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νὰ σκλαβώσει ψυχικὰ τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ βάλει μίσος ἄσπονδο στὴν καρδιά του, ἐναντίων τῆς καλῆς καὶ Ἁγίας συζύγου του. Μὲ τὴν ἐντολή του πρὸς ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καὶ συμπαράσταση πρὸς τὴν Ἁγία καὶ ὁρίζει αὐστηρὰ νὰ μὴν κάνουν λόγο γι’ αὐτὴν στὰ ἀνάκτορα, οὔτε τὸ ὄνομά της κὰν νὰ προφέρουν στὰ χείλη τους.

Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποὶ τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στὴν δόξα καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δὲν παρασύρθηκε καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα μέσα στὴν φουρτουνιασμένη συζυγικὴ ζωὴ ἡ Θεοδώρα δὲν κάμφθηκε καὶ δὲν λιποψύχησε, ἀλλὰ φάνηκε πιὸ πολὺ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.

Στὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Παρὰ τὶς συκοφαντίες καὶ τὸν διωγμό της ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἑκούσια μόνωσή της.

Χωρὶς καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μὲ τὴν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυο ἤδη – τὰ ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζὶ μὲ τὸν πρωτότοκο υἱό της, τὸ Νικηφόρο, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στὸ κρύο καὶ στὴν ζέστη, στὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, στὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καὶ κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καὶ γκρεμοὺς ἀποφεύγοντας τὴν μανία τοῦ ἄνδρα της.

Στὴν μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριὰ κοντὰ στὸν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα ποὺ μάζευε λάχανα, γιὰ νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὸ μικρό της παιδί, τὴν συναντᾶ ὁ ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ μάθει ποιὰ εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιὰ λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στὸ σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ ὅσο καὶ ἂν σπιλώνονται, ὅσο καὶ ἂν παραθεωροῦνται, δὲν ἀργοῦν νὰ φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ Δούκα Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τὴν Γαγγρινὴ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ ἀλλάξει ζωή.

Ὁ Μιχαὴλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καὶ ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νὰ βροῦν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὴν Θεοδώρα.

Πράγματι μὲ πολλὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη, μὲ ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα ὑποδέχεται τὴ νόμιμη καὶ μόνη κυρία καὶ βασίλισσα στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴ ζωή του.

Ὁ Μιχαήλ, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ σὲ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τὴν σεβάσμια καὶ περικαλλὴ μονὴ τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στὴ βόρεια καμάρα ἐξωτερικὰ ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς μετάνοιάς του, τὴν ὁποίας τὸ πανομοιότυπο καὶ τὴ μεταγραφὴ ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:

 

«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.

Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».

 

Κατὰ τὴν παράδοση καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τὴ μονὴ Παντανάσσης, κοντὰ στὴν Φιλιππιάδα καὶ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὸ Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».

Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαὴλ χαρίζει προνόμια καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ φορολογία ναοὺς καὶ μονὲς τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τοὺς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καὶ μὲ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στοὺς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μὲ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τὴ νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τὸ μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, ποὺ βρισκόταν στὴν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπὸ «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».

Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σὲ πολλὲς μονὲς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στὶς Ἁγιορείτικες μονὲς τοῦ Δοχειαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καὶ τὸ κράτος λαμπρύνονται μὲ ἔργα πίστεως καὶ φιλανθρωπίας γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ἔρχονται στὴν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Ἄννα.

Δυναμωμένη ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγὸς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καὶ μετέχει ἐνεργὰ πλέον στὴν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καὶ βάζοντας τὴν προσωπική της σφραγίδα στὴν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στὰ ἔργα εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθεῖ τὶς πολεμικὲς περιπέτειες καὶ ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τὸ ἔτος 1234 ἐνισχύουν τὴν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μὲ τὴν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τὸ 1259 – 60, μὲ τὴν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαὴλ Β’ στὴν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στὴν Βόνιτσα, Λευκάδα καὶ Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).

Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καὶ ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν λατινικὴ προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τὴν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τὸ Δεσποτάτο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε κρατήσει αὐστηρὴ ὀρθόδοξη πολιτικὴ ἐπὶ Θεοδώρου Δούκα καὶ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικὰ καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φιλενωτικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καὶ ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτικὴ τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρὰ καὶ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξη. Ὅταν δὲ τὸ ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἑνωτικὸς Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ βρίσκουν προστασία στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σὰν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καὶ τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τὸ ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στὶς Νέες Πάτρες (σημερινὴ Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καὶ ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.

Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ – τὴν διαφύλαξη δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μὲ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπεισέρχονται σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, στὸν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τὴν Ἄννα τὴν νυμφεύει μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καὶ τὴν Ἑλένη μὲ τὸν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καὶ φανατικὸ ἐχθρὸ τοῦ Πάπα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νὰ θέσει φραγμὸ στὰ σχέδια τῶν παπικῶν γιὰ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἔγιναν, νὰ ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίων τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, τὸ ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τὸ μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ὑγροσκότεινο καὶ ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπὸ τὶς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τὰ διδάχθηκε καὶ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πεθαίνει σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.

Οἱ προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Μιχαὴλ Β’ καὶ Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια ποὺ ἐπιχειρήθηκε, νὰ δοθεῖ δηλαδὴ ὡς σύζυγος στὸν υἱὸ τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τὸν Ἐρρίκο, βρῆκε τὴν Ἑλένη ἀντίθετη, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νὰ προδώσει τὴν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του, οὔτε μὲ τὴν συγκατάθεσή της σὲ τέτοιον γάμο νὰ ἐνισχύσει τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καὶ Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Δεύτερος σημαντικὸς στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καὶ ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τὴν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τὰ δύο σημαντικὰ κράτη, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σὲ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβὲς καὶ πόλεμο μεταξύ τους.

Ἔτσι, τὸ ἔτος 1249, ταξιδεύει στὴ Νίκαια μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο, τὸν ὁποῖο μνηστεύει μὲ τὴν Μαρία, ἐγγονὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τὸν Ἕβρο καὶ τελικὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μὲ λαμπρότητα στὴ Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανὸ (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στὸ Βολερό, «εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.

Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καὶ ἀφοῦ ἑόρτασαν τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νίκαια.

Μέσα ὅμως σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό τους στὴν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.

Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως μὲ τὴν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τὴν ἀνεψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαὴλ Η’. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τὴν ἀνεψιά του μὲ λαμπρὴ συνοδεία στὴν Ἄρτα, ὅπου τὸ ἴδιο ἔτος γίνονται καὶ οἱ γάμοι.

Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολλὲς ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τὴν ζωή της στὴν προσπάθεια νὰ ξεπεραστοῦν τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».

Μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαὴλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.

Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στὸ μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινὴ μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητικὴ καὶ τὸ πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τὸ βάρος τῶν πόνων καὶ τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καὶ ἡμέρα στὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα της μὲ νηστεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ προθυμία τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιβομένους. Φροντίζει γιὰ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν καὶ μοναστηριῶν καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στοὺς Ὁσίους ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς πρὸς τοὺς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο περὶ τὰ ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχὴ μὲ ὅλη τὴν Σύγκλητο πῆγε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τὸ ἁγιασμένο του λείψανο καὶ μὲ ἐντολή της κτίσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρὸς ναΐσκος καὶ λάρνακα πρὸς τιμήν του.

Ὁ ναὸς καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μὲ τὶς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καὶ τὶς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπὸ λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῶν ἀνακτόρων.

Ἔφθασε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Θεοδώρα τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στὴν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς Ἁγίους. Θερμὰ παρακαλεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νὰ μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.

Καὶ ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, συγκεντρώνει τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Γιὰ τελευταία φορὰ τὶς συμβουλεύει μὲ ἀγάπη καὶ τὶς καθοδηγεῖ πῶς νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτὴ ποὺ ἦταν τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ δίνοντας τὶς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τὸν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1281 – 1285 μ.Χ.
Τὸ ἅγιο καὶ χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σὲ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, ἦταν υἱὸς ἐνὸς ἱερέα τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς Ἄννας. Καθὼς εἶχε συλληφθεῖ μετὰ ἀπὸ χρόνια στειρότητας, οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Θεὸ πρωτοῦ γεννηθεῖ. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια, ἀφιερωμένος στὴν μελέτη καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν εἰσήχθη στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Βγιαζίσκι, κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Εὐθύμιος.

Ἔπειτα ἀσκήτεψε ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Βαρλαὰμ τοῦ Τσυτύν. Νωρίς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Συμεών, θαυμάζοντας τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου, τὸν διορίζει γενικὸ οἰκονόμο καὶ τὸ ἔτος 1429 ἐπιλέγεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως. Συνέχισε, παρ’ ὅλα αὐτά, νὰ ζεῖ αὐστηρὴ μοναστικὴ ζωὴ προσευχῆς καὶ μετάνοιας, παρέχοντας μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια βοήθεια στοὺς ἄπορους καὶ ἐπιδεικνύοντας καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία μὲ τὴν ἀνέγερση καὶ ἁγιογράφηση ναῶν, τὴν ἀντιγραφὴ ἱερῶν κωδίκων καὶ βιβλίων.

Λίγο καιρὸ προτοῦ πεθάνει ἔγραψε μία ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωνᾶ, ἐπικαλούμενος τὴ συγχώρηση γιὰ τὴ «μεγάλη ἀνυπόφορη ἀδυναμία» του στὸν κόσμο καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Βγιαζίσκι, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1458.
Ἡ ἁγιοποίησή του ἔγινε τὸ ἔτος 1547. Τὸ εἰκονογραφικὸ ἐγχειρίδιο τὸν ἀπεικονίζει «γκριζομάλλη, μὲ γενειάδα σὰν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ πιὸ ἀραιή, μὲ τὸν σκοῦφο καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ ἐνδυμασία, τὸ ὠμοφόριο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ἅγιος Παῦλος τσάρος τῆς Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Παῦλος (Πέτροβιτς), αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1754. Ἦταν υἱὸς τοῦ δολοφονηθέντος τσάρου Πέτρου Γ’ καὶ τῆς Αἰκατερίνης Β’, ἀλλὰ διατελοῦσε πάντοτε ὑπὸ τὴν δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἀναγνώρισε αὐτὸν ὡς υἱό του. Τὸ ἔτος 1773 νυμφεύθηκε τὴν πριγκίπισσα τῆς Ἕσσης – Δαρμστάτης καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, τὸ 1776, τὴν πριγκίπισσα Δωροθέα τῆς Βυρτεμβέργης.
Ὅταν στὶς 19 Νοεμβρίου 1796 διαδέχθηκε τὴν μητέρα του, ἄρχισε τὴν βασιλεία του διὰ τῆς ἀκυρώσεως τοῦ περὶ διαδοχῆς οὐκαζίου τοῦ Μεγάλου Πέτρου καὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κληρονομικῆς ἀρχῆς κατὰ τάξιν πρεσβειῶν ἀπὸ ἄρρενος πρὸς ἄρρενα. Ἐπιχείρησε, ἐπίσης, τὴ μεταρρύθμιση τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν, τὰ ὁποία εἶχαν διαταράξει οἱ διαρκεῖς πόλεμοι καὶ ἡ σπατάλη τῆς αὐλῆς. Οἱ διαταγὲς καὶ ἀποφάσεις του εἶχαν δυσαρεστήσει τὴν αὐλή του, ἡ δὲ Ρωσικὴ ἀριστοκρατία ἀποδοκίμαζε τὴν πολιτεία αὐτοῦ. Ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως κόμης Πάχλεν ἔγινε ἡ ψυχὴ τῆς συνωμοσίας. Τὴ νύχτα τῆς 23ης πρὸς τὴν 24η Μαρτίου 1801 εἰσῆλθαν στὸν κοιτώνα τοῦ τσάρου ἀξιωματικοὶ τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ξίφους ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Παῦλο νὰ ὑπογράψει πράξη παραιτήσεως. Ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε καὶ στραγγαλίσθηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

 

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Διδάσκαλος Ἐπίσκοπος Βράτσης τῆς Βουλγαρίας

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1739. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1813.
Ἡ Συνοδικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας στὶς 31 Δεκεμβρίου 1964.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Βλαδίμηρος Ἰβάνοβιτς Σεπέλεφ, γεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1840 στὸ Κίεβο ἀπὸ μία εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἦταν ἐκ γενετῆς μουγκός, θεραπεύθηκε ὅμως κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλάρετο, Ἐπίσκοπο Κιέβου († 19 Νοεμβρίου). Ἀπὸ βρέφος ἔλαβε ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡ μητέρα του τὸν δίδαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ γενναιοδωρία πρὸς τοὺς πτωχούς, τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.

Μὲ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἐστάλη ἀπὸ τὴν μητέρα του στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀπὸ τὸ 1853 ἔζησε ἐκεῖ ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, ρόλο σημαντικὸ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του ἔπαιξε καὶ ὁ Παρθένιος τοῦ Κιέβου.  Τὸ ἔτος 1857, πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, ὁ Βλαδίμηρος ἔγινε ἐπίσημα δεκτὸς ὡς δόκιμος στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Τὸ ἔτος 1872 ἔλαβε τὸ μικρὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος καὶ τὸν ἴδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ ἔτος 1875 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐξομολογήσεως στοὺς διάφορους ναοὺς τῆς Λαύρας.

Εἶχε τὴν φήμη τοῦ Προφήτου, ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὶς συκοφαντίες διαφόρων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν γιὰ κλέφτη, χωρὶς νὰ χάσουν τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἀποδώσουν σκανδαλώδεις λοιδορίες καὶ νὰ τὸν κυνηγήσουν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.

Γιὰ νὰ παύσουν ὅλα αὐτά, τὸ ἔτος 1891, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔφυγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ἴδια Λαύρα καὶ τὸ ἔτος 1895 στὴν ἔρημο τοῦ Γκολοσέεβο, ὅπου προσέτρεχαν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν πνευματικὲς συμβουλές, πιστοὶ ἀπὸ ὅλη τὴν Οὐκρανία, τὴν Ἁγία Πετρούπολη, τὴν Μόσχα, τὰ Οὐράλια, τὸν Καύκασο καὶ τὴν Σιβηρία. Ἀκόμα καὶ Ἐπίσκοποι, συγκεκριμένα οἱ Μητροπολίτες τοῦ Κιέβου, εἶχαν Πνευματικὸ τὸν Ἅγιο.

Στὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως ὁ Ὅσιος ἄφηνε πάντοτε τὰ ἴχνη τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Προκειμένου νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ὑπακοή, ἐνεργοῦσε μὲ ὅπλο τὴν προσευχή. Εἶχε τὴν φήμη τοῦ φλογεροῦ ἱεροκήρυκα καὶ εἶχε ἐπιδοθεῖ σὲ ἀναρίθμητα ἔργα φιλανθρωπίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1917 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο Γκολοσέεβο. Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο ἐκφράστηκε ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του καὶ ὁ τάφος του παρέμεινε πόθος προσκυνήματος ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ σκληρὰ χρόνια τῶν διωγμῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr