Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο στὰ μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο μεγάλωνε, δὲν κατάφερε νὰ σκληρύνει τὴν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψλμ.7, 10) Θεοῦ καὶ ἔτσι ὁ ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς, ἔγινε χριστιανός.

Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νὰ σταδιοδρομήσει στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό, στὸ ἱππικὸ τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας του ἦταν στὸ Κοτυάειον (σημερινὴ Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνὰς διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴν φρόνησή του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἀνδρεῖο του φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στὸ κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.

Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ παλαιὸς κόσμος ἀκόμη δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτοκαταστροφικὰ προσκολλημένος στὴν φθορὰ καὶ τὸ σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καὶ πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 14). Ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξαν διωγμὸ ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμὸ ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπὸ τὸ 303 ἕως τὸ 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ τυραννοῦν τοὺς χριστιανοὺς προσπαθώντας νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μηνᾶς κλήθηκε νὰ πεῖ «τὸ μεγάλο ναὶ ἢ τὸ μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ νίκησε τὴν κοσμικὴ «σύνεση» καὶ λογική.

Ὁ Ἅγιος δὲν ἄντεξε, πέταξε στὴν γῆ τὴν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη – διώκτη τῶν χριστιανῶν, καὶ διέφυγε στὸ παρακείμενο ὄρος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τὴν συντροφιὰ τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11, 38), ἔζησε ἐπὶ ἀρκετὸ διάστημα μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τὴν καρδιά του ἀνάβοντας τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.

Ἔτσι, σὲ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στὴν πόλη, σὲ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καὶ μὲ παρρησία, ἐν μέσῳ τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, μυκτηρίζοντας τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δερόμενος μπροστὰ στὸν Πύρρο, τὸν διοικητὴ τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μὲ θάρρος, ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά του, τὴν καταγωγή του, τὸ στρατιωτικό του παρελθὸν καί, φυσικά, διεκήρυξε μὲ τόλμη καὶ ἀταλάντευτη ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετὰ τὸ πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τὸν παρουσίασαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τοὺς θεοὺς καὶ μάλιστα μπροστά του καὶ ὅτι λιποτάκτησε ἀπὸ τὸν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες χωρὶς δισταγμό.

Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στὴν ἀρχὴ τὴν ἡλικία καὶ τὴν εὐκοσμία του, προσπάθησε μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴν συνέχεια, νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν σταθερὴ ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τὸν μαστίγωσαν τόσο πολὺ ὥστε ἄλλαξαν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς οἱ μαστιγωτές του. Τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔγδερναν μέχρι ποὺ ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τὸ καταπληγωμένο τοῦ σῶμα μὲ τρίχινο ὕφασμα καὶ στὸ τέλος τὸν ἔσερναν γυμνὸ καὶ κατακρεουργημένο πάνω σὲ μεταλλικὰ ἀγκάθια. Ὅλα τὰ ὑπέμενε μὲ γενναιότητα καὶ καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ Εὐαγγελικὸ «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10, 28).

Μάλιστα, τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοὶ συστρατιῶτες του τὸν προέτρεπαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θὰ τὸν δικαιολογήσει βλέποντας τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ τοὺς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ ὑπομένει τὶς πληγές.

Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τὴν εὐστοχία καὶ τὴν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τὸν ρώτησε ἀπορρημένος πὼς εἶναι δυνατὸν ἕνας τραχὺς στρατιώτης σὰν αὐτὸν νὰ μπορεῖ νὰ ἀπαντᾶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴν χαρίζει στοὺς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πὼς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ’ 11 – 12).

Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νὰ ζητήσει ἀπὸ κάποιους κρυπτοχριστιανοὺς νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανό του στὴν Αἴγυπτο.

Ὁ ἀποκεφαλισμός του ἔγινε τὴν 11η Νοεμβρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καὶ ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε χαρούμενη πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸ τὸν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ κάψουν τὸ σῶμα του.

Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοὶ νὰ περισώσουν ἀπὸ τὴν πυρὰ τὸ μετέφεραν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ ἔθαψαν κοντὰ στὴν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατὰ τὴν παράδοση, ἡ καμήλα ποὺ μετέφερε τὰ λείψανα ἀρνούμενη πεισματικὰ νὰ προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.

Ἡ περιοχὴ τοῦ τάφου πολὺ σύντομα ἐξελίχθηκε σὲ προσκυνηματικὸ – λατρευτικὸ κέντρο.

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναὸ πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακὸ συγκρότημα τὸ ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστῆρι, ξενῶνες καὶ ἄλλες ἐγκαταστάσεις.

 

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ

 

Κάποιος χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁδεύοντας γιὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἔχοντας μαζί του ἀρκετὰ χρήματα, κατέλυσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος εἶδε τὰ ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπὸ ἀπληστία, σκότωσε τὸν προσκυνητή, τὸν διεμέλισε καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια του σὲ μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ἐνῶ σκεφτόταν ποὺ νὰ θάψει τὰ μέλη τοῦ θύματός του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ ἔγκλημα, καταφθάνει στὸ ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καὶ τὸν ρωτάει ἐπίμονα ποὺ βρίσκεται ὁ προσκυνητής. Ὁ ξενοδόχος τὸν διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του ξενώνα, βρίσκει τὴν σπυρίδα, τὴν φέρνει μπροστά του καὶ τὸν ρωτάει μὲ φοβερὸ καὶ ἄγριο βλέμμα νὰ τοῦ πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ νεκρός.

Τότε ὁ φονιὰς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καὶ τρέμων στὰ πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τὰ μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ προσκυνητὴ παραγγέλνοντάς του νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σὰν νὰ εἶχε ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ προσκύνησε τὸν Ἅγιο.

Μόλις ὁ φονιὰς συνῆλθε ἀπὸ τὸν τρόμο του καὶ σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τὰ κλεμμένα χρήματα καὶ τὰ ἐπέστρεψε στὸν προσκυνητὴ λέγοντάς του νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του.

Ἔπειτα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρὸς τὸν ξενοδόχο, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε, τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιὰ τὸ ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονὸς ποὺ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῶν δυὸ Ἀποστόλων κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς, μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’ 31).

 

Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἔταξε στὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στὸ ναό του. Παρήγγειλε λοιπὸν στὸν ἀργυροχόο δύο δίσκους καὶ τοῦ ζήτησε στὸν μὲν ἕνα νὰ γράψει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου στὸν δὲ ἄλλον τὸ ὄνομα τὸ δικό του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιὰ τὸν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπὸ ἀπληστία κινούμενος, δίχως νὰ ντραπεῖ τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπὸν στὴ θάλασσα, δείπνησε στὸ πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς εὐλάβεια τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νὰ πλύνει τὸν δίσκο στὴ θάλασσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ πέσει στὸ νερὸ καὶ νὰ βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νὰ πιάσει τὸν δίσκο, ἔπεσε καὶ αὐτὸς στὴ θάλασσα.

Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τὸ συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀπληστίας του καὶ τυπτόμενος ἀπὸ τὴν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεῖ ἔστω τὸ λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νὰ δώσει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν δεύτερο δίσκο, καὶ τὰ χρήματα ποὺ ἄξιζε ὁ χαμένος στὴ θάλασσα δίσκος. Ἀφοῦ βγῆκε στὴ στεριὰ περίμενε μὲ ἀγωνία στὴν ἀκρογιαλιὰ μήπως καὶ ἐκβρασθεῖ τὸ πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη. Καὶ ἐνῶ παρατηροῦσε τὴν θάλασσα, βλέπει τὸν μικρὸ νὰ βγαίνει ζωντανὸς ἀπὸ τὸ νερὸ κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου!

Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη τὴν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τὸ συμβάν, ρωτοῦσαν τὸν ὑπηρέτη, ποὺ τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτοὺς φοροῦσε στρατιωτικὴ στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρὸς καὶ ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς μὲ πῆραν μαζί τους ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ περπατώντας χθὲς καὶ σήμερα, μὲ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».

Ὁ κύριος του παιδιοῦ καὶ οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου ἀκούγοντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἐθαύμαζαν γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Β’ Τιμοθ. γ’ 7).

Οἱ τρεῖς ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρός) καὶ ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος).

Οἱ δυὸ τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπὸ σταύρωση καὶ ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του. Τιμῶνται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ τὴν 11η Νοεμβρίου.

 

Ἀκόμη ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἔλαβε χώρα τὸ 1826 στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, πόλη στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως τιμᾶται ὁ Ἅγιος. Τὸ 1821, μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ κατακτητὲς προχώρησαν σὲ σφαγὲς χιλιάδων ἀμάχων σὲ πολλὲς περιοχές. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν ἐπανάσταση ἦταν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης. Μεταξὺ τῶν χιλιάδων θυμάτων ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κρήτης, οἱ Ἐπίσκοποι Χανίων, Κνωσοῦ, Χερσοννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐσφάγησαν, τὴν 24η Ἰουνίου 1821, στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Μάλιστα ὁ ἱερουργῶν ἱερέας ἐσφάγη πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1826, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου σχεδίαζαν νὰ προβοῦν σὲ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάλι στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 18 Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας γιὰ νὰ πιάσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπροετοίμαστους. Γιὰ ἀντιπερισπασμὸ ἔβαλαν φωτιὰ σὲ διάφορα ἀπομακρυσμένα σημεῖα τῆς πόλης, ἐνῶ ὁπλισμένα στίφη εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ ἀρχίσουν τὴν σφαγή.

Μόλις ὅμως ἄρχισε ἡ ἀνάγνωση ἐμφανίσθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης ἡλικιωμένος ἱππέας ποὺ ἔτρεχε γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ κραδαίνοντας τὸ ξίφος του καὶ κυνηγώντας τοὺς ἐπίδοξους σφαγεῖς οἱ ὁποῖοι τράπηκαν πανικόβλητοι σὲ φυγή. Ἔτσι σώθηκαν οἱ πολύπαθοι Χριστιανοὶ τοῦ Ἡρακλείου ἀπὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο.

Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ὁ καβαλάρης ἦταν μουσουλμάνος πρόκριτος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Διοικητὴ τῆς πόλης γιὰ νὰ ματαιώσει τὴν σφαγή. Ὅταν διαμαρτυρήθηκαν στὸν Διοικητή, αὐτὸς τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτε καὶ μάλιστα διαπιστώθηκε ὅτι ὁ συγκεκριμένος πρόκριτος δὲν εἶχε βγεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κοινοποίησαν τὸ γεγονὸς στοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τότε οἱ Μουσουλμάνοι ηὐλαβοῦντο πολὺ τὸν Ἅγιο, προσφέροντας μάλιστα καὶ δῶρα στὸ ναό του. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺ Ἁγίου Μηνᾶ καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται στὸ Ἡράκλειο τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὁπότε καὶ ἐκτίθεται σὲ προσκύνηση, κατὰ τὸν ἑσπερινό, λείψανο τοῦ Ἁγίου.

 

«Μεταξὺ τῶν ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ ὁ Ὁσιώτατος πατὴρ Γεώργιος, ὁ Χατζή – Γεώργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά, μποροῦμε νὰ ποῦμε, καὶ μεγάλος Ἅγιος, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή μας», γράφει ὁ Γέρων Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.

Ὁ Γέρων Χατζή – Γεώργης (1809 – 1886), «ὁ μέγας καὶ περιβόητος ἀσκητής», ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια ἔμενε στὴν Κερασιά, στὸ μεγάλο Κελὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ Ἁγίου Μηνᾶ, ὡς ὑποτακτικός του Πάπα – Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ ὡς Γέρων τῆς Συνοδείας ἀπὸ τὸ 1848 καὶ ἔπειτα. «Κάποτε, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρο, κατὰ λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ.

Στάθηκε τότε ὁ Ἅγιος ἐνώπιόν του, ἔβαλε τὸ χέρι στὸν λαιμό του καὶ ἔβγαλε τὴν βελόνα».

 

Τὸ 1942, κατὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὑπὸ τὸν Ρόμμελ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα στὴν Ἀφρικὴ εἶχαν καταφέρει νὰ προελάσουν τόσο ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ φθάσουν στὴν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν (ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ), ὅπου βρίσκονταν τὰ ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἴσως καὶ ὁ τάφος του, οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση ἡ ὁποία θὰ ἔκρινε τὸ ἂν οἱ σύμμαχοι θὰ κατάφερναν νὰ παραμείνουν στὴν Ἀφρική.

Μεταξὺ τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων βρισκόταν καὶ ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία πῆρε μέρος στὴ μάχη. Ἕνα ἀπὸ τὰ βράδια ἐκεῖνα, πολλοὶ στρατιῶτες εἶδαν τὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του ὁδηγώντας ἕνα καραβάνι μὲ καμῆλες, ὅπως ἀπεικονίζεται σὲ μία ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ του, καὶ νὰ μπαίνει μέσα στὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων.

Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ κατατρόμαξε τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὑπονόμευσε καίρια τὸ ἠθικό τους, πράγμα ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴ νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων. 
Σὲ ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ τόπος ἐκεῖνος καὶ ξανακτίσθηκε ὁ ναὸς καθὼς καὶ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τοὺς μεγίστους ἀγῶνας τοῦ μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ἀνύσας Μεγαλομάρτυς Μηνᾶ, οὐρανίων δωρεῶν λαμπρῶς ἠξίωσαι, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἐκ Θεοῦ ἀναδειχθείς, προστάτης ἡμῖν ἐδόθης, καὶ βοηθὸς ἐν ἀνάγκαις, καὶ ἀντιλήπτωρ ἐναργέστατος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῆς στρατείας ἥρπασε τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.

 

Ἕτερον Κοντάκιον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.

Φύλαξ καὶ θερμότατος ἀρωγός, πέλων Ἀθλοφόρε, τῶν καλούντων σε ἐν παντί, πλήρου τὰς αἰτήσεις, Μηνᾶ θαυματοβρύτα, τῶν πόθῳ ἐκζητούντων, τὴν σὴν ἀντίληψιν.

 

 

Ἕτερον Μεγαλυνάριον τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.

 

Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Μεγαλομάρτυρας 

Ἀνήκει στὸ μαρτυρικὸ χορό, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τοῦ πότισε τὸ ζωηφόρο δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης τὸν δεύτερο αἰώνα μετὰ Χριστόν, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος (160).

Οἱ ὑπηρεσίες τοῦ ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου, εἶχαν σὰν στάδιο τὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ὁ Βίκτωρ ἔτρεχε σὲ διάφορες πόλεις καὶ ἔσπερνε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας.

Συλλαμβάνεται γι’ αὐτὸ καὶ ἐκβιάζεται νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν λύγισε, τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.
Ἔτσι παρέδωσε τὴ γενναία καὶ ἅγια ψυχή του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.

Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Βικέντιος γεννήθηκε στὴν Οὐέσκα τῆς Ἱσπανίας καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀφιερώθηκε στὰ γράμματα. Ψυχὴ φλεγόμενη ἀπὸ τὴ θεία φλόγα προσεκολλήθει, ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια, στὸν ἐπίσκοπο τῆς Σαραγόσης, Οὐαλέριο. Ὁ Οὐαλέριος ἐκτιμώντας τὴν ἁγνότητα, τὴ σύνεση καὶ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο τοῦ Βικέντιου τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἴδιος, ἂν καὶ μορφωμένος πολύ, δὲν εἶχε τὴν εὐκολία τοῦ λόγου συχνὰ χρησιμοποιοῦσε τὸν Βικέντιο ὡς δάσκαλο τοῦ Θείου Λόγου. Γι’ αὐτό, συχνά, ὁ Οὐαλέριος, χαριτολογώντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος Βικέντιος εἶναι ἡ φωνή μου στὴν Ἐκκλησία.

Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁ Βικέντιος αὔξανε τὴν ἱκανότητα τοῦ λέγειν του, τὴν θερμότητα τοῦ ζήλου του καὶ τὴν ἀκούραστη προσπάθειά του νὰ προσελκύσει στοὺς κόλπους τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὰ περισσότερα βράδια τοῦ τὰ διέθετε γιὰ τὴν κατήχηση καὶ τὸν διαφωτισμὸ τῶν συνανθρώπων του.

Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ Δακιανός, ποὺ διετέλεσε διοικητὴς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, διέταξε καὶ ἔφεραν τὸν Βικέντιο δεμένο, στὴν Σαραγόση τῆς Βαλέντιας. Παρόλο τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μπροστὰ στὸν ἔπαρχο.

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο διατάχθηκε νὰ τὸν μαστιγώσουν μέχρι νὰ ματώσουν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἔδεσαν σὲ σιδερένια κλίνη, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν ἀναμμένη φωτιά.
Μὲ αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε ὁ Ἅγιος Βικέντιος τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.

Ἡ Ἁγία Στεφανίδα ἡ Μάρτυς 

Ἦταν γυναίκα ἐνὸς στρατιωτικοῦ στὴν Ἰταλία τὸ 160, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος. Στὸ μεταξὺ πέθανε ὁ ἄνδρας της καὶ ἔμεινε χήρα.

Αὐτὴ λοιπόν, χριστιανὴ ἀπὸ τοὺς προγόνους της ἀκόμα, βλέποντας τὸν Ἅγιο Βίκτωρα ὅτι βασανιζόταν ὑπερβολικά, τὸν μακάρισε γιὰ τὴν ἀνδρεία του.
Ἡ ἐκδήλωσή της αὐτὴ ὅμως, προκάλεσε τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα. Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστό, ἔδεσαν τὰ χέρια της στὶς κορυφὲς δυὸ δένδρων (φοινίκων), ποὺ μὲ τὴ βία λύγισαν, κατόπιν τὰ ἄφησαν ἐλεύθερα καὶ ὅπως μὲ ὁρμὴ ἐπανῆλθαν στὴν ἀρχική τους θέση, ἔσχισαν τὴν Ἁγία στὰ δυό, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν μακαριὰ ψυχῆ της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν τούτους δοξάσαντα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν, σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου, ἐγκωμιάσωμεν.

Ὁ Ἅγιος Δράκωνας ὁ Μάρτυρας 

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου. Ἀναφέρεται στὸν Κώδικα 76 τῆς Μεσσήνης, ὅπου λέγεται ὅτι ὑπῆρξε ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 304) καὶ Δεκίου, ἡγεμόνα Νικαίας, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀραύρακα.

 

Βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν ἄδικη σφαγὴ τόσων χριστιανῶν, ἀγανάκτησε καὶ παρουσιάστηκε αὐθόρμητα στὸν ἡγεμόνα Δέκιο καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ἀφοῦ, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ἔβρισε τοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. Τότε συνελήφθη, βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ρίχτηκε στὴ φυλακή.
Ἐπειδὴ ὅμως συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής ἡγούμενος Μονῆς Στουδίου

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 759 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης. Στὴν ἀνατροφή του, ἐξάσκησε μεγάλη ἐπιρροὴ ὁ θεῖός του Πλάτων, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης.

Ὁ Θεόδωρος ἔγινε μοναχὸς πρῶτα στὴ Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος (κοντὰ στὴν Προῦσα), ποὺ ἀνήγειραν οἱ γονεῖς του στὸ κτῆμα τους μὲ τὴν ὀνομασία Βοσκήτιον. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενος αὐτῆς, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε ὁ θεῖός του Πλάτων λόγω γήρατος.

Γιὰ τὴν ἀντίστασή του ὁ Θεόδωρος, στὸ γάμο τοῦ βασιλιὰ Κωνσταντίνου ΣΤ’ μὲ τὴ Θεοδότη, ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Στουδίου σὰν ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ τὴν ἀντίστασή του στὴν χειροτονία τοῦ Νικηφόρου ἀπὸ λαϊκὸ σὲ Πατριάρχη, ἐξορίστηκε μαζὶ μὲ τὸν θεῖό του Πλάτωνα (809). Ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ 812 στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ε’, ἐπειδὴ μὲ πολὺ θάρρος ὑπερασπίστηκε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα.
Πέθανε στὴν ἐξορία τὸ 826 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, στὴ χερσόνησο τοῦ Ἀκρίτα τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα. Τὸ δὲ σῶμά του, μετακομίστηκε στὴν Πριγκιπόννησο, ὅπου καὶ ἐτάφη. Ὕστερα δέ, ἐπὶ Πατριάρχου Μεθοδίου, τὸ 844 ἀνακομίστηκε στὴ βασιλεύουσα, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσὴφ τοῦ Θεσσαλονίκης καὶ ἐτάφη στὴ Μονὴ Στουδίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε· τοῖς ἱεροῖς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἀσκητικόν, ἰσάγγελόν τε βίον σου, τοῖς ἀθλητικοῖς, ἐφαίδρυνας παλαίσμασι, καὶ Ἀγγέλοις σύσκηνος, θεομάκαρ ὤφθης Θεόδωρε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας μυσταγωγέ, καὶ μονήρους βίου, μυστηπόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις ὁ ἐκτρέφων, τῇ δωρεᾷ τοῦ λόγου, Θεόδωρε παμμάκαρ, τοὺς προσιόντας σοι.

Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου». Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.

Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός. 
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες Ἀπόστολοι.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα.

Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»

Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας

Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος Ταρακίνης 

Διάσημος Ἰλλυριὸς ἀπὸ τὴ Σαβαρία τῆς Παννονίας, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν κακοποίησαν δημόσια καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πόλη.

Ὁπότε κατέφυγε στὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλὰ ἔπαθε καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ ἐπίσκοπο τῆς πόλης, Αὐξέντιο. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ νησὶ Γαλαρία (στὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος), ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ χόρτα.

Ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος Ταρακίνης καὶ διέπρεψε μὲ τὶς εὐαγγελικές του πράξεις. Ἔτρεφε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους καὶ ποίμανε θεοπρεπὼς τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου, βέβαια στὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Μαρτῖνος ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φρυγίας καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικός τοῦ Μαρτίνου αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του 

Αὐτοὶ ἦταν Πέρσες. Καὶ ὁ μὲν Μίλος, στρατηγὸς προηγουμένως, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε ἐπίσκοπος Τελεπόλεως (ὅπου ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὶς ὁπτασίες).

Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Βηθλαπὰτ ἐπίσκοπο Γεδδηγουπόλεως. Καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συνάντησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο.

Μετὰ δυὸ χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Περσία καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, ἀπὸ τὸν Βασιλίσκο Μισθοφάρη στὴν πόλη Μιλιγέρδα. Ἐκεῖ θανατώθηκε μὲ μαχαίρια καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς θανάτωσαν, ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν μὲ ξύλα καὶ πέτρες.
Ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης

Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. 

Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).

 

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. 

Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.

 

Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.

 

Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του. 

Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».

 

Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

 

Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου. 

Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».

Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».

 

Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».

 

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.

 

Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά. 

Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ. 

Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.

 

Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν. 
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν   Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.

Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.

Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.

Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).

Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.

Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ· ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον

Καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα

Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.

Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος

Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.

Οἱ Ἅγιοι Ὀνησιφόρος καὶ Πορφύριος οἱ Μάρτυρες

Σχίστηκαν οἱ σάρκες τους καὶ πέθαναν βαπτισμένοι στὰ αἵματά τους, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Καὶ οἱ δυὸ ὑπηρετοῦσαν σὲ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, ἀνήκαν στὴν ὁμάδα ποὺ ἀνίχνευε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας καὶ ἀνεύρισκε σώματα μαρτύρων, ποὺ ρίχνονταν στὶς χαράδρες. Τὰ μάζευαν καὶ τὰ παρέδιδαν νὰ ταφοῦν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, ὅμως, τοὺς ἀνακάλυψαν καὶ τοὺς συνέλαβαν. Κατόπιν τοὺς ἐξεβίασαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔμειναν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς ἁγίας πίστης στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ ἐπικείμενα μαρτύρια. Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔσυραν μὲ δυνατὸ καλπασμό, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ πέτρες. Ὅταν τὰ ἄλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες δρόμου, τὰ σώματα τῶν μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στὸ αἷμα. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναίκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδὴ τὴν γυναίκα, ποὺ εἶναι ἡ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, νὰ μεθάει ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν χριστιανῶν, ποὺ καταδίωκε, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλα ὁ Θεὸς «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅμως, ὁ Θεός, ἔκρινε καὶ καταδίκασε τὴν πόρνη, τὴ νοητὴ Βαβυλώνα, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷμα τῶν δούλων του, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὰ χέρια της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ὄνησιν, ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινὲ καὶ Πορφύριε· ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρὸς τὴν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι τροπαιοφόροι, ἐν ἀθλήσει ὤφθησαν, Ὀνησιφόρος ὀ σοφός, σὺν Πορφυρίῳ κραυγάζοντες· Χριστῷ συμπάσχειν ζωῆς ἐστι πρόξενον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὄνησιν πηγάζει τὴν ἀληθῆ, ὑμῶν ἡ πρεσβεία, ὥσπερ κρήνη ὑπερχειλής, τοῖς ὑμῶν αἰνοῦσιν, Ὀνησιφόρε Μάρτυς, μετὰ τοῦ Πορφυρίου, τὰ κατορθώματα.

Ἡ Ὁσία Ματρῶνα

Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450 – 457) καὶ Λέοντα Θρακὸς ἢ Μακέλλη (457 – 474). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς.

Σὲ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε μὲ κάποιον Δομέτιο (κατ’ ἄλλους Δομετιανό), μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε μία κόρη καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακὸς ἦλθαν οἰκογενειακὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ μία εὐσεβὴ γυναίκα, τὴν Εὐγενία, καὶ σύχναζε στοὺς ἱεροὺς ναούς, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴν λατρεία τοῦ θείου.

Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, καὶ τὴν κόρη της ἀφοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στὴ Μονὴ τοῦ Βασιανοῦ, μεταμφιεσμένη μὲ τὸ ὄνομα Βαβύλας. Ἄλλα καταζητούμενη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της καὶ ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ φύλο της, στάλθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ γυναικεία Μονὴ τῶν Ἱεροσολύμων.

Κατόπιν ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκει καὶ πολλὰ μέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριὰ πλέον, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ ἰδιαίτερο μέρος (τῆς Ματρώνης ὀνομαζόμενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε Μονή, στὴν ὁποία μαζεύτηκαν ἀρκετὲς μοναχές.
Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἔζησε μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ πνευματικὴ τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρῶνα θεόπνευστε· σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπῳ· διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. 
Ἀνδρικῷ ἐν σχήματι, μέσον ἀνδρῶν συμβιοῦσα, τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα, ἀνδρεῖον ἔδειξας Μῆτερ· ἔτρεψας, τὰς τῶν δαιμόνων φαλαγγαρχίας· εὔφρανας, τὰς τῶν Ἀγγέλων χοροστασίας, μεθ’ ὧν πρέσβευε Ματρῶνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τρωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, συζύγου τὸν πόθον, ὑπερέδραμες εὐπετῶς, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐπλούτησας τὴν χάριν, Ματρῶνα μακαρία, λαμπρῶς βιώσασα.

Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία 

Μοναχὴ ἐνάρετη ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (816). Παιδὶ ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀνατράφηκε σὲ παρθενῶνα τῆς πόλης.

Κάποια μέρα πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σὲ μία κοντινὴ κωμόπολη. Τότε συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς κωμόπολης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τῆς Κρήτης καὶ μεταφέρθηκε μὲ τοὺς ἄλλους αἰχμαλώτους στὴν Πάρο γιὰ πώληση. Ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, ὅπου καὶ παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη μὲ χόρτα. Ἀνακαλύφθηκε τυχαῖα ἀπὸ ἕναν κυνηγό, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ παράκλησή της, ἔφερε σ’ αὐτὴν τὰ θεία μυστήρια.
Ὅταν δὲ κοινώνησε τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, πέθανε καὶ τάφηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο κυνηγό. Γιὰ τὴν Ὁσία αὐτή, ὑπάρχει καὶ μία διήγηση τοῦ μονάχου Συμεὼν τοῦ Πάριου, ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ αὐτὴ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας καὶ εἶναι ἐντελῶς φανταστική.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖόν σε κέκτηται, τοῖς δὲ ἀγῶσί σου, Πάρος ἡγίασται, καὶ τῷ σῶ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοῖς βοῶσί σοι Μῆτερ· χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον

Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον

Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν.

Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα

Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα·
Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.

Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα 

Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα ἔζησαν τὸν πέμπτο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιου.

Ἡ Εὐσταλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Οἱ γονεῖς της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἰδιαίτερα εὔποροι. Ἔτσι μετὰ τὸν θάνατό τους ἀπέκτησε ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία διέθεσε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Ἀφοῦ ὑπηρέτησε στὴν Ρώμη τὶς κόρες ποὺ χρειάζονταν βοήθεια διότι εἶχαν πέσει σὲ παραπτώματα, μετέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστὴ γιὰ τὶς εὐεργεσίες της καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Γι’ αὐτὸ πολλὲς νέες τὴν ἐπισκέπτονταν στὴ Μονή, ποὺ τὴν φιλοξενοῦσε. Μία ἀπὸ τὶς νέες αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Μαυρίκιου, ἡ Σωπάτρα.
Ἡ Σωπάτρα, προτίμησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀπὸ τὰ πλούτη τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτσι μόνασε δίπλα στὴν Εὐσταλία. Πρώτη ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο ἡ Εὐσταλία, τὸ ἔργο τῆς ὁποίας συνέχισε ἄξια ἡ Σωπάτρα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς 

Πατρίδα του ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886 – 912). Νεότερη ὅμως ἐκδοχὴ (1931), λέει ὅτι ὁ Συμεὼν ἔζησε στὰ χρόνια του Δούκα Παραπινάκη (1071 – 1078), ποὺ μᾶλλον εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη. Προηγουμένως ὀνομαζόταν Νικήτας Παφλαγῶν καὶ λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς καὶ σοφίας πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Μαγίστρου καὶ Λογοθέτου. Τὸ κυριότερο ἔργο του, ἦταν ἡ ἐκκαθάριση τῶν ἀρχαίων ἁγιολογικῶν ὑπομνημάτων καὶ ἡ παράστασή τους σὲ ὁμαλότερο ὕφος. Ἀπ’ αὐτὸ λένε, ὅτι πῆρε τὴν ὀνομασία Μεταφραστής, ποὺ μᾶλλον δὲν φαίνεται καὶ τόσο πιθανό. Ἴσως νὰ ἦταν μεταφραστὴς ξενόγλωσσων ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίθετο.

Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μοναχός, ἀλλὰ ὁ φίλος του Ψελλός, ποὺ ἔγραψε ἐγκώμιο καὶ Ἀκολουθία σ’ αὐτόν, δὲν ὑπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Ἔζησε ὀσιακὰ καὶ ἔγραψε πολλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μάρτυρας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λιθοξόου. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό, διότι σχετιζόταν καὶ μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο.

Ἐκεῖ βρῆκε τὸν εὐσεβὴ ἀναχωρητὴ Τιμόθεο καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἔζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα αὐτοῦ, κατέβηκε στὸ χωριό του καὶ σὲ στιγμὴ ἱερῆς ἀγανάκτησης συνέτριψε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων.

Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, ὅπου παρακάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ὅσιο (τὸ ὄνομά του εἶναι αὐτό) καὶ πῆρε τὴν ἄδεια νὰ κτίσει Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε τὴν οἰκοδομή, τὸ ἔμαθαν οἱ συγχωριανοί του εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νύχτα καὶ μὲ ξύλα τὸν θανάτωσαν μὲ τὸν πιὸ ἄσπλαχνο τρόπο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Χριστόφορος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ναρσὴς καὶ Ἀρτέμωνας οἱ Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ὁ Ναρσὴς ἦταν Πέρσης καὶ ἴσος νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 9ης Δεκεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Βραχύσωμος ἢ Κολοβὸς

Καταγόταν ἀπὸ τὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου καὶ ὀνομάστηκε Κολοβὸς ἐπειδὴ ἦταν κοντὸς σωματικά.

Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας του καὶ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του.
Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουμε ἀρκετὲς σοφὲς συμβουλές του. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος κτήτορες τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν θεῖος τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Εὐθύμιος λοιπόν, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν γνώριμος καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἡγούμενου τῆς Μεγίστης Λαύρας.

Στὴν ἀρχὴ οἰκοδόμησε Μονύδριο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ πειρατὲς τὸ κατέστρεψαν καὶ ὁ ἴδιος μετὰ βίας σώθηκε. Τότε ἦλθε στὴν τοποθεσία ποὺ σήμερα βρίσκεται ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ οἰκοδομεῖ πάλι Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἅγιου Νικολάου. Κοντὰ δὲ στὸν ναὸ ἔκτισε καὶ κελιά.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦλθε καὶ ὁ ἀνεψιός του, ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ πέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ἡσυχία, ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.

Ὁ δὲ ἀνεψιὸς τοῦ Νεόφυτος, ἦταν γιὸς δούκα στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννη Τσιμισκὴ (963 – 976). Ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε πρῶτο γραμματέα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ θεῖος τοῦ ἦταν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἡγούμενος στὴ Μονὴ Δοχειαρίου, ἀγάπησε νὰ ἔλθει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ ἀφιέρωσε ὅλα του τὰ χρήματα σ’ αὐτήν. Πράγματι, ἔκτισε μεγαλύτερη ἐκκλησία, φρούριο στὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν μοναχῶν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενίας καὶ ἥσυχα ἀπεβίωσε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα γιορτάζει τὴν Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, καθὼς καὶ τῶν ὑπολοίπων Ἀσωμάτων καὶ Οὐρανίων Ἀγγελικῶν Ταγμάτων. Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀναφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα τὴν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τοὺς ἐπικεφαλεῖς τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.

Συγκεκριμένα, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἐμφανίσθηκε στὸν Ἀβραὰμ γιὰ νὰ σώσει τὸν Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖο ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλησε νὰ δοκιμάσει ἔτσι τὴν πίστη τοῦ δούλου του Ἀβραάμ, στὸν Λῶτ, γιὰ νὰ τὸν σώσει ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ καταστρέψει τὰ Γόμορα, στὸν Πατριάρχη Ἰακώβ, στὸν μάντη Βαρλαάμ, στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἐπίσης ὁ Μιχαήλ, ἦταν αὐτὸς ποὺ ὁδήγησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ στὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Οἱ ἅγιες Γραφὲς ἀναφέρουν ἀκόμη πολλὰ θαύματα, τὰ ὁποία ἐπιτέλεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ.
Ὁ δὲ Γαβριὴλ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀνήγγειλε στὴν Παρθένο Μαρία τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συναντᾶμε τοὺς Ἀγγέλους νὰ μεταφέρουν στοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει πάντα στὴν προστασία καὶ στὴν λύτρωσή μας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι, δυσωποῦμεν ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵνα ταῖς ὑμῶν δεήσεσι τειχίσητε ἡμᾶς, σκέπῃ τῶν πτερύγων, τῆς ἀΰλου ὑμῶν δόξης, φρουροῦντες ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοώντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχαι, τῶν ἄνω Δυνάμεων.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐννέα Ταγμάτων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἀνάρχου Τριάδος λειτουργοὶ οἱ ἀσώματοι, τῶν ἀκαταλύπτων οἱ πρῶτοι, μυστηρίων ἐκφάντορες, σὺν Θρόνοις Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, Δυνάμεις Ἐξουσίαι καὶ Ἀρχαί, Κυριότητες Ἀρχάγγελοι οἱ λαμπροί, καὶ Ἄγγελοι ὑμνείσθωσαν. Δόξα τῷ ὑποστήσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ καταλάμποντι, δόξα τῷ ὑμνουμένῳ δι’ ὑμῶν, τρισαγίοις ᾄσμασι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, Λειτουργοὶ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοί, καὶ ἄρχηγοι Ἀσωμάτωv, τὸ συμφέροv ἡμῖv αἰτήσασθε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶv Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.

 

Μεγαλυνάριον.
Πρόκριτοι Δυνάμεων νοερῶν, Μιχαὴλ πρωτάρχα, καὶ λαμπρόμορφε Γαβριήλ, σὺν ταῖς οὐρανίαις, αἰτεῖτε στρατηγίαις, ἠμῖν καταπεμφθῆναι, τὸ μέγα ἔλεος.

Ἰέρων, Νίκανδρος, Ἠσύχιος, Βαράχος (ἢ Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικὸς (ἢ Ξανθιᾶς), Ἀθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Εὐγένιος, Θεόφιλος, Οὐαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ἰλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Εὐτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ἢ Οὐστρίχιος), Οὐΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Ἐπιφάνιος, Ἀνίκητος καὶ ἄλλος Ἰέρων

Ὁ πρῶτος ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἰέρων, ἦταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του πέθανε γρήγορα καὶ τὴν ἀνατροφή του, καθὼς καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν του, Ματρωνιανοῦ καὶ Ἀντωνίου, ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰέρων πῆρε ἀρκετὴ μόρφωση, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελμα. Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιμητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρώτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίμια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ μόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁμαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγμα.

Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς περιγράφοντας τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουμε, δηλαδή, ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.

Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἰέρωνα. Τὸν συνέλαβε μὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόμα συνεργάτες του στὴν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινῆ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς καταυγάζει, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν, ταὶς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις οὐρανία παρεμβολή, Μάρτυρες Κυρίου, οἱ τριάκοντα πρὸς τρισίν, οἱ τὰς μυριάδας, ἐχθρῶν τῶν νοουμένων, ἀθλήσεως τοῖς ὅπλοις, καταπαλαίσαντες.

Οἱ Ἅγιοι Ματρωνιανὸς καὶ Ἀντώνιος 

Ἦταν ἀδέλφια τοῦ Ἁγίου μάρτυρα Ἰέρωνα – τοῦ πρώτου ἀπὸ τοὺς 33 μάρτυρες ἐν Μελιτινῇ ποὺ ἑορτάζουν σήμερα – καὶ μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ στὴν πόλη Μελιτινῆ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη καὶ Ἀντώνιος

Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη καὶ Ἀντώνιος ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Ὁ Ἀντώνιος ἦταν γιὸς τοῦ Μελασίππου καὶ τῆς Κασσίνης. Ὄντως σωστοὶ χριστιανοί, ἀνάθρεψαν τὸν γιό τους μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ τὸν ἀνέδειξαν σὲ ἄξιο μέλος τῆς κοινωνίας καὶ δόκιμο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅταν ὁ δούκας Ἀγριππῖνος πληροφορήθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη τους, πρόσταξε τὴν σύλληψή τους. Τοὺς μὲν γονεῖς προσπάθησε νὰ τοὺς νικήσει λέγοντάς τους ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ τους καὶ ὅτι ἂν ἀπαρνιόντουσαν τὸν Κύριο θὰ χάριζε τὴν ζωὴ στὸν γιό τους. Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν πίεζε ψυχολογικά, λέγοντάς του ὅτι μπορεῖ νὰ σώσει τοὺς γονεῖς του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν φοβήθηκαν τὸν μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἡ καρδιά τους ἦταν ἕτοιμη νὰ πάει στὸν Κύριο.

Ὁ δούκας Ἀγριππῖνος θύμωσε ἀκούγοντάς τους νὰ ἐξυμνοῦν τὸν Ἰησοῦ, παρόλο τὶς ἀπειλές του καὶ διέταξε τὸν βασανισμό τους. Τὸν Μελάσσιπο καὶ τὴν Κασσίνη τοὺς θανάτωσε κρεμασμένους πάνω σὲ ξύλο. Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν βασάνισαν φρικτὰ καὶ μετὰ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ ἀναμμένο κλίβανο.

Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος, ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀβλαβής. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ ἦλθαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἔριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πυρακτωμένη κάμινο, πάλι ὅμως χάρη στὴ Θεία ἐπέμβαση ἔμεινε ἄφλεκτος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ προσχώρησαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Τελικὰ οἱ δήμιοι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐτελειώθη καὶ κοσμήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως οἱ γονεῖς του, τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Αὖκτος, Ταυρίων καὶ Θεσσαλονίκη οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀμφίπολη τῆς Μακεδονίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Καβάλα.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν κόρη ἐνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ποὺ ὀνομαζόταν Κλέων καὶ ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του ἔγινε χριστιανή, θερμὰ τὴν παρακάλεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ δὲν κατόρθωσε.

Τότε τὴν γύμνωσαν καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπὸ ὠμὰ δέρματα, τέσσερις ἄνδρες. Ἔπειτα ἔσπασαν τὰ πλευρά της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴν περιουσία της τὴν ἐξόρισαν, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ ἀπεβίωσε.

Οἱ δὲ Αὖκτος καὶ Ταυρίων, ἀφοῦ κατηγόρησαν τὸν ὠμὸ βασανιστὴ καὶ φονιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, καταγγέλθηκαν στὸν ὑπατικὸ Θορύβιο. Αὐτὸς διέταξε τὸν λιθοβολισμό τους καὶ κατόπιν μιὰ σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκαν ἀπ’ ὅλα αὐτὰ σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός τους καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος

Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν εἶναι ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη 

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Μαξιμιανοῦ (298) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
Ὁδηγήθηκε στὸ βῆμα τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ κλώτσησε τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων καὶ σκόρπισε τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ ἦταν πάνω σ’ αὐτόν. Ἀμέσως τότε διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Θαυματουργός ὁ Γαλλησιώτης

Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἦταν ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία. Γεννήθηκε τὸν 11ο αἰώνα σ’ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Μαγνησία (πρὸς τὸν Νέανδρο Ποταμό), ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Νικήτα καὶ τὴν Εἰρήνη.

Ὅταν ἀκόμα ἦταν ἕξι χρονῶν, ἐπιδόθηκε στὸν πνευματικὸ στίβο μέσα στὸ μοναστήρι τῶν Ὀρόβων. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπὶ πέντε χρόνια διδασκόμενος. Ὅμως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἐκεῖ Ἱερῶν, ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου κοινοβίασε ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ κατόπιν ἱερέας.

Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἀράβων, ποὺ βεβήλωναν τὰ ἱερά, ἀναγκάστηκε καὶ ἔφυγε στὴν Ἔφεσο, σ’ ἕνα ἔρημο ὄρος ἀντίκρυ τῆς πόλης, ποὺ ὀνομαζόταν Γαλλήσιο. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ μόνος ζοῦσε σ’ ἕνα κελί, ἀλλὰ ἀργότερα μαζεύτηκαν γύρω του καὶ ἄλλοι μοναχοί. Ὁ δὲ Μονομάχος Κωνσταντῖνος (1042 – 1054), ἐξόριστος τότε στὴ Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε μὲ πολλὰ ἱερὰ κειμήλια.

Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸ ναὸ στυλό, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειμώνα – καλοκαίρι, ἐκτεθειμένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν Ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ.
Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴν ζωή του, πέθανε μὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράματα (1054).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ταῖς τῶν δακρύων σου.
Ταῖς ἐπαγρύπνοις προσευχαῖς, ἐν ὀχετοῖς δακρύων τὸν στῦλον κατέβρεχες, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας ποιμήν, τοῖς προσιοῦσι νέμων συγχώρησιν, Λάζαρε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Τοὺς ὑπὲρ φύσιν σου σοφὲ πόνους καὶ σκάμματα

Αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι ἰδόντες κατεπλάγησαν,

Δι' ὧν εἴληφας θεόθεν καὶ τοὺς στεφάνους.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς σῶζε περιστάσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ ποιμὴν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὕλην ἀπορρίψας τὴν γεηράν, ἔσοπτρον ἐδείχθης, τῆς ἀΰλου μαρμαρυγῆς, Λάζαρε παμμάκαρ, ἐν Γαλησίῳ Ὄρει, ὡς ἄϋλος βιώσας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.

Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Παῦλος, ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ὑπῆρξε γραμματέας τοῦ ἁγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀλεξάνδρου. Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Παῦλος ἐξελέγχθηκε Πατριάρχης.

Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, γιατὶ ἦταν ὀπαδὸς τῆς αἵρεσης τῶν Ἀρειανῶν. Ὅταν ὁ Κωνστάντιος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Παῦλο καὶ ἀνακήρυξε αὐθαίρετα Πατριάρχη, τὸν ἀρειανόφρονα Νικομηδείας Εὐσέβιο. Τότε ὁ Ἅγιος Παῦλος πῆγε στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ Κωνστάντιος. Πληροφορηθεῖς τὰ γεγονότα, ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας, ἔστειλε γράμμα στὸν ἀδελφό του τὸν Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν στάση του. Ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἐπανῆλθαν στὸ ἀξίωμά τους. Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Κώνστας πέθανε. Ἔτσι ὁ Κωνστάντιος διέταξε, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ποὺ ἦταν, νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Παῦλο ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Μάλιστα τὸν ἐξόρισε στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας.
Μία μέρα ποὺ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία ὅρμησαν καταπάνω του Ἀρειανοὶ καὶ τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὠμοφόριο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἐτελείωσε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Θείας πίστεως, ὁμολογία, ἄλλον Παῦλόν σε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζηλωτὴν ἐν ἱερεῦσιν ἀνέδειξε. Συνεκβοᾷ σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀστράψας ἐν γῇ, ὡς ἄστρον οὐρανόφωτον, τὴν καθολικήν, φωτίζεις Ἐκκλησίαν νῦν, ὑπὲρ ἧς καὶ ἤθλησας, τὴν ψυχήν σου Παῦλε προθέμενος, καὶ ὡς Ζαχαρίου καὶ Ἄβελ τρανῶς, βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄκτιστον ὁμότιμον τῷ Πατρί, τὸν Λόγον δοξάζων, καὶ τῷ Πνεύματι συμφυῇ, Παῦλε θεηγόρε, ὀμολογίας στόμα, κατῄσχυνας Ἀρείου, τὴν ἀθεότητα.

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς 

Ξένος πρὸς τὶς μάταιες κλήσεις καὶ ἐπιθυμίες, καταγινόταν ἥσυχα μὲ τὴν ἐργασία του καὶ τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ λογικὴ ἀνάπαυση, μελέτη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον του.

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἦταν ἀπὸ τὸ Ταυρομένιο τῆς Σικελίας καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ζωντανὴ εὐσέβειά του. Ἀπὸ τὸν ἱδρώτα του ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἀγρύπνησε κοντὰ στὰ κρεβάτια δυστυχισμένων, ποὺ χωρὶς οἰκογένεια περνοῦσαν τὴν ἀσθένεια μέσα στὴν θλίψη καὶ τὴν μόνωση. Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ἀλλὰ ὁ Λουκᾶς δὲν δέχτηκε. Δὲν περιφρονῶ, ἔλεγε τὸν γάμο, ἀφοῦ τόσο τὸν τίμησε ὁ Κύριος μας καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ εἶναι τάχα ἀνάγκη νὰ παντρευτοῦμε ὅλοι; Ὑπάρχουν τόσες διακονίες πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκτελεῖ ὁ ἄγαμος μὲ περισσότερη εὐκολία. Ἐπίσης εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς παιδιά; Καὶ μήπως τάχα δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ὡραῖο νὰ δώσει κανεὶς ψωμὶ καὶ νὰ φέρει κάποια ἀκτίνα παρηγοριὰς στὶς καρδιὲς ἀπόρων ὀρφανῶν;

Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποια τοποθεσία τῆς Αἴτνας. Στὴ συνέχεια ταξίδεψε στὸ Βυζάντιο, ὅπου ὑπῆρχαν τόσοι θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικὰ τὸν τράβηξε ἡ Κόρινθος, ὅπου δίδασκε καὶ οἰκοδομοῦσε μὲ τὶς εὐσεβεῖς ὁμιλίες του καὶ τὶς πατρικὲς συμβουλές του. Ἐκεῖ ἐπίσης τὸν βρῆκε καὶ ὁ εἰρηνικὸς θάνατος τοῦ δικαίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαίρι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Δὲν γνωρίζουμε πῶς ἀπεβίωσε. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὅτι ἔγινε σημειοφόρος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ Πρεσβύτερος 

Κατὰ κόσμον Ἀσημάκης Λεονάρδος, γνωστὸς ὡς Ἀγάπιος ὁ πρεσβύτερος. Διαπρεπὴς λόγιος καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας (Δημητσάνα 1740,  Ἄργος 1812).

Ὁ νεαρὸς Ἀσημάκης ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του – πιθανῶς στὴ σχολὴ Φιλοσόφου, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Δημητσάνα – καὶ ἀργότερα στὴν Τρίπολη, ὅπου ἄκουσε τὰ μαθήματα τοῦ ἱεροδιδάσκαλου Παρθενίου.

Τὸ 1759, σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ του τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου δίδασκε τότε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης. Τελικὰ ὅμως κατέληξε στὴ Σμύρνη, ὅπου σπούδασε στὴν τότε Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς ἰωνικῆς μεγαλουπόλεως. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ἱερατικὸ ὄνομα Ἀγάπιος.

Ἵδρυσε τὸ 1764 μαζὶ μὲ τὸν συμπατριώτη του λόγιο Ἱερομόναχο Γεράσιμο Γούνα, τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνας, ποὺ κατὰ τὴν πρώτη περίοδό της λειτούργησε ὡς τὸ 1770. Τὸ ἔτος αὐτὸ ξέσπασαν στὴν Πελοπόννησο μεγάλοι διωγμοὶ καὶ ἄγρια τρομοκρατία ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὸ κίνημα τοῦ Ὀρλόφ. Στίφη Ἀλβανῶν διέτρεχαν τὸν Μοριά, λεηλατώντας καὶ ἐρημώνοντας τὴν χώρα. Ἀνάμεσα στὶς πόλεις ποὺ καταστράφηκαν τότε ἦταν καὶ ἡ Δημητσάνα. Ἡ σχολή της ἔκλεισε καὶ ὁ Ἀγάπιος κατέφυγε στὴν Ζάκυνθο, ἐνῶ ὁ Γεράσιμος στὴν Σμύρνη. Ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο ὁ Ἀγάπιος πέρασε στὴν Πάργα, ὅπου καὶ δίδαξε.

Τὸ 1780, ὅταν στὴν Πελοπόννησο ἀποκαταστάθηκε σχετικὴ ἠρεμία, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἀνέλαβε πάλι τὰ διδακτικά του καθήκοντα στὴν ἀνασυσταθεῖσα σχολή της. Τὸν ἑπόμενο χρόνο τὸν κάλεσαν νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς. Ἀλλὰ καὶ στὴν θέση αὐτὴ δὲν παρέμεινε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Μεταξὺ 1783 – 1786 ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους τόπους καὶ ἀπὸ τότε πῆρε καὶ τὴν προσωνυμία Χατζὴ – Ἀγάπιος.

Ἔκτοτε τὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο ἔγινε ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἐπισκέφθηκε κατὰ καιροὺς τὴν Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν Μ. Ἀσία, Παλαιστίνη, Ἀραβία, Αἴγυπτο, Ἤπειρο, Πελοπόννησο καὶ νησιά.
Τὸ 1812 ἐπέστρεψε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὸ Ἄργος, ὅπου καὶ πέθανε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς Ἐπίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου 

Ἀγωνιστὴς τίμιος καὶ ἡρωικός. Ἐμπνευστὴς καὶ ὁδηγὸς τοῦ καλοῦ. Ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μορφὴ ποὺ συνδύαζε τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ζωὴ τῆς ἀπροσμέτρητης αὐτοθυσίας, γιὰ τοὺς ἄλλους. Κόσμημα ἀληθινὸ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Νὰ ποιὸς ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Δημητριανός, ὁ ἐπίσκοπος Χύτρων.

 

Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Συκαὶ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας, μιὰ κωμόπολη ἐρειπωμένη σήμερα, τὴν ἐποχὴ ποὺ στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842) μ.Χ.

Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα του μιὰ πιστὴ καὶ θεοφοβούμενη γυναίκα. Ἀνῆκαν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἁγία ἐκείνη παράταξη τῶν χριστιανῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητο ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὗ κατὰ σάρκα ζώσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται»

Στὸ εὐλογημένο περιβάλλον τοῦ χριστιανικοῦ σπιτιοῦ τους μεγάλωσε ὁ μικρὸς Δημητριανὸς μὲ τὸ ἄρωμα τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ νωρὶς ὁ εὐλαβὴς πατέρας ἔπαιρνε τὸ παιδί του στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ συνήθιζε νὰ τὸν ὑπηρετεῖ στὰ καθήκοντά του, τὰ ἱερατικά. Κτυποῦσε τὸ σήμαντρο, ἄναβε τὰ καντήλια, ἑτοίμαζε τὸ θυμιατό. 

Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε νὰ μαθαίνει γράμματα, ὁ πατέρας τὸν ἔβαζε νὰ τοῦ διαβάζει κάποιους ὕμνους καὶ ψαλμούς. Τὸ πρωὶ διάβαζε μὲ τὴν παιδικὴ κρυστάλλινη φωνή του τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ὄρθρου καὶ τὸ βράδυ τοῦ ἑσπερινοῦ μὲ κατάνυξη συγκινητική. Ὅλοι στὴν κωμόπολη καμάρωναν τὸ καλὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀγαποῦσαν. 

Καὶ ἡ μανούλα ποὺ τὸ καμάρωνε καὶ αὐτὴ φρόντιζε τὸ παιδί της νὰ μένει πάντα ξένο στὴν ὁποιανδήποτε ὕποπτη ἀνατροφή. Τὰ λόγια τοῦ θείου Ἀποστόλου «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α’ Κορ. ιε’ 33) κυκλοφοροῦσαν κάθε στιγμὴ στὸ μυαλό της. Γιὰ τοῦτο πρόσεχε. 

Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦσε τὶς ἐλεύθερες ὧρες τοῦ παιδιοῦ νὰ τὶς γεμίζει μὲ κάποια καλὴ ἀπασχόληση. Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Σειρὰχ «τέκνα σοί ἐστι, παίδευσον αὐτά» (Σοφ. Σειρ. ζ’ 23) πολὺ συγκινοῦσαν τὴν εὐσεβὴ μητέρα. Ἔτσι ἀκούραστη ἀγωνιζόταν μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ νουθεσίες της νὰ κατευθύνει μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ τὶς σκέψεις τοῦ παιδιοῦ της στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. 

Μαζί της τὸ ἔπαιρνε στὶς φιλανθρωπικές της ἐπισκέψεις. Μαζί της καὶ ὅταν πήγαινε νὰ προσφέρει στοὺς πονεμένους τὴν παρηγοριά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἀτίμητη μάνα ἀσκοῦσε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία στὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Καὶ τὸ ἀσκοῦσε μὲ τὰ λόγια της, μὰ πρὸ παντὸς μὲ τὴν ἁγία ζωή της. 

Στὸ πρόσωπο τῶν ἀγαπημένων του γονιῶν ὁ Δημητριανὸς ἔβλεπε καὶ διάβαζε μίαν «ἐπιστολὴν Χριστοῦ». Γιατί καὶ τῶν δύο ἡ ζωὴ ἦταν στ’ ἀλήθεια «ἐπιστολὴ Χριστοῦ, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β’ Κορ. γ’ 2).

 

Ὅταν ὁ Δημητριανὸς ἐνηλικιώθηκε, οἱ γονεῖς του τὸν ἔπεισαν νὰ κάμει οἰκογένεια. Ὁ νέος δέχτηκε καὶ νυμφεύθηκε μία πολὺ φρόνιμη καὶ ἐνάρετη κόρη. Τρεῖς μῆνες ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν γάμο του ὁ Δημητριανὸς ἔμεινε καὶ πάλι μόνος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κάλεσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πιστὴ καὶ ἁγνή του σύντροφο. Ἔφυγε ἡ ὑπέροχη γυναίκα ἁγνὴ καὶ παρθένος ὅπως ἁγνὸς καὶ παρθένος ἔμεινε καὶ ὁ σύντροφός της μέχρι τέλους. Τὸ πλῆγμα ἦταν βαρύ. Μὰ ἡ σκέψη πὼς στὸν κόσμο αὐτὸν τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς νὰ τὸ παραχωρήσει ὁ Κύριος, βοήθησε τὸν νέο νὰ παρηγορηθεῖ. «Κύριος ἔδωκε, Κύριος ἀφείλετο» ἔλεγε καὶ ἐπανελάμβανε δοξολογώντας τὸν Θεό.

 

Ὕστερα ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο στὸν ὁποῖο ἔτρεφε καὶ πρωτύτερα μιὰν ἀγάπη. Ἡ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς τὸν συγκινοῦσε ἀπὸ παιδί. Ντύθηκε λοιπὸν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι.

 

Στὴν Κυθρέα κοντά, στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ἦταν ἕνα μοναστήρι, ποὺ λεγόταν Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Δυστυχῶς ἀπὸ τὸ μοναστήρι αὐτὸ δὲν ὑπάρχει σήμερα οὔτε σημάδι. Μόνο μία τοποθεσία ὑπάρχει, ποὺ λέγεται ἅγιος Ἀντώνιος καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ ἦταν παλιὰ κτισμένο τὸ μοναστήρι. Σ’ αὐτὰ φαίνεται ἔσπευσε νὰ καταφύγει ὁ φιλόθεος νέος. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, ποὺ τὸν ἤξεραν ἀπὸ προηγούμενες ἐπισκέψεις, μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν δέχθηκαν. Στὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τοῦ περιβάλλοντος τοῦ μοναστηριοῦ βρῆκε ὁ νέος ὅ,τι ζητοῦσε.

 

Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τὸν ἀπορροφοῦσε τόσο πολύ, ὥστε πολλὲς φορὲς ξεχνοῦσε καὶ τὸ φαγητό. Μὲ ἀπερίσπαστη τὴν καρδιὰ καὶ ἀσάλευτο τὸν νοῦ του, ἀγωνιζόταν κάθε μέρα προσεκτικὰ καὶ σταθερὰ νὰ ἀνεβεῖ τῆς ἀρετῆς τὰ σκαλοπάτια. Μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἱερὴ κατάνυξη παρακολουθοῦσε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἡ ἁγία ψυχή του τὶς ὧρες αὐτὲς φλογιζόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σκέψη του σκλάβα τῆς ἀγάπης του πετοῦσε σ’ ἄλλους κόσμους. Ἡ μελέτη τῆς Ἅγιας Γραφῆς τὸν συγκινοῦσε βαθύτατα. Σ’ αὐτὴν ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας. Καὶ τοῦτο, γιατί γνώριζε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μελετάει τὰ λόγια του Θεοῦ «ἡμέρας καὶ νυκτός», μοιάζει μὲ τὸ δένδρο ποὺ εἶναι φυτεμένο κοντὰ στὰ τρεχούμενα νερὰ καὶ ποτίζεται συνέχεια. Γι’ αὐτὸ καὶ δίνει πλούσιούς τους καρπούς του στὸν κατάλληλο καιρό.

 

Πλούσιους καρποὺς τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἄρχισε νὰ δίνει καὶ ὁ μακάριος ἀσκητής. Μὲ τὴν αὐτοκυριαρχία του, τὴν βαθιά του ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος χαριτώθηκε ἀπὸ νωρὶς μὲ τὸ χάρισμα τὸ θαυματουργικό. Μὲ τὴν προσευχή του ἐπιτυγχάνει νὰ θεραπεύει κάθε ἀρρώστια καὶ νὰ ἀποδιώκει μὲ τὴν προσταγή του δαιμόνια. Ἡ φήμη του προσελκύει καθημερινὰ πλῆθος ἀπὸ ἐπισκέπτες στὴ Μονή, ποὺ ἔρχονται νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ λάβουν τὴν θεραπεία τους. Κανένας ἀπ’ τοὺς ἀρρώστους αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ ἄγνωστος βιογράφος του, δὲν «ἀπεπέμπετο κενὸς ἐλπίδων, ἀλλὰ πάντες τῶν ποθούμενων δαψιλῶς ἀπολαύοντες τὰ οἰκεία κατελάμβαναν».

 

Ἡ πανθομολογούμενη εὐσέβεια καὶ ἀρετή του μὰ καὶ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τράβηξαν καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ τότε ἐπισκόπου τῆς Κυθρέας, τοῦ ἁγιωτάτου Εὐσταθίου, ποὺ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Στὴν θέση αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς φρόντισε νὰ γίνει ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητός του. Καὶ τὸ πέτυχε. Τὸ πέτυχε χάρη στὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε, τὴν βαθιὰ εὐσέβεια, τὴν καλοσύνη, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη του. Σὲ πολὺ λίγο καιρὸ ἡ σεβάσμια μορφή του ἔγινε τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ὁλόκληρης τῆς Κυθρέας. Μὰ ἡ ὄμορφη ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ τὸν τραβοῦσε. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ χρόνια πέτυχε μὲ τὶς ἱκεσίες του νὰ συγκινήσει τὸν εὐλαβὴ ἐπίσκοπό του καὶ νὰ πάρει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδεια, νὰ ξαναγυρίσει στ’ ἀγαπημένο του μοναστήρι. Ὅταν ἔφτασε, βρῆκε τοὺς μοναχοὺς νὰ κλαῖνε τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου τους. Σὰν τὸν εἶδαν, τὸ πρόσωπό τους φωτίστηκε ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ ἡ καρδιά τους σκίρτησε ἀπὸ ἐλπίδα. Μὲ παρακλήσεις ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ ζήτησαν νὰ ἀποδεχθεῖ νὰ γίνει ὁ διάδοχός του, ὁ πατέρας καὶ προστάτης τους. Παρὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἡ ψυχὴ τοῦ Δημητριανοῦ ἔνοιωθε στὴν ἁπλὴ καὶ μὴ διακρινόμενη ζωή, οἱ παρακλήσεις τῶν πατέρων καὶ συμμοναστῶν του τὸν ἔπεισαν ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. Στὴν ὑπηρεσία αὐτὴ ὁ ἀκούραστος ἀθλητὴς ἔδωκε πάλι ὅλο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μοναστήρι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισε μέρες μεγάλης προόδου ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς. Ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια γι’ αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανοὶ στοὺς πνευματικούς του λόγους ἔβρισκαν τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρὰ τῆς καρδιᾶς τους. Ὄαση πνευματικὴ ἔγινε γιὰ τὰ γύρω χωριὰ μὲ τὰ λόγια τῶν πατέρων, τὴν διδασκαλία τους, τὸ παράδειγμά τους.

 

Τὸ ζηλευτὸ ἔργο τῆς Μονῆς ἦλθε νὰ διακόψει ὁ θάνατος τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνστάντιας καὶ ἡ μετάθεση σ’ αὐτὸν τοῦ ἐπισκόπου της Κυθρέας, τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου. Ὁ θρόνος τῆς Κυθρέας ποὺ κενώθηκε, ἔπρεπε νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο ἀντικαταστάτη. Κλῆρος καὶ λαὸς στράφηκαν τώρα στὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν κάλεσαν νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἱερὸ Εὐστάθιο στὸν θρόνο τῶν Χυτρῶν (τῆς Κυθρέας).

 

Ἡ φυσικὴ ἀποστροφὴ ποὺ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς ἔτρεφε πρὸς τὰ μεγάλα ἀξιώματα τὸν ἔκαμαν νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ ὅπως μᾶς λέγει ὁ βιογράφος του, «καταλαβῶν τὰ βορειότερα μέρη τοῦ ὄρους, τόπον ἀποκρυβὴς ἐαυτῶ περιεσκόπει, τὸ τῆς ἀρχιεροσύνης φεύγων ἐγχείρημα». Μὲ τὴν βοήθεια κάποιου ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Παύλου, στὸν ὁποῖο εἶχε φανερώσει τὸν σκοπό του, προχώρησε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ ἐκεῖ ἀποκρύβηκε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει στὴν Κωνστάντια. Ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς ὑπάκουος, καὶ παρὰ τὴν θέλησή του παρουσιάστηκε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Χυτρῶν. Ἐπίσκοπο ἐνὸς θρόνου ἱστορικοῦ, ἑνὸς θρόνου ποὺ λάμπρυναν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τέσσερις ἐπίσκοποι, ποὺ ἀνακηρύχτηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἅγιοι.

 

Μὲ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία του «ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Στὸ πρόσωπο τοῦ Δημητριανοῦ οἱ χριστιανοὶ βρῆκαν τὸν ἄξιο ποιμένα, τὸν σοφὸ δάσκαλο, τὸν σπλαγχνικὸ πατέρα. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων», ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν γνήσιο ποιμένα καὶ ἄξιο κληρικό, βρῆκαν σ’ αὐτὸν τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο τηρητή. Κάτι περισσότερο. Τὰ λόγια αὐτὰ ὁ θεοφώτιστος ἐπίσκοπος τὰ ἔκαμε σκοπὸ καὶ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Καὶ τὰ γεγονότα μᾶς τὸ μαρτυροῦν.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ Ἄραβες (Σαρακηνοί), ἕνας λαὸς βάρβαρος ποὺ κατοικοῦσε στὴν Μεσοποταμία, κινήθηκαν πρὸς δυσμᾶς μέχρι τὸ νησί μας σὰν κατάρα θεϊκὴ μὲ ἀρχηγὸ ἕναν ἄγριο δυστυχῶς Ἕλληνα ἐξωμότη ποὺ λεγόταν Δαμιανός. Σ’ αὐτὴ τὴ ληστρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ ἔγινε γύρω στὸ 911 – 912 μ.Χ. καὶ ποὺ κράτησε τέσσερις μῆνες κούρσεψαν πόλεις καὶ χωριά, καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου, πῆραν μαζί τους ἑκτὸς ἀπὸ τὰ λάφυρα καὶ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ αἰχμαλώτων. Τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο δὲν τὸν πείραξαν. Τὸν σεβάστηκαν. Τοὺς αἰχμαλώτους ὅμως τοὺς πῆραν μαζί τους.

 

Καταλυπημένος ὁ στοργικὸς πατέρας ποὺ ἔχανε τὰ πνευματικὰ παιδιά του, «ἀφῆκε, ὡς τὸν καλὸ ποιμένα τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ 99 πρόβατα καὶ ἀκολούθησε τὸ ἕνα». Ἀφῆκε τὴν ἐπαρχία του καὶ παρὰ τὰ γηρατειά του –  θὰ ἦταν τότε κάπου 77 – 78 χρόνων – πῆγε «ὀπισθότους» στὴν μακρινὴ καὶ ἄγνωστη ἐκείνη χώρα γιὰ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ παρηγορεῖ τὰ σκλαβωμένα παιδιά του.

 

Ἡ ζωή του στὸν ἀφιλόξενο τόπο ἦταν μία συνεχὴς προσευχὴ καὶ ἕνας ἀτέλειωτος θρῆνος γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Προσεύχεται μὲ ὑπομονὴ, ἐπιμονὴ καὶ πίστη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸ νοῦ του. Προσεύχεται καὶ περιμένει.

 

Μιὰ μέρα ἐπιζήτησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα τῶν Ἀράβων. Μὲ θάρρος καὶ παρρησία τοῦ ἐξέθεσε τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ληστρικὴ ἐπιδρομὴ τοῦ ἐξωμότη καὶ ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωσή τους.

 

Ἡ Κύπρος τότε εἶχε ἕνα ἰδιότυπο καθεστὼς αὐτονομίας. Πλήρωνε φόρους καὶ στὸ Βυζάντιο καὶ στὸ Ἰσλάμ, ὅταν οἱ δυὸ αὐτὲς μεγάλες δυνάμεις τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἦταν ἐμπόλεμες, ἡ Κύπρος ἔπρεπε νὰ παραμένει οὐδέτερη. Οὐδέτερη ἦταν ἡ Κύπρος καὶ ὅταν τῆς ἐπιτέθηκαν οἱ βάρβαροι. Ἀδικαιολόγητη λοιπὸν ἡ ἐπιδρομὴ καὶ ἄδικη ἡ κατάληψη, ἡ καταστροφὴ καὶ ἡ αἰχμαλωσία.

 

Τὰ λόγια τοῦ Δεσπότη καὶ τὰ δάκρυά του μαλάκωσαν τὴν καρδιὰ τοῦ ἄρχοντα τῶν Ἀράβων.

 

— Σταμάτα, Δημητριανέ, τοῦ εἶπε. Τὰ λόγια σου, τὰ δάκρυα καὶ οἱ προσευχές σου καὶ ἡ ἀγάπη σου γιὰ τοὺς συμπατριῶτες σου, τοὺς αἰχμαλώτους τῆς Κύπρου, μᾶς ἔχουν συγκινήσει. Ἂν δὲν ἤσουνα ἐδῶ, θὰ τοὺς κρατούσαμε γιὰ πάντα κοντά μας δούλους μας. Ἡ παρουσία σου μᾶς ἀναγκάζει νὰ δώσουμε ἕνα τέλος στὴν αἰχμαλωσία σας. Τὰ δάκρυά σου ὡς θεϊκὴ βροχὴ μαλάκωσαν τὴν καρδιά μας καὶ μᾶς κάμνουν νὰ πονᾶμε, ὅταν σᾶς βλέπουμε. Γι’ αὐτὸ σᾶς ἀφήνουμε ἐλεύθερους. Πάρε τοὺς ἀνθρώπους σου καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ἐμεῖς γιὰ ἀσφάλειά σας θὰ σᾶς συνοδέψουμε μέχρι τὸ νησί σας.

 

Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ προσευχές του θαυματούργησαν. Οἱ αἰχμάλωτοι μὲ συνοδεία ξαναγύρισαν στὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα.

 

Ἡ μεγαλειώδης τούτη πράξη τοῦ Ἁγίου φέρει στὴνμνήμη μας κάποιο ἄλλο γεγονός... Τὸ ἀναφέρουμε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ σὰν μία πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ καὶ σὰν ἕνα μνημόσυνο. Εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἔχει ὡς ἥρωά του ἕναν σύγχρονο κληρικὸ καὶ γνήσιο φίλο τῆς πολύπαθης Κύπρου μας, τὸν ἀείμνηστο μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο Χαραλάμπους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐπικοῦ ἀγῶνος τοῦ 40 εἶχε καὶ αὐτὸς συλληφθεῖ στὴν Μυτιλήνη ὅπου ἔμενε καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες εἶχε μεταφερθεῖ καὶ ἐγκλεισθεῖ στὸ στρατόπεδο τοῦ Παύλου Μελᾶ στὴν Μακεδονία. Ἀργότερα χάρη στὴν ἐπέμβαση μερικῶν ἰσχυρῶν φίλων, ποὺ ἐνήργησαν χωρὶς νὰ τὸ ξέρει ἀφέθηκε ἐλεύθερος, ἐνῶ οἱ συγκρατούμενοί του θὰ μεταφέρονταν στὰ χιτλερικὰ στρατόπεδα τῆς Γερμανίας. Ὁ ἀληθινὸς κληρικός, σὰν τὸ ἔμαθε ἀπέρριψε χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ τὸ ἄγγελμα τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὲ προθυμία καὶ αὐτοθυσία συγκινητικὴ ἔσπευσε ν’ ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιό του στὴ νέα του περιπέτεια. Τὸ ποίμνιό του, δηλαδὴ τοὺς συγκρατούμενούς του, ποὺ γνώρισε στὸ στρατόπεδο. Τοὺς συνώδευε ἑκούσια στὴν αἰχμαλωσία, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύει. Μερικὰ πολὺ συγκινητικὰ στιγμιότυπα τῆς θεληματικῆς αὐτῆς δοκιμασίας του μᾶς δίνει ὁ ἀείμνηστος πατὴρ στὸ βιβλίο του «Μάρτυρες». Μιμητὴς καὶ αὐτὸς τοῦ μεγαλόψυχου Ἁγίου μας, τοῦ Δημητριανοῦ, ποὺ ἔζησε μέχρι τὸ τέλος μία ζωὴ θυσίας καὶ ἀρετῆς, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματική. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὅσο ζοῦσε ἔβρισκαν οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ, τὸν προστάτη. Οἱ θλιμμένοι καὶ καταδιωγμένοι, τὸν παρηγορητή. Οἱ φυλακισμένοι καὶ ἀδικούμενοι, τὸν ἐλευθερωτή. Οἱ πονεμένοι καὶ ἄρρωστοι, τὸν ἰατρὸ καὶ θεραπευτή. Ναί. Τὸν ἀνάργυρο θεραπευτή. Γιατί ὁ Ἅγιος «τῷ χαρίσματι τῶν ἰαμάτων πάσαν ἀπήλαυνε νόσον καὶ μαλακίαν... οὗ τέχνη χρώμενος ἰατρικὴ τῶν ἐξ Ἱπποκράτους καὶ Γαληνοὺ βοηθημάτων, Χριστοῦ δὲ μόνον κλήσει καὶ τῇ τοῦ Σταυροῦ σφραγίδι ἡ δοθεῖσα τούτῳ χάρις τῶν ἰαμάτων ἐπηκολούθει».

 
Ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος ἀφῆκε τὸν κόσμο γύρω στὰ 915 – 916 μ.Χ. σὲ ἡλικία 81 περίπου χρόνων. Οἱ πιστοὶ μὲ δάκρυα πόνου κήδεψαν τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Στὸ πρόσωπό του θρήνησαν τὸν ἀκλόνητο μαχητή, τὸν ἀλύγιστο ἀγωνιστή, τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ ἀκάματο τῆς ἀρετῆς ἀθλητή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr