Ὅταν συμπληρωνόταν ἡ πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν ἀνάσταση, τῆς ὁποίας ἔφθασε τώρα ἡ μνήμη, ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητὲς ἦσαν συγκεντρωμένοι μαζὶ καὶ εὑρίσκονταν ὁμόψυχοι στὸ ὑπερῶο (οἶκος) ἐκείνου τοῦ ἱεροῦ, ἀλλὰ καὶ στὸ προσωπικό του ὑπερῶο, στὸ νοῦ του, συναγμένος ὁ καθένας τους (διότι ἦσαν σὲ ἡσυχία καὶ ἀφιερωμένοι στὴ δέηση καὶ στοὺς ὕμνους πρὸς τὸ Θεό), ξαφνικά, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἀκούσθηκε ἦχος ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν ἀπὸ ὁρμὴ βιαίου ἀνέμου καὶ γέμισε τὸν οἶκο ὅπου κάθονταν» (Πράξ. β’, 1 – 11). Εἶναι βίαιος γιατί νικᾶ τὰ πάντα καὶ ξεπερνᾶ τὰ τείχη τοῦ πονηροῦ, γκρεμίζει κάθε ὀχύρωμα τοῦ ἐχθροῦ, ταπεινώνει τοὺς ὑπερήφανους, ἀνυψώνει τοὺς ταπεινοὺς στὴ καρδιὰ καὶ διασπᾶ τοὺς συνδέσμους τῶν ἁμαρτημάτων.

Γέμισε δὲ ὁ οἶκος ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο κάθονταν, καθιστώντας τον, κολυμβήθρα πνευματικὴ καὶ ἐκπληρώνοντας τὴν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρα, ποὺ τοὺς ἔλεγε, πρὶν ἀναληφθεῖ: «Ὁ μὲν Ἰωάννης βάπτισε μὲ νερό, ἐσεῖς δὲ, θὰ βαπτιστεῖτε μὲ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς μέρες».

Ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὸ ἔδειξε νὰ ἀληθεύει. Διότι διὰ τοῦ ἤχου αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν πραγματικὰ υἱοὶ βροντῆς.

«Καὶ φάνηκαν σ' αὐτοὺς γλῶσσες διαμεριζόμενες ὡσὰν πυρὸς καὶ στὸν καθένα τους κάθισε ἀπὸ μία καὶ γέμισαν ὅλοι ἅγιο Πνεῦμα καὶ μιλοῦσαν ἄλλες γλῶσσες, ὅπως τοὺς ἔδιδε τὸ Πνεῦμα νὰ μιλοῦν». Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο φάνηκε τὸ Πνεῦμα σὲ σχῆμα γλωσσῶν;

Ἀφ’ ἑνὸς γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὴ συμφυΐα του, τὴ σχέση του μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτε δὲν εἶναι συγγενέστερο ἀπὸ τὴ γλώσσα πρὸς τὸ λόγο. Συγχρόνως δὲ καὶ γιὰ τὴ χάρη τῆς διδασκαλίας, γιατί ὁ κατὰ Χριστὸν διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.

Γιατί δὲ, φανερώθηκε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ πύρινες γλῶσσες;

Ὄχι μόνο γιὰ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (γιατί πῦρ εἶναι ὁ Θεός μας), ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διπλὴ ἐνέργεια τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων. Γιατί μπορεῖ συγχρόνως νὰ εὐεργετεῖ καὶ νὰ τιμωρεῖ. Ὅπως τὸ πῦρ ἔχει διπλὴ ἰδιότητα καὶ νὰ φωτίζει καὶ νὰ φλογίζει, ἔτσι καὶ ὁ λόγος τῆς διδασκαλίας, αὐτοὺς ποὺ ὑπακούουν φωτίζει καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπειθοῦν παραδίδει τελικὰ σὲ πῦρ καὶ κόλαση. Εἶπε δὲ γλῶσσες, ὄχι πυρός, ἀλλὰ σὰν πυρός, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι τὸ πῦρ ἐκεῖνο εἶναι αἰσθητὸ καὶ ὑλικό, ἀλλὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Πνεύματος σὰν μὲ παράδειγμα.

Γιὰ ποιὸ λόγο δὲ οἱ γλῶσσες φάνηκαν νὰ διαμερίζονται σ’ αὐτούς;

Γιατί μόνο στὸ Χριστὸ ποὺ ἦλθε καὶ αὐτὸς ἀπὸ πάνω δὲν δίδεται μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸ Πατέρα. Ἐκεῖνος καὶ κατὰ σάρκα ἀκόμη εἶχε ὁλόκληρη τὴ θεία δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια, ἐνῶ σὲ κανέναν ἄλλο δὲν ἔγινε χωρητὴ ὅλη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ ἀτομικὰ ὁ καθένας ἀποκτᾶ ἄλλος τὸ ἕνα καὶ ἄλλος τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ χαρίσματα, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα διδόμενη στοὺς ἁγίους χάρη εἶναι φύση.

Τὸ δὲ «κάθισε» δὲν ὑποδηλώνει μόνο τὸ δεσποτικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἑνιαῖο τοῦ θείου Πνεύματος. Κάθισε πάνω στὸν καθένα τους καὶ πληρώθηκαν ὅλοι ἅγιο Πνεῦμα, γιατί καὶ ὅταν μερίζεται κατὰ τὶς διάφορες δυνάμεις καὶ ἐνέργειές του, διὰ τῆς καθεμιᾶς ἐνέργειας παρευρίσκεται καὶ ἐνεργεῖ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀμερίστως μεριζόμενο καὶ ὁλοκληρωτικὰ μετεχόμενο, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἡλιακῆς ἀκτίνας.

Λαλοῦσαν δὲ ἄλλες γλῶσσες, δηλαδὴ διαλέκτους, διότι ἔγιναν ὄργανα τοῦ θείου Πνεύματος, ἐνεργοῦντα καὶ κινούμενα κατὰ τὴ θέληση καὶ δύναμη ἐκείνου.

Αὐτὰ προαναγγέλθηκαν καὶ μέσω τῶν προφητῶν του, ὅπως διὰ τοῦ Ἰεζεκιήλ: «θὰ σᾶς δώσω καρδιὰ νέα καὶ Πνεῦμα νέο θὰ βάλω μέσα σας, τὸ Πνεῦμα μου» (Ἰεζ. λστ’, 26). Δία τοῦ Ἰωήλ: «καὶ κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω σὲ κάθε σάρκα» (Ἰωὴλ β, 28). Δία τοῦ Μωϋσῆ: «ποιὸς θὰ καταστήσει προφῆτες ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Κυρίου, ὅταν δώσει ὁ Κύριος σ’ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμά του;».

Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κύριος ἔλεγε: «ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, θὰ ρεύσουν ποτάμια ζωντανοῦ ὕδατος ἀπὸ τὴν κοιλιά του» τὸ ὁποῖο ἐρμηνεύοντας ὁ εὐαγγελιστής: «τοῦτο τὸ ἔλεγε περὶ τοῦ Πνεύματος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λαμβάνουν οἱ πιστεύοντες σὲ Αὐτόν» (Ἰω. ιζ’, 39). Ἔλεγε ἐπίσης στοὺς μαθητές του: «ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, θὰ τηρήσετε τὶς ἐντολές μου, καὶ ἐγὼ θὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Πατέρα νὰ σᾶς στείλει ἄλλο Παράκλητο, γιὰ νὰ μείνει μαζί σας αἰωνίως, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ στείλει ὁ Πατέρας στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξει τὰ πάντα» καὶ «θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια» (Ἰω. ιδ’, 15 – ιδ’, 26 – ιε’, 26 – ιζ’, 39).

Τώρα λοιπὸν ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία καὶ κατῆλθε τὸ ἅγιο Πνεῦμα, σταλμένο καὶ δοσμένο ἀπὸ τὸ Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ ἀφοῦ περιέλαμψε τοὺς ἁγίους μαθητὲς καὶ τοὺς ἄναψε θείως ὡς πραγματικὲς λαμπάδες καὶ τοὺς ἀνέδειξε σὲ φωστῆρες ὑπερκοσμίους καὶ παγκοσμίους. Ὅπως δέ, ἂν κανεὶς ἀνάψει ἀπὸ τὴ φωσφόρο λαμπάδα ἄλλη καὶ ἀπὸ ἐκείνη ἄλλη καὶ οὕτω καθεξῆς, κρατώντας το μὲ τὴ διαδοχή, ἔχει πάντοτε τὸ φῶς μόνιμα, ἔτσι διὰ τῆς χειροτονίας τῶν Ἀποστόλων ἐπὶ τοὺς διαδόχους τῶν διαδίδεται ἡ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος διὰ ὅλων τῶν γενεῶν καὶ φωτίζει ὅλους τους ὑπακούοντας στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους.
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ποὺ δὲν ἀποστέλλεται μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀποστέλλει τὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα Υἱὸ πάνω στὴ γῆ καὶ μᾶς δίδαξε τὰ θαυμαστὰ καὶ μεγάλα. Διότι τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἦταν πάντοτε καὶ συνυπῆρχε μὲ τὸν Υἱὸ στὸν Πατέρα, συνδημιουργῶντας στὸν καιρό τους τὰ δημιουργηθέντα καὶ συνανακαινίζοντας τὰ φθαρέντα καὶ συγκρατώντας τὰ διαμένοντα, πανταχοῦ παρὸν καὶ τὰ πάντα πληροῦν καὶ διέπων καὶ ἐφορῶν. Ὄχι μόνο παντοῦ, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸ πᾶν, οὔτε σὲ ὅλο τὸν αἰώνα καὶ τὸ χρόνο μόνο, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε αἰὼνα καὶ χρόνο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, Φιλάνθρωπε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἐν πυρίναις γλώσσαις τοῖς Μαθηταῖς, ἐν τῷ ὑπερῴῳ, ὡς ὑπέσχου ἐκ τοῦ Πατρός, ἔπεμψας Σωτήρ μου, τὸ συμφυές σου Πνεῦμα, καὶ τούτους τῆς σῆς δόξης, ῥήτορας ἔδειξας.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ ἐν Ἱερουσαλήμ

 Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐγεννήθηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυτπο καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστικρατικὴ οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρίου τὴν Περσία, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν μνημονεύεται οὔτε στὰ Συναξάρια, οὔτε καὶ στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σὲ κοινόβιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ποὺ εἶναι αὐστηρότερο ἀπὸ τὸ Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου († 15 Μαΐου) τὸν 4ο αἰώνα στὴν Αἴγυπτο. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περὶ τὸ 320 μ.Χ. στὴνΤαβεννίσιδα κοντὰ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὴν ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωὴ δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐρημικὸ βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτὴν (=δέρμα προβάτου) καὶ ζώνην δερμάτινην περιζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» καὶ τὸ μιμητὴ αὐτοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ προετοιμαστὴ τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκητικὸ ἔνδυμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν ἐρημικὸ βίο ἐκήρυξε στὸ λαὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας.

Μετὰ τὰ ὅσα ἄκουσε στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, ποὺ εἶχε πολλὴ πείνα καὶ κόπο, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Ὀνούφριο τὸ βίο του καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.

Ὅταν πιὰ ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μὲ προσευχὲς καὶ θεῖες διηγήσεις, δίχως νὰ νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητὴς εἶπε στὸν Ὅσιο νὰ πάρουν τὸν δρόμο «ἐπὶ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νὰ καθήσουν, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καὶ ἐψήλωσε καὶ τοὺς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στὸν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο νὰ δώσει τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.

Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς μέλη» καὶ ὑπέμεινε «τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας τὸν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τὴν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τὸ ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τὸ πράγματι «ἐφετόν» διὰ τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καὶ κατόρθωσε τὴν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στὴν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καὶ εἶχε ὡς τροφὴ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὡς πλοῦτο τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως στοὺς πειρασμούς, ὤστε τὴν ἡδυπάθεια, τὴ σκληραγωγία καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγκράτειας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητη.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τὸν Ὅσιο στὸν πνευματικὸ καὶ ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καὶ ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικὰ ψωμὶ καὶ νερὸ κάθε ἡμέρα, καὶ ὁ φοίνικας, ποὺ εἶχε βλαστήσει μπροστὰ στὸ σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκὺ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δὲ τοῦ μετέδιδε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.

Ἐμελέτησε στὴν ἔρημο τὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στὴν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στὴν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ ἅγιο καὶ φωτεινὸ κάλλος Του. Ἐγέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς καὶ θείας γνώσεως καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο τῆς ἀπαθείας.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεὸ καὶ ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μὲ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.

Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τὴν ἀμέριστη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ Αὐτοῦ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, πρὸς τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τὸν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ φίλο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ καταξίωση τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ μεριμνήσει καὶ ἐπιληφθεῖ τὰ τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.

Πρὸ τῆς τελευτῆς του καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τὴν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεὲ καὶ ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καὶ ἡ δόξα ἀκατανόητος καὶ ἀνέκφραστος, καὶ τὸ ἔλεος ἄπειρον καὶ ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καὶ Σοὶ ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρὸς Σὲ γὰρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μὴ ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ παράλαβε αὐτὴν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καὶ κατάτακον αὐτὴν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καὶ Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καὶ ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμὸν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ στενοχωρίαν, καὶ Σὲ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τὴν βασιλείαν Σου, καθὼς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον  τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».

Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἔνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του.
Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ δεξιὰ τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφὰτ καὶ τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη στὸν ἀγρὸ τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καὶ ἀγοράσθηκε διὰ τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδὴ ἐτιμήθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπὶ τοῦ σπηλαίου, στὸ ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας

Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,

Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·

Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,

Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, καταγγέλθηκε ὡς μέλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Πρισκιλλιανοῦ, ὁμολόγησε τὴν πίστη της πρὸς τὸν Χριστό. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ ποικιλοτρόπως ἐβασανίσθηκε, ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἐκάλεσαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος. Ἡ Ἁγία μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχική της ὁμολογία. Τότε τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν ἐκρέμασαν καὶ τὶς ἔσκισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια, καὶ τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τὸ μαρτυρικό της τέλος ἦλθε τὸ 295 μ.Χ., ὅταν τὴν ἔκλεισαν μέσα σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὴν ἔρριψαν στὴ λίμνη ποὺ εὑρισκόταν κοντὰ στὴ Νίκαια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος ἦσαν στρατιῶτες καὶ ἐμαρτύρησαν τὸ 304 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ «εἰς τὰ Λίβα ἐν τῇ Δαγούτῃ» λάμψας 

Πιθανῶς πρόκειται περὶ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ. Ἀόριστη εἶναι καὶ ἡ τοποθεσία «Δαγούτη» ἢ «Δαγάτου» ἢ «Δαγάζου», τὴν ὁποία ὁ Δουκάγγιος διόρθωσε «Δαγισταίου». Ἡ διόρθωση αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νὰ καθορίσουμε τὸν τόπο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκειτο κοντὰ στὴν Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Ἱππόδρομου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μάρτυρας ὁ Στρατιώτης

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ζήνων Ἐπίσκοπος Κυρήνειας 

Ὁ Ἅγιος Ζήνων κατατάσσεται ὑπὸ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye καὶ τοῦ Μαχαιρᾶ μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὄτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Κυρηνείας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καταταγεὶς στὸ στράτευμα καὶ διακρινόμενος γιὰ τὴ θεοσέβεια καὶ τὴν ἀνδρεία του, γρήγορα ἔγινε ἀξιωματικός. Συλληφθεὶς αἰχμάλωτος, σὲ μία μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων, μεταφέρθηκε στὴ Σαμάρεια τῆς Μεσοποταμίας, ὅπου ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες. Ἀπελευθερωθεὶς μετὰ ὀλίγα ἔτη, μετέβη στὴ Ρώμη καὶ ἐκάρη ὑπὸ τοῦ Πάπα Γρηγορίου Δ’ μοναχός. Ἀκολούθως κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ἐντὸς ἐρημικοῦ καὶ ἀπομονωμένου σπηλαίου καὶ ἐπερνοῦσε τὸ βίο του ἀσκούμενος σκληρά, τρεφόμενος μὲ χόρτα καὶ ἐνδεδυμένος μὲ σκισμένα ροῦχα. Ἔζησε τὸν ἀσκητικὸ βίο γιὰ πενήντα τρία χρόνια καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τυχαῖα ἀπὸ κάποιον κυνηγὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μὲ εὐλάβεια καὶ κάθε τιμή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας

Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,

Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·

Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,

Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Σύναξις Ὁσίου Ἀλυπίου ἐν τῇ Κωνσταντινούπολη 

Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Σύναξη αὐτοῦ. Εἰκάζουμε ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου († 26 Νοεμβρίου), τοῦ ὁποίου μονὴ ὑπῆρχε κοντὰ στὸν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἁγιορείτης ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Τορνίκιος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομέλ

Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 15η Ἰουνίου ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἄγνωστο γιατὶ ἀναφέρεται στὴν σημερινὴ ἡμέρα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Νέος ἐκ Τραπεζοῦντος καὶ ἐν Ἀσπροκάστρῳ 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, λόγιος καὶ εὐσεβὴς Χριστιανός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα. Ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐμπόριο, ἐπιβιβάσθηκε κάποτε σ’ ἕνα τούρκικο πλοῖο ποὺ ἔπλεε ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα στὸ Ἀσπρόκαστρο (Ἄκκερμαν) τῆς Ρουμανίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ ἐξεδήλωσε ὁ Ἰωάννης, ἐκίνησαν τὸ φθόνο τοῦ Τούρκου πλοίαρχου, ὁ ὁποῖος μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸν προσηλυτίσει. Ἀφοῦ ἀποβιβάσθηκαν στὸ Ἀσπρόκαστρο, ὁ πλοίαρχος κατήγγειλε στὸν Τοῦρκο δικαστὴ ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μεθ’ ὅρκου στὸ πλοῖο του ὅτι θέλει νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ὁ Ἰωάννης κληθεὶς ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ ἀπέκρουσε ἐντόνως τὴν πρόταση καὶ ἔτσι ἐκεῖνος διέταξε νὰ μαστιγωθεῖ ἀνηλεῶς ἐπὶ δύο ἡμέρες. Στὴ συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἀτίθασου ἀλόγου καὶ τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως, ὅπου κάποιος Ἑβραῖος τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή. Ἔτσι, στὶς 12 Ἰουνίου 1330, ὁ Ἰωάννης ἐμαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας. Τὸ ἱερὸ λείψανο, μετὰ 70 περίπου χρόνια, μετακομίσθηκε ὑπὸ τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀγαθοῦ στὴν πόλη Σουτσεάβα, ἀπ’ ὅπου τὸ 1686, κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἰωάννου Σομπιέσκι κατὰ τῶν Τούρκων, παραληφθὲν μεταφέρθηκε στὴν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας. Τὸ 1783, ἐπανήχθη καὶ πάλι στὴ Σουτσεάβα μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωσὴφ Β’.

Ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἐξέδωσε στὴ Βενετία, τὸ 1752, ὁ Ἰουστίνος ὁ Δεκαδύος, καὶ ἄλλη, συντεθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Νικηφόρου τοῦ Κρητός, ἐξέδωσε στὸ Ἰάσιο τὸ 1819 ὁ Τραπεζούντιος Θωμᾶς Μπουγιούκης.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Θαυματουργός τῆς Κονεβίας

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Κονεβίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καί, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1547 – 1558, εἰσῆλθε στὴ μονὴ Λίσικα κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔζησε ἕνδεκα χρόνια. Τὸ 1373, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε τρία χρόνια στὴν προσευχὴ στὸ παλαιὸ Ρώσικο μοναστήρι. Στὸ μοναστήρι, μόλις ὁ ἡγούμενος ἐπληροφορήθηκε τί ἐπάγγελμα ἔκανε στὸ παρελθόν, τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιδιορθώσει ὅλα τὰ παλαιὰ σκεύη ποὺ ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα. Τοῦ ἐζήτησαν νὰ ἐργασθεῖ καὶ στὰ ἄλλα μοναστήρια. Ἡ ἐργασία ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο γιὰ τὴν προσευχή, ἀλλὰ τοῦ ἐκαλλιέργησε καὶ μία ὑψηλὴ αἴσθηση προσφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο καὶ ἐργαζόταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐνῷ προσευχόταν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος  τῆς νύχτας. Τελικά, τὸ 1393, ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία μεταφέροντας μαζί του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε «Παναγία τοῦ Κόνεβιτς».

Ὁ Ὅσιος, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὡς πολύτιμο φυλαχτό, ἐπῆγς στὸ νησὶ Κόνεβιτς, στὴ λίμνη Λάντογα, ὅπου ἔζησε ἑπτὰ χρόνια ὡς ἐρημίτης. Τὸ κρύο ἦταν φονικὸ ἀλλὰ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἀρνιόταν τὶς συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαλαὰμ Σίλα, τὶς ὁποῖες τοῦ μετέφερε ὁ μοναχὸς Λαυρέντιος. Μέλημά του ἦταν νὰ ἐξαλείψει τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ Κόνεβιτς (ἀπὸ τὸ Κὸν ποὺ σημαίνει ἄλογο), προερχόταν ἀπὸ μία δεισιδαιμονία τῶν κατοίκων του. Οἱ κάτοικοι ἐπίστευαν ὅτι στὸ νησὶ ἐζοῦσαν κακὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἐπροστάτευαν τὰ ἄλογα ποὺ ἐβοσκαν ἐλεύθερα σ’ αὐτό. Μὲ σκοπὸ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοια τῶν πνευμάτων, οἱ κάτοικοι κάθε χρόνο προσέφεραν θυσία ἕνα ἄλογο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἔδεναν σὲ μία μεγάλη πέτρα, τὸ ἄφηναν νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο. Κατὰ τὴν ἄφιξή του, χάρη στὸν ψαρὰ Φίλιππο, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος εὑρῆκε τὴν «πέτρα τοῦ ἀλόγου», τὴν ὁποία καὶ ἐράντισε μὲ ἁγιασμό. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶδαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὑπὸ τὴν μορφὴ κοράκων, νὰ πετοῦν τρομοκρατημένα. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔζησε πέντε χρόνια στὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου», καταπολεμώντας μὲ τὸ παράδειγμά του τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων.

Τὸ 1398, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωάννου, ἔθεσε τὰ θεμέλια μιᾶς κοινοβιακῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ μία φορὰ ἀκόμη τὸ Ἅγιον Ὄρος ζητώντας τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων τοῦ Ἄθω γιὰ τὸ μοναστήρι του.

Χωρὶς τὸν κτήτορά του, οἱ μοναχοὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν θλίψη, ὁ εὐσεβὴς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, κρυμμένος σὲ ἕνα δάσος, ἔκλαιγε συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τὸ τέλος τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο. Ἀπογοητευμένος ὁ Ἰωακεὶμ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Θεοτόκος θὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη. Τὴ νύχτα, καὶ ἐνῶ ἦταν σὲ βαθὺ ὕπνο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ προανήγγειλε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Πράγματι, τὸ πρωὶ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἐπέστρεψε μὲ δυὸ μεγάλες βάρκες γεμάτες προμήθειες.

Στὸν τόπο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας ὕψωσαν ἕνα μεγάλο σταυρό, στὴ βάση τοῦ ὁποίου ἐτοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα της, ποὺ εὶχε μεταφερθεῖ στὸ νησὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τὸ 1421, μία καταστροφικὴ κακοκαιρία ἐπέφερε μεγάλες ζημιὲς στὸ μοναστήρι καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταφέρει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ νησιοῦ ἐπάνω σὲ μία ὁροσειρά, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε ὅπως καὶ ὁ Ἄθως, δηλαδὴ «Ἅγιον Ὄρος». Τὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου» ἀπέκτησε πολὺ γρήγορα μεγάλη φήμη καὶ ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν ὠς προσκυνητὲς στὸ μοναστήρι. Ὁ εὐγενὴς Μιχαὴλ Κοντύλκα ἀπεφάσισε νὰ κάνει μία γενναία δωρεά, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεώς του στὸν εὐλογημένο ἐκεῖνο τόπο, ἐδώρισε τὴν ἐπισκοπική του μίτρα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς.ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1447. Πρὶν τὴν κοίμησή του εἶχε προάγει στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου τὸν μοναχὸ Ἰωάννη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή, ποὺ βεβηλώθηκε ἀπὸ τὸ καταστροφικὸ μένος τῶν Σουηδῶν. Οἱ μοναχοί, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, προτίμησαν νὰ μεταφερθοῦν σὲ ἄλλο μοναστήρι. Ἡ τύχη τοῦ μοναστηριοῦ ἀκολούθησε τὶς φάσεις τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν Ρώσων καὶ τῶν Σουηδῶν στὴ διεκδίκηση τῆς Καρελίας. Τὸ μοναστήρι ξανακτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, τὸ 1594, γιὰ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἐκ νέου καὶ ὁριστικά, τὸ 1610. Τὸ νησὶ τοῦ Κόνεβετς ἐδόθηκε στὸν πρίγκιπα Ἰάκωβο Φεοντόροβιτς, ενῶ τὸ 1719 ὁ Μέγας Πέτρος ἔκτισε σ’ αὐτὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ ἀπόδοση τιμῆς καὶ εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου ἄρχισε πολὺ ἐνωρὶς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ Κόνεβετς, ἀλλὰ τὸ ὄνομά του καταγράφηκε ἐπίσημα στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1819, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος οἱ ἐρημίτες τῆς Βολογκντά

Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος ἔζησαν τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας, στὴν ἔρημο Πέρκοβα. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ βίο τους, ἤδη οἱ δύο Ἐρημίτες εὑρίσκονταν στὴν ἔρημο τὸ 1499. Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη τους τελεῖται, ἐπίσης, τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς Βολογκντά, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο (Μπορίσωφ).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος τῆς Κατρόμα 

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἱερὴ μονὴ πλησίον τῆς λίμνης Κατρόμα στὴν περιοχὴ τοῦ Κάντνικωφ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Θαυματουργός ἐν Πσκὼφ Ρωσίας ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε στὴ Ρωσία τὸν 15ο, ἢ κατ’ ἄλλους, τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ Μαλύε, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Λαμπόρσκ τοῦ Πσκώφ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1492 ἢ τὸ 1592.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Περὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἔζησε θεοφιλὴ βίο στὴν περιοχὴ Ρομανὼφ – Μπορισογκλέμπσκ τοῦ Γιαροσλάβλ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ρομανώφ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους τοῦ Golubinskij.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Θαυματουργός ἐν Ἰζμπόρσκ τῆς Ρωσίας ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἔζησε βίο θεοφιλὴ καὶ ἐνάρετο καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Λάμεχ στὴν περιοχὴ Ἰζμπόρσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐκ Πρεβέζης

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στὴ νῆσο Κορωνησία τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου, καὶ ἱδρύθηκε, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης Σεραφείμ στὸ Βυζάντιο, τὸν 17ο αἰώνα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐκ Σερρῶν καὶ ἐν Θεσσαλονίκης ἀθλήσας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βενέδικτος ἐγεννήθηκε λίγο πρὶν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸ χωριὸ Ἔζιοβα ἢ Ἔζουβα, τὸ σημερινὸ χωριὸ Δάφνη τῆς ἐπαρχίας Βισαλτίας τῶν Σερρῶν ἢ στὸ χωριὸ Ἀμουρμέη, σημερινὸ Καστανοχώρι. Ἡ σύγχυση γιὰ τὴν ἀκριβὴ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου εἶναι δικαιολογημένη, διότι στὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὰ δύο αὐτὰ χωριὰ ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Σὲ ἐφηβικὴ ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα, ὅπως ἦταν φυσικό, στὴν ἱερὰ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἔγινε δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός, ἐνῶ ὁ νεαρὸς ἀκόμη Βενέδικτος ἀπεστάλη στὸν Πολύγυρο, γιὰ νὰ διδαχθεῖ γράμματα. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του καὶ εἶχε φθάσει σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καρεῖ μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στὴ μονὴ ὁ Ἅγιος διακόνησε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν σὲ ὅλα τὰ διακονήματα καὶ ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος, μαζὶ μὲ ἄλλους πατέρες ἀπεστάλη, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς, στὸ μετόχι τῆς μονῆς ποὺ εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμαριὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἀνάλογες ἐπαναστατικὲς δραστηριότητες νὰ λάβουν χώρα καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας μὲ φοβερὰ ἀντίποινα ἀπὸ τὶς Τουρκικὲς ἀρχές, ἀνάγκασε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μετόχι. Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ καὶ ὁδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μεζὶ μὲ ἀρκετοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὰ μετόχια τῆς γύρω περιοχῆς στὴν Θεσσαλονίκη. Στὶς 12 Ἰουνίου 1821, ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ πολλοὺς μοναχοὺς καὶ προεστοὺς τῶν γύρω χωριῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Τὴ νύχτα, μετὰ τὸ μαρτύριο, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Βίου, ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἄταφα λείψανα τῶν Μαρτύρων ἐφαινόταν ἕνας φωτεινὸς σταυρός. Οἱ στρατιῶτες ποὺ τὰ ἐφύλαγαν, μόλις ἀντίκρισαν αὐτὸ τὸ θαῦμα ξαφνιάστηκαν καὶ τὸ ὁμολόγησαν στοὺς Χριστιανούς. Μὲ ἀφορμὴ τὸ θαῦμα ἐδόθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἡ ἄδεια νὰ ἐνταφιασθοῦν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ἐγεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Πέτρος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἐσπούδασε στὴ Μπαλαναία Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων καὶ εἶχε ὡς διδάσκαλο τὸν Ἀναστάσιο Μπαλάνο ἢ Καμικάρη. Ἦταν φιλακόλουθος καὶ συμμετεῖχε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Μπουνίλας ἢ τῆς Παναγίας τῆς Περιβλέπτου.

Ὁ Πέτρος, μέσῳ τῆς κυρᾶς Βασιλικῆς, εὐνοουμένης τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, συνδέθηκε μὲ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν ἡγούμενο Χρύσανθο καὶ τὸν ἱερομάρτυρα Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει στὰ Ἰωάννινα γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς τους. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὸ μονὴ Κωνσταμονίτου λαβὼν τὸ ὄνομα Παῦλος.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης προέτρεψε τὸν ἀρχηγὸ τῆς Μακεδονίας Ἐμμανουὴλ Παπᾶ νὰ ἀρχίσει τὴν Ἐπανάσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Συνέσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Τιμόθεο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου, μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἁπλῶν Χριστιανῶν ποὺ συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν Ρουμποὺτ πασᾶ στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁδηγήθηκαν στὴν πόλη, ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ θανατώθηκαν μὲ μαρτυρικὸ τρόπο. Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος μᾶς παραθέτει ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τὸ ὁποῖο συνέγραψε πιθανὸν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1830 – 1844, ὀλίγα χρόνια μετὰ τὰ συμβάντα.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Συνέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν τὸ χωριὸ Τρίγλια τῆς ἐπαρχίας Προύσης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία γάμου ἐγκατέλειψε τοὺς οἰκείους του καὶ γεμάτος ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ μετέβη στὴ μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἐμόναζαν ὁ ἀδελφός του Θεόφιλος καὶ ὁ θεῖος του Γεράσιμος. Μὲ τὶς ἰδικές τους συστάσεις κατέληξε στὴ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ εὑρῆκε κάποιο μοναχὸ Ναθαναήλ, υἱὸ τοῦ οἰκονόμου παπᾶ Δημητρίου ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Αὐτὸς τὸν παρακίνησε καὶ παρέμεινε ὠς δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ πιο συγκεκριμένα ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ μοναχοί, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Συνέσιος, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σπανδωνῆ, ὁδηγήθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη, ἐφυλακίσθηκαν καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ τοὺς ἐβασάνισαν σκληρὰ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι δὲν ἀπεκάλυψαν τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῶν μοναστηριῶν. Ἐπὶ δυόμιση χρόνια οἱ μοναχοί, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ὁ Συνέσιος, φυλακισμένοι ὑφίσταντο τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικὰ γιὰ τὴν πίστη τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Τριγλίας πέλων, χαίρων ἤσκησας, ἐν Ὄρει Ἄθῳ, Ὁσιομάρτυς Κυρίου Συνέσιε· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸ στάδιον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς νουνεχὴς καὶ μοναστὴς θεόληπτος, μαρτυρικῆς εὐκλείας κατηξίωσαι, καταπαλαίσας τὸν ἀλάστορα,, τῇ ἀνενδότῳ καρτερίᾳ σου· διὸ διπλοῖς στεφάνοις κατηγλάϊσαι, παρὰ Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε· διό σε Συνέσιε γεραίρομεν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων συγκοινωνός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὐπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Συνέσιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Βεροίας καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Συνέσιο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου ποὺ ἐμαρτύρησαν († 12 Ἰουνίου). Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου μᾶς παραθέτει καὶ πάλι ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ μνημονευθὲν ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων.

Ὁ Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Βεροίας καὶ συγκεκριμένα τὴν περιοχὴ ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, ὅπως παραθέτει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οἱ πληροφορίες ποὺ διαθέτουμε εἶναι ἐξαιρετικὰ λιγοστές. Γνωρίζουμε ὡστόσο ὅτι, ὅταν ὁ Τιμόθεος ἦταν νέος, ἐνυμφεύθηκε. Μετὰ τὸ θάνατο ὅμως τῆς συζύγου του, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὰ κελλιὰ τῶν Καρυῶν, ἐπέλεξε τὴ μονὴ Κωνσταμονίτου, ὅπου ὅμως ὁ κοινοβιακὸς βίος τῆς ἀδελφότητος ἦταν σκληρός. Ἐκεῖ τελικὰ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε στὴν ἡσυχία γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὅταν ὁ Τιμόθεος συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες τῆς Μονῆς καὶ ὁδηγήθηκε μὲ τὴ βία στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐφυλακίσθηκε, ἦταν ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία (πάνω ἀπὸ ἑξήντα ἐτῶν), ἐβασανίσθηκε καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ Ρουμποὺτ πασᾶ, πιθανῶς τὸ 1822. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, λέγεται – «Σάββατο τῶν Ψυχῶν» ἢ Ψυχοσάββατο. Εἶναι τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τὸ πρῶτο ἐπιτελεῖται τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω). Ὁ λόγος ποὺ τὸ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας, παρ’ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν μικροὶ ἢ στὴν ξενιτιὰ ἢ στὴ θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς ἢ καὶ μερικοί, λόγω πτώχειας, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσυνῶν, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν τὸ μνημόσυνο αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων, μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου· ἐν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ Ποιητῇ καὶ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

 

Θεοτόκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Σὲ καὶ τεῖχος καὶ λιμένα ἔχομεν, καὶ πρέσβυν εὐπρόσδεκτον, πρὸς ὃν ἔτεκες Θεόν, Θεοτόκε Ἀνύμφευτε, τῶν πιστῶν ἡ σωτηρία.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στανγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

 

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Θεὸς Οἰκτίρμων Παμβασιλεῦ, ἐν σκηναῖς Δικαίων, καὶ ἐν κόλποις τοῦ Ἀβραάμ, τὰς ἀπὸ αἰῶνος, ψυχὰς ἃς προσελάβου, ἀνάπαυσον παρέχων, αὐταῖς τὴν χάριν σου.

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος, υἱὸς τοῦ Φήλικος Βόϊνο – Γιασενέτσκϊυ, ἐγεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1877, στὴν πόλη Κέρτς, τὸ ἀρχαῖο Ποντικάπαιο, ποὺ ἦταν ἀποικία τῶν Μιλησίων. Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, ἡ οἰκογένειά του μετακομίζει στὴν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, τὸ Κίεβο.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐξεχώρισε ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του. Ἐζοῦσε ἁπλὰ καὶ λιτά. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐπέδρασε στὴν ψυχή του ἦταν τὸ περίφημο μοναστήρι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, ἕνας τόπος ἁγιασμένος ἀπὸ τὶς προσευχές, τὴν ἄσκηση καὶ τὰ δάκρυα πολλῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα. Ἐσπούδασε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς. Παράλληλα μὲ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις ἐμελετοῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφή. Πολλὰ σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου τὸν συνέπαιρναν. Τὰ ὑπογράμμιζε μὲ κόκκινο μελάνι. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐκράτησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγινε ὁ ἀχώριστος σύντροφός του. Στὴ συνέχεια ἐσπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Κιέβου. Τὸ μέλλον του, ὡς ἰατροῦ, φαίνεται λαμπρό, ἀφοῦ ξεχωρίζει καὶ διακρίνεται στὶς σπουδές του. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ὡς σκοπὸ τὴ διακονία τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ πτωχοῦ. Βοηθάει τοὺς πάντες. Διακονεῖ χιλιάδες ἀσθενεῖς. Προοδεύει τόσο πολὺ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ ἐκλέγεται Καθηγητὴς Πανεπιστημίου.

Τὸ 1918 συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀκτωβριανὴς ἐπαναστάσεως, ἀλλά, σὰν ἀπὸ θαῦμα ἐλευθερώνεται. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὰ δεινὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ξαφνικὰ τὸν καλεῖ νὰ γίνει ἱερεὺς καὶ νὰ διακονήσει τὸν λαό Του. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 λαμβάνει τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Μιὰ ἐβδομάδα ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο, καὶ ἀξιώνεται νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὴν παρακαταθήκη ποὺ τοῦ παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν τὸν Προφήτη Συμεὼν τὸ Θεοδόχο. Ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν σὲ πολλὰ μέτωπα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀνάγκες τῆς ἐνορίας. Παράλληλα ἐδίδασκε στὸ Πανεπιστήμιο, στὴν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ χειρουργικῆς, ἐνῷ ἐργαζόταν καὶ στὸ νοσοκομεῖο.

Ὁ ἐξόριστος Ἐπίσκοπος τῆς Οὐφὰ Ἀνδρέας ἔφθασε τὸ 1922 στὴν Τασκένδη, μετὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ποὺ ἔκαναν πιὸ ζωντανὴ τὴν παρουσία τους μὲ τὴ βοήθεια τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους.  Οἱ κάτοικοι τῆς Τασκένδης ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἐπίσκοπό τους τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ μαρτυρικὸ Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, εἶχε τὴν ἄδεια νὰ ἐκλέγει τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς χειροτονεῖ κρυφά. Ἔτσι ἔκειρε μοναχὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὀνόμασε Λουκᾶ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὴν πόλη Πεντζικέντ ἀπὸ ἐξόριστους Ἐπισκόπους. Ἡ πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο ἄρχισε.

Στὶς 9 Ἰουνίου 1923 ἐπῆγε στὸ ναὸ καὶ ἐτέλεσε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸν Ὄρθρο. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ἄρχιζε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας τὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸν συνέλαβαν οἱ κομισάριοι τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν πόσο δημοφιλὴς ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς καὶ ἐφοβοῦντο ταραχές, ἔβαλαν σὲ ἐφαρμογὴ τὴ μέθοδο τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς λασπολογίας. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι συμμετεῖχε σὲ ἀντιεπαναστατικὰ κινήματα κατὰ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν κατάφεραν τίποτε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν Τασκένδη, γιατὶ εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὴν Τασκένδη ὁ ἀντικανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς φθάνει στὴ Μόσχα, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα καὶ συλλειτουργεῖ μαζί του. Σὲ λίγες ἡμέρες καὶ πάλι συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς Μπουτύρσκι, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴ φήμη τῶν πιὸ σκληρῶν φυλακῶν τῆς Μόσχας. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρεται στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα ποὺ βρίσκονται στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Μόσχας καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἐξορίζεται στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέϊσκ. Ἡ ἰατρικὴ ἰδιότητά του τοῦ ἐπέτρεψε κάποια μικρὴ ἄνεση καὶ σχετικὴ ἐλευθερία κινήσεων. Ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐχειρουργοῦσε. Ἐθεράπευε τὶς ψυχικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι τὸν ἐξορίζουν στὸ χωριὸ Χάγια, κοντὰ στὸν παραπόταμο τοῦ Ἀγκαρᾶ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἐκ νέου στὸ Γενισέϊσκ. Τὸν ἐξορίζουν στὸ Τουρουχάνσκ. Ἀγόγγυστα ὁ Ἐπίσκοπος ἐδέχθηκε τὴν ἀπόφαση. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες κάνουν τὴ ζωὴ πολὺ δύσκολη. Ὁ χειμώνας εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀτελείωτος. Ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει στοὺς 40 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδὲν ἢ ἀκόμη πιὸ κάτω. Ὁ Ἅγιος θέτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν.

Ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς κρατικοὺς παράγοντες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο, νὰ κάνει κηρύγματα, νὰ ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, μὲ ἕλκυθρο. Ὅμως, τὸ μαρτύριο συνεχίζεται. Τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνυπακοὴ στὴ σοβιετικὴ ἐξουσία καὶ τὸν ἐξορίζουν στὸν Ἀρκτικὸ ὠκεανό. Μόνη του παρηγοριὰ ὁ Θεός. Ἡ προσευχὴ ἦταν τὸ καταφύγιό του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τὸ μάρτυρα Ἐπίσκοπο ποὺ ἀντεξε καὶ αὐτὴ τὴ σκληρὴ δοκιμασία.

Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Κρασνογιὰρσκ Ἀμφιλοχίου, ἐπιστρέφει στὴν Τασκένδη. Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930, οἱ ἀρχὲς ἀνακοινώνουν τὴν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἀναστατώθηκε. Γράφει γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος: «Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930 γιὰ τελευταία φορὰ λειτούργησα στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μὲ συνεπῆρε ἡ σκέψη πὼς τὸ ἴδιο βράδυ θὰ μὲ συλλάβουν. Ὅπως καὶ ἔγινε. Τὴν ἐκκλησία τὴν γκρέμισαν ὅταν ἐγὼ βρισκόμουν στὴ φυλακή. Στὸν πασίγνωστο κατηχητικὸ λόγο ποὺ διάβάζεται τὸ Πάσχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τὰ ἔργα δέχεται, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώμη ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πράξη τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεση ἐπαινεῖ. Γι’ αὐτὴ τὴν πρόθεσή μου νὰ πεθάνω μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, ἂς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου».

Τὸ Μάιο τοῦ 1931, ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐξορία στὴ Σιβηρία, ἀνακρίσεις καὶ βασανιστήρια. Γιὰ λίγο τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερο καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 1940 ἐξορίζεται γιὰ τρίτη φορά. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου καλεῖται στὴν πόλη Κρασνογιάρσκ, ὅπου προσφέρει τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὡς ἰατρὸς καὶ λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ στὴ συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα μετατίθεται στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρνικ καὶ τὸ 1945, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, δέχεται τὴν πρώτη πολιτικὴ ἐπιβράβευση γιὰ τὸ τεράστιο ἔργο του καὶ τὴν προσφορά του. Τὸ Μάιο τοῦ ἔτους 1946 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς μετατίθεται στὴν Κριμαία, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ἀφοῦ προσέφερε τὰ πάντα στὴ διακονία τοῦ λαοῦ του, ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1961.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 29 Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέον ἅγιον, τοῦ Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καὶ θλίψεων· νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχὰς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθείᾳ διωγμοῦ, μακάριε, διὸ καὶ θάλπος νοητὸς τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Οἱ Ἅγιοι Βαρθολομαῖος καὶ Βαρνάβας οἱ Ἀπόστολοι 

Τὸ ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱὸς τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση εἶναι ἐλάχιστες. Τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐταύτισε μὲ τὸν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μὲ αὐτὸ τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Προφανῶς τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τὸ πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι: α) ὅτι στοὺς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον μόνο ὡς Ναθαναήλ. β) Ὅτι στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται μόνο μὲ τὸν Φίλιππο καὶ αὐτὸ εἶναι σὐμφωνο πρὸς τὴν πληροφορία τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τὸ Ναθαναήλ, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Μεσσία Ἰησοῦ. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπέλεξε τὸν Ναθαναὴλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τὸ Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητὲς ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλὰ στὸν Ἰωάννη ὁ Ναθαναὴλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προετίμησε, φαίνεται, τὸ ὄνομα Ναθαναὴλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαίνει ὁ Θεὸς δίδει) ἀντὶ τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στὴν Ἰνδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στὴν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πὼς ἐκήρυξε στὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία, τὴν Καραμανία καὶ τὴν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, στὰ τέλη τῆς ζωῆς του εὑρέθηκε νὰ κηρύττει στὴ Μεγάλη Ἀρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἐθανατώθηκε μὲ σταυρικὸ θάνατο, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλέως Ἀστυάγη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σὲ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στὴ θάλασσα καὶ ἐκβράσθηκε στὶς νήσους Λιπάρες.

Τὸ ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἰωσὴφ ἢ Ἰωσῆς, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι τὸν μετονόμασαν Βαρνάβα, ποὺ σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στὸ γένος, καὶ ἐζοῦσε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τὴν πρώτη πληροφορία γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα στὴν πρώτη Ἐκκλησία τὴν εὑρίσκουμε στὶς Πράξεις δ’, 36 – 37· «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκεν πρὸς τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὴν πώληση ἑνὸς κτήματός του καὶ τὴν προσφορὰ τῶν χρημάτων στὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, στὴν ὁποία ἀνῆκε.

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐρμηνείας τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ἔχουν ἀσχοληθεῖ τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καὶ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐρευνητῶν εἶναι εὔλογο, γιατὶ τὸ νέο αὐτὸ ὄνομα, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις, ἔχει μεγάλη ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», ὡς «υἱὸς παρακλήσεως» ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἑρμηνεύει θεολογικὰ τὴν περίπτωση· «Καὶ δοκεῖ μοι ἀπὸ τῆς ἀρετῆς εἰληφέναι τὸ ὄνομα, ὡς πρὸς τοῦτο ἱκανὸς ὢν καὶ ἐπιτήδειος». Ὁ Klostermann προσπαθεῖ νὰ παραγάγει τὸ ὄνομα Βαρνάβας ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβαά, ποὺ σημαίνει «υἱὸς ἀλήθειας». Ὁ H. H. Wendt εἰσηγεῖται τὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβουὰ, ποὺ σημαίνει «υἱὸς προφητείας». Ὁ A. Loisy ἀμφισβητεῖ τὴν ἐτυμολογικὴ ἐξήγηση τοῦ Wendt γιατὶ δὲν ἀποδίδει, ὅπως ἰσχυρίζεται, τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως». Σύμφωνα μὲ τὸν E. Preuchen, στὴν Παλμύρα εὑρέθηκε μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε «Bar Nebo», δηλαδὴ «υἱὸς τοῦ Nebo». Αὐτὸ τὸ θρησκειολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ὐποστήριξε καὶ ὁ A.G. Deissmann. Ὁ R.P.C. Hanson στὸ συνοπτικὸ άλλᾶ ἐνδιαφέρον Ὑπόμνημά του στὶς Πράξεις ὐποστηρίζει ὅτι τὸ ὄνομα Βαρνάβας δὲν σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως», ἀλλὰ «υἱὸς τοῦ Nebo» ἢ «υἱὸς τοῦ προφήτου» καὶ ὅτι εἶναι ἀπίθανο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀραμαϊκά, νὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ λάθος. Πιστεύει ἀκόμη ὁ Hanson ὅτι τὸ «υἱὸς παρακλήσεως» ἦταν γραμμένο στὴν πηγὴ τῶν Πράξεων ιγ’, 1, δηλαδὴ στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Προφητῶν, ἀπέναντι ὅμως ἀπὸ τὸ Menaen (Menahem), ποὺ σημαίνει πράγματι «υἱὸς παρακλήσεως» ἢ «ὁ παρηγορῶν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐνόμισε ὅτι ἀναφερόταν στὸν Βαρνάβα καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὴ σύνταξη στὸ Πράξεις δ’, 36.

Ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι ὁ ἱερὸς συγγραφέας δὲν μετέφρασε κατὰ λέξη τὸ ὄνομα «Βαρνάβας», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀραμαϊκὸ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη Βὰρ (=υἱὸς) καὶ τὴ ρίζα Νεβουὰ ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται καὶ ἡ λέξη Νεβὶ (=προφήτης), ἀλλὰ ἀπέδωσε τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ σημασία.

Πιθανὸν ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νὰ καταχωρήθηκε στὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι συνήθως προφήτης. Ὁ προφήτης ἔχει τὸ χάρισμα νᾶ διδάσκει καὶ νὰ προτρέπει πρὸς οἰκοδομή, ὀπότε ὀρθὰ ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς στὸν Βαρνάβα. Πρόκειται γιὰ μιὰ μαρτυρία τῶν Πράξεων, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἰδιαίτερη διάκριση τὴν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἐπισημαίνει τὴ συμβολή του στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ίδιαίτερα στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τοὺς νεοφώτιστους πιστοὺς στὴν Ἀντιόχεια καὶ τοὺς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ».

Οἱ Πράξεις δ’, 36 – 37, ἀποδίδουν καὶ τὴν κοινωνικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. Ἡ προσφορὰ τῶν χρημάτων ἀπὸ τὴν πώληση τοῦ κτήματός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία της, ἦταν ἀληθινὰ πράξη παρακλήσεως. Ἑπομένως, ὀρθὰ καὶ εὔστοχα ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπέδωσε τὸν ὀνομασία «Βαρνάβας» μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», γιατὶ πραγματικὰ ἐκφράζει τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ προσώπου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα καὶ τονίζει τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου του στὸ λειτούργημα τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου.

Ἀσφαλῶς, τὸ φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνὸς νέου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑρμηνεία ἐκφράζει τὴν προσωπικότητα ἢ κάποια χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ ποὺ τὸ φέρει, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «Ἰωσὴφ» ἢ «Ἰωσῇ», τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορὰ στὶς Πράξεις. Τὸ νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο καθιέρωσαν οἱ Ἀπόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο στὶς ἐπιστολές του.

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανὸς ὁ Βαρνάβας, δὲν μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ θὰ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ θὰ γνωρίζαμε ἀπὸ πότε ὑπῆρχε συμμετοχὴ τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας διασώζει διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὸ θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνάβα στὸν Χριστό· α) Ὁ συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολὺ ἐνωρὶς καὶ ἦταν μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Ὁ Κύπριος μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του γιὰ τὸν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τὴν μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. β) Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ Ἐγκωμίου, ὁ «πρῶτος καὶ ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὴ χειρόγραφη παράδοση μεταξὺ τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρνάβα καὶ τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρσαββᾶ. Τὸ πρόβλημα αὐτὸς εἶναι γνωστὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφὴ ἀντιδιαστολὴ τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. Ὁ Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξὺ τῶν παλαιῶν Μαθητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη ἡ διάκρισή του, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μποροῦσε νὰ ἦταν ὐποψήφιος μεταξὺ τῶν δύο, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ συμπλήρωνε τὸν κύκλο τῶν Δώδεκα. Ἑπομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανὸν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν, γι’ αὐτὸ ἦταν ἐνεργὸ μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ τίτλος «υἱὸς παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν χαρισματικὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρακλήτου», ὑπονοεῖ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἔχουμε στὶς Πράξεις τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Παράκλητο υἱὸς παρακλήσεως».

Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, μέχρι νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στὰ ἔθνη, θὰ εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ στὸν ἑλληνικὸ χριστιανικὸ κύκλο τῶν μαθητῶν καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξέχουσες μορφὲς γενικὰ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν αἴγλη του, ὄπως μαρτυροῦν τὰ παρακάτω γεγονότα: 1) Ἡ μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικὰ στὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Ἐπικυρώθηκε ἡ μεταστροφὴ καὶ ἀναγνώριση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καὶ ἐξασφαλίσθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 2) Ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καὶ κατόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τὴ διάκριση τοῦ Βαρνάβα καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) Ἡ ἐντύπωση ποὺ προκλήθηκε στοὺς κατοίκους τῶν λύστρων ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στὸν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική: «ἐκάλουν τε τὸν Βαρνάβαν Δία, τὸ δὲ Παῦλον Ἑρμῆν», ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Παῦλος ἦταν «ἡγούμενος τοῦ λόγου», γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπὴς ὁ Βαρνάβας». Ἐπισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια· «Ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὀμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καὶ Παύλου πρὸς τὰ ἔθνη. 4) Ἀκόμη καὶ ἡ συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Παῦλο, μετὰ τὸ γνωστὸ «παροξυσμὸ» καὶ χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρκου, δείχνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἀκόλουθος, ἀλλ’ ἐφάμιλλος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλὸς βοηθὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν εἰκόνα τῶν γεγονότων ποὺ μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.

Ὡς «λευΐτης», ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικὰ στὸ ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῶν Ἀριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοὶ τῶν ἱερέων, ἂν καὶ τὸ Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τοὺς ἱερεῖς μὲ τοὺς λευΐτες.

Πῶς βρέθηκε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας στὴν Κύπρο, οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς δίδουν καμία ἀπάντηση, καὶ μόνο ὐποθέσεις μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ὡς γνωστό, οἱ Ἰουδαῖοι μετανάστευαν γιὰ λόγους ἐμπορικοὺς καὶ οἰκονομικούς, ἀλλὰ καὶ ὅταν ὑπῆρχαν στὴν πατρίδα του πολεμικὲς συγκρούσεις. Βέβαια, ἡ Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ κέρδος. Γι’ αὐτό, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς Ἰουδαίων μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α’, τὸ 320 π.Χ. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ μιὰ πληροφορία τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἦν ἀλλότριος τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦταν Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, μετανάστευσαν στὴν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς (168 π.Χ.).

Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τὸ ἱεραποστολικό του ταξίδι μὲ τὸν Παῦλο ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι Ἰουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτὴ ἦταν ἡ πόλη στὴν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ἀπόστολος. Ἡ ἀρχαία παράδοση εἶναι σχεδὸν ὁμόφωνη ὅτι ἡ Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καὶ τὸ μέρος ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος του.

Ἂν καὶ δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ἐγκώμιο ὁμιλεῖ γιὰ σπουδές του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντὰ στὸν Γαμαλιὴλ καὶ εἶχε συμφοιτητὴ τὸν Παῦλο. Παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις μας γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτὴ ἡ πρώιμη γνωριμία βοηθᾶ στὴν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάντως, ἡ κυπριακὴ καταγωγὴ τοῦ Βαρνάβα καὶ ἡ ἀνατροφή του σὲ μιὰ ἑλληνικὴ περιοχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἔργου του καὶ ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντίκρισε τὴ Χριστιανικὴ πίστη. Τὸ πολιτιστικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τὸν ἐμπόδισε τελικὰ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στὶς στενὲς ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Παλαιστίνης.

Πάντως ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφὴ στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμὸ καὶ εἶχε τὴ μεγαλύτερη διάκριση καὶ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν πολὺ στενές. Ἡ ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία διέκρινε τὸν Ἀπόστολο, ἐφάνηκε ἀπὸ τὴν εὔστοχη παρέμβασή του νὰ παρουσιάσει τὸν Παῦλο πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἀργότερα θὰ ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καὶ ἡ δράση τῶν δύο μεγάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ προοπτικὲς τῆς μετέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μὲ τὴ σημαντικὴ χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. Ἡ βαρύτητα τῆς γνώμης, ἡ ἐγγύηση καὶ ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τὸ δρόμο, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸ προσκήνιο τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση του ἔδωσε οἰκουμενικὲς διαστάσεις στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτική, μεσολαβητικὴ καὶ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Βαρνάβα, κατὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὴ μεταστροφή του.

Ὁ Κύπριος Βαρνάβας μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τῶν Ἀποστόλων.

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στὴν Ταρσὸ καὶ ἡ δράση τῶν δύο στὴν Ἀντιόχεια «ἐνιαυτὸν ὅλον», ἐγκαινίασε μία συστηματικὴ πιὰ ἱεραποστολικὴ δράση στὰ ἔθνη. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὸ συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τὸ κέντρο δράσεώς του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦταν μέχρι τώρα, στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία γίνεται τὸ κέντρο καὶ ἡ μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὴ συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. Ὁ συμπαθὴς στοὺς Ἀποστόλους «υἱὸς παρακλήσεως», «σύνδεσμός τους μὲ τοὺς λοιποὺς Μαθητὲς καὶ μάλιστα μὲ τὸν Παῦλο,  ὁ ἀσφαλὴς ἐκφραστὴς τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος θὰ τάξει τὸν ἑαυτό του στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔθνη.

Κατὰ μία παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στὴ Ρώμη, κατ’ ἄλλη δὲ καὶ στὰ Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας, ὥστε νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας.

Τὶς τελευταῖες ἡμέρες του, φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, στὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν ἔδεσαν στὸν τράχηλο μὲ σχοινὶ καὶ τὸν ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι, ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὁ «υἱὸς τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 57 – 60 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μάρκος καὶ κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ, τὸ ἐνταφίασαν σὲ σπήλαιο μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.
Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, περὶ τὸ 485 μ.Χ., τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸν ἄγνωστο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦσε συνεχῶς, εὑρέθηκε μὲ ὑπόδειξη θαυμαστὴ στὴν Κύπρο κάτω ἀπὸ δένδρο μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ ἦταν σφραγισμένο μὲ πέτρες. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα, «πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθὲν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νὰ τελεῖ ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καὶ Ἰουστινιανὸ ἰδιαίτερα προνόμια. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, μετὰ κάποιες μετακινήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ η παράδοση, κατέληξαν καὶ πάλι στὴν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖα ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς Χριστοῦ Ἀπόστολοι καὶ ὑπηρέται, εὐσεβείας δόγμασι, πᾶσαν λαμπρύνετε τὴν γῆν, Βαρθολομαῖε θεόληπτε, σὺν τῷ Βαρνάβᾳ· διὸ ὑμᾶς μέλπομεν.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» ἐν Ἁγίῳ Ὄρει 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» φυλάσσεται στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἅγίου Ὄρους, στὶς Καρυές. Ὁ ναὸς αὐτὸς ἐκτίσθηκε τὸ 843 μ.Χ., ἐμεγάλωσε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη καὶ ἁγιογραφήθηκε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ τὸν περίφημο ἁγιογράφο Ἐμμανουὴλ Πανσέληνο.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐζοῦσε κοντὰ στὶς Καρυὲς μὲ ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ἔφυγε ἕνα βράδυ ἀπὸ τὸ κελί, διότι ἔπρεπε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου, γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μιὰ ἀγρυπνία. Ὅταν ἐνύχτωσε, ὁ δόκιμος, ποὺ ἔμεινε μόνος, ἄκουσε ἀργὰ τὸ βράδυ νὰ κτυποῦν τὴν πόρτα καὶ ἀνοίγοντάς την εἶδε ἕνα γέροντα μοναχό, ποὺ ἐζητοῦσε φιλοξενία. Τὰ μεσάνυχτα ὁ γέροντας καὶ ὁ δόκιμος ἄρχισαν νὰ ψάλλουν μαζὶ τὴν Ἀκολουθία. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ψάλλουν «Τὴν Τιμιωτέραν», ὁ γέροντας πρόλαβε τὸ δόκιμο στὸ ψάλσιμό του λέγοντας πρὶς τὸ «Ἄξιον ἐστιν μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Ὁ νεαρὸς δόκιμος ἄκουσε τὸν ὕμνο αὐτὸ γιὰ πρώτη φορά. Γι’ αὐτὸ εἶπε στὸ γέροντα νὰ τοῦ γράψει αὐτὰ τὰ λόγια, γιὰ νὰ ὑμνεῖ τὴν Παναγία. Ὁ γέροντας ἐδέχθηκε καὶ ἔγραψε τὸν ὕμνο ἐπάνω σὲ μία πέτρα, ποὺ ἔγινε μαλακὴ σὰν κερί, καὶ εἶπε στὸ νεαρὸ δόκιμο: «Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἔτσι ἐσεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νᾶ ψάλετε αὐτὸν τὸν ὕμνο». Ὁ γέροντας μοναχός, ἀφοῦ εἶπε πὼς τὸν ἔλεγαν Γαβριήλ, ἐξαφανίσθηκε.

Μόλις ἐπέστρεψε ὁ γέροντας μοναχός, ὁ δόκιμος τοῦ ἔδειξε τὴν πέτρα καὶ ἔψαλε τὸν ὕμνο ποὺ εἶχε ἀκούσει. Ὁ γέροντας μὲ τὴ διάκρισή του διεπίστωσε ἀμέσως τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς καὶ ἔτρεξε νὰ μεταφέρει τὸ θαυμαστὸ ἀντικείμενο στοὺς γέροντες τοῦ γειτονικοῦ μοναστηριοῦ. Ετσι διαδόθηκε ὅτι ὁ μυστηριώδης ἐπισκέπτης ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ διδάξει ἕνα νέο ὕμνο πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ χαραγμένη πέτρα ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ἀπεστάλη στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Χρυσοβέργη (984 – 996 μ.Χ.), ὀ ὁποῖος ἐνέκρινε τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀγγελικοῦ αὐτοῦ ὕμνου στὸ λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ παλαιὸ καὶ τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου στὶς 11 Ἰουνίου ἀναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη τὸ 982 μ.Χ.
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι τύπου Ἐλεούσης ἢ Γλυκοφιλούσης καὶ κρατᾶ στὰ δεξιά της τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Πατέρων ἀθροίσθητε, πᾶσα τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ· τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται· διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεί, ταύτην δοξάζομεν.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ σπυ Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι

Ὁ Γαβριὴλ τὸν Μοναστὴν ἐμυσταγώγησε

Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη.

Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες

Τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν
Καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς οἰκονομίας, τοῦ Σωτῆρος οἱ λειτουργοὶ, σὺν Βαρθολομαίῳ, Βαρνάβας ὁ θεόφρων, πνευματικαὶ κινύραι, τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν.

Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες 

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος μαζὶ μὲ ἄλλους 4 Μάρτυρες. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ὑποθέτει ὅτι δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοπέμπτου, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 7 Φεβρουαρίου. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν μόνο ὅτι ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος τῆς Σεζάννης

Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος ἐγεννήθηκε στὴ Σκωτία κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σεζάννης τῆς Γαλλίας μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Φουρσά († 16 Ἰανουαρίου, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἀναχωρητὴς μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ὁ Ἐρημίτης ἐκ Βρετανίας

Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ Βρετανία κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε ἐρημίτης καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκητικοῦ βίου, ἦλθε σὲ μία ἐνορία τῆς πόλεως Μπεριέν, ὅπου καθοδηγοῦσε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὁ ἐν Βάσῃ Κοιλανίου τῆς Κύπρου 

Ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Βαρνάβας δὲν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς στὴ χειρόγραφη Ἀκολουθία του δὲν ὑπάρχει Συναξάρι. Καὶ στὴ Βάσα, ὅπου ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε, δὲν ὑπάρχουν ζωντανὲς παραδόσεις γιὰ τὸ βίο του. Ὁ Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ποὺ στὸ Χρονικόν του γράφει καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο ἢ ἦλθαν ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες σ’ αὐτή, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλαμανοὶ καὶ ποὺ κατέφυγαν στὴν Κύπρο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος του, στὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, γράφει: «Τῶν μοναστῶν τὴν καλλονήν, καὶ τῶν Βάσεων βλάστημα καὶ κλέος...», πράγμα ποὺ δείχνει πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα καὶ δόξα τῆς Βάσας.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἡ ψυχή του, γεμάτη καλοσύνη καὶ εὐσέβεια, ἐξεκουραζόταν μονάχα στὴ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκαλλιεργοῦσε τὸ χαρακτήρα του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπέκτησε ἦθος καὶ σεμνότητα.

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ εὑρίσκεται στὰ Δυτικὰ τοῦ χωριοῦ καὶ στὴ ρίζα ἑνὸς πέτρινου γκρεμοῦ ἀπὸ ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα, καὶ ἔζησε μιὰ ζωὴ δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι διακρίθηκε σὲ ὅλα στὴν ἀσκητική του πολιτεία καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ φωτεινὴ λαμπάδα, ποὺ σκορποῦσε τὸ γλυκὸ φῶς της ὁλόγυρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐπερνοῦσε πολλὲς ὧρες μὲ τὴν προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προσοχή,  καὶ Ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀγωνιζόταν. Γίνεται συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων καὶ ἰσάγγελος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε πλουσιοπάροχα καὶ τὸν κατέστησε καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀκένωτη πηγὴ θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν. Μὲ πνεῦμα πραότητος καὶ δύναμη λόγου ἐδίδασκε ἀκούραστα κάθε φορὰ ἐκείνους πού, ὡς διψασμένα ἐλάφια, κατέφευγαν στὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Ἐκεῖ στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Βαρνάβας. Ἕνα μεγάλο θαῦμα συνόδευσε κατὰ τὸν ὑμνογράφο τὴν κοίμησή του. «Θαῦμα ὑπὲρ ἔννοιαν ἐν τῇ κοιμήσει σου γέγονεν, ὁσιόφρον θεσπέσιε, ἡνίκα τὸ πλῆθος τῶν Βάσεων ἐπέστη ἀθρόον, ὥσπερ γὰρ ἥλιος τὸ πρόσωπόν σου ἐξανατέταλκεν».
Ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου φυλάσσονται τεμάχια καὶ ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάσας. Ἐπίσης στὸ ναὸ αὐτὸ εὑρίσκονται καὶ δύο εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, μία παλαιὰ καὶ μία νεώτερη, ποὺ εἰκονίζει τὸν Ὅσιο νὰ φέρει τούτη τὴν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονας».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας 

Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καὶ στὶς 28 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἵδρυσε στὴν πόλη Νόβο – Τόργκα ξενώνα, ὅπου κατοικοῦσαν αἰχμάλωτοι ἢ καταδικασμένοι, καὶ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ αὐταπάρνηση. Ὁμοίως στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτς, πλησίον τοῦ ξενῶνος, ἵδρυσε ναὸ τὸ 1038, καὶ τὴ μονὴ Νοβοτόρζσκϊυ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸ 1572.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας τῆς Βετλούγκα 

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς Ρωσίας. Ἔχοντας μέσα στὴν καρδιά του ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς ἱερωσύνης, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διακονοῦσε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐνορίες τῆς πόλεως. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, τὸ 1417, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βετλούγκα, ὅπου ἔζησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κοντά του δὲν εὕρισκαν πνευματικοὶ ἀνάπαυση μόνο οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζαν τὸν Ὅσιο μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἀσφάλεια, διότι ἔνιωθαν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν φύση. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1439, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζχελτοβὸντ († 25 Ἰουλίου) γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχή του.

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, τὸ 1445. Στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ἱδρύθηκε κοινοβιακὴ μονὴ ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά του καὶ τὸ βίο του συνέγραψε, τὸ 1639, ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰωσήφ (Ντιάντκυν), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ἐκτυπώσεως πνευματικῶν βιβλίων στὴ Μόσχα.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν θαυματουργικὰ ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωάσαφ, τὸ 1639.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ θέση τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου ἐδημιουργήθηκε ἡ πόλη Βαρναβὶν καὶ τὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ ἐγινε ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς νέας πόλεως, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ Ὀρθόδοξη Κινεζικὴ Ἐκκλησία ἔφθασε σὲ μεγάλη ἀκμή. Ἀπέκτησε Κινέζο ἱερέα, τὸν μετέπειτα Ἅγιο Μητροφάνη Τσί – Σούνγκ, ἐκτίσθησαν πολλοὶ ὀρθόδοξοι ναοί, ἐτελοῦντο Λειτουργίες πλὴν τοῦ Πεκίνου καὶ σ’ ἄλλες πόλεις τῆς Κίνας καὶ τῆς Μαντζουρίας καὶ ἀπέκτησε τὴ μεγαλύτερη λάμψη της ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱεραποστόλου Ἰννοκεντίου Φιγκουρόφσκυ ἀπὸ τὸ 1897 ἕως τὸ 1900 – 1901, ὁπότε ἐπῆλθε ἡ μεγάλη δοκιμασία ἀλλὰ καὶ ὁ μαρτυρικὸς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδόξου Κινεζικῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἐξέσπασε ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπόξερ, τῶν συντηρητικῶν  Κινέζων, ποὺ ἦταν ἀντίθετοι στοὺς νεωτερισμοὺς καὶ στὶς μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα μὲ τὰ ξενόφερτα δυτικὰ πρότυπα. Ἡ χήρα αὐτοκράτειρα μὲ τοὺς συντηρητικοὺς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν πατροπαράδοτων πολεμικῶν τεχνῶν ἐπενέβησαν βίαια καὶ ἐματαίωσαν τὰ σχέδια τῶν νεωτεριστῶν. Τὸ κίνημα τῶν Μπόξερ, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς ξένους, ἔπνιξε στὸ αἷμα κάθε ἀντίδραση καὶ ἐπεζήτησε τὴν ἔξωση ὅλων τῶν ξένων ποὺ ἐζοῦσαν στὴ χώρα, στοὺς ὁποίους κατὰ τὴ γνώμη τους όφείλονταν κάθε κακὸ ποὺ συνέβη σ’ αὐτήν.

Τὸ 1900, ἡ ἀπόπειρα τῶν ξένων νὰ φέρουν περισσότερα στρατεύματα στὸ Πεκίνο, ἐπιδείνωσε τὴν κατάσταση. Στὶς 10 Ἰουνίου ἐκολλήθησαν προκηρύξεις στοὺς τοίχους τοῦ Πεκίνου, ποὺ ἐκαλοῦσαν τοὺς Κινέζους νὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ ἀπειλοῦν μὲ φοβερὰ μαρτύρια ὅσους θὰ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ 11η Ἰουνίου 1900 ἔγινε ἡ ἠμέρα τῆς δόξας γιὰ τὴ χώρα τῆς Κίνας, ποὺ προσέφερε καὶ αὐτὴ τὴ μερίδα τῶν Μαρτύρων της στὴν πορφυρὴ ἁλουργίδα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας.

Ἡ πομπὴ τῶν δημίων ἐξεκίνησε μεγαλοπρεπῶς μὲ ἀναμμένους δαυλούς, ὑψώνοντας στὰ χέρια τὰ εἴδωλα τῶν πατροπαράδοτων θεῶν τῆς σινικῆς φυλῆς καὶ κρατώντας θυμιατήρια, γιὰ νὰ τοὺς θυμιάσουν οἱ Χριστιανοὶ ἀρνούμενοι τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρώα εὐσέβεια. Τὰ μαρτύρια ἦσαν φρικτὰ καὶ ὁ φόβος μέγας. Ἀπὸ τοὺς 700 Κινέζους Ὀρθόδοξους, οἱ 300 ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους.

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν ὁ πρῶτος Κινέζος Ὀρθόδοξος ἱερέας καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἰαπωνίας. Ὑπηρετοῦσε τὴν ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια. Ἔσφαξαν μπορστὰ στὰ μάτια του τὴν πρεσβυτέρα του Τατιανὴ καὶ τὸν 23χρονο υἱό του Ἡσαΐα, ἐνῷ ἔκοψαν τὴ μύτη, τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ μικρότερου υἱοῦ του Ἰωάννου. Ὁ παιδομάρτυρας ὄχι μόνο δὲν δυσανασχετοῦσε, ἀλλὰ ὡς ἐκ θαύματος δὲν ἔνιωθε κανένα πόνο καὶ ἀπαντοῦσε στὶς προκλήσεις τῶν δημίων του ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν «παιδὶ τῶν δαιμόνων»«Εἶμαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ πιστεύω στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι στοὺς δαίμονες».

Ἀφοῦ ἐκτέλεσαν τὸν πατέρα Μητροφάνη, ἡ νύφη του Μαρία, μνηστὴ τοῦ Μάρτυρος Ἡσαΐα, 19 ἐτῶν, ἔφθασε στὸ πρεσβυτέριο ἐπιθυμώντας νὰ πεθάνει μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ μνηστῆρός της. Ὅταν οἱ Μπόξερ ἐκύκλωσαν τὸ σπίτι, ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἐβοήθησε πολλοὺς Χριστιανοὺς νὰ πηδήσουν τὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς καὶ νὰ σωθοῦν, ἐστάθηκε μὲ θάρρος κατέναντι  τῶν δημίων της καὶ τοὺς κατηγόρησε γιὰ τὴν ἄδικη δολοφονία τόσων ψυχῶν, χωρὶς νὰ ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ ἐνοχή τους ἀπὸ κανένα δικαστήριο. Οἱ δήμιοι τῆς ἐτρύπησαν τὰ πόδια καὶ τῆς καταπλήγωσαν τὰ χέρια, προτρέποντάς την νὰ φύγει καὶ νὰ σωθεῖ. Ἡ γενναῖα ὅμως Μαρία τοὺς ἀπάντησε θαρραλέα: «Ἐγεννήθηκα ἐδῶ, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ἐδῶ καὶ θὰ πεθάνω». Τότε οἱ Μπόξερ τὴν ἀποτελείωσαν.
Μεταξὺ τῶν Μαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συγκαταλέγονται καὶ πολλοὶ ἀπόγονοι τῶν κατοίκων τοῦ Ἀλμπασὶν τῆς Ρωσίας ποὺ εἶχαν πρῶτοι φέρει τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Πεκίνο, τὸ 1685, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφομοιωθεῖ μὲ τοὺς Κινέζους. Ἀπὸ αὐτοὺς συγκρατοῦνται τὰ ὀνόματα τῶν: Κλήμεντος Κουϊ-Κίν, Ματθαίου Χάι-Τσουάν, τοῦ ἀδελφοῦ του Βὶτ καὶ τῆς Ἄννας Τσούι.
Ἀπὸ τοὺς περίπου χίλιους τῆς ἐνορίας τοῦ Πεκίνου οἱ τριακόσιοι χάθηκαν στὰ αἱματηρὰ γεγονότα τῆς 11ης Ἰουνίου 1900, ἐκ τῶν ὁποίων 222 ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀπετέλεσαν τὴν ἔνδοξη μαρτυρικὴ ἀρχὴ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κοδράμων ἢ Κροδάμων ἢ Καρδάμων καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἀπὸ αὐτοὺς ἡ Ἀντωνίνη, ἀφιερωθείσα στὸν Χριστό, διῆγε βίο σώφρονα, λατρεύουσα τὸν Θεὸ καὶ καταγινομένη σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες, ἑλκύοντας διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων της εἰδωλολάτριδες γυναῖκες πρὸς τὸν Χριστιανισμό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση της καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα Φῆστο καὶ ἐκλείσθηκε σὲ οἶκο ἀνοχῆς πρὸς διαφθορά, ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ παρέμεινε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες νηστικὴ καὶ στὴ συνέχεια ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἐμμένουσα ὅμως στὴν ὁμολογία της, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε σκληρά, ἐκλείσθηκε καὶ πάλι στὸ διαφθορεῖο. Πληροφορηθεὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση πρὸς τὴν Ἀντωνίνη γιὰ τὸν ὅσιο βίο καὶ τὰ θεῖα χαρίσματά της, προσῆλθε στὸ διαφθορεῖο καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀκολάστου δῆθεν πράξεως, εὑρῆκε τὴν Ἀντωνίνη. Ἀμέσως τὴν ἔντυσε μὲ τὸ χιτῶνά του, ἐκάλυψε τὴν κεφαλή της καὶ τὴν ἐφυγάδευσε. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως προσῆλθαν μεθυσμένοι στρατιῶτες, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν βίαια τὴν ἀτίμωση τῆς Ἀντωνίνης. Ἀντ’ αὐτῆς ὅμως εὑρῆκαν τὸν Ἀλέξανδρο. Ἐξοργισθέντες οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν ὁδήγησαν δεμένο ἐνώπιον τοῦ Φήστου, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μάρτυς ὁμολόγησε τὴ φυγάδευση τῆς Ἀντωνίνης ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοῦ ἐξήγησε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὴν πράξη του. Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ σκληρὴ μαστίγωση τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὴν πάσῃ θυσίᾳ ἀνεύρεση τῆς Ἀντωνίνης, ἡ ὁποία συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Φήστου. Ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Στὴν συνέχεια ἄλειψαν τοὺς Μάρτυρες μὲ πίσσα καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς μέσα σὲ λάκκο μὲ φωτιά, ὅπου καὶ εὑρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Τὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατετέθησαν στὴ μονὴ Μαξιμίνου, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις αὐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.

Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος ὁ Μάρτυρας ὁ Σοφώτατος 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεανίσκος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε.
Νέος ὡραιότατος καὶ σοφώτατος, ἐμφορούμενος ἀπὸ γνήσια Χριστιανικὴ πίστη, συναναστρεφόταν τοὺς δούλους του ὡς ἴσος, συμπροσευχόταν μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐδίδασκε τὸ θεῖο λόγο. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ μία δούλη εἰδωλολάτρισσα, ὡραιότατη, ἡ ὁποία, μὴ δυναμένη νὰ ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὸν Νεανίσκο, πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἀκολάστων πόθων της, τὸν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μάξιμο ὡς Χριστιανό. Κατόπιν τούτου ὁ Νεανίσκος συνελήφθη καὶ ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Εὐθὺς ὁ Μάξιμος διέταξε τὸ σκληρὸ αὐτοῦ βασανισμό, ὁ ὁποῖος διήρκησε ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, καὶ τὴν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ὁδηγούμενος στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὁ Νεανίσκος εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους καὶ τὴ δούλη ἡ ὁποία τὸν ἐπρόδωσε. Τότε, ἀφοῦ ἐκάλεσε αὐτὴ κοντά του, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δάκτυλό του βαρύτιμο δακτυλίδι καὶ τὸ ἐπέδωσε σὲ αὐτὴ ὡς δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του, διότι διὰ τῆς καταγγελίας της θὰ μετέβαινε πλησίον Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖο τόσο ἐποθοῦσε. Ἤρεμος καὶ περιχαρὴς ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἔτεινε τὸν αὐχένα του πρὸς τὸν δήμιο καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρίσπουλος καὶ Ρεστιτοῦτος, κατὰ τὴν παράδοση, ἐμαρτύρησαν πιθανῶς στὴ Ρώμη ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο αὐτοὶ ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὴν Ἰσπανία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Γέτουλος καὶ Ἀμάνδιος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γέτουλος ἦταν σύζυγος τῆς Ἁγίας Συμφορόσης († 18 Ἰουλίου), ἐκ Τιβούρων τοῦ Λατίου. Συνελήφθη τὸ 120 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.), καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀμανδίου καὶ τῶν Ἁγίων Κερεάλου καὶ Πριμιτίβου. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἐνταφίασε ἡ Ἁγία Συμφορόσα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης, Τρίπος καὶ Μάνδαλος ἐμαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι Χριστιανοὺς στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.), τὸ 275 μ.Χ. Οἱ τρεῖς ὑπάρχουσες ἁγιολογικὲς πηγὲς περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείδου εἶναι μεταγενέστερες καὶ ἀναξιόπιστες. Ἐπὶ τοῦ τάφου του, ἐπὶ τῆς Αὐρηλίας ὁδοῦ, εἶχε ἱδρυθεῖ βασιλική, ποὺ δὲν διασώθηκε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης 

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Προύσης. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.), τὸ 361 μ.Χ. Ὡς Ἐπίσκοπος Προύσης διακρινόταν γιὰ τὴν ζῶσα εὐσέβεια καὶ τὸν ἀκοίμητο ζῆλό του πρὸς στήριξη τοῦ ποιμνίου του καὶ τὴν περιφρούρηση αὐτοῦ ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ πολὺ πέραν τῶν ὁρίων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ Τιμόθεος εὑρέθηκε μεταξὺ τῶν πρώτων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀντέστησαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορος, καταπολεμώντας τὰ ἀνόσια αὐτοῦ διατάγματα μὲ παρρησία καὶ τόλμη. Ἕνεκα τῆς σθεναρῆς αὐτῆς ἀντιστάσεώς του, ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέστειλε ἐκπρόσωπό του, γιὰ νὰ πείσει τὸν Τιμόθεο νὰ ὑπακούσει στὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές καὶ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς αὐτές, ἀπαρνούμενος τὸν Χριστό. Ὁ Τιμόθεος ὅμως ἐδήλωσε πρὸς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ αὐτοκράτορος ὅτι δὲν δέχεται διαταγὲς ἀντιβαίνουσες πρὸς τὶς Χριστιανικὲς ἀρχές, ἔλεγξε δὲ τὸν Ἰουλιανὸ γιὰ τὴν ἀποστασία του. Γιὰ τὴ στάση του αὐτὴ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου ὑπῆρχε ἐντὸς τοῦ νοσοκομείου τοῦ «ἐν τῷ Δευτέρῳ» τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Νικομηδείᾳ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζαχαρίας ἐμαρτύρησε, ἄγνωστο πότε, στὴ Νικομήδεια. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἐπίσκοπος Βιθυνίας

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βιθυνίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ 

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη 

Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησαν. Ὁ Θεοφάνης, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν, μετὰ τρία ἔτη ἐχήρευσε, συνάψας δὲ σχέσεις μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἀσπάσθηκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐβαπτίσθηκε. Μετὰ τὴν βάπτισή του ἀποσύρθηκε σὲ μικρὸ κελί, τὸ ὁποῖο εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Πληροφορηθεὶς ὅτι μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Πανσέμνη, παρέσυρε πολλοὺς στὴν  ἀκολασία καὶ τὴν ἀπώλεια, ἀπεφάσισε νὰ μεταστρέψει αὐτὴν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ χρόνο ἐσκέφθηκε πῶς νὰ ἐνεργήσει, μία ἡμέρα ἔβγαλε τὰ πτωχικὰ ἐνδύματά του καὶ ἀφοῦ ἐφόρεσε λαμπρὰ φορεσιὰ μετέβη σὲ συνάντησή της. Ἐλθὼν στὴν οἰκία της καὶ πληροφορηθεὶς παρ’ αὐτῆς, ὅτι ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα ἔτη ἀξασκοῦσε τὸ αἰσχρὸ τοῦτο ἐπάγγελμα, ἀφοῦ τῆς ἐξέθεσε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἔντιμου καὶ ἐνάρετου βίου, τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει σύζυγός του. Οἱ λόγοι καὶ ἡ πρόταση τοῦ Θεοφάνους ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦν σοβαρὲς σκέψεις στὴν Πανσέμνη, μία δὲ ἀλλαγὴ διεφάνηκε στὴν στάση της. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀντιληφθεὶς ὁ Θεοφάνης, ἐξέθεσε πρὸς αὐτὴν τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Χριστοῦ περὶ γάμου καὶ παρθενίας καὶ ἀπεχώρησε, γιὰ νὰ δώσει σὲ αὐτὴν καιρὸ νὰ σκεφθεῖ. Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐπανῆλθε καὶ εὑρῆκε αὐτὴν μεταμορφωμένη, τῆς ἐξέθεσε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει Χριστιανὴ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Τόση ἦταν ἡ θέρμη καὶ ἡ πειστικότητα τῶν λόγων του, ὥστε ἡ Πανσέμνη διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσυρθεῖσα σὲ κελί, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Θεοφάνης, ἐπιδόθηκε σὲ ἔργα θεοφιλὴ καὶ σκληρότατη ἄσκηση καὶ προσευχὴ πρὸς ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν της. Τόσο εἰλικρινὴς ἦταν ἡ μετάνοιά της καὶ τόσο προόδευσε σὲ ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα, ὥστε ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διὰ τῆς θεραπευτικῆς χάριτος. Ἔτσι, θεοφιλῶς καὶ μὲ ὁσιότητα ἀφοῦ ἔζησε, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ἀκολούθησε αὐτὴν καὶ ὁ Θεοφάνης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κανίδης ὁ ἐκ Καππαδοκίας

Ὁ Ὅσιος Κανίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδοτο καὶ τὴ Θεοφανώ. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε σὲ σπήλαιο ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον ὄρους εὑρισκόμενο, ὅπου παρέμεινε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του, νυστεύων, προσευχόμενος καὶ μελετῶν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἡ φήμη τῆς ὁσιότητος καὶ τῆς ἀρετῆς του προσείλκυε πολλοὺς θαυμαστὲς ἐξαιτούμενος τὴν εὐλογία καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του. Ἔζησε ἑβδομήντα τρία ἔτη μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πέτρας 

Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος, Ἐπίσκοπος Πέτρας τῆς Ἀραβίας, ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, ὄχι ὡς ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.), ἀλλ’ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (347 μ.Χ.) καὶ συνέγραψε τὴν ἱστορία μὲ τὶς δολοπλοκίες τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ 362 μ.Χ., καὶ ἐπελέγη γιὰ νὰ εἶναι ὁ κομιστὴς τῆς ἐπιστολῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Λόντι Ἰταλίας

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων († 7 Δεκεμβρίου) καὶ γενναῖος ἀγωνιστὴς κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 409 μ.Χ., ἀφοῦ ἐποίμανε τὴν Ἐπισκοπή του ἀπὸ τὸ 374 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κενσούριος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης 

Ὁ Ἅγιος Κενσούριος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, Ἐπισκόπου Ὡξέρρης († 31 Ἰουλίου), ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Ὡξέρρης κατὰ τὰ ἔτη 448 – 486 μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς Ἐπίσκοπος Ράθλιχεν Ἰρλανδίας 

Ὁ Ἅγιος Ἰλλαδανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ράθλιχεν στὸ Ὄφφαλυ τῆς Ἰρλανδίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος Ἐπίσκοπος Ρότζεστερ 

Ὁ Ἅγιος Ἰθαμέριος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κέντ τῆς Ἀγγλίας. Ἦταν μοναχός, ἱστορικὸς καὶ ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Βεδέα († 27 Μαΐου). Ἦταν ὁ πρῶτος Ἀγγλο - Σάξωνας Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρότζεστερ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 656 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἐβρεμούνδιος

Ὁ Ἅγιος Ἐβρεμούνδιος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαϋὼξ τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν ἔγγαμος αὐλικὸς στὸ παλάτι. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του, ποὺ ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχισμοῦ, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε διάφορα μοναστήρια στὴν περιοχὴ Φοντεναί – Λουβέ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σαγίου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 720 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ 

Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Χουτίνσκϊυ τῆς Ρωσίας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 6 Νοεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Μητροπολίτης Τομπόλσκ Ρωσίας 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, Μητροπολίτου Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας, τὴν 31η Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ, τὴν 12η Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἐπίσης ἡ ἑορτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζὰν τῆς Ρωσίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ ἐν Κιέβῳ 

Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ., στὴν Οὐκρανία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν προσευχή του ἀκινητοποίησε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κάποιους ληστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μπεῖ στὴ Λαύρα ἀπὸ τοὺς κήπους αὐτῆς, γιὰ νὰ ληστέψουν τὴ μονὴ καὶ τοὺς Πατέρες. Ὅταν αὐτοὶ μετανόησαν, τοὺς ἀπελευθέρωσε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐγγὺς καὶ μακρὰν τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, καὶ στὶς 28 Αὐγούστου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ 

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (κατὰ κόσμον Νικόλαος Παύλοβιτς Τελιάσιν) ἐγεννήθηκε στὴν περιφέρεια τοῦ Ὀστάσκωβ, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τβέρ, ἀπὸ οἰκογένεια χωρικῶν. Τὸ 1599 κατέφυγε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου τὂ 1601 ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ 1613 ἐχειροτονήθηκε ἱερέας ἀποκτώντας σπουδαία παιδεία, μαθαίνοντας τὴν λατινικὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ σπουδάζοντας ρητορικὴ καὶ φιλοσοφία.

Κατὰ τὰ ἔτη 1614 – 1636, διετέλεσε ἡγούμενος τοῦ ἐρημητηρίου καὶ τὸ ὀργάνωσε μὲ ὑποδειγματικὸ πνευματικὸ τρόπο, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ καὶ θαυμαστὸ πνευματικὸ καταφύγιο σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ πνευματικότητά του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ μελέτη. Ἔτσι ὀργάνωσε ὁ ἴδιος μὲ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο τὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ἀντέγραψε ἔτσι, μὲ προσωπική του χειρόγραφη ἐργασία, τὰ ἔργα τῶν Ὁσίων Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου.

Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς συνδέθηκε μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῶν Ρωμανὼφ καὶ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ τῶν προστατῶν του ἦταν ὁ τσάρος Μιχαὴλ Φεντόροβιτς. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπῆρξε ἄλλωστε καὶ ὁ ἀνάδοχος τοῦ μελλοντικοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν προστατῶν αὐτοῦ, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθηκε τὸ 1636 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάσαφ Α’, στὴ Μόσχα.

Τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐγκαθίσταται στὸ Τομπόλσκ καὶ ἐργάζεται σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς του. Ὡς σκληρὸς ἀσκητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴν προσευχή, δυσανασχετοῦσε ἀπὸ τὶς συμπεριφορὲς τοῦ ποιμνίου του, λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἐξουσίας, πολλὲς φορὲς ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμπλέξουν στὶς δολοπλοκίες τους. Κουρασμένος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῶν εἰς βάρος του συμπεριφορῶν, τὸ 1637, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν τσάρο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀποσυρθεῖ. Κατόπιν πολλῶν αἰτήσεῶν του κατάφερε τελικά, τὸ 1639, νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ παραίτητή σου. Ἐλεύθερος, λοιπόν, ἀπὸ τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου καὶ ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλὸς μοναχός, χωρὶς νὰ ἀναλάβει ὀποιαδήποτε διοικητικὴ εὐθύνη, μέχρι τὸ 1647, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε ἐκ νέου τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου καὶ τῶν εὐγενῶν τῆς Μόσχας, ἐβοήθησε ὥστε νὰ διαδοθεῖ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Νεῖλο τὸν Στυλίτη.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1667, καὶ ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ ἄλλους Ἐπισκόπους. Ὁ ἴδιος ὁ τσάρος ἀκολούθησε τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου.
Τὸ 1984, κατὰ τὴν σύσταση τῆς ἑορτῆς πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ τῶν τιμωμένων Ἁγίων, συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερὴ μνήμη ἑορτάζεται καὶ σήμερα, ἡμέρα τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Μητροπολίτης Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (Μολιούκωφ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιβηρία καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴ  μονὴ τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Ροστὼβ καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης καὶ τοποθετήθηκε στὴ μονὴ τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ. Ἐδῶ προέκοψε κατὰ Θεὸν στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετή. Ἔτσι, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε στὴ Μόσχα Ἐπίσκοπος Σμολένσκ.

Ἡ ἐπαρχία τοῦ Σμολένκς, ἤδη ἀπὸ τὸ 1612, ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπίεζαν τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν δὲν ἦταν εὔκολο. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου καθεδρικοῦ ναοῦ, ὀ ὁποῖος ἐτελείωσε τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 1677. Μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο ζῆλο ὁ Ἅγιος συνέχισε τὸ ἔργο τῆς ἀνεγέρσεως νέων ναῶν στὴν πολύπαθη ἐπαρχία του.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐξορίσθηκε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἀποφυλακίσθηκε, μετὰ δύο ἔτη περίπου, συνέχισε νὰ ἐργάζεται ἄοκνα ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1699, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σμολένσκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βερχοτοῦρε τῆς περιφέρειας τῆς Περμίας τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος καὶ ἡ μητέρα του κόρη ἱερέως. Ἐγεννήθηκε μὲ πρόβλημα στὰ πόδια καὶ περπατοῦσε μὲ πατερίτσες. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία προσπαθοῦσε νὰ βιώσει τὸ μυστήριο τῆς σαλότητος. Τὶς νύχτες συνέχεια ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ προσεύχεται μόνος του, καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς σαλούς, τὸν ἐκυνηγοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως. Μιὰ φορὰ τὸν εἶδαν νὰ φεύγει ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ τὸν κατεδίωκαν πετώντας πέτρες, ἀπὸ τὸ ποτάμι, ποὺ ἦταν στὸ δρόμο του, καὶ τὸ ἐπέρασε «σὰν νὰ περνοῦσε ἀπὸ στεριά».

Ἦταν πονόψυχο παιδὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ δὲν ἔχανε ποτὲ τὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ ἐτελεῖτο στὸ ναό.

Ὁ μακάριος Κοσμᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 8 Δεκεμβρίου 1680, καὶ ἐνταφιάσθηκε δίπλα στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς πόλεως Βερχοτοῦρε, στὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Τὸ παρεκκλήσιο ἐπάνω στὸν τάφο του ἔκτισε μία θεοσεβούμενη γυναίκα, ποὺ ἦταν χήρα. Ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε στὸ ὄνειρό της ὡς νεαρὸς ἄνδρας 25 – 30 ἐτῶν, ξυπόλητος, μὲ ἕνα μακρὺ πουκάμισο. Τῆς εἶπε ὅτι τὸν λένε Κοσμᾶ καὶ τὴν παρακάλεσε νὰ σκεπάσει τὸν τάφο, γιὰ νὰ τὸν προστατέψει ἀπὸ τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ.

Γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ μακαρίου Κοσμᾶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πληροφορίες. Θεωρεῖται ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς συμμετεῖχε στὴ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε ἀπὸ τὸ χωριὸ Μερκούσινσκιϊ στὸ ναὸ Νικολάγιεβσκι, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1704. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὶς παλαιὲς εἰκόνες, ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ μεταφορὰ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὑπάρχει ἕνας σαλὸς μὲ πατερίτσες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μητροπολίτης Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νεζχίνο τῆς Ρωσίας, τὸ 1651, ἀπὸ τὸν Μάξιμο Βασίλεβιτς καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Ἡ οίκογένειά του εἶχε ἑπτὰ υἱοὺς καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκύκλιων σπουδῶν του ἐφοίτησε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ὡς διδάσκαλος τῆς λατινικῆς γλώσσας. Τὸ 1680, ἐκάρη μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.

Στὸ νέο μοναχὸ ἐδόθηκε, μὲ τὴ συγκατάθεση τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ πνευματικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου, τὸ διακόνημα τοῦ κηρύγματος. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ἰωάννης ἐπροικίσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας. Τὸ κύριο θέμα τῶν ὁμιλιῶν του ἦταν πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ πνευματική του μελέτη, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡλιοτρόπιον», ἀπαντᾶ σὲ σωτηριολογικὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν πιστό.

Τὸ 1658, ἀποστέλλεται γιὰ ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ (1674 – 1690) ὡς ἐφημέριος τῆς μονῆς Μπριάνσκ – Σβένσκ, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Τὸ 1695, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος († 5 Φεβρουαρίου), Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ, διόρισε τὸν ἱερομόναχο Ἰωάννη, ὡς ἀρχιμανδρίτη τῆς μονῆς Ἐλέτσκ. Ἐδῶ, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἐσεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο, ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου. Μόλις ἀσθένησε τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὸ διακόνημά του καὶ να ἔχει πίστη στὸν Θεό. Ὁ Ἰωάννης ἀμέσως ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, διότι ἐμπιστευόταν τὴ δύναμη τῆς πίστεώς του πρὸς τὸν Θεό. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἰωάννης ἦταν τελείως καλά.

Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1697, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀδριανὸς (1690 – 1700) ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννη Ἐπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου. Ὁ Ἰωάννης ἀνέλαβε μὲ φόβο Θεοῦ τὰ καθήκοντά του καὶ ἔριξε ἰδιαίτερο βάρος στὴν πνευματικὴ ἀνύψωση καὶ καλὴ ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχολείων. Θαυμαστὴ ἦταν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπογραφείου ποὺ ὀργάνωσε.

Ὁ Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς Παντελεήμονος, πρὸς τὴν ὁποία ἀπέστειλε σημαντικὴ βοήθεια.

Τὸ 1711, Μητροπολίτης πλέον Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας, ἐργαζόταν μὲ φόβο Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀναδιοργάνωσε τὸ περίφημο ἱεραποστολικὸ σεμινάριο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1727 ὁ μακαριστὸς προκάτοχός του Μητροπολίτης Φιλόθεος († 1727), καὶ συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Σιβηρίας. Τὸ 1714, ἀνέθεσε στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἱλαρίωνα (Λεζχάϊσκυ) ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὸ μακρινὸ Πεκίνο, ἐνῶ στὴν πόλη τοῦ Τομπόλσκ ἀνέπτυξε τὴ συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ποιμένας, ἦταν ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, εἰλικρινὴς καὶ διακριτικός, φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπαγχνος. Ἐβοηθοῦσε πολὺ τοὺς πτωχοὺς μοιράζοντάς τους κρυφά, ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλὸς μοναχός, γενναιόδωρες ἐλεημοσύνες μὲ τὴν παράκληση νὰ δεχθοῦν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔδινε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα ἦταν πάντοτε ἀνοικτὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐχρειάζονταν, ὅπως καὶ ἡ καρδιά του. Ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1715, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, εἶχε παραθέσει τράπεζα πρὸς τιμὴν τῶν κληρικῶν του. Ἀφοῦ τοὺς διακόνησε ταπεινὰ ὁ ἴδιος, ἐπῆραν τὴν εὐχή του καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀποσύρθηκε στὸ κελί του. Ὅταν ἐχτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προσευχόταν γονατιστός. Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ τιμὴ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρισοστόμου τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Τομπόλσκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Τομπόλσκ 

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1670, στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ, καὶ ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ παλαιὰ εὐγενικὴ ἐκκλησιαστικὴ καταγωγή. Ἐτελείωσε τὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε προστάτης του. Τὸ 1700, ἀνέλαβε διευθυντικὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἔγινε ἀναπληρωτὴς τοῦ ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέπμ, ἱεροκήρυκας τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς). Στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ ἐδίδασκε ρητορικὴ καὶ διαλεκτική, καλύπτοντας κατὰ διαστήματα τὴ θέση τοῦ διευθυντοῦ, τοῦ οἰκονόμου καὶ τοῦ ἐπόπτου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του οἰκοδομήθηκαν καινούργια κτήρια καὶ ὁ ἴδιος ἐχάρισε στὴ βιβλιοθήκη τῆς σχολῆς πολλὰ βιβλία ἀπὸ τὴν προσωπική του συλλογή.

Τὸ 1705,  ἐξέδωσε τὴ συλλογή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Καθρέφτης τῆς Θείας Γραφῆς», ποὺ περιεῖχε τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς), καθὼς καὶ ἕνα ἰδικό του ποιήμα ἀφιερωμένο στὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρος. Τὸ 1709, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ.

Τὸ 1713, μετὰ τὴ μετάθεση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Μόσχα.

Ὁ νεοχειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος δίδει δείγματα γραφῆς ἑνὸς ἀξιοζήλευτου ποιμένος, ὁ ὁποῖος κηρύσσει συνεχῶς τὸ θεῖο λόγο στοὺς ναοὺς τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὴν εὐλογία του θὰ ἐκδοθεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ χάρη στὴ βοήθεια συνεργατῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, ποὺ ἐργάζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολή, θὰ τελειώσει τὴ μετάφραση τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρώμης», τοῦ Τίτου Λιβίου, ἡ ὁποία παρέμεινε δυστυχῶς μέχρι σήμερα ἀνέκδοτη.

Ἀπὸ τὸ 1720 μέχρι τὸ 1721 προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ τσάρου. Τὴν πρώτη φορά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ συνυπογράψει μαζὶ μὲ ἄλλους Ρώσους Ἐπισκόπους τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Κανονισμό. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ὑπέγραψε μόνο κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ κατόπιν ἀπειλῆς τοῦ Μεγάλου Πέτρου.

Τὸ 1721, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Τομπόλσκ. Στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος θὰ ἀφιερωθεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Παρὰ τὴν ἀδιαφορία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὶς ἐπίμονες ἐκκλήσεις του γιὰ τὴν ἀποστολὴ νέων ἱεραποστόλων, προκειμένου νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος θὰ καταφέρει, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνισχύσει τὴ δράση τῶν ἱεραποστολικῶν κλιμακίων στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν. Μὲ πολλὲς δυσκολίες ἔστελνε ἱερεῖς στὶς πιο ἀπομακρυσμένες περιοχὲς τῆς Σιβηρίας.

Γιὰ τὴν ἀρτιότερη ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν ἱεραποστόλων, ἀναδιοργάνωσε τὰ προγράμματα σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τομπόλσκ. Ἐπίσης, ἐγκαινίασε στὸ Ἰρκούτσκ μία ρωσομογγολικὴ σχολή. Ἔφερε μαζί του ἱεροψάλτες ἀπὸ τὴν Οὐκρανία καὶ τακτικὰ ἔστελνε μορφωμένους μοναχοὺς στὴ Σιβηρία μὲ σκοπὸ τὸ κήρυγμα, τὴν ἐξάπλωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἑδραίωση τῶν πιστῶν στὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.

Συχνὰ ἡ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου συναντοῦσε διάφορα ἐμπόδια, ποὺ προκαλοῦσε τὶς περισσότερες μορφὲς ἡ σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ κόσμου.

Ὅταν, τὸ 1727, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἰρκοὺτσκ ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος (Κουλτσίσκι), ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐμοίρασε τὴ Σιβηρία σὲ δύο Ἐπισκοπές, κρατώντας γιὰ τὴν ἰδική του ἕδρα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄφησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ τοῦ Τομπόλσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Μαρτίου 1740, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τομπόλσκ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος τῆς Σιβηρίας

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1698, στὴν Πριλούκα τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν συνασκητὴς τοῦ Ἐπισκόπου Ἰρκούτσκ Σωφρονίου. Τὸ 1746, ὁ ἱερομόναχος Συνέσιος ἐκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Οὐκρανία στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τοῦ ἐρημητηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊι.

Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο στὸ Ἰρκούτσκ, ὅπου, τὸ 1754, θὰ λάβει τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ θὰ γίνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως.

Ἦταν μέλος τοῦ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σωφρόνιο ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου καὶ τὸν ἐβοηθοῦσε πολὺ στὴ διοίκηση τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν στὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως καὶ γιὰ τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἀποτέλεσε τὸ λαμπρότερο ὑπόδειγμα ἀσκητοῦ μοναχοῦ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς του.

Ὁ Ὅσιος Συνέσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 10 Μαΐου 1787, καὶ ἐνταφιάσθηκε παραπλεύρως τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ἡ φήμη του Ὁσίου ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων πού, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔκανε.
Τὸ 1984, ὅταν ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ αὐτῶν συμπεριέλαβε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Συνεσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος τοῦ Τόμσκ 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Ἀλέξεβιτς Μικούριν) ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία, τὸ 1800, ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Σὲ νεαρὴ ἡλικία κατατάχθηκε στὸ στρατό, ἀλλὰ ἡ θητεία του δὲν ἐκράτησε πολύ, διότι ἀκολούθησε μία αὐστηρὴ ζωὴ ἀσκήσεως καὶ ἀδιάλειπτης  προσευχῆς ἐπικαλούμενος συνεχῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῆς Βίβλου καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύντομα ἄρχισε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν πολλοὶ ποὺ ἔψαχναν τὴν ὁδὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τότε ἀπευθύνθηκε στὸν ἐρημίτη Βσιλίσκο καὶ μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους ἀσκητὲς ἐπιδόθηκε στὸν ἡσυχαστικὸ βίο στὰ δάση τῆς περιοχῆς τοῦ Κούζνεκ.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1820, σὲ νεαρὴ ἡλικία. Τὸ 1984 συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Σταγειρίτης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Σάββας ἐγεννήθηκε στὰ Στάγειρα περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο καταφεύγει στὴ μονὴ Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἀσκεῖται ὡς μοναχός. Ἡ μετάβασή του σὲ αὐτὴ τὴ μονὴ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴ σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὰ Στάγειρα καὶ γενικὰ μὲ τὴ Χαλκιδική.

Στὴ μονὴ αὐτή, ποὺ τιμᾶται πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ἀφιέρωσε τὸ βίο του ὁ Ἅγιος Σάββας καὶ προέκοπτε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, προετοιμαζόμενος ἔτσι νὰ λάβει καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐζοῦσε, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς, τὸ 1821, ὅταν ἐκλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου. Μοναδικὴ πηγὴ τοῦ μαρτυρίου εἶναι ὁ μοναχὸς Δοσίθεος, ὁ Λέσβιος Κωνσταμονίτης, ὁ ὁποῖος περιγράφει τὸ μαρτύριο πέντε Ὁσιομαρτύρων ἐκ τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου, ὑπὸ τὸν τίτλο «Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τῶν ἐν λαμψάντων ἁγιορειτῶν ὁσίων Πατέρων, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν θανατωθέντων».

Ἂς δοῦμε πῶς περιγράφει ὁ Δοσίθεος τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Τώρα δὲ ἀδελφοί, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸν ἁπλοῦν Σάββαν τὸν Σταγειρίτην, ὅστις προεγνώρισε καὶ αὐτὸς μακάριος τοῦ θανάτου του τὸν τρόπον, διότι ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ Κοινόβιον, ὅταν ἐστάλθη ἔξω εἰς τὴν Ἱερισσὸν ἀπὸ τοὺς Πατέρας, εἶπεν εἰς ἕνα ἀδελφὸν τοῦ κοινοβίου φίλον του τὸ μέλλον γενέσθαι.

Εἶδε, λέγω ἐν ὁράματι τὴ νύκτα, ὅτι διώκοντές τον οἱ ἐχθροὶ τὸν ἐθανάτωσαν. Καὶ οὕτως ἐφάνη εἰς τὸν μακάριον, ὅτι ἡ ψυχή του ἐπέταξεν εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ δὲ σῶμά του εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀλήθευσεν ἡ πρόγνωσις καὶ ἡ πρόρρησις αὕτη μετὰ τοῦ ὁράματος. Διότι ἀπερνώντας ἐκεῖθεν ἀπὸ τὴν τοῦ Ζωγράφου σεβάσμιαν Μονήν, ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ὁ μακάριος, ὁμοῦ μὲ ἄλλον ἕνα κοσμικόν, δοῦλον καὶ αὐτὸν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ οἱ δύο ἦτον Σταγειρῖται. Καὶ οὕτως ἔγινεν ἡ μακαρία κοίμησις καὶ αὐτῶν».
Ἔτσι ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Σάββας καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Δόμνα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή

Ἡ Ἁγία Δόμνα τοῦ Τόμσκ ἐγεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν στὴ Ρωσία. Οἱ γονεῖς της ἀπέθαναν, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμα μικρὸ παιδὶ καὶ ἔτσι ἔμεινε στὴ θεία της. Ἡ Δόμνα ἔλαβε ἄριστη μόρφωση καὶ ὁμιλοῦσε πολὺ καλὰ τὶς ξένες γλῶσσες. Ἦταν ὡραῖα κοπέλα καὶ εἶχε πολλοὺς θαυμαστὲς πρόθυμους νὰ τὴν νυμφευθοῦν. Ὅμως ἡ Δόμνα ἤθελε νὰ παραμείνει ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι οἱ συγγενεῖς της θέλουν νὰ τὴν παντρέψουν διὰ τῆς βίας, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐφόρεσε ἁπλὰ ἐνδύματα καὶ ἐπῆγε ὡς προσκυνήτρια στοὺς Ἁγίους Τόπους. Χαρτιὰ ποὺ θὰ πιστοποιοῦσαν τὸ ποιὰ ἦταν δὲν εἶχε, γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἐκτοπίσθηκε στὴ Σιβηρία. Ἐκεῖ, στὴν πόλη Τόμσκ, ἐπῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ στάδιο τῆς σαλότητος.

Ἡ Ἁγία Δόμνα δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία. Συχνὰ περνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες ἔξω στὸ δρόμο. Τὸ φόρεμά της ἀποτελεῖτο ἀπὸ κόμβους διαφόρων μεγεθῶν, ποὺ ἔκρυβαν τὸ σχεδὸν γυμνὸ σῶμά της. Ἐχρησιμοποιοῦσε τοὺς κόμβους σὰν κομποσχοίνι, κρύβοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς συνεχεῖς προσευχές της. Ὄταν κάποιοι πονόψυχοι ἄνθρωποι τῆς ἐδώριζαν ζαστὰ ροῦχα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμῶνος, ἐκείνη τὰ ἔπαιρνε, εὐχαριστοῦσε τὸν δωρητὴ καὶ ἀμέσως τὰ ἐμοίραζε σὲ πτωχούς, ἐνῷ ἡ ἴδια συνέχιζε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ κρύο. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκδήλωνε ἡ Δόμνα τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν κόσμο. Γνωρίζοντας τὶς ἄθλιες συνθῆκες ἐπιβιώσεως τῶν κρατουμένων στὶς φυλακὲς τοῦ Τόμσκ, ἡ Ἁγία Δόμνα περιπατοῦσε δίπλα στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς φυλακῆς καὶ ἐτραγουδοῦσε ἄσματα πνευματικοῦ περιεχομένου χωρὶς νὰ σκέπτεται ὅτι σὲ λίγο θὰ τὴν συνελάμβαναν λόγῳ διαταράξεως τῆς κοινῆς ἡσυχίας. Ὅταν ἡ σύλληψη γινόταν γνωστή, ὁ κόσμος ἔφερνε στὴ φυλακὴ τρόφιμα γιὰ τὴν Ἁγία, τὴν ὁποία βαθιὰ ἐκτιμοῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἐκείνη τὰ ἐμοίραζε σὲ κρατούμενους.

Θερμὰ καὶ ἀκούραστα προσευχόταν ἡ μακαρία στὸ ναὸ κρυφά, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου. Ἐὰν ἔβλεπε ὅτι τὴν παρακολουθοῦν, ἀμέσως ἄλλαζε τὴν συμπεριφορά της καὶ παρίστανε τὴ σαλή: πηγαινοερχόταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁμιλοῦσε μόνη της, ἔσβηνε τὰ κεριά...

Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος ἡ Ἁγία Δόμνα διατηροῦσε τὴν ἁγνότητά της, ἐσήκωσε τὸ βάρος τῆς ἑκουσίας πτωχείας της, ὑπέφερε τὴ ζέστη καὶ τὸ κρύο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ὁ Θεὸς τῆς προσέφερε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν πιστῶν.

Ἡ Ἁγία Δόμνα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 16 Δεκεμβρίου 1872, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τῆς πόλεως Τόμσκ. Δίπλα στὸν τάφο της, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε στὴ μετεπαναστατικὴ περίοδο, στὶς ἡμέρες μας, ἐκτίσθηκε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Στέφανος τοῦ Ὄμσκ τῆς Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ἰακώβλεβιτς Ζναμένσκι) ἐγεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὴν περιοχὴ τοῦ Τὸμσκ τῆς Ρωσίας. Οἱ θεολογικές του σπουδὲς στὸ ἱερατικὸ σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ, κυρίως, ἀφοροῦσαν στὴν ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας ἑβραϊκῆς γλώσσας. Κατὰ συνέπεια μποροῦσε νὰ μελετᾶ μὲ εὐκολία τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, Ὅταν, τὸ 1824, ἐτελείωσε τὶς σπουδές του, ἐνυμφεύθηκε καὶ ἐχειροτονήθηκε ἱερέας στὴν πόλη τῆς Βαρναούλ, καὶ μετατέθηκε διαδοχικὰ στὶς πόλεις Κουργκάν, Τομπὸλσκ καὶ Ἰαλουτορόβσκ. Τὸ 1854, τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ὄμσκ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, ἔξαρχος, ἱεραπόστολος καὶ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν σὲ διάφορα γυμνάσια τῆς πόλεως. Στὸ Ἰαλουτορὸβσκ ἵδρυσε δύο σχολεῖα, στὰ ὁποία ἡ φοίτηση ἦταν δωρεάν. Γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ποὺ ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπέδειξε κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἔλαβε διάφορες τιμητικὲς διακρίσεις ἀπὸ τὴν πολιτεία καί, τὸ 1839, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου.

Ὁ πρεσβύτερος Στέφανος ἦταν ὑποδειγματικὸς κληρικός, ἀγαθὸς λευΐτης, ἁπλοϊκός, ταπεινός, εἰλικρινὴς καὶ ἐζοῦσε βίο ἐγκρατὴ καὶ ἀσκητικό. Συνδύαζε πρακτικότητα καὶ εὐστροφία καὶ ἀπέφευγε συνειδητὰ κάθε εἶδος πλουτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλίζει τοὺς πιστούς. Ὅταν ἐτελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ εὐλάβεια. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτιζόταν καὶ ἀκτινοβολοῦσε, προκαλώντας ἔτσι αἰσθήματα μεγάλου σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ κληρικούς, καὶ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός, ἔτσι ὥστε κάθε λειτουργικὴ κίνησή του νὰ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες του.

Ὄταν ἦταν νέος, ἐκήρυττε ἀδιάκοπα. Ὅταν ὅμως τὰ χρόνια ἐπέρασαν, ὁμιλοῦσε λιγότερο καὶ προτιμοῦσε τὶς διαλέξεις. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀπέκτησε τὴ φήμη τοῦ λαμπροῦ παιδαγωγοῦ. Οἱ ἐφημαριακές του ὑποχρεώσεις εἶχαν καταπονήσει τὸ σῶμά του, ἐνῷ πολὺ καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του ἔτρωγε μόνο χόρτα. Ὁ νηστευτικός του ἀγώνας ἦταν μεγάλος. Δὲν ἔπινε ποτὲ κρασί, καφὲ καὶ τσάι. Ἦταν πάντοτε ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα ταπεινὰ καὶ φτωχικά. Τὸν ἐλεύθερο χρόνο του ἐντρυφοῦσε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων. Ἐνῷ εἶχε μία μεγάλη οἰκογένεια καὶ τακτικὰ ἀντιμετώπιζε μεγάλα οἰκονομικὰ προβλήματα, δὲν ἐδεχόταν τὶς εἰσφορὲς τῶν ἐνοριτῶν του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκες. Τὸ 1877, κλῆρος καὶ λαὸς τοῦ Ὄμσκ ἑόρτασαν τὰ πενήντα χρόνια ἱερωσύνης τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 12 Ἀπριλίου 1877.
Τὸ 1984, ὁρίστικε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν 

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἰβάνοβιτς Νομπροσέρντωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1809, στὸ χωριὸ Βελτσκόε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἰρκοὺτσκ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ἑνὸς ἀναγνώστου.

Λίγο πρὶν τὸ γάμο τῶν γονέων τοῦ Γεωργίου, ὁ παππούς του εἶδε ἕνα ὅραμα, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυπτε ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη συλληφθεῖ, προοριζόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.

Ὁ Γεώργιος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐδιδάχθηκε τὴν εὐλάβεια ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀγαποῦσε τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἀπὸ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ἐδιάβαζε τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία. Τὸ 1818, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰρκούτσκ, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκε τὰ χαρίσματά του, τὸν ἐνέγραψε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο, μετὰ τὸ πέρας τοῦ ὁποίου ὁ Γεώργιος συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς πόλεως. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κλίσεώς του ἐθεωρήθηκε ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ ἐνοσηλεύθηκε. Βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴν παρέμβαση κάποιου κυβερνήτου τοῦ Ἰρκούτσκ. Μὲ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ἑνὸς ἱερέως τῆς περιοχῆς ἐγκατέλειψε τὴν ἰδέα τῆς ἐρημικῆς ζωῆς καὶ συνέχισε τὶς σπουδὲς στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπεφοίτησε μὲ «ἄριστα», θεωρούμενος ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους σπουδαστές.

Ὁ Γεώργιος, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἰρκούτσκ, διδάσκει στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ καί, τὸ 1836, νυμφεύεται καὶ χειροτονεῖται ἱερεύς. Διακόνησε στὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς Χριστιανούς. Τὸ 1841, ἡ σύζυγός του ἀπεβίωσε καὶ ὁ Γεώργιος ἐγκατέλειψε τὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀποφοίτησε ἀπὸ αὐτήν, τὸ 1845, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τελευταίου ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους ἔγινε μοναχός, λαβὼν τὸ ὄνομα Γεράσιμος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἐδίδαξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς πόλεως τοῦ Τβέρ, ἀπὸ τὸ 1846 στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Σταυρουπόλεως, στὸ ὁποῖο, τὸ 1849, ἔγινε καὶ διευθυντής. Τὸ ἴδιο ἔτος ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἀπὸ τὸ 1850 μέχρι τὸ 1855 διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Σιμπίρσκ, ἀπὸ τὸ 1855 μέχρι καὶ τὸ 1860 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Χάρκωβ· ἀπὸ τὸ 1860 μέχρι τὸ 1863 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα, καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ντομπρΐυ. Τὸ 1863, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Σταράϊα Ρούσα καὶ Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ 1864, μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Ρεβὲλ καὶ ἔγινε Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1866, ἀνῆλθε στὸ αὐτόνομο θρόνο τῆς Σαμάρα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἔκτισε μία ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ γιὰ γυναῖκες καὶ ὀργάνωσε κατηχητικὰ καὶ συνάξεις στὶς ἐνορίες. Τὸ 1877, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν.

Χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ ἀφοσίωση στὴν ἀποστολή του καὶ ἡ ἁπλότητα. Παρ’ ὅτι ὑπῆρξε αὐστηρός, ἦταν πάντοτε προσηνὴς καὶ κατόρθωνε πάντοτε νὰ διατηρεῖ εἰρηνικὴ τὴν καρδιά του. Ἡ ζωή του ἐχαρακτηριζόταν ἀπὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἐξυπνοῦσε πολὺ ἐνωρὶς τὰ χαράματα καὶ ἀφιέρωνε τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἐλειτουργοῦσε καθημερινά. Ἔτσι ἔζησε ὅλο του τὸ βίο.

Συνέγραψε διάφορα βιβλία θεολογικοῦ, κανονικοῦ καὶ ἁγιογραφικοῦ χαρακτῆρος καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του ἐκδόθηκαν τὸ ἡμερολόγιό του καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολὲς ποὺ εἶχε ἀποστείλει πρὸς διάφορες μοναχές. Ἐκληροδότησε τὴ λιγοστή του περιουσία στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ὅπου καὶ ἐδίδετο μία ὑποτροφία στὸ ὄνομά του.

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 24 Ἰουνίου 1880, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀστραχάν.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, κατὰ κόσμον Παῦλος Ἰβάνοβιτς Φωκίν, ἐγεννήθηκε, στὶς 29 Ἰουνίου 1797, στὸ χωριὸ Λιπογιαρσκόε στὴν περιοχὴ τοῦ Ταμπώφ, ἀπὸ εὐσεβὴ ἱερατικὴ οἰκογένεια, ἀφοῦ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας τῆς Βερχοτοῦρε (κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τυχόνοβιτς Κατάργιν) ἐγεννήθηκε, τὸ 1856, σὲ μία πολυάριθμη οἰκογένεια ἑνὸς χωρικοῦ τοῦ Ὀρλώφ. Μετὰ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, σὲ νεανικὴ ἡλικία, εἰσῆλθε στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βαλαάμ, ὅπου τὸ 1893 ἔγινε μοναχός. Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰὼβ ἀνέλαβε καθήκοντα ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Βερχοτοῦρε. Γνωρίζοντας τὸν Ὅσιο Ἀρέθα ὡς λαμπρὸ παράδειγμα ἀσκητικοῦ μοναχοῦ, ἀφιερωμένου στὴν προσευχή, τὸν καλεῖ στὸ μοναστήρι του. Τὸ 1893 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ 1895 πρεσβύτερος. Στὸ μοναστήρι τὸ διακόνημά του ἦταν ἡ πώληση τῶν κεριῶν καὶ ἡ φύλαξη τῆς βιβλιοθήκης. Ὅταν τὸ 1900 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰὼβ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ Βαλαάμ, οἱ μοναχοὶ τῆς Βερχοτοῦρε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς ἐξέλεγαν ἀπὸ μόνοι τους τὸν ἡγούμενο, ἐξέλεξαν τὸν Ὅσιο Ἀρέθα, ὁ ὁποῖος δύο χρόνια ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Στὴ νέα του διακονία ὁ Ὅσιος ἡγήθηκε τῆς μονῆς μὲ ταπείνωση καὶ ἀποτελοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς μοναχοὺς τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Τὸ 1901, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση δύο ἀκόμη μονῶν καὶ τριῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων.

Μέσα σὲ λίγα χρόνια ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔκτισε καινούργια κτήρια στὸ μοναστήρι τῆς Βερχοτοῦρε καὶ κυρίως ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνοριακῆς σχολῆς καὶ τῆς σχολῆς κωφαλάλων. Ὑπὸ τὴν προσωπική του διεύθυνση τακτοποιήθηκε τὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς.

Ὁ Ὅσιος διῆλθε σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως ἐκλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 15 Μαΐου 1903. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Ἀρέθα, συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, τὸ 1984, καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή 

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη (Λιούμπωφ Σεμένοβνα Σουχάνοβα) ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὸ Ριαζὰν τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν κατω ἄκρων καὶ ὅταν ἔγινε δεκαπέντε ἐτῶν ἰάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο (Μαρλικίσκϊυ), ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ ἀφοῦ τὴν ἐθεράπευσε, τοῦ ἐζήτησε τὴν εὐλογία νὰ ζήσει ὡς διὰ Χριστὸν σαλή.

Ἔζησε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή της ἐγκλειστη ἐπὶ τρία ἔτη στὸ φτωχικό τους σπίτι. Ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία της ζώντας στοὺς δρόμους τοῦ Ριαζὰν χωρὶς νὰ ἀποφεύγει τὸν κόσμο. Ἀντίθετα ὁμιλοῦσε πρὸς ὅλους μὲ πολλὴ πνευματικὴ χαρά. Ἐβοηθοῦσε ἰδιαίτερα τοὺς πτωχοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ γρήγορα ἡ φήμη της ἐξαπλώθηκε. Ὁ Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.

Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 21 Φεβρουαρίου 1921, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς Παρηγορίας τῶν Θλιβομένων». Συχνὰ ἐμφανιζόταν σὲ ὁράματα τῶν πιστῶν παρηγοροῦσα τοὺςδοκιμαζόμενους καὶ θεραπεύουσα τοὺς ἀσθενεῖς. Ὁ τάφος της ἦταν καὶ εἶναι τόπος προσκυνήματος.
Τὸ 1987, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος, καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζάν, στὸν κατάλογο τῶν ὁποίων κατετάγη καὶ ἡ Ἁγία Ἀγάπη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος ἐκ Ρωσίας

Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Ἱεραποστόλου ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 18η Μαΐου.
Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἀλταΐων Μητροπολίτης Μόσχας

Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἐορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἐρημίτης ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόγνωστος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Νέων Ἱερομαρτύρων καὶ ἐμόναζε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ, τὸ 1940.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Νικόλαος καὶ Βασίλειος οἱ Ἱερομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Νικόλαος καὶ Βασίλειος ἦταν πρεσβύτεροι τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Παύλου ἐν Ρωσία, καὶ ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ τὸ 1918.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Πρεσβύτερος

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Τιμοθέου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Ριαζάν 

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1987, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πρίγκιπες Μπόρις καὶ Γκλέμπ, οἱ Ἐπίσκοποι Βασίλειος τοῦ Ριαζὰν καὶ Ἰωνᾶς τῆς Μόσχας, οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Κωνσταντίνος τοῦ Μούρωμ, Θεόδωρος τοῦ Μούρωμ, Μιχαὴλ τοῦ Μούρωμ, Πέτρος καὶ Φεβρωνία τοῦ Μούρωμ, ἡ δίκαιη Ἰουλιανὴ τοῦ Λαζάρεβο καὶ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ Ἀγάπη τοῦ Ριαζάν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Σιβηρία 

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1984, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ὁ Μάρτυς Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Νεκτάριος τοῦ Τομπόλσκ, Δημήτριος τοῦ Ροστώβ, Φιλόθεος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰωάννης τοῦ Τομπόλσκ, Ἀντώνιος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Παῦλος τοῦ Τομπόλσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Τομπόλσκ, Φιλάρετος τοῦ Κιέβου, Ἰννοκέντιος τῆς Μόσχας, Συμεὼν τοῦ Σμολένσκ, Μελέτιος τοῦ Χάρκωβ, Γεράσιμος τοῦ Ἀστραχάν, Μελέτιος τοῦ Ριαζάν, οἱ Ὅσιοι Μοναχοὶ Συνέσιος τῆς Σιβηρίας, Ἀρέθας τῆς Ἀλταΐων, Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, Δανιὴλ τοῦ Ἀσίνσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Σικίζσκ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε, Ἰωάννης τῆς Βερχοτοῦρε, Δόμνα τοῦ Τόμσκ, Στέφανος τοῦ Ὄμσκ, Κοσμᾶς τῆς Βερχοτοῦρε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου ἐν Κούρσκ Ρωσίας

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου εὑρέθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, τὸ 1295, στὴ ρίζα ἑνὸς δένδρου στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Τουσκάρ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κούρσκ, ἀπὸ ἕνα κάτοικο τῆς πόλεως Ρίλσκ, ποὺ ἐκυνηγοῦσε στὸ δάσος. Ἡ εἰκόνα, ποὺ ὁμοίαζε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Νόβγκοροντ, μεταφέρθηκε μὲ τιμὲς στὴν πόλη Ρίλσκ, ὅπου ὁ πρίγκιπας Σεμιάκα ἔκτισε ἕνα μεγαλοπρεπὴ ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου καὶ ἐναπέθεσε ἐκεῖ τὴν εἰκόνα. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπέστρεψε θαυματουργικὰ στὴν προηγούμενη θέση της, ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν εὕρει: στὴ ρίζα τοῦ δένδρου. Οἱ εὐλεβεῖς κάτοικοι τοῦ Ρὶλσκ ἔκτισαν ἐκεῖ ἕνα παρεκκλήσιο καὶ ἕνας ἱερέας ἐπιλέχθηκε, γιὰ νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ παρεκκλήσιο ἐκάηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ 1358, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε ἄθικτη. Τὸ 1597, ὁ τσάρος Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς ἄκουσε γιὰ τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔφερε στὴ Μόσχα, ὅπου τὴν ἐναπέθεσε στὸ αὐτοκρατορικὸ παλάτι. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε στὴ Μόσχα μέχρι τὸ 1618 καὶ ἔπειτα, λόγῳ ἐπίμονων αἰτημάτων, μὲ ἔγκριση τοῦ τσάρου Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς, ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Κούρσκ, καὶ ἐτοποθετήθηκε στὴ μονὴ Ζναμέννυ. Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 8 Μαρτίου, 8 Σεπτεμβρίου καὶ 27 Νοεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὺνσκ ἐν Ρωσία 

Ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπύνσκ, εὑρέθηκε τὸ 1957, κοντὰ στὸ Ταμπύνσκ, σὲ ἀπόσταση δώδεκα χιλιομέτρων ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἐρημητήριο Πρεσιστένκαγια. Τὴν εἰκόνα ηὗρε ὁ εὐλαβὴς ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος, ὁ ὁποῖος περνώντας ἀπὸ μία πηγή, ἄκουσε καθαρὰ τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέγει: «Πάρε τὴν εἰκόνα μου». Ὁ διάκονος ἐφοβήθηκε καὶ ἐθεώρησε μᾶλλον ὅτι ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουσε δὲν ἦταν πραγματικότητα, ἀλλὰ αὐταπάτη. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Τότε ὁ ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος ἔτρεξε καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἡσυχαστηρίου, οἱ ὁποῖοι λιτανεύοντας μετέφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ ἡσυχαστήριο. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔγινε ξακουστὴ ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε μέχρι καὶ τὴν Κίνα. Σήμερα ἔχει χαθεῖ, ἀλλὰ καταβάλεται προσπάθεια, μέσα ἀπὸ τὴν ἰστορικὴ ἔρευνα καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν πιστῶν, νὰ ξαναευρεθεῖ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Στὸν Κώδικα 227 Πετρουπόλεως κατὰ τὴν 9η Ἰουνίου σημειώνεται ἡ «μνήμη ἀνακομιδῆς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου». Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα δίστιχα:

«Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον

καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου».

 

«Θανὼν Κύριλλος τῆς Ἀλεξάνδρου Πάπας
πρὸς Κύριον μετῆλθε πάντων Κυρίων».

 

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα  τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιὴ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.

Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.

Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον του τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποῖα λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος»«ἐκ Θεοῦ Λόγος»«ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι’ ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα»«γέγονε σάρξ» καὶ «καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος»«ἡνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τῇ σαρκί». Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὅρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικὸ τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες της ἐπὶ ἄλλων θεμάτων. Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».

Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δυὸ Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν Πνεύματι, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου, καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ἧς λαμπρῶς δεδόξασαι, Ἱεράρχα Κύριλλε.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ σοφίᾳ τῇ θείᾳ καλλωπιζόμενος, τῆς Συνόδου τῆς τρίτης ἐδείχθης ἔξαρχος, καὶ καθεῖλες τὸν δεινὸν Πάτερ Νεστόριον, καὶ Θεοτόκον τὴν Ἁγνήν, ἀνεκήρυξας λαμπρῶς, ὦ Κύριλλε Ἱεράρχα, Ἀλεξανδρέων ἡ δόξα, τῆς Ἐκκλησίας ὁ διδάσκαλος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰς τῶν αἱρέσεων πλοκὰς διαρρήξας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις, τὴν Ἐκκλησίαν Κύριλλε ἐπλούτισας, πάντα τὰ ζιζάνια, Νεστορίου ἐκκόψας· ὅθεν καὶ παρίστασαι, σὺν Ἀγγέλων χορείαις, Χριστῷ πρεσβεύων μάκαρ ἐκτενῶς, πᾶσι πταισμάτων, δωρήσασθαι ἄφεσιν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἱρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν· τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σοφῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, δογμάτων τὸν λόγον, θεηγόρως διατρανοῖς, καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος, Ἐπίσκοπος Προύσης, ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Κατὰ τὴν 22α Ὀκτωβρίου φέρεται ἀορίστως μνήμη Ἀλεξάνδρου Ἐπισκόπου μὲ σύντομο συναξαριστικὸ ὑπόμνημα καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θέτει τὸ ἐρώτημα μήπως πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνανίας ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων οἱ Μάρτυρες 

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων. Στὸν Κώδικα 1575 φ. 112 τῆς Παρισινῆς Βιβλιοθήκης καὶ τὸν τῆς Λαύρας Δ 10 φ.15 εὑρίσκεται πλήρης Ἀκολουθία αὐτῶν, ποιήμα τοῦ ὑμνογράφου Ἰωσήφ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη, τὸ 286 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Φηλικιανὸς ἦταν σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν. Τὸ 640 μ.Χ., ὁ Πάπας Θεόδωρος Α’ ἀνεκόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ κατέθεσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ρώμης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ οἱ Ὁσιομάρτυρες 

Οἱ Ἁγίες Ὁσιομάρτυρες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ ἢ Ἐννεὶμ κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀζᾶ τῆς Περσίας καὶ ἀπὸ γονεῖς πλουσιώτατους. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου Β’ (310 – 379 μ.Χ.). Ἀσπασθεῖσες τὸ Χριστιανισμὸ ἔγιναν Κανονικές (κατηγορία μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ ἐζοῦσαν μακριὰ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀφιερωμένες στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πλησίον), ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπίδειξη καὶ εἶχαν τεθεῖ ὑπὸ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἱερέως ὀνομαζομένου Παύλου. Αὐτὸς ὅμως κατακρατοῦσε τὰ χρήματα τοῦ ναοῦ, στὸ ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν καὶ οἱ πέντε Κανονικὲς παρθένοι, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη προσφορὰ ποὺ ἐγινόταν γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς, γενόμενος ἔτσι πλουσιώτατος.

Κατὰ τὸν κινηθέντα διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου, καταγγέλθηκαν ἀπὸ κάποιον Πέρση, ποὺ ὀνομαζόταν Νιρσῆς, καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ οἱ Κανονικὲς συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀπείλησε μὲ θανάτωση καὶ δήμευση τῶν περιουσιῶν τους, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους. Πτοηθεὶς ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ ὁ φιλοχρήματος ἱερεὺς Παῦλος, ἀσπάσθηκε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία.
Οἱ Κανονικὲς παρθένοι ὅμως ἀρνηθεῖσες νὰ προδώσουν τὴν πατρώα εὐσέβειά τους καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο καὶ ἐξετελέσθηκαν διὰ χειρὸς τοῦ τέως πνευματικοῦ τους ὁδηγοῦ καὶ ἤδη ἐξομώτου φιλάργυρου Παύλου. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ ἡ τύχη ὑπῆρξε οἰκτρότερη. Τὴ νύχτα, ἔμπιστοι ὑπηρέτες τοῦ ἀρχιμάγου τὸν ἀπαγχόνισαν καὶ ἔτσι ἀπώλεσε καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὰ χρήματα, ἕνεκα τῶν ὁποίων διέπραξε τὸ εἰδεχθέστερο  ἔγκλημα. Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτὲς καὶ στὶς 26 Σεπτεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Παρθενομάρτυρες ἐκ Χίου

Οἱ Ἁγίες τρεῖς Παρθενομάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο καὶ ἐμαρτύρησαν διὰ ξίφους. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Συρίᾳ ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση. Πουλήθηκε ὡς σκλάβος στὴ Συρία, ἀλλὰ ὅταν ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του ἔγινε μοναχὸς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ († 28 Ἰανουαρίου). Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ μοναχικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 370 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ὁ ἐκ Συρακουσῶν 

Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ἐγεννήθηκε στὴ Σικελία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Ρώμης, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης († 12 Μαρτίου). Ὁ Μαξιμιανὸς ὑπηρέτησε ὡς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης Πελαγίου Β’ (579 – 590 μ.Χ.) καὶ Γρηγορίου Α’ τοῦ Διαλόγου (590 – 604 μ.Χ.). Ὁ Γρηγόριος τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴ Ρώμη καὶ τὸν ἐξέλεξε, τὸ 591 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Συρακουσῶν.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς ἐποίμανε γιὰ τρία ἔτη τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 594 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κύρος 

Ὁ Ὅσιος Κύρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, στὶς 12 Νοεμβρίου, ἀναγράφεται: «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ εὐκτηρίου τοῦ ἀββᾶ Κύρου ἐν τῷ Σπαρακίῳ».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ὁ Ἱεραπόστολος ἐξ Ἰρλανδίας 

Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Γκάρταν τῆς Δονεγάλης στὴν Ἰρλανδία στὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 521 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Ἐμαθήτευσε πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων καὶ ἐνωρὶς ἀπεφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰρλανδία καὶ ἵδρυσε μοναστήρια στὶς περιοχὲς Ντέρρυ καὶ Ντάροου.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Κάποτε παρεκάλεσε τὸν παλαιό του διδάσκαλο Φιννιανὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀντιγράψει τὸ Ψαλτήριό του, ἀλλ’ ὁ Φιννιανός, ἄγνωστο γιατί, ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ Κολούμπα τὸ ἀντέγραψε χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Φιννιανοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνεκάλυψε τὴν πράξη τοῦ μαθητοῦ του, ἐζήτησε νὰ κρατήσει τὸ ἀντίγραφο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἔφθασε πρὸς ἐκδίκαση μέχρι τοῦ βασιλέους Ντέρμοτ, ὁ ὁποῖος ἀποφάνθηκε ὑπὲρ τοῦ Φιννιανοῦ. Ὁ Ὅσιος δυσαρεστήθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ὁ βασιλεὺς Ντέρμοτ διέταξε τὴν ἐκτέλεση κάποιου ἐχθροῦ του, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε προσφέρει ἄσυλο ἐντὸς τῆς μονῆς.Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε δύο ἰρλανδικὰ φύλα σὲ μικρὴ πολεμικὴ σύρραξη, στὴν ὁποία καὶ ὁ Ὅσιος διεδραμάτισε κάποιο ρόλο ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴν ἱερατική του ἰδιότητα. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ καταδικάσθηκε ἀπὸ Σύνοδο σὲ ἀφορισμό, ἡ ποινή του ὅμως μετατράπηκε σὲ ἰσόβια ἐξορία, μετὰ ἀπὸ μεσιτεία καὶ παράκληση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καλουμένου καὶ αὐτοῦ Φιννιανοῦ.

Ὁ Ὅσιος συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα μαθητές του, ἀναχώρησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ νῆσο, καλουμένη Ἰόνα, κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Σκωτίας. Μὲ τὴν παρουσία του, τὸ ἄγνωστο αὐτὸ νησὶ κατέστη περίφημο καὶ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἁγία νῆσος. Ἐκεὶ ἵδρυσε περιώνυμη μονὴ μὲ ἑκατοντάδες μοναχῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἄσκησή τους. Ἐπὶ πλέον ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ σπουδαιότερο ἴσως ἐκκλησιαστικὸ κέντρο καὶ διδακτήριο κληρικῶν καὶ ἱεραποστόλων τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενοι ὁ Ὅσιος Κολούμπα καὶ οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Σκωτία. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἀκάματος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε στὴ Σκωτία καὶ Βόρεια Ἀγγλία περὶ τὶς ἑκατὸ μονές, πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἱδρύθηκαν

ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κάποιο Σάββατο ἢ Κυριακὴ πρὸς τὴν 9η Ἰουνίου τοῦ 597 μ.Χ. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, κατὰ μία ὡραία παράδοση, τὸ γέρικο λευκὸ ἄλογό του, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινε ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατὰ τὶς ἀτέλειωτες ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του, ἦλθε μὲ δάκρυα καὶ ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, οἱ μοναχοὶ ἐσηκώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο, εἶδαν τὸ ναὸ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ εἰσελθόντες εὑρῆκαν τὸν κοιμηθέντα πνευματικό τους πατέρα νὰ προσεύχεται ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα

Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς ἢ Κομίνος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς νήσου Ἰόνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 598 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ ἐν Λευκῇ Λίμνῃ Ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος, κατὰ κόσμον Κοσμᾶς, ἐγεννήθηκε, τὸ 1337, στὴ Μόσχα ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ ἐνωρὶς ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς ὁποίας, τὸ 1390, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος. Πολυάριθμοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονταν τὴ μονή, γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὶς πνευματικὲς συμβουλές του. Ὀ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ τὴν τέλεια ἐρημία καὶ ἡσυχία. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας μιὰ νύχτα ἄκουσε τὴ φωνὴ μέσα σὲ οὐράνιο φῶς, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν περιοχὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, στὴν περιοχὴ Βολογκόντσκαϊα, καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς ἐρημίτης. Ἐκεῖ, τὸ 1397, ἄρχισε νὰ κτίζει ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ αὐξάνει καὶ τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς, ποὺ ἔγραψε ὁ Ὅσιος γιὰ τὴν Ἀδελφότητα, προέβλεπε μὲ αὐστηροὺς κανόνες τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σιωπή. Ὁ Ὅσιος Κύριλλος εἶχε ὁμιλήσει προσωπικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Στέργιο τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου) καὶ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1427.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Βὲλσκ ἔζησε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Περὶ τῆς ὑπάρξεως, τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων του πληροφορούμεθα ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὰ θαύματά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ὅσιος ἦταν ὑπάλληλος ἑνὸς κυβερνήτου τοῦ Νόβγκοροντ καὶ ἔζησε, πρὶν ἀκόμη ἡ πόλη περιέλθει στὴ διοίκηση τῶν πριγκίπων τῆς Μόσχας, δηλαδὴ πρὶν τὸ 1478. Ὁ Ἅγιος ἐπνίγηκε στὸν ποταμὸ Βάγκα, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου. Ὁ ναὸς ἀργότερα ἐκτίσθηκε σὲ παραπλήσιο χῶρο καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ξεχάσθηκε.

Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. (ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1517), μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε μία γυναίκα τοῦ παραπλήσιου χωριοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναευρέθησαν. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ μετέφεραν τὰ λείψανα σὲ παρεκκλήσιο ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ κοντὰ στὴν ἐκκλησία. Ἀμέσως ἀρχίζουννὰ παρατηροῦνται θαυμαστὰ γεγονότα.

Τὸ 1587, οἱ ἱερεῖς τοῦ Βέλσκ, χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ, μετακίνησαν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εὑρισκόταν στὸ κοιμητήριο. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Μετὰ ἀπὸ μία πυρκαγιὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αὐτὰ ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοποθετήθηκαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ τοπικοῦ κλήρου, τὸ 1780, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει γίνει ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του, ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου διακόπηκε. Τότε ἐπῆραν τὰ λείψανά του ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε καεῖ. Παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν ἐσταμάτησε ἡ τιμὴ τὴν ὁποία ἀπέδιδε ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἅγιο Κύριλλο. Συνεχίσθηκε, ὅπως μᾶς ἀποδεικνύουν κάποιες μαρτυρίες, τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ Βὲλσκ εὑρισκόταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου συγκαταλέγεται στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὀποῖοι ἐφώτισαν τὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἐρημίτης 

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐρημίτου τὴν 10η Ίανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.

Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος μ.Χ., εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.

Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: «Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.

Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.

Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.

Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.

Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου. Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε  μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν. Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε  στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.

Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἡ ΜάρτυςΚαλλιόπη, ἡ ὁποία ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Διακρινόταν τόσο γιὰ τὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ κάλλος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ βαθιὰ εὐσέβεια. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, συνελήφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου γιὰ ἀνάκριση. Αὐτός, εὐθὺς ὡς ἀντίκρισε τὸ κάλλος τῆς Καλλιόπης, καταλήφθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πόθους καὶ προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει αὐτήν, ὥστε νὰ ὑποκύψει στοὺς ἔνοχους πόθους του. Ἀλλ’ ἡ Καλλιόπη παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς κολακεῖες καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Τοῦτο ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἀντιληφθεὶς ὅτι διαψεύδονταν οἱ ἐλπίδες του, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς, τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ περιέχυσαν τὶς πληγές της μὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Νυμφίου της Χριστοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Σωτῆρος τὸ κάλλος ἐκ ψυχῆς ἀγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη πανεύφημε, ἠγώνισαι στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ δόξης ἠξιώθης θεϊκῆς· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἐκβοῶντές σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Παρθενικῇ διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαλάμπουσα ψυχικῷ, καλὴ καὶ ὡραία, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν, ὤφθης τῷ Σωτῆρι, θεόφρον Καλλιόπη, ᾧ πρέσβευε σωθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.

 

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου

Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου († 8 Φεβρουαρίου) μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Ποντικῆς, στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάιτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸ γραμματέα του Οὔαρο. Ἐκ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ τὴ σιαγόνα ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042 – 1055) ἐδώρισε διὰ χρυσοβούλλου στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν θεοσδότων ὄλβον ἀκένωτον, τὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων θήκην πλουτοῦντες σοφέ, τὴν μετάθεσιν αὐτῶν πανηγυρίζομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, πορισόμενοι πιστῶς, Θεόδωρε  Στρατηλάτα· διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ νεκρὸς ἐν τῇ θήκῃ κατάκεισαι, ἀλλὰ ζωὴν ἐκτρυγᾷς τὴν αἰώνιον, καὶ βλυστάνεις διαπαντός, πηγὴν δωρεῶν, τοῖς προσψαύουσι πόθῳ τῶν θείων λειψάνων σου, καὶ τὴν σὴν ἐξαιτοῦσι ταχεῖαν ἀντίληψιν, ὁ Στρατηλάτης τοῦ Λόγου Θεόδωρος.

 

Μεγαλυνάριον.
Πνέουσα τὴν χάριν τὴν μυστικήν, ὡς ἀνθώδης κῆπος, τῶν Λειψάνων σου ἡ σορός, ἐκ τῆς Ἡρακλείας, τῇ σῇ πατρίδι ἧκε, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἐν τῷ Σωσθενείῳ

Ὁ ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σωσθένειον εἶχε εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Αἴξ

Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Συνόδευσε τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, τὴ Μάρθα, τὸν Λάζαρο καὶ τὴ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ στὴ μετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Αἴξ τῆς Γαλλίας.

Κατὰ μία ἄλλη παράδοση πρόκειται τοῦ τυφλοῦ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε ὡς μαθητής Του:

«Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τὶς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγὼ εἰμί. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν·ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὖτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρψπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τὶ λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ εἴδαμεν, ἢ τὶς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς όφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τοῦτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου, εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὺ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν, ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω , Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Παρὰ τὶς παραδόσεις αὐτὲς νεώτερες ἁγιολογικὲς πληροφορίες φέρουν τὸν Ἅγιο ὡς Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τοῦ Αἴξ κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Στὴν τέχνη, ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἀπεικονίζεται ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας στὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἢ νὰ πλέει σὲ μία βάρκα πρὸς τὴ Μασσαλία μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Λάζαρο, τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Μαρκιανὸς οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Μαρκιανὸς ἦσαν στρατιῶτες καὶ ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), τὸ 297 μ.Χ. στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Καταγγελθέντες πρὸς τὸν ἄρχοντα Μάξιμο, ἐπειδὴ ἐπίστευαν στὸν Χριστό, συνελήφθησαν καί, ὁμολογήσαντες μὲ παρρησία τὴν πίστη τους, ἐφυλακίσθησαν. Μετὰ εἴκοσι ἡμέρες, κληθέντες ἐκ νέου ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος καὶ ἐμμένοντες στὴν ὁμολογία τους, ὑπεβλήθησαν σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ἔτσι τοὺς καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια, τοὺς ἔκαψαν σὲ ἀναμμένα κάρβουνα, ἐνῷ ἐπὶ τῶν πληγῶν τους ἔρριπταν ἁλάτι καὶ ξύδι, γιὰ νὰ καταστήσουν τὸ μαρτύριό τους πλέον ὀδυνηρό. Τέλος τοὺς συνέτριψαν τὸ πρόσωπο καὶ τὰ στόματα μὲ πέτρες. Ἐμμένοντες καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ τοὺς ἀπέκοψαν τὶς γλῶσσες, ἐτελειώθησαν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, περιβληθέντες ἔτσι τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκος ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀθρέ 

Ὁ Ὅσιος Ἀθρὲ ἢ Ἀτρὲ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ Πρεσβυτέρα 

Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ πρεσβυτέρα ἐγεννήθηκε τὸ 340 μ.Χ., καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ὑπάτου Μαρκελλίνου τῆς Ἰσπανίας. Μετὰ τὴν χηρεία της, σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στα ἀσκητήρια τῆς Νιτρίας στὴν Αἴγυπτο καὶ διεμοίραζε σὲ ἀσκητὲς πλούσιες εὐλογίες. Ὅταν μάλιστα στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ βασιλέως Οὐάλη ἐξορίσθηκαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες Ἰσίδωρος, Πίσιμος, Ἀδέλφιος, Παφνούτιος, Παμβώ, Ἀμμώνιος καὶ δώδεκα Ἐπίσκοποι καὶ Πρεσβύτεροι στὴ Διοκαισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ἡ Ὁσία Μελανία μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς της ἀκολούθησε τοὺς ἐξόριστους. Ἐξόδευε γι’ αὐτοὺς τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ βιοτή τους καὶ φορώντας κουκούλα δούλου τοὺς ἔφερνε κρυφὰ τὴ νύκτα τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα.

Στὴ συνέχεια ἔζησε στὰ Ἱεροσόλυμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ρουφίνο ἴδρυσαν ξενῶνες, στοὺς ὁποίους ἐφιλοξενοῦσαν τοὺς προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὁ βιογράφος τῆς Ὁσίας γράφει σχετικὰ μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση τῆς Ὁσίας:

«Ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ξενιτεία, μὲ ἰδικά της ἀφιερώματα ἐνίσχυσε καὶ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια καὶ ξένους καὶ φυλακισμένους».

Μὲ τὴν ἐμβριθὴ γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατόρθωσε νὰ ἐπαναφέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀποσχισθέντες τετρακόσιους μοναχοὺς τοῦ Παυλίνου καὶ τοὺς πνευματομάχους αἱρετικοὺς τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχαν ἀποσχισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἐξαίροντας ὁ ἱστορικὸς Παλλάδιος τὴ δράση τῆς Ὁσίας Μελάνης γράφει: «Καὶ πάντα αἱρετικὸν πνευματομάχον συμπείσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ Ὁσία Μελανία ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 410 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Κάσσελ Ἴρα, κοντὰ στὴν πόλη Σλίγκο τῆς Ἰρλανδίας, καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πατρικίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 511 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος ἐκ Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 514 μ.Χ. Στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἀναφέρεται ὡς ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μεδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Σουασσόν († 8 Ἰουνίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος Ἐπίσκοπος Σένς 

Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ 14ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σὲνς τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως Κλόβις, ποὺ ἔγινε, τὸ 496 μ.Χ., στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ρίμς. Ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴν πόλη Σένς, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 515 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ὁ ἐν Φοινίκῃ ἀσκήσας 

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Σύντα τῆς Συρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Φοινίκης καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκησή του, τὴν ἀφιέρωσή του στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἄλλες ἀρετές. Γιὰ τὸ θεοφιλὴ βίο του, ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ προφήτεψε, ὅταν εὑρισκόταν στὴν Καισάρεια, τὸ φοβερὸ σεισμὸ ποὺ κατέστρεψε τὴν Ἀντιόχεια, τὸ 526 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος πνευματικῆς τελειότητος, ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἰρήνευαν κοντά του. Ἔτσι, αφοῦ ἔζησε τὸ μοναχικὸ βίο θεοφιλῶς τηρώντας πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ὅσιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος οἱ αὐτάδελφοι 

Οἱ Ἅγιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν στὴν Ἰταλία τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Μὲ τὴν πίεση τοῦ Πάπα Βιγιλίου (537 – 555 μ.Χ.) ἐξελέγησαν καὶ οἱ δύο Ἐπίσκοποι, τὸ 540 μ.Χ., ὁ μὲν Βικτωρίνος Ἐπίσκοπος τοῦ Καμερίνο, ὁ δὲ Σεβερίνος Ἐπίσκοπος Σεπρέμπεντα, ποὺ τώρα καλεῖται Σανσβερίνο πρὸς τιμήν του. Ὅμως ἐγκατέλειψαν λίγο ἀργότερα τὸν κόσμο, διεμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσκήτεψαν στὸ ὄρος Μοντενέρο, κοντὰ στὴν Ἀγκώνα. Ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 543 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Σεβερίνος τὸ 550 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νογυὸν Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐγεννήθηκε τὸ 470 μ.Χ. στὴ Σαλενσία, περιοχὴ τῆς Πικαρδίας τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Νεκτάρδος καὶ Προταγία καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γιλδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Τὸ 553 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Νογυὸν καὶ ἐποίμανε  θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του. Ὀ Ἅγιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο Κουεντίνο († 31 Ὀκτωβρίου), τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ λείψανο ἦταν ἐνταφιασμένο σὲ ναὸ τῆς ἐπισκοπικῆς του ἔδρας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 558 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Λεβανὸς ἐξ Ἰρλανδίας 

Ὁ Ἅγιος Λεβανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Κορνουάλη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος ἐξ Ἰρλανδίας 

Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Συνέγραψε τὸ βίο τῶν Ἁγίων Μπριτζίτας, προστάτιδος τῆς Ἰρλανδίας († 1 Φεβρουαρίου) καὶ Πατρικίου († 17 Μαρτίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Σύρα ἐξ Ἰρλανδίας 

Ἡ Ὁσία Σύρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου Φριακίου († 30 Αὐγούστου). Ἡ Ὁσία ἀναδείχθηκε στὸ μοναχικό της βίο πρότυπο ταπείνωσης, φιλανθρωπίας καὶ ὑπακοῆς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐκ Γαλλίας

Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπουργκὲζ τῆς Γαλλίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἐκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνήγειρε μονὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Μουγιέν – Μουτιέρ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 690 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος Ἐπίσκοπος Μέτζ

Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος ἐγεννήθηκε τὸ 605 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Ἀρνούλφου († 18 Ἰουλίου). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μὲτζ τῆς Γαλλίας, τὴν ὁποία διαποίμανε ἐπὶ σαράντα χρόνια, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 696 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος 

Περὶ τοῦ Ὁσίου Ναυκρατίου ἀναφέρουν ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ Ἱππόλυτος Delehaye χωρὶς συναξαριστικὸ ὑπόμνημα. Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδημος σὲ ὑποσημείωση ἐκφράζει τὴν εἰκασία ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἀγίου Γρηγορίου Νύσσης καὶ παραθέτει καὶ τὸ ἑξῆς δίστιχο:

«Γῆν Ναυκράτιος ἐκπερῶν ἐπιτρέπει

τὴν ψυχικὴν ναῦν τῷ Κυβερνήτῃ Λόγῳ».

 
Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Μαυρίκιο πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ναυκράτιος ἦταν μοναχὸς τῆς μονῆς Στουδίου (βλ. † 18 Ἀπριλίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής ὁ ἐν Καϊουμᾶ 

Ὁ Ὅσιος Παῦλος δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὰ μετρικὰ ἡμερολόγια κάποιων Εὐαγγελίων, ὅπως στὸ 426 τοῦ Κωνσταντινουπολίτικου μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου, στὸν κώδικα Marc. gr. I. 47 καὶ στὸ αὐτοκρατορικὸ Μηνολόγιο τοῦ Μιχαὴλ Δ’ τοῦ Παφλαγόνος (1034 – 1041 μ.Χ.).
Τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀποδίδεται στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (ἀκρωτηριασμὸς τῆς μύτης, ἐγκαύματα μὲ πίσσα καὶ σύρσιμο στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καὶ ἐγράφη μετὰ τὴν εὕρεση τῶν βασανισμένων του μελῶν, χάρη σὲ μία ἀγγελικὴ ἀποκάλυψη, τὴν ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀντωνίου Β’τοῦ Καυλέα (893 – 901 μ.Χ.). Ἔτσι τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 771 καὶ 775 μ.Χ. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741 – 775 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ Σουζδαλίας

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τῆς Ρωσίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 990 – 992 μ.Χ. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν πρώτη ἐκκλησία καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες ἐστράφησαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Τὸ 1010, ὁ πρίγκιπας Βλαδίμηρος ἀπέστειλε τὸν υἱό του Βόριδα (πρῶτο Ἅγιο τῶν Ρώσων, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γκλέμπ, † 24 Ἰουλίου) νὰ κυβερνήσει τὸ Ροστώβ. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδωρος  ἐπανῆλθε στὸ Ροστὼβ μαζὶ μὲ τὸν Βόριδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἀνέλαβαν τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ. Τὸ 1015, ὁ Βλαδίμηρος ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἐκάλεσε στὸ Κίεβο τὸν Βόριδα, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ὁ ἀδελφός του Σβιατοπόλκ, ὅπως λίγο νωρίτερα καὶ τὸν Γκλέμπ. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες ξαναπῆραν τὴ διοίκηση τοῦ Ροστὼβ στὰ χέρια τους καὶ ὁ Θεόδωρος ἀναγκάσθηκε ἐκ νέου νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Σουζδαλία. Ἀφοῦ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1023, καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ εὑρίσκονται κατατεθειμένα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τῆς Σουζδαλίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τοῦ Λούγκα καὶ Ὀτμούχ 

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Κόνεβιτς († 12 Ἰουνίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1412.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Βασιλείου ἡγεμόνος Ριαζὰν καὶ Κωνσταντίνου ἡγεμόνος Γιαροσλάβλ 

Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι Βασίλειος, ἡγεμόνας τοῦ Ριαζάν, καὶ Κωνσταντίνος, ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβλ, ἐγεννήθησαν στὴ Ρωσία τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν υἱοὶ τοῦ βασιλέως τοῦ Γιαροσλάβλ Βσέβολοντ, καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασαν τὸν πατέρα τους, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στὴ μάχη μὲ τοὺς Τατάρους.
Ὁ Βασίλειος προσπάθησε νὰ διαφυλάξει τὸ βασίλειό του ἀπὸ τοὺς Τατάρους καὶ νὰ σταθεῖ ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς σὲ αὐτοὺς ποὺ δοκιμάζονταν ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Ἀπέθανεν, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1249, καὶ στὸν θρόνο τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντίνος, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Οἱ λεηλασίες καὶ οἱ δολοφονίες τοῦ πληθυσμοῦ ἀνάγκασαν τὸν Κωνσταντίνο νὰ ἀντιμετωπίσει κατὰ μέτωπον τοὺς Τατάρους. Ἔτσι, πολεμώντας ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τοῦ λαοῦ του, ἔπεσε ἡρωικὰ μαχόμενος, τὸ 1257.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου ἀνεκομίσθησαν τὸ 1501 καὶ κατατέθησαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γιαροσλάβλ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Γιαροσλάβλ ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γιαροσλάβλ ἀνῆκε στοὺς ἱεροὺς πρίγκιπες Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο καὶ πρὸς τιμήν της ὑπάρχει εὐκτήριος οἶκος στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλάβλ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Πληροφορίες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Θεοφάνους ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν Κώδικα 797 τῆς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ 1618. Ὁ ποιητὴς – συγγραφέας τοῦ Κώδικος ἦταν μοναχὸς ἢ ἱεροδιάκονος Ἁγιορείτης, καὶ ἴσως Βατοπαιδινός, ἀφοῦ τὸν συναντᾶμε σὲ ἀρκετοὺς Κώδικες αὐτοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, εἴτε ὡς ποιητή, εἴτε ὡς ἁπλὸ γραφέα Κωδίκων. Φαίνεται νὰ ἀνήκει στὸ ρεῦμα τῆς λόγιας παραδόσεως, πράγμα ποὺ καθρεπτίζεται στὴν καθαρότητα τοῦ λόγου του καὶ στὴν Ἀκολουθία καὶ στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης, κατὰ κόσμον Θεόδωρος, ἐγεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὡς πρὸς τὴν πατρίδα τοῦ Ἁγίου οἱ γνῶμες διίστανται, ἀφοῦ οἱ πηγὲς ἀναφέρουν ὡς πατρίδα του τὴν κώμη Ζαπάντη τῶν Καλαβρύτων ἢ τῆς Καλαμάτας.

Ὁ Θεοφάνης σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μωαμεθανός. Μετὰ τὴν ἄρνηση τῆς Χριστιανικῆς πίστεώς του ὁ Θεόδωρος εἰσάγεται καὶ μένει γιὰ ἕξι χρόνια στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα μὲ ἰδιαίτερες τιμές. Τοῦ δίδουν διδασκάλους νὰ μάθει ὄχι μόνο τὰ τουρκικὰ γράμματα, μὰ καὶ τὶς ἀραβικὲς ἐπιστῆμες. Αὐτὸ θὰ τὸν ὁδηγήσει, ἀπὸ ἀραβικοὺς δρόμους, νὰ προχωρήσει σὲ θεολογικὴ γνώση καὶ ἴσως καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν καθηγητῶν του, στὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Θεανθρώπου Λόγου.

Ἀρχίζουν ὅμως οἱ πρῶτες τύψεις γιὰ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς του.Ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ στὴν Ἁγία Τριάδα, φεύγει ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀρχίζει τὴν περιπλάνηση. Ὁ Θεός, ἀκούοντας τὴ δέησή του, φέρνει τὰ βήματά του στὴ Βενετία, ὅπου ἀρχιεράτευε ὁ σοφὸς Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριὴλ Σεβῆρος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐδίδαξε καὶ τὸν ἐστήριξε καὶ μετὰ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Θεοφάνη. Ἀγωνίσθηκε σκληρὰ μὲ προσευχή, νηστεία, γονυκλισίες καὶ ἄλλες σκληραγωγίες γιὰ τὴν ἐξιλέωσή του καὶ ἔτσι προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.

Παντοῦ, ὅπως στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Εὔριπο, ἐκήρυττε τὸ Ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ. Ἐδῶ δὲν πετυχαίνει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ, τὸ μαρτυρικὸ θάνατο, ὁπότε ἀναχωρεῖ γιὰ τὴ Λάρισα. Ἐκεῖ παρουσιάζεται στὸ δικαστή, ποὺ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀγριότητα καὶ τὴ σκληρότητά του καὶ τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει εἶναι νὰ τὸν μαστιγώσουν ἑξακόσιες φορές. Φέροντας καὶ ὑποφέροντας γενναῖα τοὺς σκληροὺς βασανισμοὺς προσεύχεται, θεραπεύεται καὶ φεύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εὑρίσκει Ἁγίους καὶ Πνευματικοὺς καὶ ὁπλίζεται μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες τους.

Πάνοπλος ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καθημερινὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν πνευματικό του Γέροντα Εὐθύμιο. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου πλησιάζει. Ὁ Ἅγιος κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ φεύγει, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀγόρευσή του, σχεδὸν ὑβριστικὴ γιὰ ὅλους τοὺς κρατοῦντες, ὁ δικαστὴς ἔπαρχος τὸν ρίχνει στὴ φυλακή, ὥσπου νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὴν τιμωρία του.

Παρὰ τὰ καλοπιάσματα, τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἐμαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Στὴ συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.

Οἱ ἄγριοι φύλακες τὸν εἰρωνεύονταν καὶ τοῦ ἐζητοῦσαν κάποιο θαῦμα. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε ἐπὶ τρεῖς ὧρες, ὡσὰν στύλος ἀκράδαντος. Καὶ, ὢ τοῦ θαύματος, μετὰ τὸ «Ἀμὴν» τῆς προσευχῆς του, γίνεται μέγας σεισμὸς καί, παρ’ ὅλη τὴ βαθιὰ νύκτα, περιλάμπει τοὺς φύλακες καὶ τοὺς φυλακισμένους «φῶς τοῦ ἡλίου φαεινότερον». Καὶ τότε οἱ φύλακες μεταβάλλονται σὲ ἥμερα ἀρνία, ποὺ ζητοῦν τὴ συγγνώμη καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ Μάρτυρος. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πιστεύουν στὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ γίνονται Χριστιανοί. Οἱ Τοῦρκοι ἀναστατώνονται. Ἀρχίζουν τὰ δικαστήρια καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἔρχεται ὁ «πικρότατος θάνατος».

Οἱ βασανιστές του ἔγδαραν τὸ δέρμα αὐτοῦ σὲ λωρίδες καὶ τέλος τὸν ἐκρέμασαν μετέωρο σὲ σχῆμα σταυροῦ. Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδιάκοπα εὐχαριστοῦσε τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετὰ τὴν πρσευχητικὴ δοξολογία τοῦ Μάρτυρος ἕνα πουλὶ ἔφθασε ἀπὸ ψηλά, σὰν λευκὸ περιστέρι. Ὁ Ἅγιος ἐπλημμύρισε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Τὸ θέαμα ἦταν ἀνεξήγητο.

Ὅταν ἔφθασε τὸ δειλινὸ καὶ ἐπέρασαν τρεῖς ὧρες συνεχοῦς παρουσίας τοῦ περιστεριοῦ, ἐκεῖνο ἐχάθηκε. Ὁ Ἅγιος ἀνεφώνησε: «διψῶ». Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐπείραζαν: «Γίνε ὅπως καὶ ἐμεῖς, καὶ θὰ σοῦ δώσουμε νερό». Ὅμως ὁ Ἅγιος, ποὺ προγευόταν τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, τοὺς ἀπάντησε ὅτι ἐδιψοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ ὄχι γιὰ νερό.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔρχονται ἀστραπὲς καὶ βροντὲς μέσα στὴ νύκτα καὶ ἕνα οὐράνιο φῶς ἐτύλιξε τὸ Μάρτυρα, κινώντας τὸ θαυμασμὸ τῶν Ἀγαρηνῶν. Οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται καὶ ξεσηκώθηκαν. Τὸν ἐθανάτωσαν μὲ αἰχμηρὰ σίδερα, ποὺ τὸν κατατρύπησαν, καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ 1588.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς βασανιστὲς ἐπρωτοστάτησαν στὸ νὰ τοῦ βγάλουν τὰ μάτια ἢ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ σῶμα, ἐδέχθησαν τὴ δίκαιη τιμωρία τους ἄνωθεν. Ἄλλοι ἐτυφλώθησαν, ἄλλοι ἐτρελάθηκαν, ἄλλοι ἀπεπνίγησαν στὴ θάλασσα, ἄλλοι ἐξεράθηκαν στὰ χέρια. Καὶ ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς μετανόησαν καὶ ἐπικαλέσθηκαν τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἀμέσως ἐθεραπεύθησαν καὶ ἔγιναν κήρυκες τῶν θαυμάτων τοῦ Μάρτυρος καὶ τῆς πίστεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεόδωρος (Κβελτέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1609.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Παρέμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὄταν ἐμεγάλωσε, ἔγινε ἀρτοποιὸς καὶ ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δὲ γιὰ τὴν τιμιότητα, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Διὰ τῶν λόγων, τῶν ἔργων καὶ τῆς ὑποδειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στὸν ὀρθὸ δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστάλη στὴν Ἄγκυρα ὁ Θεότεκνος, δεινὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴ σύλληψη τῶν Χριστιανῶν, τὴν κατεδάφιση τῶν ναῶν καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας αὐτῶν, γιὰ νὰ μολύνει δὲ τὰ τρόφιμα διέταξε νὰ ἀναμιχθοῦν αὐτὰ μὲ εἰδωλόθυτα. Τότε συνελήφθησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ Τεκοῦσα μετὰ τῶν παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καὶ Θεοδότης. Ἐπειδὴ οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθησαν ἀρχικὰ σὲ πορνεῖο καὶ παρέμειναν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές, καὶ στὴ συνέχεια ἐρρίφθησαν στὰ πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τὸ μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πνιγμοῦ († 18 Μαΐου).
Ὁ Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχὰς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὸ θέμα τῶν τροφίμων, διαμοιράζοντας καὶ πουλώντας μεγάλες ποσότητες μὴ μολυσμένων μὲ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς φυλακές, νὰ διαμοιράζει στοὺς κρατούμενους Χριστιανοὺς τρόφιμα καὶ νὰ παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθεὶς τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καὶ τῶν παρθένων ποὺ ἐμαρτύρησαν μαζί της, σὲ συνεννόηση μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς μετέβη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, παρέλαβε κρυφὰ τὰ λείψανά τους, καὶ τὰ ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων, διενεργήθησαν πολλὲς συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δὲ συλληφθέντες ὑποβάλλονταν σὲ ποικίλα βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς δράστες. Ὁ Θεόδοτος, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ βασανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε πρὸς τὸν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀπεκάλυψε στὸν ἄρχοντα, ὄτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεότεκνος διέταξε εὐθὺς τὸ σκληρὸ βασανισμὸ τοῦ Θεοδότου καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή, ἀποστείλας δὲ στρατιῶτες ἀνεκόμισε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καὶ τὰ κατέκαψε. Μετὰ λίγες ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέκνου καὶ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀρχικὴ ὁμολογία του καὶ στὴν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τὸν ἀπεκεφάλισαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου

Ἡ Ἁγία Ποταμιαίνη ἐξ Ἀλεξανδρείας 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ποταμιαίνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Πανέμορφη στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ πιστὴ Χριστιανή, ἦταν δούλη ἀσελγοῦς καὶ ἀκόλαστου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει νὰ δεχθεῖ τὶς ἀνήθικες προτάσεις του, κατήγγειλε αὐτὴν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς Χριστιανή. Εὐθὺς διατάχθηκε ἡ σύλληψή της καὶ ἡ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος προσαγωγή της. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ Ποταμιαίνη, αὐτός, ἐπειδὴ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἐκυριεύθηκε ἀπὸ ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, μὲ κολακεῖες δὲ καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὴν ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θὰ ὑπέκυπτε στὶς ὀρέξεις του. Ἀλλ’ ἡ Ποταμιαίνη δὲν ἐνέδωσε στὶς προτάσεις του καὶ ἕνεκα τούτου διέταξε νὰ ριφθεῖ ἡ Μάρτυς μέσα σὲ λέβητα ποὺ ἦταν γεμάτος μὲ καυτὴ πίσσα. Ἡ Ποταμιαίνη μὲ πνευματικὴ χαρὰ ἄκουσε τὴν καταδίκη της, διότι ἔτσι θὰ διατηροῦσε ἀμόλυντα τὰ πολυτιμότερα ἀγαθά της, τὴν παρθενία καὶ τὴν Χριστιανική της πίστη, παρεκάλεσε δὲ τὸν ἄρχοντα νὰ τὴν καταβιβάζουν ἀργὰ μέσα στὸ λέβητα, γιὰ νὰ ἀποβαίνει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πλέον ἐπώδυνο τὸ μαρτύριό της. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπιθυμία της ἔγινε δεκτή, γενικὴ δὲ ὑπῆρξε ἡ κατάπληξη τῶν παρευρισκομένων, γιὰ τὴν καρτερία καὶ ἀταραξία αὐτῆς στὸ φρικτὸ τοῦτο μαρτύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μαρκελλίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μαρκελλίνος ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Λιβεριανὸ Κατάλογο διαδέχθηκε τὸν Ἐπίσκοπο Γάϊο τὴν 1η Ἰουλίου 296 μ.Χ. καὶ ἐκάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Δονατιστὲς τὸν κατηγόρησαν γιὰ δειλία κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ Liber Pontificalis, ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Μαρκελλίνος μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ἀπολογήθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐνώπιον Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν πόλη Σινουέσσα τῆς Καμπανίας. Ἐμφανίσθηκε μὲ τὴν κεφαλή του γεμάτη ἀπὸ στάχτη, σὲ ἔνδειξη μετανοίας, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία του στὰ μέλη τῆς Συνόδου. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τὸν συγχώρεσαν, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Κύριο ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του καὶ ἡ μετάνοιά του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλ’ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀναφορὰ περὶ λιποψυχίας καὶ πτώσεως τοῦ Ἁγίου Μαρκελλίνου φαίνεται μᾶλλον ἀστήρικτη.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ Μάρτυρες τοῦ Κυρίου Κλαύδιο, Κυρίνο καὶ Ἀντωνίνο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Μάρκελλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωμισθεῖ τὰ τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῷ ἐχήρευε ὁ ἐπισκοπικός της θρόνος, στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, μετὰ ἀπὸ ὅραμα στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ τοῦ δίδει ἐντολὴ γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ τίμιο σκήνωμα μὲ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α’, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308 – 309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μερκελλίνο († 7 Ἰουνίου). Κατήγγειλε δημοσίως τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴ σκληρότητά του πρὸς τοὺς ἀθώους Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἐκεὶνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τ]ν βασανίσουν. Περιορίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο σὲ ναό, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καὶ Λουκία, καὶ ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ σταῦλο. Ἐκεῖ ἀπέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὰ βάσανα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἔδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, πλὴν τῆς παρούσης ἡμέρας, καὶ τὴ 16η Ἰανουαρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Σισίνιος, Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος, Ἀπρονιανός, Σατουρνίνος, Κρήσκης, Παππίας, Μαύρος, Ἀρτεμιάδα, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία οἱ Μάρτυρες 

Ὅταν ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐκλείσθηκαν στὶς φυλακές. Ὁ Θράσων, πλούσιος Χριστιανός, ἐφρόντιζε νὰ ἀποστέλλει μὲ τοὺς Σισίνιο, Κυριακό, Σμάραγδο καὶ Λάργο, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα στοὺς φυλακισμένους ἀδελφούς του. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, εὐχαρίστησε τὸν Θράσωνα καὶ ἐχειροτόνησε διακόνους τὸν Σισίνιο καὶ τὸν Κυριακό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση τους οἱ δύο διάκονοι συνελήφθησαν καὶ καταδικάσθηκαν σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Δὲν ἔφθανε ὅμως αὐτό. Ὁ Μαξιμιανὸς ἀπέστειλε τὸν Σισίνιο στὸ διοικητὴ τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφυλάκισε. Ἐκεῖ ὁ διάκονος Σισίνιος συνάντησε τὸν Ἀπρονιανό, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Σισινίου νὰ εἶναι λουσμένο στὸ θεῖο φῶς, ἐπίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ Ἀπρονιανὸς ἐκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Λίγο ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ Σισίνιος καὶ ὁ Σατουρνίνος. Ἐκεῖνος τοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν προσευχή τους ἔλιωσαν τὰ τρίποδα μὲ τὸ θυμίαμα τῶν εἰδώλων. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες Παππίας καὶ Μαῦρος ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔξαλλος ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ μὲν δύο στρατιῶτες νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ φυλακή, οἱ δὲ Σισίνιος καὶ Σατουρνίνος νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐβάπτισε κρυφὰ τὸν Παππία καὶ τὸν Μαῦρο, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ λίγο ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστό. Τὰ τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη καὶ τὸν Θράσωνα.
Οἱ μάρτυρες Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος καὶ Κρήσκης, μαζὶ μὲ ἄλλους Χχριστιανούς, ἦσαν φυλακισμένοι καὶ καταδικασμένοι νὰ ἐργάζονται σκληρά. Ἡ Ἀρτεμία, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ὁ Διοκλητιανὸς ὅτι ὁ φυλακισμένος Κυριακὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια τῆς θυγατρός του, τὸν ἐκάλεσε γιὰ νὰ τὴν κάνει καλά. Πράγματι! Ὀ Ἅγιος Κυριακός, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευσε τὴν Ἀρτεμία καὶ ἐξέβαλε τοὺς δαίμονες ἀπὸ αὐτήν. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία τῆς κόρης του ὁ αὐτοκράτορας ἐλευθέρωσε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ σύντομα ἔστειλε τὸν Κυριακὸ στὴν Περσία, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη τοῦ Πέρσου βασιλέως. Ὄταν ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, συνελήφθη, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.), γαμπροῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε παραιτηθεῖ καὶ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ἔδεσαν, λοιπόν, τὸν Ἅγιο Κυριακὸ πίσω ἀπὸ ἕνα ἅρμα ποὺ τὸν ἔσερνε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ρώμης καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν τὸν ἐθανάτωσαν μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Σμάραγδο, Λάργο, Κρήσκεντα, Ἀρτεμία, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἁγίες Αἰσία καὶ Σωσάννα μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου

Οἱ Ἁγίες Αἰσία (ἢ Ἐσία, κατ’ ἄλλην γραφὴν Εὐσεβεία) καὶ Σωσάννα ἦσαν μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, Ἐπισκόπου Ταυρομενίας († 9 Φεβρπυαρίου), καὶ ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ «ἐν τοῖς Βασιλίσκοις» κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ζηναΐς ἡ Θαυματουργός 

Περὶ τῆς Ἁγίας Ζηναΐδος γνωρίζουμε ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐτελειώθηκε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ταράσιος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καὶ Ταράσιος ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους. Τὸ σχετικὸ δίστιχο ἀναφέρει: «Ἰωάννην τέμνουσι σὺν Ταρασίῳ, οὐ πρὸς τὸ τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Λυκαρίων ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἄγιος Μάρτυς Λυκαρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διαπνεόμενος ὑπὸ θείου ζήλου, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὴ μέριμνα ἐπιδόθηκε στὴ διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἑλκύοντας πρὸς αὐτήν. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του καταγγέλθηκε, συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία του, ὐπέστη ἀκόμη σκληρότερη δοκιμασία. Ἔτσι, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρὰ καὶ τὸ στῆθος μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ σταυροῦ καὶ ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Σεβαστιανὴ ἡ Θαυματουργός 

Ἡ Ὁσία Σεβαστιανή, ἀξιωθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Πρεσβύτερος 

Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Πρεσβύτερος 

Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βασιλείδης ὁ Μάρτυρας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βασιλείδη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου τοῦ Σιναΐτου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ὁ ἐξ Ἰρλανδίας 

Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ἐγεννήθηκε, τὸ 450 μ.Χ., στὴ Δαλαραδία τοῦ βασιλείου Κρούτιν τῆς Ἰρλανδίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ντρόμορ καὶ εἶναι πολιοῦχος καὶ προστάτης αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος ὁ ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο ἢ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο, ἐπώλησε ὄλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ ὁποία διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἔγινε ἐρημίτης. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κορνουάλη, ὅπου ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες, καὶ στὴ συνέχεια ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες. Διακρίθηκε γιὰ τὴ μεγάλη φιλαδελφία καὶ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη λέγοντες: «Κύριε, σὲ Σένα παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ τῆς Σκήτεως 

Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, ὁ ἀναχωρητής, συγγραφέας, ἱερομόναχος καὶ κατόπιν ἡγούμενος μοναστικοῦ κέντρου στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀσκήτεψε στὰ μέρη τῆς Σκήτεως, ὅπου εὑρῆκαν καὶ αἰχμαλώτισαν αὐτὸν Βεδουΐνοι ληστὲς τρεῖς φορές. Ἀπὸ τὴν τελευταία αἰχμαλωσία ἐλευθερώθηκε ἀφοῦ ἐφόνευσε μὲ πέτρες τὸν φρουροῦντα αὐτόν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰσθάνθηκε ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα, γι’ αὐτὸ ἦλθε καὶ ἐξομολογήθηκε αὐτὸ πρῶτα μὲν στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Γ’ (520 – 536 μ.Χ.), ἀκολούθως δὲ στοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιφάνιο (520 – 535 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Εὐφράσιο (521 – 526 μ.Χ.) καὶ Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Γ’ (516 – 524 μ.Χ.), ὡς καὶ στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὀρμίσδα (514 – 523 μ.Χ.). Κανένας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν κατελόγισε στὸν Δανιὴλ τὴν πράξη. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀθώωσή του καὶ μὴ δυνάμενος ὁ ἴδιος νὰ συγχωρήσει τὸν ἑαυτό του, παραδόθηκε στὸν πραίτορα τῆς Ἀλεξάνδρεας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐθαύμασε τὴ διάκρισή του, «ἀπέλυσεν αὐτὸν λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε, εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, ἀββᾶ. Εἴθε καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἐφόνευσας ἐξ αὐτῶν».
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπανῆλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σκήτεως, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθει στὴν περιοχὴ Ταμπώκ, ὅπου καὶ ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος καὶ στὴν ὁποία, τέλος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τιμώμενος καὶ σεβόμενος ἀπὸ ὅλους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐκ Γαλλίας

Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία. Ἦταν ἔγγαμος ἱερέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τοῦ Ροῦε κοντὰ στὴν πόλη Ἄμπεβιλ. Ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ὡς ἐρημίτης, τὸ 643 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἐκ Μεγάλης Βρετανίας

Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Οὐΐτμπυ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Ὁσίας Χίλδας († 17 Νοεμβρίου), ἡγουμένης τῆς μονῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 699 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀβεντίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀβεντίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαγκνὲρ κοντὰ στὰ Πυρηναῖα ὄρη. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς ἐρημίτης στὴν περιοχὴ τοῦ Λάρμπους καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τὸ 732 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ὁ Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας 

Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος, Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας, ἐγεννήθηκε στὶς 21 Ὀκτωβρίου 700 μ.Χ. στὸ Ἔσσεξ. Ὄταν ἦταν μικρὸς ἀσθένησε καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἅγιοι Ριχάρδος καὶ Βούννα († 7 Φεβρουαρίου) τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ ἕνα σταυρὸ καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Θεό, ἐὰν θεραπευθεῖ. Τὸ θαῦμα ἔγινε καὶ ὁ πατέρας του, φερόμενος ὡς βασιλέας Ριχάρδος, τὸν ἐμπιστεύθηκε, σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, στὸν ἡγούμενο Ἐγκβάλδιο τῆς μονῆς τοῦ Βαλτχάιμ στὸ Χάμπσαϊρ, ὅπου παρέμεινε μέχρι ἡλικίας δεκαεπτὰ ἐτῶν. Τὸ 721 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Βιννιβάλδο († 18 Δεκεμβρίου) καὶ τὸν γέροντα πατέρα τους, ἀνεχώρησαν γιὰ προσκύνημα στοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ Ρώμη. Καθ’ ὁδὸν ὁ πατέρας τους ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Λούκκα τῆς Ἰταλίας, ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ριχάρδος, βασιλεὺς τῶν Ἄγγλων». Οἱ δύο νέοι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔπλευσαν μέσῳ Κύπρου στὴ Συρία, ὅπου αἰχμαλωτίσθηκαν γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα στὴν πόλη Ἔμεσσα ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐπέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ «Ὁδοιπορικόν», παρέμεινε δύο ἔτη σὲ κελὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μόντε Κασσίνο ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ἀπὸ ὅλους. Ἐνῷ ἀσκήτευε ἐκεῖ, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Γ’ (731 – 741 μ.Χ.), μετὰ ἀπὸ συνάντηση μαζί του, νὰ μεταβεῖ στὴ Γερμανία, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν συγγενή του Ἅγιο Βονιφάτιο († 5 Ἰουνίου) στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Τὸ 741 μ.Χ. ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο Ἐπίσκοπος στὴν πόλη Ἄιχσταατ στὴν περιοχὴ τῆς Φραγκονίας, ὅπου ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Ἐδῶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χαϊντχάιμ, τὴν ὁποία καθοδηγοῦσε πνευματικὰ ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Βιννιβάλδος καὶ ἀργότερα ἡ ἀδελφή του Ὁσία Βαλβούργα († 25 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 790 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Ὁ Ὅσιος Δεοχάρης ἐκ Γερμανίας 

Ὁ Ὄσιος Δεοχάρης ἐγεννήθηκε στὴ Γερμανία καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, στὰ ὄρη τῆς Φραγκονίας κοντὰ στὴ Βαυαρία. Τὸ 819 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στὴν τελετὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου († 5 Ἰουνίου) καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χερριέντον. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr  

Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Βαλλαβόνσος, Σαβινιανός, Βιστρεμοῦνδος, Ἀβέντιος καὶ Ἱερεμίας οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Πέτρος, ὁ πρεσβύτερος, Βαλλαβόνσος, ὁ διάκονος, ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Σαβινιανὸ καὶ Βιστρεμοῦνδο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ζωΐλου, Ἀβέντιο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, καὶ τὸν γέροντα Ἱερεμία, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ τοῦ Ταβάνου, ἀπὸ τοὺς Μαυριτανούς, τὸ 851 μ.Χ., στὴν Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀμπντὲρ Ἀχμὰν Β’, δι’ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κένσκϊυ ἦταν μὸναχὸς στὴ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος († 27 Ἰουνίου). Ἔζησε ὡς σαλὸς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1592.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος (Κένσκϊυ) ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Κοζεεζέρσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὰ Θεοφάνεια. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1634.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς

Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς ἐγεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, τὸ 1801, καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐπιφανῶν γονέων, τοῦ Μιχαὴλ Τυπάλδου – Μπασιᾶ καὶ τῆς Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Ἔμαθε ἰταλικά, γαλλικά, λατινικὰ καὶ καταρτίσθηκε στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία. Μικρὸς ἀκόμα χειροθετεῖται ἀναγνώστης καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος καὶ ἐξασκεῖ τὸ λειτούργημα τοῦ διδασκάλου, ἀλλὰ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ ριζοσπαστικὰ κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου καὶ Εὐσεβίου Πανᾶ, ἐκκλησιαστικῶν ἀναστημάτων τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπεράσπιζαν ὅτι οἱ Ἄγγλοι (κυρίαρχοι τῆς Ἑπτανήσου) προστάτες, οὐσιαστικὰ τύραννοι, ἐπιβουλεύονται τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν κατοίκων, ἀφήνει τὸ δημόσιο σχολεῖο καὶ παραδίδει μαθήματα κατ’ οἶκον συνεχίζοντας τὴν ἀποστολή του.

Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ πολιούχου μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ τοῦ γείτονός του, ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ἐγκαταλείπει τὰ πάντα καὶ φθάνει στὸ «Ξηροσκόπελο», μικρὸ νησάκι στὴν κάτω Λειβαθὼ Βλαχερνῶν καὶ τόπο ἐξορίας κληρικῶν ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Ἐξόριστος τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦταν καὶ ὁ περίφημος Ζακύνθιος κληρικὸς Νικόλαος Καντούνης. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ διάστημα καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς χήρας μητέρας του καὶ τῆς ἀπροστάτευτης ἀδελφῆς του. Ἐπιστρέφει λοιπὸν μοναχὸς στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀποδεικνύεται συνεχὴς ἀσκητικὸς ἀγώνας καὶ συνεπὴς ἐπαγρύπνηση τῶν μοναχικῶν ἰδεῶν καὶ ἀποφάσεών του. Τὸ 1836 χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρῆ. Δὲν ἐπεζήτησε ἐφημαριακὴ θέση. Συνήθως ἐλειτουργοῦσε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Πλατὺ Γιαλό, ὅπου συνέρρεε πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ θερμὰ κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καὶ θερμὸς συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», ὅπως γράφεται στὴν εἰσήγηση τῆς ἁγιοποιήσεώς του.

Στὶς 21 Μαΐου 1864, γεύεται τὴ χαρὰ τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία ἐργάσθηκε μὲ τὸν ἰδικό του ἀντιστασιακὸ τρόπο πλησίον τῶν ἡρώων ριζοσπαστῶν, διατηρώντας καὶ καλλιεργώντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σὲ τόσο δύσκολες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς περιόδους.

Τὸ 1867, μὲ τοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς τῆς Παλλικῆς, γκρεμίζεται ἡ οἰκία του καὶ ἀπὸ τότε φιλοξενεῖται στὴν οἰκία τοῦ ἐξαδέλφου του Ἰωάννου Γερουλάνου, πατέρα τοῦ σπουδαίου χειρουργοῦ Μαρίνου Γερουλάνου. Λόγῳ τῆς διαδοθείσης φήμης ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα, ἀποφεύγοντας τὸ φοβερὸ ὕφαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν ἐπάρατο ἐγωισμό, καταφεύγει στὴ γνωστὴ μέθοδο μεγάλων Ἀσκητῶν νὰ προσποιεῖται τὸν τρελό, καὶ ἔτσι συγκαταριθμεῖται στὴ χορεία τῶν Διὰ Χριστὸν σαλῶν Ἁγίων. Γιὰ πέντε ἔτη ταλαιπωρεῖται κλινήρης. Καὶ ἀσθενὴς συνεχίζει νὰ εὐλογεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καθοδηγεῖ, νὰ συμβουλεύει τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νυχθημερὸν τὸν ἐπισκέπτονται. Ἐκεῖ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ, στὸν ὁποῖο προλέγει τὴν ἀνάρρησή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ἐκοιμήθηκε τὸ 1888, καὶ στὴν πάνδημη μετὰ τριήμερο κηδεία του ἐξεφώνησε περίφημο ἐπικήδειο ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανὸς Καλλιγᾶς. Ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τὴν 4η Φεβρουαρίου 1986. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται ἐντὸς ἀργυρῆς θήκης στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Πολώκ 

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἦταν ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν πόλη Πολὼκ τῆς Ρωσίας. Ἡ κυρίως μνήμη της τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 23η Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr