Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ’).

Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲν στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια.

Ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ τὸν Σίμωνα τὸν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθεὶς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τὰ τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καὶ τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.

 

Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τὸ πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.

Οἱ Ἁγίες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα 

Οἱ Ἅγιες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα ἦταν ἀδελφές. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν συγγενεῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἀφοῦ ἄφησαν τὴν πατρίδα τους καὶ ἐγκατέλειψαν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα, περιόδευαν καὶ ἀσκοῦσαν τὴν ἰατρικὴ ἐπιτελώντας ταυτόχρονα ἔργο ἀποστολικό, κηρύττοντας τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Κάποτε ἔφτασαν στὴν πόλη Δημητριάδα, ὅπου καὶ διέμειναν σὲ ἕνα σπήλαιο. Κατὰ τὴν διαμονή τους στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἡ Ζηναΐδα θεράπευε ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ὅσους προσέτρεχαν σὲ αὐτὴν γιὰ βοήθεια. Ἡ Φιλονίλλα ἔκανε μακροχρόνιες νηστεῖες καὶ πραγματοποίησε πολλὲς θαυματουργὲς θεραπεῖες καὶ ἀλλὰ θαύματα.
Καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες ἐκοιμήθηκαν ἐν εἰρήνῃ στὸ σπήλαιο.

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης 

Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων.

Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δύο σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου.

Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο».

Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α’ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα.
Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής ὁ Γραπτός, Ἐπίσκοπος Νίκαιας 

Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μάθηση τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῆς ἱερῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβὴ γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν συγγραφῶν.

Ὁ Θεοφάνης τὸ 838, ἔθαψε μὲ μεγάλη λύπη τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ὅταν αὐτὸς πέθανε στὴν ἐξορία. Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη.

Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, ἀνέλαβε τὴ διαχείριση τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, ἔκανε τὸν Θεφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Ἐπιτέλεσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ πέθανε ἥσυχος μὲ τὴ συνείδησή του, ὅτι ἐκπλήρωσε ἄρτια τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν ἁπλὸς Ἱερομόναχος καὶ σὰν ἐπισκοπικὸς κυβερνήτης.
Ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες θρησκευτικοὺς ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, ἀφοῦ συνέγραψε πολλοὺς κανόνες.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσῆ, περιούσιον λαὸν τρέφων τοῖς λόγοις σου· τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὡς θυηπόλος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.

Ὄργανον τοῦ Πνεύματος ἐμμελές, λιγυρὰ κινύρα, ἐξαγγέλουσα τοῖς ἐν γῇ, τῶν ἐπουρανίων, ᾀσμάτων τὰς ὑψώσεις, ὑπάρχεις Ἱεράρχα, Πάτερ Θεόφανες.

Οἱ Ἅγιοι Νεκτάριος, Ἀρσάκιος καὶ Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως 

Ὁ Νεκτάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Ἱερὸς καὶ ὅσιος στὴ ζωή, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα. Κατὰ τὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Μαξίμου, μὲ κοινὴ ψῆφο λαοῦ καὶ κλήρου καὶ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ἂν καὶ λαϊκὸς (καὶ μάλιστα ἀβάπτιστος), ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (381 – 397) ἀφοῦ βέβαια πρῶτα βαπτίστηκε. Μὲ μεγάλη θεοσέβεια ἀφοῦ ποίμανε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἀρσάκιος καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Νεκταρίου. Ὁ Ἀρσάκιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (404 – 405) σὰν διάδοχος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἐνῷ εἶχε περάσει τὸ 80ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἥσυχα καὶ κατὰ Χριστὸν ἀφοῦ ἔζησε μετὰ ἀπὸ μικρὴ πατριαρχία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Σισίνιος ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ 426, διαδεχθεῖς τὸν Πατριάρχη Ἀττικό. Πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, ἔκανε τὰ καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου στὴν Ἔλαια. Ὁ Σισίνιος ἦταν φημισμένος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ γιὰ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του γιὰ τὴν περιποίηση τῶν φτωχῶν. Ἡ χειροτονία του καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσή του ἔγινε ἀπὸ Σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος ὁ Β’. Ὁ Σισίνιος ὁ Α’ καὶ σὰν πατριάρχης ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλανθρωπική του δράση καὶ ἀναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας τῶν φτωχῶν τάξεων. Πατριάρχευσε ἕνα χρόνο καὶ δέκα μῆνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 87 χρονῶν.

Μνήμη Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 

Αὐτὴ ἔγινε στὴ Νίκαια τὸ 787, ἐπὶ βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, τῆς μητέρας του, καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ Πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων.

Συνολικὰ οἱ Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν 365 καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Διατύπωσαν, ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῆς Εἰκόνας διαβαίνει στὸ πρωτότυπο (δηλαδὴ στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο) καὶ ὄχι στὰ καθ’ αὐτὸ ξύλο καὶ χρῶμα τῆς εἰκόνας.
Ἡ μνήμη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς Ἑβδόμης Συνόδου τοὺς Πατέρας ὑμνήσωμεν, ὡς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας· Εἰκόνα γὰρ τὴν θείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν τιμᾶσθαι εὐσεβῶς, καθελόντες τῶν αἱρέσεων τὴν ὀφρύν, καὶ πρὸς αὐτοὺς βοήσωμεν· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας, Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει· Ὃν εἰδότες οὐκ ἀρνούμεθα, τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα· αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς· καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα, ἡ Ἐκκλησία ἀσπάζεται, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.

 

Μεγαλυνάριον.

Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.

 

Ἔτερον Μεγαλυνάριον.
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.

Ἔζησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (296 μ.Χ.). Ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἦταν σκληρὸς καὶ ἀνελέητος. Γι’ αὐτό, ὁ Εὐλάμπιος καὶ ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία κρύβονταν μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς στὸ βουνό. Ἐκεῖ, ζοῦσαν καλλιεργώντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν.

Κάποια μέρα, ὁ Εὐλάμπιος πῆγε στὴ Νικομήδεια νὰ προμηθευθεῖ τροφές. Ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀμέσως τὸν συνέλαβαν. Βέβαια, στὴν ἐρώτηση τοῦ βασιλιὰ ἂν πιστεύει στὸ Χριστό, ὁμολόγησε φανερὰ ὅτι εἶναι χριστιανός, ὁπότε τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ θυσιάσει μὲ τὴ βία. Ὁ Εὐλάμπιος, ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς συνέτριψε τὸ εἴδωλο τοῦ θεοῦ Ἄρη. Καὶ ἐνῷ ἄρχισαν νὰ τὸν μαστιγώνουν μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο, ὅρμησε ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ συμμαρτυρήσει μὲ τὸν ἀδελφό της. Τότε ἔβαλαν καὶ τοὺς δυὸ σὲ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερό. Ἀλλὰ διὰ θαύματος αὐτοὶ δροσίζονταν, καὶ ἔτσι βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς.

Αὐτὸ ἔκανε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ 200 εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν Εὐλάμπιο καὶ τὴν Εὐλαμπία ἀποκεφαλίστηκαν ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῃ τὸ ἀγαθόν». Δηλαδή, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθεῖ στὸν καθένα ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ καὶ πεθαίνει γι’ αὐτό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῆς φύσεως θεσμῷ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὁμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὡράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τῇ σεμνῇ Εὐλαμπίᾳ· ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἡμᾶς διασῴζετε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν· οὗτοι γὰρ, τῶν παρανόμων μηχανουργίας, ᾔσχυναν,ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυρωθέντος· ἀνεδείχθησαν διό περ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων· μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.

Οἱ Ἅγιοι 26 οἱ Ὁσιομάρτυρες Ζωγραφίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους 

Πρόκειται γιὰ τοὺς 26 Μάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, που ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 22α Σεπτεμβρίου. Ἄγνωστο γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες 

Ὅταν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286 – 305) οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας κατέφυγαν στὰ ὄρη γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸν θάνατο, μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Εὐλαμπίου (ἡ μνήμη τους τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα) συνελήφθησαν καὶ αὐτοί. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατασφαγοῦν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Εὐλάμπιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βασιανός 

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλέας ἦταν ὁ Μαρκιανός.

Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια διακρινόταν γιὰ τὶς χριστιανικές του ἀρχές. Α Ἀναδείχθηκε ἄξιος ἐξηγητὴς τῶν Χριστιανικῶν ἀληθειῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελίου.

Μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου καὶ συνέχισε τὴν διδασκαλία του μὲ μεγάλη ἀπήχηση. Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι μόνο ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς μαθήτριές του ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Ματρώνα.
Ὁ Βασιανὸς ἀπεβίωσε σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ μέχρι τὶς τελευταῖες του στιγμὲς κήρυττε τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής 

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Τιβεριούπολη. Ἀνατράφηκε μὲ τὶς σωστὲς ἀρχὲς τῆς πίστεως.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐπισκέφτηκε τὸν μοναχὸ Στέφανο, ὁ ὁποῖος τοῦ διεύρυνε τοὺς πνευματικοὺς καὶ γνωστικούς του ὁρίζοντες. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν γονέων του, ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, ἔκτισε ἕνα μοναστῆρι στὸ ὄρος Σελεντίου, ὅπου καὶ μόναζε.

Τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ὁ Λέων ὁ Ἰσαυρός, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὴν ὀρθοδοξία, ὁ Θεόφιλος ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ στὸ κέντρο τῆς μάχης. Ἔτσι ἀφήνοντας τὴν σκήτη του ἄρχισε νὰ κηρύττει ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο του φυλακίσθηκε στὴ Νίκαια καὶ ἐκβιάστηκε μὲ ραβδισμοὺς καὶ ἀλλὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ Ἅγιος διατηρώντας ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς πίστεως ὑποβλήθηκε στὸ μαρτύριο τοῦ ραβδισμοῦ.
Φέροντας τὰ τίμια στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν μονή του, ὅπου καὶ τὸν δέχθηκαν μὲ τιμές. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀπεσύρθηκε στὴν σκήτη του ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (Ρῶσος) 

Γεννήθηκε στὶς 23 Νοεμβρίου τοῦ 1812 στὸ χωριὸ Μεγάλο Λιπόβιτς τῆς περιφέρειας τοῦ Ταμπώφ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα Νικολάγεβνα. Εἶχαν συνολικὰ ὀκτὼ παιδιὰ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἕκτος στὴν σειρά. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος καὶ ἡ εὐσεβὴς οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ μικρός, ἦταν πολὺ ζωηρὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐφυής.

Σπούδασε Ἱερατικὸ σεμινάριο καὶ στὴν ἀρχὴ ἔγινε δάσκαλος. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν Ὄπτινα καὶ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1843 Διάκονος. Στὰ τέλη τοῦ 1845 (9 Δεκεμβρίου) καὶ σὲ ἡλικία 33 χρονῶν, ἔγινε ἱερέας.

Σὲ λίγο ὅμως ἡ ὑγεία του χειροτέρεψε, ἀλλὰ ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε ὁσιακῆ καὶ ἄκρως εὐεργετικὴ στοὺς συνανθρώπους του. Εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἵδρυσε γυναικεῖο κοινόβιο τὸ 1872. Οἱ δοκιμασίες ποὺ ὑπέστη ἦταν πολλές, ἀλλὰ αὐτὸς στάθηκε βράχος ὑπομονῆς καὶ ἔμπρακτος διδάσκαλος τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν.
Πέθανε στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1891 καὶ ἁγιοποιήθηκε τὸ 1990.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Σκυλόσοφος 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἦταν Μητροπολίτης Λάρισας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Τότμα (Ρῶσος) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφός τοῦ Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ γιὸς τοῦ Ἀλφαίου.

Ὁ Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπειτα πῆγε καὶ σὲ  ἄλλες χῶρες γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ, κατέστρεφε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γιάτρευε ἀρρώστιες καὶ ἐξεδίωκε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὀνόμαζαν θεῖο σπέρμα.

Ὁ ἱδρῶτας, οἱ μόχθοι καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν πολλοί. Ὁ θάνατος πολλὲς φορὲς τὸν πλησίασε, ἀλλὰ στὴν σκέψη τοῦ Ἰακώβου κυριαρχοῦσαν ἐνθαρρυντικὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ σὰν γνήσιος μαθητής μου, λέει ὁ Κύριος, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸ διεφθαρμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἑαυτό του, καὶ ἂς πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ γιὰ μένα ὄχι μόνο θλίψη καὶ δοκιμασία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ θάνατο σταυρικό. Καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθεῖ, μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου.
Ἔτσι καὶ ὁ Ἰάκωβος, μιμούμενος τὸ Διδάσκαλό του, ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, γλωσσοπυρσεύτῳ πνοῇ, ὡς θεῖος Ἀπόστολος, ὑποδεχθεὶς τῇ ψυχῇ, Ἰάκωβε ἔνδοξε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἀστὴρ ἑωσφόρος· ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν πολύθεον νύκτα. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὁ τῶν ἐθνῶν σαγηνευτὴς ὑπερθαύμαστος, καὶ Μαθητῶν ἀναδειχθεὶς τιμιώτατος, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνος Ἰάκωβος, κόσμῳ τῶν ἰάσεων, διανέμει τὸν πλοῦτον, λύει περιστάσεων, τοὺς αὐτὸν εὐφημοῦντας· διὸ συμφώνως κράζομεν αὐτῷ· Σῷζε τοὺς πάντας, εὐχαῖς σου Ἀπόστολε.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύστης καὶ Ἀπόστολος πεφηνώς, τοῦ δι’ εὐσπλαγχνίαν, κενωθέντος μέχρι σαρκός, ἔφανας ἀδύτως, Ἰάκωβε θεόπτα, σωτήριον τὸ τούτου, πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.

Οἱ Ὅσιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἡ συμβία του 

Ὑπῆρξαν κατὰ τὸ ἔτος 594 καὶ ἦταν σύζυγοι ἐνάρετοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν εὔποροι καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀνδρόνικος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπόκτησε ἀπὸ τὸν γάμο αὐτὸ δύο παιδιά, ποὺ ὅμως πέθαναν. Αὐτὸ κατέθλιβε τοὺς δύο γονεῖς καὶ γιὰ νὰ βροῦν παρηγοριὰ κατέφυγαν γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους.

Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μπῆκαν σὲ μοναστῆρι. Ὁ μὲν Ἀνδρόνικος πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ γυναῖκά του Ἀθανασία στὴν γυναικεία Μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκητικὰ πέρασαν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν χλαῖναν τὴν θεοΰφαντον, κατεποικίλατε χρόαις τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, ὁμοφρόνως ἐν σπουδῇ ἄμφω ἀσκήσαντες· ὅθεν ὑμῶν τὴν σιωπήν, ἡ τρισάγιος ᾠδή, ἐδέξατο ἐν ὑψίστοις, Ἀνδρόνικε σὺν τῇ θείᾳ, Ἀθανασίᾳ τῇ θεόφρονι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς νομίμου συζυγίας ὑποτύπωσιν

Καὶ τῆς ἐνθέου πολιτείας ἀκροθίνια

Ἀναδήσωμεν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων

Τὸν ὁσίως διαπρέψαντα Ἀνδρόνικον,

Σὺν αὐτῷ Ἀθανασίαν τὴν ὁμόζυγον,
Τούτοις λέγοντες, χαίροις ζεῦγος πανόσιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἀνδρείως ἡ σύμβιος ξυνωρίς, σὺν Ἀθανασίᾳ, ὁ Ἀνδρόνικος ὁ στερρός, τῆς ἀθανασίας, ἀνύσαντες τὴν τρίβον, τῆς ἀθανάτου δόξης, κατηξιώθησαν.

Ἡ Ὁσία Ποπλία ἡ Ὁμολογήτρια 

Παντρεύτηκε καὶ ἀναδείχτηκε πρότυπο χριστιανῆς γυναίκας, ποὺ ξέρει μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη νὰ διατηρεῖ τὴν ἁρμονία τοῦ οἰκογενειακοῦ σπιτιοῦ.

Ἡ Ὁσία Ποπλία γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀντιόχεια, ἐπὶ αὐτοκρατόρων μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι καὶ Ἰουλιανοῦ του παραβάτου (361 μ.Χ.).

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιο φρόντισε καὶ μπόρεσε νὰ ἀναθρέψει τὸν μοναχογιό της Ἰωάννη, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν διαγωγή, μὲ τὴν ὁποία ἔλαμψε αὐτὸς καὶ ἀναδείχτηκε ἔξοχος μεταξὺ ἔξοχων.

Ἦταν τόσο σεμνὸς καὶ ὑπερβολικὰ ταπεινόφρων, ὥστε ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Ἀντιοχείας τὸν πίεσαν νὰ τὴν ἀναλάβει αὐτός. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἄκαμπτος καὶ ἔμεινε ἁπλὸς ἱερέας.

Μετὰ λοιπὸν τὴν δική του χειροτονία καὶ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα του Ποπλία παρέλαβε στὸ σπίτι της εὐσεβεῖς ὀρφανὲς παρθένες. Φρόντιζε νὰ τὶς κυβερνᾶ μὲ στοργὴ καὶ τὶς μετέδιδε τὴν θερμὴ πίστη της, τὶς μάθαινε νὰ εἶναι ἁγνὲς καὶ ὅταν χρειαστεῖ νὰ γίνουν ἡρωίδες τοῦ σταυροῦ καὶ μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅταν κάποτε ᾖλθε ὁ Ἰουλιανὸς στὴν Ἀντιόχεια νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς εἰδωλολάτρες, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Ποπλίας. Τότε αὐτή, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες παρθένες, ἔψαλλαν δυνατὰ «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον..». Ἐκνευρισμένος ὁ Ἰουλιανός, ἔστειλε καὶ τῆς ἔκαναν παρατήρηση νὰ μὴ τὸ ξανακάνει. Ἀλλὰ ὅταν ξαναπέρασε ἀπὸ τὸ σπίτι της, αὐτὴ ἔψαλλε δυνατὰ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Τότε ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὴ μαστίγωσαν σκληρά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν γριὰ δὲν τὴν σκότωσε.
Ἔτσι ἡ Ποπλία συνέχισε τὸ ἀγαθοποιὸ ἔργο της, μέχρι ποὺ ἡ δίκαια ψυχή της παραδόθηκε στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη Δικαίων Ἀβραὰμ καὶ Λὼτ τοῦ ἀνεψιοῦ του 

Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ γνωστὸς πατριάρχης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ γιὸς τοῦ Θάρα. Γεννήθηκε στὴν Οὒρ τῆς Χαλδείας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Σήμ.

Ὁ δὲ Λώτ, ἦταν γιὸς τοῦ Ἀρρᾶν καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀβραὰμ πολὺ ἀγαπημένος.
Πῆγε μὲ τὸν θεῖο του στὴ Χαρὰν καὶ ζοῦσε μαζί του. Ἀλλὰ λόγω τῶν συχνῶν διενέξεων τῶν ὑπηρετῶν, ἀποχωρίστηκε τοῦ θείου του καὶ κατοίκησε στὴν πεδιάδα τῶν Σοδόμων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὴν καταστροφή της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ «ἀπὸ στρατιωτῶν» 

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῶν Γαλατῶν τῆς Μ. Ἀσίας. Ἦταν γιὸς τοῦ Θεοφίλου καὶ τῆς Εὐδοκίας καὶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Λέων. Ἐπειδὴ ἦταν ὡραῖος καὶ δυνατὸς στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴ φρόνηση, ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε κόμη.

Ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια πολέμησε καὶ κατάφερε πολλὰ ἀνδραγαθήματα, κατόπιν τὰ καταφρόνησε ὅλα καὶ ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τοῦ Δαφνῶνα, μὲ τὸ ὄνομα Πέτρος.

Ἔπειτα πῆγε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἔμεινε μόνιμα, ἀφοῦ ἔφυγε στὴ Λαοδικεία καὶ τὴν Ἀττάλεια. Ἀφοῦ μὲ ἀνδρεία ὑπέφερε τοὺς κόπους τῆς ὁδοιπορίας καὶ τῆς ἄσκησης, καὶ τὸν ἄγριο θυμὸ τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ποὺ συναντοῦσε στὸ δρόμο, τελευταία ἐπανῆλθε στὸν Ὄλυμπο.

Ἐπειδὴ δὲ τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἔγινε φανερὸ στοὺς βασιλεῖς, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλιὰς Βασίλειος ὁ Μακεδών, τὸ ἔτος 867, τὸν ἔπεισε νὰ κατοικήσει στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ.
Ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ πολλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἔκανε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος 

Πρόκειται γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Τύρου. Ἡ κυρίως μνήμη του τιμᾶται τὴν 5η Ἰουνίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὑπηρετοῦσαν στὶς στρατιωτικὲς τάξεις τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Τοὺς διέκρινε μεγάλη ἀνδρεία στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλὰ καὶ σωφροσύνη στὴν καθημερινή τους ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ αὐτοκράτορας τοὺς ἀπένειμε τὰ ἀξιώματα τοῦ πριμικηρίου καὶ τοῦ σεκουνδουκηρίου, ἀντίστοιχα.

Ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅτι οἱ δυὸ ἐπίλεκτοι στρατιῶτες του ἦταν χριστιανοί, δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ νὰ πεισθεῖ λοιπὸν χειροπιαστά, ὀργάνωσε τελετὲς μὲ θυσίες σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ κάλεσε νὰ παραστοῦν σ’ αὐτὲς οἱ Σέργιος καὶ Βάκχος. Οἱ δυὸ χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ μὲ θαρραλέο φρόνημα. Ἐξοργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε καὶ τοὺς ἀφαίρεσαν τὰ διάσημα τῶν ἀξιωμάτων τους. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἐνέπαιξαν καὶ τοὺς διαπόμπευσαν μὲ διάφορους τρόπους, τοὺς ἔστειλαν σὲ ἕνα σκληρὸ δοῦκα τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀντίοχο.

Αὐτὸς μὲ πρωτοφανὴ ὠμότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου τὸ Βάκχο. Στὸν δὲ Σέργιο, ἐπειδὴ κάποτε τὸν εἶχε εὐεργετήσει , πρότεινε, ἀφοῦ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ζωή. Ἡ γενναία ἀπάντηση τοῦ Σεργίου ἦταν τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος». Σὲ μένα, εἶπε ὁ Σέργιος, ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ πεθάνω εἶναι κέρδος, διότι ἔτσι θὰ ἑνωθῶ πλήρως μὲ τὸ Χριστό.
Τότε, ὁ Ἀντίοχος ἀμέσως ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος τῆς Ἁγίας ὁπλῖται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὡράθητε ἐν ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής· διὰ τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς ἐν τῇ πίστει, συνελθόντες στέψωμεν, ἐν ἱεραῖς εὐφημίαις, Σέργιον, τὸν τῆς Τριάδος στερρὸν ὁπλίτην, Βάκχον τε, τὸν ἐν βασάνοις συγκαρτεροῦντα, τὸν Χριστὸν θεολογοῦντας, τὸν ἀθλοθέτην καὶ Ποιητὴν τοῦ παντός.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ ξυνωρίς, Σέργιος ὁ θεῖος, καὶ ὁ Βάκχος ὁ εὐκλεής, οἱ τὸν Θεῖον Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, ᾦ νῦν συνδοξασθέντες, ἡμᾶς φρουρήσατε.

Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς ὁ πρεσβύτερος καὶ Καισάριος ὁ διάκονος 

Ἔζησαν στὰ χρόνια του Καίσαρα Κλαυδίου τοῦ Β’ γύρω στὸ 270 μ.χ.

Ὁ Καισάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρακήνη, ὅπου καὶ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὡς διάκονος. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν Λοξώριο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν δελεάσει γιὰ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα. Νομίζοντας ὅτι τὸν εἶχε πείσει νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα τὸν ὁδήγησε στὸν βωμὸ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ προσευχηθεῖ. Ὁ Καισάριος γονατίζοντας ἀπεύθυνε θερμότατη δέηση πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, εὐθὺς μετὰ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σπάσουν τὰ εἴδωλα.

Ὁ Λεόντιος ὁ ὑπατικὸς ποὺ βρισκόταν μπροστὰ στὴ θεία αὐτὴ παρέμβαση πίστεψε εἰς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Πλησίασε τὸν ἱερέα Ἰουλιανὸ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ δώσει τὸ θεῖο βάπτισμα. Ὁ Ἰουλιανὸς ἦταν ἄνδρας πιστός, σεβαστὸς καὶ φωτισμένος κήρυκας τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Ὁ ἄρχοντας Λοξώριος διέταξε νὰ βάλουν τὸν Καισάριο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ σὲ σάκους καὶ νὰ τοὺς πετάξουν στὴ θάλασσα, σὰν τιμωρία τῆς πίστεώς τους. Ὁ Ἰουλιανὸς λίγο πρὶν τὸ τέλος τους προφήτεψε στὸν Λοξώριο ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ ἡμέρες δὲν θὰ μπορεῖ νὰ περπατήσει στὴν παραλία ἐκείνη στὴν ὁποία βρισκόντουσαν.
Οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν μὲ πνιγμό. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ ἡμέρες ὁ Λοξώριος δαγκώθηκε ἀπὸ δηλητηριώδη φίδι καθὼς περπάταγε στὴν παραλία, στὴν ὁποία θανατώθηκαν οἱ Ἅγιοι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Λεόντιος ὁ Ὑπατικὸς, Εὐσέβιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Φήλιξ

Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἀναφέρεται στὸν βίο τῶν Ἁγίων Ἰουλιανοῦ καὶ Καισαρίου ποὺ τιμοῦνται τὴν ἴδια ἡμέρα. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πίστεψε, βλέποντας τὸ θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνέτριψε τὰ εἴδωλα μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Καισάριου.
Οἱ, δέ, Εὐσέβιος καὶ Φήλιξ, ἦταν αὐτοὶ ποὺ βρῆκαν τὰ σώματα τῶν Ἁγίων αὐτῶν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ τύραννος, ἐξοργισμένος τοὺς ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Φήλιξ ὁ ἐκ Σωλιὲν Γαλλίας, Ἀνδέχιος καὶ Θύρσος († 2ος αἰ.) οἱ Μάρτυρες 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Πολυχρόνιος ὁ Ἱερομάρτυρας 

Δυναμικὸς κληρικὸς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ἐκ τῆς ἐπαρχίας Γαμφανήτιδος, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ πατέρας του Βαρδάνιος ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα, καὶ φρόντισε ὁ γιὸς του νὰ ἀνατραφεῖ ὄχι μόνο μὲ τὰ διδάγματα τῆς πίστης, ἀλλὰ τοῦ παρεῖχε ἀρκετὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μόρφωση. Ἔτσι ἐνῷ ὁ πατέρας καλλιεργοῦσε τὶς ἀμπελοφυτεῖες του, ὁ γιὸς μὲ ζῆλο καὶ θέρμη καλλιεργοῦσε τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας τὰ θεία λόγια καὶ ἀγωνιζόμενος στὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς καρποφορίας τοῦ θείου σπόρου.

Ἦταν μάλιστα ἰκανότατος συζητητὴς καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε καταντροπιάσει σοφοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ συζητήσεις φιλοσοφικὲς γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ θρησκεία.

Κατόπιν ὁ Πολυχρόνιος πῆγε στὴν ἕδρα τῆς σοφίας καὶ τῶν γραμμάτων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους μοχθοῦσε γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν ἐνοριτῶν του.

Ὅταν ὅμως ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ ἀρειανόφιλος γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, ὁ Πολυχρόνιος ἔμεινε στὴ μερίδα τῶν κληρικῶν ἐκείνων, ποὺ γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔμειναν ἀπτόητοι μπροστὰ στοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἐξορίες ποὺ ἐπέβαλε ὁ αἱρετικὸς αὐτοκράτορας.
Ἔτσι οἱ Ἀρειανοί, ἀνέλαβαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀπαλλαγοῦν μία κι ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Κάποια μέρα λοιπὸν ποὺ ὁ Πολυχρόνιος Ἱερουργοῦσε, μιὰ ὁμάδα ἀπὸ Ἀρειανοὺς εἰσέβαλε στὸ ναὸ καὶ τὸν ἔσφαξαν πάνω στὴ Ἁγία Τράπεζα, καὶ ἔτσι ἔγινε τίμιο ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ δική Του θυσία σήκωσε τὴ δική μας σωτηρία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐργάτης γενόμενος, τῆς ἀρετῆς ἐκ παιδός, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν δωρεὰν ἐκ Χριστοῦ, σοφὲ Πολυχρόνιε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Θεῷ θεοφρόνως, ἤθλησας καὶ καθεῖλες, τοῦ Ἀρείου τὴν πλάνην· διὸ Ἱερομάρτυς, ἀξίως δεδόξασαι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεὺς θεόληπτος Πάτερ ἐδείχθης, καὶ στερρῶς ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Ἱερομάρτυς σοφὲ Πολυχρόνιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἀρετῆς ἐργάτης ὢν ἐκ παιδός, τῆς ἱερωσύνης, ἀνεδείχθης στήλη λαμπρά, καὶ ὑπὲρ τῆς δόξης, Χριστοῦ ἤθλησας χαίρων, ἐκχέας σου τὸ αἷμα, ὦ Πολυχρόνιε.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ὅσιοι 99 Πατέρες ποὺ ἀσκήτευσαν στὴν Κρήτη 

Μόνο ὁ Ἅγιος Νικόδημος τοὺς ἀναφέρει. Ἀκολουθία τους ἐκδόθηκε στὸ Ἡράκλειο τὸ 1879. Πάντα σύμφωνα μὲ τὴν ἀκολουθία τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ συγχρόνως καὶ οἱ 99 μαζί.
Κατάγονταν ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου καὶ ἀσκήτευαν στὴν Κρήτη. Τὸν κυριότερο ἀπ’ αὐτοὺς ἔλεγαν Ἰωάννη καὶ γιορτάζεται τοπικὰ στὴν Κρήτη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸς πολυάριθμος, τῶν Ἀσκητῶν τοῦ Χριστοῦ, λαμπρῶς συγκροτούμενος, τῷ τῆς ἀγάπης δεσμῷ, ἐν Κρήτῃ ἐξέλαμψεν· ἔνθα καὶ ὁμοφρόνως, ἐνασκήσαντες πίστει, πάντες μιᾷ ἡμέρᾳ, μετετέθησαν ἄνω, πρεσβεύοντες Χριστῷ τῷ Θεῷ, δοῦναι πᾶσιν ἡμῖν συγχώρησιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ Κρήτῃ λάμψαντες καθάπερ λύχνοι, ἀρετῶν ταῖς χάρισι, φωταγωγεῖτε μυστικῶς, Πατέρες θεῖοι τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Ὁσίων χορὸς θεοσύνακτος.

 

Μεγαλυνάριον.
Τοὺς ἐν ὁμονοίᾳ θεοφιλεῖ, λάμψαντας ἐν Κρήτῃ, δι’ ἀγώνων ἀσκητικῶν, τιμήσωμεν πόθῳ, Πατέρας τοὺς Ὁσίους· Χριστῷ γὰρ ὁμοφρόνως, κατηκολούθησαν.

Ὁ Ὅσιος Σέργιος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Παρμενίας, Πολυτέλειος, Ἐλυμᾶς, Μώκιος, Χρυσοτέλης, Μάξιμος, Λουκᾶς, Ἀβδίας, Σέμνιος καὶ Ὀλυμπιάδα

Ἦταν Συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Πολυχρονίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη Παναγίας Ναυπακτιώτισσας 

Στὶς 7 Ὀκτωβρίου ἢ τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὶς 7 Ὀκτωβρίου, ἑορτάζεται στὴ Ναύπακτο ἡ Παναγία τῆς Ναυπάκτου, εἰς μνήμην τῆς Ναυμαχίας τῆς Ναυπάκτου, ποὺ ἔγινε 7 Σεπτεμβρίου 1571 καὶ ὁ χριστιανικὸς εὐρωπαϊκὸς στόλος, μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες, κατέστρεψε τὸν ἀντίστοιχο Μουσουλμανικὸ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἦταν μεταξὺ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ  ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἁλιέων.

Ὁ Θωμᾶς, λοιπόν, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρώτη ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητές, δυσπιστοῦσε σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγαν αὐτοί. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἐπανεμφανίστηκε στοὺς μαθητὲς μέσα στὸ ὑπερῷον, ὅταν μεταξὺ τους βρισκόταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὁ Κύριος προέτρεψε τὸν Θωμᾶ νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ ποὺ Τὸν σταύρωσαν, καὶ νὰ μὴ γίνεται ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.

Ἐκθαμβωμένος ὁ Θωμᾶς, προσκύνησε καὶ ἀνεβόησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν τέτοια, ποὺ θὰ διδάσκει ὅλους ὅσους θέλουν νὰ δυσπιστοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: «ὅτι ἐώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος στὸν Θωμᾶ, πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριότεροι καὶ περισσότερο καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν μὲ εἶδαν, πίστεψαν.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆγε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πέρσες, Μήδους καὶ Ἰνδούς. Στὴν χώρα δὲ τῶν τελευταίων, μαρτύρησε μὲ θάνατο διὰ λογχισμού. Ἔτσι, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὄχι μόνο νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του γι’ Αὐτόν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσεβείας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.

 

Κοvτάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοῖᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.

Ὡς κοινωνὸς τοῦ ἐκ πλευρᾶς ἄφεσιν βλύσαντος

Τοῦ ζωηφόρου ὁμοιώματος ἐτρύφησας

Λογχευθεὶς Θωμᾶ πανεύφημε τὴν πλευράν σου.

Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ Ἀπόστολος θεόληπτος

Σωσωσμένους τῷ Δεσπότῃ σου προσάγαγε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις μάκαρ Ἀπόστολε.

 

Μεγαλυνάριον.
Τῇ χειρὶ ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς, τοῦ βλύσαντος κόσμῳ, ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς, ἐξ αὐτῆς ἐδέξω, δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα, δι’ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις, Θωμᾶ Ἀπόστολε.

Ἡ Ἁγία Ἐρωτηΐς ἡ Μάρτυς 

Μαρτύρησε διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Κενδέας 

Τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ψαλμῳδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸν Ὅσιο Κενδέα τὸν θαυματουργό, ποὺ τὴν μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 τοῦ Ὀκτώβρη.

Μὲ ἀνυπολόγιστες τιμὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν στεφάνωσε ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε. Μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν ζωή του μᾶς τὸ βεβαιώνει.

 

Ὁ Ὅσιος Κενδέας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.

Ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλαμανία γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν μόλις δεκαοκτὼ χρόνων.

Ἐκεῖ ἀσπάστηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.

Στὸ μέρος αὐτὸ σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπήλαιο καὶ μὲ χαρὰ ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτὸ καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες, ὅπως ἄλλοτε κι ὁ μέγας πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.

 

Στὴν ἴδια ἐρημικὴ περιοχὴ ζοῦσε τότε κι ἕνας ἄλλος ἀσκητὴς μὲ μεγάλη φήμη, ποὺ εἶχε τ’ ὄνομα Ἀνανίας.

Σὲ τοῦτον τὸν ἀσκητὴ κάποια ἡμέρα ἔστειλε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί του ἕνας εὐγενὴς ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀρνήθηκε καὶ νὰ συναντήσει τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ τὸ ἔστειλε παρακάτω πρὸς τὸν Κενδέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση στὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη οἱ συνοδῖτες τοῦ δύστυχου παιδιοῦ βρῆκαν τὸν Κενδέα, καὶ μὲ παρακλήσεις τοῦ ζήτησαν νὰ κάμει καλὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε οὔτε καὶ ν’ ἀκούσει τὴν αἴτησή τους. Ἀργότερα ὅμως μπροστὰ στὶς παρακλήσεις τους ὑποχώρησε, καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ μὲ φωνὴ ἐπιβλητικὴ εἶπε:

 

— Πνεῦμα πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο! Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κενδέας σὲ διατάζει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις ἥσυχο.

 

Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑπάκουσε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παιδί, χωρὶς νὰ τὸ βλάψει καθόλου.

 

Μετὰ τὴν θαυματουργικὴ τούτη θεραπεία ὁ Κενδέας χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Ἡ ζωὴ ὅμως στὸ μοναστῆρι, δὲν ἦταν ὅπως τὴν περίμενε καὶ ἔτσι πολὺ γρήγορα ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἔφυγε καὶ γύρισε πάλι στὴν ἔρημο.

 

Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ τὸν ξύπνησαν τὰ κλάματα κάποιου παιδιοῦ, ποὺ ἦταν πεταμένο μπροστὰ στὴν σπηλιά του. Ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει, ἀντιλήφθηκε, πὼς τὸ παιδὶ βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ σπλαγχνίστηκε, καὶ τὸ θεράπευσε. Τὸ δαιμονόπληκτο παιδὶ ἦταν τοῦ ἀσκητὴ Ἀνανία.

 

Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὴν ἔρημο ἐκείνη περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. ΚῚ αὐτοί, γιὰ νὰ γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὅλοι στὴν παραλία καὶ μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ πολύπαθο νησί. Βγῆκαν στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου, γιατί τὸ πλοῖο τους τσακίσθηκε πάνω στοὺς βράχους. Μὲ πολὺ κόπο σώθηκαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη, γιὰ νὰ μονάσουν ὁ καθένας, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὸν κατάλληλο χῶρο.

 

Ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ ἔστησε σ’ ἕναν ἀπόκρημνο βράχο κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς μορφῆς του τράβηξαν ἀμέσως τὴν προσοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας. Οἱ ἐπισκέπτες ἔπαιρναν μαζί τους καὶ ἄρρωστους, ποὺ τοὺς θεράπευε ὁ Ἅγιος μὲ τὶς προσευχές του. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δοκίμασε καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ μέρους τοῦ μισόκαλου δαίμονα.

Ἀναφέρουμε μερικούς:

 

Κάποιο πρωινό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, ὁ διάβολος πῆρε μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας εὐλογία. Ὁ Ἅγιος τρόμαξε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ ἔπεσε στὸν γκρεμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔσωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

 

Μιὰ ἄλλη φορὰ ὁ Σατανᾶς, παρουσίασε μπροστὰ στὸν Ἅγιο μία ὄμορφη γυναῖκα πού, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάει στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸ εὐλογήσει. Ὁ Ὅσιος στὴ φαινομενικὴ συντριβή της μὲ συγκίνηση δέχτηκε νὰ πάει. Μόλις ὅμως ἔφτασε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἡ διεφθαρμένη ἐκείνη γυναῖκα σὰν μία «ἄλλη Πετεφρή» πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ ἐνδύματά της, γιὰ νὰ σκανδαλίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ προσβάλει τὴν ἁγνότητά του. Τρομερή, ἀλήθεια, ἡ δοκιμασία. Μὰ ὁ Ὅσιος σώθηκε καὶ τούτη τὴν φορὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.

 

Κάποια μέρα πάλι ὁ διάβολος παρέδωσε τὸν Ἅγιο στὰ χέρια ἐνὸς σκληροῦ κι ἄγριου λῃστή, ποὺ καθημερινὰ τὸν βασάνιζε μὲ διάφορους τρόπους. Πότε τὸν κτυποῦσε, πότε τοῦ ἔκαιε τὴν καλύβα, πότε τοῦ ἔσχιζε τὰ ροῦχα, πότε τὸν πετοῦσε χαμαί. Ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ποὺ σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸν λῃστὴ καὶ τὸν θανάτωσαν.

 

Τὰ δείγματα αὐτὰ τῶν πειρασμῶν μας παρέχουν μία εἰκόνα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ οἱ οὐρανοπολίτες αὐτοὶ ἀθλητὲς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σκότους. Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ μία πορεία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας.

 

Ἕνας ἀγῶνας καὶ μία ἐπίμονη πορεία εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Μιὰ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.

 

 

Στοὺς ἀγῶνες τους αὐτοὺς οἱ ἅγιοι μὲ τὸν διάβολο, ποὺ κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπῖη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὅπλου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς προσευχῆς οἱ ἔμπειροι τοῦτοι ἀγωνιστὲς περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νικοῦσαν. Μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν θερμὴ προσευχὴ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ ἀγωνιστὲς καὶ μαχητὲς νὰ νικήσουμε. Ναί! Μποροῦμε νὰ νικήσουμε, ἀρκεῖ μονάχα νὰ τὸ θελήσουμε, καὶ ν’ ἀγωνισθοῦμε μὲ συνέπεια, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ πάθος γιὰ μία ἀνώτερη ζωή, ποὺ θὰ ἔχει σὰν σκοπό της τὴν ἀσταμάτητη ἀνάβαση στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐνάρετης ζωῆς.

 

Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔβαλε κι ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ζωή του. Γ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐλέησε καὶ τὸν χαρίτωσε, τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀξίωσε, ὥστε καὶ τὰ ἀδύνατα νὰ μπορεῖ νὰ τὰ κάμει δυνατά. Ἕνα τέτοιο θάμα εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔκαμε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν εὐγενικό του πόθο.

 

Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου ἔμαθε ὁ Κενδέας πὼς διέμενε ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωνάς. Θερμὸς ὁ πόθος ἄναψε στὴν ψυχή του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του καὶ ν’ ἀνταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῇς. Ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν καλύβα του καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή του, σταυροκοπήθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὸ μάθαιναν ἔτρεχαν κοντά του νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Πολλοὶ τοῦ ἔφερναν καὶ ἀρρώστους. Καὶ ὁ καλοκάγαθος ἀσκητὴς, τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφτασε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα Μάνδρες τῆς Τραχιᾶς, κοντὰ στὸ Αὐγόρου, ὁ μακάριος ἀθλητὴς βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ κουρασμένος, ὅπως ἦταν, μπῆκε μέσα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία ὅμως νὰ συναντήσει τὸν φίλο του, τὸν βασάνιζε πολύ. Καὶ νά!

 

Μιὰ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκαμνε τὴν προσευχή του, ἕνας Ἄγγελος σήκωσε στὰ χέρια τὸν Ὅσιο Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὴ σπηλιά του. Οἱ δυὸ φίλοι ἅγιοι, ἀφοῦ μὲ βαθιὰ συγκίνηση ἀσπασθήκανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «φιλήματι ἁγίῳ», δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ συνάντηση, καὶ ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες Του.

 

— Δόξα νὰ ἔχει ὁ Κύριος, ἔλεγε ὁ Κενδέας, ποὺ μὲ ἀξίωσε, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ ἰδῶ. Εὐλογημένο νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του.

 

Σὰν τοῦ μιλοῦσε, καὶ προτοῦ ἀκόμη προφθάσει νὰ ἀποτελειώσει τὸν λόγο του, ὁ φίλος του Ἰωνὰς χάθηκε ἀπὸ κοντά του. Ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ξανάφερε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε.

 

 

Ἡ παράδοξη αὐτὴ περιπέτεια ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις τὸν Ἅγιό μας.

- Μήπως ἔπεσα θῦμα φαντασιοπληξίας, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μόνος του.

 

Γι’ αὐτό, παρὰ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκαμε νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν σπηλιά του, ἕνα πρωὶ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ κελὶ τοῦ φίλου του. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Κάποιο δειλινὸ ἔφτασε. Ὁ φίλος του Ἰωνὰς σὰν τὸν εἶδε, μὲ ἐνθουσιασμὸ τοῦ διηγήθηκε τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄγγελος τὸν εἶχε μεταφέρει κοντά του. Οἱ ἅγιοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀσπασθήκανε καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «ἀσπασμὸν ἅγιον» ἀποχωριστήκανε. Ὁ Κενδέας ξεκίνησε πάλι γιὰ τὴν σπηλιά του. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὁδοιπορία ἔφτασε καὶ ἔμεινε πιὰ ἐκεῖ, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γηρατειά.

 

Ν’ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ὡστόσο λέμε, πὼς ὅλα τὰ θαύματά του εἶναι πράξεις καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσε μέσον του, ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις. Πολλοὶ ἄρρωστοι βρῆκαν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε ἀπὸ πάσχοντες ἀνθρώπους. Κάποτε ποὺ ἡ ἀνομβρία εἶχε ἀπειλήσει ἐπικίνδυνα τὸν τόπο ὁ Ὅσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεό, ποὺ ἄνοιξε τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔβρεξε πολύ. Ἡ διψασμένη γῆ χόρτασε, καὶ οἱ ἄνθρωποι εὐφράνθηκαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη του ὁ ἱερὸς αὐτὸς ἀθλητὴς στάθηκε γενικὰ προστάτης καὶ πατέρας κάθε πονεμένου καὶ πάσχοντα.

 

Πόσα δὲν πρέπει νὰ μᾶς πεῖ τὸ παράδειγμά του. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑλοφροσύνη ἔκλεισαν τὶς καρδιὲς καὶ ὁ καθένας τόσο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μικροὺς κοιτοῦν μονάχα τὸ δικό τους τὸ συμφέρον καὶ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία του πρέπει νὰ στέκεται πάντα μπροστά μας. Γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει. Νὰ μᾶς ἐνισχύει. Νὰ μᾶς δείχνει καὶ τὸν δικό μας δρόμο. Καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει. Νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς καὶ σήμερα μιὰ θερμὴ προσευχὴ καὶ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ἅγιασμά του εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὴν θεραπεία σὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ δερματικὲς ἐνοχλήσεις καὶ ρευματισμοὺς καὶ νευραλγίες (τζιεγκές), ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του.

 

Μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε στοὺς μεγαλόπρεπους ναοὺς ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του, καὶ βρίσκονται ὁ ἕνας στὸ Αὐγόρου καὶ ὁ ἄλλος στὴν πόλη τῆς Πάφου. Εἶναι καὶ οἱ δύο τὰ μεγάλα προσκυνήματα, ποὺ ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἀνήγειρε γιὰ τὸν Ἅγιο. Μὰ καὶ ποὺ θυμίζουν σὲ ὅλους τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ καθῆκον μας νὰ τιμοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς μορφές.

 

Ναί! Νὰ τὶς τιμοῦμε. Καὶ μὲ πίστη στὴν ψυχὴ καὶ εὐλάβεια στὴν καρδιὰ νὰ γονατίζουμε νοερὰ κάθε φορὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τους καὶ νὰ ζητοῦμε τὶς ἱκεσίες τους. Τὶς θεοπειθεῖς πρὸς Κύριον ἱκεσίες τους.

 

Γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας.

 

Τὴν εἰρήνευση τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.

 

Τὴν ἐπικράτηση σὲ αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.

 

Γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν μετάνοια ὅλων μας. Τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι σὰν ἐπιστέγασμα καὶ ἡ λύτρωση καὶ ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ δεινά. Τῆς σκλαβιᾶς τὰ δεινὰ καὶ τὸ μίασμα τοῦ βάρβαρου κατακτητή.

 

 

Μὲ κραυγὴ ἰσχυρὰ καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς παρακαλοῦμε κι ἂς λέμε στὴν προσευχή μας:

 

Τέκνα τῆς Κύπρου, εὐλογημένα. Ἀπόστολοι εὐκλεεῖς καὶ μάρτυρες ἱερεῖς καὶ θεῖοι ἱεράρχες. Ὅσιοι καὶ δίκαιοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Τὸ νησὶ ποὺ ἀγαπήσατε καὶ ποὺ σ’ αὐτὸ ζήσατε τὴν ἐπίγεια ζωή σας, στενάζει τοῦτο τὸν καιρὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μας. Ἐχθροὶ φοβεροὶ τὸ πάτησαν. Ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν χωρὶς οἶκτο. Γκρεμίζουν σπίτια καὶ ἐκκλησίες. Μολύνουν τὰ ἱερά. Ξαπλώνουν παντοῦ τὴ συμφορά.

 
Λυπηθεῖτέ το... Βοηθῆστέ το... Ἱκετεύσατε σεῖς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας νὰ τὸ σπλαχνιστεῖ. Νὰ μᾶς λυπηθεῖ. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεινά. Νὰ ἀξιώσει τὰ καταδιωγμένα ἀδέλφια μας νὰ γυρίσουν καὶ πάλι στὰ χωριὰ καὶ στὰ σπίτια τους. Νὰ ξαναδοῦν οἱ πονεμένοι τοὺς δικούς τους. Καὶ ἀκόμη νὰ χαροῦμε ὅλοι τὴν ποθητὴ λευτεριά μας. Τὴν λευτεριὰ ποὺ σῴζει. Καὶ λεύτεροι στὸ ἑξῆς, μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχὴ νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Πανάγιο καὶ ὑπερύμνητο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος. Ἀμήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας

Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβὴ ράφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντὰ του τὴν τέχνη. Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.

Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.

Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.

Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».

Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἰλαρίων ὁ Νέος, Ἰωάννης, Ἰωσὴφ ὁ «εἰς τὸν Λυθροδώνταν», Καλάντιος ἐν Ταμασίᾳ, Κασσιανὸς ὁ τῆς Γλυφᾶς, Κασσιανὸς ὁ τῆς Ἀξύλου οἱ ἐξ Ἀλαμανῶν, ἐν Κύπρῳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Αγία Χαριτίνη - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .grἜζησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284 – 305).

Ἦταν χριστιανὴ καὶ δούλη ἑνὸς πλουσίου Ρωμαίου, τοῦ Κλαυδίου. Ὅταν ὁ κόμης Δομέτιος ἔμαθε τὴν πίστη τῆς Χαριτίνης ζήτησε ἀπὸ τὸν Κλαύδιο νὰ τοῦ τὴν στείλει γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσει ὁ ἴδιος. Ἡ Ἁγία παρουσιάστηκε στὸν κόμη καὶ χωρὶς νὰ δειλιάσει ὁμολόγησε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Δομέτιος ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ὁμολογία πίστεως τῆς Χαριτίνης διέταξε τὸν βασανισμό της καὶ στὴν συνέχεια ζήτησε νὰ τὴν ρίξουν στὴ θάλασσα δένοντάς της μία πέτρα στὸ λαιμό.

Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης ἡ Ἁγία ἐπέζησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Δομέτιο γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου. Παραταύτα ὁ Δομέτιος δὲν πείστηκε καὶ ἀπαίτησε τὸν βασανισμό της ξανά.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Ἁγία Χαριτίνη παρέδωσε τὸ πνεῦμά της εἰς τὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ᾔσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα· ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοῖς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαρτυρίου αἵμασι πεφοινιγμένη, οὐρανίοις κάλλεσι, καθωραΐσθης εὐπρεπῶς, ὦ Χαριτίνη κραυγάζουσα· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος τρυφήσασα θεϊκῆς, χάριτος Μαρτύρων, ἀπεδρέψω τὴν καλλονήν· ὅθεν Χαριτίνη, τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Λόγου, ἐπόμβρησον τὴν χάριν, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Ἡ Ἁγία Μαμελχθῆ 

Ἡ Ἁγία Μαμελχθῆ ἦταν Περσικῆς καταγωγῆς καὶ ἀσπαζότανε τὸν εἰδωλολατρισμό. Ἦταν μάλιστα καὶ ἱέρεια.

Μάχετο ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, ἀκόμα καὶ ἐνάντια στὴν ἀδερφή της ποὺ ἦταν χριστιανή. Μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἡ Μαμέλχθη ἀναγνώρισε ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Ἔτσι κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε.

Οἱ εἰδωλολάτρες ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι μία ἱέρειά τους ἔγινε χριστιανὴ τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Ἔτσι ὄχλος εἰδωλολατρῶν προσῆλθε στὸ σπίτι της καὶ τὴν ἅρπαξαν μὲ τὴν βία. Τῆς ἐπέβαλαν τὸ μαρτύριο τοῦ λιθοβολισμοῦ.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μαρτύρησε καὶ παράδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς 

Δόξα καὶ τιμὴ στὸ σμαραγδένιο μας νησί. Χαρὰ καὶ εὐλογία στὴν Κύπρο μας.

Ποιὸς θὰ τὸ ἔλεγε ποτέ, πὼς στὸν τόπο τοῦτο, ποὺ κάθε κορφὴ καὶ ρεματιά, μὰ καὶ κάθε σπηλιὰ καὶ βράχος εἶχε γιὰ στολίδι τὸ εἴδωλο κάποιου θεοῦ, θὰ ἔφτανε μιὰ μέρα, ποὺ ὅλα αὐτὰ θὰ γκρεμίζονταν καὶ θὰ χάνονταν;

Ποιὸς θὰ περίμενε ἀκόμη πὼς καὶ ἡ Ἀφροδίτη, τοῦ ἔρωτος ἡ θεὰ καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ προστάτισσα μὲ τὰ τόσα ἀγάλματά της, θὰ ἐξοστρακιζόταν ἀπὸ τὸν τόπο, ποὺ πιστευόταν πὼς τὴν γέννησε, καὶ τὴν θέση της μὰ καὶ τὴν θέση ὅλων θὰ ἔπαιρνε ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, τῆς Γαλιλαῖος ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος Διδάσκαλος;

Κι ὅμως αὐτὸ ἔγινε.

«Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».

Ἡ Κύπρος μας, ποὺ μὲ τὴν λατρεία τῆς Ἀφροδίτης εἶχε ἐξυψώσει τὴν ἀκολασία σὲ τρόπο ζωῆς, πρώτη, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου, δέχτηκε τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας.

Δύο ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος κι ὁ Βαρνάβας μὲ συνοδό τους καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, τὸν μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ κάποια μέρα τοῦ 45 μ.Χ. φτάσανε στὸ νησί μας. Τὸ κήρυγμά τους βρῆκε εὐνοϊκὴ ἀνταπόκριση. Πολλοὶ ἔσπευσαν ν’ ἀσπασθοῦν τὴν καινούργια θρησκεία.

Στὴν Πάφο ποὺ ἦταν τότε καὶ ἡ ἕδρα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔγινε χριστιανὸς καὶ ὁ διοικητὴς τῆς Κύπρου, ὁ Σέργιος Παῦλος. Καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἄρχοντας, ὁ πρῶτος ἐπίσημος, ποὺ ἀποδέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς νέας ζωῆς. Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν σὲ λίγο καὶ ἄλλοι.

Ἔτσι ἡ νῆσος μας ἀπὸ νωρὶς ἐγκατέλειψε ὄχι μονάχα τὴν εἰδωλολατρία μὲ ὅλα τὰ θλιβερὰ γνωρίσματά της, ἀλλὰ καὶ ἄρχισε νὰ παρουσιάζει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Τρόπο ζηλευτό, ὥστε μὲ τὸν καιρὸ νὰ τῆς δοθεῖ καὶ τὸ τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο «Νῆσος τῶν Ἁγίων».

 

Ναί! «Νῆσος τῶν Ἁγίων».

Ἐδῶ ὄχι μονάχα γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν καὶ διακρίθηκαν ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἁγίων προσώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν Κύπρο μας διάλεξαν ὡς τόπο κατοικίας πολλοὶ ἀπὸ διάφορες χῶρες, ποὺ πόθησαν νὰ ζήσουν μία ἐνάρετη καὶ ἅγια ζωή. Κάτι περισσότερο. Πολλὰ λείψανα ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ποὺ ρίχτηκαν στὴν θάλασσα μὲ τὸν σκοπὸ ν’ ἀφανιστοῦν, τὸ πανάγιο χέρι τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στὸ νησί μας τὸ ὁδήγησε νὰ φτάσουν καὶ νὰ βροῦν φιλοξενία καὶ σεβασμό.

 

 

Ἕνας τέτοιος ἅγιος καὶ ἱερομάρτυρας, πού μας ᾖρθε σὲ μία κάσα μέσα, εἶναι καὶ ὁ μακάριος ἐπίσκοπός τῆς Σάμου, ὁ Ἐρμογένης.

 

Γεννήθηκε σὲ μία παράλια κωμόπολη τοῦ νόμου Ἀττάλειας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴ Φοινικούντα. Πότε ἀκριβῶς, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Αὐτοὶ φρόντισαν νὰ ρίξουν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους, ἀπ’ αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς βρεφικῆς του ἡλικίας, τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης στὸν Θεό. Κι ἡ προσπάθειά τους εὐλογήθηκε πλούσια ἀπὸ τὸν Ἐπουράνιο Γεωργό.

Ὁ νεαρὸς Ἐρμογένης στὸ περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς βρῆκε ὅτι ζητοῦσε. Τὴν ψυχαγωγία, τὴν ἀληθινὴ μόρφωση, τὴν ἀρετή, τὴν ἀνώτερη ζωή. Στὰ συνομήλικά του παιδιὰ ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν καλέσουν νὰ βγοῦνε ἔξω, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ παίξουν, ὁ φιλόθρησκος νέος φρόντιζε πάντα κάτι νὰ βρεῖ, γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα.

Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν σωματική του πρόοδο ἀναπτυσσόταν παράλληλα καὶ διακρινόταν καὶ ἡ ἀρετή του. Ἡ καρδιά του εἶχε πυρποληθεῖ κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀρχές του τὶς χριστιανικές, τὶς ἀρχὲς ποὺ ἀπέκτησε τόσο ἀπὸ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ καλὸ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη μόρφωσή του, τὶς κράτησε σταθερὰ σὰν τὸν πιὸ πολύτιμο θησαυρό. Καὶ τὸ ἔδειξε ἀπὸ νωρίς.

Νέος ἀκόμη στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τῆς ζωῆς του ἔχασε καὶ τοὺς δυὸ γονεῖς του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοὺς κάλεσε κοντά Του. Μόνος καὶ εὐκατάστατος κι εὐπαρουσίαστος καθὼς ἦταν, δοκίμασε τότε δεινοὺς πειρασμούς. Ὅμως ἐπειδὴ θεμελίωσε τὴν ζωή του πάνω στὸν αἰώνιο βράχο, στὴν διδασκαλία καὶ τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἔμεινε ἀπρόσβλητος. Συνέβη καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ καὶ πιστὸ νέο, ἐκεῖνο ποὺ τονίζει ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του σχετικὰ μὲ τὴν οἰκία τὴ στερεή: «Καὶ κατέβει ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνη καὶ οὐκ ἔπεσε, τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν». (Ματθ. ζ’ 25).

Δηλαδὴ ᾖρθε ἡ βροχὴ καὶ ξεχύθηκαν οἱ ποταμοὶ τῆς νεροποντῆς καὶ φύσηξαν οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι καὶ πέσανε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ σπίτι καὶ αὐτὸ δὲν κρημνίστηκε. Δὲν σάλεψε καθόλου, γιατί θεμελιώθηκε στερεὰ πάνω στὴν πέτρα.

 

Ὦ! ὅση ἀξία ἔχουν τὰ γερὰ θεμέλια σὲ μία οἰκοδομή, ἄλλη τόση καὶ μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἡ γερὴ θεμελίωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Καὶ ἡ κατάλληλη θεμελίωση τοῦ χαρακτῆρα ἐνὸς ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται, ἂν στηριχτεῖ αὐτὸς στὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τὸ «ὃ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» ἔχει πλήρη τὴν ἐφαρμογή του σὲ τούτη τὴν περίπτωση.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία δεχθεῖ στὴν ψυχὴ τὰ σπέρματα μιᾶς ἐνάρετης ζωῆς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ θὰ συναντήσει δὲν θὰ κινδυνεύει νὰ λιποψυχήσει καὶ νὰ παρασυρθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ. Γιατί εἶναι φυσικὸ στὴν ζωή μας νὰ δοκιμάσουμε οἱ ἄνθρωποι πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ παραγνωρίσεις καὶ διωγμοὺς καὶ δοκιμασίες. Εἶναι ἡ βροχὴ καὶ οἱ νεροποντὲς καὶ οἱ ἄνεμοι ποὺ προσβάλλουν ἕνα σπίτι. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε γερὰ θεμέλια, καὶ στήριξε τὸν χαρακτῆρα του στὴ στερεὴ πέτρα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτα. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν καθένα. Αὐτὸ γίνηκε καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ κι ἐνάρετο νέο, τὸν Ἐρμογένη.

 

Στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν ἀφάνειά του ὁ θεοφιλὴς νέος ἀντιτάσσει τὸ ἠθικό του παράστημα καὶ νικᾷ. Διαμοιράζει τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἄφησαν οἱ στοργικοὶ καὶ πλούσιοι γονεῖς του στοὺς πτωχούς, στοὺς ἀδελφούς του Χριστοῦ καὶ κυρίους του, ὅπως τοὺς ὀνόμαζε, καὶ φεύγει.

Ἡ ζωὴ τῶν ἱερῶν ἀγωνιστῶν καὶ μοναστῶν τῆς Αἰγύπτου γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχε ἀκούσει τόσα πολλά, τὸν ὁδηγεῖ στὴ χώρα τοῦ Νείλου. Πάει ἐκεῖ νὰ τοὺς γνωρίσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς ἀγῶνες τους. Πόσο καιρὸ ἔμεινε κοντά τους δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής, εἶναι πὼς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἐπισκέφθηκε ἀργότερα τὶς Ἀθῆνες καὶ μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὥριμος πιὰ καὶ ὑπόδειγμα ζηλωτοὺ καὶ χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου ἀνδρός, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἀρχιεπίσκοπο νὰ ἀναλάβει τὸ Ἱερατικὸ ἀξίωμα.

Ὁ θεοφιλὴς ἀσκητὴς θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ. Τὸ βάρος τοῦ Ἱερατικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ εὐθύνες μιᾶς ζωῆς ἀφιερωμένης τὸν κάμνουν νὰ δειλιάζει. Ἡ ἐπιμονὴ ὅμως τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τῆς ἱστορικῆς πόλεως, τὸν πείθει στὸ τέλος. Ὁ ταπεινὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας σὰν ἐντολὴ Θεοῦ καὶ ἀποδέχεται νὰ ἀναλάβει τὴν παρακαταθήκη τῆς Ἱερωσύνης.

Σὲ μικρὸ σχετικὸ διάστημα χειροτονεῖται ἐπίσκοπος καὶ στέλλεται νὰ ποιμάνει τὴν Ἐκκλησία τῆς Σάμου. Ὁ λύχνος εἶχε τεθεῖ πιὰ «ἐπὶ τὴν λυχνίαν».

 

Ὁ ψυχικὸς πλοῦτος, ἡ πλούσια μόρφωση καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ τοῦ ἱεροῦ ποιμένα ἔκαμαν, ὥστε σύντομα ὁ Ἐρμογένης νὰ ἀναδειχθεῖ ἀντάξιος τῆς μεγάλης τιμῆς, μὰ καὶ τῆς βαριᾶς εὐθύνης τῆς ἱερωσύνης.

Στὸ πρόσωπό του οἱ χριστιανοὶ τῆς Σάμου βρῆκαν ὅτι ζητοῦσαν. Τὸν φιλόστοργο πατέρα, τὸν φλογερὸ διδάσκαλο, τὸν πρᾶο καὶ ἡσύχιο σύμβουλο, τὸν πιστὸ οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Νύκτα καὶ ἡμέρα μοχθοῦσε ὁ ἱερὸς πατὴρ στὸ ἔργο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μὲ λόγια ζωντανὰ δίδασκε τὸν λαό του καὶ πρόβαλλε παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ προσέρχονταν στὴ νέα πίστη. Καὶ ὅλους τοὺς κατεύθυνε μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα κι ἀνεξικακία. Πολλὰ θαύματα ἀναφέρεται πὼς ἔκαμε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ παρηγορήσει τὸν πονεμένο λαό του. Πολλὰ συγγράμματα ἀκόμη ἔγραψε, συγγράμματα ἀξιομνημόνευτα, γιὰ νὰ διαφωτίσει καὶ νὰ στηρίξει, μὰ καὶ νὰ ὑπερασπίσει τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμη πολλοὺς ὀπαδούς. Σὲ ἀξιοζήλευτο βαθμὸ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ὀργάνωσε καὶ τὴν φιλανθρωπία.

Ἔτσι ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο «σκεῦος ἐκλεκτὸν ἅγιον τῷ Κυρίῳ, ἱερωσύνης κανών, τῆς ἐγκράτειας ἀληθὲς καταγώγιον, στάθμη τῆς σωφροσύνης, τῶν ἀρετῶν θησαυρός, ἐλεημοσύνης πηγὴ βρύουσα» ἀλλὰ καὶ «ὁ στηρίζων τοὺς πιστοὺς πρὸς εὐσέβειαν καὶ ὁ ἐπακούων ἀσθενῶν ταὶς δεήσεσι καὶ ὁ παρέχων πᾶσι τὴν ὑγείαν καὶ ρώσιν καὶ χάριν πάντοτε».

 

Ἔτσι ὁ «λύχνος ὁ διαυγέστατος» λάμπρυνε τὴν ἱερὴ στολὴ καὶ ἀναδείχθηκε διαπρύσιος κήρυκας τῶν διαταγμάτων τοῦ Χριστοῦ.

Στὰ μάτια του μπροστὰ εἶχε πάντοτε τὴν σύσταση τοῦ θείου Παύλου, πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Τὴν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α’ Τιμοθ. δ’ 20).

Φύλαξε, Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκη τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Φύλαξέ την ἀνόθευτη καὶ ἀκέραιη.

Καὶ τὴν φύλαξε ὁ Τιμόθεος.

 

Τὴν φύλαξε ὅμως κι ὁ ἱερὸς Ἐρμογένης. Τὴν φύλαξε μέχρι θανάτου. Στὴν σκέψη του ὁ μακάριος πατὴρ ἔφερνε συχνά, πολὺ συχνὰ, τοῦ Κυρίου τὰ λόγια: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβὰτων (Ἰωάν. ι’ 11). Καὶ τὴν θυσίασε τὴν ζωή του, γιὰ νὰ σώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὰ πρόβατά του. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν χρόνια πολὺ δύσκολα.

Ἀπὸ τὴν μία οἱ αἱρετικοί, καὶ μάλιστα τοῦ Ἀρείου οἱ ὀπαδοί, ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες δίωκαν ἄγρια τοὺς πιστοὺς χριστιανούς. Δὲν τοὺς ἐμπόδιζαν μόνο ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιτελέσουν τὰ Θρησκευτικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔπιαναν καὶ σὰν ἄκακα ἀρνία τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν σφαγὴ καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο.

Γι' αὐτὸ καὶ πολὺ κακοπαθοῦσαν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες.

Κάθε μέρα ἔβλεπαν «τὴν ζωήν των κρεμαμένην κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν».

Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἔπρεπε νὰ τρέχουν παντοῦ γιὰ νὰ ἐνθαρρύνουν, νὰ στηρίζουν, νὰ παρηγορήσουν, νὰ συγκρατήσουν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ ἀληθινὸς ποιμήν, ὁ θεόπεμπτος Ἐρμογένης.

Ἐνθουσιώδης καὶ φλογερὸς καὶ ἀκούραστος κινεῖται μὲ ζῆλο ὅπου τὸν καλοῦσε τὸ καθῆκον, γιὰ νὰ φυλάξει καὶ ἐνισχύσει τὰ πνευματικά του παιδιά. Νύκτες ξαγρυπνᾷ γιὰ νὰ ἐμφυσήσει στὶς καρδιὲς τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμμονὴ στὰ πνευματικά τους βιώματα. Μὲ ὑπομονὴ καὶ γενναιοψυχία τοὺς τονίζει κάθε στιγμὴ τὴν χαρὰ ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουν οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν στὴν οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς" (Ρωμ. η’ 18).

Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε, αὐτὰ ποὺ θὰ ὑποφέρουμε κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο τῆς ζωῆς τῆς ἐπιγείας, δὲν εἶναι ἄξια κατὰ κανένα τρόπο νὰ συγκριθοῦν πρὸς τὴν δόξα, ποὺ μέλλει ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ βραβεῖο σ’ ἐμᾶς. Πιστοὶ στὸν οὐράνιο Ἀρχηγό μας, ἃς μείνουμε μέχρι θανάτου. Κι ἔμεινε πρῶτος αὐτός.

 

Γιατί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ δράση του δὲν μποροῦσε νὰ μὴ γίνει γνωστή. Φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἔσπευσαν νὰ καταγγείλουν τὸν ζηλωτὴ ἐπίσκοπο στὸν ἡγεμόνα τῆς Σάμου Σαντορνῖνο.

Κι αὐτὸς μανιώδης διώκτης τῆς νέας πίστεως ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ καλέσει τὸν ἅγιο μπροστά του σὲ ἀπολογία.

Πληροφορημένος γιὰ τὴ μόρφωση καὶ τὴν φιλανθρωπία του δοκίμασε στὴν ἀρχὴ νὰ τοῦ δείξει κάποια καλοσύνη μὲ τὴν ἐλπίδα, πὼς μποροῦσε νὰ τὸν φιλοτιμήσει καὶ τὸν παρασύρει στὴν εἰδωλολατρία.

 

- Ἔμαθα, τοῦ εἶπε, πὼς ἐσὺ ἕνας τόσο μορφωμένος ἄνθρωπος ἔπαψες νὰ ἀποδίδεις τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς μεγάλους θεοὺς ποὺ δεχόμαστε ὅλοι καὶ πιστεύεις καὶ διδάσκεις καὶ ἄλλους νὰ πιστεύουν γιὰ Θεὸ κάποιο Ἰουδαῖο Ἰησοῦ, ποὺ τὸν σταύρωσαν οἱ συμπατριῶτες του.

Ἔμαθα ἀκόμη πὼς εἶσαι καὶ διδάσκαλος τῶν χριστιανῶν καὶ ἀρχιερέας τους. Δυσκολεύτηκα νὰ τὸ πιστέψω. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάλεσα νὰ μάθω ἀπὸ σένα τὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια. Τί λές;

 

- Ναί! Ἄρχοντά μου. Εἶμαι χριστιανός. Γιατί θεοί, δὲν μποροῦν νὰ εἶναι οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα, ποὺ λατρεύετε. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ἔχουν μάτια καὶ δὲν βλέπουν. Ἔχουν αὐτιά, μὰ δὲν ἀκούουν. Δὲν καταλαβαίνουν. Δὲν αἰσθάνονται. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ Θεός μου εἶναι Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς γιὰ τὴ δική μας τὴν σωτηρία, ἐπειδὴ ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ μᾶς χάραξε, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Μονογενὴ Υἱό του, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ πάλι στὸν ἴσιο δρόμο.

Ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δίδαξε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἔδωκε τὰ μέσα νὰ σωθοῦμε.

 

- Πάψε, Ἐρμογένη. Ἄφησε τὰ παραμύθια καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς, γιὰ νὰ γλιτώσεις τὴν περιουσία σου καὶ τὴ ζωή σου.

 

- Περιουσία δὲν ἔχω ἄρχοντά μου. Οἱ βοήθειες ποὺ δίνω στοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους δὲν εἶναι δικά μου πλούτη. Ὅσο γιὰ τὴν ζωή μου, ἀνήκει στὸν Κύριό μου.

 

Μανιασμένος ὁ τύραννος ἀπὸ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ ἐπισκόπου νόμισε, πὼς μόνο μὲ τὴ βία θὰ μποροῦσε νὰ τὸν καταβάλει. Ἡ ἀδυναμία του στὰ ἐπιχειρήματα τὸν ἔκαμε ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο στὴν καρδία. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ βασανίσουν τὸν ὁμολογητὴ μέχρι ποὺ νὰ μετανιώσει καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ὁ δυστυχισμένος, πὼς ἡ ἄρνηση καὶ ἡ προδοσία δὲν ἔχουν θέση στὴν καρδιὰ τῶν γνήσιων χριστιανῶν.

 

Οἱ στρατιῶτες ποὺ στέκονταν ἐκεῖ, στὴν προσταγὴ τοῦ ἄρχοντά τους ἅρπαξαν ἀμέσως τὸν γέροντα ἐπίσκοπο, τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια πίσω, τὸν ἔριξαν κάτω στὴ γῆ καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ δερμάτινα μαστίγια. Οἱ σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀθλητῆ ξεσχίζονταν. Τὰ αἵματα τρέχουν καὶ ποτίζουν τὴν γῆ. Μὰ αὐτὸς ἀλύγιστος καὶ ἄφοβος δέχεται τὴν κάκωση μὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

Κάποια στιγμὴ σ’ ἕνα νεῦμα τοῦ ἡγεμόνα οἱ στρατιῶτες σταμάτησαν. Κι αὐτὸς μὲ ὑποκριτικὴ στενοχώρια ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο καὶ τὸν ρωτᾷ:

 

- Τί λὲς ἐπίσκοπε; Σωφρονίστηκες ἢ ἀκόμη;

 

Κι ὁ ἅγιος μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα ψυχῆς τοῦ ἁπαντά:

- Ἄρχοντα, τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖς, δὲν μὲ πονοῦν, οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Ὁ Χριστός μου, μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴ δειλιάζουμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ κορμί μας, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατοι νὰ βλάψουν τὴν ψυχή μας. Συνέχισε τὰ βασανιστήρια ποὺ ἔχεις στὴ διάθεσή σου. Θαρρῶ, πὼς οἱ ἄνθρωποί σου θὰ κουραστοῦν νὰ βασανίζουν, παρὰ ἐγὼ νὰ ὑπομένω.

 

 

Τὰ λόγια του Μάρτυρος προκάλεσαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα, ποὺ πρόσταξε νὰ κρεμάσουν τὸν ἅγιο ψηλὰ σ’ ἕνα ξύλο καὶ μὲ νύχια σιδερένια νὰ τοῦ σχίζουν τὶς πλευρὲς καὶ ὕστερα μὲ λαμπάδες ἀναμμένες νὰ τοῦ καῖνε τὶς σάρκες.

Καὶ τὸ νέο μαρτύριο τὸ δέχτηκε ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ ὑπομονή.

Στὸ τέλος ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀδυναμία του, διατάζει νὰ ρίψουν τὸν ἱερομάρτυρα στὴν φυλακὴ καὶ ν’ ἀσφαλίσουν τὰ πόδια του στὸ ξύλο, στὸν τράχηλό του δὲ νὰ βάλουν μία βαριὰ ἁλυσίδα. Οἱ δήμιοι ἐξετέλεσαν πιστὰ τὴν προσταγὴ τοῦ κυρίου τους καὶ ἔφυγαν. Διπλὴ φρουρὰ ἀνέλαβε νὰ προσέχει τὸν καταπληγωμένο ἀθλητή.

 

Μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ κελιοῦ στὸ ὁποῖο ρίχτηκε ὁ ἅγιος, μιὰ γλυκιὰ φωνὴ ἀκούγεται σὲ λίγο:

«Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνης ἀπ’ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι". (Ψαλμ. ο’ 12 – 13).

Τὸ μεσονύκτιο ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος ἔψαλε καὶ προσευχόταν, δυνατὸς σεισμὸς συνεκλόνισε τὴ φυλακή.

Τὰ δεσμὰ τοῦ μάρτυρος λύθηκαν καὶ ἕνα φῶς ἔλαμψε καὶ φώτισε τὰ γύρω. Μέσα στὸ φῶς μία γλυκιὰ μορφὴ πρόβαλε, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ μορφὴ ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ἀπὸ ἀγγέλους καὶ μία φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέγει:

«Χαῖρε, ἱερομάρτυς Ἐρμόγενες· ἀνδρίζου καὶ δυναμώνου καὶ μὴ φοβᾶσαι. Δὲν σὲ ἐγκαταλείπω. Κοντά σου θὰ εἶμαι πάντα».

Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ μορφὴ τοῦ Κυρίου χάθηκε, ἐνῷ μία εὐωδία πλήρωσε ὅλα τὰ κελιὰ καὶ ὁ ἅγιος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγές, ὥστε νὰ μὴ φαίνεται σημάδι ἀπὸ τὶς κακώσεις.

 

Τὴν ἄλλη μέρα οἱ στρατιῶτες ποὺ ᾖρθαν νὰ πάρουν τὸν ἅγιο δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Τὸ κελὶ ἀνοικτό, οἱ φρουροὶ ἀπ’ ἔξω τρομαγμένοι καὶ ὁ ἐπίσκοπος τελείως καλά.

Ὅταν ὁ ἄρχοντας τὸν εἶδε ταράχθηκε, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω του.

Ἔκρυψε ὅμως τὴν ταραχή του καὶ μὲ προσποιητὴ λύπη προσπάθησε νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλε τὴν προηγούμενη μέρα.

- Ἔλα, τοῦ λέγει, Ἐρμογένη. Μετανόησε ἔστω καὶ τώρα, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλιῶς...

Στὴ νέα ἀπειλὴ τοῦ ἄρχοντα μὲ φανερὴ ἀηδία καὶ περιφρόνηση, ἀπήντησε ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ:

 

- Πάψε, ἀλιτήριε, νὰ μὲ κολακεύεις καὶ νὰ μὲ ἀπειλεῖς. Οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ἀπειλές σου δὲν μὲ συγκινοῦν. Οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ καταλάβεις. Καὶ ὁ θάνατος τὸν ὁποῖο μοῦ προβάλλεις σὰν ἐπιστέγασμα τῶν κακώσεών μου, δὲν μὲ ταράζει. Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς λύτρωση καὶ εὐεργεσία, γιατὶ μᾶς ὁδηγεῖ μία ὥρα πιὸ γρήγορα κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Εἶμαι χριστιανὸς καὶ θὰ μείνω χριστιανός.

 

Ὁ Σαντορνῖνος σηκώθηκε ἀμέσως ἐξαγριωμένος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ νέα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι ἔφεραν στὴν στιγμὴ ἄγρια ἀλόγα καὶ ἔδεσαν τὸν γέροντα ἐπίσκοπο σ’ αὐτά, γιὰ νὰ τὸν σύρουν στὴν γῆ μέχρι ποὺ νὰ διαλυθοῦν τὰ μέλη του. Τὰ ἄλογα ὅμως σὰν ἔνοιωσαν πίσω τους τὸ θῦμα ἡμέρεψαν καὶ στάθηκαν.

 

 

- Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, φωνάζουν τὰ πλήθη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.

 

Καὶ ὁ ἅγιος μὲ θρησκευτικὴ κατάνυξη σηκώνει τὰ χέρια του καὶ ψάλλει: «Κύριος ἐμοὶ Βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος; Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ Κύριε, μετ’ ἐμοῦ εἰ».

 

Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ψαλμῳδία δίνει δύναμη στὴν ψυχὴ τοῦ μάρτυρα. Ἕτοιμος εἶναι νὰ δεχθεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ μυστικὴ καὶ ἀνεξήγητη, ἀπὸ πλευρᾶς ἀνθρωπίνης, γαλήνη ἔχει πλημμυρίσει τὸν ψυχικό του κόσμο, ποὺ τὸν κάνει νὰ μὴν ὑπολογίζει καὶ νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα.

Τὸ βλέπει ὁ τύραννος. Δὲν ἔχει χορτάσει ὅμως ἀπὸ αἷμα. Μὲ λύσσα ποθεῖ νὰ ξεσχίσει τὸ θῦμα του καὶ νὰ τὸ κάμει χίλια κομμάτια καὶ τὸ ὑποβάλλει σὲ νέα βασανιστήρια. Τὸν τρυποῦν μὲ πυρωμένες σοῦβλες. Τὸν ρίχνουν κάτω ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Προτοῦ ἀποθάνει ὁ μακάριος ἀθλητὴς ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς καταδίκης του γονάτισε. Ἀνέπεμψε θερμὴ μία προσευχή. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο ποὺ τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ πεθάνει γιὰ τὴ δόξα του. Δεήθηκε νὰ συγχωρήσει τοὺς δήμιούς του καὶ νὰ χαρίσει στὴν Ἐκκλησία του τὴν εἰρήνη καὶ στοὺς πιστοὺς ἀγάπη καὶ παρρησία καὶ πίστη.

Ὕστερα ἔκλινε τὰ κεφάλι. Ἡ μάχαιρα τοῦ δημίου ἔπεσε βαριὰ καὶ χώρισε τὸ σῶμα σὲ δυό.

 

Τὴ νύχτα θαρραλέοι χριστιανοὶ πῆγαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ μύρα τῆς ἀγάπης τους, τὸ ἕντυσαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ κάσα μαζὶ μὲ τὴν ἁγία κάρα.

Ἔπειτα ἀφοῦ τὸ ἀσφάλισαν, τὸ ἐμπιστεύτηκαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἔρριψαν σ’ αὐτή, γιὰ νὰ μὴ τὸ ἀφανίσουν οἱ ἐχθροί.

Καὶ ἡ θάλασσα σὰν στοργικὴ μάνα φύλαξε τὸ ἅγιο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸ ἔφερε μὲ τὰ κύματά της καὶ τὸ ἐναποθέτησε ἁπαλὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Κουρίου.

Ἐδῶ τὸ βρῆκαν οἱ χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς τὸ σήκωσαν καὶ μὲ ἐξόδιους ὕμνους τὸ πήρανε καὶ τὸ θάψανε ἐκεῖ στὴν Ἐπισκοπή.

Δίπλα στὸν τάφο ἡ ἀγάπη τους ἀνήγειρε μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἕνα ὄμορφο ναό, ποὺ ὑπάρχει ὡς τὰ σήμερα. Τὰ θαύματα τοῦ καλοῦ ποιμένος συνεχίζονται σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη προσφεύγουνε στὴ χάρη του καὶ ζητᾶνε τὴ μεσιτεία του.

 

Προνομιοῦχο τὸ νησί μας.

Εὐλογημένοι καὶ οἱ κάτοικοί του.

Εὐλογημένοι ποὺ ἔχουν τόσους ἁγίους φρουροὺς καὶ πρεσβευτές.

Στὶς ἱερὲς καὶ μακάριες αὐτὲς μορφὲς ἂς καταφεύγει κάθε πονεμένη ψυχή.

Σ' αὐτὲς ἂς καταφεύγουμε τοῦτο τὸν καιρὸ ἰδιαίτερα καὶ ὅλοι ἐμεῖς.

Μὲ πίστη φλογερὴ ἂς καταφεύγουμε κι ἂς τοὺς ζητᾶμε νὰ δέονται θερμότερα γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς ποικίλες δοκιμασίες καὶ τοὺς φοβεροὺς ἐχθροὺς ποὺ μᾶς κυκλώνουν.

Ἂς προσπαθοῦμε ν’ ἀντλοῦμε συχνὰ ἀπὸ τὴ ζωή τους παρηγοριὰ κι ἐνίσχυση στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρῆκαν.

Στ’ αὐτιά μας ἂς βοᾷ πάντα δυνατὰ καὶ τοῦ θείου Ἀποστόλου ἡ σύσταση:

«Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσούτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθεμένοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ’ 1 – 2).

 Δηλαδή, καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμε γύρω μας ἕνα τόσο μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρες, ἂς ἀποτινάξουμε μακριά μας κάθε βάρος ἀπὸ τὶς καταθλιπτικὲς μέριμνες τῆς ζωῆς καὶ προπαντὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει στὰ δίχτυα της.

Ναί! ἂς ἀποτινάξουμε τὴν ἁμαρτία καὶ ἂς τρέχουμε τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι μπροστά μας, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὸν ἀρχηγὸ καὶ ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς μας, τὸν Χριστό. Τὸν Χριστὸ ποὺ μὲ τὴ χάρη Του μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς χειραγωγεῖ στὸν δρόμο τῆς τελειότητας.

 

Σὲ τοῦτο τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου μας, ἰδιαίτερη ἀκτινοβολία καὶ λάμψη σκορπᾷ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θυσία του ὁ μακάριος Ἐρμογένης.

Καὶ αὐτός, μαζὶ μὲ τοὺς τόσους ἄλλους ἁγίους, ποὺ περίλαμπρα κοσμοῦν τὸ χριστιανικὸ Πάνθεο, μὲ ξέχωρη ἀγάπη καὶ στοργὴ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς τονίζει καὶ μᾶς συνιστᾷ νὰ σταθοῦμε ἀλύγιστοι καὶ ἀνυποχώρητοι νὰ συνεχίσουμε πιστοὶ μέχρι θανάτου τὸν ἀγῶνα μας. Τὸν ἱερὸ καὶ ὑπέροχο ἀγῶνα μας γιὰ τὴν ἐπικράτηση στὸν κόσμο τοῦ θησαυροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

 
Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Κυπρίους δὲν θ’ ἀνοίξουν τ’ αὐτιά τους σὲ μιὰ τόσο ὡραία πρόσκληση, μὰ καὶ τόσο τιμητικὴ ἀποστολή;
Αλήθεια! Πόσοι;

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἡμῶν ἀναδειχθεὶς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τῇ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Σαμίων καύχημα καὶ τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ἐρμογένη ἅπαντες ἀνευφημήσωμεν ὕμνοις οὗτος γὰρ τὴν τῆς Τριάδος ἔλαβεν αἴγλην, καὶ ὡς ἥλιος φωτίσας τὴν Οἰκουμένην ὃν προθύμως ἀνυμνοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν, λέγοντες χαῖρε, θαυματοφόρε Ἐρμόγενες Ὅσιε.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων 

Κανένας ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν τὸν ἀναφέρει. Ἡ μνήμη του ὑπάρχει μόνο στὸν Παλατινὸ Κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 138 φ. 2146, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του, Θεόδωρο τὸν Κοιτωνίτη καὶ βασιλικοῦ νοταρίου.
Ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἔζησε τὸν 11ο αἰῶνα, ἔγινε ἔξοχος ποιητὴς καὶ συγγραφέας γλαφυρότατος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἀφοῦ ἔζησε πάνω ἀπὸ 100 χρόνια.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Ἀλέξιος καὶ Ἰωνᾶς οἱ Θαυματουργοί Μητροπολῖτες Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Εὐδόκιμος ὁ νεοφανής 

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε καὶ πολιτεύθηκε εὐδοκίμως στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου. Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου (μοναχικὸ ἢ βαπτιστικό) δὲν εἶναι γνωστό, διότι τὸ ὄνομα Εὐδόκιμος τοῦ δόθηκε μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου του. Δὲν εἶναι ἐπίσης γνωστὸ οὔτε ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε, οὔτε ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του, οὔτε ἄλλα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἡ μόνη αἴτια ἀπὸ τὴν ὁποία γνωστοποιήθηκε ἡ ὁσία ζωή του, εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου, στὸ παλιὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὅταν βρέθηκε τὸ Ἱερὸ λείψανό του, εὐωδίαζε θείᾳ εὐωδίᾳ καὶ ἡ ἀνακομιδή του ἔγινε στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1840.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαθὼν πεπολίτευσαι, ἀσκητικῶς ἐπὶ γῆς, καὶ δόξης ἠξίωσαι, ἐν οὐρανοῖς ἐκ Θεοῦ, Εὐδόκιμε Ὅσιε. Ὅθεν Βατοπεδίου, ἡ Μονὴ ὡς πλουτοῦσα, Πάτερ τὰ λείψανά σου, ἀνυμνεῖ σε ἀξίως, καὶ πόθῳ μεγαλύνει, τὸν σὲ θαυμαστώσαντα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ ἀνευρέσει τῶν λειψάνων σου μακάριε

Καθαγιάζεις Μοναζόντων τὰ συστήματα,

Τῇ πολλῇ σου ταπεινώσει ἡμᾶς παιδεύων·

Ἀλλ’ ὡς μύστης εὐδοκίας τῆς τοῦ κρείττονος

Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον ἔνθεον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐδόκιμε.

 

Μεγαλυνάριον.
Πλῆρες εὐωδίας πνευματικῆς, εὕρηται θεόφρον, τὸ σὸν λείψανον τὸ σεπτόν· οὗ τῇ ἀνευρέσει, ἐξέστησαν οἱ πάντες, Εὐδόκιμε ὑμνοῦντες, τὴν πολιτείαν σου.

Ἡ Ὁσία Μεθοδία ἐκ Κιμώλου 

Αγία Μεθοδία της Κιμώλου η ΘαυματουργόςΓεννήθηκε στὸ νησὶ Κίμωλος στὶς 10 Νοεμβρίου 1865, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Ἰάκωβος Σάρδης καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Εἶχαν τρεῖς γιοὺς καὶ πέντε θυγατέρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ δεύτερη ἦταν ἡ Εἰρήνη ἡ μετέπειτα Μεθοδία.

Ἡ Ἅγια  ἀπὸ μικρὴ εἶχε κλίση πρὸς τὰ θεία καὶ πάντα σύχναζε στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ᾖλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τοὺς γονεῖς της, παντρεύτηκε ἕναν ναυτικὸ στὸ ἐπάγγελμα. Ἂν καὶ παντρεμένη, ὁ ζῆλος της πρὸς τὴν ἐκκλησία παρέμεινε ἀμείωτος. Κάποτε ὅμως ὁ ἄντρας της, σὲ κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντὰ στὴ Μ. Ἀσία καὶ δὲν ξαναγύρισε στὴν Κίμωλο.

Τότε ἡ Εἰρήνη ἔγινε μοναχὴ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στὴν Κίμωλο, ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθεῖσα ἀντὶ Εἰρήνης, Μεθοδία. Ἡ χαρά της ἦταν μεγάλη καὶ ἀκολούθησε τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Οἱ ἀσκητικοί της ἀγῶνες ἦταν μεγάλοι καὶ ἀποτελοῦσε ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης της ἀρετῆς διαδόθηκε παντοῦ καὶ πλῆθος γυναικῶν πήγαιναν νὰ τὴν συναντήσουν, προκειμένου νὰ βροῦν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ λιμάνι ἀπὸ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας ἦταν δροσιὰ καὶ ἴαμα στὶς ταλαιπωρημένες ψυχές.

Ἐπίσης ἡ Μεθοδία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων χαρισμάτων, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα νὰ κάνει θαύματα.
Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε σ’ ὅλη της τὴν ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Κυριακὴ 5 Ὀκτωβρίου 1908 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ὁ Βατοπαιδινός 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Σάβα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, τιμᾶται τὴν 15η Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr