Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἦσαν Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41 – 54 μ.Χ.) καὶ κατέφυγαν στὴν Κόρινθο. Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο, ὁ δὲ Ἀκύλας ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἦσαν δὲ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Κόρινθο γιὰ νὰ διδάξει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμὴ φιλοξενία καθὼς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μὲ τὸ κήρυγμά του. Τόσο τοὺς ἄγγιξε ὁ φλογερὸς καὶ σωτήριος λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καὶ ἐβαπτίσθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὶς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἀγάπησε τόσο πολὺ γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴ θερμουργὸ πίστη τους στὸ Χριστό, ὥστε τοὺς μνημονεύει καὶ στὶς ἐπιστολές του.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στὴ Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ἀπέστειλε ἀπὸ ἐκεῖ στὸ νησὶ τῆς Λευκάδος τὸ συνεργάτη του Ἀπόστολο Ἀκύλα. Ὁ νέος κήρυκας τῆς πίστεως ἀποβιβάσθηκε στὸ τότε ρωμαϊκὸ λιμάνι, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἀμβρακικό, στὴ σημερινὴ παραλία τοῦ Ἅη – Γιάννη. Σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς παραλίας, λόγῳ τοῦ χειμῶνος, ὁ Ἅγιος Ἀκύλας συγκέντρωσε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐποθοῦσαν νὰ διδαχθοῦν τὴ νέα διδασκαλία. Σύντομα ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Λευκάδα γιὰ τὴν Ἔφεσο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἐργάσθηκαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴ μεγάλη τους πίστη στὸν Χριστὸ ἐπιτέλεσαν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὴν παράδοση ἔλαβαν καὶ αὐτοὶ μαρτυρικὸ τέλος, καταδικασθέντες στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο. Ἄλλοι Συναξαριστὲς θεωροῦν, ὅτι ἐτελείωσαν τὸ βίο τους μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ νῆσο τῆς Λευκάδος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοῦ Παύλου μαθητής, καὶ συνέκδημος ὤφθης, δεχθεῖς ἐν τῇ ψυχῇ, τὸν τῆς χάριτος λόγον, Ἀκύλα Ἀπόστολε, τοῦ Σωτῆρος διάκονε· ὅθεν ηὔγασας, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης, καὶ ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης Κυρίου· διὸ εὐφημοῦμέν σε.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀποστόλων σύνθρονος καὶ συνοδίτης, γεγονὼς Ἀπόστολε, τὴν οἰκουμένην διδαχαῖς, καὶ θαυμασίοις κατηύγασας, στέφανον δόξης, Ἀκύλα δεξάμενος.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τοῦ Παύλου καταυγασθείς, τῆς θεογνωσίας, ἀνεδείχθης λαμπρὰ ἀκτίς· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, Ἀπόστολε Ἀκύλα, τῆς ἄνω θεαυγείας, ὤφθης ὁμόσκηνος.
Ὁ Ἅγιος Ἰοῦστος ὁ Μάρτυρας
Ρωμαῖος στὴν καταγωγὴ καὶ στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἰοῦστος, διακρινόταν γιὰ τὴ γενναιότητά του. Σὲ πολλὲς μάχες ἔδειξε σπάνια ἀνδρεία, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀνώτεροί του τὸν τιμοῦσαν ἰδιαίτερα. Μάλιστα, μετὰ ἀπὸ κάθε πόλεμο τὸν προβίβαζαν καὶ σὲ κάποιο ἀνώτερο στρατιωτικὸ ἀξίωμα.
Σὲ κάποια, ὅμως, ἐκστρατεία κατὰ τῶν βαρβάρων, τὸ στράτευμα βρέθηκε σὲ μεγάλο κίνδυνο, καὶ τότε ἡ αὐτοθυσία τῶν χριστιανῶν στρατιωτῶν τὸ ἔσωσε. Ὁ Ἰοῦστος, μὲ ἀφορμὴ τὸ περιστατικὸ αὐτό, θαύμασε τὴ διαγωγὴ τῶν χριστιανῶν καὶ θέλησε νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος χριστιανός. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι μόνο μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ καὶ τὸν ἐνημέρωσαν σχετικὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰοῦστος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, βρέθηκε σὲ δίλημμα. Διότι ἀντιδροῦσε μέσα τοῦ ἡ παλαιὰ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ἀλλὰ κάποια νύχτα ποὺ κοίταζε τὸν ἔναστρο οὐρανὸ συλλογιζόμενος, παρατήρησε φωτεινὸ σταυρό, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαμπε ἡ λέξη «ἀκολούθει». Πράγματι, ὁ Ἰοῦστος σ’ αὐτὸ τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως χωρὶς δισταγμούς. Δὲν λογάριασε οὔτε δόξες, οὔτε τιμές, οὔτε στρατιωτικὴ καριέρα, οὔτε ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ «καταλιπῶν ἅπαντα ἀναστᾶς ἠκολούθησεν αὔτω». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἄφησε τὰ πάντα, βαπτίσθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό.
Ὅταν, ὅμως, ἔμαθε τὸ γεγονὸς ὁ Τριβοῦνος Κλαύδιος, τὸν βασάνισε μὲ πυρωμένα σίδερα. Κατόπιν τὸν ἔριξε στὴ φωτιά, ὅπου θριαμβευτικὰ παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος, γεννήθηκε στὴν πόλη Καρόνη τῆς Καισαρείας. Ἀνατράφηκε ἀπὸ μικρὸς ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, μαθαίνοντας ἀπὸ νωρὶς τὰ πάντα γιὰ τὴν Θρησκεία.
Ὅλο αὐτὸ ἀργότερα, προσπάθησε καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὸ μεταδώσει στὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Στὴν συνέχεια, μεγαλύτερος πιά, φθάνοντας στὴν Ἔφεσο καὶ συναναστρεφόμενος μὲ μοναχοὺς ἔγινε κι αὐτός. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ συνεχίσει νὰ διδάσκει γιὰ τὸν Χριστό, νὰ δίνει συμβουλὲς προσελκύοντας πολὺ εὐσεβῆ κόσμο γύρω του.
Στὴν συνέχεια λόγω τῶν διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ μοναδικὴ ἀδελφότητα διαλύθηκε κι ἔτσι ὁ Ὀνήσιμος ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Ἡ χαρὰ τῶν γονιῶν του ἦταν μεγάλη, ἀλλὰ μετριάστηκε καθὼς εἶχαν χάσει τὸ φῶς τους. Ὁ Ὀνήσιμος προσευχήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του μὲ μεγάλη πίστη πρὸς τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἰσακούγοντάς τους ἔκανε τὸ μεγάλο θαῦμα, καὶ οἱ γονεῖς του βρῆκαν τὸ φῶς τους.
Τὰ τελευταῖα του χρόνια τὰ πέρασε σὲ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος στὴν περιοχὴ τῆς Μαγνησίας. Μέχρι τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ γηρατειὰ δὲν σταμάτησε νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λέοντα Ε’ τοῦ εἰκονομάχου (813 – 820) καὶ ἦταν γιὸς γονέων εὐσεβῶν τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης, ἀδελφός του δὲ ἦταν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Λόγω τῆς ἀξιέπαινης ζωῆς του, ἐκλέχτηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἀφοῦ ἀρχιεράτευσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ βασιλικὴ προσταγή. Παρουσιάστηκε στὸν βασιλιὰ καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε πὼς σέβεται καὶ τίμα τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Τότε, μετὰ ἀπὸ διάφορες κακοπάθειες καὶ φυλακίσεις, ἐξορίστηκε σὲ κάποιο νησί. Κατόπιν ὁ δυσεβὴς βασιλιὰς Θεόφιλος, ἔκανε νὰ δοκιμάσει ὁ Ἰωσὴφ σκληρότερες κακοπάθειες καὶ σκοτεινότερες φυλακές.
Ἔτσι μέσα στὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ τὶς διάφορες θλίψεις, ἔφυγε γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ (832).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰκὼν πέλων ἔμψυχος, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, Εἰκόνα τὴν ἄχραντον, τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, τιμᾶν ἀνεκήρυξας· ὅθεν ὁμολογίας, διαπρέψας ἀγῶσιν, ὤφθης Θεσσαλονίκης, Ἰωσὴφ ποιμενάρχης· διό σε ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ἡ θεηγόρος τῶν διδαγμάτων σου λύρα, τὰς τοῦ Σωτῆρος ἐμεγάλυνεν ὑψώσεις, Ὀρθοδοξίας πᾶσι τὸ εὔσημον, καὶ τῶν σεπτῶν Είκόνων, τῆν τιμῆν ἐξαγγέλλουσα, σοφὲ Ἰωσὴφ Πατέρων καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἠ λαμπηδών, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ ποικίλας, τῇ σῇ ὁμολογίᾳ, ὦ Ἰωσὴφ θεόφρον, στολὴν τὴν ἔνθεον.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Ἰλάριος οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ νέος
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν χτύπησαν καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ ρόπαλα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ σοφὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ πάμφτωχος καὶ διαχρονικὸς αὐτὸς φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ μέγιστος διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους μας, γεννήθηκε στὴν Χώρα τῆς Νάξου τὸ ἔτος 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Ἀναστασία Καλλιβρούτση. Κατὰ τὴν βάπτισή του ἔλαβε τὸ ὄνομα Νικόλαος. Νηπιόθεν γαλουχήθηκε μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πίστεως καὶ ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου», ὅπως παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἐφεσ. στ’ 4). Τὴν ἔμφυτη πρὸς τὰ θεία κλήση του, αὔξησε ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐκλεκτή του μητέρα, τὴν δὲ εὐφυΐα του ἐκαλλιέργησε καὶ πολλαπλασίασε ἡ μελέτη καὶ ἡ σπουδή.
Προώδευε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν γνώση κατὰ τρόπο θαυμαστό. Κατ’ ἀρχήν, φοίτησε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν Σχολὴ Ἁγίου Γεωργίου περιοχῆς Γρόττας, Χώρας Νάξου, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο, αὐτάδελφο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τὶς γνώσεις του συμπλήρωσε στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ὅπου φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἰερόθεο Βουλισμά, διευθυντὴ τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Τόσο διέπρεψε ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὶς σπουδές του, ὥστε, ἐνῶ σπούδαζε, ἐδίδασκε τοὺς συμμαθητές του. Καὶ ὁ Ἰερόθεος ἀργότερα τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔρθει στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ στὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Στὴν Σμύρνη ἔλαβε ὁ Νικόδημος πληθωρικὴ μόρφωση, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη περιελάμβανε ἀκόμα γνώσεις φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικὲς καὶ στρατιωτικές.
Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες, καὶ ὅλους τους ποιητές. Ἦταν ἄριστος χειριστῆς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν Ἰαμβικὴ Γλώσσα. Μιλοῦσε ἄριστα τὴν γαλλική, ἰταλικὴ καὶ λατινικὴ γλώσσα ἐπίσης. Εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο μὲ σπάνια χαρίσματα, ὅπως εἶναι ἡ ἰσχυρότατη μνήμη, ἡ ὀξύτατη νοημοσύνη, ἡ ἀστραποβόλα ἀντίληψη κ.λπ. Ὅ,τι μελετοῦσε μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγέλει ἀπ’ ἔξω σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Γραφῆς ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους καὶ θυμόταν ὅλους τους κώδικες τῶν Βιβλιοθηκῶν τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὑπῆρξε ἕνα πραγματικὸ φαινόμενο γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ τὸ κέντρο τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τοῦ παραδειγματισμοῦ.
Τὸ ἔτος 1770, ἀφοῦ ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Σχολή, ἐπέστρεψε στὴν Νάξο. Τότε, γιὰ μία πενταετία περίπου ἐργάστηκε ὡς Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως Παροναξίας μὲ τὴν ἐποπτεία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου τοῦ Γ’ (1742 – 1779). Ἡ μητέρα του ἐμόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοστόμου Νάξου, μὲ τὸ ὄνομα Ἀγάθη. Ὁ Νικόδημος ἦταν λάτρης τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Αὐτὴ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία του γιγάντωσε ἡ γνωριμία του μὲ σπουδαίους μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ μὲ ἄλλες προσωπικότητες, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, Ἐπίσκοπος Κορίνθου κ.λπ.
Τὸ ἔτος 1775 ἦρθε στὴν Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ὡς μοναχὸς διεκρίθη γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του. Πνευματοφόρος, Θεοχαρίτωτος καὶ γνήσιος Πατέρας καὶ ὀρθόδοξος θεολόγος διδάσκαλος, δυναμικὰ ἀπέκρουσε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες τῶν ἡμερῶν του. Εἶναι ὁ πρύτανης τῶν «Κολυβάδων», αὐτῶν ποὺ ἤθελαν δηλαδὴ τὰ Ἱερὰ Μνημόσυνα τῶν νεκρῶν νὰ γίνονται Σάββατο καὶ ὄχι Κυριακή.
Ἕνεκα τῆς ἐμμονῆς του στὶς παραδόσεις καὶ στὸ Πνεῦμα τῶν Ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπέστη ταπεινώσεις καὶ διωγμούς. Ὅμως, αὐτὰ τοῦ χάρισαν καὶ τὸν στέφανο τοῦ ὁμολογητοῦ. Ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοὴ εἶναι τὰ μεγέθη τὰ ὁποῖα ἔφθασε καὶ ἐβίωσε σὲ πληρότητα. Ὑπῆρξε ἕνας ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὸ Νότιο στὸ Βόρειο Αἰγαῖο, ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο Νάξο στὸν ἁγιοτρόφο Ἄθωνα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς μοναστικὲς ἀρετὲς ὑπηρέτησε καὶ τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς, συγγράφοντας.
Κατὰ διαστήματα ἔρχεται σὲ ἔρημες περιοχὲς γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἔβλεπε νοερά, ζοῦσε καθημερινὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ συγχρόνως ἔβλεπε καὶ τὰ συμβαίνοντα στὸν περίγυρο. Δὲν ἔβλεπε μόνο τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τὴν γῆ. Αἰσθάνεται τὸν πόνο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς δουλείας ἀγωνίζονται. Καὶ πρὸς χάρην τοῦ κόσμου προσεύχεται. Κοπιάζει, ἀγρυπνεῖ, παρακαλεῖ, συγγράφει, μάχεται κατὰ τῶν δαιμόνων. Δὲν κινεῖται ἄγονα, μονόπλευρα καὶ νοσηρά. Ἀντίθετα πονάει γιὰ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὴν σωτηρία τους. Καὶ καρποὶ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο εἶναι οἱ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ τόμοι τῶν συγγραμμάτων του, τὰ κυριώτερα ἀπὸ τὰ ὁποία εἶναι:
«Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικὰ Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον», «Κῆπος Χαρίτων»‚ «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Ἐορτοδρόμιον», «Συναξαριστής», «Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου».
Λάτρης τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας, λάτρης καὶ μιμητῆς τῶν ἁγίων, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ἀδιάκοπα ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο τόσο δυνατὰ ἀγάπησε καὶ εὐηρέστησε.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος τονίζει τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς συχνῆς μας συμμετοχῆς στὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔγραψε μάλιστα καὶ εἰδικὰ βιβλία, μὲ τὸν τίτλο «Περὶ συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως». Δέχθηκε τὸ ταξίδι γιὰ τὸν οὐρανὸ πανέτοιμος, μὲ ἤρεμη τὴν συνείδηση ὅτι ἄξια ἀγωνίσθηκε τὸν «καλὸν ἀγώνα». Μὲ τὴν καθημερινή του συμμετοχὴ στὸ σωστικὸ Δεῖπνο τῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἔντονη μυστηριακή του ζωή, ποὺ κορυφώθηκε τὶς τελευταῖες μέρες λίγο πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, παρέδωσε τὴν ψυχὴ του τὴν ὀσιακὴ στὸν Κύριο, τὴν Τετάρτη 14 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1809, τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς ὧρες καὶ σὲ ἡλικία μόλις 60 ἐτῶν, καὶ στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς του ὅταν τὸν ρώτησαν ἂν ἡσυχάζει: «Τὸν Χριστὸ ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».
Τὴν εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του μὲ θλίψη ἔμαθε ὁ ἐκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικὸς καὶ ὄχι μόνο, κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Σημειώνει ὁ χρονογράφος σχετικὰ μὲ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «Ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, εἰς τὴν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ πύρινος στύλος, ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς εὐσέβειαν. Ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιών».
Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ σκέψη τὴν ὁποία ἐξέφρασε τότε ἕνας Χριστιανός. «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτο νὰ ἀπέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Κατὰ καιρούς, πολλὰ ἐγκώμια γράφτηκαν γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, ὅπως: «Ὑπῆρξε ὁ μέγιστος τῶν μονασάντων ἀπὸ συστάσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους», «Υπήρξε ὁ πάντοτε πενία τρυχόμενος καὶ γιγαντωθεῖς πρὸ τῆς ἀσήμου ἠμῶν γενεάς».
Κατὰ τὸν V. Grumel, «ὑπῆρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, ἁγιογράφος, δηλαδὴ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, ἀσκητικὸς συγγραφεύς, ἐκδότης βιβλίων, εἴς τῶν πλέον γονίμων συγγραφέων καὶ ἀναμφιβόλως ὁ πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρὰ τοῦ ὁποίου δοξάζεται ἡ ἑλληνικὴ Ἐκκλησία».
Κατὰ τὸν Θ. Σπεράντσον, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρόδρομός της ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ο Luis Petit γράφει πὼς ὁ Νικόδημος μὲ τὰ βιβλία του ἀντικατέστησε τὸ ζωντανὸ κήρυγμα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ κ.λπ. Ὁ Ἱερὸς Νικόδημος ἀναμφίβολα ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος ἐκφραστῆς τοῦ ὀσιακοῦ βίου καὶ ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἶναι ὁ ἐξαίσιος θεολόγος καὶ ὁ ἀσίγαστος διαχρονικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀποτελεῖ δὲ σπανιότατο φαινόμενο συνδυασμοῦ σπανίων θείων χαρισμάτων, ἁγιότητος βίου, ἀσκήσεως καὶ συγγραφικῆς παραγωγῆς. Ὅτι καὶ ὅσα ἂν ποῦμε γιὰ τὴν μορφὴ αὐτὴ δὲν λέμε τίποτα, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ τὴν κλείσουμε στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές.
Ὁ ἴδιος, ἐξυμνώντας τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἔλεγε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σὲ ἕνα κουτάλι τὴν θάλασσα, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ νὰ ἐξυμνήσει τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο». Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἐπαναλαμβάνουμε τὸ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ λέμε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σ’ ἕνα κουτάλι τὴ θάλασσα, ἔτσι μπορεῖ ν’ ἀναφερθεῖ ἐπαρκῶς στὸν Ὅσιο Νικόδημο».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπάξια ἀπὸ τὸ ἔτος 1955 τὸν κατέταξε στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου της. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς του, στὸ πέρασμα τόσων χρόνων, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄσβεστος καὶ πάμφωτος φάρος, ποὺ φωτίζει καὶ κατευθύνει τὴν πορεία ὅλων μας πρὸς τὴν ἀκύμαντη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἰώνια πανευτυχία καὶ ἡ ἀληθινὴ δόξα. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, μᾶς καλεῖ νὰ κινηθοῦμε, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου!
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑορτάζει κατὰ τὴν καθιερωμένη Πανήγυρη τῆς 14ης Ἰουλίου. Ὠσαύτως, ἑορτάζει τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσα προσφάτως Σύναξη τῶν Πέντε Ἁγίων της Παροναξίας, ἡ ὁποία τελεῖται στὸ νεόδμητο Ι. Ναὸ τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ Νικολάου τοῦ Πλανά, στὴν πόλη τῆς Νάξου. Ἀκόμη, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου στὴν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ λειτουργικὴ χρήση, συντάχθηκαν ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Ὑμνογράφο, Μοναχὸ Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πατρὼν κ. Νικόδημο, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε· πᾶσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐναρέτου πολιτείας μύστην ἄριστον
Καὶ εὐσεβείας θεοφόρητον διδάσκαλον
Ἡ Ὀρθόδοξος γεραίρει σε Ἐκκλησία·
Οὐρανόθεν γὰρ τὸ χάρισμα δεξάμενος
Καταυγάζεις τοις ἐνθέοις σου συγγράμμασι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Νικόδημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος φωστήρ, καὶ Ἁγίου Ὄρους, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις Μοναζόντων, ὁ φωτοφόρος λύχνος, Νικόδημε παμμάκαρ, Νάξου τὸ καύχημα.
Νά, σὺν τοὶς ἄλλοις, πὼς ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή του: «Θρόνω παριστάμενος τῆς τρισηλίου Θεότητας καὶ πλουσίως λαμπόμενος, ταὶς θείαις λαμπρότησι, ταὶς ἐκπεμπομέναις, ἀπαύστως ἐκεῖθεν, τοὺς ἐπὶ γῆς χαρμονικῶς, χοροστατοῦντας καὶ εὐφημούντας σε, παθῶν ἀχλύος λύτρωσαι, καὶ φωτισμῷ καταλάμπρυνον, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρεσβευτὰ τῶν ψυχῶν ἠμῶν. Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων, τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς ἁγίας Παρθένου, Χαῖρε, προσφωνῶν αὕτη, ἡ κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σε ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ ἀεὶ μακαρίζαμεν».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀρχάγγελος, τῶν νοερῶν στρατιῶν, Τριάδος τὴν ἔλλαμψιν, καθυποδέχῃ λαμπρῶς, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε· ὅθεν ἐκ πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, σῶζε ἀπαρατρώτους, τοὺς πιστῶς σε τιμῶντας, καὶ πόθῳ ἀνευφημοῦντας, τὰ σὰ θαυμάσια.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων.τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς Ἁγίας Παρθένου, χαῖρε προσφωνῶν αὐτῇ, ἡ Κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σε ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ, ἀεὶ μακαρίζομεν.
Μεγαλυνάριον.
Τὶς ἀπαριθμήσει τὰς πρὸς ἡμᾶς, σοῦ εὐεργεσίας, Ἀρχιστράτηγε Γαβριήλ; σὺ γὰρ καθ’ ἑκάστην, ἐπιφοιτῶν τῷ κόσμῳ, τὰ κρείττω πᾶσι νέμεις· διὸ ὑμνοῦμέν σε.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης
Ἀνεψιὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου ὁ Στέφανος, γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ τὸ 725 μ.Χ. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Θεόδωρο Μανσοὺρ καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, ὁ Στέφανος εἰσήχθη ἀπὸ τὸν θεῖο του στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου γιὰ 15 χρόνια ἐκπαιδεύτηκε πολὺ καλὰ στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ θείου του, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἐντρυφοῦσε ἀκόμα περισσότερο στὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ποίηση, στὴν ὁποία διακρίθηκε καὶ ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Στέφανος, ὅτι δημιουργοῦσε μὲ τὸ ταλέντο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τὸ ἀφιέρωνε στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Διότι τὸν ἐνέπνεαν τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λένε: «Πὰν ὅτι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι' αὐτοῦ». Δηλαδή, κάθε τί ποὺ κάνετε μὲ λόγο ἢ μὲ ἔργο, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ νὰ ἀρέσετε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὴν δόξα Του, εὐχαριστοῦντες μέσῳ Αὐτοῦ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε.
Ὁ Στέφανος, ἀφοῦ κόσμησε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ποιήματά του, πέθανε εἰρηνικὰ τὸ 807 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς θεῖον στεφάνωμα, τὴν ἀρετὴν ἐσχηκώς, λαμπρῶς ἐστεφάνωσας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ σοφὸς θεηγόρος, θείων ᾀσμάτων λύρα, Πάτερ Στέφανε ὤφθης· διὸ ταῖς σαῖς φαιδρότησιν, ἡμᾶς στεφάνωσον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀσκητῶν ὁμότροπος, γεγενημένος θεόφρον, Ἱεράρχης ὅσιος, παρὰ Θεοῦ προεβλήθης, ἅπασαν, τὴν Ἐκκλησίαν καταφαιδρύνων, σύριγγι, τῆς θεοπνεύστου σου Πάτερ γλώσσης· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ μύστην, Στέφανε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Στέφανος ἀνθόπλοκος καὶ σεπτός, Στέφανε θεόφρον, δι’ ἀσκήσεως ἀρετῶν, τῇ φωτοστολίστῳ, ἐγένου Ἐκκλησίᾳ· τῇ σῇ γὰρ σταφανοῦται, ἐνθέῳ χάριτι.
Ἡ Ὁσία Σάρρα
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ὁσίας.
Ἡ Ἁγία Γολινδοὺχ ἡ Περσίδα ποὺ μετονομάστηκε Μαρία
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τὴν Περσία στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Χοσρόη καὶ τῶν Ρωμαίων Μαυρικίου (582 – 602).
Εἰδωλολάτρισσα στὴ ἀρχή, μετὰ ἀπὸ κάποια ὀπτασία ποὺ εἶδε, μεταστράφηκε στὸν χριστιανισμὸ καὶ ὅταν βαπτίστηκε πῆρε τὸ ὄνομα Μαρία. Ὁ ἄνδρας της, τὴν κατήγγειλε στὸν Χοσρόη, ποὺ τὴν ἐξόρισε σὲ κάποιο φρούριο, τῆς Λήθης ὀνομαζόμενο, ὅπου ἔμεινε κλεισμένη γιὰ 18 ὁλόκληρα χρόνια. Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ὑπέστη πολλὰ καὶ διάφορα μαρτύρια.
Ὅταν ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ αὐτά, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μόνασε σὲ κάποιο μοναστῆρι. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ξεκίνησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ εὐχηθεῖ ὑπὲρ τῶν βασιλέων.
Πέθανε ὅμως στὸ δρόμο μεταξὺ τοῦ Νιτζιβίου καὶ τῆς Δαρᾶς μέσα στὸν εὐκτήριο οἶκο τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἐνῷ προσευχόταν.
Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 λέγεται, ὅτι τὸ μαρτύριο τῆς συνέγραψε ὁ Εὐστράτιος πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἠλιόφωτοι
Πέντε ἀκόμη μάρτυρες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων. Πέντε ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας «πεπελεκισμένοι, ὅπως λέει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, στὴν Ἀποκάλυψη, διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ».
Πέντε φωστῆρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ γνωστοὶ ὅλοι μὲ τ' ὄνομα: Ἅγιοι Ἠλιόφωτοι.
«Ἀθλοφόροι Κυρίου, μακαρία ἡ γῆ ἡ πιανθεῖσα τοὶς αἵμασιν ὑμῶν...».
Σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ παράδοση καὶ τοῦτοι οἱ ἅγιοι ἤσαν ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμάνους, ποὺ ᾖρθαν ὅπως εἴδαμε στὸ νησί μας, μετὰ τὴ δεύτερη Σταυροφορία.
Ὅταν τὸ πλοῖο τους τσακίστηκε στὰ νερὰ τῆς Πάφου, ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατὴς τρικυμίας, οἱ Ἀλαμάνοι αὐτοὶ ἅγιοι σκορπίστηκαν στὴν Κύπρο καὶ συνέχισαν ἐδῶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή τους στὰ μέρη ποὺ διάλεξαν.
Οἱ πέντε αὐτοὶ μακάριοι ἀθλητὲς ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση, ἀνέβηκαν στὸ βουνὸ Κορώνη, ἕνα βουνὸ κοντὰ στὸ χωριὸ Κάτω Μονή. Ἐκεῖ ἔστησαν τὸ ἀσκητήριό τους σὲ δυὸ σπηλιές, ποὺ βρῆκαν στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς πέντε αὐτοὺς ἀσκητές, ὁ Ἠλιόφωτος ἦταν καὶ ἱερέας καὶ πνευματικὸς πατέρας τῶν ἄλλων τεσσάρων. Ἀπὸ αὐτὸν μάλιστα πῆραν κι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ὄνομα Ἠλιόφωτοι μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ γνωστοὶ μεταξὺ τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ Ἐπαφρόδιτος ἔγινε βοσκός. Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν νὰ τὸν βοηθοῦν κι οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ συντηροῦν ἀκόμη κι ἄλλους. Βοσκοὶ λοιπὸν οἱ Ἅγιοί μας. Βοσκοὶ ἀλόγων, ἀλλὰ καὶ τέλειοι βοσκοὶ λογικῶν προβάτων.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ πρόβατα κι οἱ αἶγες των, πλήθαιναν καθημερινά, σὰν ἄλλοτε τοῦ μεγάλου Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων τοῦ Ἰακώβ. Πλήθαιναν σφόδρα – σφόδρα, κι ἔγιναν ἑκατοντάδες, πρᾶγμα ποὺ διαπιστούται ἀπὸ τὴν ἔκταση τοῦ χώρου, ποὺ κρατοῦσε ἡ μάνδρα τους. Καὶ σήμερα σῴζονται ἀκόμη στὸ χωριὸ Κάτω Μονὴ οἱ «Ἁγιόμανδρες τῶν Ἠλιοφώτων» μὲ τὰ πέτρινα γαλευτήρια, ποὺ ἦταν λαξευμένα ἐπάνω στὸν βράχο καὶ τ’ αὐλάκια ποὺ μετέφεραν τὸ γάλα ἀπὸ τὸ ἕνα γαλευτήρι στὸ ἄλλο κι ὑστέρα σμιγόταν ὅλο μαζί. Ἢ ὅλη ἔκταση ὑπολογίζεται γύρω στὰ δώδεκα περίπου στρέμματα.
Πλήθαιναν λοιπόν, τὰ πρόβατα. Πιὸ πολὺ ὅμως ἀπ' τὰ κοπάδια τῶν ἀλόγων προβάτων πλήθαιναν τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τρέχαν καθημερινὰ ἀπὸ τὰ γύρω μέρη κοντὰ στοὺς εὐλαβεῖς βοσκούς, γιὰ ν' ἀκούσουν μὲ προσοχὴ τὰ λόγια τους καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία τους.
Πόση δύναμη ἀλήθεια ἔχει τὸ καλὸ παράδειγμα τῶν ἐργατῶν τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελῶνα. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι γνώση. Εἶναι βίωμα. Εἶναι ζωή. Καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς καλοῦνται νὰ δίδουν ὅλοι οἱ πιστοί. Ἰδιαίτερα ὅμως καλοῦνται νὰ τὸ δίδουν οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ μπορέσουν ὅμως αὐτοὶ νὰ γίνουν ζωντανὰ παραδείγματα γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀνάγκη νὰ κάμουν κτῆμά τους τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ ζοῦν συνειδητὰ καὶ μὲ πολλὴ προσοχὴ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Χωρὶς τὴν ἀρετὴ αὐτή, ποὺ ‘ναι βασίλισσα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὁ ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους. Ἀντίθετα ὑπηρετεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του. Κι ὅπως πολὺ ὀρθὰ γράφει δόκιμος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, ὁ ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας στὴν περίπτωση αὐτὴ «δὲν ποιμαίνει, ἀλλὰ ποιμαίνεται καὶ τὸ ποιμαίνεται εἶναι κοντὰ μὲ τὸ «πιαίνεται».
Τὸν καλὸ καὶ ἀνεπαίσχυντο ἐργάτη στὰ μάτια τῶν ἄλλων δὲν τὸν ἐπιβάλλει ὁ θόρυβος κι ἡ κοσμικὴ λαμπρότητα, ἀλλὰ ἡ ταπείνωση κι ἡ ἁπλότητα. «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἡ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον», διακηρύττει καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ παράδειγμα τὸ πρᾶο καὶ ταπεινό, τὸ παράδειγμα μιᾶς ἐνάρετης ὑποδειγματικῆς ζωῆς προέβαλλαν γύρω τους οἱ πλούσιοι σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, μὰ πένητες σὲ ἐπίδειξη κι αὐτοπροβολὴ ἐργάτες τῆς ἀληθείας.
Μεγάλη χαρὰ δοκίμαζαν οἱ πιστοί, ὅταν τοὺς πλησίαζαν κι ἄκουαν τὰ λόγια τους, «λόγια ἁγνά, λόγια ζωῆς». Πιὸ μεγάλη χαρὰ ὅμως ἔνοιωθαν, ὅταν προσήρχοντο στὴν ἐκκλησιά, ποὺ ἔκτισαν οἱ Ἅγιοι, κι ἐκεῖ μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦσαν τὴ θεία λατρεία ποὺ μ’ εὐλάβεια αὐτοὶ ἀνέπεμπαν στὸν Κύριο τακτικά. Ἡ εὐσέβεια τῶν Ἁγίων κι ἡ κατάνυξη μὲ τὴν ὁποία προσέφεραν τὸ μυστήριό της ζωῆς, τὴ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ἔψαλλαν τοὺς ἱεροὺς ὕμνους συνεκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ ἀνύψωνε τὴν ψυχὴ ὅλων σὲ ἄλλους κόσμους.
Κάθε καλὸ ὅμως καὶ κάθε ζηλευτὸ ἔργο γίνεται κατὰ κανόνα καὶ ἐπίφθονο. Καὶ τὸ πνευματικὸ καὶ σωτήριο ἔργο τῶν ἁγίων Ἠλιοφώτων φθονήθηκε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τὸν διάβολο. Πολὺ φθονήθηκε.
Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τὸ νησί μας κυβερνοῦσε κάποιος ἡγεμόνας σκληρὸς κι ἄπιστος, ποὺ ὀνομαζόταν Σαβίνος. Ἔμαθε τὴν δράση τῶν Ἁγίων κι ἄναψε μέσα του ὁ θυμός. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ τοὺς κάλεσε μπροστά του. Καὶ τί τοὺς ζήτησε; Οὔτε λίγο, οὔτε πολύ τοὺς ζήτησε νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ Σωτῆρα μας. Νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ὀρθὴ πίστη.
Ἡ ἀπάντηση τῶν Ἁγίων στὴν πρότασή του ὑπῆρξε κατηγορηματική.
«Νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας; Ποτέ!», εἶπαν κι οἱ πέντε μ' ἕνα στόμα. Καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο αὐτὸν οὔτε θλίψη, οὔτε στενοχώρια, οὔτε βασανιστήρια, οὔτε κι αὐτὸς ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μᾶς λυγίσει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μᾶς κάμει ν' ἀρνηθοῦμε τὴν ἀλήθεια, τὴ σωστή μας πίστη!
Τὴ σταθερὴ ὁμολογία τῶν Ἁγίων ἀκολούθησαν τρομερὰ βασανιστήρια. Μαστίγωμα ἀνελέητο, φυλάκιση, ξέσχισμα τῆς σάρκας καὶ στὸ τέλος θάνατος μὲ ἀποκεφαλισμό.
Οἱ πιστοὶ μὲ πόνο καὶ δάκρυα πληροφορήθηκαν τὸ μαρτύριο τῶν πνευματικῶν τους Πατέρων. Ὅταν πέρασε ἡ μέρα κι ἡ νύχτα ἄρχισε νὰ σκεπάζει τὴ γῆ μὲ τὸ σκιερό της πέπλο τότε κι αὐτοὶ μ' εὐλάβεια πλησίασαν τὸν τόπο τῆς δραματικῆς ἐκτέλεσης τῶν μαρτύρων. Μὲ εὐλάβεια πλησίασαν, κι ἀφοῦ μὲ σεβασμὸ καὶ συγκίνηση περισυνέλεξαν τὰ ἱερὰ σκηνώματα, τὰ ἔθαψαν στὰ δυὸ σπήλαια, στὰ ὁποῖα οἱ Ἅγιοι συνήθιζαν νὰ προσεύχονται καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ὁποία ἦταν κτισμένη ἡ Ἐκκλησία. Στὸ ἕνα σπήλαιο ἔθαψαν τοὺς τρεῖς καὶ στὸ ἄλλο τοὺς δυό. Ἔθαψαν τὰ μαρτυρικὰ σώματα ψάλλοντες μέσα τους μὲ δάκρυα τοῦτο τὸν ὕμνο καὶ γιὰ τοὺς πέντε:
Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, τὴν πεντάριθμον δόξαν, ὑμνήσωμεν πιστοί, εὐφημίαν ᾀσμάτων, Ἠλιόφωτον, Ἀμμώνιον, Ἐπαφρόδιτον, Χουλέλαιον καὶ Εὐσθένιον οὗτοι ἤθλησαν μέχρι τομῆς καὶ θανάτου, οὗτοι στέφανον τῆς ἀφθαρσίας λαβόντες, αἰτούσι σωθήναι ἠμᾶς.
Τὰ ἅγια λείψανα τῶν μακαρίων Ὁσιομαρτύρων βρέθηκαν ἔπειτα ἀπὸ χρόνια, χάρη στὰ θαύματα ποὺ ἐγίνοντο καὶ γίνονται καὶ σήμερα στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ταφεῖ.
Δὲν μᾶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σ’ ὅλα τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων μὲ τὰ ὁποία ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιβράβευσε ἐκείνους, ποὺ μὲ πίστη κατέφυγαν στὴ χάρη τους. Θὰ σημειώσουμε μόνο δύο ἀπὸ αὐτὰ γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια ὅλων ἐκείνων, ποὺ θέλουν ὄχι μονάχα νὰ τὰ γνωρίσουν, μὰ καὶ νὰ πάρουν μέρος σ’ αὐτά. Καὶ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ πάρει μέρος, ἀρκεῖ νὰ πιστέψει. Ναί! Νὰ πιστέψει πραγματικά, γιατί τὰ θαύματα, τὰ ὁποιαδήποτε θαύματα, εἶναι παιδιὰ τῆς πίστης.
α) Στὸ χωριὸ Μαλούντα ἦταν ἕνας ἱερέας ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ καιρὸ μὲ τὰ χέρια του. Εἶχαν γεμίσει ἀπὸ ὀγκώματα, τὰ γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα σκάθαροι. Γιὰ θεραπεία του κατέφυγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς τοῦ καιροῦ του μὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀποκαρδιωτικό. Στὸ τέλος ὁ ἱερέας κατέφυγε καὶ στοὺς Ἁγίους. Ἔκαμε τάμα καὶ μ’ εὐλάβεια πῆγε στὴν χάρη τους. Ἐκεῖ μὲ πολλή του λύπη πρόσεξε, πὼς ἔλειπαν οἱ ἱερὲς κάρες τῶν Μαρτύρων. Ἐπίσης ἔλειπε καὶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα. Καταστενοχωρημένος ἔκαμε τὴν προσευχή του καὶ ξάπλωσε νὰ ξεκουραστεῖ. Σὲ λίγο, ὅταν τὸν πῆρε ὁ ὕπνος, εἶδε νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος τοῦ πέντε ἄνδρες, ποὺ σταμάτησαν μπροστά του καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπαν:
- Γέροντα! κατανοοῦμε τὴν θλίψη σου. Ὅμως παρηγορήσου. Καὶ ἂν κλάπηκαν τὰ λείψανά μας, δὲν χάθηκε κι ἡ προστασία μας. Πήγαινε, κᾶμε ἕνα ξύλινο κουτὶ καὶ βάλε μέσα ὅτι ἔμεινε ἀπὸ αὐτά, γιὰ νὰ θυμίζουν σὲ ὅλους τὴ ζωή μας, καὶ θὰ πάρεις αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.
Ὁ ἱερέας ἔκαμε ὅ,τι τοῦ ὑπέδειξαν οἱ Ἅγιοι. Ὅταν ξαναγύρισε κι ἄρχισε νὰ παίρνει καὶ νὰ τοποθετεῖ μέσα στὸ κουτὶ τὰ λείψανα ποὺ ἀπέμειναν, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ χέρια του θεραπεύτηκαν.
β) Μιὰ εὐλαβὴς γυναῖκα ἀπὸ τὴ Λευκωσία ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια. Πῆγε στὴ χάρη τῶν Ἁγίων, ἔκαμε λειτουργία καὶ στὸ τέλος ὁ ἱερέας τὴν σταύρωσε μὲ τὸ κουτί, ποὺ εἶχε μέσα τὰ ἱερὰ λείψανα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας τὴν σταύρωνε, ἡ γυναῖκα θεραπεύτηκε. Ἔγινε τελείως καλά. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θεραπεύτηκαν πολλοὶ ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ βαριὲς ποδαλγίες κι ἄλλες ἀρρώστιες.
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ» διακηρύττει ὁ ψαλμῳδός. Κι ἔχει ἀπόλυτα δίκαιο. Ὅσο καιρὸ θὰ στέκει τοῦτος ὁ κόσμος, ἡ θαυματουργικὴ χάρη τῶν Ἁγίων εἴτε ἀσκητὲς εἶναι τοῦτοι, εἴτε μάρτυρες, θὰ διαλαλεῖ παντοῦ τὰ μεγαλεία του Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ ἀθλητές, ποὺ ἀγωνίστηκαν τὸν καλὸ ἀγῶνα.
Τὸ παράδειγμά τους θέλει πάντα μιμητές. Ἰδιαίτερα σήμερα.
Θὰ θελήσουμε τέτοιοι νὰ γίνουμε ἐμεῖς; Ἀλήθεια! Θὰ θελήσουμε;
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο Ἦχος β’.
Ἀλαμανίας τοὺς γενναίους μάρτυρας, τοὺς τὰ τῆς γῆς καταλιπόντας ἅπαντα, συνελθόντες εὐφημήσωμεν ἀστέρας ὡς φαιδρούς, Ἠλιόφωτον, Ἐπαφρόδιτον, Ἀμμώνιον καὶ Χουλέλαιον ὁμοὺ σὺν τούτοις καὶ Εὐσθένιον καταστέψωμεν, χορείαν τιμῶν τες τὴν πεντάριθμον.
Ὁ Ἅγιος Ὀνησίφορος
Πολλοὶ εἶναι οἱ τρόποι, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μεταχειρίζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ λόγος τοῦ ψαλμῳδοῦ, «τὸ ἔλεός σου Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ἐπαναλαμβάνεται γιὰ τὸν καθένα μας κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα. Μᾶς κυνηγᾷ συνεχῶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. «Θέλει ὁ Κύριος πάντας ἀνθρώπους σωθήναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Α’ Τιμοθέου β’ 4).
Δηλαδή θέλει καὶ ἐπιμένει ὁ Κύριος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦμε.
Θέλει καὶ δίνει τὶς εὐκαιρίες σὲ ὅλους μας νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ βαδίσουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν πλάνη τὸν δρόμο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας.
Τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θέληση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας τὴν βλέπουμε, σὰν προσέξουμε στὴ ζωὴ ὅλων μας.
Ἰδιαίτερα ὅμως μποροῦμε νὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων της Πίστεώς μας.
Μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἅγιο Ὀνησίφορο, ποὺ ᾖρθε κι ἔζησε στὴν Κύπρο μας, θὰ ἀσχοληθοῦμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἡ ζωὴ κι οἱ ἀγῶνες του πολλὰ ἔχουν νὰ μᾶς δώσουν.
Πότε γεννήθηκε καὶ ἤκμασε ὁ ἅγιος αὐτὸς δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς γεννήθηκε στὴ Βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν πρωτεύουσα «τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης» Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι, μὰ καὶ πολὺ πλούσιοι κι εἶχαν τιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς τότε ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Παρὰ τὴν ξεχωριστὴ ὅμως τούτη προβολή τους, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔμειναν μέχρι τέλους πιστοὶ καὶ ταπεινοί.
Ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, ὅπως ἦταν φυσικό, πῆρε ὁ Ὀνησίφορος ἀπὸ αὐτὴ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τὴν ἀνάλογο χριστιανικὴ μόρφωση κι ἀνατροφή. Ἄφθονο κάθε μέρα τοῦ προσφερόταν τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτὸ ποὺ ψάλλει κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἐκ ρίζης ἀγαθῆς ἀγαθὸς ἐβλάστησε καρπός, ὁ ἐκ βρέφους ἱερὸς Ὀνησίφορος, χάριτι μᾶλλον ἡ γάλακτι τραφεῖς». Ἀπὸ ἅγια ρίζα, ἅγιος καὶ ὁ καρπός. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου. Μεγάλη δύναμη ἀλήθεια ἔπαιζε σ' αὐτὸ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Ἂν τὸ προσέχαμε κι ἂν τὸ σκεφτόμαστε τοῦτο οἱ γονεῖς, πόσο κερδισμένοι θὰ ἤμασταν τόσο ἐμεῖς, ὅσο καὶ τὰ παιδιά μας! Κι αὐτὰ πόσο πιὸ δυνατὰ θὰ ἤσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ νικήσουν! Γιατί ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία κυνηγᾷ ὁ πονηρὸς τὸν καθένα μας. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία στήνει τὶς παγίδες του καὶ ρίχνει τὰ βέλη του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ καλὸ παιδί, τὸν Ὀνησίφορο.
Πολλὲς ἤσαν οἱ παγίδες ποὺ ὁ πονηρός τοῦ ἔστηνε καὶ πιὸ πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ τὸν πολιορκοῦσαν καθημερινά. Ὅμως μὲ τὰ ὄπλα τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς καὶ μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ μεγάλωνε μέσα του κι ὁ ἱερὸς πόθος πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό. Μέσα στὸ παλάτι συνήθως κυκλοφορεῖ. Ὅμως δὲν παρασύρεται. Ἡ λάμψη τῶν ἀξιωμάτων, τὰ ὁποία τοῦ προσφέρονται ἀπὸ νωρίς, δὲν τοῦ θολώνουν τὸ μυαλό. Νεώτατος χάρις τὴν σοφία καὶ τὴ σύνεση καὶ τὶς γνώσεις του ἔγινε Αὐγουστάλιος, δηλαδὴ ναύαρχος τοῦ στόλου τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Κι ὅμως ὁ Ὀνησίφορος δὲν ξιππάζεται, δὲν ὑπερηφανεύεται. Δὲν ἀλλάζει τρόπους ζωῆς. Μὲ βαθιὰ συναίσθηση τῆς θέσεώς του φροντίζει ἀπ' τὴν πρώτη στιγμὴ πὼς νὰ αὐξήσει μὲ κατάλληλα καράβια τὸν στόλο τῆς Αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐχθροὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴ δύναμή της. Κι ἄλλοι τόσοι ἐκεῖνοι ποὺ φθονοῦν τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο της. Τὰ βλέπει αὐτὰ ὁ συνετὸς νέος καὶ σπεύδει νὰ ἑτοιμασθεῖ. Δὲν πρόφτασε ὅμως. Κάποιο πρωϊνὸ τὰ ἐχθρικὰ καράβια πλέουν πρὸς τὴν Πόλη. Κι ὁ Ὀνησίφορος, μολονότι ἀνέτοιμος, κινεῖται νὰ τὰ ἀνακόψει. Στὴ ναυμαχία ποὺ ἔγινε, «κρίμασιν οἲς οἶδε Κύριος», τὰ ἑλληνικὰ ἐκεῖνα καράβια, ποὺ ἔπλευσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἐχθρὸ διελύθησαν. Μόνο ἡ ναυαρχίδα διασώθηκε, στὴν ὁποία βρισκόταν κι ὁ Ἅγιος.
Ἡ ἧττα αὐτὴ συνεκλόνισε τὸν φιλότιμο νέο, ποὺ συντετριμμένος ἐγκαταλείπει τὴ σταδιοδρομία του καὶ μὲ δέκα ἄλλους συντρόφους ἔρχεται στὴν Κύπρο καὶ βγαίνει ἐκεῖ στὴν Πάφο.
«Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα», λέγει κι ἐπαναλαμβάνει μοναχός του. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα», προσθέτουν οἱ ἄλλοι κι ἀποφασίζουν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή, τὴ μοναχική. Τὸ περιστατικό, ποὺ τοὺς συνέβη, τὸ θεωροῦν σὰν ἐπέμβαση Θεοῦ καὶ σὰν ὑπόδειξη πὼς γιὰ κάπου ἄλλου τοὺς προορίζει. Γι' αὐτὸ δὲν ἀπογοητεύονται. Δὲν ἐλεεινολογοῦν τὴν τύχη τους, ὅπως συνήθως κάμνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου. Φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο συνιστᾷ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο γιὰ τὰ εὐχάριστα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ φαινομενικὰ φαίνονται δυσάρεστα, δοξολογοῦν τὸν Θεό, καὶ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ χωρίζονται καὶ προχωρεῖ ὁ καθένας καὶ σ’ ἕνα μέρος.
Ὁ φιλόθεος νέος, ὁ Ὀνησίφορος, ἀφοῦ περιόδευσε διάφορους τόπους, ᾖλθε πρὸς τὰ μέρη τοῦ χωριοῦ Ἀναρίτα. Ἡ ἡσυχία, τὸ ἄφθονο πράσινο τοῦ ὄμορφου ἐκείνου τοπίου τοῦ ἱκανοποιοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ φλογίζουν τὴν καρδιά. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» κυκλοφοροῦν συνέχεια στὸ μυαλό του καὶ τοῦ θεριεύουν τὴν ἱερὴ ἀπόφαση. Τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσει πιὰ μὲ ὁδηγὸ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἕνας ὁ εὐγενὴς ὁραματισμός του. Νὰ μπορέσει κάποια μέρα νὰ ἀναφωνήσει κι αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγῶ· ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ πόθου χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὁ καλομαθημένος νέος δὲν διστάζει νὰ ἀνταλλάξει τὴν καλοπέραση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, μὰ καὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τὶς σχέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσκητοῦ. Μιὰ σπηλιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ γίνεται τώρα ὁ τόπος διαμονῆς καὶ τὸ ἀσκητήριό του. Μέσα σ' αὐτὴ ὁ φλογερὸς νέος «παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιε’ 40) ὁλόψυχα μὲ ζῆλο θερμουργὸ καὶ σύνεση βαδίζει σταθερὰ τῆς ἀρετῆς «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ζωήν». Ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε γήινη φροντίδα, μιὰ φροντίδα ἒχει· πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτύχει τὸν ἱερὸ ὁραματισμό του.
Μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε ἀρετή, σὰν προσεκτικὸς γεωργός, φροντίζει καθημερινὰ καὶ μὲ σκληρὸ ἀγῶνα προσπαθεῖ νὰ ξερριζώνει ἀπὸ τῆς ψυχῆς του τὸ χωράφι τὰ διάφορα ἀγκάθια τῶν παθῶν. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ δοκιμάζει μέσα σ’ ἐκείνη τὴ στενὴ καὶ ὑγρὴ σπηλιὰ εἶναι ἀφάνταστα πολλοί. Ὁ πιστὸς ὅμως καὶ ἀνύστακτος ἀσκητὴς μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοὺς ἀνατρέπει ὅλους καὶ κατορθώνει σὲ κάθε περίσταση νὰ ξεπληρώνει τὴν προφητικὴ φωνή, ποὺ λέγει: «Νεώσατε ἐαυτοίς, νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐν ἀκάνθαις». Δηλαδὴ βγάλτε ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σας τὰ ἀγκάθια καὶ κάνετέ το καινούργιο. Ξεχερσῶστε το, ὥστε νὰ γίνει κατάλληλο γιὰ τὴ νέα καρποφορία. Προσοχή. Μὴ σπέρνετε ποτὲ σὲ χωράφι ποὺ εἶναι γεμάτο ἀγκάθια (Ἱερεμ. δ’ 3).
Στὸ ἐρημικὸ ἐκεῖνο μέρος περνᾶ τὶς ἡμέρες του ὁ Ὅσιός μας. Τὸ σῶμα του δὲν διστάζει νὰ τὸ ταλαιπωρεῖ μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ νὰ τὸ ὑποτάσσει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως καὶ στὴν ψυχή του δὲν ἀμελεῖ νὰ προσφέρει κάθε πνευματικὴ τροφή. Μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρα του, μὲ τὴν πραότητα στὴ συμπεριφορά του καὶ μὲ τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ φροντίζει νὰ ἔχει στὴν καρδιά του σὰν θεμέλιο τῆς ζωῆς του, κατορθώνει νὰ βγαίνει πάντα νικητὴς στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Γι' αὐτὸ καὶ πλούσια δέχεται ἐπάνω του τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος σύμφωνα μὲ τὰ θεία λόγια τοῦ προφήτου ποὺ λέγει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἡ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;». Δηλαδὴ σὲ ποιὸν ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ ρίψω στοργικὸ καὶ προστατευτικὸ τὸ βλέμμα μου, παρὰ μονάχα στὸν ἄνθρωπο τὸν ταπεινό, τὸν ἥσυχο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ τρέμει μὲ σεβασμὸ σὰν ἀκούει τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόζει στὴ ζωή του; (Ἠσαΐου ξστ’ 22). Ἀλήθεια στὸν ταπεινὸ καὶ πρᾶο ἐπαναπαύεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ σὰν πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν, ποὺ θέλει νὰ ἀνεβοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ποθοῦν νὰ γίνουν δικοί του, βάζει τῆς ταπεινοφροσύνης τὸ σκαλοπάτι. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» διακηρύττει γι' αὐτούς.
Εὐτυχισμένοι δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ συναισθάνονται τὴ μικρότητά τους καὶ ταπεινώνονται. Ἔχουν φρόνημα ταπεινό. Εὐτυχισμένοι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ προχωρώντας ὁ Κύριος προσθέτει: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». Εὐτυχισμένοι, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πρᾶοι καὶ δὲν θυμώνουν, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν κάποια μέρα τὴ νέα γῆ, τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πρᾶοι καὶ εἰρηνικοί, γιατί ἡ πραότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς ταπεινοφροσύνης, ἀποτελεῖ βασικὸ παράγοντα εὐτυχίας κι εὐλογημένης ζωῆς.
Ὑπέροχο παράδειγμα τῶν δυὸ αὐτῶν ἀρετῶν ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, αὐτὸν τὸν ἴδιο ἑαυτό Του. «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχαὶς ὑμῶν» (Μάτθ. ια’ 29). Ταπεινὸς ὁ Κύριος καὶ πρᾶος. Ταπεινοὶ καὶ πρᾶοι πρέπει νὰ εἶναι κι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ νοσταλγοῦν καὶ θέλουν νὰ ἐπαναπαύεται ἐπάνω τους ἡ θεία χάρις. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς εὐλογίας αὐτῆς θὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν νὰ αὐξάνεται ἐπάνω τους ἡ παρρησία τους μπροστὰ στὸν Θεό.
Καὶ ἡ παρρησία τοῦ ὁσίου Ὀνησιφόρου μπροστὰ στὸν Θεὸ μεγαλώνει ἡμέρα μὲ τὴ ἡμέρα. Τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἡ συντετριμμένη ἐκείνη ψυχὴ χύνει καὶ βρέχει τὴ στρωμνὴ της κάθε μέρα, γίνονται γι' αὐτὴν πηγὴ εὐλογιῶν. Πλεῖστα ὅσα θαύματα προσφέρει ζωντανὸς ἀκόμη σὲ πονεμένους κι ἀναξιοπαθοῦντας. Γιατί, ὅπως «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὅρους κειμένη», ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας ἡ ζωὴ πολὺ γρήγορα εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ ὅσους κατοικοῦσαν στὰ γύρω χωριά. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἔτρεχαν στὴ σπηλιά του καὶ σὰν διψασμένα ἐλάφια τοῦ ζητοῦσαν λόγια Θεοῦ. Κι αὐτὸς μὲ τὴν πνευματικὴ πεῖρα ποὺ διέθετε, τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς δίδασκε, πάντα μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη πατρικὴ «τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοὶς ἀνθρώποις» (Τίτ. γ’ 8).
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία τοῦ θεοφόρου ἀσκητὴ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία εὐλαβικὴ προσφορὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσάψει ὁποιανδήποτε μομφή, πὼς ζητοῦσε «τὴν ἰδὶαν δόξαν» (Ἰωάν. ζ’ 18). Γιὰ τοῦτο κι «ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀπόκ. 6, 29) τὸν ἐτίμησε μὲ θεία δόξα.
Τὸν ἐτίμησε μὲ ἰδιαίτερες δωρεὲς καὶ χαρίσματα. Τοῦ ἔδωσε πλούσια τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας. Πολλὰ θαύματα καὶ ἰατρεῖες ἐπενεργοῦσε καθημερινά. Θεραπεῖες δαιμονισμένων, λεπρῶν, καρκινοπαθῶν, παθήσεων ματιῶν κι ἕνα σωρὸ ἄλλων ἀσθενειῶν. Σὲ μία περίοδο τρομερῆς ἀνομβρίας μὲ τὴν θερμὴ προσευχή του σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία ἄνοιξε τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβασε βροχὲς εὐεργετικές, ποὺ δρόσισαν ὄχι μονάχα ἀνθρώπους καὶ ζῷα, ἀλλὰ καὶ πότισαν τὴν διψασμένη γῆ. Στὸ πρόσωπό του ἔβρισκαν οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρρησία, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία κι οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά. Αὐτὰ ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Μὰ κι ὅταν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, καὶ πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε «δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν». Θριαμβευτὴς μπῆκε ὁ φλογερὸς ἀσκητὴς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορινθ. δ’ 15). Κι ἀπὸ ἐκεῖ συνεχίζει τὰ εὐεργετικὰ θαύματά του σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ συντριβὴ ψυχὴς καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία του.
Δυστυχῶς τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου εἶναι ἀκαθόριστο σήμερα. Ὁ χρόνος τὸ ἔχει ἐξαφανίσει καὶ ὁ χῶρος ἔχει καταχωσθεῖ. Ἔξω ὅμως ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ στὸ Ν.Α. ἄκρον τοῦ κοιμητηρίου βλέπει κανεὶς ἕνα ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὰ χέρια του. Ἡ μικρὴ αὐτὴ Βυζαντινὴ ἐκκλησοῦλα εἶναι μονόκλιτος καὶ μὲ στέγη καμαρωτή, στενόμακρη 10.80μ. ἐπὶ 3.60μ. Δυστυχῶς ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἔπαψε καὶ νὰ λειτουργεῖται. Γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησοῦλα ὑπάρχουν θεμέλια κελλιῶν, ποὺ μαρτυροῦν ὅτι κάποτε ἐκεῖ ἦταν κτισμένη καὶ Ἱερὰ Μονὴ πρὸς τιμὴ τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου.
Οἱ περιπέτειες τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας ἔγιναν αἰτία πολλοὶ πνευματικοὶ θησαυροί μας νὰ χαθοῦν. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ θαυματουργὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γιὰ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸ χωριὸ καὶ φυλασσόταν σὲ μία λάρνακα. Ἀπὸ καιρὸ ὅμως χάθηκε καὶ κανένας δὲν ξέρει τίποτε γι' αὐτό.
Νοερὰ οἱ προσκυνητές, ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Ἀναρίτα γονατίζουν ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία κι ἐπικαλοῦνται τὴ μεσιτεία καὶ τὴ βοήθειά του.
Τὴ μεσιτεία του ἂς ἐκζητοῦμε κι ἐμεῖς.
Σήμερα μάλιστα, ποὺ τὸ νησί μας περνᾷ τὶς πιὸ δύσκολες ἥμερες τῆς τετραχιλιόχρονης ἑλληνοχριστινικῆς ζωῆς του, ἂς καταφεύγουμε μὲ πίστη στὸν Ἅγιό μας κι ἂς τοῦ ζητοῦμε τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ βοήθειά του στὰ πολλαπλὰ προβλήματά μας.
Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἦταν ἡ ἧττα τοῦ στόλου, ποὺ κυβερνοῦσε. Ἐπίσκεψη θλιβερή. Τὴν δέχτηκε, ὅπως δεχόταν καὶ τὶς πλούσιες εὐεργεσίες, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ πρόσφερε. Τὴν δέχτηκε μὲ εὐγνωμοσύνη κι ἔδωκε τὴν καρδιά του στὸν Κύριο. Πάλεψε μὲ «τὸν Ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ νίκησε. Μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Ἄπειρες οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ δοκιμάζουμε ὅλοι μας. Στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός μας στέκει ὁ Κύριος καὶ μᾶς λέγει: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξει τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκαλ. γ’ 20). Ὁ συνετὸς νέος Ὀνησίφορος στὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἤκουσε κι ἔσπευσε κι ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του στὸν τιμημένο ξένο. Τὴν εὐλογημένη αὐτὴ πράξη τοῦ φιλόθεου νέου, θὰ θελήσουμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἀντιγράψουμε; Τὴν ἀπάντηση ἂς σπεύσει ὁ καθένας νὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος στὸν Κύριο. Τὸ ἀποτέλεσμά μας εἶναι γνωστό. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ποὺ διψοῦμε ὅλοι μας, κι ὁ πόθος μας γιὰ ἐθνικὴ δικαίωση δὲν θὰ μείνει καυτὸς πόθος καὶ γλυκὺς ὁραματισμός, μὰ θὰ γίνει ζωντανὴ πραγματικότητα.
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ' Θείας πίστεως.
Θείοις θαύμασι κατεπλουτίσθη, πάτερ ὅσιε Ὀνησίφορε, ἡ τῆς Πάφου Ἁγία Μητρόπολις- τὸν ἄσυλον θησαυρὸν ἡ Ἀναρίτις ἐκτήσατο, ἔχουσα τὴν λάρνακα τῶν ἁγίων λειψάνων σου· ἡ καὶ βρύει ἀεννάως ἰάσεις εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ ἐν Τριάδι.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητα του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιο Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού, και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιο Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτα όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
«Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην καί β) προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, διά ψήφων κανονικῶν ἐξελέξατο παμψηφεί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτην κ. Εἰρηναῖον Ἀβραμίδην, διακονοῦντα ἐν Παρισίοις, Βοηθόν Ἐπίσκοπον παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Γαλλίας κυρίῳ Ἐμμανουήλ, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου.
Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2015
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου»
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος.
Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα·
χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα.
Χαῖρε βρύσις ἡ πολύκρουνος ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν·
χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν.
Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου·
χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου.
Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος·
χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος.
Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης·
χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης.
Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων.
Οἱ Ἅγιοι Πρόκλος καὶ Ἱλάριος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι μάρτυρες Πρόκλος καὶ Ἱλάριος, ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων Τραϊνοῦ καὶ τοῦ ἡγεμόνα Μαξίμου.
Πρῶτος συνελήφθη ὁ Ἅγιος Πρόκλος καὶ ἀφοῦ διακήρυξε τὴν πίστη του στὸν Θεὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα νὰ ὑποβληθεῖ σὲ βασανιστήρια. Πρῶτα λοιπὸν τοῦ ἔκαψαν τὴν κοιλιὰ μὲ ἀναμμένους δαυλούς, στὴν συνέχεια τοῦ ξέσκισαν ὅλο τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα τὸν κρέμασαν καὶ τέλος πάρθηκε ἡ ἀπόφαση νὰ θανατωθεῖ μὲ τόξα.
Καθ’ ὁδὸν λοιπὸν πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Ἅγιος συνάντησε τὸν ἀνεψιό του Ἱλάριο, ὁ ὁποῖος χαιρέτησε τὸν θεῖο του. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο συνελήφθη. Ἔτσι ἀφοῦ θανατώθηκε ὁ Ἅγιος Πρόκλος μὲ τὰ τόξα, στὴ συνέχεια θανατώθηκε καὶ ὁ Ἱλάριος, ἀφοῦ πρῶτα ρωτήθηκε ἂν εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός.
Ἔτσι ἔλαβαν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σταυροῦ τὴν πανοπλίαν ἱερῶς ἐνδυσάμενοι, Ἱλάριε καὶ Πρόκλε, ὑπὲρ φύσιν ἠθλήσατε, καὶ δόξης οὐρανίου κοινωνοί, ἐδείχθητε ὡς μέτοχοι Χριστοῦ· διὰ τοῦτο χαρισμάτων ταῖς δωρεαῖς, πυρσεύετε τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς συγγενεῖς, καὶ ἐν τοῖς τρόποις σύμψυχοι, καὶ ἐν παντί, ὁμονοοῦντες ὤφθητε, Πρόκλε Μάρτυς ἀξιάγαστε, σὺν Ἱλαρίῳ τῷ θεόφρονι· τὸ πάθος γὰρ Χριστοῦ ἐξεικονίσαντες, τῆς παρ’ αὐτοῦ εὐκλείας ἠξιώθητε, αἰτούμενοι πᾶσι θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Βλέπων σε Ἱλάριος ὁ κλεινός, κατηγλαϊσμένον, Μάρτυς Πρόκλε ἀθλητικῶς, κοινωνός σοι ὤφθη, Χριστὸν ὁμολογήσας· ἔνθεν τῆς ἄνω δόξης, ἄμφω ἐτύχετε.
Ἡ Ἁγία Βερονίκη
Ἡ Ἁγία Βερονίκη, ἔζησε καὶ ἔδρασε γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν πόλη Πανεάδα. Ἀξιώθηκε μάλιστα νὰ συναντήσει τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὴν θεράπευσε ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ αἱμορραγία ποὺ εἶχε. Γιὰ νὰ τιμήσει καὶ νὰ εὐχαριστήσει λοιπὸν τὸν Κύριο, ἔκανε ἕναν ἀνδριάντα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν καὶ προσκυνοῦν οἱ πιστοί.
Μετὰ ἔγινε μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ἀπεβίωσε σὲ βαθιὰ γεράματα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὑροῦσα τὴν ἴασην, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἐθεράπευσας, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, καὶ βίου σεμνότητος· ὅθεν τῆς οὐρανίου, μετασχοῦσα εὐκλείας, πρέσβευε τῷ Κυρίῳ, Βερονίκη Ἁγία, ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων, τὰ σὰ προτερήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, θερμῇ τῇ πίστει, καὶ τυχοῦσα πάνσεμνε, τῆς θεραπείας παρ’ αὐτοῦ, δι’ ἀρετῆς κατηξίωσαι, ὦ Βερονίκη τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτος τυχοῦσα παρὰ Χριστοῦ, βίον Βερονίκη, ἐβιώσω θεοφιλῆ, οὗπερ ἐν ταῖς τρίβοις, ὀδήγει ταῖς λιταῖς σου, τοὺς τῇ θερμῇ πρεσβείᾳ σου καταφεύγοντας.
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ὁ νέος
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Σεβήρου (103 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἄνδρας θεοσεβὴς καὶ ἀγαθὸς στὴν προαίρεση.
Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Ἀκύλα καὶ ὅταν ρωτήθηκε ποιᾶς θρησκείας εἶναι, ὁμολόγησε μὲ θάρρος, ὅτι πιστεύει καὶ σέβεται τὸν Χριστό.
Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό, λαμβάνοντας ἔτσι τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας ὁ Στρατηλάτης, Ἡράκλειος, Φαῦστος, Μηνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τους
Μάρτυρες, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε κανένα βιογραφικό τους στοιχεῖο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μάμας πέραν ἐν τῷ Σίγματι
Ἴσως πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο Μάρτυρα, ποὺ ἡ μνήμη τοῦ γίνεται τὴν 2α Σεπτεμβρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Μαλεῖνος, πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Κωνσταντίνου Ζ’ καὶ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους, τὸν Εὐδόκιμο καὶ τὴν Ἀναστασῶ. Ὁ παππούς του ἀπὸ τὸν πατέρα του, Εὐστάθιος, κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου. Ὁ δὲ παππούς του ἀπὸ τὴ μητέρα του, Ἀδράλεστος, εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Μανουὴλ - αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του - ἀνατράφηκε μέσα στ’ ἀνάκτορα, ἀλλὰ γρήγορα κατάλαβε τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκόσμιων τιμῶν καὶ ἀγαθῶν καὶ γὶ αὐτὸ κατέφυγε στὸ ὅρος τοῦ Κύμινα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιο μοναχὸ γέροντα μεγάλης ἀρετῆς, τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν παρεκάλεσε νὰ μείνει κοντά. Ὁ γέροντας μὲ ἐπιφύλαξη τὸν δέχτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πατέρας του ἐντόπισε ποὺ βρίσκεται καὶ μὲ διάφορες παρακλήσεις τὸν ἔφερε στὸ σπίτι.
Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες καὶ μὲ τὴν ἄδεια αὐτὴ τὴν φορὰ τῶν γονέων του, ἐπέστρεψε στὸν γέροντά του, ποὺ τὸν δέχτηκε μὲ χαρὰ μεγάλη. Μετὰ τρία ἔτη δοκιμασίας, ὁ Μανουὴλ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Ἀργότερα, ὅταν πέθανε ὁ γέροντάς του Ἰωάννης, ὁ Μιχαήλ μὲ τὴν μεγάλη πατρικὴ κληρονομιὰ ποὺ ἀπόκτησε ὑπῆρξε μεγάλος δωρητὴς τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων.
Ἐπίσης ἵδρυσε τὴν περίφημη μεγάλη Λαύρα τοῦ Κύμινα, ὅπου σχηματίστηκε πολυάριθμη ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ ὀργάνωσε κοινοβιακὰ καὶ τὴν συνέδεσε μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ Μονὴ πέρασαν πολλὲς ἐκλεκτὲς ψυχές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἱδρυτὴς τῆς μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ μονὴ τοῦ Κύμινα διακρίθηκε γιὰ τοὺς καλλιγράφους της καὶ ἀντιγραφεῖς ἱερῶν βιβλίων.
Σὲ ἡλικία προχωρημένη, ἀλλὰ ἀκμαῖος στὴν πίστη καὶ τὸ πνεῦμα, ὁ Μιχαὴλ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου Ἐπισκόπου Ἄσσου Μυτιλήνης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἦταν χριστιανὴ παρθένος, ποὺ μὲ τὸ αἷμά της σφράγισε τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν αὐταπάρνησή της καταντρόπιασε τοὺς ἰσχυροὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐφημία καταγόταν ἀπὸ τὴ Χαλκηδόνα καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φιλόφρων καὶ Θεοδοσιανή. Μόρφωσαν τὴν κόρη τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐφημία ἀπὸ πολὺ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὸν ἅγιο ζῆλο της, τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὴ φιλανθρωπία της. Ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα, καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες νέοι περίμεναν ἔστω ἕνα ἐνθαρρυντικὸ χαμόγελό της. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ παρθένος διατηροῦσε ἀκηλίδωτη τὴν ἁγνότητά της καὶ εἶχε ἀφοσιωμένη τὴν καρδιά της στὸν Θεό, στὴν περιποίηση τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀπροστάτευτων ὀρφανῶν.
Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Εὐφημία συνελήφθη καὶ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανή. Τότε ὁ κριτής, ὑπολογίζοντας στὴν ἀδύνατη γυναικεία φύση της, τὴν καταδίκασε σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Ὅμως ἡ Εὐφημία ἀναδείχθηκε πολὺ ἰσχυρότερη τῶν βασανιστῶν της καὶ ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Στὸ τέλος τὴν ἔριξαν τροφὴ στὰ θηρία.
Δίδαξε ἔτσι μὲ τὸ παράδειγμά της, πὼς μπορεῖ οἱ χριστιανοὶ νὰ φαίνονται στὸν κόσμο ἀδύνατοι, ἀλλὰ «τὰ ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἶνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά». Δηλαδή, τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταντροπιάσει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἰσχυρὴ κοσμικὴ ἐπιρροή.
Ὅμως, αὐτὴν τὴν ἡμέρα, γίνεται ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἁγία Εὐφημία, ὅταν, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχερίας, συντάχθηκαν δυὸ τόμοι ποὺ περιεῖχαν τὸν ὅρο τῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα (451) καὶ ἦταν ἕνας τῶν ὀρθοδόξων καὶ ἕνας τῶν Μονοφυσιτῶν. Γιὰ νὰ πάψει λοιπὸν ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν δυὸ πλευρῶν, ἀποφασίστηκε νὰ τεθοῦν καὶ οἱ δυὸ τόμοι μέσα στὴ λάρνακα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, γιὰ νὰ φανεῖ ποιὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ δεχθεῖ ἡ Ἁγία. Μετὰ τὴν ἀποσφράγιση τῆς λάρνακας, βρέθηκε ὁ μὲν τῶν αἱρετικῶν τόμος στὰ πόδια τῆς Ἁγίας πεταμένος, ὁ δὲ τῶν ὀρθοδόξων στὸ στῆθος της.
(Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ κυρίως μνήμη τοῦ μαρτυρίου τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τελεῖται στὶς 16 Σεπτεμβρίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Λίαν εὔφρανας, τοὺς Ὀρθοδόξους, καὶ κατῄσχυνας, τοὺς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· τῆς γὰρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἃ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Ἀγῶνας ἐν ἀθλήσει, ἀγῶνας ἐν τῇ πίστει κατεβάλου θερμῶς, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου. Ἀλλὰ καὶ νῦν, ὡς τὰς αἱρέσεις, καὶ ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, ἐν τοῖς ποσὶ τῶν βασιλέων ἡμῶν ὑποταγῆναι πρέσβευε, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὑπὸ ἑξακοσίων τριάκοντα, θεοφόρων Πατέρων, τὸν Ὅρον λαβοῦσα, καὶ φυλάττουσα πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Πίστιν βεβαιοῦσα τὴν ἀληθῆ, δι’ ἣν Εὐφημία, σφαγιάζῃ ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρεις, τὸν Τόμον τῶν Πατέρων, ποσὶ δὲ ἀπορρίπτεις, τὸν τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Ἅγιος Κινδέος ὁ Πρεσβύτερος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη Ταλμενία τῆς Παμφυλίας Σίδης (290 μ.Χ.), καὶ ἐργαζόταν μὲ πολλὴ δραστηριότητα, γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Γι’ αὐτό, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Στρατόνικο καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ. Στὸ δρόμο ὅμως γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς, αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὰ ξύλα γιὰ τὴ φωτιά, ξαφνικὰ ἀρρώστησε καὶ ἔπεσε κάτω. Τότε, ὁ ἐπικεφαλὴς τοῦ ἀποσπάσματος, διέταξε κάποιον ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ σηκώσει καὶ νὰ μεταφέρει τὰ ξύλα. Ἀλλὰ ὁ γενναῖος χριστιανὸς μάρτυρας, παρακάλεσε νὰ βάλλουν στοὺς δικούς του ὤμους τὰ ξύλα, καὶ νὰ μεταφέρει αὐτὸς τὰ ὑλικά τοῦ μαρτυρίου του.
Τὴν ἴδια γενναιότητα ἐπέδειξε ὁ ἅγιος Κινδέος καὶ στὴν φωτιά. Ἐνῷ τὸν εἶχαν πάνω στὰ ξύλα, καὶ πρὶν οἱ φλόγες τὸν καλύψουν, δίδασκε τοὺς παρευρισκομένους μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προσέλθουν στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, ἐνῷ παρέδιδε τὴν ψυχή του καιόμενος μέσα στὶς φλόγες, κέρδιζε ἄλλη μεγάλη νίκη. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἔκπληκτος μπροστὰ σὲ τέτοιο θάνατο, πίστεψε στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του. Γιὰ ν’ ἀποδειχθεῖ ἀκόμα μιὰ φορὰ τὸ ἀκατάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ὅταν αὐτὴ κηρύττεται μὲ αὐταπάρνηση.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ ἐν τὴ Μάνδρᾳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ μαχαῖρι. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μαρτυροκλής ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἐκτοξευμένα βέλη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Βρυούλλων
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου, ἀλλὰ οὔτε μαρτύριο οὔτε συναξάρι αὐτοῦ σῴζεται. Μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ ἄγνωστο καὶ ἐκδόθηκε ἀπὸ παλιὰ χειρόγραφα στὴν Ἀθῆνα τὸ 1898.
Εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν νέο Ὁσιομάρτυρα Νεκτάριο ἀπὸ τὰ Βρύουλλα καὶ ἀντιγράφηκε λάθος τὸ ὄνομά του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος
Ἀσκήτευε στὰ ὅρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου καὶ ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἐλβασᾶν
Ὁ νέος αὐτὸς Ὁσιομάρτυρας καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἐλβασᾶν τῆς Ἠπείρου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς.
Ὅταν μεγάλωσε στὴν ἡλικία, παντρεύτηκε χριστιανὴ γυναῖκα καὶ ἀπέκτησε παιδιά. Παρακινήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἔγινε μωαμεθανός. Κατόπιν βίαια περιέτεμε καὶ τὰ παιδιά του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα, ποὺ οἱ χριστιανοὶ κρυφὰ φυγάδευσαν στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ὅταν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ βρεῖ τὸ παιδί του καὶ νὰ τὸ ἐξισλαμίσει, μετανόησε, ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμὸ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου, γι' αὐτὸ καὶ προετοιμάστηκε μὲ ἄσκηση, νηστεία καὶ πολλὴ προσευχή. Κατόπιν πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μὲ νηστεία καὶ ἐγκράτεια σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πορείας του, ἔφθασε στὸ Ἐλβασᾶν. Ἐκεῖ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν πασά. Ἀπέρριψε ὅλες τὶς κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἀγριεμένο πλῆθος, ποὺ γιὰ τρεῖς ἡμέρες τὸν βασάνιζαν ἀνελέητα.
Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὅπου μετὰ ἀπὸ προσευχὴ ποὺ ἔκανε, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 11 Ἰουλίου 1722.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας ἀπὸ τὰ Βρύουλλα ἢ Βουρλά
Γεννήθηκε ἀπὸ φτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ Βρύουλλα ἢ Βουρλὰ τῆς Ἐφέσου καὶ ὀνομαζόταν Νικόλαος. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ 17 ἐτῶν μπῆκε μὲ μισθὸ στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἀγά.
Μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι νέους χριστιανούς, ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐξισλαμίστηκε, διότι πίστεψαν ὅτι οἱ γονεῖς τους πέθαναν ἀπὸ κάποια ἐπιδημία.
Ὅταν ὅμως ὁ Νικόλαος γύρισε στὰ Βουρλά, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ζοῦσε καὶ ἔτρεξε μὲ χαρὰ κοντά της. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα, ὅταν εἶδε μὲ τούρκικα ροῦχα τὸν γιό της, τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του ὅτι, ἐγὼ δὲν γέννησα Τοῦρκο ἀλλὰ Νικόλαο Χριστιανό. Τότε ὁ Νικόλαος κατάλαβε τὸ ἁμάρτημά του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴ Σμύρνη, Βλαχὶα καὶ πάλι στὴ Σμύρνη, ἐξομολογήθηκε σ’ ἕναν Ἁγιορείτη μοναχό, καὶ μὲ τὴν εὐλογία του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ κατέληξε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κοντὰ στὸν πατριώτη του μοναχὸ Χατζῆ Στέφανο, ὅπου ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος.
Ἀλλὰ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἔκαιγε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ πνευματικοῦ του ἔφυγε νὰ μαρτυρήσει, μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ὁσιοτάτου χειραγωγοῦ του, Στεφάνου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πατρίδα τους τὰ Βουρλά, ὁ Νεκτάριος παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἔριξε τὸ φέσι του κατὰ γῆς εἶπε: «Πάρτε τὰ σημάδια τῆς πίστης σας, ἐγὼ χριστιανὸς Νικόλαος γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».
Παρὰ τὶς ὅλες κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια, ὁ Νεκτάριος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 11 Ἰουλίου 1820.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βρυούλλων ἀγλάϊσμα, καὶ ἀντιλήπτωρ θερμός, ἐδείχθης Νεκτάριε, ὡς Ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἐσχάτοις ἐν ἔτεσι· σὺ γὰρ καλῶς ἀσκήσας, ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω, ἤθλησας θεοφρόνως, καὶ καθεῖλες τὸν ὄφιν· διὸ σὲ Ὁσιομάρτυς, πόθω γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ θεῖον νέκταρ, τῇ ἐν τῷ Ἄθῳ ἐναρέτῳ ζωῇ σου, ἐν τῇ ψυχῇ δεξάμενος Νεκτάριε, ἔδραμες πρὸς ἄθλησιν, στερροτάτῃ καρδίᾳ καὶ Χριστὸν ἐδόξασας, τοῖς σεπτοῖς σου ἀγῶσι, καὶ παρ’ αὐτοῦ ἀξίως δοξασθείς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, πρεσβεύεις ἑκάστοτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Βρυούλλων θεῖος βλαστός, ὁ νέκταρ πηγάζων, ταῖς καρδίαις τῶν εὐσεβῶν, ἀγάπης τῆς θείας, τῶν πόθῳ σε τιμώντων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, θεῖε Νεκτάριε.
Ἡ Ἁγία Ὄλγα ἡ Ἰσαπόστολος ἡ βασίλισσα
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν βασίλισσα τῆς Ρωσίας καὶ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μετονομάσθηκε Ἑλένη, τὸ ἔτος 957.
Δύσκολα μπορεῖ νὰ περιγράψει κανεὶς τὶς ἄοκνες προσπάθειές της γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαφώτιση τοῦ Ρώσικου λαοῦ. Ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ Ρώσοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία αὐτή, ὅταν ᾖλθε μὲ τὴν ἀκολουθία της κάποτε στὸ Βυζάντιο, ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς γιὰ τοὺς ἀγῶνες της ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Πάνω στὸν ἀγῶνα αὐτό, παρέδωσε τὴν τελευταία της πνοὴ τὴν 11η Ἰουλίου 969.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ φέγγος τῆς πίστεως, εἰσδεδεγμένη λαμπρῶς, πρὸς γνῶσιν σωτήριον, τὸν σὸν λαὸν ἀσφαλῶς, ὡδήγησας ἔνδοξε. Ὅθεν ὡς ἀπαρχήν σε, τῷ σῷ ἔθνει ἁγίαν, μέλπομεν εὐσέβειας, Ἰσαπόστολε Ὄλγα· Χριστὸς γὰρ ὃν ἠγάπησας, ἀξίως σε ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Έπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἠὼς πολύφωτος, τῆς εὐσεβείας, τῷ σῷ ἔθνει δέδειξε, Ὄλγα θεόφρον βασιλίς, Εὐαγγελίου τὴν ἔλλαμψιν, ἐν τῇ ψυχῇ σου δεχθεῖσαι πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἰσαπόστολε τοῦ Χριστοῦ, θεόληπτε Ὄλγα, βασιλίδων ἡ καλλονή· χαίροις τῆς Ῥωσίας, λαμπὰς τηλαυγεστάτη, τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας, ἡ ἀπαυγάζουσα.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸν ὑπ' ἀριθμ. 402 Coislin φ. 166 Κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Παρισίων ὡς ἑξῆς: «Τὴ αὕτη ἡμέρα Ἀρσενίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας σφαγή».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λικίνιος. Κορυφαῖοι ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ Λεόντιος, ὁ Μαυρίκιος, ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἀντώνιος.
Ὅταν ὁ Λικίνιος ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, μόνοι τους ᾖλθαν στὸν δοῦκα καὶ φανέρωσαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Σὲ ἐρώτηση τοῦ Λυσία, ποιὸς τοὺς ἔπεισε νὰ μὴ θυσιάζουν στοὺς θεούς, αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίδαξε καὶ μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ λατρεύουμε θεοὺς ἀνύπαρκτους, καὶ νὰ μὴ προσκυνοῦμε τὰ εἴδωλά τους».
Ὀργισμένος ὁ δοῦκας, διέταξε καὶ τοὺς φυλάκισαν δεμένους χειροπόδαρα, χωρὶς νὰ τοὺς δίδεται καθόλου ψωμὶ καὶ νερό. Οἱ Ἅγιοι πέρασαν τὴ νύκτα προσευχόμενοι. Μεταξὺ ἄλλων, ἔλεγαν: "Εὐλογοῦμε, Κύριε, ἐσένα, τὸ βασιλιὰ τῆς δόξας. Διότι σὺ εἶσαι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ποὺ θυσιάστηκες γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἕνωσέ μας, Κύριε, ὥστε ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ ψυχὴ νὰ σὲ ὁμολογήσουμε καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ πεθάνουμε».
Τὸ πρωὶ ὁ Λυσίας, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακή, τοὺς ρώτησε ἂν μετάνιωσαν καὶ ἐπανῆλθαν στοὺς θεοὺς τοῦ κράτους. Οἱ Ἅγιοι μὲ ἕνα στόμα ἀπάντησαν: «χριστιανοὶ ἐσμέν». Εἴμαστε χριστιανοί. Μὲ μανία τότε ὁ Λυσίας διέταξε καὶ τοὺς ἔκοψαν χέρια καὶ πόδια, καὶ ἔπειτα τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά.
Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ ἀξιώθηκαν νὰ πάρουν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως Δανιήλ, Μαυρίκιος, Ἀντώνιος καὶ Λεόντιος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατὸς θεοσύλεκτος, παρεμβολὴ ἱερά, νομίμως ἀθλήσαντες ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι ὤφθητε. Μάρτυρες τοῦ Κυρίου, Τεσσαράκοντα πέντε, λύσαντες δι’ ἀγώνων, τὴν πολύθεον πλάνην· διὸ ἡμῶν τοὺς ἀγῶνας, πάντες δοξάζομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς εὐσεβείας θεμέλιοι ἄρρηκτοι, οἱ Τεσσαράκοντα πέντε ἠρίστευσαν, ψυχῆς συμφωνίᾳ συνδούμενοι, καὶ ἐν σταδίῳ βοῶντες γηθόμενοι· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων ὁ στέφανος.
Μεγαλυνάριον.
Συγκεκροτημένοι πανευσεβῶς, ὥσπερ συναυλία, ἧς ὁ Κύριος ὁδηγός, ἐν τῇ Νικοπόλει, ὀφθέντες Ἀθλοφόροι, πρὸς πόλιν οὐρανίαν κατεσκηνώσατε.
Οἱ Ἅγιοι Βιάνωρ καὶ Σιλουανὸς οἱ Μάρτυρες
Ὁ Βιάνωρ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Πισιδίας καὶ συνελήφθη, ἐπειδὴ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Αὐφρατησίας (ἢ Εὐφρατησίας), ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Ἀτζὰρ καὶ βρίσκεται στὴ Συρία.
Ἀφοῦ τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα μὲ ξύλινα σπαθιά, κατόπιν τὸν ἔκαψαν μὲ σιδερένια πυρακτωμένα σφαιρίδια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει τὰ δόντια καὶ τ’ αὐτιά του.
Ὁ δὲ Σιλουανός, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔβλεπε τὸ μαρτύριο καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ Βιάνορα, πίστεψε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ σὲ ὅλους τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐπὶ τόπου τότε, τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα καὶ κατόπιν τὸ κεφάλι.
Τοῦ δὲ Βιάνορα, ἔβγαλαν τὸ δεξὶ μάτι, ἔγδαραν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς του καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι καὶ οἱ δυὸ ἔλαβαν μαζὶ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Ἄσσου ἐν Γέρᾳ Λέσβου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Τιθόης ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώνιος ὁ Μάρτυρας ἀπὸ τὶς Σάρδεις
Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὶς Σάρδεις.
Καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἰκονίου, διότι πίστευε στὸ Χριστὸ καὶ ἐνεργοῦσε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Περίνιος - ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ ἔπαρχος - μετὰ ἀπὸ μάταιες προσπάθειες, γιὰ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, τὸν σταύρωσε.
Τὸ τέλος αὐτό, ποὺ τὴν φρικτὴ ἀγωνία του δοκίμασε καὶ ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἀπολλώνιος ὑπέστη μὲ πολλὴ καρτερία, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴ θεία χάρη.
Καὶ ἔτσι κέρδισε τὸ ἐνδοξότατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Μύριοι (10.000) Ὅσιοι της Νιτρίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἀσκητές, κατοικοῦσαν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ καλύβες τῆς Νιτρίας τῆς Αἰγύπτου, καὶ κύριο ἔργο τους ἦταν ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσαν μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχὲς καὶ ἦταν γύρω στὶς 10.000 τὸν ἀριθμό.
Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ πρῶτος ἀπ’ αὐτούς, φιλονικοῦσε μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο γιὰ ὁρισμένα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ποὺ ὁ Θεόφιλος ἔφερνε ἀντίρρηση, γι’ αὐτὸ ὁ Ἰσίδωρος, ἔχοντας πίσω του τὴν ὑποστήριξη τῶν πολλῶν μοναχῶν, ἤλεγχε τὸν Θεόφιλο.
Τότε ὁ Θεόφιλος, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Ἰσίδωρο, ἔστειλε κρυφὰ δικούς του ἀνθρώπους καὶ ἔκαψε ζωντανοὺς μέσα στὶς Σκῆτες, ὅλους τους συγκεκριμένους Πατέρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σύναξις Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν τοὶς Βιάτου ἢ Βεώτου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Ρῶσος ὁ Ἐσφιγμενίτης
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ρωμανοῦ Ἀργυρόπουλου καὶ Βλαδιμήρου τοῦ εὐσεβοῦς ἄρχοντα τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἀντώνιος τὸ 1012 ᾖλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε πατέρας τοῦ Μοναστικοῦ Τάγματος τῶν Ρώσων.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Σιατοπόλκος κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν μοναχῶν, ὁ Ἀντώνιος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στὸν Γέροντά του Θεόκτιστο.
Ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε ἡ τάξη στὴ Ρωσία μὲ τὸν Ἰαροσλάβο, ὁ Ἀντώνιος ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, ὅπου ἔκανε πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἔκτισε τὴ θαυμαστὴ Μονὴ Πετσέρσκβοϊ, στὴν ὁποία ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 90 χρονῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων.
Νεαρὸς ἀκόμα, ἐπισκέφθηκε μὲ τοὺς γονεῖς του τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ βαπτίσθηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, ὁ Παγκράτιος θέλησε νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Χριστὸ καὶ στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου Του.
Πῶς, ὅμως, θὰ γινόταν αὐτό, μὲ τέτοια περιουσία ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του; Τὴν λύση βρῆκε στὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὑπάγε πώλησάν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοίς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἐὰν δηλαδή, θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Πράγματι, ὁ Παγκράτιος ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους, μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε βιοτικὴ μέριμνα, ἀφιερώθηκε στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου. Ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια, καὶ στὴν Κιλικία συνάντησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Ταυρομενίου στὴ Σικελία.
Στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀναδείχθηκε τέλειος ποιμένας, διδάσκοντας καὶ διακονώντας μὲ ἀγάπη καὶ ἀρετὴ τὸ ποίμνιό του. Προσήλκυσε διὰ τοῦ κηρύγματός του πλῆθος λαοῦ στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, ἀκόμα καὶ αὐτὸν τὸν ἡγεμόνα τοῦ τόπου Βονιφάτιο.
Ἐπίσης ἵδρυσε στὴν πόλη αὐτὴ καὶ ἱερὸ ναό. Ὅμως, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, βλέποντας μὲ φθόνο τὸ εὐαγγελικὸ ἔργο τοῦ Παγκρατίου, τὸν σκότωσαν, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν γι’ αὐτούς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Κράτος ἔνθεον, ἠμφιεσμένος, ἐκ τῆς χάριτος, τοῦ Κορυφαίου, Ἀποστόλων ζηλωτὴς ἐχρημάτισας· καὶ ταῖς ῥοαῖς τῶν αἱμάτων Παγκράτιε, τὴν ἱερὰν διπλοΐδα ἐφοίνιξας. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εἰληφὼς Παγκράτιε, ὡς Ἀποστόλων ὁμόπνους, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰς μυστικὰς ἐνεργείας, ἔλαμψας, θεογνωσίαν τοὶς ἐν τῇ Δύσει· ἤλασας, τῆς ἀθεΐας τὴν σκοτομήνην, καὶ νομίμως ἐναθλήσας, πρὸς φέγγος ἤρθης, τῆς ἀνεσπέρου ζωῆς.
Μεγαλυνάριον.
Κράτει Παντοκράτορος κραταιῷ, δαιμόνων τὸ κράτος, ἐξενεύρισας ἰσχυρῶς καὶ θαυμάτων κράτει, κρατήσας τῶν ἐν πλάνῃ, Παγκράτιε ἐν κράτει, Μαρτύρων ἔστεψαι.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Πρόβος οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη τῶν Ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τὴ Πηγῇ
Πρόκειται γιὰ τὸν ναὸ ποὺ εἶχε κτίσει ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 559 καὶ ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Προκόπιο ἦταν ἐξαίσιος «κάλλει τε καὶ μεγέθει».
Ὁ ναὸς αὐτὸς πολλὲς φορὲς καταστράφηκε, ἐπανειλημμένα ὅμως ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη τὴν Ἀθηναῖα, ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Μακεδόνα καὶ ἀπὸ τὸν Ρωμανὸ Α’ τὸν Λεκαπηνό.
Ἀλλὰ καὶ πάλι καταστράφηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Φώτιος κτήτορας τῆς Μονῆς Ἀκαπνίου στὴ Θεσσαλονίκη
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα, Γ’ 86 φ. 142α, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἰδιόμελο ποίημα Δημητρίου τοῦ Βεάσκου, μεγάλου οἰκονόμου τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Ἐπίσης τὴν μνήμη του ἀναφέρει καὶ ὁ Ἱεροσολυμιτικὸς Κώδικας 309 φ. 91.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Διονύσιος ὁ Ῥήτωρ καὶ Μητροφάνης ὁ Ἀθωνίτης
Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνα, ἄγνωστο ποῦ.
Ἀνατράφηκαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἰδιαίτερα ὁ Διονύσιος ἐπιδόθηκε πολὺ στὰ γράμματα. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἐπιθυμώντας ἀνώτερη ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἐκεῖ, σὲ κάποιο κελί, κοντὰ στὴ Σκήτη τῶν Καρυῶν, ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη καὶ στὴν ἐργασία τῆς ἀσκητικῆς φιλοσοφίας. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἐκεῖ δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει, πῆγε σὲ κάποιο ἡσυχαστήριο τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννας.
Ἐδῶ, μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του Μητροφάνη, μέσα σὲ μία σπηλιά, ἀσκήτευαν στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἀργότερα ὁ Μητροφάνης, μὲ ἀπόφαση τῶν Πατέρων, βγῆκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ γύρω περιοχή. Ἔπειτα, ἐπανῆλθε στὸν Γέροντά του Διονύσιο.
Ἔτσι θεάρεστα καὶ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησαν καὶ οἱ δυό, ὁ μὲν Διονύσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 9η Ἰουλίου 1606 (ἄλλα χειρόγραφα ὅμως ἀναφέρουν τὴν κοίμησή του τὴν 6η Ὀκτωβρίου 1596 ἢ 1602), ὁ δὲ Μητροφάνης λίγο χρονικὸ διάστημα ἀργότερα.
Στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, σῴζεται ἰδιόγραφο βιβλίο ποικίλης ὕλης, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ὅσιου Διονυσίου τοῦ Ρήτορα, καὶ μὲ τὸν τίτλο «Κουβαράς».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’, θείας πίστεως.
Θείοις ἄνθραξι, τῆς ἐγκρατείας, πάθη φλέξαντες, τὰ φρυγανώδη, ἀσκητικῶς ἐν τῷ Ἄθῳ ἠστράψατε· τῷ γὰρ ἀδύτῳ φωτὶ λαμπρυνόμενοι, τῶν θεοφόρων ἐφάμιλλοι ὤφθητε, Διονύσιε σοφέ, καὶ θεῖε Μητρόφανες, αἰτούμενοι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς Τριάδος μυστηπόλοι ἱερώτατοι
Καὶ τῶν Ὁσίων κοινωνοὶ καὶ ἰσοστάσιοι
Διονύσιε σοφὲ σὺν τῷ Μητροφάνει,
Μὴ ἐλλείπητε ἐχθροῦ τὰ πανουργεύματα
Ἅ τεκταίνει καθ’ ἡμῶν συντρίβειν πάντοτε,
Ἵνα κράζωμεν, θεοφόρητοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων δυὰς σεπτή, οἱ ἀμέμπτῳ βίῳ, διαπρέψαντες ἐπὶ γῆς, σὺν τῷ Διονυσίῳ, Μητροφάνες θεόφρον, Τριάδος τῆς Ἁγίας, θεῖοι θεράποντες.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας
Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Βυζάρι τῆς ἐπαρχίας Ἁμαρίου Κρήτης, καὶ τὸ ἐπώνυμό του ἦταν Σιλιγάρδος.
Ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀσωμάτων καὶ μετὰ ἐπίσκοπος Λάμπης. Ὁ ἀρχιερέας Μεθόδιος ἀντιτάχθηκε στὶς βιαιοπραγίες τῶν Τούρκων καὶ γι’ αὐτὸ συνελήφθη. Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, θανατώθηκε στὶς 9 Ἰουλίου 1793.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἐνταφιάστηκε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του στὸ μονύδριο τῶν Ταξιαρχῶν.
Ὁ μάρτυρας αὐτὸς δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστές, οὔτε βρέθηκε ἀκολουθία του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Πατερμούθιος, Κόπριος (ἢ Κόπρις) καὶ Ἀλέξανδρος
Στὸν Κώδ. Δεκ. XI Κρυπτοφέρης φέρεται Κανῶν Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου, ποὺ ἡ ἀρχὴ εἶναι: «ὤφθη ἡ Πανέορτος».
Ἡ δὲ μνήμη τους κατὰ τὴν 9η Ἰουλίου. Ἡ κυρίως ὅμως μνήμη τῶν πιὸ πάνω Ἁγίων εἶναι ἡ 17η Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ τὸ σχετικὸ βιογραφικό τους σημείωμα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 355 από 415