Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα καὶ ἔζησε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, στὴν ἀρχαία χώρα τῆς Βιθυνίας, ἐπὶ Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.). Κατεῖχε ἀνώτερο βαθμὸ στὸ στρατὸ τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν «στρατιωτικὸς ἔνδοξος, ὡραῖος τὴν παράστασιν, εἴλκυεν εἰς φιλίαν τοὺς πάντας καὶ διὰ τῆς λαμπρότητος τοῦ λόγου σαγήνευε τοὺς ἀκούοντας».

Ὅταν ὁ Λικίνιος διέτριβε στὴ Νικομήδεια, ἄκουσε περὶ τοῦ Θεοδώρου ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ βδελύσσεται τὰ εἴδωλα. Ἀμέσως ἀπέστειλε στὴν Ἡράκλεια ἀνώτερους ἀξιωματούχους, γιὰ νὰ τὸν συνοδεύσουν μὲ τιμὴ στὴ Νικομήδεια. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος διεμήνυσε διὰ τῶν ἰδίων ἀπεσταλμένων στὸν Λικίνιο, ὅτι γιὰ πολλοὺς λόγους ἡ παρουσία του στὴν Ἡράκλεια ἦταν συμφέρουσα καὶ τὸν προέτρεπε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ. Ἀποδεχθεῖς τὴν πρόταση ὁ Λικίνιος μετέβη στὴν Ἡράκλεια, ὅπου τὸν προϋπάντησε μὲ λαμπρότητα ὁ Θεόδωρος, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Λικίνιος ἅπλωσε τὸ χέρι, ἐλπίζοντας ὅτι διὰ τοῦ Θεοδώρου θὰ προσείλκυε τοὺς Χριστιανοὺς στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κάποια ἡμέρα, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ Λικίνιος προέτρεψε τὸν Θεόδωρο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ ἀγαλματίδια τῶν θεῶν, γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὰ θυσία στὸν οἶκο του ἰδιωτικὰ καὶ μετὰ νὰ προσφέρει δημόσια τὶς θυσίες. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ἔλαβε τὰ ἀγαλματίδια τὰ ὁποῖα κομμάτιασε καὶ μοίρασε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ αὐτῶν στοὺς πτωχούς. Ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος εἶδε τὴν κεφαλὴ τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης στὰ χέρια ἐνὸς πτωχοῦ καὶ κατέδωσε τὸ γεγονὸς στὸν Λικίνιο, ὁ ὁποῖος θεώρησε τὸν Θεόδωρο ὡς ἐμπαίκτη καὶ καταφρονητὴ τῶν εἰδώλων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν συνέλαβαν καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ πολυειδεῖς τιμωρίες. Τὸν κτυποῦσαν, ἔκαιγαν καὶ ἔγδερναν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Στὴν συνέχεια οἱ δήμιοι τὸν σταύρωσαν καὶ διαπέρασαν τὰ πόδια, τὰ χέρια καὶ τὰ κρυφὰ μέλῃ του διὰ περόνης, τόξευσαν τὸ πρόσωπό του μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἐκχυθοῦν τὰ μάτια του καὶ τὸν ἄφησαν ἐπάνω στὸν σταυρό. Ὁ Λικίνιος, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ὄχλου, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ὁ φόβος παρεχώρησε τὴν θέση του στὴ χαρὰ καὶ ἡ λύπη καὶ ὁ κόπος στὴν ἀνάπαυση.
Τὸ σεπτὸ σκήνωμά του μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡρακλεία στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάϊτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸν γραμματέα του Οὔαρο. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει στὶς 8 Ἰουνίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τὴν πίστιν ὁπλισάμενος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας 

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας εἶναι ὁ ἑνδέκατος ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Μικροὺς Προφῆτες. Καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Γεννήθηκε στὴν πόλη Γαλαὰδ τῆς Παλαιστίνης κατὰ τὴν περίοδο τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας καὶ τὸ ὄνομά του σημαίνει, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μνήμη Θεοῦ, ἐκεῖνον δηλαδὴ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐνθυμεῖται. Ἦταν υἱὸς τοῦ Βαραχίου. Ὁ παππούς του Ἀδδὼ ἦταν πιθανῶς ἀρχηγὸς ἱερατικῆς οἰκογένειας.

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἄρχισε νὰ προφητεύει κατὰ τὸ δεύτερο ἔτος τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, κατὰ μῆνα Νοέμβριο τοῦ ἔτους 520 π.Χ. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἰουδαίους στὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τοὺς προσφέρει τὶς προφητεῖες του, μὲ τὶς ὁποῖες προτρέπει καὶ παρηγορεῖ, δείχνοντας τὸ λαμπρὸ μέλλον, τὸ ὁποῖο ἐπιφυλάσσεται στὸν Ἰσραήλ, συνδυάζοντας αὐτὸ μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσσία. Στὸ βιβλίο του ἀναφέρονται, ἐπίσης, οἱ προφητεῖες περὶ τῆς ἀργίας τῶν Προφητῶν, τῶν ἱερέων καὶ τῶν Σαββάτων, περὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐθνῶν, περὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ, περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ τοῦ θριάμβου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Προφήτη Ἀγγαίου. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Προφήτη Ζαχαρία στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, ἐπίσης, τοῦ Προφήτου ὑπῆρχε στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου, σὲ τόπο ὅπου καλεῖτο «Θέατρο».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοῖς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι· ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλοῦντας Ἀγγέλους, ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἡμῶν τὰς αἰτήσεις, ἄνωθεν πλήρωσον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐμπνευσθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιλάμψει, Ζαχαρία ἔνδοξε, τρανῶς προέγραψας ἡμῖν, ὥσπερ λαμπάδα πολύφωτον, τὴν τοῦ Σωτῆρος, ἀπόρρητον κένωσιν.

 

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος ἀΰλου ἐμφορηθείς, .ωφθης τῶν μελλόντων, θεηγόρος προμηνυτής· σὺ γὰρ Ζαχαρία, συμβολικῶς προλέγεις, τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, ἄρρητον κένωσιν.

Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας 

Ὁ Ἅγιος Σάββας Β’, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1271.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Μάρθα, Μαρία καὶ Λυκαρίων ὁ Ὁσιομάρτυρας

Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία ἦταν ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἔζησαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀνελέητων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς ἄθεους καὶ ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες. Συνέβη λοιπόν, νὰ βρεθοῦν οἱ δύο ἀδελφὲς ἐνώπιον τοῦ εἰδωλολάτρη ἐπάρχου τῆς πόλεως. Μὲ τόλμη φανέρωσαν ὅτι εἶναι Χριστιανές. Ὁ ἔπαρχος ἀγωνίσθηκε νὰ νικήσει τὴν πίστη τῶν δύο γυναικῶν λέγοντας, ὅτι θὰ ἦταν θλιβερὸ γι’ αὐτὲς νὰ χάσουν τὴν ζωή τους σὲ τόσο νεαρὴ ἡλικία. Ἐκεῖνες ἀπάντησαν ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι νύκτα καὶ ὅτι τὸ ἀνέσπερο φῶς εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ τάφου. Τὴν ἴδια μαρτυρία ὁμολόγησε καὶ ὁ Μάρτυς Λυκαρίων ποὺ ἦταν μοναχός.
Ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ἀποθάνουν μὲ σταυρικὸ θάνατο. Οἱ στρατιῶτες καθήλωσαν τοὺς Μάρτυρες ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Οἱ παρόντες εἰδωλολάτρες θαύμαζαν τὴν νεανικὴ ἐκείνη γενναιότητα καὶ ἀνδρεία. Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε τοὺς δήμιους νὰ ἀποκόψουν τὶς κεφαλὲς αὐτῶν. Ἔτσι, οἱ δύο ἀδελφές, Μάρθα καὶ Μαρία καὶ ὁ Ὅσιος Λυκαρίων, ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεό, παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Κυρίου τους καὶ ἔλαβαν ἀπὸ Αὐτὸν τὸ στέφανο τῆς δόξας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Στέφανος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νικηφόρος καὶ Στέφανος μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς καταξέσκισαν τὶς σάρκες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Περγέτος ὁ Μάρτυρας 

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Περγέτου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ 

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος ἦταν μοναχοὶ ἀσκητὲς καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Πάφου

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάφου τῆς Κύπρου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1688.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος καταγόταν ἀπὸ κάποια κωμόπολη τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ διακόνου τῆς Ἐκκλησίας Μελιτοπόλεως Χριστοφόρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.

Ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία προέκοπτε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἁλίευσε τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ ἦταν ψαράδες, τὸν ἔκανε νὰ ἀγαπήσει τὴν ἁλιεία. Καὶ ὅταν ἔριχνε τὰ δίχτυα στὴν Ἀπολλωνιάδα λίμνη ἢ τὰ ἀνέσυρε γεμάτα ψάρια, αἰσθανόταν ὅτι ἐργαζόταν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοιάρια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἢ τοῦ Ἰωάννου.

Τὰ χρήματα ποὺ εἰσέπραττε ἀπὸ τὴν πώληση τῶν ψαριῶν δὲν τὰ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τὰ μοίραζε στοῦ πτωχοὺς ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν τὸν εὐχαριστοῦσαν ἐκεῖνος ἔλεγε: «Διατὶ μὲ εὐχαριστεῖτε; Δὲν ἔχω καμία τέτοια ἀξίωση. Μήπως εἴμαστε ξένοι; Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδελφοί. Τί δὲ ἁπλούστερο καὶ φυσικότερο ἀπὸ τὸ νὰ βοηθᾶ ἀδελφὸς τοὺς ἀδελφούς;».

Γιὰ τὴν ἐνάρετη αὐτοῦ παρουσία ὁ Ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ἡ Φιλητός) τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Ἀργότερα ὁ Ἐπίσκοπος Κυζίκου Ἀχίλλιος (ἢ Ἀσχόλιος) τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Λαμψάκου.

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ εὐσέβεια ποὺ ἔκρυβε στὴν ψυχή του ἦταν τόσο πολὺ μεγάλη, ὥστε ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύει κάθε εἴδους ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ προσφεύγουν σὲ αὐτὸν ἰδιαίτερα οἱ πάσχοντες ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο τοῦ καρκίνου. Ὁ Ἅγιος ἦταν ὁ πρᾶος, ὁ ὑπομονετικός, ὁ φιλόξενος, ὁ μακρόθυμος, ὁ ἄγγελος τῆς ὁμόνοιας, ὁ ἐνθαρρύνων τοὺς μετανοοῦντες, ὁ πρόθυμος γιὰ τὸ ποίμνιό του.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τμῆμα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Μακρυμάλλη, τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ μύρῳ τοῦ Πνεύματος, ποιμὴν Λαμψάκου ὀφθείς, τὴν θείαν ἐνέργειαν, παρὰ Θεοῦ δαψιλῶς, θαυμάτων ἐπλούτησας, δαίμονας ἀπελαύνειν, ἀσθενοῦντας ἰᾶσθαι, νόσους ἀποδιώκειν, καὶ πληροῦν τὰς αἰτήσεις, Παρθένιε Ἱεράρχα, τῶν προσιόντων σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν θαυμάτων εἴληφας, τὴν θείαν χάριν θεόφρον, ἱερὲ Παρθένιε, θαυματουργὲ θεοφόρε, ἅπαντα, πιστῶν τὰ πάθη ἀποκαθαίρων, πνεύματα τῆς πονηρίας Πάτερ ἐλαύνων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, ὡς μέγαν μύστην Θεοῦ τῆς χάριτος.

 

Μεγαλυνάριον.
Τὴν πηγὴν τῆς χάριτος ἐκπιών, πέλαγος θαυμάτων ἀναβλύζεις ὑπερφυῶν, καὶ καταπιαίνεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, ῥοαῖς ταῖς ζωηρρύτοις, Πάτερ Παρθένιε.

Οἱ Ἅγιοι Χίλιοι Μάρτυρες τρεῖς Οἰκέτες, τέσσερις Προτίκτορες οἱ ἐν Νικομήδειᾳ Μαρτυρήσαντες

Ἡ στρατιὰ αὐτὴ τῶν χιλίων τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔλαβε τοὺς στεφάνους τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἤσαν οἰκογένειες, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ποὺ θυσίασαν τὴ ζωὴ τους ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἀνῆκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν τεσσάρων ἐκείνων προτικτόρων καὶ Ρωμαίων ἀξιωματούχων, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα, συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Πέτρο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ ( 24 Νοεμβρίου).
Ὅταν οἱ κύριοι αὐτῶν, μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου, ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ μαρτύρησαν (14 Δεκεμβρίου), τότε καὶ αὐτοὶ μετανόησαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. Ἔτσι, προσῆλθαν στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ βρισκόταν στὴ Νικομήδεια καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες νὰ τοὺς ἐκτελέσουν διὰ ξίφους. Μέχρι τὸν θάνατό τους οἱ Μάρτυρες παρέμειναν ἄφοβοι καὶ χαρούμενοι καὶ ἔτσι κέρδισαν μὲ τὸ αἷμά τους, τοὺς ἁμαράντινους στεφάνους τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀγαθάγγελος μαρτύρησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἐκ Φρυγίας 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἕξι Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ 

Ἀγνοεῖται ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Αὔδατος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Αὔδατος μαρτύρησε στὴ Φρυγία τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Αὔδατος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Αὔδατος μαρτύρησε στὴ Φρυγία τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονοβάτοις ἀγωνισάμενος

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἦταν μοναχὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος 

Οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του, εἶχαν γεννηθεῖ στὴν Αἴγινα, τὴν ὁποία ὅμως, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν, ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν, γύρω στὰ ἔτη 865 – 870 μ.Χ. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν Αἴγινα κατέφυγαν στὴν ἐπαρχία τοῦ Χρυσοῦ (ἢ Χρισοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀρχαίας Κρίσσας) τῆς Φωκίδος καὶ ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικὰ στὸ παράλιο ὄρος τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ Ἰωαννίτζη ἐπιλεγόμενο.

Ἀλλά, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ δὲν βρῆκαν ἀσφάλεια, ἀφοῦ καὶ τὶς παραθαλάσσιες ἐκεῖνες περιοχὲς λυμαίνονταν καὶ λεηλατοῦσαν οἱ Σαρακηνοὶ πειρατὲς μὲ τὶς συχνὲς ἐπιδρομές τους, ἀναγκάσθηκαν πάλι οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ νὰ ἐγκαταλείψουν καὶ τὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννίτζη. Στὴ συνέχεια μετακινήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντὰ σὲ ἕνα λιμάνι, στὴν σημερινὴ Ἰτέα, ποὺ ὀνομαζόταν Βαθύς. Ἐκεῖ γέννησαν τὸν πατέρα τοῦ Ὁσίου, τὸν ὁποῖο ὀνόμασαν Στέφανο.

Καὶ πάλι ὅμως οἱ προπάτορες τοῦ Ὁσίου, σὰν κάποιο θεϊκὸ νεῦμα νὰ τοὺς καλοῦσε, μετοίκησαν ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ διάλεξαν τελικὰ ὡς τόπο διαμονῆς τους τὸ Καστόριον τῆς Φωκίδος, τὸ νεότερο Καστρί, κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ὁ υἱὸς Στέφανος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε τὴν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο νησί, τὴν Αἴγινα καὶ ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια.

Ὁ Στέφανος καὶ ἡ Εὐφροσύνη, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησαν ἀπὸ τὸν γάμο τους αὐτό, ἑπτὰ παιδιά: τὸν Θεόδωρο πρῶτο, τὴ Μαρία δεύτερη, τὸν Λουκᾶ τρίτο, τὴν Καλὴ τέταρτη ποὺ ἐνδύθηκε καὶ αὐτὴ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, τὸν Ἐπιφάνιο πέμπτο ποὺ καὶ αὐτὸς ὡς μοναχὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ δύο ἀκόμη ἄλλα παιδιὰ ποὺ πέθαναν σὲ νηπιακὴ ἡλικία. Στὸ Καστόριον λοιπὸν τῆς Φωκίδος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 896 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 897 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Λουκᾶς.

Ὁ Λουκᾶς, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, ἔδειχνε τὴν τάση καὶ τὴν θεϊκὴ κλίση καὶ κλήση του πρὸς τὸν θρησκευτικὸ καὶ μοναχικὸ βίο. Διακρινόταν γιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὴν παροιμιώδη φιλανθρωπία του, ποὺ ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιράζει τὰ ροῦχα του σὲ κάθε ἐνδεὴ τὸν ὁποῖο συναντοῦσε στὸν δρόμο του καὶ νὰ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του σχεδὸν γυμνός, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε τὶς ἐπιπλήξεις καὶ παρατηρήσεις τῶν γονέων του. Μὲ κάθε τρόπο ἐκδήλωνε τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας τὸ ἀφιέρωνε στὴν προσευχὴ καὶ πολὺ λίγο στὸν ὕπνο. Δὲν παρέλειπε ὅμως καθόλου καὶ τὰ καθήκοντά του πρὸς τοὺς φυσικούς του γονεῖς, τοὺς ὁποίους σεβόταν, ἀγαποῦσε, τιμοῦσε καὶ ἐξυπηρετοῦσε μὲ κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στὶς ποιμενικὲς καὶ γεωργικές τους ἐργασίες. Μόλις στὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν 12 – 13 ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 908 – 909 μ.Χ., ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Ὅταν κάποια φορὰ φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι του ἀπὸ τὴν μητέρα του δύο μοναχοί, ποὺ κατευθύνονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Λουκᾶς θεώρησε τὸ γεγονὸς αὐτὸ εὐκαιρία, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ ζωηρὸ καὶ ἐνδόμυχο πόθο του νὰ ἀσπασθεῖ καὶ αὐτὸς τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, ἀκολούθησε τοὺς δύο μοναχούς. Αὐτοί, ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἀθήνα, τὸν ἄφησαν ἐκεῖ, στὸ μοναστήρι ὅπου κατέλυσαν πιθανότατα, στὴ μονὴ τῆς Παντάνασσας στὸ Μοναστηράκι, ἐνῶ οἱ ἴδιοι συνέχισαν τὴν πορεία τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, στὰ τέλη τοῦ 910 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 911 μ.Χ., κείρεται μοναχὸς καὶ περιβάλλεται μὲ τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως τῆς μονῆς ἀναγκάζεται καὶ τὸν στέλνει πίσω στὴν μητέρα του, καθώς, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, τὴν βλέπει στὸ ὄνειρό του νὰ θρηνεῖ ἀπελπισμένη καὶ νὰ τοῦ καταλογίζει βαρύτατες εὐθύνες, γιατί τῆς στέρησε καὶ κατακρατεῖ τὸ μονάκριβο παιδί της, τὴν μόνη παρηγοριὰ τῆς χηρείας καὶ τῆς δυστυχίας της. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει στὴν μητέρα του, στὸ πλευρὸ τῆς ὁποίας συμπαραστέκεται μὲ μεγάλη προθυμία καὶ στοργή, βοηθώντας καὶ ἐξυπηρετώντας την σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Μετὰ ἀπὸ τέσσερις μῆνες, μὲ τὴν συγκατάθεση πιὰ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μητέρας του, ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὰ ἐγκόσμια, ἀκολουθεῖ τὸ θεῖο νεῦμα καὶ ἀποσύρεται ὡς μοναχὸς στὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ, στὰ νότια τῆς Δεσφίνας τῆς Φωκίδος, στὸν Κορινθιακὸ κόλπο. Ἐκεῖ κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἔστησε τὸ ἀναχωρητήριό του καὶ παρέμεινε γιὰ μία ἑπταετία (911 – 918). Στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία τοῦ Ἰωαννιτζῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσήλωσή του στὸν Θεὸ μὲ τὶς ἀτέλειωτες προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ τὴν σθεναρὴ καὶ σταθερὴ ἀντίστασή του στοὺς παντοδαποὺς πειρασμούς, ἀνέπτυξε καὶ σπουδαία κοινωνικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπόλαυσαν τὴν ζεστασιὰ τῆς φιλοξενίας του, τὴ θέρμη τῶν παραμυθητικῶν του λόγων. Πολλοὶ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὶς θαυματουργικές του ἐνέργειες καὶ τὴν προορατική του δύναμη, ἐνδυναμώθηκαν καὶ στερεώθηκαν στὴν χριστιανική τους πίστη μὲ τὸ θαυμαστὸ καὶ πειστικὸ παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν καὶ ἀκολούθησαν τὸ δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ, προεῖπε καὶ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βουλγάρων τοῦ Συμεὼν στὴν κυρίως Ἑλλάδα, ποὺ ἔγινε στὶς ἀρχὲς ἢ τὰ μέσα τοῦ 918 μ.Χ. καὶ τὸν ἐξανάγκασε, καθὼς καὶ τοὺς συμμοναστὲς καὶ τοὺς ἄλλους γνωστούς του, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἐρημητήριό του στοῦ Ἰωαννιτζῆ τὸ ὄρος καὶ νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι Πελοποννησιακὴ ἀκτή, κοντὰ στὴν Κόρινθο, γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Ὁ νεαρός, τότε, Λουκᾶς ἦταν 21 περίπου χρόνων.

Στὴν Πελοπόννησο παρέμεινε μία ὁλόκληρη δεκαετία (918 – 928 μ.Χ.), στὸ χωριὸ Ζεμενὸ τῆς Κορινθίας καὶ στὸ εὐκτήριο τοῦ Μάρτυρος Προκοπίου. Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή του προσέφερε μὲ πολὺ μεγάλη προθυμία κάθε εἴδους ὑπηρεσία καὶ ἐξυπηρέτηση στὸν γέροντα στυλίτη ἐρημίτη ποὺ μόναζε ἐκεῖ, ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ ὁποίου τὸν παραδειγμάτισε στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ τὸν δίδαξε πολλά.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεὼν (17 Μαΐου 927 μ.Χ.) καὶ τὴν σύναψη συνθήκης εἰρήνης (Ὀκτώβριος 927 μ.Χ.) τοῦ υἱοῦ καὶ διαδόχου του Πέτρου μὲ τοὺς Βυζαντινούς, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε πάλι στὶς ἀπέναντι ἀκτὲς τῆς Φωκίδος, στὸ γνώριμο σ’ αὐτὸν ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ. Ἐκεῖ ἔμεινε μία δωδεκαετία (928 – 939/940 μ.Χ.), ὀργάνωσε δραστήρια μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους ἄθλους καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ σκάμματα καὶ παλαίσματα. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονῆς του ἡ γύρω περιοχὴ γνώριζε ξανὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῆς ἄκρας φιλανθρωπίας του, τῶν παραινέσεων καὶ θαυμάτων του.

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πλῆθος τῶν καθημερινῶν ἐπισκεπτῶν καὶ περαστικῶν εἶχε ἀρκετὰ κουράσει τὸν μεγάλο ἀναχωρητή, διότι τοῦ κατέστρεφε τὴν ἡσυχία καὶ γαλήνη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει, ὁριστικὰ αὐτὴν τὴν φορά, τὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ καὶ νὰ ἀναζητήσει καταφύγιο σὲ ἐρημικότερους καὶ ἠσυχότερους τόπους. Ἔτσι διάλεξε τὸ λιμάνι Καλάμιον, ἀνατολικὰ τῆς Ἀντίκυρας τῆς Φωκίδος, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια (939/940 – 943 μ.Χ.). Ἐκεῖ, γύρω στὸ 941 μ.Χ., προεῖπε τὴν κατάλυση τῆς Ἀραβοκρατίας καὶ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, στὶς 7 Μαρτίου τοῦ ἔτους 961 μ.Χ., στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’.

Περὶ τὸ ἔτος 943 μ.Χ., ἐξαιτίας νέων ἐπιδρομῶν, Οὔγγρων στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἐγκατέλειψε τὸ Καλάμιον καὶ μετεγκαταστάθηκε στὸ γειτονικὸ ξερὸ καὶ ἄνυδρο νησάκι Ἀμπελών, ὅπου παρέμεινε ἄλλα τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Ἐκεῖ τὸν ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ ἡ ἀδελφή του μοναχὴ Καλή.

Οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, ποὺ εἶχαν μὲ ποικίλους τρόπους εὐεργετηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν βλέπουν νὰ ὑποφέρει στὸ ξερονῆσι Ἀμπελὼν καὶ νὰ ἐνοχλεῖται ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν περαστικῶν, ναυτικῶν κυρίως, τὸν ἔπεισαν νὰ ἀφήσει τὸ νησὶ καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ, ὁριστικὰ πιά, στὸ Στείρι τῆς Φωκίδος, Βοιωτίας σήμερα. Βρισκόταν σὲ τόπο ἠσυχότερο, μακριὰ ἀπὸ τὴν βοὴ καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ προικισμένο μὲ φυσικὲς καλλονὲς καὶ ἀρετές, κατάλληλο γιὰ πνευματικὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἔζησε τὰ τελευταῖα ἑπτὰ χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του (946 – 953 μ.Χ.).

Στὴν ἀρχὴ διάλεξε ἕνα ἀπόμερο καὶ ἐρημικὸ χωριό, ἀνάμεσα σὲ θάμνους καὶ ἔκτισε ἐκεῖ τὸ ταπεινὸ κελί του, γιὰ νὰ μὴν τὸν βρίσκουν εὔκολα οἱ περαστικοί. Αὐτὸν λοιπόν, τὸν ἥσυχο καὶ γαλήνιο τόπο, μὲ τὴν παρθένα ἄγρια ὀμορφιά του καὶ τὴν κατανυκτικὴ καὶ βαθύτατα στοχαστικὴ σιωπή του, πέρα ἀπὸ τὸν τάραχο τῶν ἐγκοσμίων, διάλεξε ὁ ἐρημοπολίτης Ὅσιος γιὰ νὰ στήσει τὴν ἀσκητική του καλύβα καί, μὲ τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ μόχθους, τὶς ἀδιάλειπτες προσευχὲς καὶ ἀνύστακτες ἀγρυπνίες, νὰ πετύχει τὴν ἄνοδό του στὰ οὐράνια δώματα καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ θεῖο.

Σύντομα ὅμως καὶ ἐδῶ, στὸν τόπο τῆς τελικῆς ἐγκαταβιώσεώς του ὀργάνωσε νέο μοναστικὸ κοινόβιο, μὲ πλῆθος μαθητῶν καὶ συμμοναστῶν του. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ὀνομαστοὶ ὑπῆρξαν γιὰ τὴν ὁσιακή τους βιωτὴ καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸν γέροντά τους ὁ Πρεσβύτερος Γρηγόριος, ὁ Παγκράτιος καὶ ὁ Θεόδωρος.

Παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος ἦταν ἐραστὴς τοῦ ἡσύχιου καὶ γαλήνιου βίου, μακριὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη, καθόλου δὲν ἀπέφευγε τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ φήμη τῶν ἀγαθοεργιῶν του, τῆς θερμῆς φιλοξενίας, τῆς φιλανθρωπίας καὶ κυρίως τῶν θαυματουργικῶν καὶ προφητικῶν θείων χαρισμάτων του συγκέντρωνε στὸ ἀπόμακρο Στείρι πλήθη πιστῶν καὶ ἐνδεῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ζητοῦσαν τὴν συμβουλὴ καὶ τὴν παραμυθία του, τοὺς ἐνθαρρυντικούς του λόγους, τὴν βοήθειά του γιὰ τὴν λύση κάθε λογὴς προβλημάτων καὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση πιεστικῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, προπάντων ὅμως τὴ λυτρωτικὴ τῶν παραπτωμάτων τους καὶ θαυματουργική του ἐπέμβαση. Σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀρνιόταν τίποτε. Σὲ ὅλους ἔδειχνε χαρούμενος, εὐπροσήγορος, αὐθόρμητος, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, πρόθυμος γιὰ κάθε εἴδους προσφορὰ καὶ βοήθεια, ἐκπληρώνοντας καὶ βιώνοντας σὲ ὅλο του τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τὸ θεϊκὸ λόγιο: «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Δὲν ἦταν ὅμως μόνο οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀνώνυμοι, οἱ ταπεινοὶ καὶ πονεμένοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ποὺ προσέφευγαν σὲ αὐτόν. Τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ ἐπιφανέστατοι ἀξιωματοῦχοι καὶ δημόσιοι ἄνδρες τῆς ἐπίσημης Βυζαντινῆς κρατικῆς ἱεραρχίας, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ τὴν ἀγαθὴ φήμη καὶ τὸ ὑψηλὸ κύρος καὶ ἀκτινοβολία ποὺ διέθετε ὁ Στειριώτης ἀναχωρητής.

Τὸν ἐπισκέφθηκε ἔτσι ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους τοὺς συγχρόνους του Πόθος, στρατηγὸς τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, τὸ ὁποῖο εἶχε τότε ὡς ἕδρα τὴν πόλη τῶν Θηβῶν. Ὁ Ὅσιος τοῦ ἔσωσε, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη υἱό του.

Στενότατες ἐπίσης ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ Ὁσίου μὲ τὸν ἄλλο στρατηγὸ τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, «τὸν ἐπιφανὴ καὶ περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα ἄμεσο διάδοχο τοῦ Πόθου στὸ ἀξίωμα αὐτό. Ἡ γνωριμία τῶν δύο ἀνδρῶν, τοῦ ταπεινοῦ ἐρημίτου καὶ ἁπλοῦ στρατιώτου τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοῦ ὑψηλοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντος καὶ στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πολὺ γρήγορα ἐξελίχθηκε σὲ θερμὴ φιλία καὶ ἀγάπη.

Ἔτσι ὁ Κρηνίτης, σὲ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε ὡς στρατηγὸς στὴν Θήβα, προσέφερε στὸν Ὅσιο κάθε λογὴς ὑπηρεσία καὶ ἐξυπηρέτηση μὲ μεγάλη προθυμία, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπολογίζει οὔτε κόπους οὔτε χρηματικὲς δαπάνες. Ἀνάμεσα καὶ σὲ ἄλλες προσφορές, μεγάλη ὑπῆρξε ἡ προσωπικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ συμβολή του στὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν κρύπτη ποὺ τιμᾶται σήμερα στὴ μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ γιὰ τὸν παράπλευρα στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς ναὸ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ὅσιος, ἀνάμεσα στὰ χρόνια 947 καὶ 952 μ.Χ.

Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ ἐρχόμενο τέλος του, χωρὶς νὰ ἀνακοινώσει σὲ κανέναν τίποτε σχετικό, βγῆκε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ ἀποχαιρέτισε μὲ συγκίνηση καὶ ἀσπασμοὺς ὅλους τοὺς περιοίκους, φίλους καὶ γνωστούς του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες ἀσθένησε. Τὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἀσθένειάς του ἔγινε φανερὸ ὅτι ὁ Ὅσιος βάδιζε πρὸς τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο γιὰ νὰ καταλήξει ἐκεῖ «ἔνθα οὐκ ἔστι λύπη, οὐ πόνος, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Οἱ γύρω κάτοικοι ποὺ τὸ ἔμαθαν, παρὰ τὴν σφοδρὴ βαρυχειμωνιὰ καὶ τὰ χιόνια, ἔτρεξαν στὸ κελὶ τοῦ ἑτοιμοθάνατου Ὁσίου, γιὰ νὰ δοῦν γιὰ τελευταία φορά, μὲ τὴ σωματική του παρουσία, τὸν μεγάλο εὐεργέτη, τὸν προστάτη τους καὶ ἰσχυρὸ μεσίτη πρὸς τὸν Θεό. Μὲ συγκινητικὲς ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ δάκρυα τοῦ συμπαραστάθηκαν στὶς τελευταῖες του στιγμές.

Τὸ βράδυ τῆς 7ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 953 μ.Χ. ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ παρέδωσε μὲ ἠρεμία καὶ γαλήνη τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀπολαύσει ἐκεῖ τοὺς καρποὺς τῶν ἄθλων καὶ καμάτων του ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ὁ πρεσβύτερος Γρηγόριος μὲ τοὺς λοιποὺς μοναχούς, ἀφοῦ προσκάλεσε καὶ τοὺς γύρω χωρικούς, ἐνταφίασε τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου στὸ δάπεδο τοῦ κελιοῦ του, στὸν εἰδικὰ διαμορφωμένο χῶρο, ὅπου ἀκριβῶς τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ ἴδιος λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖνος ἔμελλε νὰ δοξαστεῖ.

Περὶ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 953 μ.Χ., ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς ἀπὸ τὴν Παφλαγονία, ποὺ ταξίδευε πρὸς τὴν Ἰταλία, σταμάτησε μετὰ ἀπὸ Θεϊκὸ ὄνειρο στὸ Στείρι, στὴ μονὴ ὅπου μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ ἀγάπη ἐπιμελήθηκε καὶ καλλώπισε τὸ νωπὸ τάφο τοῦ Ὁσίου. Τὸν ἀνύψωσε λοιπὸν μὲ ἐπιχωμάτωση, τὸν ἕντυσε μὲ ἐγχώριες πλάκες καὶ τὸν περιέβαλε μὲ κιγκλίδες.

Δύο χρόνια ἀργότερα, γύρω στὰ μέσα τοῦ ἔτους 955 μ.Χ., μαθητὲς καὶ συμμοναστὲς τοῦ Ὁσίου, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν καὶ διακόσμησαν τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ εἶχε ἀκόμη ὁρισμένες ἀτέλειες. Ἔκτισαν ἐπιπλέον κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς εἶχε αὐξηθεῖ, καθὼς καὶ ξενῶνες γιὰ τὴν ὑποδοχὴ καὶ ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν καὶ ἐπισκεπτῶν. Τέλος, τὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ τάφος του, τὸ μετέτρεψαν σὲ ὡραιότατη Ἐκκλησία σταυρικοῦ σχήματος.

Ὁ τάφος μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου ἔγινε πόλος ἕλξεως πλήθους πιστῶν καὶ πηγὴ ἀκένωτη θαυματουργικῶν ἰάσεων.

Ὁ μικρὸς σταυρόσχημος ναὸς μὲ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου δὲν ἐπαρκοῦσε ὅμως γιὰ νὰ καλύψει τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες καὶ νὰ ἐξυπηρετήσει τὰ συνεχῶς αὐξανόμενα πλήθη τῶν πιστῶν ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ καταθέσουν θερμὸ τὸ δάκρυ τοῦ πόνου τους καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία καὶ ἀντίληψη τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ καὶ τὴν λυτρωτική του ἐπέμβαση γιὰ κάθε λογὴς σωματικά τους πάθη καὶ τὶς ψυχικὲς ἀλγηδόνες.
Γι’ αὐτὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., μὲ πρωτοβουλία τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς, τοῦ εὐσεβέστατου ἱερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε τὸ σταυρόσχημο εὐκτήριο καὶ στὴν ἴδια θέση, ἀλλὰ σὲ μεγαλύτερο χῶρο ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, ἀνεγέρθηκε τὸ σημερινὸ ἐπιβλητικὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, μὲ τὴν περίλαμπρη γλυπτικὴ ζωγραφικὴ καὶ ψηφιδωτή του διακόσμηση, στὸ ὁποῖο φυλάσσεται τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ᾠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεβῶς· τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειοῦται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Ὁ ἐκλεξάμενος Θεὸς πρὸ τοῦ πλασθῆναί σε

Εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ οἷς οἶδε κρίμασι

Προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει

Καὶ οἰκεῖον ἑαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σε

Κατευθύνων σου Λουκᾶ τὰ διαβήματα
Ὁ φιλάνθρωπος, ᾧ νῦν χαίρων παρίστασαι.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡσυχίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ποιμανσίας, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, ὑπογραμμὸς καὶ τύπος, Λουκᾶ θαυματοφόρε, Ἑλλάδος καύχημα.

Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων Ἐπίσκοπος Κύπρου 

Ὁ Ὅσιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων), Ἐπίσκοπος Κύπρου, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοιμήθηκε εἰρηνικά.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σαραπίων 

Ὁ Ἅγιος Σαραπίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸν Πατμιακὸ κώδικα 266.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἁλικιανοῦ τῆς Κυδωνίας Κρήτης

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἁλικιανὸ τῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας τῆς Κρήτης. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερεὺς καὶ ὀνομαζόταν Νικόλαος Δεβόλης. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1866 στὴν Κρήτη, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπαναστάτες καὶ πιεζόταν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια ὁ Μάρτυρας ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό. Ἔτσι, δέχθηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία αὐτοῦ κεφαλή, τὸ ἔτος 1867 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Βουκόλος ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης.

Ὁ Ἅγιος διακόνησε τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερμότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πατέρας καὶ ποιμένας γιὰ τοὺς Χριστιανούς του στὴ διδασκαλία καὶ τὴν ὑπεράσπιση, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς διῶκτες τοῦ Εὐαγγελίου. Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη συμπεριφερόταν μὲ σύνεση καὶ διάκριση, προσέχοντας νὰ μὴν τὰ ἐρεθίσει ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας μὲ θεία τέχνη καὶ φωτισμὸ νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπὸ αὐτὰ στὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο, ὁ Ὅσιος χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Πολύκαρπο ( 23 Φεβρουαρίου) καὶ μετὰ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μόλις τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Βουκόλου ἐνταφιάσθηκε, μὲ θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ φύτρωσε στὸν τόπο τῆς ταφῆς του ἕνα δένδρο τὸ ὁποῖο παρεῖχε ἰάσεις στοὺς πιστούς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τὴν ποίμνην σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸ καθαρόν, καὶ διαυγὲς τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καὶ λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γὰρ ἐκοινώνησας.

 

Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Ἐμέσῃ

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔμεσα, πόλη τῆς Κοίλης Συρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀδελφούς του. Ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὑγείας τῶν συνανθρώπων του, εἴτε Χριστιανῶν εἴτε εἰδωλολατρῶν.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, τὸ ἔτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν μὲ θάρρος καὶ ἀνδρεία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ κατασπαραχθοῦν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία.

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν εἶχε παρασταθεῖ στὴν καταδίκη τους, ἀλλὰ ἄκουσε ὅμως περὶ αὐτῆς. Ἔτρεξε, λοιπόν, μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ τοὺς προφθάσει, ἀλλὰ ὅταν ᾖλθε στὸ κριτήριο, πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς μετέφεραν ἤδη στὸ ἀμφιθέατρο, γιὰ νὰ βροῦν τὸν θάνατο ἐκεῖ. Στὴ θέα τῶν Ἁγίων τὰ μάτια του δάκρυσαν ἀλλὰ ἡ ψυχή του φλογίσθηκε. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, καυχήματα τῆς Ἐκκλησίας, στηρίγματα τῶν ψυχῶν. Καὶ ἀμέσως ἔτρεξε κοντά τους, χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν οἱ στρατιῶτες καὶ τοὺς ἀσπάσθηκε ἀδελφικά. Ἡ πράξη του αὐτὴ θεωρήθηκε ἔγκλημα καὶ κρίθηκε ὅτι οἱ ἀσπασμοὶ ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ ἐπισύρουν τὸν θάνατο. 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν φοβήθηκε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν διωκτῶν. Ἔμεινε ἕως τέλους ἀπτόητος καὶ ἄσειστος. Οἱ δήμιοι τοῦ διαπέρασαν καρφιὰ στὸ κεφάλι, στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, κατόπιν δὲ καὶ στὴν κεφαλή. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἀκολούθησε τοὺς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες καὶ ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Φαύστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος οἱ Μάρτυρες 

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φαύστα καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἦταν θυγατέρα πλούσιων καὶ εὐσεβῶν γονέων. Ἔμεινε ὀρφανὴ σὲ μικρὴ ἡλικία, ἔχοντας κληρονομήσει τὴν τεράστια περιουσία τῶν γονέων της. Ὅμως οὔτε τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, οὔτε ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου της κυρίευσαν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς γονεῖς της ἦταν βαθιὰ χαραγμένη στὴν ψυχή της. Ἔμεινε λοιπὸν στὴν εὐσέβεια τῶν γονέων της καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη μάλιστα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε χάσει τοὺς φιλόστοργους προστάτες της.

Κατὰ τὸ ἔτος 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἡ Ἁγία Φαύστα προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπιφανὴ Συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, ἐκπρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα, νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε. Ὁ Εὐϊλάσιος, ποὺ ἦταν γέροντας στὴν ἡλικία, προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Ἁγία ὅτι πίστευε σὲ ἀνόητη πίστη ἀλλὰ ἐκείνη, ἔχουσα καλὰ καὶ ἀσφαλὴ διδάγματα, φωτιζόμενη δὲ καὶ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀνέλυσε τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας καὶ τοῦ ἔδωσε θαυμαστὲς ἀπαντήσεις. Ὅταν ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια, ἡ Ἁγία τὰ ὑπέμεινε μὲ τόση καρτερία, ὥστε ὁ Εὐϊλάσιος, στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν εὐγενῆ σπέρματα, θαύμασε τὴν Μάρτυρα καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη ἐντύπωση ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἡ ὁποία χάριζε στὴν Ἁγία τόση ἀλύγιστη σταθερότητα ἑνωμένη μὲ τὰ πλέον φιλάδελφα αἰσθήματα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς διῶκτες της. Ἡ δὲ κατάπληξή του κορυφώθηκε ὅταν ἡ Ἁγία, ποὺ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἔμεινε ἄθικτη καὶ ἀβλαβὴς μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ ὁ Εὐϊλάσιος αἰσθάνθηκε νὰ γκρεμίζεται μέσα του ὁ εἰδωλολάτρης. Διέταξε, λοιπόν, νὰ ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του τὴν Ἁγία, τὴν προσέβλεψε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ρώτησε, μὲ ἀνοικτὴ καρδιὰ καὶ πνεῦμα πρόθυμο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς ἀλήθειας, περὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τὰ λόγια τῆς Ἁγίας ἄγγιξαν τὴν καρδιὰ τοῦ γέροντος συγκλητικοῦ, ὁ ὁποῖος αἰσθάνθηκε βαθιὰ κατάνυξη καὶ ἀπέλυσε ἐλεύθερη τὴν Ἁγία.
Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Ἀμέσως κάλεσε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὸν ἐπέπληξε ἔντονα γιὰ τὴν στάση του καὶ τὴν ἀφέλειά του. Ὁ Εὐϊλάσιος, ἀτάραχος πρὸς τὶς ὕβρεις, τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῶν βασάνων τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ θαῦμα τῆς διασώσεώς της καὶ τοῦ ἐξέφρασε τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκρινε ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Τότε ὁ ἔπαρχος ὑπέβαλε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὴν Ἁγία Φαύστα σὲ φρικώδη βασανιστήρια, τὰ ὁποία οἱ δύο Μάρτυρες ὑπέμειναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος Μάξιμος, μπροστὰ στὰ γενόμενα, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση γονάτισε μπροστὰ στὴν Ἁγία ζητώντας συγχώρεση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀντήχησε σὲ ὅλη τὴν Κύζικο. Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει καὶ στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανὸ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ προσταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι, ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος καὶ Ρεβοκάτος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος καὶ Ρεβοκάτος μαρτύρησαν στὴν Ἱσπανία ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Λουκιανὸς οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Λουκιανὸς μαρτύρησαν διὰ ξίφους «ἐν τοῖς τοῦ Δαρείου». Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ἀντὶ τοῦ Λουκιανοῦ ἀναγράφεται «Σιλουανὸς ὁ ἐν Ἐμέσῃ», ἐνῷ σὲ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ μνήμη τους ἁπαντᾶ καὶ στὶς 25 Ὀκτωβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος οἱ Μάρτυρες ἐν Καισαρείᾳ 

Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἐπὶ ἡγεμόνα Σαπρικίου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 304 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Κατοικοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος κοντὰ στὴν πόλη τῶν Λύκων ἢ Λυκόπολη. Ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα πνευματικῆς τελειώσεως καὶ θεωρίας καὶ ἀντιμετώπισε, μὲ θεία βοήθεια, τὶς μεγάλες παγίδες τοῦ πειρασμοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας. Ἔτσι κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Προφήτης 

Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ἔζησαν κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ μοναχοὶ καὶ φημισμένοι γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἁγιότητά τους καὶ γνώριζαν ἄριστα τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ συνέγραψαν καὶ βιβλίο στὸ ὁποῖο διατυπώνονται διάφορες ἐρωτήσεις καὶ ἀπορίες καὶ δίδονται ἀπαντήσει μὲ σκοπὸ τὸ φωτισμὸ τῶν πιστῶν. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐκτυπώθηκε, κατὰ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, στὴ Βενετία.

Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὶν τὸν Ὅσιο Ἰωάννη, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς χάρισε τὸ προφητικὸ καὶ θαυματουργικὸ χάρισμα. Περὶ αὐτοῦ ἄκουσε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος (379 – 395 μ.Χ.) καὶ τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτευε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδος, σὲ τόπο ψηλὸ καὶ ἀπομακρυσμένο, ἀλλὰ ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ πλῆθος πιστῶν προσέτρεχε κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσει τὶς πνευματικὲς συμβουλές του καὶ τὴν γιατρειὰ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ ἄλλοι Πατέρες καὶ Ἀσκητές, ποὺ εἶχαν τὸν πόθο νὰ ἀκούσουν τὶς συμβουλές του καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τοὺς ὑποδεχόταν μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, λέγοντας ὅτι δὲν ἦταν τίποτε, ὥστε νὰ ἀξίζει νὰ ὑποβάλλονται σὲ τέτοιο κόπο πρὸς συνάντησή του. Οὔτε ἔλειπαν ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του οἱ ἀναχωρητές. Μελετοῦσαν μαζί, συνέψαλλαν καὶ συζητοῦσαν πνευματικὰ θέματα, πρὸς δὲ τοὺς νεότερους ἔδινε πατρικὰ τὶς σοφὲς νουθεσίες του. «Σεῖς βέβαια», τοὺς ἔλεγε, «θὰ νομίζετε πὼς κατορθώσατε κανένα μεγάλο πρᾶγμα μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψετε τὸν κόσμο. Ἀφήσατε οἰκίες ἴσως, καὶ χρήματα καὶ κτήματα καὶ περιουσία. Ἀλλὰ ἀφήσατε καὶ τὸν πόθο τῆς ἁμαρτίας; Ἐδῶ εἶναι τὸ σπουδαῖο, διότι αὐτὴ εἶναι ὁ κόσμος. Ἤλθαμε στὴν ἡσυχία. Ἀλλὰ εἶναι πράγματι κτῆμα μας ἡ ἡσυχία μας αὐτή; Μήπως ἀνάβουν μέσα μας ἀκόμη ἐπιθυμίες τῆς σάρκας; Μήπως μᾶς τυραννοῦν κοσμικὲς ἀνησυχίες  ἢ ἐγωισμοὶ ἢ ζήλιες, φθόνοι καὶ ἐνθυμήσεις φλογερὲς τῶν θέλγητρων τῆς κοσμικῆς ζωῆς; Μήπως τὸ σῶμα μας μένει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι ὁλόκληρος μέσα στὴν ψυχή μας; Καὶ πρὸ πάντων, ἀδελφοί μου, ἂς φυλαττώμεθα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ξέρετε ἐσεῖς κάτι περισσότερο ἀνόητο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια; Ἐγὼ δὲν ξέρω. Τί εἶναι ἀρετή; Τὸ γνωρίζετε. Εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεός. Ἡ ὑπερηφάνεια, ἀδελφοί, ὄχι μόνο δὲν μᾶς φέρνει ψηλότερα, ἀλλὰ καὶ μᾶς γκρεμίζει ὁλότελα. Διότι μᾶς τυφλώνει καὶ μᾶς σπρώχνει ὥστε νὰ μᾶς καταστρέψει. Ἡ ὑπερηφάνεια φίλοι μου, τί ἄλλο εἶναι παρὰ μία κυριαρχία τοῦ Σατανᾶ στὴν ψυχή μας. Ταπείνωση, λοιπόν, ἀδελφοί μου! Ταπείνωση, ὅσο περισσότερο μποροῦμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὕψωσή μας καὶ αὐτὴ μᾶς ἀποδίδει στὴ φιλία τοῦ Θεοῦ».

Τέτοιες συμβουλὲς ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ γλυκὺ στόμα τοῦ μεγάλου Ἀσκητοῦ καὶ εἰσέρχονταν στὶς ψυχὲς ὡς καθαρὰ ὕδατα, τὰ ὁποία καθαρίζουν, δροσίζουν καὶ γονιμοποιοῦν.
Καὶ ἔφτασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης σὲ βαθύτατο γῆρας. Προεῖδε δὲ τὸ θάνατό του τρεῖς ἡμέρες πρὶν αὐτὸς συμβεῖ. Ὁ Μέγας Ἀσκητὴς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἀναπαυόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἰσάγγελον βίον πολιτευσάμενοι, Βαρσανούφιε Πάτερ σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, τῆς ἀσκήσεως λαμπροὶ ἀστέρες ὤφθητε, καὶ μοναζόντων ὁδηγοί, πρὸς τὴν κρείττονα ὁδόν, ὡς πλήρεις φωτὸς τοῦ θείου, ἐκδυσωποῦντες ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ἀρετῶν τὰς χάριτας, μυσταγωγοῦσι τοὺς πάντας, μέγας μέν, ὁ Βαρσανούφιος πέλων Γέρων, ἄλλος δέ, ὁ Ἰωάννης ὅσιος Γέρων, οὓς αἰνέσωμεν συμφώνως, ὡς τῆς Τριάδος θείους θεράποντας.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βαρσανούφιε ἱερέ, ζωῆς τῆς ὁσίας, θεοφόρε ὑφηγητά· χαίροις Ἰωάννη, τῆς χάριτος ταμεῖον, οἱ ὁδηγοὶ οἱ θεῖοι, ἡμῶν καὶ ἔφοροι.

Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος φωτιστὴς τῆς Βελγικῆς 

Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντὰ στὴν Ἀκυϊτανία περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ σπούδασε θεολογία στὴ Ρώμη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μόνασε σὲ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ γίνει ὁ υἱός του μοναχὸς καὶ τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπὶ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σὲ ἕνα κελὶ στὰ τείχη τῆς πόλεως. Σὲ ἕνα προσκύνημά του στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Ρώμη, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ κηρύξει ὁ Ἅγιος τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς λαοὺς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψε στὴν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἄρχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στοὺς λαοὺς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καὶ τῆς Γασκώνης.

Μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο προσκύνημά του στὴ Ρώμη, στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξελέγη τὸ ἔτος 647 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μάαστριχτ. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῶν ἐθνικῶν λαῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔσωσε, μὲ τὴν προσευχή του, τὸ ποίμνιό του ἀπὸ φυσικὲς καταστροφές. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης ( 16 Σεπτεμβρίου), συνεκάλεσε τοπικὲς Συνόδους κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως καὶ διακονίας, ὁ Ἅγιος Ἄμανδος, ἀφοῦ ἐνθρόνισε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο. Συνέχισε ὅμως τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο τελείωσε στὴ Γασκώνη καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τοῦ Ἐλνόν, τὸ ἔτος 680 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ Ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Μέγας Φώτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαὴλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 810 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καὶ Εἰρήνη καὶ καταδιώχθηκαν ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καὶ περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στὰ ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὅταν μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σὲ αὐτόν, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἔλαβε κατὰ τάξη τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος μὲ συνοδικὰ γράμματα ἀνακοίνωσε, κατὰ τὰ καθιερωμένα, τὰ τῆς ἐκλογῆς του στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τόνισε τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει νὰ τὴν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξὺ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν».

Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τὸν ἱερὸ Φώτιο καὶ ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, δὲν ἦταν πλέον Πατριάρχης καὶ ὅτι ἐὰν διεκδικοῦσε καὶ πάλι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τότε αὐτόματα θὰ ὑφίστατο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ.

Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπὸ εἰσαγωγὲς ἐθίμων ξένων πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρὸς ἐνὸς λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορὰ τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερὸς Φώτιος γνώριζε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ στὸ θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καὶ τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπὶ ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ὁποῖο μυσταγώγησε πρὸς τὴν ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ θείου Βαπτίσματος.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καὶ ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίων τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καὶ ἄλλων αἱρετικῶν καὶ ἐπανέφερε στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.

«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ… καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται· εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζῇ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερόν τε καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».

Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καὶ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταῖς ἐξανθήσαντος καὶ πάσῃ γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σὲ αὐτὸν τὸν εἰπόντα, τὸν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτὸν Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο «τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μὲν τοῖς διωγμοῖς, δεδοξασμένον δὲ τοῖς θανάτοις».

Τὸ θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνέπνεε τὴν Ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ τὴν συνεχὴ ἐγρήγορση  τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.  Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση διέκρινε στὸ πρόσωπό του τὸν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὸν ἐκφραστὴ τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καὶ ἂν παρακολουθήσουμε τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἴτε στὴν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σὲ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὸ τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σὲ ἀξιώματα μεγάλα καὶ περιφανὴ τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τὸν ἁγιότατο Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τὴν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς σκληρὲς στερήσεις δυὸ ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τὸν μαχόμενο ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τε καὶ πατρικῆς παραδόσεως» καὶ «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει:

«Φώτιος γὰρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτῖσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεὶς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορίᾳ, τούτοις δὴ τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίου ἀγῶσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρουμένη».

Ἡ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Χριστιανικῆς μας υποστάσεως καὶ ἐπιβάλλει τὴν συνεχὴ προσπάθεια γιὰ τὸ «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δυναμικὴ γεφύρωση, σύνδεση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καὶ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σὲ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του καὶ νὰ ζήσει τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, ἡ συνεχὴς πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «διαπορθμεύει ἡμῖν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» καὶ Χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορὰ τῆς ἀλήθειας.

Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Φώτιος πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαῖς καὶ κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται· τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταῖς εὐσεβούντων ψυχαῖς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετὰ φόβου Θεοῦ, παραδίδει στὴν ἐπερχόμενη τὰ τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια ποὺ ἔλαβε, μὲ πλήρη συναίσθηση ὅτι καὶ ἡ ἐπερχόμενη θὰ διατηρήσει ἀλώβητη τὴν πίστη. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τὴ σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς:

«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τὰς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταῖς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταῖς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἱ προλαβοῦσαι διδάσκαλοι».

Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δὲν εἶναι συμπτωματική. Γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τὸ παρελθόν, ἡ παράδοση, τὰ γενόμενα στὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιμένει μόνο στὴν ἱστορικὴ παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιὰ τὸν κληρονομικὸ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ ζωή της μέσα στὴ χάρη, γιὰ τὸ παρὸν μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως.

Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καὶ καταξιώνονται μὲ τὴν ἀποστολικότητά της. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ καθολικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποστολικότητα: «Ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στὸν κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς σύνδεσμός της μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τὰ ἐξωτερικὰ τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καὶ διαδοχῆς. Τὸ ἠθικὸ δὲ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιὰ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ταυτότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».

Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπὲρ «τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν…, τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τὸ 867 μ.Χ., ποῦ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς κατὰ Ἀνατολὰς Ἐπισκόπους καὶ Πατριάρχες, στρέφεται στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως καλεῖ ὅλους νὰ εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίων κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀληθὴ πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» καὶ καταδικάζει, ὡς «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ἢ «καταφρόνησιν» ἀπὸ ἐκείνους ποὺ «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα,  ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Ἐπὶ τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τοὺς εἰκονομάχους ἀλλὰ καὶ τὶς παπικὲς ἀξιώσεις καὶ τὸ γερμανοφραγκικὸ δόγμα τοῦ filioque, τὸ ὁποῖο διασαλεύει τὴν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἐνεργειῶν καὶ δὲν ἔχει θέση μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ filioque καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιὰ τὰ θέματα αὐτά, μετὰ τὴ συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερὸ πλέον κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.

Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ’, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καὶ μὲ κρίση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης καὶ ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερὸς Φώτιος ὑπῆρξε τὸ θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τὸν Ἅγιο Φώτιο καὶ ἀποκατέστησε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στὶς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τὸν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἢ παρέμεναν πιστοὶ σὲ αὐτὸν καθαιρέθηκαν καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἢ λαϊκοὺς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερὸς Φώτιος καθ’ ὅλη τὴν διαδικασία καὶ παρὰ τὴν προκλητικὴ στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τοὺς ὑπέδειξε νὰ μετανοήσουν καὶ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ποινή. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ποικίλες καὶ πολλαπλὲς στερήσεις καὶ κακουχίες. Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δύο Πατριαρχῶν, Φωτίου καὶ Ἰγνατίου,  ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸ ἔτος 886 μ.Χ. κατὰ τὸν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ διαδεχθέντα τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱὸ τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς Χρυσόστομος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου. Τὸ ἱερὸ καὶ πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στὴν λεγόμενη μονὴ τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο, δηλαδὴ στὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ βρισκόταν στὴ μονὴ τῆς Ἐρημίας, ἐνῶ τώρα τελεῖται στὴν ἱερὰ πατριαρχικὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος

Καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος

Στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.

Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος,

Ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος·
Ὧ καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ ἐκ Γεωργίας 

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Ἰκαλτοέλι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Ἰκάλτο καὶ γνώρισε τὴ βυζαντινὴ παράδοση ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1127 στὴ Γεωργία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς (Τζαγκάρης) ἦταν ἀδελφὸς στὴ μονὴ Σινᾶ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Μεζένιδες τὸ 1623 ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς μονῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης 

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἦταν ἀδελφὸς τῆς μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς στὴν Ἁγία Τριάδα Ἡρακλείου τῆς Κρήτης. Ὁ Ἅγιος ἦταν μέλος τῆς συνοδείας τοῦ Ἱερομάρτυρα Νεοφύτου τοῦ Σιναΐτου ( 20 Δεκεμβρίου) καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1822.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπὸ τὴν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τὸ λατινικὸ Μαρτύριον, ποὺ εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καὶ τὸ Ἐγκώμιον, ποὺ συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος, δὲν ἀναφέρουν τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα της. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο. Τὴν πληροφορία αὐτὴ υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καὶ οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Τὴν καταγωγὴ τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στὸ Ἐγκώμιον ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ μαρτύρησε.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἔχασε σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἀπὸ παιδὶ ἔβαλε στὴν καρδιά της τὸν Χριστὸ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σὲ αὐτὴν ἕνας ψυχικὸς βιασμός, ποὺ εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μὲ ἄγρια ἔνστικτα, τὴν σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νὰ μεταστρέψει τὸ φρόνημά της ὥστε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὕστερα τὴν παρέδωσε σὲ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνόμαζαν Ἀφροδισία καὶ τὶς θυγατέρες της, γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Κύριο.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη, πλημμύρισε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἄρχισε πάλι τὶς ἀπειλές. Στὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τὸν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σὲ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μὲ τὴν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τὴν Ἁγία καὶ διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν λογχίσουν. Παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ δηλώνει ὅτι τὰ βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, διέταξε νὰ τὸν ἀποκόψουν τὸν μαστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν φρικώδη αὐτὴ πράξη τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.

Μόλις πλησίασαν τὰ μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μὲ μορφὴ γέροντα καὶ ἕνας Ἄγγελος, μὲ μορφὴ παιδιοῦ, ποὺ κρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τὸ ὑγρὸ καὶ σκοτεινὸ κελὶ τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος γιάτρεψε τὶς πληγές της καὶ ἀποκατέστησε τὸν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ οἱ λοιποὶ κρατούμενοι ὠθοῦσαν τὴν Ἁγία νὰ ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπὸ τὴ μία ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν δραπετεύσει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο, δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο.

Τὴν τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανὸς τὴν προσάγει στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἂν δὲν ὑπακούσει στὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα καὶ δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς, θὰ θανατωθεῖ. Καμιὰ ὅμως ἀπειλὴ δὲν ἔκαμψε τὴν Ἁγία. Ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἐπέδειξε τὶς θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίξουν γυμνὴ τὴν Ἁγία πάνω σὲ αἰχμηρὰ κεραμίδια, ποὺ πάνω τους ἔκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν πόλη τῆς Κατάνης καὶ προξένησε πολλὲς ζημιές. Ἀνάμεσα στὰ θύματα ἦταν ὁ σύμβουλος τοῦ ἔπαρχου Σιλουανὸς καὶ ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ Κυντιανὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή. Μέσα στὸ δεσμωτήριο ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ τῆς χάρισε. Καὶ μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἦταν τὸ ἔτος 251 μ.Χ

 Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπὸ τὸ γεγονός, διαμαρτυρήθηκε  στὸν ἔπαρχο. Στὴ συνέχεια, μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανό της σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στοὺς αὐτόχθονες, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καὶ πάνω σὲ μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.

Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στὴν τιμὴ αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τὴν πόλη της ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στὸν τάφο της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴ λάρνακα μὲ τὸ ἅγιο λείψανό της, τὴν ἔστρεψαν πρὸς τὴν λάβα, ποὺ ζύγωνε τὴν πόλη καὶ ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης ἐτελεῖτο  στὸ Μαρτύριό της, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ ἕβδομο τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά της μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.

 

Μεγαλυνάριον.
Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας 

Ὁ  Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἦταν τέκνο πλουσίων καὶ ἐπίσημων γονέων.  Τὸν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμὴ  καὶ ἱερὸς πόθος νὰ  ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ  τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στὰ ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολὺ μικρὸ οἰκίσκο, ὅπου καὶ ἔστησε τὴν κατοικία του.

 Στὸν τόπο αὐτὸ ὁ Ὅσιος ζοῦσε στὴ μόνωση καὶ διεξήγαγε τοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀσκητικούς του ἀγῶνες μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Κάποιες φορὲς μετέβαινε καὶ στὰ πλησιόχωρα  χωριὰ ἀναζητώντας ψυχὲς πρὸς τὶς ὁποῖες ἔφερνε τὴν παρηγοριὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας.

 Ὅταν τὰ μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔχτισε μία μικρὴ καλύβα, στὴν ὁποία ζοῦσε μὲ ἄλλους ἀδελφούς. Τὸ Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι κοιμόταν στὴ γῆ, φοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἔφερε στὸ λαιμό του, στὴ μέση καὶ στὰ χέρια του βαριὰ σίδερα. Ὁ Θεὸς ποὺ ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καὶ ἄκουγε τὶς προσευχές του, τοῦ χάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε ὁσίως  μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Ὁ Ὅσιος Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε Μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς νήσου Πρώτης. Ζοῦσε μὲ ἁπλότητα καὶ ἐγκράτεια καὶ πολλὲς φορὲς τρεφόταν μὲ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί, γιὰ νὰ θρέψει τοὺς φτωχούς. Ἦταν κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ σεμνότητά του, τὸ ἦθος του, τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀντικειμενικότητα τοῦ χαρακτῆρα του. Πολλοὶ μάλιστα τόν παρομοίαζαν  μὲ τὸν Ἅγιο  Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

 Ὅταν τὸν  Ἀπρίλιο το ἔτους 956 μ.Χ.  ἀπεβίωσε ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 – 956 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ 957 μ.Χ. βάπτισε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν Ρωσίδα ἡγεμονίδα Ὄλγα, ἡ ὁποία, ὅπως λέγεται ἀπὸ μερικούς, ὀνομάστηκε Ἑλένη.

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἦταν κανόνας ἀρετῆς καὶ εὐσέβιας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963 – 969 μ.Χ.), ὅταν αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ νυμφευθεῖ τὴ βασίλισσα Θεοφανῶ,  χήρα το αὐτοκράτορα Ρωμανοὺ τοῦ Β’ (959 – 963 μ.Χ.).  Ἐπειδὴ μάλιστα ὁ γάμος εἶχε τελεσθεῖ κρυφὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸν βασιλιὰ στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ ἔγινε στὴν Ἁγία Σόφια. Ὅμως, στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἔδωσε τὴ συγχώρεση καὶ τὴ συναίνεσή του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴν ὁδηγήσει τὸ κράτος σὲ χάος.

Ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεσε θῦμα ἄγριας δολοφονίας. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ φαινόταν ἀκόμη πιὸ στυγερή, ἕνεκα τοῦ ὅτι συμμετεῖχε καὶ τὴν διευκόλυνε ἡ βασίλισσα Θεοφανῶ. Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος καταταράχθηκε γιὰ τὴν τρομερὴ καὶ ἀνοσία κακουργία. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μέρες ἀπὸ τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὁ Ἰωάννης Α’ ὁ Τσιμισκὴς (969 – 976 μ.Χ.) προσῆλθε στὸν ναὸ τῆς Ἅγια Σόφιας, γιὰ νὰ στεφθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ἱερὸ καὶ ἀπαίτησε προηγουμένως νὰ ἐκπληρωθοῦν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τρεῖς ὅροι. Ὁ πρῶτος ἦταν νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα ἡ Θεοφανῶ. Ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νὰ ὑποδείξει καὶ νὰ τιμωρήσει τὸν αὐτουργὸ τοῦ φόνου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, καὶ ὁ τρίτος ὅρος, νὰ ἀνακαλέσει τὰ θεσπίσματα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἐξασφάλισε στὴν ἐκκλησία τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τῆς ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς ἐνέργειας κατὰ τῶν ὑπερβάσεων τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, ὅταν αὐτὲς βλάπτουν τὴν Ἐκκλησία καὶ σφαγιάζουν τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ τοῦ θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸ μοναχισμὸ καὶ τὴν νὰ ἀσκητικὴ ζωὴ  ἐκφράστηκε καὶ διὰ τῆς ἱδρύσεως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, τῶν μονῶν Μέγιστης Λαύρας καὶ Ἰβήρων στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος  970 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκ Σικελίας 

Ὁ Ὅσιος Σάββας γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Σικελία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Χριστόφορο καὶ τὴν Καλή. Ἐκάρη Μοναχὸς  στὴ μόνη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου,  ὅπου μόναζαν ὁ πατέρας του, Χριστόφορος, καὶ ὁ ἀδελφός του, Μακάριος. Ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Σαρακηνῶν στὴ Σικελία ὁ Ἅγιος μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του κατέφυγε στὴν Καλαβρία καὶ ἐκεῖ ἵδρυσε τὴν  μόνη τῶν Ἀρχαγγέλων, στὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μόνη λόγω τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σαρακηνῶν στὴν περιοχὴ τῆς Καλαβρίας. Ἔτσι, κατέφυγε σὲ περιοχὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Σίγνιο, ὅπου ἵδρυσε τὴν μόνη τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου. Μετὰ  τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα του, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς μόνης. Ἡ Ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν κατέστησε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν Ἰταλία, γι' αὐτὸ καὶ ἐπονομάστηκε Σάββας ὁ νεότερος.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 995 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὔγκλιχ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καὶ ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὴν Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀγωνιζόμενος νὰ μιμηθεῖ τὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καὶ Θεοδοσίου ( 3 Μαΐου). Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καὶ τὸ 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μόνης Κορσοῦν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν ἀνέδειξε σὲ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν μικρὴ Σκήτη τοῦ Μιχαηλόβσινα,  γιὰ νὰ ζήσει στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία.

Τὸ 1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στὴ μόνη Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονιστεῖ, εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος νὰ ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος, στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες καὶ μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1696. Τὸ ἱερὸ λείψανό του κατατέθηκε στὴ μόνη τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἀπετέλεσε πηγὴ ἰαμάτων καὶ θαυμάτων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης ἐν Τσέρνιγκωφ τῆς Ρωσίας 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀθηναῖος 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἀφανεῖς γονεῖς, τὸν Μῆτρο  καὶ τὴν Καλομοίρα. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του, σὲ Τούρκους ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἀλβανία. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπὸ τῶν αὐθεντῶν του σὲ κάποιος Ἀγαρηνοὺς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγόρασαν μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βασανίσουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν πούλησαν σὲ ἄλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθεὶς πέντε φορὲς σὲ σκληρότερους αὐθέντες, σὲ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα ψυχῆς πιστὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Τελικὰ ἀγοράσθηκε ἀντὶ 400 γροσσίων ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήριο ποὺ δούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ποὺ κάποτε στὸ παρελθὸν τὸν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ, τώρα ἀποκήρυσσε τὸν Ἰσλαμισμό. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουρὰτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν νομίζεις ὅτι θὰ καταφέρεις νὰ μὲ ἀποτρέψεις ἀπὸ τὴν πίστη μου στὸν Χριστὸ μὲ τὰ φοβερίσματά σου. Γι’ αὐτὸ βασάνισε, μαστίγωσε καὶ κατατεμάχισε τὸ σῶμα μου καὶ ἐπινόησε καὶ κανέναν ἄλλον καινούργιο καὶ φοβερότερο θάνατο, ἐπειδὴ περισσότερο ὑπάρχει περίπτωση ἐσὺ νὰ γίνεις Χριστιανὸς παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ὁμολογῶ Αὐτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινὸ Θεό».
Ὁ κριτὴς συγκινημένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρα, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθωώσει. Ἐπειδὴ ὅμως, φοβήθηκε τοὺς ψευδομάρτυρες, τὸν ἀπέστειλε στὸν βεζίρη Μεχμὲτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τὰ περὶ τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζίρης, πεισθεῖς γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν φυλακίσουν. Ὅμως τὸ μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν σουλτάνο Χαμὶτ τὸν Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) γιὰ δωροδοκία καὶ ἔτσι ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθεῖς τὸ ἔτος 1774 μ.Χ, ἡμέρα Τετάρτη, στὴν περιοχὴ Ἂκ – Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀπολωλότων, ἐν Ρωσίᾳ 

Ἡ θαυματουργὸς καὶ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ὀνομάζεται «Ἡ τῶν ἀπολωλότων ἀναζήτησις», τιμᾶται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Παναγία, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, ἔσωσε ἀπὸ τὴν κόλαση τὸν μοναχὸ Θεόφιλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀδάνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ὁποῖος μετανόησε.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας βρίσκεται σήμερα στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Μόσχας, ποὺ ἐπονομάζεται Σλοβούσκυ καὶ θαυματουργεῖ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σικελιωτίσσης ἐν Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας 

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σικελιώτισσας φυλάσσεται στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας. Τὴν ἐπωνυμία «Σικελιώτισσα» ἔλαβε ἀπὸ τὸν τόπο προελεύσεώς της, ἐφόσον, κατὰ τὴν παράδοση, δυὸ εὐσεβεῖς Ἕλληνες μοναχοί, ὁ Ξενοφῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, τὴ μετέφεραν ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα τῆς Σικελίας, πιθανῶς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ δυὸ γέροντες ἵδρυσαν μονὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Δὸν καὶ ἔζησαν μέχρι τῆς ἀποπερατώσεώς της στὰ σπήλαια τῶν ἀσβεστογενῶν βράχων τῆς λοφώδους ἐκείνης περιοχῆς.

Ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἀναπαριστᾶται ἡ Θεοτόκος καθήμενη ἐπὶ νεφελῶν νὰ κρατᾶ λευκὸ ἀνθισμένο κρίνο στὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ Θεῖο Βρέφος μὲ τὸ ἀριστερὸ αὐτῆς καθήμενο στὰ γόνατά της. Τὸ Βρέφος κρατᾶ μὲ τὴ σειρά του κρίνο στὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξιό. Γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας ἀναπαρίστανται ὀκτῶ ἄγγελοι σὲ στάση ἱκεσίας καὶ γονυκλισίας. Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Θεοτόκου ἱστορεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς.

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔχει ἐπιτελέσει πολλὰ θαύματα καὶ τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ ἔτος 1831, ὁπότε καὶ κατέπαυσε θαυματουργικὰ τὴν ἐπιδημία χολέρας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐγεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 360 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς και ἦταν συγγενὴς τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) καὶ Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔλαβε μεγάλη και θαυμαστὴ θεολογικὴ και φιλοσοφικὴ γνώση. Στὴν ἀρχὴ ἐργάσθηκε ὡς διδάσκαλος καὶ κατηχητὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἐπιζητώντας ὅμως τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ δύναται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ στὴ συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του.

Τὸ εὐγενὲς και ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικὸς ἀσκητικὸς βίος και ἡ τεράστια θεολογικὴ κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νὰ ἀποκτήσει μεγάλο κύρος καὶ φήμη, νὰ ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νὰ καταστεῖ περίβλεπτος καὶ νὰ θεωρεῖται μοναδικὸς στὶς ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατὰ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ ἔτος 431 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σπουδαῖο κύρος στὴν Ἐκκλησία. Ἔλεγχε μὲ παρρησία τοὺς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε τοὺς πάντες μὲ τὸ θεῖο του λόγο, ἐνουθετοῦσε τοὺς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τοὺς κλονιζόμενους καὶ ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτὸν ὁ ἱερὸς Φώτιος. Συνέγραψε δὲ ἀρκετὲς πραγματεῖες, ὡς καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώζονται πολλές, μὲ τὶς ὁποῖες ἐνουθετοῦσε, συμβούλευε και συγχρόνως ἐξηγοῦσε τὶς θεῖες καὶ σωτήριες Γραφές.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 440 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.

 

Κοντάκιο. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.

 

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Εἰρηνουπόλει 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως τῆς Κιλικίας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακοσίους δεκαοκτώ Ἁγίους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος 

Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἐσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.

Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.

Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων ἑορτάζεται καὶ στὶς 4 Ἰανουαρίου, ὅπως καὶ στὶς 9 Μαΐου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ Περσίδος

Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβὴλ ἐπὶ βασιλέως Σαβωρίου. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔγινε στὴν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως ποὺ ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς. Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος τὸν ἐπίεζε, μὲ ἀπειλὲς καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, πῶς δὲν φοβᾶσαι προτρέποντάς με νὰ πράξω κάτι ποὺ δὲν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Δημιουργὸ καὶ νὰ προσκυνήσω τὸ κτίσμα καὶ δημιούργημά Του;».
Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τὸν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία· δὲν ξέρουν τί κάνουν». Καὶ σὲ κάθε βασανιστήριο ἐπεκαλεῖτο τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθα ἐμένα τὸν δοῦλον σου, ἐπειδὴ σὲ ἐσένα πιστεύει ἡ ψυχή μου». Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ ἀρχιμάγος διέταξε τὸν διὰ ξίφους ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἀβραμίου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Μάρτυρας 

Εἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἐτελειώθη διὰ ξίφους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητὴς ἐγεννήθηκε στὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης τὸ 792 μ.Χ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός. Στὴν ἡσυχία τῆς Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ λάβει μεγάλη θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ παιδεία, νὰ διακριθεῖ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ φθάσει στὰ ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καὶ στὴν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Μονὴ Στουδίου καὶ οἱ μοναχοί της ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιὰ τὴν προσήλωσή τους στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Προικόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνὸς (815 – 821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ Σύνοδο προσεκάλεσε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο, ὄχι γιατὶ ἐφοβόταν, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ στιγματίσει διὰ τῆς ἀποχῆς του τὴν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Θεόδωρο. Λίγο μετὰ ἐφυλακίσθηκε γιὰ τρία χρόνια, παλεύοντας μὲ τὴ δίψα καὶ τὴν πείνα, καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίσθηκε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.

Ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος τοῦ Ε’, Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλός (820 – 829 μ.Χ.), ἐπέτρεψε τὴν ἐπάνοδο σὲ ὄλους τοὺς ἐξορισθέντες ὑπὸ τοῦ Λέοντος Ε’. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε στὴν Χαλκηδόνα τὸν Πατριάρχη καὶ συναγωνιστή του Νικηφόρο. Ἀκολούθως ἔμεινε γιὰ λίγο χρόνο στὸν Ἀστακηνὸ Κόλπο, καὶ τέλος ἐπανῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ἀλλὰ γιὰ λίγο μόνο, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ ἀποδώσει στοὺς Ὀρθοδόξους τὶς ἀφαιρεθεῖσες ἀπὸ αὐτοὺς ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀνάρτηση εἰκόνων σὲ αὐτές. Ἀκολουθεῖ τὸν αὐτοεξόριστο Γέροντά του, Ὅσιο Θεόδωρο, στὴ νῆσο Πρίγκηπο. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος, μὲ τὴν λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα παραιτεῖται, προτείνοντας ὡς διάδοχό του τὸν πρεσβύτερο Σωφρόνιο.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διώξεις καὶ αὐτοεξορία σὲ μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, στὸ Πραίνετο τῆς Νικομήδειας, ἱδρύει, τὸ ἔτος 859 μ.Χ., τὸ μοναστήρι τοῦ Κονορωβίου βοηθούμενος ἀπὸ κάποιον πλούσιο καὶ εὐσεβὴ ποὺ ὀνομαζόταν Σαμουήλ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν παρέσυραν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἔριδες μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου. Μετέβη λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ στὴν Προικόννησο, μετὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Ἑξαμίλι τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, ἀπ’ ὅπου ὁδηγήθηκε μὲ συνοδεία φρουρᾶς, τὸ ἔτος 866 μ.Χ., ὡς αἰχμάλωτος κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α’ (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στὸν πολυπαθὴ Ὅσιο τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. Ἐκεῖνος, λυπούμενος γιὰ τὴν ἀκαταστασία τῆς ἐποχῆς, ἀρνήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 868 μ.Χ. καὶ τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντὰ στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν ἐνδόξων Στουδιτῶν Ναυκρατίου καὶ Θεοδώρου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας

Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα

Τῇ  στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε.

Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν

Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.

 

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.

 

Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ὁ Θαυματουργός 

Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ ἐχάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλοὺς ἐθεράπευσε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις 

Ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Μανουὴλ Γεδεὼν ὡς ἀσκητὴς ὅσιος ἐν τοῖς Πυθίοις (τὸ σημερινὸ Κουρί) πρὸ τῶν εἰκονομαχιῶν. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πρίγκηπας 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 1189 στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου πρίγκηπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τὸν ἐδελφό του Κωνσταντίνο καὶ ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρὶν τὴν μάχη τοῦ Κάλκα, κατὰ τὴν ὁποία οὁ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χὰν κατέστρεψαν τὸ Ρωσικὸ στρατό. Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπὸ ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἀγῶνες, καθὼς καὶ πολέμους κατὰ τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στὴ Ρωσία καὶ ἐλεηλάτησαν τὴ Μόσχα, τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Βλαδιμίρ. Πράγματι, τὸ ἔτος 1223, τὰ μογγολικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν στὴ χῶρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τοὺς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀσία.
Ὁ Ἄγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στὴ μάχη τὴν ὁποία συνῆψε μὲ τοὺς Μογγόλους στὸν ποταμὸ Σίτα στὶς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμά του στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστὼβ καὶ δύο χρόνια αργότερα τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐπισημότητα στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις 

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις ἀσκήτεψαν περὶ τὸ 1485 στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πετσένγκα – Γκραζοβέσκ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν στὴν κωμόπολη Βλαντιμίρσκο τῆς Πετσένγκα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Γκαλὶτς τῆς Κοστρόμα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι εἶχε τὴ θεία κλήση ἐκ κοιλίας μητρός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ δέχθηκε τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ θείου ὁράματος. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὴν πατρική του οἰκία, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκόφ. Ἀργότερα, ὅταν οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου πληροφορήθηκαν τὴν ἀπόφαση τοῦ υἱοῦ τους, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὴν μοναχικὴ ὁδὸ καὶ ἔγιναν μοναχοί, πρῶτα ἡ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα Ἑλένη καὶ στὴ συνέχεια ὁ πατέρας του μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανούφιος, τοῦ ὁποίου μάλιστα ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση ἀνετέθη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο στὸν υἱό του Κύριλλο.

Ὡς μοναχὸς ἐντυπωσίασε μὲ τὶς ἀρετές, τὴν ὑπακοή, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Κορνήλιο ( 20 Φεβρουαρίου) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός του ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἐξέλθει καὶ νὰ ἀσκητέψει σὲ ἔρημο τόπο. Ἔπειτα ἀπὸ ἐρημικὴ ζωὴ εἴκοσι περίπου ἐτῶν σὲ διάφορους ἀσκητικοὺς τόπους τῆς Ρωσικῆς γῆς, ὁ Ὅσιος κατέληξε στὰ προάστια τῆς Μόσχας Νόβγκοροντ καὶ Πσκόφ, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Μετὰ ἀπὸ διαδοχικὰ θεία σημεῖα καὶ ὁράματα τῆς Θεοτόκου, ἵδρυσε μονὴ καὶ ἀνήγειρε δύο ναοὺς στὴ Λευκὴ Λίμνη, ἐνῷ ἡ ὁσιακὴ πολιτεία του προσείλκυε νέους ἀδελφοὺς γύρω του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τῆς διακρίσεως.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἀφοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, τὸ ἔτος 1532. ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 15 Ἰουνίου καὶ στὶς 7 Νοεμβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Νεομάρτυρας τοῦ Χαλεπλῆ 

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Χαλέπιον. Οἱ Τοῦρκοι τὸν φθόνησαν γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἤθελε νὰ γίνει Τοῦρκος ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε. Ἔτσι τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, τὸν καλοῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πατρῴα εὐσέβεια.
Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία, τὴν ὁποία τὸν καλοῦσαν νὰ ἀσπασθεῖ. Ἀποδεικνυόμενος ἀκλόνητος καὶ ἀμετάθετος, παρὰ τὶς πιέσεις τῶν Τούρκων νὰ ἐξωμοτήσει, δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, τελειωθεῖς διὰ ξίφους, τὸ ἔτος 1686 μ.Χ. Ὁ ὑπ’ ἀριθμ. 2142(129) Κώδικας τοῦ XVIII αἰῶνος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου 17 Φεβρουαρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

 

Ἡ Ἁγία Δοσιθέα Βασίλισσα τῆς Ρωσίας 

Ἡ Ἁγία Δοσιθέα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1810.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Συμεὼν ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Ἦταν ἄνθρωπος κατὰ τὴν φύση, ἀλλὰ στὴν ἀρετὴ ἄγγελος, ἄνθρωπος συναναστρεφόμενος μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ συμπολιτευόμενος μὲ ἀγγέλους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δὲν θὰ πεθάνει προτοῦ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν κρατήσει στὴν ἀγκαλιά του.

Ἡ Θεοτόκος κατὰ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ εἶπε: «Δέξαι γεραρώτατε ἄνθρωπε, τὸν πρὸς σὲ μᾶλλον ἢ πρὸς ἐμὲ τὴν τεκοῦσαν νῦν ἐπειγόμενον· δέξαι τὸν σὲ ποθοῦντα μᾶλλον ἢ Ἰωσήφ· δέξαι τὸν δευτέραν τῆς σῆς φιλίας τὴν πρὸς ἐμὲ τὴν μητέραν στοργήν, ὡς ἔοικε λογιζόμενον· δέξαι, καί, ὡς βούλει, τοῦ ποθουμένου καταπόλαυε». Καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπέθεσε στὰ χέρια τοῦ Πρεσβύτου Συμεὼν τὸν Κύριο.

Ὁ Συμεὼν «σκιρτᾷ καὶ ἀγγαλιᾷ, καὶ λαμπρᾷ καὶ διαπρυσίῳ φωνὴ περὶ αὐτοῦ ἀνακέκραγε λέγων· οὗτός ἐστιν ὁ ὢν καὶ προὼν καὶ ἀεὶ τῷ Πατρὶ συμπαρὼν, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἄῤῥητος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἀτέκμαρτος. Οὗτός ἐστι τῆς πατρικῆς δόξης τὸ ἀπαύγασμα, οὗτός ἐστιν ὁ χαρακτὴρ τῆς πάντως συστάσεως, τοῦτο τὸ φῶς τῶν φώτων, ἐκ πατρικῶν ἀνατέλλον κόλπων».

«Εἶδε δὲ ὁ Συμεὼν καὶ τὸν Δεσπότην ἐπέγνω καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀπόλυσιν. Τί λέγων; Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου δέσποτα κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ἐπειδὴ προώρισε πρὸ τῶν αἰώνων ὁ νῦν γαλακτοτροφούμενος, ὁ ὑπὸ τῶν χειρῶν μου βασταζόμενος τοῦ μὴ ἰδείν με θάνατον πρὶν ἴδω τὸν Χριστὸν Κυρίου».

Ὁ Συμεὼν προεῖπε στὴ Θεοτόκο ὅσες ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ πικρίες καὶ ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἦταν «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Στὸ σημεῖο αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου: «Τοῦ Συμεῶνος εἰρηκότος περὶ τοῦ Κυρίου εἰς ἐξάκουστον τῶν παρθενικῶν ἀκοῶν τό· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καί, ἠγανάκτησεν εἰκὸς ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου κατὰ τοῦ Συμεῶνος λέγουσα πρὸς αὐτόν· Οὐκ οἶδας τί διαγορεύεις ἄνθρωπε. Ἐπὶ τὸν Χριστὸν σκυθρωπὰ καταγγέλλεις; Οὐκ οἶδας τὴν σύλληψιν τοῦ παιδίου καὶ ὡς περὶ κοινοῦ τόκου σημεῖον ἀντιλογίας μηνύεις. Οὐδεμία πτῶσις ἐν αὐτῷ, ὕψωσις δὲ πολλὴ καὶ συγκατάβασις τοῖς εὐεργετουμένοις. Τί οὖν οὐκ εὐλογεῖς φάσκων· ἰδοὺ οὗτος κεῖται οὐκ εἰς πτῶσιν, ἀλλ’ εἰς ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· διὰ τί δὲ καὶ λέγεις σημεῖον ἀντιλεγόμενον; Ὁ δὲ Συμεὼν πρὸς τὴν παρθένον· ἀρκεῖ σοι, παρθένε, τὸ μητέρα σε κληθῆναι· ἱκανόν σοι τὸ τροφὸν εὑρεθῆναι τοῦ τρέφοντος τὸν κόσμον· μέγα σοι τὸ σαρκὶ βαστάσαι τὸν τὰ πάντα βαστάζοντα. Ὁ ἐν σοὶ νῦν Χριστὸς κατοικήσας καὶ ἐν ἐμοὶ νῦν ὁ αὐτὸς τὰ περὶ αὐτοῦ λαληθῆναι παρεσκεύασεν ὅτι οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· εἰς πτῶσιν τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, εἰς ἀνάστασιν δὲ τῶν πιστευόντων ἐθνῶν… σημεῖον ἀντιλεγόμενον τὸν σταυρὸν προσαγορεύσας».
Ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τῆς Προφήτιδος Ἄννας στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς  Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ξυνωρὶς ἡ ἔνθεος, χαρμονικῶς εὐφημείσθω, Συμεὼν ὁ Δίκαιος, σὺν τῇ Προφήτιδι Ἄννῃ· οὗτοι γὰρ, εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, ὤφθησαν, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αὐτόπται· τοῦτον γὰρ καθάπερ βρέφος, εἶδον ἀξίως καὶ προσεκύνησαν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.

Ἡ Προφήτιδα Ἄννα 

Ἡ Προφήτιδα Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ τὸν σύζυγό της μόνο ἑπτὰ χρόνια, γιατί ἐκεῖνος ἀπεβίωσε, πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ ναὸ καὶ πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες της. Ἔτσι λάτρευε τὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα, μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ αὐτὴ τὸν Κύριο, τὸν ὁποῖο προσήγαγε στὸ ναὸ ἡ Παναγία καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσήφ.
Ἡ Προφήτιδα Ἄννα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξή της ἐτελεῖτο, μαζὶ μὲ τοῦ δικαίου Συμεῶν στὸ Ἀποστολεῖο Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, ποὺ ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε· ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῷ, προσήγαγεν ὠς  Προφῆτις· ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἷα Χριστοῦ θείους θεράποντας.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ξυνωρὶς ἡ ἔνθεος, χαρμονικῶς εὐφημείσθω, Συμεὼν ὁ Δίκαιος, σὺν τῇ Προφήτιδι Ἄννῃ· οὗτοι γὰρ, εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, ὤφθησαν, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αὐτόπται· τοῦτον γὰρ καθάπερ βρέφος, εἶδον ἀξίως καὶ προσεκύνησαν.

 

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος τῶν θεοφόρων, Συμεὼν ὁ δίκαιος, καὶ Ἄννα ἡ τοῦ Φανουήλ, μεγαλοφώνως αἰνείσθωσαν· ὅτι κατεῖδον, Χριστὸν ὥσπερ νήπιον.

 

Μεγαλυνάριον.
Δίκαιοι ἐν νόμῳ καὶ εὐλαβεῖς, Συμεὼν ὁ Πρέσβυς, καὶ ἡ Ἄννα ἡ Φανουήλ, ὤφθησαν Κυρίῳ, τῷ σεσωματωμένῳ, καὶ ὕμνησαν τὴν τούτου, ἄρρητον κένωσιν.

Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας 

Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἀσὰ (910 – 870 π.Χ.), υἱοῦ καὶ διαδόχου τοῦ Ἀβιὰ καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀδὰμ ἢ Ὠδήδ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν γῆ Σεμβαθᾶ καὶ κήρυττε στὸν λαὸ τὴν εὐσέβεια. Στηλίτευε τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λέγοντας: «Ἀκούσατέ μου Ἀσά, καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Βενιαμίτες. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σας, διότι καὶ ἐσεῖς εἶστε μαζί του. Ἐὰν συνεχίσετε νὰ λατρεύετε αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι στὸ μέλλον μαζί σας. Ἐὰν ὅμως ἐγκαταλείψετε αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς ἐγκαταλείψει».
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν ἀγρὸ αὐτοῦ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βανέα. Ἔχοντες τὸν πόθο νὰ δοῦν τοὺς Ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν στὴν Καισάρεια, διότι ἐκεῖ καταδιωκόταν περισσότερο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Χριστιανῶν ἦταν μεγαλύτερο.

Ἐκεῖ, μὲ τὴν παρρησία ποὺ τοὺς διέκρινε, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁμολογία τους αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Φιρμιλιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νά τοὺς ὑποβάλουν σὲ βασανιστήρια.

Ἀμέσως, λοιπόν, τοὺς μαστίγωσαν καὶ τοὺς προκάλεσαν μεγάλες πληγὲς στὸ σῶμα. Στὴ συνέχεια τούς ὑπέβαλαν καὶ σὲ ἄλλα φρικωδέστερα βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια αὐτά, ἔμειναν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄρχοντας τοὺς ἔριξε γιὰ τροφὴ σὲ ἄγρια θηρία.
Τὸ Συναξάρι ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς πάλεψε μὲ ἕνα λιοντάρι καί, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, διαφυλάχθηκε ἀβλαβής. Κατόπιν ὅμως τὸ ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Εὔβουλος, ἀφοῦ ἔπαθε τὰ ἴσα, ἐπισφράγισε τὸ μαρτύριο μὲ τὸν μαρτυρικό του θάνατο. Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ βουκόλος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους καὶ φιλάνθρωπους γονεῖς. Οἱ ἐπαγγελματικὲς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Ὅταν ἔγινε διωγμὸς ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν καταζητοῦσαν ὡς Χριστιανό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὕρισκαν. Ἡ μητέρα του, ποὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία του, τοῦ συνέστησε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς φυγῆς. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Τόσοι ἄλλοι μαρτυροῦσαν. Γιατί, λοιπόν, αὐτὸς νὰ δραπετεύσει; Ἔτσι, προσῆλθε μὲ προθυμία καὶ παραδόθηκε στοὺς διῶκτες του, τοὺς ὁποίους καὶ φιλοξένησε καὶ περιποιήθηκε σὰν νὰ ἦταν εὐεργέτες του.

Τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ κοχλαζόμενο λέβητα, ὅπου διέμεινε πέντε ἡμέρες χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε τὸν Ἅγιο σῶο καὶ ἀβλαβή. Ἔτσι, πολλοὶ στρατιῶτες, ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο μὲ τὸ νερὸ τοῦ λέβητος.

Μόλις πληροφορήθηκε ὁ ἡγεμόνας τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔστειλε ἐκεῖ ἄλλους στρατιῶτες νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο Βλάσιο ἀπὸ τὸν λέβητα. Ὅταν ὅμως καὶ αὐτοὶ ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο μέσα στὸν λέβητα μὲ τὸ βρασμένο νερό. Ἐπειδὴ δέ, νόμιζε ὅτι τὸ νερὸ εἶχε κρυώσει, ζήτησε νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ νίψει τὰ μάτια του. Μόλις ὅμως ἔκανε αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, ἀμέσως τυφλώθηκε καὶ συγχρόνως ξεψύχησε.
Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τὴν οἰκογένειά του καὶ στὴ συνέχεια παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ κατὰ τύχη παρευρίσκονταν ἐκεῖ, κατὰ τὴν τελείωσή του, εἶδαν τὴ μακαρία του ψυχή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, σὰν περιστερὰ λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα, καὶ πέταξε στὸν οὐρανό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Σίμων οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος καὶ Σίμων μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Κελερίνος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἄγος Κελερίνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀφρική. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) βρισκόταν στὴν Ρώμη, ὅπου συνελήφθη καὶ ἐρρίφθη σὲ σκοτεινὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅμως ἀπολύθηκε καὶ ἐπανῆλθε στὴν Καρχηδόνα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ὁ Πάπας Ρώμης Κορνήλιος (251 – 253 μ.Χ.) καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐγκωμιάζουν τὸν Ἅγιο Κελερίνο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστο πότε κοιμήθηκε. Τιμᾶται ὡς Μάρτυς γιὰ τὶς κακουχίες του στὴ Ρώμη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος 

Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας 

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καὶ ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ. Συνόδευσε τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο ( 26 Μαΐου) καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν διάδοση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως στὴ νότια Ἀγγλία. Ὁ Ἅγιος διαδέχθηκε στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας, τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο καὶ παρέμεινε στὸν θρόνο μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, τὸ ἔτος 619 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Ἀνσέριος ὁ Ἀπόστολος τῆς Δανίας καὶ τῆς Σκανδιναβίας

Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος γεννήθηκε στὴν Πικαρδία στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἀνατράφηκε στὸ μοναστήρι τῆς Κορβίας, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὴν ἐντολὴ νὰ ἐργασθεῖ ἱεραποστολικὰ στοὺς λαοὺς ποὺ δὲν εἶχαν γνωρίσει τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς χῶρες τὶς Βαλτικῆς. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος τῶν νέων χωρῶν, στὶς ὁποῖες ἐργάζεται ἱεραποστολικά, μὲ ἕδρα τὸ Ἀμβοῦργο. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο συνεχίζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴν προσευχή, τὴν ποιμαντικὴ δράση καὶ τὴ φιλανθρωπία.

Ὅταν, τὸ ἔτος 845 μ.Χ., τὸ Ἀμβοῦργο καταλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς, ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος ἀναγκάζεται νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἕδρα του προσωρινὰ καὶ νὰ περιοδεύσει στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ. Μετὰ δύο χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ποὺ τώρα εἶχε συνενωθεῖ μὲ τὴν πόλη τῆς Βρέμης, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Μαγεντίας. Ὁ Ἅγιος συνεχίζει τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητά του καὶ βαπτίζει Χριστιανὸ τὸν βασιλέα τῆς Δανίας Χόριχ καὶ τὸν διάδοχό του ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ εἶχε κινήσει διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἀνσέριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 865 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα Βλαντιμὴρ Κωνσταντίνοβιτς καὶ γεννήθηκε τὸ 1235 στὴ Ρωσία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1285 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ἔζησε στὴν Σερβία καὶ ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐκ Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἔζησε τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τβὲρ τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1289.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Πνευματικὸς 

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ὁσίου Σάββα. Ἀσκήτεψε στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων περὶ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν Ὁσίων Νεκταρίου καὶ Θεοφάνους τῶν Ἀψαράδων ( 17 Μαΐου). Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔζησε μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὡς ἕνας ταπεινὸς καὶ πτωχὸς ἐρημίτης. Ποτὲ δὲν εἶδαν τὸν Ὅσιο νὰ θυμώσει, νὰ κατακρίνει καὶ νὰ μνησικακεῖ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πλημμύριζε ἀπὸ ταπείνωση, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πέτρα ἡ στερεὰ καὶ ἄρρηκτη ἐπὶ τῆς ὁποίας οἰκοδομεῖται ἡ πνευματικὴ ζωή».

Ὁ ἀσκητικός του βίος ἦταν πολὺ αὐστηρός. Κάθε βράδυ προσευχόταν μέχρι τὸ πρωί. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ λιτή. Κρέας, ψάρι καὶ τυρὶ δὲν δέχθηκε ποτὲ στὸ τραπέζι του, ἐνῶ ποτὲ δὲν ἔριξε στὸ φαγητό του σταγόνα ἀπὸ λάδι.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 9 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1505. Ὅταν παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ἄρρητη εὐωδία ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸ τίμιο σκήνωμά του. Ὁ Ὅσιος ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων. Στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Ρουσάνου Μετεώρων φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr 

Οἱ Ἅγιοι Σταμάτιος καὶ Ἰωάννης οἱ Νεομάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ ὁ συνοδίτης αὐτῶν Νικόλαος

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ Νικόλαος κατάγονταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτήρησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ στὴ Χῖο, τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πρῶτοι, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης, ἤσαν ἀδελφοί. Ὁ πατέρας τοὺς ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης καὶ ἡ μητέρα τοὺς Ἀνέζω.

Κατὰ τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι ξεκίνησαν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε ναυτικούς, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ συναθλητὴς αὐτῶν Νικόλαος. Ἡ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ τοὺς ἀνάγκασε νὰ προσαράξουν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χῖο, σὲ παραλία τῆς Μικρασιατικῆς γῆς ποὺ ὀνομαζόταν Τσεσμέ. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν στὴν ξηρά, φοβούμενοι τοὺς Τούρκους, ἐμπιστεύτηκαν τὴν ζωὴ τους σὲ κάποιον Χριστιανό, τὸν ὁποῖο παρακάλεσαν νὰ μεριμνήσει, δίδοντάς του ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἐξεύρεση ὑλικῶν, προκειμένου νὰ ἐπισκευάσουν τὰ χαλασμένο πλοιάριό τους. Ὅμως αὐτὸς τοὺς πρόδωσε στὸν ἀγᾶ καὶ ὁδήγησε ἐναντίων τους, τοὺς Τούρκους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεδίωξαν. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ οἱ δύο φονεύθηκαν, ἄλλοι δὲ δύο ἔφυγαν διὰ θαλάσσης. Οἱ Ὀθωμανοί, ἐξαγριωμένοι, συνέλαβαν τοὺς δύο ἀδελφούς, Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη καὶ τὸν γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ὁ πασᾶς, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τοὺς δύο ἀδελφοὺς καὶ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸ Νικόλαο στὴν ἐκτὸς τοῦ κάστρου πεδιάδα.

Οἱ Τοῦρκοι προέτρεπαν τὸ Νικόλαο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ γλυτώσει τὸν θάνατο καὶ νὰ κερδίσει τὴν ζωή, ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του. Ἔτσι, ὀμολογώντας τὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ ἐξισλαμίσουν καὶ τοὺς δύο ἀδελφούς. Παρὰ τὶς μεθοδικὲς καὶ ἐπίμονες προσπάθειες αὐτῶν, ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, δὲν κατάφεραν τίποτε. Οἱ Μάρτυρες βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπέστειλαν κρυφὰ ἔγγραφη τὴν ἐξομολόγησή τους πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χίου, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ προχωρήσουν πρὸς τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Κοινωνήσαντες δὲ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τῶν ὁποίων τὴν ἀποστολὴ οἰκονόμησε ὁ Ἐπίσκοπος διὰ γυναικὸς, ἦσαν ἕτοιμοι γιὰ τὴν μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, διεκήρυξαν καὶ πάλι τὴν ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ πορευόμενοι πρὸς τὸ μαρτύριο φώναξαν πρὸς τὸ πλῆθος: «Χριστιανοὶ εἴμεθα, γιὰ τὸν Χριστὸ πηγαίνουμε στὸν θάνατο». Ἔτσι δέχθηκαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου, ἀποκεφαλισθέντες, ὁ μὲν νεομάρτυρας Σταμάτιος σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ δὲ νεομάρτυρας Ἰωάννης σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς  κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.

 

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετςῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Παῦλος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκυ) ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1825.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἰσαπόστολος

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1836 στὸ χωριὸ Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καὶ Ξένη καὶ ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ἔκανε τὰ πρῶτα βήματά του μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στὸ τοπικὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ μετὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξὺ τῶν πρώτων, συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπὸ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔτος 1861.

Στὴν Ἰαπωνία, λίγο μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊτῶν στὸ νότιο ἄκρο τὸν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοὶ ἔμποροι εἶχαν πείσει τὴν κυβέρνηση πὼς πρέπει ἡ χώρα νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐπιρροὴ τῶν ξένων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ κλείσουν τὰ λιμάνια γιὰ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους αὐτούς. Γιὰ διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτικὴ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, ποὺ ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἄπω Ἀνατολή.

Στὸ Χακοντάτε, λιμάνι τῆς βόρειας Ἰαπωνίας, ἐγκαταστάθηκε Ρωσικὴ Πρεσβεία καὶ τὸ προσωπικό της χρειαζόταν ἐφημέριο. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ πρὶν τελειώσει τὴν ἀκαδημία εἶχε καρεῖ μοναχός, εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Νικόλαο καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος τὸ 1860 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νόβγκοροντ καὶ Ἁγίας Πετρουπόλεως Γρηγόριο, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ χαρὰ δέχθηκε νὰ ἐργαστεῖ ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰαπωνία. Καὶ ἔτσι τὸ 1861, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος ξεκίνησε χωρὶς συνοδεία καὶ ταξίδεψε στὴν Σιβηρία. Ἔτσι ἔφθασε στὸ Χακοντάτε ὡς ἐφημέριος τοῦ διπλωματικοῦ σώματος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλε γράμμα στὸν Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως περιγράφοντας τὸν πολιτισμό, τὴν εὐγένεια καὶ τὸν λεπτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἰαπώνων. Τοὺς θαύμαζε γι’ αὐτὰ καὶ ὅμως συγχρόνως τοὺς λυπόταν, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειπε τὸ κυριότερο: ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.

Στὸ Χακοντάτε δὲν τὸν εἶχαν ὑποδεχθεῖ θερμὰ οὔτε οἱ Ρώσοι οὔτε οἱ Ἰάπωνες. Εἰδικὰ οἱ τελευταῖοι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ χρόνιου ἀπομονωτισμοῦ τους, δὲν εἶχαν τὴν διάθεση νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ἀποθάρρυνε κάπως τὸ Νικόλαο. Στὶς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 1861, ὅμως, δέχθηκε τῆς ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου, ἱεραποστόλου τῆς Ἀμερικῆς. Ἐκεῖνος τὸν ἐπετίμησε γιὰ τὸν φθίνοντα ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μάθει τὴν ἰαπωνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμαθε τὴν γλῶσσα καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει. Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθὼς μελετοῦσε στὸ κελί του, βλέπει ἕνα σαμουράϊ νὰ ὁρμᾶ στὸ δωμάτιό του μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Θὰ τὸν ἔσφαζε, τοῦ εἶπε, ἐὰν δὲν σταματοῦσε νὰ «διαφθείρει» μὲ τὰ κηρύγματά του τοὺς ντόπιους. Ταπεινὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέχθηκε νὰ πεθάνει, ἂν ὅμως πρῶτα ὁ ἐπίδοξος δολοφόνος του θὰ μάθαινε τί μελετοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη. Ὁ σαμουράϊ ἄφησε τὸ σπαθί του, γιὰ νὰ ἀκούσει τί εἶχε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἅγιος. Καὶ ἔτσι αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ πῶς ὁ Χριστὸς ᾖλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ὁ παραλίγο δήμιός του νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ σαμουράϊ Τακούμα Σαβάμπε ἔγινε ὁ πατὴρ Παῦλος, ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἰάπωνας ἱερέας. Ἀκολούθησαν χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, μεταφράσεως λειτουργικῶν βιβλίων καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἔντονης κατηχητικῆς διακονίας.

Τὸ ἔτος 1880, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἐξελέγη καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν πολὺ μεγάλο. Κατήχησε καὶ βάπτισε χιλιάδες ἀνθρώπους. Φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν, τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ὁ Ὀρθόδοξος ἱεραπόστολος ὀφείλει νὰ ἔχει ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ του, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν μία προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ νὰ μεταβαίνει πρόθυμα ὅπου ὑπάρχει δυνατότητα μεταδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1912.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr