Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περὶ τὸ 300 μ.Χ. σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ στὴ Συρία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὶς ἄλλες θαυμαστὲς ἀρετές του. Ἐπειδή, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στὶς ἀρετὲς ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».
Στὴν ἔρημο γνώρισε τὸν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λόγω τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καὶ τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ «καὶ μᾶλλον τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατρίβειν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανὸν πράγμασιν».
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιὰ νὰ εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καὶ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καὶ ἄνοιξε μία ὑπόγεια στοά, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ εἶχε μῆκος ἑκατὸ περίπου μέτρα. Στὴν ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τὸν χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι εἶχε τὴν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σὲ αὐτὸν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, νὰ κατεβαίνει στὴ στοά, χωρὶς νὰ τὸν παίρνουν εἴδηση καὶ μέσω αὐτῆς νὰ πηγαίνει στὸ σπήλαιο καὶ νὰ κρύβεται, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ κανένας.
Ὁ Ὅσιος στὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο, φαίνεται σὰν νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτή. Ἡ πνευματική του αὐτὴ πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καὶ ὡς ἐνέργεια περιφρονητικὴ πρὸς τὴν κοινωνία, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιὰ τὴν ἀνακάλυψη ἢ τὴν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη καὶ ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος λειτουργοῦν κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ φυσικὸ καὶ τίθενται στὴν διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα τὰ ἔργα καταξιώνονται πνευματικὰ καὶ κοινωνικά. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἢ σωματικὰ ἔργα εἶναι οὐσιαστικὰ ἅγια διακονήματα μέσα στὴν πολιτεία τους καὶ ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακὰ καὶ λειτουργικὰ στὸν κοινὸ σκοπὸ γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μὲ αὐτὴ τὴ φυγὴ εἶναι μία κοινὴ καὶ αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ποὺ κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ θεῖο χάρισμα, εἶναι γιὰ τὴν ἱστορικὴ προκοπὴ τῆς κοινότητας καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ ὅλων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μία εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς κοινωνίας καὶ συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ποὺ προσκομίζουν στὸν κόσμο τὰ σημεῖα ἐλεύσεως στὴ γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει σὲ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀκραία ἀσκητικὴ φυγή.
Κάποτε πῆγε καὶ συνάντησε τὸν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνιο καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νὰ τὸν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτά, τὸ ἕνα πολεμᾶ τοὺς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σὲ πάθη τερατώδη καὶ ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ «ἀρχικό», δημιουργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καὶ πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τοὺς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τοὺς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καὶ τοὺς ἀποστέλλει στοὺς μάγους καὶ στοὺς αἱρεσιάρχες.
Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τὰ πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρὰ τὶς συμβουλές του, δὲν διόρθωνε τὸ πάθος του αὐτό. Μὲ τὸ προορατικό του λοιπὸν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θὰ ξεσποῦσε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίων του. Καὶ πραγματικά, ὁ μαθητὴς του προσβλήθηκε ἀπὸ μία φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἐλεφαντίαση. Τὸ δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καὶ ζάρωσε.
Εἶναι πρὸς πνευματική μας ὠφέλεια νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου ποὺ εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε, ἄκουσε νὰ τοῦ λέει ὅτι μὲ τὶς προσευχὲς του ἔνιωθαν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση στὸν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στὴν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόταν ὑπὲρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σὲ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σὲ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς νύχτας.
Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καὶ ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολὺ μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποία μὲ τὰ τσιμπήματά τους τὸν καταπλήγωναν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.
Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σὲ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τὸ νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τὸ φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί – πρωὶ ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δὲν τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.
Ἡ Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ ἐπίσημη γενιὰ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τὸ χρηστό της ἦθος.
Τὴν Εὐφρασία τὴν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ζήτησαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν παρέδωσαν σὲ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καὶ βάρβαρο νὰ τὴν ἀτιμάσει. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τὴν ἀτίμωση μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στὸν ἄξεστο καὶ βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δὲν τὴν πειράξει, θὰ τοῦ δώσει ἕνα φάρμακο, τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς μάχες, ὥστε νὰ μὴν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ τὰ ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα της, ὥστε ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί, ἀφοῦ σήκωσε τὸ ξίφος του, τὴν κτύπησε δυνατότερα στὸν αὐχένα, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ πάθαινε τίποτα.
Ἔτσι τὸ σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδὴ κόπηκε μὲν τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτὴ διέσωσε τὴν ἁγνότητά της καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, τελεῖται ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Νίκαιᾳ μεγίστου θαύματος, ὅτε ὁ Μέγας Βασίλειος διὰ προσευχῆς ἀνέῳξε τὰς πύλας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ παρέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδόξοις.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔγινε ἐκ Ναζιανζοῦ κατὰ τὴν ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν, ἐπὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) ἢ Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (911 – 959 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ τιμία κάρα φυλάσσεται μὲ εὐλάβια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Τεμάχια ἐκ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατεῖχε μέχρι τὸ ἔτος 1204, ἔτος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Γαλησιώτης
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1206 στὴν πόλη Θεόδοτο τοῦ Πόντου καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατιωτικός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ στὴ συνέχεια ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν Αἴγυπτο καὶ διάφορα μοναστήρια τῆς Δαμασκοῦ. Τελικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὸ ὄρος τοῦ Γαλησίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του μὲ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία.
Μετὰ τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκήτευε στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ἀνῆκε στὴν ὑπὸ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283 – 1289) ἀνθενωτικὴ μερίδα καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν ἑνωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου στὴ Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274 μ.Χ.).
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1271 καὶ 1274, ἐπὶ τῆς νησίδος πρὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀκρίτα, ἵδρυσε μονὴ ποὺ τὴν ἀφιέρωσε στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο τῆς Σκύρου μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ (1267 – 1275, 1282 – 1283) θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Ἔγραψε πολλὰ κατὰ τῶν Λατίνων καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος», ἕνα μεγάλο ποίημα ἀπὸ 13.000 περίπου στίχους, στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται θεολογικὲς σκέψεις καὶ ἰδέες. Ἔγραψε δὲ καὶ περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου
Ὁ Ἅγιος Μάρκος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392 καὶ 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικὸς καλούμενος». Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δὲ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καὶ μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.
Σπούδασε σὲ μεγάλους διδασκάλους, στὸν Γεώργιο Πλήθωνα, τὸν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τὸν Μανουὴλ Χρυσόκκο, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἄλλους καὶ εἶχε ἔξοχη παιδεία.
Στὴ συνέχεια προσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, κατὰ τὸ ἔτος 1418, σὲ κάποια μονὴ στὰ Πριγκηπόννησα καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, Μᾶρκο.
Μόνασε κυρίως στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἱερὰ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνέγραψε τὰ πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του. Τὸ ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). Κατὰ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ ἐκπροσώπησε σὲ αὐτὴ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Στὴν ἀρχὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλλουν τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καὶ τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στὴν εἰρήνευση, τὴν ἄρση τοῦ Σχίσματος καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μὲν ὅπως ἐστὶν ἀναγκαιότατη ἡ εἰρήνη ἣν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη καὶ ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην ἐὰν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον, καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος…».
Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καὶ γενικὰ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὴν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν Πάπα καὶ τὴν παραδοχὴ ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ἔτσι θεώρησε χρέος του νὰ ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν λατινικῶν σχεδίων καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέκρουσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τὶς ἀξιώσεις καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καὶ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὸν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. Ἡ μὴ ὑπογραφὴ τοῦ ἀπαράδεκτου γιὰ τὴν κοινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 – 1447) τὸ πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπὸν οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στὸν Ἅγιο τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συλλειτουργήσει μὲ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τὸν ἀπὸ Κυζίκου, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς του ἔτους 1440 καὶ ἦλθε στὴν Ἔφεσο. Καὶ ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διὰ τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καὶ περιορίσθηκε ἐκεῖ, μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Στὴ Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τὴ σπουδαία ἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς». Μετὰ ὁ θεοειδὴς στὴν ψυχὴ καὶ τὴν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὶς 19 Ἰανουαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.
Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Χρυσοστόματος
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κοσμᾶ, ἀναφέρεται στὸ Τυπικὸ τὴς μονῆς Χρυσοστόμου τῆς Κύπρου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου, γι’ αὐτὸ καλεῖται καὶ Χρυσοστόματος. Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β’ (867 – 886 μ.Χ.) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὴν ἁγία Πόλη καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ὅπου διδασκόταν τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ σὲ νεαρὰ ἡλικία ἐκάρη μοναχός.
Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέβη στὴ Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Μετὰ τὴν χειροτονία του ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Τρύφων (928 – 931 μ.Χ.) τὸν διόρισε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὡς ἱερέα, ὁ δὲ διάδοχός του Πατριάρχης Θεοφύλακτος (933 – 956 μ.Χ.) τὸν ἐξέλεξε, γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, Ἐπίσκοπο Κερκύρας.
Ὡς ποιμένας διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀποστολική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ἀγάπη ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸ ποίμνιό του. Κάποια στιγμή, ἄγνωστο γιατί, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος (911 – 959 μ.Χ.), ζήτησε νὰ μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ ἄρχοντες τῆς Κέρκυρας. Ὁ Ἅγιος, σὲ βαθὺ γῆρας, ἀνέλαβε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὰ πράγματα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του παράδωσε, κοντὰ στὴν Κόρινθο, τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό. Τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴν Κέρκυρα καὶ εἶναι πηγὴ πολλῶν θαυμάτων καὶ ἰάσεων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὰς χάριτας, καρποφορήσας πιστῶς, ποιμὴν ἱερώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Ἀρσένιε· ὅθεν ἐν τῇ Κερκύρᾳ, εὐκλεῶς διαπρέψας, ἴθυνας τὸν λαόν σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, σῶζε τοὺς δούλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθης, ἐπὶ γῆς ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας ἀληθῶς, τῷ ἐν ὑψίστοις Ἀρσένιε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ ἀνατραφείς, ηὔξασαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ ἱεραρχίας, ἐκλάμψας ταῖς ἀκτῖσιν, Ἀρσένιε Κερκύρας, φωστὴρ γεγένησαι.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Μακάριος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.). Ἦταν ὁ πρῶτος, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ τῆς Χαλκιδικῆς καὶ θεωρεῖται κτήτορας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, συναντήθηκε μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντἰνο, ὁ ὁποῖος ἐπιζητοῦσε νὰ κτίσει τὴ Νέα Ρώμη κοντὰ στὸν Ἀκάνθιο ἰσθμό, ποὺ κεῖται κοντὰ στὴν Ἱερισσὸ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μὲ τὴν σοφία τῶν λόγων του ἔπεισε τὸν βασιλέα νὰ μὴν προχωρήσει στὴν ὑλοποίηση τῶν σχεδίων του καὶ ἔτσι διέσωσε τὸ φιλήσυχο τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου ὁ Ἅγιος καταδιώχθηκε καὶ κατέφυγε στὸν Ἄθωνα. Θεωρεῖται δὲ δεύτερος κτήτορας τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Γερόντιος, Ἰανουάριος, Σατουρνῖνος, Σακκέσιος, Ἰούλιος, Κάτιος, Πῖος καὶ Γερμανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος Ἐπίσκοπος Κυρήνειας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.), ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα δυὸ φορές: τὴ 19η ἢ 17η Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ τὴ 2α Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ Ἅγιος ἐκδιώχθηκε καὶ ἔπαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἴσως ἐπὶ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Νηστευτὴς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔζησε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Διάκονος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰώνα μ.Χ.. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Θεός, γιὰ τὸν πνευματικό του ἀγώνα, τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1392 στὴ Ρωσία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.
Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352 – 366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὅρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικὴ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεὶς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς : «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.
Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.
Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιὴ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.
Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.
Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον του τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποῖα λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι’ ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σάρξ» καὶ «καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος», «ἡνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τῇ σαρκί». Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὅρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικὸ τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες της ἐπὶ ἄλλων θεμάτων. Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».
Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δυὸ Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.
Ἡ Ἁγία Θεοδούλη ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοδούλη καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἀνάζαβρα καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἐπειδὴ διακήρυττε τὴν πίστη της στὸν Χριστό, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Πελαγίου, ἡγεμόνα τῶν Ἀναζάβρων, καὶ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ἡ Θεοδούλη, διακήρυξε τὴν πίστη της στὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τῆς τρύπησαν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ τοὺς μαστούς, ἔπειτα τὴν κρέμασαν μὲ τὶς τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ της ἀπὸ ἕνα κυπαρίσσι καὶ τῆς κάρφωσαν τὰ πόδια μὲ σιδερένια καρφιά. Κατόπιν τὴν ἔριξαν μαζὶ μὲ ἄλλους Ἁγίους μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν φρικτῶν βασάνων της ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ πολλοὶ παρευρισκόμενοι, καθὼς ἐπίσης, καὶ ὁ Κομενταρήσιος Ἑλλάδιος καὶ ὁ βοηθός του, οἱ ὁποῖοι καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό.
Μέσα στὴν κάμινο αὐτή, ἡ Ἁγία Θεοδούλη προσευχόμενη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἑλλάδιος, Θεόδουλος, Βοήθος, Εὐάγριος καὶ Μακάριος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Κομαντερήσιος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἤσαν εἰδωλολάτρες καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θεοδούλης, ποὺ τιμᾶται σήμερα, ὅταν ἀνέλαβαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀναζαρβοῦ Πελαγίου νὰ ἐπαναφέρουν τὴν Ἁγία στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων μὲ βασανιστήρια. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστησαν τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριο, ἀφοῦ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὡς τόπος τοῦ κοινοῦ μαρτυρίου φέρεται ἡ πόλη Ἀναζαρβὸς τῆς Κιλικίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Ξένη ἡ Μάρτυς
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τοῦ Μαρτυρίου τῆς Ἁγία Ξένης. Ἡ μόνη πληροφορία, ἀναφέρει ὅτι Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν πόλη Κύρρο. Περιφρόνησε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο, ὅπου κλείστηκε μέσα σὲ ἕνα πολὺ στενὸ κελὶ μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή.
Ἡ ὁσιακὴ πολιτεία του τὸν ἔκανε νὰ ἀποκτήσει τὴν φήμη τοῦ Ἁγίου. Πλῆθος πιστῶν κατέφευγε στὴν πνευματική του προστασία καὶ ζητοῦσε εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὸ ἔργο τοῦ «Φιλόθεος Ἱστορία».
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμιος
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμιος ἀναφέρεται στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 150.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ ἐν Παλαιστίνῃ ἀσκήσας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Διδάχθηκε τὸ μοναχικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νίκαιας, Ἰωάννης Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254), τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὡς Ἅγιο († 4 Νοεμβρίου), συμμάχησε μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Ἰωάννη Ἀσσὰν τὸν Β’ (1218 – 1241) καὶ τέλεσε τὸν γάμο τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου μετὰ τῆς θυγατέρας τοῦ Ἀσσὰν Ἑλένης στὴ Λάμψακο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου ἀναγορεύθηκε Πατριάρχης μὲ βασιλικὸ καὶ συνοδικὸ θέσπισμα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1248.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος τοῦ Σγιαντέμσκϊυ ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ξεκίνησε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κατέληξε στὴ Μονὴ Σγιαντέμσκϊυ τῆς περιοχῆς Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας, ὅπου διῆλθε θεοφιλῶς τὸ ὑπόλοιπο τῆς μοναχικῆς του πολιτείας.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος γεννήθηκε στὴν Σερβία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἁγίου Στεφάνου Βράνκοβιτς τοῦ Τυφλοῦ († 10 Δεκεμβρίου) καὶ τῆς Ἁγίας Ἀγγελίνας († 30 Ἰουλίου). Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Ὁ νεαρὸς πρίγκιπας ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Μανάσσια τῆς κεντρικῆς Σερβίας. Λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων, κατέφυγε στὴ Ρουμανία, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας. Ὅταν ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Κρούσεντολ τῆς Σερβίας καὶ κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ πολυχρόνια ἀσθένεια, τὸ ἔτος 1546.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος τοῦ Ναβολόσκυϊ καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ Καργκοπὸλ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε μεταξὺ τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Βάγκα.
Ἦταν διὰ Χριστὸν Σαλὸς καὶ βίωνε τὴν Εὐαγγελικὴ ζωὴ μὲ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων ποὺ στοὺς ἄλλους φαίνονται ὡς καλὰ ἐπιτεύγματα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοὺ (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.
Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἐνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερὴς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸ μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ μόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς βιωτικοὺς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σε γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ἀρχηγός, καὶ τῆς ἰσαγγέλου, πολιτείας καθηγητής· χαίροις τῆς ἐρήμου, στυλοειδὴς νεφέλη, Ἀντώνιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου ἣ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα μ.Χ. Νέος ἀκόμη, ἔγινε μοναχὸς στὴν σκήτη τῆς Βέροιας, κοντὰ στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Ἀλιάκμονα. Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες κράτησαν ἐκεῖ εἴκοσι χρόνια. Πνευματικὰ ὥριμος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου τῆς Σκήτης, ἀποσύρθηκε σὲ σπήλαιο, ὅπου ἔζησε ἀκόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ἀσκητικῶν γυμνασμάτων. Ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ὀσιακὴ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τὸν θεώρησε Μέγα καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμασε Νέο σὲ σχάση μὲ τὸν παλαιότερο διδάσκαλο τῆς ἐρήμου Ἅγιο Ἀντώνιο τὸν Μέγα.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 94 ἐτῶν. Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε ἄταφο καὶ ἄφθαρτο γιὰ πολλὲς ἡμέρες, μέχρι ποὺ τὸ βρῆκαν κάποιοι κυνηγοί. Εἶναι πολιοῦχος τῆς Βέροιας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα καύχημα, καὶ πολιοῦχον, σὲ πλουτίσασα πόλις Βεροίας, θεοφόρε παμμάκαρ Ἀντώνιε, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει ἑκάστοτε, προσπτυσσομένη τὴν πάντιμον Κάραν σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς ἀκολουθήσας Κυρίῳ, τῶν ὑπὲρ φύσιν ἠξιώθης χαρίτων, ὡς τῆς σαρκὸς νεκρώσας τὰ φρονήματα, Ὅσιε Ἀντώνιε, μιμητὰ τῶν Ἀγγέλων, μεθ’ ὧν ἀεὶ πρέσβευε, πάσης ῥύεσθαο βλάβης, τοὺς σὲ τιμῶντας Πάτερ εὐλαβῶς, πᾶσιν αἰτούμενος, χάριν καὶ ἔλεος.
Μεγαλυνάριον.
Ἤσκησας θεόφρον ὑπερφυῶς, καὶ ἐθαυμαστώθης, τῇ τοῦ Πνεύματος δωρεᾷ. Ὅθεν τῆς Βεροίας, ἡ πόλις σὲ γεραίρει, ὡς θεῖον πολιοῦχον, Πάτερ Ἀντώνιε.
Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καὶ τὸ βρέφος της Τούρβων
Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὴν Μάρτυρα Νεονίλλη, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔριξαν στὴ φωτιὰ τοὺς τρίδυμους ἀδελφοὺς καὶ ἐγγονοὺς τῆς Νεονίλλας Πεύσιππο, Ἐλάσιππο καὶ Μέσιππο († 16 Ἰανουαρίου). Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ ἔριξε τὸ βρέφος αὐτῆς, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀποκεφάλισαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς, ἐπειδὴ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα καὶ διεκήρυξε ὅτι εἶναι Χριστιανός, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς ἦταν ἀναχωρητὴς τῆς ἐρήμου. Ἔζησε ὁσίως στὴν Αἴγυπτο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Μέγας ὁ βασιλεύς
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ γεννήθηκε τὸ 346 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς τοῦ στρατηγοῦ Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαπρέψει ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντιανοῦ (364 – 378 μ.Χ.) καὶ θανατώθηκε ἄδικα μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες. Τότε ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὰ στρατηγικὰ προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στὰ πατρογονικά του κτήματα στὴν Ἱσπανία καὶ ἀπεῖχε ἀπὸ κάθε ὑπηρεσία.
Ὅταν ὁ νέος αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Γρατιανὸς κληρονόμησε καὶ τὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, τὸν πῆρε κοντά του ὡς συνεργάτη. Μόλις ἔφθασε στὴν αὐλὴ ὁ Θεοδόσιος προήχθη σὲ «στρατηλάτη τῆς ἵππου» καὶ μὲ αὐτὸ τὸ βαθμό, κατόρθωσε νὰ κερδίσει μία ἀρκετὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη κατὰ τῶν Σαρματῶν, ποὺ ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν στὸ μεταξὺ εἰσβάλει στὸ ρωμαϊκὸ ἔδαφος. Ἡ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ νίκη ἦταν ἡ προαγωγὴ στὸ ὕπατο ἀξίωμα: ὁ Γρατιανὸς τὸν ἔστεψε Αὔγουστο τῆς Ἀνατολῆς στὴν πόλη Σίρμιον ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς Εὐρώπης. Ἡ στέψη ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. Ὁ Θεοδόσιος ἦταν τότε τριάντα τριῶν ἐτῶν.
Πρῶτο ἔργο τοῦ νέου Αὐγούστου ἦταν νὰ καταπολεμήσει τοὺς Γότθους στὴν Ἰλλυρία. Ἀλλὰ πρὶν συντελεσθεῖ τὸ ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κέρδισε ἄλλο τρόπαιο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ διάταγμα, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε στὶς 27 Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ Θεοδόσιος καθόριζε ἐπὶ δογματικοῦ ἐπιπέδου τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐδικαιοῦντο νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ καὶ ὅτι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ σφετερίζονται τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος μὲ τὴ δημοσίευση ἐνὸς ἀκόμη νόμου, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου χρειάσθηκε νὰ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τὴν ἀπόδοση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν στοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἦταν δὲ τότε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς πρὸς καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Καὶ ἐπειδὴ τὰ φλογερὰ καὶ εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἀμέτρητα πλήθη, οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλεντου εἶχαν γίνει πανίσχυροι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτὸς τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, σχεδίαζαν νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη στροφὴ στὰ πράγματα. Ἐκδίωξε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Δημόφιλο καὶ παρεχώρησε τὴν θέση του στὸν Ἅγιο Γρηγόριο.
Ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐεργεσία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμα συνέχεια. Κατὰ τὸ ἔτος 381 μ.Χ., μὲ τὴν εὐσεβὴ φροντίδα του καὶ ἐνέργεια, συγκροτήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ ἐπικύρωσε τὴ δογματικὴ διατύπωση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέτοντας καὶ τὸν περὶ Ἁγίου Πνεύματος Ὅρο, ἐναντίων τῆς πνευματομάχου διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου καὶ κανόνισε τὰ τῆς νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν θρόνων, ἡ ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἐπὶ τῆς παντοδυναμίας τῶν Ἀρειανῶν. Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 382 καὶ τὸ 383 μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντίστοιχα, ἡ ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ θεαματικὴ καταδίκη κάθε μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τὸ ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας, ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν (Μανιχαίων, Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων καὶ ἄλλων), μὲ τὰ ὁποῖα καθορίστηκαν καὶ οἱ ποινὲς τῶν ἀποστατῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόστηκαν αὐστηρά. Ἐπανέλαβε ἔντονα τὸν νόμο περὶ Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τὰ θεάματα τοῦ ἀμφιθεάτρου καὶ τοῦ ἱπποδρόμου τὴν Κυριακὴ καὶ θέσπισε μέτρα κατὰ τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἐμπόδισε τὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες, τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κάθε δημόσια καὶ ἀπόκρυφη τελετὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ κατήργησε, τὸ 394 μ.Χ., διὰ νόμου, τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, ποὺ χρησίμευαν στὴ διατήρηση τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιὰ χριστιανικὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔστρεφε καὶ παγίωνε τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ τὸ τεράστιο σημαντικὸ πολιτικὸ ἔργο του κέρδισε τὸν τίτλο «Μέγας». Καὶ ὁ Παυλίνος, Ἐπίσκοπος Νώλης, μέσα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του ἐγκωμιάζει στὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι τόσο τὸν αὐτοκράτορα, ὅσο τὸν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἰσχυρὸ ὄχι στὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ δυνάστου, ἀλλὰ στὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὑπηρέτου, τὸν πρῶτο πολίτη, ὄχι χάρη στὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ χάρη στὴν πίστη του».
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο ἡγεμόνος, πλήρης εὐσέβειας καὶ δικαιοσύνης καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συνεχοῦς μετάνοιας. Δύο περιστατικὰ τῆς ζωῆς του ὁμιλοῦν γι’ αὐτό.
Ἦταν τὸ 387 μ.Χ. ποὺ ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει αὐστηρά, μὲ ποινὴ αἵματος, τοὺς κατοίκους τῆς μεγάλης Θεουπόλεως Ἀντιόχειας. Οἱ Ἀντιοχειανοὶ εἶχαν ἐξεγερθεῖ καὶ εἶχαν καταρρίψει ὅλους τοὺς ἀνδριάντες ποὺ ὑπῆρχαν πρὸς τιμὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς συζύγου τοῦ Πλακίλλας. Ἡ αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανὸς συμπαραστατούμενοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς περιοχῆς, ἱκέτευαν τὸ βασιλέα Θεοδόσιο νὰ φανεῖ σπλαγχνικὸς καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσει. Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καὶ τὸ Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.
Τὸ ἄλλο γεγονὸς συνέβη τὸ ἔτος 390 μ.Χ., ὅταν ὁ Θεοδόσιος ἔγινε καὶ αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως. Ἐγκαταστάθηκε στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, καὶ τιμώρησε μὲ πολὺ αὐστηρὸ τρόπο μία ἐξέγερση τῶν Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγὴ νὰ θανατώσουν πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπων στὸ ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως. Κάποιος δημοφιλὴς ἡνίοχος τοῦ ἱππόδρομου εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἐγκληματικὴ πράξη καὶ εἶχε φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος, προκειμένου νὰ γίνουν οἱ ἱπποδρομίες, ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ ἡνιόχου. Ὁ Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ὁ λαὸς στασίασε καὶ φόνευσε τὸν Βουθέριχο καὶ πολλοὺς στρατιῶτες. Ὁ θυμὸς ποὺ ἔνιωθε ὁ Θεοδόσιος ἦταν τόσο μεγάλος πού, ὑπακούοντας στὴν παρόρμηση τῆς στιγμῆς, διέταξε νὰ περικυκλώσει ὁ στρατὸς τὸν ἱππόδρομο τὴν ἡμέρα τῶν ἀγώνων καὶ νὰ σφάξει ὅλους τους θεατές. Γιὰ τὴ διαταγὴ αὐτὴ ἀμέσως μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλὰ ἡ ἀνάκλησή της ἔφτασε στὴ Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιὰ εἶχαν σφαγεῖ ἑπτὰ χιλιάδες πολίτες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ εἰσέλθει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μιλάνου, ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στάθηκε στὴ θύρα καὶ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὸν αὐτοκράτορα. Ὅλοι περίμεναν τὸ ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοδοσίου. Ὅμως ἐκεῖνος ὑπάκουσε ταπεινά, ζήτησε μὲ δάκρια στὰ μάτια συγγνώμη καὶ ταπεινωμένος γύρισε στὰ ἀνάκτορα. Ἐκτέλεσε τὸν κανόνα τῆς μετάνοιας ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὅταν τὸ ἐπιτίμιο συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδόσιος, ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες, προσῆλθε στὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, μὲ ἕναν ἁπλὸ χιτώνα, χωρὶς κανένα διακριτικὸ τοῦ ἀξιώματός του, ἄκουσε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ κοινώνησε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Δαυίδ: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου». Καρπὸς τῆς μετάνοιάς του, ποὺ παραδειγμάτισε τὸν λαό του, ἦταν ἕνας νόμος ποὺ ἔλεγε πὼς κανεὶς καταδικασμένος σὲ θάνατο δὲν θὰ ἐκτελεῖτο, ἂν δὲν περνοῦσαν τριάντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν λήψη τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως.
Τόση ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ὥστε ὁ Ἅγιος Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοῦ δωρίσει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια ἐνὸς προσκυνήματός του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίστηκε ἐνδεδυμένος σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ πλησιάζοντας τὶς θύρες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καὶ ὁ ναὸς ἄστραφτε στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ὑποδεχόταν τὸν ταπεινὸ αὐτοκράτορα καὶ δοῦλό Του.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μὲ τὸ χέρι του ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσε καθημερινά. Ἔλεγε πὼς χαιρόταν περισσότερο ποὺ ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας παρὰ ἐπίγειος βασιλέας. Ὅμως οἱ κακουχίες τῶν δεκαέξι χρόνων ἀπὸ τὴ διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα τὴν ὑγεία τοῦ Θεοδοσίου. Ἔτσι πέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς βασιλείας. Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 395 μ.Χ. Τὸ σκήνωμά του ἐκτέθηκε σὲ λαϊκὸ προσκύνημα καὶ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ὁ Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ἐξεφώνησε τὸν ἐπικήδειο, ποὺ καθιέρωνε τὸν Θεοδόσιο ὡς τὸν τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ Ὀρθόδοξου ἡγεμόνος. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τῶν διαδόχων του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1231 ἢ τὸ 1232. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ ἔζησε περὶ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ ἔζησε περὶ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος Καντακουζηνός
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Καντακουζηνός) ὑπῆρξε κτήτορας καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰώνα.
Τὸ ἐπώνυμο «Καντακουζηνός», τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι βέβαιο, τὸ συναντοῦμε σὲ σημείωμα ἑνὸς λειτουργικοῦ χειρογράφου. Ἐπίσης, σὲ γράμμα τοῦ ἔτους 1413, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀφιέρωση τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων, γίνεται μνεία «τοῦ ἀρχιμανδρίτου του…μοναστηρίου (τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων) κὺρ Ἀντωνίου (Καντακουζηνοῦ)».
Ἦταν υἱὸς τῆς βασίλισσας Μαρίας Καντακουζηνῆς († μετὰ τὸ 1359), θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ καὶ τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνι († 1359).
Ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος
Δεύτερος κτήτορας καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων μαρτυρεῖται, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰώνα, ὁ ἱερομόναχος Ὅσιος Φιλόθεος ἀπὸ τὴ Σθλάταινα ἢ Σκλάταινα, σημερινὸ χωριὸ Ρίζωμα τῆς ἐπαρχίας Τρικάλων.
Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ὅσιο Φιλόθεο δὲν εἶναι ἀρκετά. Ἡ κυριότερη πηγὴ εἶναι τὸ σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Α’ τοῦ ἔτους 1545 μ.Χ.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Α’, πατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 1522 – 1524, 1525 – 1546. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγάλης πατριαρχείας ἀνέλαβε ἐπανειλημμένως ποιμαντορικὲς περιοδεῖες κυρίως ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα: Ἅγιον Ὄρος, Μακεδονία, Βοιωτία, Μετέωρα, Ἤπειρο ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ καταγόταν (Ζίτσα). Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας συνετέλεσε στὴν ἀνάκτηση τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυρινικήτα. Στὸ καθολικό της μονῆς αὐτῆς σώζεται τοιχογραφία, ποὺ τὸν εἰκονίζει ὡς κτήτορα.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ἦταν γόνος εὐκατάστατης οἰκογένειας καὶ διέθεσε ὅλη τὴν πατρική του περιουσία γιὰ τὴν ἀνακαίνιση καὶ τὸν ἐξωραϊσμὸ τῆς μονῆς καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμό της.
Ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1526. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπός της πόλεως Βολογκντὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1588. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του καὶ στὶς 26 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἰωαννίνων
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τὸ 1808 στὸ χωριὸ Τζούραλη τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν ἀπὸ γονεῖς φτωχούς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴν Βασιλική, καὶ λόγω τῆς φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἔμεινε ἀγράμματος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀπορφανίσθηκε καὶ μετέβη στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἔγινε ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ του Ἰμὶν Πασᾶ, πλησίον τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια.
Κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθεὶς στὸ κριτήριο ἀπολογήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπέδειξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐπειδὴ τὸν βρῆκαν καὶ ἀπερίτμητο, ἀπολύθηκε.
Ἀργότερα ἔλαβε σύζυγο, τὴν Ἑλένη καὶ προσλήφθηκε ὡς ἱπποκόμος στὸν μουσελίμι τῶν Φιλιατῶν ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἰωαννίνων Μουσταφᾶ Πασᾶ. Χρειάσθηκε ὅμως νὰ μεταβεῖ καὶ πάλι στὰ Ἰωάννινα γιὰ ἰδιωτικές του ὑποθέσεις. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Τετάρτη, ἕνας Ὀθωμανὸς τὸν συκοφάντησε καὶ πάλι ὅτι προηγουμένως ἦταν Τοῦρκος καὶ τώρα εἶναι Χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος, ὁμολογώντας τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰωαννίνων μάταια προσπάθησαν νὰ προλάβουν τὴν ἄδικη ἀπόφαση κατὰ τοῦ Γεωργίου καὶ νὰ τὸν πείσουν νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ φυγαδευτεῖ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ νύχια μὲ βελόνες καὶ ἔβαζαν στὰ στήθη τοῦ μεγάλες πέτρες. Ἐκεῖνος ὑπέμενε γενναία λέγοντας : «Εἶμαι Χριστιανός».
Στὶς 17 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίστηκε στὴν ἀγορὰ καὶ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Σταυρωθέντα Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τὶς 19 Ἰανουαρίου καὶ κατόπιν δωρήθηκε ἀπὸ τὸν Μουσταφᾶ πασᾶ στὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου τελέσθηκαν πλεῖστα θαύματα.
Στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομοιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ, τὰ ὁποία ἐναπετέθησαν στὸ φερώνυμο ναὸ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ἦταν πρὶν ἡ οἰκία τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκλεῶς ἀγάλλεται μεγαλαυχοῦσα, τῇ σεπτῇ ἀθλήσει σου, δι’ ἧς ἡ πόλις θησαυρόν, Ἰωαννίνω ἐκτήσατο, τῶν ἱερῶν σου Λειψάνων Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελοῦμε τὴν προσκύνηση τῆς τιμίας ἁλυσίδας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔριξε στὴν φυλακὴ ὁ τετράρχης Ἡρώδης, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Ὁ Ἡρώδης ἔβαλε τοὺς Ἰουδαίους καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀπόστολο Πέτρο κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Καὶ ὅταν τὸν ἔπιασε, τὸν ἔβαλε στὴν φυλακή. Τὴ νύκτα, πρὶν τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἡρώδης ἔμελλε νὰ τὸν παρουσιάσει στὸν λαό, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κοιμόταν μεταξὺ δύο στρατιωτῶν καὶ φρουροὶ φύλαγαν μπροστὰ στὸ κελί του. Ξαφνικὰ ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλαμψε φῶς στὸ κελί. Ἀφοῦ κτύπησε τὴν πλευρὰ τοῦ Πέτρου, τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω γρήγορα». Καὶ ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του.
Κάποιοι Χριστιανοὶ εὐσεβεῖς διαφύλαξαν αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα διαδοχικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, μέχρι ποὺ τὴν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐναπέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴ μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τὴν Ῥώμην μὴ λιπών, πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησας, δι’ ὧν ἐφόρεσας τιμίων Ἁλύσεων, τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονε· ἃς ἐν πίστει προοκυνοῦντες δεόμεθα, ταῖς πρὸς Θεὸν πρεσβίαις σου, δώρησαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ πέτρα Χριστός, τὴν πέτραν τῆς πίστεως, δοξάζει φαιδρῶς, τῶν Μαθητῶν τὸν πρωτόθρονον· συγκαλεῖ γὰρ ἅπαντας, ἑορτάσαι Πέτρου τὰ θαύματα, τῆς τιμίας Ἁλύσεως, καὶ νέμει πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Σύνδησον ἀγάπῃ εἰλικρινεῖ, Πέτρε κορυφαῖε, ὁ φιλήσας Χριστὸν θερμῶς, τοὺς τὴν Ἅλυσίν σου, σεμνῶς ἀσπαζομένους, Ἀπόστολε θεόπτα, καὶ σὲ δοξάζοντας.
Οἱ Ἅγιοι Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος ἦταν τρίδυμοι ἀδελφοὶ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶχαν ἀσκηθεῖ νὰ ἡμερώνουν τοὺς μικροὺς καὶ ἀτίθασους ἵππους. Πατροπαράδοτη θρησκεία εἶχαν τὴν εἰδωλολατρική, ἀλλὰ ἦταν Χριστιανὴ ἡ γιαγιά τους Νεονίλλη, ἡ ὁποία ἔφερε καὶ τοὺς τρεῖς ἐγγονούς της στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀλλαγὴ τῆς πίστεώς τους δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστή. Τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς προκάλεσαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν μὲ γενναιότητα τὴν πίστη τους στὸν Κύριο καὶ κατέθεσαν τὴν μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς τους. Οἱ εἰδωλολάτρες ἐξοργισμένοι τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἔτσι καὶ οἱ τρεῖς εὐλογημένοι αὐτοὶ νέοι, ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Νεονίλλη ἡ Μάρτυς
Ἦταν ἡ γιαγιά τῶν Ἁγίων Πευσίππου, Ἐλασίππου καὶ Μεσίπου, ποὺ ἑορτάζονται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ὅταν ἔμαθε τὸ μαρτύριο τῶν τριῶν ἐγγονῶν της, εὐχήθηκε νὰ τὴν ἀξιώσει ὁ Ἅγιος Θεός, νὰ τελειώσει θεαρέστως καὶ τὴν δική της πρόσκαιρη ζωή. Μαρτύρησε καὶ αὐτή, γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς Μάρτυρες ἐγγονούς της στα ἀθάνατα σκηνώματα τῆς θείας μακαριότητος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Δάναξ ὁ Ἀναγνώστης
Ὁ Ἅγιος μάρτυρας Δάναξ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Αὐλῶνα τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης.
Ὅταν κάποτε ὅρμησαν μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ εἰδωλολάτρες, ὁ Ἅγιος πῆρα τὰ ἱερὰ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη καὶ κειμήλια, γιὰ νὰ τὰ διασώσει καὶ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν ἀπίστων καὶ τὰ βεβηλώσουν καὶ τὰ διαφύλαξε σὲ τόπο ὀχυρὸ πέντε μίλια ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὴ θάλασσα. Οἱ ἄπιστοι ὅμως τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ κάθε τρόπο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε στὶς πιέσεις, ἀλλὰ ἔμενε ἀκλόνητος καὶ σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια αὐτοῦ κεφαλή, τὸ δὲ τίμιο λείψανο αὐτοῦ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε στὴν πόλη Βιντίν. Ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου († 6 Ἀπριλίου). Ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ Ραβάνιτσα τῆς Σερβίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος γεννήθηκε στὴ Λωραίνη καὶ οἱ ὁμοεθνεῖς του τὸν ὀνόμαζαν Ληρώνη ἢ Πλανασία. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἐθνικοί. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἦλθε στὴν Ἀνατολή, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ πράγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ἀργότερα ἦλθε στὰ νησιὰ τῶν Λερίνων τῆς Γαλλίας, ὅπου ἔκτισε τὸ 375 μ.Χ., τὴν μονὴ τῶν Λερίνων, ἡ ὁποία συνέβαλε τὰ μέγιστα στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Προβηγγίας καὶ ἄλλων τμημάτων τῆς Γαλατίας. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἂρλ (Ἀρελάτης ἢ Ἀρελάτου), ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν ἐπισκοπικὴ ἕδρα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνος, ἀρχιεπισκοπὴ δέ, ἀπὸ τὸ 400 μέχρι τὸ 1801.
Ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 429 μ.Χ., τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ἀέτιος ἀπέκρουσε στὴν πόλη τῆς Ἀρελάτης τοὺς Βησιγότθους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός καὶ Θαυματουργὸς τῆς Τότμα
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1565. Ἀσκήτεψε στὴν Τότμα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν διὰ Χριστὸν Σαλός.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1650.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γάμπροβο τῆς ἐπαρχίας Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας. Ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὸ μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς ἀπεστάλη στὴν πόλη Σφιστόβι τῆς Βουλγαρίας, ὅπου ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς. Προτιθέμενος νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του, μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀποστολῆς του, ζήτησε ἀπὸ κάποιο Τοῦρκο νὰ ἐπισπεύσει τὴν ἀπόδοση τῶν ὀφειλῶν του πρὸς τὸ μετόχι τῆς μονῆς. Ὁ κακόπιστος Τοῦρκος συκοφάντησε τὸν Ἅγιο ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ μωαμεθανὴ γυναίκα, ἅρπαξε τὴν περιουσία τοῦ μετοχίου καὶ ὁδήγησε μὲ βία αὐτὸν στὸν κριτή. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ κριτοῦ, οἱ ψευδομάρτυρες πέτυχαν τὴν δι’ ἀγχόνης θανατικὴ καταδίκη τοῦ Ἁγίου. Παρὰ τὶς ἐπίμονες προτάσεις τῶν Τούρκων νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Ἰσλαμισμό, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ὁ Μάρτυς παρέμεινε σταθερὸς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε, λίγο πρὶν τὸ μαρτύριό του, δέχθηκε τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1771.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη. Μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὴν ἴδια μέρα μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Δαμασκηνό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Παλλαδὰς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος γεννήθηκε στὴν Κρήτη κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Διετέλεσε Μητροπολίτης Καστορίας καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τὸ ἔτος 1688, διαδεχθεῖς τὸν ἀποθανόντα στὸ σεισμὸ τῆς Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678 – 1688) τὸν ἀπὸ Βηθλεέμ.
Στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ἔμεινε μέχρι τὸ 1710 καὶ παραιτήθηκε ὑπὲρ τοῦ Ἐπισκόπου Χίου Σαμουὴλ (1710 – 1712, 1714 – 1723).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ἤκμασε στὰ χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ τοῦ Βαλεριανοῦ (254 – 259 μ.Χ.). Σύμφωνα μὲ τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῆς ὁποίας πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἡ ἱστορικότητα, μὲ βάση μία πολὺ ἀρχαιότερη ἑλληνικὴ πηγή, τὰ ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νὰ τοποθετηθοῦν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 233 καὶ 346 μ.Χ. Ἀνῆκε σὲ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε κατὰ τῶν Χριστιανῶν τὸν τρομερὸ διωγμό του, ὁ Ὅσιος σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τὸν γαμπρό του, ζήτησε παρηγοριὰ καὶ σωτηρία στὴν ἔρημο.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου καὶ ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλὴ ὅμως καὶ προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐρημική του διαμονή. Στὴν ἔρημο ἀγάπησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ προχώρησε στὰ ἐνδότερα, ὅπου βρῆκε σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο πέρασε ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγὴ καὶ ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ψηλός. Ἐκεῖ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄλλα ψυχωφελὴ βιβλία. Ἐκεῖ τὸν γνώρισαν καὶ διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, ποὺ εἶχαν ἀναζητήσει καὶ αὐτοὶ στὴν ἔρημο τὴν σωτηρία ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη ἡ πνευματικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, καὶ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ πολλὰ ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καὶ θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στὴν προσωπική τους ψυχικὴ κατάσταση. Ὁ Ὅσιος ἀπαντοῦσε στὸν καθένα πατρικά, λύνοντας τὶς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τὶς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τὶς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στὸν τελειότερο βίο, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καὶ τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ συμπεριφερόμενος μὲ λεπτή, εὐγενὴ καὶ διακριτικὴ συμπεριφορά.
Ἡ φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ, ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἦλθε λοιπὸν καὶ αὐτός, τὸ ἔτος 344 μ.Χ. στὸν Παῦλο. Καὶ τίποτα δὲν ἦταν συγκινητικότερο ἀπὸ τὴν συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν. Ἄγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμὸ καὶ δοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνάντηση καὶ συνομιλοῦσαν καὶ ἐκφράζονταν ὁ καθένας μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφτασε ὁ Ὅσιος Παῦλος στὰ ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρωπος ποτὲ δὲν τόλμησε.
Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ἐπανῆλθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Τὴν προηγούμενη νύχτα εἶχε πεθάνει ὁ Ὅσιος Παῦλος καὶ δυὸ λιοντάρια ἔστεκαν κοντὰ στὸν τάφο του, τὸν ὁποῖο τὰ ἴδια μὲ τὰ νύχια τους τὸν εἶχαν ἀνασκάψει. Ἐκεῖ καὶ τὸν εἶχαν ἀποθέσει. Ἦταν ἑκατὸν δέκα τριῶν ἐτῶν, ὅταν μετέστη εἰρηνικὰ πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐπέστρεψε, φέροντας μαζί του ὡς ἱερὸ κειμήλιο τὸ ράσο τοῦ Ὁσίου Παύλου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχὸς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καὶ ἦταν συγκλητικός. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στὸν κοσμικὸ στρόβιλο, ἔχανε τὸ ἠθικό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ ἦλθε στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τὸν ἔβαλε στὸν πειρασμὸ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ οἰκία. Ὁ πειρασμὸς ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιὰ τὴν ἐξαφάνισή του, ὁ δὲ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ ματαιότητες καὶ φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπὸν νὰ τοὺς δεῖ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀναπαύσει μὲ τὴν παρουσία του τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ μητέρα του καὶ νὰ συντελέσει στὴ μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θὰ ἦταν ὅμως αὐτὸ δυνατό, ἐὰν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μὲ τὸ πρόβλημά του πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιτρέψει νὰ πάει στοὺς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τὴν εὐλογία του νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μὲ παλαιὰ καὶ τριμμένα ράσα καὶ μὲ τὴν πτωχικὴ αὐτὴ ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν του. Τοὺς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ ποιὸς εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καὶ ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τὴν μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ ἔρχεται καθημερινὰ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησε γιὰ τὴν εὐεργετικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἐξάσκησε στὴν καρδιὰ τῆς συζύγου του.
Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ πολὺ μικρὴ καλύβα ὅπου καὶ ἔμενε, χωρὶς κανεὶς νὰ γνωρίζει ποιὸς ἦταν. Μετὰ τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μὲ τὴ θεία Χάρη, ἄρχισαν νὰ ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νὰ ζεῖ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ζόφο τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ τότε ὁ Ἰωάννης σκέφθηκε, ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανερωθεῖ.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ γνώρισε μὲ μυστικὸ τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νὰ τὸν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος κάλεσε κοντά του τοὺς γονεῖς του, τοὺς ἔδειξε τὸ χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρὸς χάρη του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Μὲ γαλήνη τοὺς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριὰς καὶ ἐγκαρδιώσεως καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἀφιερώνοντας τὰ πλούτη τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ φθείρεται καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἔσχατες στερήσεις. Ἀκολούθως, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνά, καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τὰς ἐνέδρας, τῶν δαιμόνων παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ταῖς χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Ἰωάννη Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.
Ὁ Ἅγιος Πανσόφιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθύπατου. Ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στόλισε τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καὶ κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ τῆς φιλομάθειάς του, σπούδασε τόσο τὴν ἑλληνικὴ ὅσο καὶ τὴ χριστιανικὴ παιδεία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴ μελέτη καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρθενία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σαρκικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ ἐπιρροὴ τοῦ ἐγώ. Εἶναι ἡ θεία υἱοθεσία.
Στὴν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια. Μετὰ ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, θωρακισμένος μὲ τὰ ὅπλα τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἁγιότητας, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ὑπὲρ τῆς πίστεως. Τότε ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ἐπέδειξε σὲ αὐτὸν τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ μαστίγωσαν τὸν Ἅγιο μέχρι θανάτου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπὸ τὰ βάρβαρα καὶ λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Πατέρες
Εἶναι ἄγνωστο, ποὺ καὶ πότε οἱ Ἅγιοι ἕξι Πατέρες ἔζησαν.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη, ἂν καὶ ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίμητος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ἀσίας καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιὰ τὴν φιλομάθεια καὶ τὴν ἀρετή του. Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Ἀφοῦ διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς ἦλθε στὴ Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς ὁποίας ἡγούμενος ἦταν ὁ μοναχὸς Ἠλίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στὴν ἔρημο ὡς ἀναχωρητὴς ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια. Ἐπανῆλθε στὴ Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἱδρύει νέα μονὴ πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. Ἀλλὰ ἦρθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Πατριάρχη Σισσίνιο (426 – 427 μ.Χ.) καὶ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ὁποίους ὡς ζηλωτὴς ἔλεγχε ἐὰν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στὰ βορειοανατολικὰ τῆς Βιθυνίας, σὲ τόπο καλούμενο Γομών. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικὰ ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι λέγονταν οἱ μοναχοί της Ἀνατολῆς, ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακὰ καὶ χωρίζονταν σὲ ὁμάδες, ποὺ ἀνυμνοῦσαν διαδοχικὰ τὸ Θεὸ καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ὥστε νὰ μὴν ἔπαυε ποτὲ στὴ Μονή τους ἡ προσευχή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Δὲν ἔχουμε περισσότερε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Ἴτα ἐξ Ἰρλανδίας
Ἡ Ἁγία Ἴτα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Κίλλεντι καὶ συγκέντρωσε γύρω της πολλὲς εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικότατο βίο, μὲ βάση τὴ νηστεία, τὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Δίδασκε περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἔφθασε σὲ πολὺ ὑψηλὰ μέτρα τελειώσεως καὶ θεωρίας. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματικὴ μητέρα πολλῶν Ἰρλανδῶν Ἁγίων. Ἵδρυσε σχολὴ στὴν ὁποία δίδασκε τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐμφύτευσε στὴν καρδιά τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 570 μ.Χ., στὴ μονή της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Βράνσκι τῆς Βουλγαρίας κοντὰ στὸν ποταμὸ Πσίνζα καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ τοῦ Λέσνοβο, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ὀσσόκε στὴν περιοχὴ Κρίβα Παλάνκα τῆς Σερβίας κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Λέσνοβο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 6 Νοεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἡ μνήμη του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἑλκύσει ψυχὲς Ὁσίων καὶ Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τὴν ἐλεύθερη λατρεία, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δὲ οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἔρχονταν στὸ νοῦ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὸ ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου καὶ τὴν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Θεό.
Ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητὲς χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἔκτιζαν σὲ μικρὴ ἀπόσταση τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Βλέμμυες, βάρβαρο λαὸ ποὺ κατοικοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς τὸ 373 μ.Χ.
Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300 – 311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καὶ ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες ποὺ ἡσύχαζαν στὸ ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στὸ ὄρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καὶ Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καὶ σκότωσαν πολλοὺς ἀσκητές. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν τὸ θάνατο κατέφυγαν σὲ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατὰ θεία πρόνοια, φάνηκε τὴν νύχτα στοὺς Σαρακηνοὺς μία φλόγα ποὺ κατάκαιγε ὅλο τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἔφθανε ὡς τὸν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τὴν φλόγα αὐτὴ οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τὰ ὅπλα τους καὶ ἔφυγαν.
Οἱ Ἀσκητὲς ποὺ ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτὼ καὶ εἶχαν διάφορες πληγὲς στὰ σώματά τους. Ἄλλων δηλαδὴ εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῶ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οἱ βάρβαροί τους ἔκοψαν στὴ μέση καὶ χώρισαν τὰ σώματά τους σὲ δυὸ μέρη.
Ἀπὸ τὰ φονικὰ σπαθιὰ διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καὶ ὁ Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔθαψαν τοὺς φονευθέντες καὶ διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.
Οἱ Ἅγιοι 33 Πατέρες Ἀββάδες οἱ ἐν τῇ Ραϊθῷ ἀναιρεθέντες
Ἕως δύο μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοὶ Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητές. Αὐτοὶ οἱ μακαριστοὶ Πατέρες διένυαν τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρὸς τὸ ἀσκητικό τους ἔργο καὶ τὴ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀλλοεθνής. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν Πατέρων στὸ Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Φαρανιτῶν καὶ πῆγαν στὸ Κάστρο, ὅπου εἶχαν τὴν ἐκκλησία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τοὺς βαρβάρους, ἔκλεισαν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ περίμεναν τὸν θάνατο. Ὁ προεστὸς τῆς μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ βασιλεία Του καὶ ὅτι ὑπὲρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ τώρα παρουσιάζεται λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμά τους ὑπὲρ τοῦ Κυρίου καὶ μισθαποδότου τους. Τοὺς παρακίνησε δέ, νὰ εὐχηθοῦν ὑπὲρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικὰ δυστυχεῖς καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ θὰ συντελέσει στὴν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε, ἔσπασαν τὴν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καὶ ἔσπειραν τὸν θάνατο κατὰ διαφόρους τρόπους.
Τὶς σφαγὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχὸς στὴ Διήγησή του, καθὼς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μοναχὸς ὁ Σιναΐτης κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη τους ἑορταζόταν στὶς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζεται σήμερα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος υἱὸς τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Σοφοῦ
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ἦταν υἱὸς τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ἄφησε τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ μαζὶ μὲ τὸν υἱό του. Οἱ Ὅσιοι ἔζησαν πρὸ τῶν μέσων τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.).
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ διέμεναν, ὁ Νεῖλος, ὁ υἱός του Θεόδουλος καὶ οἱ ἄλλοι μοναχοί, ξαφνικὰ τοὺς ἐπιτέθηκαν βάρβαροι καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς κατασφάζουν. Ὁ Νεῖλος κατόρθωσε νὰ διαφύγει. Τὸν υἱό του ὅμως, Θεόδουλο τὸν πῆραν μαζί τους αἰχμάλωτο. Στὴν ἀρχὴ θέλησαν νὰ τὸν φονεύσουν, ἀλλὰ κατόπιν τὸν πούλησαν καὶ τὸν ἀγόρασε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀπέδωσε τὴν ἐλευθερία του.
Ἀργότερα, ὁ Ὅσιος Θεόδουλος συναντήθηκε μὲ τὸν πατέρα του, τὸν Ὅσιο Νεῖλο, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφύγει ἀπὸ τὴν σφαγὴ τῶν Ἀββάδων τοῦ Σινᾶ καὶ μετέβη μαζί του σὲ ἐρημικὸ τόπο γιὰ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή τους συνέγραψαν λόγους καὶ ἐπιστολὲς μὲ πολύτιμες πνευματικὲς συμβουλὲς περὶ τοῦ τρόπου κατὰ τὸν ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ζοῦν οἱ μοναχοί, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου, ὅπου καὶ τὰ κατέθεσαν στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου καθὼς καὶ ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν ἐτελεῖτο στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Ναὸ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου ποὺ βρίσκεται στὸ ὀρφανοτροφεῖο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ὁ Ὅσιος Στέφανος καταγόταν ἀπὸ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἴσως τὴν Καππαδοκία καὶ ἦταν ἀπὸ εὐγενικὴ γενεά. Ἀγαποῦσε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε τὰ ἱερὰ μοναχικὰ καταφύγια ποὺ βρίσκονταν στὴν Παλαιστίνη, τοὺς ἀσκητὲς στὸν Ἰορδάνη ποταμό, τὶς Λαῦρες τοῦ Ἁγίου Σάββα, Εὐθυμίου καὶ Θεοδοσίου τῆς ἐρήμου, ὅπου ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ ἔμαθε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὕστερα ἐπανῆλθε, τὸ 710 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.). Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γερμανό, ὁ ὁποῖος τοῦ δώρισε καὶ τόπο στὸν ὁποῖο ἔκτισε τὴν λεγόμενη Μονὴ τοῦ Χηνολάκκου, στὴν Τριγλία, κοντὰ στὴν θάλασσα, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ἐπὶ τῆς Ἡγουμενίας του ὁ Ὅσιος Στέφανος διακρίθηκε γιὰ τὴν πατρική του διοίκηση, τὴν τάξη τὴν ὁποία δημιούργησε, τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους. Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἔζησε ὑποδειγματικά, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ ἀξιώθηκε ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τῆς οὐράνιας δόξας καὶ μακαριότητος.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος
Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ὅπου κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ καὶ φέρεται ὡς συγγενὴς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ὁ πατέρας της, Ζαβουλῶν, εὐσεβὴς καὶ φημισμένος στρατιωτικός, πρὶν ἀκόμα νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του Καππαδοκία, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. Ἡ μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὁ πατέρας της, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἔγινε, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει.
Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα μελετοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔφθασε στὸ κεφάλαιο ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ λογισμός της σταμάτησε στὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναρωτήθηκε ποὺ νὰ βρίσκεται ἄραγε ἡ ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατὰ τὴν παράδοση, αὐτὴ φυλασσόταν στὴν πόλη Μιτσχέτη τῆς Ἰβηρίας (Γεωργίας). Τὴν μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραββίνος τῆς πόλεως ποὺ ὀνομαζόταν Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὸ στρατιώτη ποὺ τὴν κέρδισε στὴν κλήρωση κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό. Τὰ λόγια αὐτὰ χαράχτηκαν βαθιὰ στὴν καρδιά της. Καὶ παρακάλεσε τὴν Θεοτόκο νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ πάει στὴν Χώρα τῶν Ἰβήρων, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν χιτώνα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο τῆς Ἁγίας. Τὴν προέτρεψε νὰ πάει στὴν Ἰβηρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρόσφερε ἕνα Σταυρὸ ἀπὸ κληματόβεργες, ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἀσπίδα καὶ ὁ φύλακάς της. Ἡ Ἁγία ξύπνησε καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸ θαυμαστὸ Σταυρό. Τὸν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μία κοτσίδα ἀπὸ τὰ μαλλιά της, τὴν ἔπλεξε στὸν Σταυρὸ καὶ πῆγε νὰ συναντήσει ἀμέσως τὸν θεῖο της Ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο. Ἐκεῖνος διέκρινε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εὐχή του.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γεωργία, περὶ τὸν 3ο Αἰώνα μ.Χ. Ἡ ἀποστολική της δράση καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τοὺς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριὰν (265 – 342 μ.Χ.) καὶ Νάνα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία βρῆκε τὸν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στὸν κῆπο τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στύλου.
Ἡ Ἁγία Νίνα κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ὁ Θεὸς τὴν δόξασε διατηρώντας τὸ τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Ἁγνὴ ἡ Μάρτυς
Δὲν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τόπο καὶ χρόνο τοῦ μαρτυρίου της. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ ὑπάρχει εἶναι ὅτι μαρτύρησε σὲ σκοτεινὴ ἀπομόνωση φυλακῆς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀδάμ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου. Πιθανότατα νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 33 ἐν Ραϊθῷ Ὁσιομάρτυρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας καὶ κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ἀναφέρεται Νεεμὰν) καὶ τῆς πριγκίπισσας Ἄννας. Τὸ λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
Ἡ ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸ μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167 – 1169), τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) συνῆψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸ ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Σύμφωνα πρὸς τὶς ἱστορικὲς εἰδήσεις, ἂν καὶ ἡ παγίωση τοῦ Χριστιανικοῦ βίου στοὺς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τὴν σύγχυση δικαιοδοσιῶν καὶ διευκόλυνε τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Συμεὼν († 13 Φεβρουαρίου), τὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Στὸ θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς (1195 – 1228), υἱὸς τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεών, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Ὁ Ἅγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη καὶ τὸ 1204 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἀσχολήθηκε μὲ τὴν εἰρήνευση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ Ἅγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός του Στέφανος δέχθηκε αὐθαίρετα τὸ στέμμα τοῦ κράλη τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸν Πάπα Ὀνώριο Γ’ (1204 – 1222) καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ Σαραντηνὸ (1217 – 1222). Οἱ προτάσεις του ἔγιναν δεκτές, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας ἐπέμενε στὴ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Σάββα ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἀντὶ τοῦ προταθέντος προσώπου τῆς συνοδείας τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ μετὰ τὴ συνοδικὴ ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀντέδρασε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, ποὺ ἀμφισβήτησε ὄχι μόνο τὴν κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ καὶ τὰ κανονικὰ δίκαια τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς βασιλικῆς αὐθεντίας.
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε κατὰ Θεόν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Τύρνοβο τὸ ἔτος 1236. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο, ἀλλὰ κάηκε τὸ ἔτος 1594 ἀπὸ τὸν Σινὰν πασᾶ στὸ Βελιγράδι.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Ἀρχιερεὺς θεοφόρος ὤφθης καὶ θεῖος ποιμήν, τῆς Σερβίας ὁ φωστὴρ Σάββα μακάριε, καὶ Ἀποστόλων μιμητής, γεγονὼς ὡς ἀληθῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τῷ Σωτῆρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἀποστόλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Καὶ τῆς Σερβίας ποιμενάρχην καὶ διδάσκαλον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Πνεύματος
Τῷ φωτὶ τῶν πρεσβειῶν σου φωταγώγησον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Σάββα Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ ἄστρον λαμπρόν, καὶ τῆς ἐν Σερβίᾳ, Ἐκκλησίας ὑφηγητής, Σάββα Ἱεράρχα, τῆς εὐσεβείας στόμα, καὶ ἀρετῶν ὁσίων, θεῖον κειμήλιον.
Ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου
Ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ.
Ἐξελέγη Μητροπολίτης Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε περὶ τὸν 16ο αἰώνα στὴ Ρωσία. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τοῦ Βολοκολὰμκ καὶ ὀνομάσθηκε Ἀλέξανδρος. Τὸ 1522 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Τβὲρ καὶ Κασίν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1567 καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ζέλτικωφ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 312 από 415