Μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος (249 – 251), σκληρότατος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ὅλοι, πατρίδα εἶχαν τὴν Πέργαμο.

Ὁ Κάρπος, μὲ ἄρτια γραμματικὴ μόρφωση, εὐσεβέστατος καὶ μὲ πολλὲς ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία, εἶχε γίνει ἐπίσκοπος Θυατείρων.

Ὁ Παπύλος, ποὺ εἶχε σπουδάσει ἰατρικὴ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες τοῦ ἀμισθί, ἔγινε διάκονος καὶ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Κάρπου.

Ὁ Ἀγαθόδωρος, ψυχὴ ἐκλεκτὴ καὶ πιστή, ἦταν ὑπηρέτης στὴν ἐπισκοπὴ Θυατείρων.

Ὅταν καὶ τοὺς τρεῖς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Οὐαλέριος, ὁμολόγησαν μπροστά του μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Τότε ὁ Οὐαλέριος τοὺς εἶπε: «Οἱ χριστιανοὶ εἶναι δεισιδαίμονες, ἀνίκανοι, χωρὶς ἀνώτερα αἰσθήματα. Ἐσεῖς, σὰν μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀμέσως πρέπει νὰ τοὺς ἀρνηθεῖτε».

Στὴν κατηγορία αὐτή, ἀπάντησε ὁ Ἐπίσκοπος Κάρπος μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου. Μιὰ ἀπάντηση ποὺ ἴσχυε, ἰσχύει καὶ θὰ ἰσχύει στοὺς αἰῶνες, γιὰ τὸ φρόνημα τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν. Εἶπε λοιπόν: «Κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίαις χερσὶ λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν», ποὺ σημαίνει, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ βασιλιά, κοπιάζουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ἔπειτα, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄπιστοι μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ γι’ αὐτούς. Ἐνῷ μᾶς καταδιώκουν, τοὺς δείχνουμε ἀνοχή, ἐνῷ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρακλητικά.
Ἐκνευρισμένος ὁ Οὐαλέριος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ τοὺς βασάνισε, μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Παπύλου Ἀγαθονίκη, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἔνθεον, διαδραμόντες, Χριστοῦ ὤφθητε, συγκληρονόμοι, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν τροπωσάμενοι, Κάρπε σοφὲ καὶ κλεινὲ Ἀγαθόδωρε, Ἀγαθονίκη καὶ Πάπυλε ἔνδοξε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς θησαυρὸν πολυτελῆ ὁ Δεσπότης, καὶ κρήνην βρύουσαν κρουvοὺς ἰαμάτων, τοῖς ἐπὶ γῆς παρέσχετο τὰ λείψανα ὑμῶν· νόσους μὲv καθαίροντα, παθημάτωv ποικίλωv, χάριν δὲ βραβεύοντα, ταῖς ψυχαῖς ἀενάως· διὸ συμφώvως Κάρπε τὴν ὑμῶν, Πάπυλε πόθῳ, τελοῦμεv πανήγυριv.

 

Μεγαλυνάριον.
Κάρπωμα προσήχθητε λογικόν, ἄνθραξι τῶν ἄθλων, τῷ τυθέντι ὑπὲρ ἡμῶν, Πάπυλε καὶ Κάρπε, σὺν τῷ Ἀγαθοδώρῳ, καὶ τῇ Ἀγαθονίκῃ· διὸ δεδόξασθε.

Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ἡ Παρθενομάρτυς 

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σλάτενα (σημερινὴ Χρυσῆ) τῆς ἐπαρχίας Ἀλμωπίας Νομοῦ Πέλλης. Ὁ πατέρας της ἦταν φτωχὸς καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες. Ἡ Χρυσὴ ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή.

Κάποτε, ἐνῶ βρισκόταν μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες στοὺς ἀγροὺς καὶ μάζευε καυσόξυλα, τὴν ἀπήγαγε κάποιος Τοῦρκος καὶ τὴν μετέφερε στὸ σπίτι του. Ὁ Τοῦρκος προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὴν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ἡ Χρυσῆ ὅμως ἀντιστάθηκε καὶ δυναμικὰ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸν Χριστὸ μόνο γνωρίζω γιὰ νυμφίο μου, ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθῶ καὶ ἂν ἀκόμα μὲ κομματιάσεις». Οἱ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της Χρυσῆς, μὲ ἐξαναγκασμὸ τῶν Τούρκων, τὴν παρακαλοῦσαν νὰ δεχτεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ ἡ μεγαλόψυχη Χρυσῆ τοὺς ἀπάντησε ὅτι: «πατέρα ἔχω τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, μητέρα τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀδελφοὺς δὲ καὶ ἀδελφὲς ἔχω τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες της Ἐκκλησίας μας».
Μπροστὰ λοιπὸν στὴ σταθερότητα τῆς Χρυσῆς, οἱ Τοῦρκοι ἀπάντησαν μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1795, κατέκοψαν τὸ σῶμά της μὲ μαχαίρια καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Νυμφίο Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, Τῷ Παναγίῳ, τὴν ἁγνείαν ἔφθορον, τὴν σὴν ἐτήρησας Χριστῷ, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἠγώνισαι, παρθενομάρτυς, Χρυσῆ ἀξιάγαστε.

 

Μεγαλυνάριον.
Τὴν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεχρυσωμένην, σώματί τε καὶ τῇ ψυχῇ, Χρυσῆν τὴν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες· χαῖρε νύμφη Κυρίου, ἁγνὴ καὶ πάγχρυσε.

Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ὁ Μάρτυρας 

Τὸν διέκριναν ἡ χαρακτηριστικὴ ψυχραιμία καὶ τὸ θάρρος, ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ ζωή του κρεμόταν ἀπὸ μία κλωστή.

Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπ’ ὅπου καὶ καταγόταν. Μὲ τὴν μεγάλη πίστη καὶ τὸν θεῖο ζῆλο του γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου.

Καταγγέλθηκε γι’ αὐτὸ στὸν τότε εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε μπροστά του τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Δὲν δίστασε μάλιστα, νὰ συστήσει καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἡγεμόνα νὰ ἀσπαστεῖ τὴ χριστιανικὴ πίστη, σπάζοντας ἔτσι τὰ δίχτυα τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης.
Ὁ ἡγεμόνας ξαφνιασμένος στὴν ἀρχή, ἐξοργισμένος κατόπιν, διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά. Τὸν ἔδειραν λοιπὸν καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα στὴν φωτιά, ὅπου κάηκε τὸ σῶμα του, ἀλλὰ μέσα ἀπ’ αὐτὸ βγῆκε γιὰ ν’ ἀνέβει λαμπρότερη ἀπὸ κάθε φλόγα, ἡ εὐσεβὴς καὶ ἡρωικὴ ψυχή του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Μαρτύροχος 

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν Ἅγιο Φλωρέντιο. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸ νοτάριο Ἅγιο Μαρτύριο († 25 Ὀκτωβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ τὸ ἔτος 288.

Καταγόταν ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Σκηνοπολίτες καὶ στὸ ἀξίωμα ἦταν βουλευτής. Πέταξε λοιπόν, στὰ σκουπίδια ὅλα τὰ κατὰ κόσμον ἀξιώματα καὶ τιμές, καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Λουκιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὶς διώξεις του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.
Ἐμβρόντητος ὁ ἄρχοντας γιὰ τὴν στάση τοῦ Διόσκορου, προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταστρέψει τὴν γνώμη του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὰ κατάφερε, βασάνισε τὸν Ἅγιο σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής καὶ Πατρίκιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ἄννα, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ἰδιαίτερη μάλιστα ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιο, εἶχε ἡ συγγένισσά του, βασίλισσα Εἰρήνη (ἄλλοι ἀναφέρουν Θεοδώρα).

Προσλήφθηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἀνέβηκε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἱκανότητά του στὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου καὶ στρατηγοῦ τῆς Σικελίας. Ἔχοντας ὅμως κλίση στὴν ἤρεμη ζωή, ἔγινε μοναχός.

Ἀλλὰ καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς Λέοντα καὶ Θεόφιλο καὶ ἐξορίστηκε πολλὲς φορές.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 838.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βενιαμὴν ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Διάκονος

Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα, ἐπὶ βασιλέων, Περσίας Ἰσδιγέργη καὶ Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ.

Μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἦταν Διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Κήρυττε μὲ θερμότητα ζήλου καὶ δύναμη λόγου τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔτσι εἵλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν βασιλιὰ Ἰσδιγέργη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια, μέσα στὰ ὁποία παρέδωσε τὴν ἐκλεκτὴ ψυχή του.
(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 31η Μαρτίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀντίγονος ὁ Μάρτυρας 

Μαρτύρησε διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διοκλητιανός

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 23 μαζὶ μὲ τὸν Φλωρέντιο, ὅπου καὶ ἡ κοινὴ Ἀκολουθία τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Τὰ Ἅγια δύο Παιδιά 

Μαρτύρησαν διὰ πυρός, ποὺ ἄναψαν στὸ ἔδαφος καὶ τὰ ἐξανάγκασαν νὰ τρέχουν μέσα σ’ αὐτήν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ μνήμη τιμάται την 12ην Μαρτίου και του μετατίθεται ἐδῶ, διότι τὴν 12η Μαρτίου συμπίπτει μὲ τὶς ἡμέρες της Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 949 μ.Χ. στὴ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Θεοφανώ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ θέση στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τὸν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔδινε προσοχὴ καὶ δὲν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιὰ μάθηση.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Συμεὼν γνωρίστηκε μὲ ἕναν μοναχὸ τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεὼν προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρομοιάζει τὸν θεῖο του μὲ τὸν Φαραώ, τὴ διαμονή του στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο μὲ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ τὸν Μωϋσῆ.

Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μὲ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρὴ ἐντύπωση τοῦ προξένησε τὸ ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ εἶχε τὸν τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»:

«Ἐὰν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου,

κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἦταν σὰν νὰ ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι κάτι θεϊκό, τὸν παρακινοῦσε συνεχῶς στὰ ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη του μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε νὰ λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τὰ χαράματα. Σὲ αὐτὸ τὸν βοηθοῦσε καὶ ἡ συνεχὴς νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο, ζοῦσε σχεδὸν ἀσώματο βίο. Δὲν τοῦ χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, γιὰ νὰ ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ὁρώμενα καὶ νὰ εἰσδύσει στὰ ἀόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, ποὺ προσευχόταν καὶ μὲ καθαρὸ νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό, εἶδε ξαφνικὰ νὰ λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατεβαίνει πρὸς αὐτόν. Φώτισε τὰ πάντα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθὼς ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τυλιγμένος  ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζὶ μὲ τὸ δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στὸν ἀέρα, νιώθοντας σὰν νὰ μὴν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Καθὼς βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, βλέπει στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὰ δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση γιὰ πολύ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται, καθὼς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐὰν ἦταν μέσα στὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ φῶς σιγὰ – σιγὰ ὑποχώρησε, ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ κατάλαβε πὼς βρίσκεται μέσα στὸ δωμάτιο.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἱκέτευε συνεχῶς τὸ Γέροντά του νὰ τὸν κείρει μοναχό.

Ἀλλὰ ὁ πνευματικός του πατέρας τὸν ἀναχαίτισε, ἐπειδὴ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ μελετᾶ.  Βαθιὰ ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, τὰ ὁποία ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.

Κατὰ τὸ ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεὼν ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν κλίση του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεὼν ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπὸ τὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Μετὰ ἀπὸ μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ φώτιζε τὸν ἑαυτό του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.

Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τὴν κατεστραμμένη μονή, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονὴ παρομοιαζόταν μὲ κατάλυμα κοσμικῶν καὶ νεκρῶν σωμάτων. Καὶ ἡ μὲν μονὴ ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματικὴ ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλὲς ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τὴν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸ σημεῖο, κατὰ τὴν διάρκεια μία πρωϊνῆς κατηχήσεως, νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Γέροντός τους. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τὰς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἑαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ἀφοπλίσει τελείως τοὺς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτὴ τὴν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996 – 998 μ.Χ.) πρὸς τὸν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιὰ νὰ δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπὸ αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν μανία καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καὶ διέταξε νὰ ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμῶς τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρέσει.

Ὁ Ὅσιος, παρὰ τὰ πολλὰ καθήκοντά του στὴ μονή, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τοὺς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τοὺς «κατηχητικοὺς λόγους», τὰ «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίων τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγαθὴ φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελλος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος  ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τὸν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικὰ ἔπεισε τὴν Σύνοδο νὰ διερευνήσει τὸ ζήτημα. Καὶ μετὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτὸς τοῦ σύγκελλου, τὸ δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μὲ μοναχοὺς ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Ὅσιο καὶ ἔκλεψε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Καὶ πάλι βρέθηκε ἀθῶος.

Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καὶ τὸ ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο στὸ ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ ἐκαλεῖτο Παλουκητὸν καὶ ἡσύχαζε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στὴν ἡγουμενία τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1022.

Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καὶ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρὸς Θεὸν εἰλικρινὴς ἀγάπη καὶ ἡ μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοὶ πρὸς τὴ θέωση. Ἡ τριαδολογικὴ βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικὰ στὰ χριστολογικὰ πλαίσια τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λυτρώσεως, μὲ σαφεῖς ἐκκλησιολογικὲς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὲς προεκτάσεις πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου,  διαστέλει «τὸν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ σκότους καὶ τῆς πτώσεως καὶ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοὶ ἀπὸ τώρα νὰ ἀρχίσουν νὰ γεύονται τὴ μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅσιος Συμεών: «Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾷ καρδία παντὸς ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καὶ τὸν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περὶ τῆς μελλούσης δόξης». Ἐδὼ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ ἱστορικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή»«μεσότης» καὶ «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.

Ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωση ὁλοκληρώνεται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικὰ ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Βασιλεία καὶ ἡ Ἐδέμ. «Σὺ βασιλεία οὐρανῶν, σὺ γῆ, Χριστέ, πραέων, σὺ χλόης παράδεισος, σὺ ὁ νυμφὼν ὁ θεῖος».
Γιὰ τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στὴν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καὶ θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καὶ θεωνόταν κατὰ χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τῇ ψυχῇ σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητεῖν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸ ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ φωτὶ λαμπόμενος, τῷ τρισηλίῳ θεόφρον, θεολόγος γέγονας, τῆς Ὑπερθέου Τριάδος· ἄνωθεν, σοφίαν λόγων καταπλουτήσας, ἔβλυσας, θεοσοφίας ἔνθεα ῥεῖθρα, ἐξ ὧν πίνοντες βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ Συμεὼν Ὅσιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἅπασαν τὴν αἴσθησιν ὑπερβάς, ἐκ τῶν ὑπὲρ φύσιν, θεαμάτων τὰς δωρεάς, θεολόγῳ γλώσσῃ, ὦ Συμεὼν πορθμεύεις, καλλιγραφῶν τὸν τρόπον, τὸν τῆς θεώσεως.

Οἱ Ἅγιοι Πρόβος, Τάραχος καὶ Ἀνδρόνικος οἱ Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν στὸν διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 304) καὶ Φλαβιανοὺ ἡγεμόνα Κιλικίας.

Ὁ Πρόβος ἦταν ἀπὸ τὴν Παμφυλία, ὁ Ἀνδρόνικος ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὁ Τάραχος ἀπὸ τὴν Ἰλλυρία. Καὶ οἱ τρεῖς ἦταν στρατιῶτες, πραγματικὰ εὐσεβέστατοι καὶ ἄρτια καταρτισμένοι στὴν Ἁγία Γραφή.

Συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς Ταρσοῦ Μαξέντιο, τὸν καιρὸ ποὺ βρίσκονταν στὴν ἔρημο. Ὅταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν μπροστά του, καὶ οἱ τρεῖς θαρραλέοι στρατιῶτες Χριστοῦ ἔδωσαν γενναῖες ἀπαντήσεις. Πρῶτος ὁ γέρων Τάραχος εἶπε: «Μὴ βλέπεις, βασιλιά, τὰ γηρατειά μου. Οἱ σωματικές μου δυνάμεις μπορεῖ νὰ ὑποχώρησαν, ἀλλὰ ἡ ἀκμὴ τῆς ψυχῆς παραμένει ἀκέραια. Γι’ αὐτό, ὅλα τὰ βάσανα καὶ μύριοι θάνατοι δὲ θὰ καταισχύνουν καὶ τὸν πιὸ μικρὸ στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ». Ἔπειτα, μὲ τὴν σειρὰ τοῦ ὁ Πρόβος, εἶπε καὶ αὐτός: «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τίποτα δὲ μὲ τραβὰ τόσο, ὅσο νὰ πάθω γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια βάσανα καὶ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γι’ Αὐτόν». Τέλος, γενναία ἦταν καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀνδρόνικου: ‘Μεταχειρισθεῖτε, εἶπε, ὅσα μαρτύρια θέλετε. Τὸ αἷμα μου ὅλο μπορεῖ νὰ φύγει, ἀλλὰ ἡ καρτερία ἀπ’ τὸν Ἀνδρόνικο δὲ θὰ λείψει, ἔστω καὶ ἂν κοβόταν μύρια τεμάχια».
Κεραυνοβολημένος ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ὁ Μαξέντιος, διέταξε νὰ γδάρουν τὸ κεφάλι τοῦ Τάραχου καὶ νὰ βγάλουν τὰ μάτια τῶν ἄλλων δυό. Τέλος, μὴ ἀνεχόμενος τέτοια ταπείνωση, τοὺς ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰσχὺν τὴν ἄμαχον, περιζωσάμενοι, κατεπαλαίσατε, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, καὶ ἐδοξάσατε Χριστόν, ἀθλήσεως τοῖς ἀγῶσι, Πρόβε παναοίδιμε, ὁ προβὰς πρὸς τὰ κρείττονα, ἔνδοξε Ἀνδρόνικε, Ἐκκλησίας ἐκνίκημα, καὶ Τάραχε πιστῶν ἡ γαλήνη· ὁ τρισαυγὴς Μαρτύρων δῆμος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι γεγενημένοι, οἱ γενναῖοι Μάρτυρες, Πρόβος καὶ Τάραχος ὁμοῦ, σὺν Ἀνδρονίκῳ ἠρίστευσαν, κατὰ τῆς πλάνης στησάμενοι τρόπαια.

 

Μεγαλυνάριον.
Τρίφωτος λυχνία μαρτυρική, Τάραχος καὶ Πρόβος, καὶ Ἀδρόνικος οἱ στερροί, ὤφθησαν ἐν κόσμῳ, Τριάδος ὑπερθέου, τὰς τηλαυγεῖς ἐλλάμψεις, ἀεὶ πυρσεύοντες.

Ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος ὁ Θαυματουργός 

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἀποτελεῖ, ὅπως ξέρουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι ἡ βασιλεία αὐτὴ ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ αἰώνιος.

Τούτη τὴν ἀλήθεια διακηρύττει καὶ ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος σ’ ἕναν ὕμνο του: «Ἡ Βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία σου, ἐν πάσῃ γενεὰ καὶ γενεά».

 

Πολλοὶ μέχρι σήμερον πολέμησαν τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε ποὺ πρωτοεμφανίσθηκε πάνω στὴ γῆ, πολλοὶ τὴν καταδίωξαν καὶ τὴν πολέμησαν. Τί πέτυχαν; Μᾶς τὸ λέει ἡ ἱστορία μὲ τὸ στόμα τοῦ χρυσορρήμονος τῆς Ἀντιοχείας. «Οἱ πολεμήσαντες ἀπωλόντο». Αὐτοὶ δηλαδὴ ποῦ τὴν πολέμησαν χάθηκαν! Κι ἡ Ἐκκλησία; «Αὐτὴ ὑπὲρ τὸν Οὐρανὸν ἀναβέβηκε». Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι φυτεμένη στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Οὐρανό.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Καὶ Αὐτὸς βεβαιώνει:

«Καὶ πύλαι Ἅδου οὗ κατισχύσουσιν Αὐτῆς».

 

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, συγκροτεῖ καὶ στερεώνει τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἀνέδειξε διὰ μέσου τῶν αἰώνων τοὺς ἐμπνευσμένους ἐργάτες της. Τοὺς ζηλωτὲς καὶ ἀτρόμητους ἐργάτες, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δὲν δίστασαν καὶ στὰ μαρτύρια νὰ βαδίσουν καὶ τὴν ζωή τους νὰ θυσιάσουν γιὰ χάρη Του.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνέδειξε τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, Ἀποστόλους καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ καὶ τοὺς φωτισμένους Ἱεράρχες, τοὺς φλογεροὺς μάρτυρες, καὶ ἀκατάβλητους ἀσκητές.

 

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συντηρεῖ καὶ στὶς ἡμέρες μας καὶ ἐνισχύει τὶς χιλιάδες τῶν ἱεραποστόλων καὶ συγχρόνων μαρτύρων καὶ ὁσίων, ποὺ βρίσκονται στὰ διάφορα μέρη τοῦ αἱματόβρεκτου πλανήτη μας. Μπορεῖ ἐμεῖς νά μὴν τοὺς ξέρουμε. Νὰ μὴν τοὺς βλέπουμε. Νὰ μὴν τοὺς προσέχουμε, γιατί ἄλλα πράγματα μᾶς συγκινοῦν καὶ μᾶς ἑλκύουν. Πράγματα συνήθως εὐτελὴ καὶ ἁμαρτωλά.

 

Ὅμως αὐτοὶ ὑπάρχουν. Καὶ εἶναι πολλοί. Στρατιὲς ὁλόκληρες ἀπαρτίζουν τὴν στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁσίους τοὺς μεγάλους καὶ θαυμαστούς, ποὺ σὰν ἄστρο φωτεινὸ στολίζει περίλαμπρα τὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος ὁ Θαυματουργός. Ἀλαμανὸς ἦταν καὶ αὐτός. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανοὺς ἁγίους, ποὺ ἦρθαν καὶ ἔζησαν στὸ νησί μας τὸν 12ο αἰώνα. Μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν Γερμανία. Ἤσαν Ἕλληνες ἐργάτες ποὺ ἐργάζονταν ἐκεῖ. Ἔλαβαν ὅλοι μέρος στὴν Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 ποὺ δημιουργήθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Ἁγίους Τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μωαμεθανῶν. Μετὰ τὴν διάλυση τῆς στρατιᾶς αὐτῆς, προτοῦ ἀκόμη φθάσει στὴν Παλαιστίνη, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες συνῆλθαν ὅλοι καὶ ἀποφάσισαν νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν. Τὰ Ἱεροσόλυμα τὰ κρατοῦσαν ἀκόμη τότε οἱ Εὐρωπαῖοι. Ἀφοῦ πραγματοποίησαν τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο πόθο τους, συνῆλθαν καὶ πάλι καὶ ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ἀσκητεύσουν ἐκεῖ στὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου. Οἱ Σαρακηνοὶ ὅμως καὶ οἱ Λατίνοι τοὺς καταδίωκαν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα μαζεύτηκαν καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ φύγουν. Κατέβηκαν στὴν παραλία, μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Τὸ καράβι ποὺ τοὺς ἔφερνε, προτοῦ φτάσει σὲ λιμάνι, τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Εὐτυχῶς ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ σώθηκε ὅλο καὶ βγῆκε στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἀπὸ ἐκεῖ διασκορπίσθηκαν σὲ ὁλόκληρο τὸ νησὶ καὶ ἀσκήτεψαν ἄλλοι «ἐν ὄρεσι» καὶ ἄλλοι «ἐν σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς».

 

Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ὁ χρονογράφος τῆς Κύπρου, στὸ χρονικό του, νὰ πὼς περιγράφει τὸ σχετικὸ γεγονός. «Ὄνταν οἱ Σαρακηνοὶ ἐπῆραν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τότε ἐβγήκαν οἱ πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ ὅπου ἐγλυτώσαν καὶ ἐπῆγαν ὅπου ηὔραν καταφύγιν, ἤσαν ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐπῆγαν ὅπου φτάσαν καὶ ἤρταν καὶ εἰς τὴν περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, ὅπου ἤσαν (300) ὀνομάτοι, καὶ γροικώντα, ὅτι Ἕλληνες ἐφεντεύγαν τὸν τόπον, διὰ τὸν φόβον ἐπῆγαν εἰς τὸ ἕναν μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλον καὶ ἐσγάψαν τὴν γῆν καὶ ἐμπήκαν μέσα καὶ ἐπροσεύχουνταν τῷ θεῷ καὶ ἤσαν δυὸ τρεῖς ἀντάμα, καὶ εἶχαν τινὰ δουλευτὴν ἀποὺ τοὺς ἐδούλευγεν τὸ ἐχρειάζουνταν διὰ τὴν ζωήν τους. Καὶ ἐποθάναν εἰς τὸν αὐτὸ νησίν, καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τοὺς ἐφανερώθησαν δι’ ἀγγέλου, ἄλλοι διὰ τὰ θαυμαστὰ θαύματα».

 

Ὁ Μαχαιρᾶς ἀναφέρει μάλιστα καὶ τὰ ὀνόματα 67 ἀπὸ τοὺς τριακόσιους αὐτοὺς ὁσίους. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο μᾶς λέγει, πὼς ἀφοῦ προχώρησε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἦρθε στὰ βόρεια τῆς Κύπρου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Κάζα Πιφάνη, τὸ σημερινὸ Καζάφανι, ποὺ ἀπέχει κάπου τέσσερα μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κερύνειας. «Εἰς τὴν Περιστερώναν τῆς Μεσαορίας εὑρίσκεται ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ θαυματουργός, εἰς τὴν Ὀρμετίαν (Ὀρμήδια) ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος στρατιώτης... καὶ πρὸς τοῦ Κάζα Πιφάνη ὁ ἅγιος Ἐπίκτητος».

 

Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἅγιος διέμενε σ’ ἕνα ἔρημο μέρος. Ἀργότερα προχώρησε, βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του. Ὁ ἀγώνας του πολύπλευρος, ἐντατικός, ἀδιάλειπτος. Ὅπλα ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ μελέτη, ἡ ἄσκηση. Πόθος ἕνας: Νὰ νικήσει τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του. Νὰ νικήσει τὸν κατώτερο ἑαυτό του καὶ νὰ γίνει ἐκεῖνος ποὺ θέλει ὁ Κύριος. Νὰ γίνει ὁ ἐνάρετος, ὁ τέλειος, ὁ ἅγιος. «Ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι ὥσπερ καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς Οὐρανοὶς τέλειός ἐστι». Αὐτὸ δὲν συνιστᾶ καὶ ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Νὰ γίνει ὁ τέλειος στὴν ἀρετή. Καὶ τὸ ἐπιτυγχάνει. Μὲ τὴν αὐστηρὴ νηστεία ἐπιτυγχάνει νὰ καταστέλλει τὶς σαρκικὲς ὁρμὲς καὶ μὲ τὴν κατανυκτικὴ καὶ συνεχὴ προσευχὴ νὰ ὑψώνει τὸ πνεῦμα του σὲ ἄλλους κόσμους. Μὲ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν προσεκτικὴ ἄσκηση κατορθώνει μέρα μὲ τὴ ἡμέρα νὰ ταπεινώνει καὶ νὰ ἐξουδετερώνει «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν τοὶς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ» (Γαλ. ε’ 24) καὶ στὴν θέση του νὰ βάνει τὸν νέο ἄνθρωπο. Νὰ ντύνεται, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος, «τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολασ. γ’ 10). Δηλαδὴ νὰ ντύνεται τὸ νέο, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ξανακαινουργώνεται ὥστε νὰ προχωρεῖ σὲ βαθύτερη γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ τελειότερη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκτισε.

 

Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο ζωῆς τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Ἡ θεία χάρις «ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» πλούσια ἐπεσκίασε τὸν ὅσιο. Οἱ ἱερές του προσπάθειες καθαγιάζονται καθημερινὰ καὶ ἡ ζωή του γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐνάρετη κι ἁγία. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ φωτίζονται καὶ ὁ ζηλωτὴς ἀσκητὴς ἐπιτυγχάνει αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ ἀγωνίζεται. Ἐπιτυγχάνει νὰ ἀναδειχθεῖ κάποια μέρα «παρὰ τῷ Θεῷ ἐκλεκτός, ἔντιμος, ἅγιος».

 

Ὁποία στ’ ἀλήθεια τιμὴ καὶ χαρὰ γιὰ τὸν τακτικὸ ἐργάτη τῆς ἀρετῆς! Αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως ἐπιτυγχάνει καὶ ὁ καθένας πιστὸς ἀρκεῖ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση νὰ θέτει τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ τὸν χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ νὰ ζεῖ κάθε μέρα ζωντανὰ καὶ συνειδητὰ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ζωή. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μόνο μιὰ ὡραῖα διδασκαλία. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι πρὸ πάντων βίωμα. Ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ σὰν θελήσει καὶ σὰν ἀγωνισθεῖ νὰ εὐαρεστήσει στὸν Κύριο. Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ βεβαιώνει καὶ ἡ καθημερινὴ πείρα τὸ μαρτυρεῖ.

 

Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Ὅσιός μας. Κάθε μέρα ἀγωνιζόταν στὴ σπηλιά του νὰ ζεῖ τὴν χριστιανικὴ ζωή. Κι ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος φρόντιζε νὰ εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἀληθινοῦ πιστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦτο συνεβούλευε σὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Γιατί καὶ τοῦτο ἐγένετο.

 

Ὅπως ἡ εὐωδία τῶν λουλουδιῶν τραβάει σ’ αὐτὰ τὶς εὐγενικὲς μέλισσες, ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας, τῆς ἀρετῆς του ἡ εὐωδία, ποὺ ἀνεδίδετο ἀπ’ τὴν ταπεινὴ σπηλιά, ἄρχισε νὰ ἑλκύει γύρω του διψασμένες ψυχές, ποὺ ποθοῦσαν μία καλύτερη ζωή. Σὲ λίγο ἕνας ὁλόκληρος συνοικισμὸς σχηματίστηκε γύρω ἀπ’ τὴν σπηλιά. Στὶς εὐγενικὲς αὐτὲς ψυχὲς ποὺ τὸ βράδυ, ὑστέρα ἀπὸ τὴν κούραση τῆς ἡμέρας, τὸν ἐπισκέπτοντο, ὁ Ἅγιος προσέφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ στοργὴ καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὶς παρηγοροῦσε καὶ τὶς καθοδηγοῦσε καὶ τὶς ἐνίσχυε. Μὰ καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ μακριὰ ὁ Ἅγιος τοὺς δεχόταν καὶ τοὺς χάριζε μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες του. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν προστασία. Οἱ ἄρρωστοι τὴν ὑγεία. Οἱ θλιμμένοι καὶ βασανισμένοι τὴν παρηγοριά. Καὶ ὅταν γέροντας πιὰ παρέδωκε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο, πλήθη λαοῦ καὶ ἀπὸ μακρινὰ μέρη μαζεύτηκαν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμα ἐκεῖ στὴ σπηλιά. Τιμώντας δὲ τὸν Ἅγιο βάπτισαν τὸν συνοικισμὸ μὲ τ’ ὄνομά του, τὴν δὲ σπηλιὰ τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ ἐκκλησία τους.

 

Ἡ σπηλιὰ σώζεται ὡς σήμερα. Ἔχει τὴν μορφὴ κατακόμβης ἢ ἀσκητηρίου λαξευμένου πάνω στὸ βράχο. Στὴν σπηλιὰ κατεβαίνει κανεὶς, ἀπὸ μία μικρὴ κυκλικὴ κλίμακα. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς κλίμακας ὑπῆρχε μία πηγὴ ποὺ ἔβγαζε γάργαρο νερό. Ἀπὸ αὐτὸ ἔπινε ὁ Ἅγιος. Καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ποτίζει καὶ τὰ λίγα λαχανικά, ποὺ καλλιεργοῦσε γιὰ νὰ τρέφεται. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου τὸ νερὸ χρησιμοποιόταν σὰν ἅγιασμα μέχρι ποὺ ἡ πηγὴ στέρεψε ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας.

 

Μέσα στὴν σπηλιὰ βλέπει κανεὶς καὶ σήμερα τὸ πέτρινο κρεβάτι τοῦ Ἁγίου καὶ μία πέτρα ποὺ ὁμοιάζει μὲ ἀνθρώπινο κεφάλι καὶ τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσε ὁ ἀσκητὴς γιὰ προσκέφαλο. Σὲ μία γωνιὰ βρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου. Ἐπάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ αὐτὴ κτίστηκε ἀργότερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ ιβ’ αἰώνα, ἡ ἐκκλησία τῆς κοινότητος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία οἱ κάτοικοι πολὺ τὴν σεβόντουσαν. Σ’ αὐτὴ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν σπηλιὰ καὶ τοποθετήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1856 καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.

 

Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ὅσιος, ὅσο καιρὸ ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του.

Ἀναφέρουμε γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια μερικά:

 

α) Θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ

Κάποτε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Πάφου ζοῦσε ἕνας τυφλὸς νέος, ποὺ μέρα καὶ νύκτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ φῶς του. Κάποια βραδιὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο, ποὺ ἦλθε καὶ τοῦ εἶπε:

 

Παιδί μου, οἱ προσευχές σου εἰσακούσθηκαν. Ὁ Κύριός μας μὲ ἔστειλε νὰ σὲ κάμω καλά. Ἔλα λοιπὸν στὸ σπίτι μου, νὰ πλύνεις τὸ πρόσωπό σου μὲ τὸ νερό μου καὶ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ τὸ ἀποκτήσεις.

 

- Νὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου; Ρώτησε ὁ νέος. Καὶ ποῦ εἶναι, γέροντά μου, τὸ σπίτι σου; Πές μου, ποὺ βρίσκεται μονάχα.

-Τὸ σπίτι μου, ὁ ναός μου βρίσκεται κοντὰ στὴν Κερύνεια. Ὅταν ἔρθεις ὡς ἐκεῖ, ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη θὰ συναντήσεις ἕναν ἱερέα συνεπαρχιώτη σου. Ρώτησέ τον ποὺ εἶναι τὸ σπίτι μου καὶ αὐτὸς θὰ στὸ δείξει μὲ προθυμία. Τότε ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἦταν κάποιος Παπά-Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Πάφου.

 

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ τυφλὸς νέος ὁδηγημένος ἀπὸ τοὺς γονεῖς ξεκίνησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Κερύνειας. Ὅταν ἔφτασαν ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη βρῆκαν πραγματικὰ τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Ὅταν ἔφτασαν, ὁ ἱερέας τοὺς κατέβασε στὴν σπηλιὰ καὶ ὁ νέος ἔνιψε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ἅγιασμα τοῦ Ἁγίου. Κατόπιν ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου μόλις ὁ νέος στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ τυφλὰ μάτια ἄνοιξαν! Καὶ ὁ νέος τελείως θεραπευμένος ἄρχισε νὰ κάμνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ λέγοντας.

 

-Αὐτός, ὁ γέροντας τῆς εἰκόνας μοῦ φανερώθηκε καὶ μὲ κάλεσε στὸ σπίτι του. Αὐτὸς τώρα μ’ ἔκανε καλά. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!

 

β) Θεραπεία ἐνὸς δαιμονιζομένου

Ἐκεῖ στὴν Κακοπετριὰ ζοῦσε μία οἰκογένεια μ’ ἕνα παιδὶ δαιμονιζόμενο. Πολλὰ ξόδεψαν οἱ δυστυχισμένοι γονεῖς γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί τους μὰ τίποτα. Τὸ κακὸ γινόταν ἀπὸ μέρα σὲ μέρα καὶ χειρότερο. Ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος τοῦ Εὐαγγελίου, ἔτσι καὶ τὸ δεκαπεντάχρονο ἐκεῖνο παιδὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήνει στὸ κορμὶ του κανένα ἔνδυμα. Ἡ κατάστασή του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα εἶχε ἐξελιχθεῖ σ’ ἕνα δράμα τρομερό. Τάματα οἱ καημένοι οἱ γονεῖς καὶ προσευχὲς καὶ δάκρυα. Μιὰ μέρα ἡ πονεμένη μητέρα, ἐνῶ γονατιστὴ προσευχόταν σὲ μία γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ της, τὴν ὥρα ποὺ στὸ διπλανὸ δωμάτιο τὸ ἄρρωστο παιδὶ οὔρλιαζε τρομερά, κάποια στιγμὴ ποὺ εἶχε τὰ μάτια κλειστὰ καὶ ὁ πόνος τῆς σούβλιζε κυριολεκτικὰ τὴν καρδιά, εἶδε ἕνα ὅραμα:

 

Μιὰ ὀπτασία στάθηκε μπροστά της καὶ μία φωνὴ τῆς εἶπε: «Κόρη μου, τὸ παιδί σου, μπορεῖ νὰ γίνει καλά. Φτάνει μονάχα νὰ τὸ φέρεις στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται σ’ ἕνα χωριὸ ἀνατολικὰ τῆς Κερύνειας».

 

Ἡ πονεμένη μητέρα σηκώθηκε μὲ μιᾶς κι ἔτρεξε καὶ τὸ εἶπε στὸν σύζυγό της, ποὺ τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴ δουλειά. Τὴν ἑπομένη, ἀφοῦ σηκώθηκαν πρωὶ καὶ ἔκαμαν τὴν προσευχή τους ξεκίνησαν μὲ συντροφιὰ τὸ ἄρρωστο παιδὶ γιὰ τὸ χωριὸ τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασαν στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, βρῆκαν μπροστὰ τους τὸν ἱερέα, ποὺ λὲς καὶ τοὺς περίμενε. Μὲ τὴν καθοδήγησή του κατέβηκαν πρῶτα στὴν σπηλιά. Ἐκεῖ ὁ ἱερέας ἔκαμε μία παράκληση καὶ ὑστέρα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ κάτω τὴν πέτρα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε μ’ αὔτην τὸ ἄρρωστο παιδὶ τρεῖς φορές. Μόλις τέλειωσε, τὸ δυστυχισμένο παιδὶ ἔβγαλε μία σπαρακτικὴ κραυγὴ καὶ ἔπεσε κάτω. Κυλίστηκε μερικὲς φορὲς καὶ ὕστερα σταμάτησε. Τέντωσε τὰ μέλη καὶ ἔμεινε σὰν πεθαμένο. Στὴ στάση αὐτὴ κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Μετὰ τινάχτηκε ὁλόκληρο σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο καὶ σηκώθηκε θεραπευμένο. Ἀνέβηκε τὴν κυκλικὴ κλίμακα, μπῆκε στὸ ναὸ καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ ἔκαμε μερικὲς μετάνοιες προχώρησε καὶ μὲ σεβασμὸ ἀσπάστηκε πολλὲς φορὲς τὴν εἰκόνα λέγοντας: «Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου. Σ' εὐχαριστῶ. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!»

 

γ) Τὸ παράλυτο παιδί!

Στὴν Περιστερώνα τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας μιὰ εὐκατάστατη οἰκογένεια εἶχε παιδὶ παράλυτο. Πολλὰ χρήματα ξόδεψε σὲ γιατρούς, μὰ τίποτα. Τὸ παιδὶ τὸ πῆραν καὶ ἔξω ἀπ’ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἶδαν κανένα καλὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Καὶ οἱ πονεμένοι οἱ γονεῖς μὲ δάκρυα ἔβρεχαν κάθε μέρα τὸ ψωμί τους. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος μονάχα στὴν πίστη βρίσκει παρηγοριά. «Ἡ παιδεία Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα», λέγει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόνος βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ στραφεῖ λίγο περισσότερο στὸν ἑαυτό του. Νὰ κάμει μίαν αὐτοεξέταση. Νὰ μετανοήσει. Νὰ συντριβεῖ. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς. Ἡ ἀρρώστια τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ τους, ξύπνησε μέσα τους τὴν πίστη. Μετανόησαν καὶ οἱ δύο καὶ ἐξομολογήθηκαν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὴν δοκιμασία τους σὰν τὸν σταυρό τους μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή.

 

Κάποιο βράδυ ποὺ ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ προσευχόταν γονατιστὴ καὶ ἔκλαιε εἶδε μπροστὰ της ἕναν γέροντα ποὺ τῆς εἶπε:

— Καημένη μητέρα, παῦσε νὰ κλαίγεις. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶδε τὰ δάκρυά σου καὶ μ’ ἔστειλε νὰ σὲ βοηθήσω. Πάρε τὸ παιδί σου τὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ καὶ φέρε το στὸ σπίτι μου, ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο. Φέρε το καὶ θὰ πάρεις αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.

 

Συγκινημένη ἡ πονεμένη μάνα σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸν σύζυγό της. Τοῦ εἶπε ὅ,τι τῆς συνέβη. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε μὲ προσοχή. Σὰν τελείωσε, ἔκαμαν καὶ οἱ δυὸ τὸν σταυρό τους καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε.

 

Τὴν ἄλλη μέρα ἡ πιστὴ γυναίκα, σηκώθηκε πρωί, πῆρε ἀλεύρι καὶ ἔκαμε μία «λειτουργία». Τὴν ἑπομένη πῆραν τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ –  ἦταν πέντε χρόνων – καὶ ἐξεκίνησαν. Τὸ βράδυ φιλοξενήθηκαν στὸ χωριό. Τὴν Κυριακὴ πολὺ πρωὶ πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Μὲ κατάνυξη παρακολούθησαν τὴν Θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησαν ὅλοι, τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Σὰν τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ κατέβηκε στὴν σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου μὲ τὴ νεωκόρο ὁδηγὸ καὶ τὸν ἱερέα. Ἐκεῖ ἡ μητέρα ἄλλαξε τὰ ἐνδύματα τοῦ παιδιοῦ της καὶ τοῦ φόρεσε ἄλλα. Ἔκαμαν παράκληση καὶ ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε τὴν πέτρα ποὺ ὁ Ἅγιος χρησιμοποιοῦσε γιὰ προσκέφαλο, σταύρωσε τὸ παράλυτο παιδὶ τρεῖς φορὲς στὸ στῆθος καὶ στὴ ράχη. Τὰ ἀκίνητα πόδια ἀπ’ τὴν ἀρρώστια κινήθηκαν. Τὸ παιδὶ κάθισε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζει. Στ’ ἀλήθεια! «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».

 

Πολλὰ ἄλλα θαύματα ἀναφέρονται νὰ ἔγιναν ἀπὸ τὸν Ἅγιό μας. Πολλοὶ ἀκόμη καὶ Τοῦρκοι ἐξ αἰτίας τῶν θαυμάτων πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν στὸν Χριστὸ μὲ ἀναδόχους ἀπ’ τὸ χωριό.

 

Ὁ Ἅγιος Ἐπίκτητος, τὸ χωριὸ ὅπου ἔζησε ὁ Ἄγιος μας, εἶναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ ποὺ πατᾶ μὲ τὶς ἀρβύλες του ὁ βάρβαρος κατακτητής. Χρόνια τώρα ἡ ἐκκλησία τοῦ χωρίου εἶναι κλειστὴ καὶ τὰ καντήλια σβηστά. Γιατί ἄραγε; Πῶς γίνεται τοῦτο;

 

Ἀνεξιχνίαστοι, ἀδελφοί μου, αἱ βουλαὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἂς μὴ παραπονούμεθα. Ἂς ἔχουμε τὴν εἰλικρίνεια νὰ ὁμολογήσουμε, πὼς τὰ τελευταία χρόνια κάναμε καὶ ἐμεῖς κάτι τὸ ἀνεπίτρεπτο. Ἐγκαταλείψαμε τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε.

 

Νὰ ἡ αἰτία τῶν δεινῶν μας. Ἐγκαταλείψαμε ὡς ὀρθόδοξος καὶ προνομιοῦχος λαὸς τὴν πίστη μας, τὶς παραδόσεις μας, τὰ χριστιανικὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας. Τὸ νησί μας, ἡ Νῆσος τῶν Ἁγίων, ἔγινε σήμερα ἡ νῆσος τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τῆς ἀποστασίας, τῶν αἱρέσεων, τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ μὲν πίστη μας δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτε ἀπ’ τὴν διαγωγή μας. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ πάθουμε. Ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ὑποφέρουμε...

 

Τώρα ὅμως ποὺ κτυπήσαμε στὸ ἀνώφλι, ἂς δοῦμε ἐπιτέλους τὸ κατώφλι. Κι ἂς κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας κι ἂς ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε, ἡ εὐλογία θὰ ξαναγυρίσει καὶ πάλι στὸν τόπο μας. Οἱ Ἅγιοί μας καὶ πάλιν θ’ ἀρχίσουν νὰ θαυματουργοῦν. Καὶ οἱ ἐχθροὶ θὰ φύγουν. Καὶ ἐμεῖς πανευτυχεῖς θὰ στραφοῦμε μὲ χαρὰ στὰ σπίτια μας. Θὰ ξανοίξουμε τὶς ἀραχνιασμένες ἐκκλησιές μας. Καὶ θὰ γιορτάσουμε τὸ Πάσχα τῆς ἐλευθερίας μας. Ὡς τότε, ἂς πηγαίνουμε νοερὰ στὶς σκλαβωμένες ἐκκλησιές μας. Νοερά, ἂς μεταφερόμαστε καὶ στοῦ Ἁγίου μας τὴν σπηλιὰ καὶ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἂς τοῦ ψάλλουμε κάθε φορὰ τοῦτο τὸν ὕμνο: «Πάτερ παμμάκαρ Ἐπίκτητε, τὴν σὲ τιμώσαν φαιδρῶς, νῆσον Κύπρον διάσωζε, πάσης περιστάσεως, τῇ θερμῇ προστασία σου, καὶ ἐξαιρέτως ταύτην τὴν χῶραν σου σεμνυνομένην τῷ σῷ ὀνόματι, σκέπε ἑκάστοτε καὶ χορηγεῖ πάντοτε ταύτῃ, σοφέ, τὰ τῆς εὐλογίας σου θεία δωρήματα».

 
Ἅγιε Ἐπίκτητε, πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, στερρῶς ἀνύσας, εὐηρέστησας, Χριστῷ ὁσίως, Θεοφόρε παμμάκαρ Ἐπίκτητε. Καὶ δοξασθεῖς τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, ἡμᾶς λύτρωσε κινδύνων καὶ θλίψεων. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Δομνίνη μαρτύρησε ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ.

Συλλήφθηκε ἀπὸ τὸν Ἔπαρχο Λύσιο καὶ ἀπειλήθηκε μὲ βασανιστήρια προκειμένου νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη της.

Ὅμως ἔδειξε ἡρωικὴ γενναιότητα. Ἐπέμενε μὲ σφοδρὴ σταθερότητα στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καταφρονώντας τὸ μαρτύριο τοῦ μαστιγώματος, ποὺ τῆς ἐπέβαλαν ἀρχικά. Στὴ συνέχεια τὴν βασάνισαν συνθλίβοντάς της τὰ ὀστὰ καὶ τὶς ἀρθρώσεις της καὶ φυλακίζοντας τὴν.
Ὄντας δὲ φυλακισμένη ἡ Ἁγία παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Παρθένος

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Δεκίου καὶ Βαλεριανοὺ (250).

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ μόναζε σ’ ἕνα Μοναστήρι μαζὶ μὲ ἄλλες παρθένες.

Αὐτὴ λοιπὸν καταγγέλθηκε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα μὲ σιδερένια ἁλυσίδα καὶ χτυπήθηκε ἄγρια στὸ πρόσωπο. Κατόπιν, ἀφοῦ τὴ γύμνωσαν, μὲ μαρτυρικὸ τρόπο τὴν ἔκαιγαν, ἐνῶ στὴ φωτιὰ ἔχυναν πίσσα, λάδι καὶ θεῖο. Ἔπειτα τὴν κρέμασαν σ’ ἕνα ξύλο καὶ ἔκοψαν τοὺς μαστούς της. Στὴ συνέχεια ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ ρίζα τὰ νύχια της, ἔκαψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια της, ξερίζωσαν τὰ δόντια της καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου.
(Ἴσως νὰ εἶναι ἡ ἴδια μ' αὐτὴ τῆς 29ης Ὀκτωβρίου. Οἱ βιογραφίες τους εἶναι σχεδὸν ὅμοιες).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι 70 Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
(Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τοὺς ἴδιους μάρτυρες τῆς 30ης Σεπτεμβρίου).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου 

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Μαλφεθᾶ ἡ Μάρτυς 

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὴν θανάτωσαν μὲ τοξευόμενα βέλη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ἀνθία ἡ Μάρτυς 

Βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο μέσα σὲ χάλκινο πυρακτωμένο βόδι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἰουβεντίνος καὶ Μάξιμος (ἢ Μαξιμίνος) οἱ Μάρτυρες 

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος πλέκει ἰδιαίτερο ἐγκώμιο στοὺς δύο αὐτοὺς μάρτυρες. Ὑπῆρξαν ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361).

Κάποτε ἔτυχε νὰ βρίσκονται σ’ ἕνα συμπόσιο στρατιωτῶν (ἴσως διότι καὶ αὐτοὶ ἦταν στρατιῶτες) καὶ κατὰ τὴν συζήτηση, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, διαμαρτύρονταν γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ὁ βασιλιὰς διέπραττε ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

Αὐτὸ ὅμως, τὸ «κάρφωσε» κάποιος στὸν βασιλιὰ Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτός, νὰ δημεύσει τὴν περιουσία τῶν δύο Ἁγίων καὶ νὰ τοὺς κλείσει φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φυλακὴ εἶχε γίνει ἐκκλησία ἀπὸ τὶς συχνὲς καὶ ὁμαδικὲς ἐπισκέψεις τῶν χριστιανῶν, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια τῶν δύο Ἁγίων καὶ νὰ διδαχθοῦν, ὁ Ἰουλιανὸς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὴ νύχτα κρυφά, στρατιῶτες πῆγαν καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Τὰ σώματά τους τὰ πῆραν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰάσων Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ 

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρομάχος καὶ Διόδορος οἱ Μάρτυρες 

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Θεοσέβιος ὁ Ἀρσινοΐτης 

Γεννήθηκε στὴν Ἀρσινόη, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Παφία τῆς Μαιλάνδρας τῆς Κύπρου, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὴν Ἄννα. Εἶχε δὲ ἀδελφὸ τὸν Ὅσιο Ἀρκάδιο τὸν μετέπειτα ἐπίσκοπο Ἀρσινόης († 29 Αὐγούστου).

Ἂν καὶ ὁ ἀδελφός του πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ σπουδάσει, αὐτὸς ἔμεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του βόσκοντας πρόβατα καὶ διαπρέποντας στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια. Παντρεύτηκε μὲ κάποια κοπέλα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Φιλοῦσες, τὴν ὁποία ἔπεισε νὰ περάσουν τὴν ζωή τους μὲ παρθενία σὰν ἀδέλφια.
Πράγματι, ἔτσι ἀσκητικὰ καὶ ὀσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, κάνοντας πολλὲς ἐλεημοσύνες, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τὸν ἔθαψαν στὴ σπηλιὰ ὅπου πήγαινε καὶ ἀσκήτευε. Ὁ τόπος ἐκεῖνος ἔγινε αἰτία , διὰ τοῦ Ἁγίου, πολλῶν θαυμάτων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις τῶν ἐν Ἀθήναις Ἁγίων 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Wilfrid (Ἄγγλος) 

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Βαλάντιος, Βαρλαᾶμ, Βαρνάβας ὁ Μοναχός, Βασίλειος ὁ Ἐπίσκοπος, Γεώργιος ὁ Βαβατσινιώτης, Γεώργιος ὁ Ἐπιτηδειώτης, Γεώργιος ὁ Περαχωρίτης, Γεώργιος ὁ Σαλαμάνης, Δημητριανὸς ὁ Ἐπίσκοπος, Εἰρηνικὸς ἢ Ἀρνιακός, Ἐλπίδιος, Ἐπαφρόδιτος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς 300 Ἀλαμανοὺς Κυπρίους Ἁγίους. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ’).

Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲν στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια.

Ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ τὸν Σίμωνα τὸν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθεὶς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τὰ τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καὶ τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.

 

Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τὸ πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.

Οἱ Ἁγίες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα 

Οἱ Ἅγιες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα ἦταν ἀδελφές. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν συγγενεῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἀφοῦ ἄφησαν τὴν πατρίδα τους καὶ ἐγκατέλειψαν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα, περιόδευαν καὶ ἀσκοῦσαν τὴν ἰατρικὴ ἐπιτελώντας ταυτόχρονα ἔργο ἀποστολικό, κηρύττοντας τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Κάποτε ἔφτασαν στὴν πόλη Δημητριάδα, ὅπου καὶ διέμειναν σὲ ἕνα σπήλαιο. Κατὰ τὴν διαμονή τους στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἡ Ζηναΐδα θεράπευε ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ὅσους προσέτρεχαν σὲ αὐτὴν γιὰ βοήθεια. Ἡ Φιλονίλλα ἔκανε μακροχρόνιες νηστεῖες καὶ πραγματοποίησε πολλὲς θαυματουργὲς θεραπεῖες καὶ ἀλλὰ θαύματα.
Καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες ἐκοιμήθηκαν ἐν εἰρήνῃ στὸ σπήλαιο.

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης 

Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων.

Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δύο σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου.

Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο».

Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α’ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.

Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα.
Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής ὁ Γραπτός, Ἐπίσκοπος Νίκαιας 

Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μάθηση τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῆς ἱερῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβὴ γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν συγγραφῶν.

Ὁ Θεοφάνης τὸ 838, ἔθαψε μὲ μεγάλη λύπη τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ὅταν αὐτὸς πέθανε στὴν ἐξορία. Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη.

Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, ἀνέλαβε τὴ διαχείριση τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, ἔκανε τὸν Θεφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Ἐπιτέλεσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ πέθανε ἥσυχος μὲ τὴ συνείδησή του, ὅτι ἐκπλήρωσε ἄρτια τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν ἁπλὸς Ἱερομόναχος καὶ σὰν ἐπισκοπικὸς κυβερνήτης.
Ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες θρησκευτικοὺς ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, ἀφοῦ συνέγραψε πολλοὺς κανόνες.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσῆ, περιούσιον λαὸν τρέφων τοῖς λόγοις σου· τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὡς θυηπόλος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.

Ὄργανον τοῦ Πνεύματος ἐμμελές, λιγυρὰ κινύρα, ἐξαγγέλουσα τοῖς ἐν γῇ, τῶν ἐπουρανίων, ᾀσμάτων τὰς ὑψώσεις, ὑπάρχεις Ἱεράρχα, Πάτερ Θεόφανες.

Οἱ Ἅγιοι Νεκτάριος, Ἀρσάκιος καὶ Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως 

Ὁ Νεκτάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Ἱερὸς καὶ ὅσιος στὴ ζωή, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα. Κατὰ τὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Μαξίμου, μὲ κοινὴ ψῆφο λαοῦ καὶ κλήρου καὶ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ἂν καὶ λαϊκὸς (καὶ μάλιστα ἀβάπτιστος), ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (381 – 397) ἀφοῦ βέβαια πρῶτα βαπτίστηκε. Μὲ μεγάλη θεοσέβεια ἀφοῦ ποίμανε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἀρσάκιος καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Νεκταρίου. Ὁ Ἀρσάκιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (404 – 405) σὰν διάδοχος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἐνῷ εἶχε περάσει τὸ 80ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἥσυχα καὶ κατὰ Χριστὸν ἀφοῦ ἔζησε μετὰ ἀπὸ μικρὴ πατριαρχία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Σισίνιος ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ 426, διαδεχθεῖς τὸν Πατριάρχη Ἀττικό. Πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, ἔκανε τὰ καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου στὴν Ἔλαια. Ὁ Σισίνιος ἦταν φημισμένος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ γιὰ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του γιὰ τὴν περιποίηση τῶν φτωχῶν. Ἡ χειροτονία του καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσή του ἔγινε ἀπὸ Σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος ὁ Β’. Ὁ Σισίνιος ὁ Α’ καὶ σὰν πατριάρχης ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλανθρωπική του δράση καὶ ἀναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας τῶν φτωχῶν τάξεων. Πατριάρχευσε ἕνα χρόνο καὶ δέκα μῆνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 87 χρονῶν.

Μνήμη Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου 

Αὐτὴ ἔγινε στὴ Νίκαια τὸ 787, ἐπὶ βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, τῆς μητέρας του, καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ Πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων.

Συνολικὰ οἱ Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν 365 καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Διατύπωσαν, ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῆς Εἰκόνας διαβαίνει στὸ πρωτότυπο (δηλαδὴ στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο) καὶ ὄχι στὰ καθ’ αὐτὸ ξύλο καὶ χρῶμα τῆς εἰκόνας.
Ἡ μνήμη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς Ἑβδόμης Συνόδου τοὺς Πατέρας ὑμνήσωμεν, ὡς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας· Εἰκόνα γὰρ τὴν θείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν τιμᾶσθαι εὐσεβῶς, καθελόντες τῶν αἱρέσεων τὴν ὀφρύν, καὶ πρὸς αὐτοὺς βοήσωμεν· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας, Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει· Ὃν εἰδότες οὐκ ἀρνούμεθα, τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα· αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς· καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα, ἡ Ἐκκλησία ἀσπάζεται, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.

 

Μεγαλυνάριον.

Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.

 

Ἔτερον Μεγαλυνάριον.
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.

Ἔζησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (296 μ.Χ.). Ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἦταν σκληρὸς καὶ ἀνελέητος. Γι’ αὐτό, ὁ Εὐλάμπιος καὶ ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία κρύβονταν μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς στὸ βουνό. Ἐκεῖ, ζοῦσαν καλλιεργώντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν.

Κάποια μέρα, ὁ Εὐλάμπιος πῆγε στὴ Νικομήδεια νὰ προμηθευθεῖ τροφές. Ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀμέσως τὸν συνέλαβαν. Βέβαια, στὴν ἐρώτηση τοῦ βασιλιὰ ἂν πιστεύει στὸ Χριστό, ὁμολόγησε φανερὰ ὅτι εἶναι χριστιανός, ὁπότε τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ θυσιάσει μὲ τὴ βία. Ὁ Εὐλάμπιος, ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς συνέτριψε τὸ εἴδωλο τοῦ θεοῦ Ἄρη. Καὶ ἐνῷ ἄρχισαν νὰ τὸν μαστιγώνουν μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο, ὅρμησε ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ συμμαρτυρήσει μὲ τὸν ἀδελφό της. Τότε ἔβαλαν καὶ τοὺς δυὸ σὲ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερό. Ἀλλὰ διὰ θαύματος αὐτοὶ δροσίζονταν, καὶ ἔτσι βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς.

Αὐτὸ ἔκανε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ 200 εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν Εὐλάμπιο καὶ τὴν Εὐλαμπία ἀποκεφαλίστηκαν ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῃ τὸ ἀγαθόν». Δηλαδή, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθεῖ στὸν καθένα ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ καὶ πεθαίνει γι’ αὐτό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῆς φύσεως θεσμῷ, συνημμένοι ἐνθέως, ὁμόψυχοι στερρῶς, ὡς ὁμαίμονες θεῖοι, αὐτάδελφοι Μάρτυρες, ἐν ἀθλήσει ὡράθητε, ὦ Εὐλάμπιε, σὺν τῇ σεμνῇ Εὐλαμπίᾳ· ὅθεν στέφανον, νικητικὸν δεδεγμένοι, ἡμᾶς διασῴζετε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα, τὸν σοφὸν Εὐλάμπιον, καὶ Εὐλαμπίαν τιμῶμεν· οὗτοι γὰρ, τῶν παρανόμων μηχανουργίας, ᾔσχυναν,ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυρωθέντος· ἀνεδείχθησαν διό περ, Μαρτύρων δόξα, ὁμοῦ καὶ καύχημα.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἐκλαμπρὸν ἐν ἄθλοις καὶ θεαυγῆ, Εὐλάμπιε Μάρτυς, Εὐλαμπία ἡ εὐκλεής, σὲ τεθεαμένη, ἐκλάμπρως κοινωνεῖ σοι, τῶν ὑπερλάμπρων πόνων· μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.

Οἱ Ἅγιοι 26 οἱ Ὁσιομάρτυρες Ζωγραφίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους 

Πρόκειται γιὰ τοὺς 26 Μάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, που ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 22α Σεπτεμβρίου. Ἄγνωστο γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες 

Ὅταν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286 – 305) οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας κατέφυγαν στὰ ὄρη γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸν θάνατο, μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Εὐλαμπίου (ἡ μνήμη τους τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα) συνελήφθησαν καὶ αὐτοί. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατασφαγοῦν ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Εὐλάμπιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Βασιανός 

Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλέας ἦταν ὁ Μαρκιανός.

Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια διακρινόταν γιὰ τὶς χριστιανικές του ἀρχές. Α Ἀναδείχθηκε ἄξιος ἐξηγητὴς τῶν Χριστιανικῶν ἀληθειῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελίου.

Μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου καὶ συνέχισε τὴν διδασκαλία του μὲ μεγάλη ἀπήχηση. Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι μόνο ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς μαθήτριές του ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Ματρώνα.
Ὁ Βασιανὸς ἀπεβίωσε σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ μέχρι τὶς τελευταῖες του στιγμὲς κήρυττε τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής 

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Τιβεριούπολη. Ἀνατράφηκε μὲ τὶς σωστὲς ἀρχὲς τῆς πίστεως.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐπισκέφτηκε τὸν μοναχὸ Στέφανο, ὁ ὁποῖος τοῦ διεύρυνε τοὺς πνευματικοὺς καὶ γνωστικούς του ὁρίζοντες. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν γονέων του, ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, ἔκτισε ἕνα μοναστῆρι στὸ ὄρος Σελεντίου, ὅπου καὶ μόναζε.

Τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ὁ Λέων ὁ Ἰσαυρός, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὴν ὀρθοδοξία, ὁ Θεόφιλος ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ στὸ κέντρο τῆς μάχης. Ἔτσι ἀφήνοντας τὴν σκήτη του ἄρχισε νὰ κηρύττει ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο του φυλακίσθηκε στὴ Νίκαια καὶ ἐκβιάστηκε μὲ ραβδισμοὺς καὶ ἀλλὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ Ἅγιος διατηρώντας ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς πίστεως ὑποβλήθηκε στὸ μαρτύριο τοῦ ραβδισμοῦ.
Φέροντας τὰ τίμια στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν μονή του, ὅπου καὶ τὸν δέχθηκαν μὲ τιμές. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀπεσύρθηκε στὴν σκήτη του ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα (Ρῶσος) 

Γεννήθηκε στὶς 23 Νοεμβρίου τοῦ 1812 στὸ χωριὸ Μεγάλο Λιπόβιτς τῆς περιφέρειας τοῦ Ταμπώφ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα Νικολάγεβνα. Εἶχαν συνολικὰ ὀκτὼ παιδιὰ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἕκτος στὴν σειρά. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος καὶ ἡ εὐσεβὴς οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ μικρός, ἦταν πολὺ ζωηρὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐφυής.

Σπούδασε Ἱερατικὸ σεμινάριο καὶ στὴν ἀρχὴ ἔγινε δάσκαλος. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν Ὄπτινα καὶ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1843 Διάκονος. Στὰ τέλη τοῦ 1845 (9 Δεκεμβρίου) καὶ σὲ ἡλικία 33 χρονῶν, ἔγινε ἱερέας.

Σὲ λίγο ὅμως ἡ ὑγεία του χειροτέρεψε, ἀλλὰ ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε ὁσιακῆ καὶ ἄκρως εὐεργετικὴ στοὺς συνανθρώπους του. Εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἵδρυσε γυναικεῖο κοινόβιο τὸ 1872. Οἱ δοκιμασίες ποὺ ὑπέστη ἦταν πολλές, ἀλλὰ αὐτὸς στάθηκε βράχος ὑπομονῆς καὶ ἔμπρακτος διδάσκαλος τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν.
Πέθανε στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1891 καὶ ἁγιοποιήθηκε τὸ 1990.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Σκυλόσοφος 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἦταν Μητροπολίτης Λάρισας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Τότμα (Ρῶσος) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφός τοῦ Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ γιὸς τοῦ Ἀλφαίου.

Ὁ Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπειτα πῆγε καὶ σὲ  ἄλλες χῶρες γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ, κατέστρεφε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γιάτρευε ἀρρώστιες καὶ ἐξεδίωκε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὀνόμαζαν θεῖο σπέρμα.

Ὁ ἱδρῶτας, οἱ μόχθοι καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν πολλοί. Ὁ θάνατος πολλὲς φορὲς τὸν πλησίασε, ἀλλὰ στὴν σκέψη τοῦ Ἰακώβου κυριαρχοῦσαν ἐνθαρρυντικὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ σὰν γνήσιος μαθητής μου, λέει ὁ Κύριος, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸ διεφθαρμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἑαυτό του, καὶ ἂς πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ γιὰ μένα ὄχι μόνο θλίψη καὶ δοκιμασία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ θάνατο σταυρικό. Καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθεῖ, μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου.
Ἔτσι καὶ ὁ Ἰάκωβος, μιμούμενος τὸ Διδάσκαλό του, ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, γλωσσοπυρσεύτῳ πνοῇ, ὡς θεῖος Ἀπόστολος, ὑποδεχθεὶς τῇ ψυχῇ, Ἰάκωβε ἔνδοξε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς ἀστὴρ ἑωσφόρος· ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν πολύθεον νύκτα. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὁ τῶν ἐθνῶν σαγηνευτὴς ὑπερθαύμαστος, καὶ Μαθητῶν ἀναδειχθεὶς τιμιώτατος, καὶ Ἀποστόλων σύσκηνος Ἰάκωβος, κόσμῳ τῶν ἰάσεων, διανέμει τὸν πλοῦτον, λύει περιστάσεων, τοὺς αὐτὸν εὐφημοῦντας· διὸ συμφώνως κράζομεν αὐτῷ· Σῷζε τοὺς πάντας, εὐχαῖς σου Ἀπόστολε.

 

Μεγαλυνάριον.
Μύστης καὶ Ἀπόστολος πεφηνώς, τοῦ δι’ εὐσπλαγχνίαν, κενωθέντος μέχρι σαρκός, ἔφανας ἀδύτως, Ἰάκωβε θεόπτα, σωτήριον τὸ τούτου, πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.

Οἱ Ὅσιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἡ συμβία του 

Ὑπῆρξαν κατὰ τὸ ἔτος 594 καὶ ἦταν σύζυγοι ἐνάρετοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν εὔποροι καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀνδρόνικος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπόκτησε ἀπὸ τὸν γάμο αὐτὸ δύο παιδιά, ποὺ ὅμως πέθαναν. Αὐτὸ κατέθλιβε τοὺς δύο γονεῖς καὶ γιὰ νὰ βροῦν παρηγοριὰ κατέφυγαν γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους.

Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μπῆκαν σὲ μοναστῆρι. Ὁ μὲν Ἀνδρόνικος πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ γυναῖκά του Ἀθανασία στὴν γυναικεία Μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκητικὰ πέρασαν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν χλαῖναν τὴν θεοΰφαντον, κατεποικίλατε χρόαις τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, ὁμοφρόνως ἐν σπουδῇ ἄμφω ἀσκήσαντες· ὅθεν ὑμῶν τὴν σιωπήν, ἡ τρισάγιος ᾠδή, ἐδέξατο ἐν ὑψίστοις, Ἀνδρόνικε σὺν τῇ θείᾳ, Ἀθανασίᾳ τῇ θεόφρονι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς νομίμου συζυγίας ὑποτύπωσιν

Καὶ τῆς ἐνθέου πολιτείας ἀκροθίνια

Ἀναδήσωμεν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων

Τὸν ὁσίως διαπρέψαντα Ἀνδρόνικον,

Σὺν αὐτῷ Ἀθανασίαν τὴν ὁμόζυγον,
Τούτοις λέγοντες, χαίροις ζεῦγος πανόσιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἀνδρείως ἡ σύμβιος ξυνωρίς, σὺν Ἀθανασίᾳ, ὁ Ἀνδρόνικος ὁ στερρός, τῆς ἀθανασίας, ἀνύσαντες τὴν τρίβον, τῆς ἀθανάτου δόξης, κατηξιώθησαν.

Ἡ Ὁσία Ποπλία ἡ Ὁμολογήτρια 

Παντρεύτηκε καὶ ἀναδείχτηκε πρότυπο χριστιανῆς γυναίκας, ποὺ ξέρει μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη νὰ διατηρεῖ τὴν ἁρμονία τοῦ οἰκογενειακοῦ σπιτιοῦ.

Ἡ Ὁσία Ποπλία γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀντιόχεια, ἐπὶ αὐτοκρατόρων μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι καὶ Ἰουλιανοῦ του παραβάτου (361 μ.Χ.).

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιο φρόντισε καὶ μπόρεσε νὰ ἀναθρέψει τὸν μοναχογιό της Ἰωάννη, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν διαγωγή, μὲ τὴν ὁποία ἔλαμψε αὐτὸς καὶ ἀναδείχτηκε ἔξοχος μεταξὺ ἔξοχων.

Ἦταν τόσο σεμνὸς καὶ ὑπερβολικὰ ταπεινόφρων, ὥστε ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Ἀντιοχείας τὸν πίεσαν νὰ τὴν ἀναλάβει αὐτός. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἄκαμπτος καὶ ἔμεινε ἁπλὸς ἱερέας.

Μετὰ λοιπὸν τὴν δική του χειροτονία καὶ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα του Ποπλία παρέλαβε στὸ σπίτι της εὐσεβεῖς ὀρφανὲς παρθένες. Φρόντιζε νὰ τὶς κυβερνᾶ μὲ στοργὴ καὶ τὶς μετέδιδε τὴν θερμὴ πίστη της, τὶς μάθαινε νὰ εἶναι ἁγνὲς καὶ ὅταν χρειαστεῖ νὰ γίνουν ἡρωίδες τοῦ σταυροῦ καὶ μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅταν κάποτε ᾖλθε ὁ Ἰουλιανὸς στὴν Ἀντιόχεια νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς εἰδωλολάτρες, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Ποπλίας. Τότε αὐτή, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες παρθένες, ἔψαλλαν δυνατὰ «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον..». Ἐκνευρισμένος ὁ Ἰουλιανός, ἔστειλε καὶ τῆς ἔκαναν παρατήρηση νὰ μὴ τὸ ξανακάνει. Ἀλλὰ ὅταν ξαναπέρασε ἀπὸ τὸ σπίτι της, αὐτὴ ἔψαλλε δυνατὰ «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Τότε ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὴ μαστίγωσαν σκληρά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν γριὰ δὲν τὴν σκότωσε.
Ἔτσι ἡ Ποπλία συνέχισε τὸ ἀγαθοποιὸ ἔργο της, μέχρι ποὺ ἡ δίκαια ψυχή της παραδόθηκε στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Μνήμη Δικαίων Ἀβραὰμ καὶ Λὼτ τοῦ ἀνεψιοῦ του 

Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ γνωστὸς πατριάρχης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ γιὸς τοῦ Θάρα. Γεννήθηκε στὴν Οὒρ τῆς Χαλδείας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Σήμ.

Ὁ δὲ Λώτ, ἦταν γιὸς τοῦ Ἀρρᾶν καὶ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀβραὰμ πολὺ ἀγαπημένος.
Πῆγε μὲ τὸν θεῖο του στὴ Χαρὰν καὶ ζοῦσε μαζί του. Ἀλλὰ λόγω τῶν συχνῶν διενέξεων τῶν ὑπηρετῶν, ἀποχωρίστηκε τοῦ θείου του καὶ κατοίκησε στὴν πεδιάδα τῶν Σοδόμων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὴν καταστροφή της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ «ἀπὸ στρατιωτῶν» 

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῶν Γαλατῶν τῆς Μ. Ἀσίας. Ἦταν γιὸς τοῦ Θεοφίλου καὶ τῆς Εὐδοκίας καὶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Λέων. Ἐπειδὴ ἦταν ὡραῖος καὶ δυνατὸς στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴ φρόνηση, ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε κόμη.

Ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια πολέμησε καὶ κατάφερε πολλὰ ἀνδραγαθήματα, κατόπιν τὰ καταφρόνησε ὅλα καὶ ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τοῦ Δαφνῶνα, μὲ τὸ ὄνομα Πέτρος.

Ἔπειτα πῆγε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἔμεινε μόνιμα, ἀφοῦ ἔφυγε στὴ Λαοδικεία καὶ τὴν Ἀττάλεια. Ἀφοῦ μὲ ἀνδρεία ὑπέφερε τοὺς κόπους τῆς ὁδοιπορίας καὶ τῆς ἄσκησης, καὶ τὸν ἄγριο θυμὸ τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ποὺ συναντοῦσε στὸ δρόμο, τελευταία ἐπανῆλθε στὸν Ὄλυμπο.

Ἐπειδὴ δὲ τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἔγινε φανερὸ στοὺς βασιλεῖς, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλιὰς Βασίλειος ὁ Μακεδών, τὸ ἔτος 867, τὸν ἔπεισε νὰ κατοικήσει στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ.
Ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ πολλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἔκανε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος 

Πρόκειται γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Τύρου. Ἡ κυρίως μνήμη του τιμᾶται τὴν 5η Ἰουνίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ζοῦσε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν ἐλαφρῶν γυναικών. Ἦταν πόρνη. Ἡ ζωή της ἦταν βουτηγμένη μέσα στὸν οἶστρο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν. Ἡ ἀκολασία εἶχε πωρώσει τόσο τὴν συνείδησή της, ὥστε καμιὰ ἔννοια μετανοίας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ψυχή της. Ἑπομένως, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή της στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ὅμως ὄχι! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ὅτι «αἱ τελώναι καὶ αἱ πόρνοι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν εἰλικρινὰ μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐσᾶς, ποὺ μόνο μὲ τὰ λόγια δείξατε ὑπακοὴ στὸν Θεό, στὴν πράξη ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι.

Πράγματι ἡ Πελαγία τυχαῖα σὲ κάποια σύναξη χριστιανῶν ἄκουσε θερμὸ κήρυγμα περὶ ἁγνότητας, τοῦ ἐπισκόπου Νόννου. Τὰ λόγια του ἤλεγξαν καὶ συγκλόνισαν τὴν ψυχή της. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαρνήθηκε τὴν ἄσωτη ζωή της, πούλησε τὰ διάφορα κοσμήματά της καὶ τὰ χρήματα τὰ διαμοίρασε στοὺς φτωχούς.
Ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίσθηκε, μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μὲ σκληρὴ ἄσκηση πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ῥόδον εὐῶδες, τῇ Ἐκκλησίᾳ Πελαγία ἐδείχθης, ταῖς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἡμᾶς· ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

 

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Πελάγει ἀρετῶν, ἀληθῶς ἰσαγγέλων, τὸ πέλαγος τῶν σῶν, ἐγκλημάτων Ὁσία, πανσόφως ἐβύθισας, καὶ δακρύων τοῖς ῥεύμασιν, ἐναπέπνιξας, τὸν πολυμήχανον ὄφιν· ὅθεν ἤστραψας, ὥσπερ λαμπὰς μετανοίας, τὴν κτίσιν φαιδρύνουσα.

 

Μεγαλυνάριον.
Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Ὁσία, μετανοίας τῆς ἱερᾶς, Μῆτερ Πελαγία, τοῖς ἐν πελάγει βίου, λιμὴν σωτηριώδης, ὤφθης καὶ ἄκλυστος.

Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Παρθένος 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).

Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ παρθένος.

Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν.
Περίφημο ἐγκώμιο γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας

Τὸ χωριὸ Ζαγορὰ τῆς ἐπαρχίας Τυρνάβου, ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰγνατίου. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία, παρέλαβαν τὸν γιὸ τους Ἰωάννη, αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του, καὶ μετακόμισαν στὴ Φιλιππούπολη.

Ὁ Ἅγιος ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο στὶς ἀρετὲς καὶ πῆγε σ’ ἕναν αὐστηρὸ γέροντα. Στὸ διάστημα ὅμως αὐτό, οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὴ βία τούρκεψαν τὴν μητέρα του καὶ τὶς δυὸ ἀδελφές του. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἰωάννης, πῆγε στὸ Βουκουρέστι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Στὸν δρόμο ὅμως συνελήφθη ἀπὸ Ὀθωμανοὺς καὶ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Ὀθωμανός. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατέληξε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος. Ἐκεῖ ὁ ἡγούμενος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν Γέροντα Ἀκάκιο.

Ἀργότερα πῆρε τὴν εὐχὴ νὰ μαρτυρήσει καὶ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1814 ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ πέταξε τὸ τούρκικο φέσι, ποὺ φόρεσε ἐπίτηδες καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό.

Ἄγρια καὶ φρικτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔμεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του.

Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 8 Ὀκτωβρίου 1814 ὤρα ἕκτη. Ὁ συνοδός του Γρηγόριος ἀγόρασε τὸ λείψανό του καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τοῦ νεομάρτυρα Εὐθυμίου, τὰ μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἰγνάτιος, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του μάρτυρες, Εὐθύμιο καὶ Ἀκάκιο, γιορτάζουν μαζὶ τὴν 1η Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ἡ Ἁγία Ταϊσία 

Ἡ ὀμορφιὰ της ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες. Πλεονέκτημα, ποὺ  ἀποβαίνει ὀλέθριο, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸ διατηροῦμε ἁγνὸ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν φωτεινὴ διάκριση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη.

Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ταϊσία, αὐτὴ ποὺ ἐπιβουλεύτηκε τὴν τιμή της ἦταν ἡ ἴδια της ἡ μάνα. Γυναῖκα χυδαία, ποὺ ἤθελε πολὺ πλοῦτο, καὶ δὲν δίστασε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν κόρη της γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσει.

Ἔτσι ἡ Ταϊσία, παρασύρθηκε στὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας μόλις 17 ἐτῶν. Ἔγινε καὶ ἡ ἴδια πλούσια ἀλλὰ καὶ πόρνη. Οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὴν ἀπεχθάνονταν. Καμιὰ οἰκογενειακὴ πόρτα δὲν ἦταν ἀνοικτὴ γι’ αὐτήν.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκμεταλλευτὲς τῆς σάρκας της, ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἔφερναν νὰ γνωριστεῖ μὲ τὶς μητέρες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους. Διότι εἶχε καταντήσει ἕνα ἀντικείμενο σαρκικῆς ἱκανοποίησης καὶ τίποτα περισσότερο. Τότε ἡ Ταϊσία ἔπεσε σὲ θλίψη μεγάλη, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἔχασε ἕνα πρόβατο, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀναζητεῖ.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Σιδῶνα ἔμαθε τὴν ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ψυχή της. Καὶ δὲν ἀστόχησε. Τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πέτυχε τὸ θαῦμα! Καυτὰ δάκρυα μετανοίας κύλησαν στὰ μάγουλα τῆς Ταϊσίας.

Πέταξε ὅλα της τὰ πλούτη στὴν θάλασσα, διότι τὸ τίμημα τῆς ἀτιμίας δὲν ἄξιζε νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Ἀπὸ τότε ἔζησε φτωχά, ἀλλὰ πλούσια σὲ πίστη, σὲ μετάνοια, σὲ σωφροσύνη, σὲ προσευχή, σὲ ὑπακοή, σὲ ταπείνωση καὶ καλοσύνη.
Ἔγινε δεκτὴ σὲ εὐσεβὴ ὅμιλο γυναικῶν καὶ πέθανε φροντίζοντας ἀρρώστους καὶ ἀνήμπορους ἀνθρώπους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Δοσίθεος τοῦ Βερκνεοστρόβ 

Ὁ Ἅγιος Δοσίθεος τοῦ Βερκνεοστρόβ, ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου Σπασοελεαζάροβ († 15 Μαΐου).

Τὸ 1470 ἵδρυσε τὴ μονὴ Βερκνεοστρόβ στὴ λίμνη Πσκόβ ὅπου και μόνασε. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr