Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτοὶ διετάχθησαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου ἐκτελοῦσε τὰ στρατιωτικά του καθήκοντα.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος, χωρὶς νὰ δειλιάσει, διεκήρυξε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ μὲ Πνευματικὴ ἀνδρεία συνέτριψε τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν οἱ ἐθνικοί. Οἱ παραινέσεις τοῦ πεθεροῦ του, καθὼς καὶ οἱ θρηνώδεις κραυγὲς τῆς γυναίκας του, δὲν τὸν κλόνισαν καθόλου. Παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαίωσε καὶ στὸν Μάρτυρα Νέαρχο, τὸν φίλο του, ποὺ φοβόταν μήπως ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ ναὸ ποὺ ἀνήγειραν οἱ πιστοὶ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ποὺ ἔκειτο κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλαδελφίου καὶ τοῦ Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυηθεῖς οὐρανόθεν εὐσεβείας τὴν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε· καὶ ξίφει ἐκτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοῖς χοροῖς, μεθ’ ὧν πρέσβευε θεόφρον διὰ παντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλὴν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί· τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τὸν δόλιον ᾔσχυνε.
Μεγαλυνάριον.
Πολύευκτον χάριν ἐπιποθῶν, πολύευκτον πίστιν, προσελάβου ὡς νουνεχής· ὅθεν πολυεύκτου, τρυφῆς κατηξιώθης, Πολύευκτε τρισμάκαρ, ἀθλήσας ἄριστα.
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ταρσίας (Ταρσὸς Βιθυνίας στὴ Μικρὰ Ἀσία), ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴ μεγάλη διοικητικὴ περιφέρεια τῶν Ὀπτημάτων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν κωμόπολη ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Βιτζιανὴ καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καὶ Μεγεθώ, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὔποροι. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ οἱ γονεῖς του φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή του. Ὅταν συμπλήρωσε τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του ἡ καρδιά του κυριεύθηκε ἀπὸ Θεῖο ἔρωτα. Τότε ἄφησε τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὸν Ὄλυμπο, στὸ Μοναστήρι τοῦ Αὐγάρου, στὸ ὁποῖο μόναζαν οἱ θεῖοι του, ἀπὸ τὴ μητέρα του, Γρηγόριος καὶ Βασίλειος. Ἐκεῖ λοιπόν, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς θείους του καὶ ἀκολούθησε καὶ αὐτὸς τὴν ἐπίπονη καὶ σκληρὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ.
Ὁ Ὅσιος καθημερινὰ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ πρόθυμη καρδιὰ καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τίποτε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶχε τίποτε στὴν κατοχή του, παρὰ μόνο ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἕνα ὕφασμα ἀπὸ μαλλὶ προβάτου. Δὲν εἶχε οὔτε τόπο ὁρισμένο γιὰ νὰ κοιμᾶται. Λένε μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε μοναχός, στὰ ἑβδομήντα πέντε τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου, δὲν κοιμήθηκε ποτὲ ὕπτιος ἢ μὲ τὸ ἀριστερὸ πλευρό.
Ὅταν πέθαναν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἡγούμενοι τῆς μονῆς, οἱ πατέρες ἐμπιστεύθηκαν στὸν Ὅσιο τὴ διοίκηση τῆς μονῆς καὶ τὸν ἀνέδειξαν ἡγούμενο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέτρεψε τὸν εὐσεβέστατο αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου († 4 Νοεμβρίου), ἄφησε τὴ Μονὴ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Μόλις ὅμως ἔγινε ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του. Ἡ μέρα περνοῦσε μὲ Πνευματικὰ γυμνάσματα καὶ ἄσκηση καὶ ἡ νύκτα μὲ ἀγρυπνίες καὶ γονυκλισίες. Ἡ μονολόγιστη ἐλπίδα, ἡ εὐχὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη του. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος προεῖδε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ θάνατό του. Λίγο πρὶν ἀπέλθει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε : «Ἀδελφοί, ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου ἔφθασε στὸ τέλος του. Λοιπόν, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ φυλάξετε τὴν παρακαταθήκη ποὺ παραλάβατε, γιατί τὰ πράγματα τῆς παρούσας ζωῆς εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια, ἐνῶ τῆς μέλλουσας ζωῆς εἶναι ἄφθαρτα καὶ αἰώνια». Μόλις τελείωσε τὰ σύντομα αὐτὰ λόγια, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, εἶπε, «Κύριε, εἰς τὰς χείρας σου παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Βασίλειος καὶ Γρηγόριος οἱ Θαυματουργοί
Οἱ Ὅσιοι Βασίλειος καὶ Γρηγόριος ἦταν θεῖοι τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ ἔζησαν τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τῶν Αὐγάρων. Καὶ οἱ δυὸ ἀξιώθηκαν νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ἅγιος Πέτρος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τὸ 349 μ.Χ. Ὁ πατέρας του Βασίλειος, ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστη πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Πέτρου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδί τους ἦταν ἡ Μακρίνα ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστήρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 370 μ.Χ. τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο καὶ τὸ 380 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Σεβαστείας τῆς Μ. Ἀρμενίας. Ἔλαβε μέρος στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 392 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια καὶ τελειώθηκε στὴ θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Γ’ 24 φ. 112α, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι μαρτύρησε σὲ στάδιο ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς Ἡγούμενος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ ἔγινε Ἡγούμενος τῆς μονῆς Νερίντα, ποὺ ἦταν στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ὁ Πάπας Βιταλιανὸς (657 – 672 μ.Χ.) τοῦ πρότεινε δύο φορὲς νὰ ἀναλάβει τὴ χηρεύουσα Ἀρχιεπισκοπὴ Καντουαρίας, δὲ διαδοχὴ τοῦ Θεοδοσίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε ὡς κατάλληλο πρόσωπο τὸν Ἕλληνα μοναχὸ Θεόδωρο ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας († 19 Σεπτεμβρίου). Ὁ Πάπας συμφώνησε ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι ὁ Ἅγιος θὰ μετέβαινε μὲ τὸν Θεόδωρο στὴ Βρετανία ὡς συνεργάτης αὐτοῦ.
Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς διορίσθηκε ὡς διευθυντὴς τῆς σχολῆς τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου Καντουαρίας καὶ συνετέλεσε στὴν ἀνύψωση τῆς σχολῆς. Προσείλκυσε κοντά του πλῆθος μαθητῶν στοὺς ὁποίους δίδασκε Θεολογία, Ἑλληνικά, Λατινικά, Ποίηση καὶ Ἀστρονομία.
Ὁ Ἅγιος, διακρινόμενος γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πνευματικότητά του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 710 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Brithwald
Ὁ Ἅγιος Brithwald διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Ἦταν ἄριστος γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας ἀνῆλθε τὸ ἔτος 693 μ.Χ. Ὑπῆρξε καλὸς ποιμένας καὶ κανόνας πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Ὁ Ἅγιος Brithwald κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 731 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε ὁ μεγάλος καὶ φρικωδέστατος σεισμός, στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου (867 μ.Χ.), κατὰ τὴν ὁποία κατέπεσε καὶ ὁ μεγάλος τροῦλος τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Στίγματος καὶ τῆς Θεοτόκου τοῦ Φόρου. Τὸ γεγονὸς τοῦ μεγάλου σεισμοῦ ἀναφέρεται καὶ στὸν κώδικα 1578 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων, ἀλλὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ἁγία Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία
Ἡ Ἁγία Παρθένα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε περὶ τὸν 14ο αἰώνα. Κατὰ τὸ παρθενικό της ὄνομα εἶχε καὶ τὸ βίο της, ζώντας μὲ ἄσκηση καὶ σεμνότητα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1375 ἡ Ἔδεσσα πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ οἱ κάτοικοι ἀντέταξαν δυνατὴ ἄμυνα, ἐνισχυόμενοι καὶ ἐνθαρρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Σεραφείμ, ἐφημέριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἄριστα ὀργανωμένος καὶ πολυάριθμος, ἀλλὰ ἀπέκανε καὶ ὡς φαίνεται, ἑτοιμαζόταν νὰ λύσει τὴν πολιορκία.
Ἀλλὰ κατὰ τὴν τελευταία στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως, ὀνομαζόμενος Πέτρος (ἡ παράδοση τὸν ὀνομάζει Κὲλλ Πέτρο, δηλαδὴ Κασιδιάρη Πέτρο), ὁ ὁποῖος ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Παρθένας, πληρώθηκε μὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ ἀπὸ τὸν πολιορκητὴ Πασᾶ τῶν Τούρκων καὶ πρόδωσε τὴν πόλη. Οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν στὴν Ἔδεσσα, στὶς 26 Δεκεμβρίου 1375, ἀπὸ τὸ νοτιοανατολικὸ μέρος, ὅπου αὐτὸς φρουροῦσε, καὶ ὅπου ἦταν μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐπάλξεις τῆς πόλεως. Ἀμέσως ἐπιδόθηκαν στὴ σφαγὴ καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων, τὶς διαρπαγὲς καὶ τὶς ἀτιμώσεις. Συνέλαβαν τὸν Ἱερομόναχο Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια τὸν ἔπνιξαν στὸ μέγα καταρράκτη, ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα «ἰτσερὶ Πασᾶ», δηλαδὴ «νερὰ τοῦ Πασᾶ».
Ὁ προδότης Πέτρος, μετὰ τὴ φρικώδη πράξη του καὶ τὴν ἅλωση τῆς πόλεως, ἀρνήθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Δὲν ἀρκοῦσε ὅμως αὐτό. Παρέδωσε στὸν Πασᾶ, ὡς παλλακίδα, τὴ θυγατέρα του Παρθένα, ἀφοῦ προηγουμένως προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία Παρθένα μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ πατέρα της, ὡς ἄλλη Ἁγία Βαρβάρα, ἔφριξε καὶ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν ἄθλιο πατέρα της καὶ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἀρνηθεῖ τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ οὐράνιου Νυμφίου αὐτῆς, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ μετανοήσει, ὀργίσθηκε καὶ ἔγινε σὰν θηρίο. Ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὴν Ἁγία μέχρι αἵματος καὶ ἀναισθησίας. Στὴν συνέχει τὴν γύμνωσε καὶ τὴν παρέδωσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Οἱ στρατιῶτες τὴν βασάνιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Στὸ τέλος, τὴν ὁδήγησαν ὁλόγυμνη σὲ ἕνα λόφο, ὅπου τὴν ἔθαψαν ζωντανή. Ὁ λόφος αὐτὸς ὀνομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος τῆς Παρθένου».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Ἐδέσσης ὤφθης, καὶ ἰσότιμος, κλεινῶν Μαρτύρων, Ἀθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· τοῦ γὰρ πατρὸς τὴν κακίαν ἐλέγξασα, ὑπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· ὅθεν πρέβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ἐδεσσαίων ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Παρθενομάρτυς Παρθένα· χαίρει γάρ, πιστῶς σε θρέψασα ἐν Κυρίῳ, μέλπουσα, τοῦ μαρτυρίου σου τοὺς ἀγῶνας, οὓς διήνυσας ἀνδρείως, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐδεσσαίων ἡ καλλονή, Παρθένα θεόφρον, νύμφη ἄφθορε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων θυμηδία, σεμνὴ Παρθενομάρτυς ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος, κατὰ κόσμο Θεόδωρος Στεπάνοβιτς Κολύσεφ, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1507 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Στέφανο καὶ τὴν Βαρβάρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανουφία. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Μονὴ Σολόβκι, στὸν Παγωμένο Ὠκεανό, ὅπου ἄρχισε νὰ διδάσκεται τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ νὰ διέρχεται τὸ βίο του μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Στὴ συνέχεια διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Τὸ ἔτος 1566, ἐπὶ βασιλείας Ἰβὰν Δ’ Βασίλιεβιτς (τοῦ Τρομεροῦ), ἐξελέγη, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου (1564 – 1566), Μητροπολίτης Μόσχας, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε. Ὅταν, τὸ 1565, ὁ Κούρβσκι ἤθελε νὰ ἀνατρέψει τὸ θρόνο τῆς Ρωσίας, ὁ τσάρος Ἰβὰν θεώρησε ὅλους τοὺς ἄρχοντες κρυφοὺς ἐχθρούς του καὶ κατέφυγε στὴν πόλη Ἀλεξάνδροβκ, προτιθέμενος νὰ παραιτηθεῖ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀγγελία αὐτὴ κατέπληξε τὴ Μόσχα, διότι ἡ ἀναρχία φαινόταν φοβερότερη ἀπὸ τὴν τυραννία, καὶ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἐπάνοδο τοῦ τσάρου. Ὁ Ἰβὰν ἐπέστρεψε στὴ Μόσχα στὶς 2 Φεβρουαρίου 1565. Τὴν ἑπομένη συνεκάλεσε σύνοδο καὶ ἀποφάσισε τὴ σύσταση τῆς Ὀπρίτσνινα, σωματοφυλακῆς γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ ἴδιου καὶ τῆς ἐπικράτειας. Ἡ σωματοφυλακὴ αὐτὴ ποὺ ἦταν τυφλὸ ὄργανο τοῦ τσάρου, κατατρομοκράτησε τὴ χώρα.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νὰ εὐλογήσει τὸν τσάρο καὶ ἀντιτάχθηκε στὴν βασιλικὴ αὐθαιρεσία καὶ τὶς βδελυρὲς πράξεις μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκθρονισθεῖ, νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ Ὀτρὸτς τοῦ Τβὲρ καὶ νὰ δολοφονηθεῖ στὶς 23 Δεκεμβρίου 1569 ἀπὸ ἄνθρωπο τοῦ τσάρου.
Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο καὶ τὸ ἔτος 1652. Ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς τὸ ἐναπέθεσε στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μόσχας, στὸ Κρεμλίνο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς ὁ Γέροντας
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Κιέβου, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1902.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), Λέοντος A’ (457 – 474 μ.Χ.) καὶ Ζήνωνος (474 – 475 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρθαγένη (Νέα Καρχηδόνα) τῆς Ἱσπανίας. Κατὰ τὴν θεία οἰκονομία πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 384 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλες τέσσερις παρθένες, τὴ Δωροθέα, τὴν Εὐανθία, τὴ Νόννα καὶ τὴν Τιμοθέα καὶ ὕστερα ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη βαπτίσθηκαν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου.
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκγύμνασε τὸν ἑαυτό της πνευματικὰ μὲ σκληροὺς καὶ πολλοὺς κόπους. Ἀφοῦ ἔφθασε στὴ θέωση καὶ ἀξιώθηκε νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ διακρίνει τὰ μέλλοντα, ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς της ἔγινε γνωστὴ καὶ ἐπέσυρε τὴν προσοχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου (408 – 450 μ.Χ.) καὶ τῆς βασίλισσας, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐπισκέπτονταν καὶ τῆς παρεχώρησαν τὸν τόπο καὶ τὰ μέσα προκειμένου νὰ ἀνεγείρει Μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ζαχαρία. Ἐκεῖ ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τῇ κρείττονι, καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, ἀσκήσει ἐξέλαμψας, ὥσπερ λαμπὰς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε· ὅθεν Μοναζουσῶν σε, ὁδηγὸν φωτοφόρον, ἔδειξεν ὁ Δεσπότης, διὰ βίου καὶ λόγου. Ὧ πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χορείαν εὐκλεῆ, σεμνοτάτων παρθένων, δι’ ἔργων ἱερῶν, καὶ σοφῶν διδαγμάτων, ἐνθέως ὡδήγησας, πρὸς παστάδα ἀκήρατον, ἔνθα πέφηκε, ζωῆς τὸ ξύλον Δομνίκα· δι’ οὗ ζώωσον, τὴν νεκρωθεῖσαν ψυχήν μου, Ὁσία θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Δομνίκα πανευκλεής· σὺ γὰρ τὸν Δεσπότην, ἀγαπήσασα ἐκ ψυχῆς, ἴχνεσι τοῖς τούτου, ὥσπερ ἀμνὰς τιμία, ἀμέμπτως ἐπορεύθης· διὸ δεδόξασαι.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸν χριστιανικὸ κόσμο. Γνωστὸ καὶ τὸ μοναστήρι στὴν Παλαιστίνη ποὺ ἀσκήτεψε.
Βρίσκεται σὲ μία ἐρημικὴ καὶ ἄγρια χαράδρα καὶ εἶναι κοντὰ στὴν ἀρχαία Ρωμαϊκὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχῶ.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ τοποθεσία αὐτὴ λέγεται χείμαρρος Χορρὰθ καὶ εἶναι συνδεδεμένη μὲ πολλὰ ἱστορικὰ γεγονότα.
Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι ἡ σπηλιὰ στὴν ὁποία εἶχε κάποτε κρυβεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας (910 π.Χ.) γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν καταδίωξη τοῦ ἀσεβέστατου βασιλιὰ Ἀχαὰβ καὶ τῆς εἰδωλολάτριδας συζύγου του, τῆς Ἰζάβελ.
Σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιὰ ὁ ζηλωτὴς προφήτης ἔμεινε μῆνες καὶ τρεφόταν κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Μερικὰ κοράκια τοῦ ἔφερναν πρωὶ καὶ βράδυ ψωμὶ καὶ κρέας.
Νερὸ ἔπινε ἀπὸ τὸν χείμαρρο. Ὅταν ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἔλειψε τὸ νερό, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας, ὁ προφήτης ἀναχώρησε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδῶνος.
Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ κλείστηκε καὶ ὁ θεοπάτορας Ἰωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα ἔμεινε ἐδῶ νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί, γιατί ἦταν ἄτεκνος. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ ἡ σύζυγός του Ἄννα εἶχε παραμείνει στὸ σπίτι της καὶ προσευχόταν θερμά. Μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε καὶ ζητοῦσε νὰ τῆς λύσει ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀτεκνία της.
Πολὺ συγκινητικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰωακείμ στὴ σπηλιὰ, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ἀρχαία παράδοση: «Οὗ καταβήσομαι», ἔλεγε μονολογώντας ὁ εὐσεβὴς Ἰωακείμ, «οὔτε ἐπὶ ποτόν, ἕως ὅτου ἐπισκέψεταί με Κύριος ὁ Θεός μου καὶ ἔσται μου ἡ εὐχὴ βρῶμα καὶ πόμα».
Καὶ δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἐκεῖ, παρὰ μονάχα, ὅταν ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν εὐσεβῶν παιδιῶν του, εἰσήκουσε τὴν δέησή του καὶ μ’ ἕναν ἄγγελο τοῦ διεμήνυσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, πὼς θὰ ἀποκτοῦσε παιδί. Καὶ πραγματικά. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀξιωνόντουσαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν κεχαριτωμένη Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα Θεοπάτορες, δηλαδὴ πρόγονοι κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀπὸ μία τυπικὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων μανθάνουμε, πὼς ὁ χείμαρρος ἦταν κτῆμα τοῦ Ἰωακείμ, τοῦ πατέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐδῶ ὑπῆρχε καὶ κῆπος τοῦ ἰδίου καὶ ἐδῶ ἀργότερα κτίστηκε καὶ Ἐκκλησία ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας στὴν ὁποία διάφορες μέρες τοῦ χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σὲ τοῦτο τὸ μέρος κτίστηκε καὶ ἡ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Παλαιστίνης. Στὴν ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἔζησαν τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως, χιλιάδες εὐλαβεῖς ψυχές. Σ’ αὐτὴ πέρασε καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴ νῆσο Κύπρο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὸ ἐπώνυμο Χοζεβίτης, τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του.
Ἡ ὅλη περιοχὴ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγριότητά της. Καὶ αὐτὴ τὴν περιοχὴ χωρὶς ἄλλο θὰ εἶχε ὑπ’ ὄψη ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιέπεσε στοὺς ληστὲς καὶ εἶναι γνωστὴ σὰν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Καθ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ χειμάρρου ὑπάρχουν πολλὰ σπήλαια, τὰ ὁποία ἀπὸ ἐνωρὶς προσείλκυσαν πολλοὺς ἀναχωρητές. Σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ Μονή, εἶχε ἐγκατασταθεῖ κάποτε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ποὺ εἶχε διατελέσει ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας καὶ ὕστερα ἐγκατέλειψε τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἦρθε στὸ μέρος αὐτὸ νὰ μονάσει. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος καὶ Θαυματουργὸς ἔκτισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ καλλώπισε τὸν χῶρο ἐκεῖνο ἔτσι, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ χιλιάδες φιλέρημες ψυχὲς ἦρθαν νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Τὴν ἀκμὴ τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία πολλὰ θαύματα γίνονταν ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω ἀσκητηρίων, ποὺ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑβδόμου αἰώνα φιλοξενοῦσαν πιὸ πολλὲς ἀπὸ πέντε χιλιάδες ψυχές, ἀνέκοψαν οἱ περσικὲς ἐπιδρομές. Σὰν καταιγίδα ἀληθινὴ εἶχαν ἐνσκήψει οἱ ἄγριες αὐτὲς ὀρδές, ποὺ ἔσφαζαν, ἔκαιαν, ἐρήμωναν τὰ πάντα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ περνοῦσαν. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καταστράφηκε καὶ ὁ ἅγιος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅλοι οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)
Αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν παιδὶ τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο μὲ τὴν ἀρετή.
Ἡ ἁγία αὐτὴ μορφὴ γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Κύπρου μας ἀπὸ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ εὐκατάστατους γονεῖς. Τὰ πολλὰ ἀγαθὰ ὅμως ποὺ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε χαρίσει, δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ζοῦνε μὲ ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του. Μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια μεγάλωσαν καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, τὸν Ἡρακλείδη καὶ τὸν Γεώργιο. Οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ βρεφικὴ ἡλικία φρόντισαν νὰ ἐνσταλάξουν στὴν ψυχὴ καὶ τῶν δύο παιδιῶν τους τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ τὴν ὑπακοή, τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Καὶ οἱ κόποι τους ὄχι μόνο δὲν πῆγαν χαμένοι, ἀλλὰ καὶ πλούσια εὐλογήθηκαν ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ὁ Ἡρακλείδης ποὺ ἦταν καὶ ὁ πιὸ μεγάλος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν του καὶ πῆγε νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ ἔζησε ὁ Χριστός μας. Ἡ εὐγενικὴ καὶ φιλόθρησκη ψυχὴ τοῦ νέου, σὰν ἔφτασε στὴν Ἁγία Γῆ καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόσο γοητεύθηκε, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει πιὰ στὰ μέρη ἐκεῖνα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ πραγματικά. Ὁ πιστὸς καὶ φιλόθεος νέος, ἀφοῦ γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε καὶ στὸν Ἰορδάνη. Περπάτησε μὲ συνεπαρμένη ψυχὴ στὸν τόπο ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου βάπτισε τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀγωνιζόμενος τὸν ἀγώνα τὸν καλό, τῆς ἀρετῆς τὸν ἀγώνα. Ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, μικρὸς ἀκόμη παρέμεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ ξεχώριζε ἀπ’ ὅλους τους συνομήλικούς του στὴ φρονιμάδα καὶ τὴ σεμνὴ ζωή.
Στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τῆς ἐφηβείας τὰ χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τὸ καλὸ παιδί. Οἱ γονεῖς του ἀρρώστησαν καὶ πέθαναν σὲ λίγο διάστημα ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ βεβαιώνει μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα Του πὼς τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει πάντα ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πιστὸ παιδί. Ἕνας θεῖος του φρόντισε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ κοντά του μὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὴν κληρονομιά του μὲ σκοπὸ σὰν μεγαλώσει νὰ τὸν συζεύξει μὲ τὴν ἐπίσης μικρὴ καὶ μονάκριβη θυγατέρα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γεώργιος ἀπεστρέφετο τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ ψυχή του λαχταροῦσε μία ἀνώτερη ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή, ἕνα πρωὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἄλλο θεῖο του, ποὺ ἦταν ἡγούμενος σ’ ἕνα μοναστήρι. Ὅταν ὁ πρῶτος θεῖος ἔμαθε τί ἔγινε, πῆγε στὸ μοναστήρι μὲ σκοπὸ νὰ ξαναπάρει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὸ χωριό. Στὴν προσπάθειά του μάλιστα νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, δὲν δυσκολεύθηκε νὰ φιλονεικήσει καὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν μοναχό. Αὐτὸς ὅμως μὲ ἡρεμία καὶ πραότητα τοῦ ἀπήντησε:
«Ἀδελφέ μου, οὔτε ἔφερα τὸν νέο ἐδῶ, οὔτε καὶ τὸν διώχνω. Ἂς ἀποφασίσει μόνος του ὅ,τι θέλει. Ἡλικίαν ἔχει...».
Ὅταν ὁ νέος ἔμαθε τὴν φιλονικία τῶν θείων του γιὰ τὸ πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τράβηξε πρὸς τὴν ἁγία πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ σὰν ἔφτασε, πῆγε καὶ γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια προσκύνησε τὰ πάνσεπτα προσκυνήματα τῆς εὐλογημένης πόλεως, καὶ ὕστερα κατέβηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως μὲ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τὸν πότισαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, τὸν σπρώχνει νὰ βρεῖ τὸν ἀδελφό του. Ἡ ψυχή του ποθεῖ τὴ μακαρία ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Οἱ κίνδυνοι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀντίκριζε γύρω του, τοῦ ἔφερναν στ’ αὐτιὰ καθαρὰ τὸν ἀπόηχο τῆς φωνῆς τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Λῶτ: «Σώζων σῶζε τὴν σ’ ἑαυτοῦ ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδὴ κοίταξε πὼς θὰ σώσεις τὴν ψυχή σου. Ἡ ματαιότητα τῶν φθαρτῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου συνετάραττε τὸ εἶναι του. Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα σκεπτόταν καὶ ἐπανελάμβανε μόνος του. Ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖται μοι», προχώρησε καὶ τράβηξε πρὸς τὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος στὴν ὁποία, ὅπως εἶχε μάθει, βρισκόταν ὁ ἀδελφός του.
Ἡ Λαύρα τοῦ Καλαμώνας βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη.
Χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ σὰν τὸν συνάντησε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φανέρωσε τὸν πόθο καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει κοντά του. Ἐκεῖνος παρὰ τὴ μυστικὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν ἁγία διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του καὶ τὸν συνώδευσε στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ στὸν ἐκεῖ ἡγούμενο, ποὺ ἦταν καὶ φίλος του καὶ τοῦ τὸν παρέδωσε. Αὐτὸς δὲ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του.
Ὁ ἡγούμενος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐξετίμησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νεαροῦ Γεωργίου καὶ τὸν κατηύθυνε μὲ φόβο Θεοῦ στῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τὰ σκαλοπάτια. Ἡ βαθιὰ ταπείνωση τοῦ νέου, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ προθυμία του νὰ ἐκτελεῖ πάσαν ἐργασία τῆς μονῆς, ἐνεθάρρυναν τὸν ἡγούμενο, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προχωρήσει στὴν κουρὰ τοῦ νέου, σὲ μοναχό καὶ νὰ τὸν ἀναθέσει σ’ ἕνα προκομμένο γέροντα σὰν συμβοηθό του στὸ διακόνημα τοῦ νεοκηπίου ποὺ εἶχε.
Μὲ ἀχώριστο σύντροφο τὸν ἐνθουσιασμὸ ὁ νεαρὸς μοναχὸς περνάει τὴν καθημερινὴ ζωή του ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ πολύωρες προσευχές. Ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο του ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ τελειότερη ζωή. Δυστυχῶς ὁ γέροντάς του παρὰ τὶς πολλές του ἀρετὲς δὲν τὸν βοηθάει καὶ πολὺ στὴν εὐγενική του προσπάθεια. Ἦταν ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ μὲ τὸ «ψύλλου πήδημα» τὸν ἀπόπαιρνε σὲ βαθμὸ ἀποκαρδιωτικό.
Κάποια μέρα μάλιστα ὁ γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸν χείμαρρο νὰ φέρει νερό. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νερὸ ἦταν μαζεμένο καὶ τὰ καλάμια καὶ τὰ ξύλα ποὺ ἤσαν μπροστὰ ἦταν πολὺ πυκνὰ καὶ ὁ νέος ἦταν ντυμένος τὰ ἐνδύματά του, δὲν μπόρεσε νὰ περάσει μὲ τὸ δοχεῖο τοῦ νεροῦ καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε τὸν νέο χωρὶς τὸ νερὸ θύμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγάλει τὸ ἱμάτιό του, νὰ φορέσει μόνο τὸ ἐπάνω ράσο του καὶ χωρὶς νὰ ἀντείπει ὑπάκουσε καὶ πῆγε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἄργησε καὶ στὸ μεταξὺ κτύπησε ὁ κώδωνας γιὰ τὸ τραπέζι, ὁ γέροντας ἔκρυψε τὸ ἱμάτιο τοῦ παιδιοῦ καὶ πῆγε στὸ φαγητό. Ὅταν ὁ νέος ἐπέστρεψε καὶ δὲν βρῆκε οὔτε τὸ ἱμάτιό του, οὔτε τὸν γέροντα, πῆγε στὴ μονὴ χωρὶς τὸ ζωστικὸ καὶ κτύπησε τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ μοναχὸς ποὺ ἦρθε νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸν εἶδε ἔτσι γυμνό, τὸν ρώτησε τί τοῦ συνέβη. Καὶ ὅταν ὁ νεαρὸς τοῦ ἐξήγησε, πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε ἕνα ἱμάτιο, τὸ ὁποῖο φόρεσε καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε, ὁ γέροντας ποὺ τὸν εἶδε ἐκεῖ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων πέντε Πατέρων, χωρὶς οἶκτο καὶ μὲ θυμὸ ἀδικαιολόγητο τοῦ ἔδωκε ἕνα δυνατὸ ράπισμα λέγοντάς του:
– Γιατί ἄργησες;
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ χέρι τοῦ γέροντα ξηράνθηκε ὁλόκληρο καὶ δὲν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ὁ ἀββᾶς ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν βρῆκε, ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:
— Παιδί μου, συγχώρεσέ με καὶ μὴ μὲ φανερώσεις. Ἔφταιξα. Πολὺ ἔφταιξα. Μὴ μὲ διαπομπεύσεις, ἀλλὰ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει καὶ νὰ μὲ κάμει καλά.
Ὁ νεαρὸς μοναχὸς βαθιὰ λυπημένος γιὰ τὸ πάθημα τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή:
— Πήγαινε, πάτερ, ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ἁγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια καὶ αὐτοὶ θὰ σὲ θεραπεύσουν.
Ὁ γέροντας ὅμως ἐπέμενε.
Παιδί μου, σὲ σένα ἔφταιξα. Σὺ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρήσει.
Τότε ὁ νεαρός, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν γέροντα, τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ στοὺς τάφους καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια, προσευχήθηκαν καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ χέρι ξαναγύρισε στὴ φυσική του κατάσταση. Μὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα μαλάκωσε. Ὁ θυμὸς παραμέρισε καὶ ἡ πραότητα μαζὶ μὲ τὴ συγκατάβαση στήσανε στὴν καρδιά του τὸν θρόνο τους.
Παρὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ θαύματος, τοῦτο ἔγινε γρήγορα γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ μοναχοὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ σεβασμὸ ἄρχισαν νὰ περιβάλλουν τὸν νέο καὶ γιὰ τὸ θαῦμα του νὰ μιλοῦν. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ φόβο μήπως πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς ὑπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι καὶ τράβηξε στὴ Λαύρα ποὺ βρισκόταν ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια στόλισε τὴν ζωή του καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴ σκληρὴ ἄσκηση νέκρωσε τὸ σῶμα του, ὥστε οἱ προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἐπηρεάσουν. Καμιὰ ὑστεροβουλία ἢ ἰδιοτέλεια δὲν ὑπεισερχόταν στὶς σκέψεις του. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου σὰν φωτεινὸς φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του καὶ τοῦ φώτιζε τὸν δρόμο του. Ζοῦσε ὅμως σὰν οὐράνιος ἄνθρωπος, μὰ καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ζωὴ «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάννη α’ 14) εἶχε καταντήσει ἡ ζωή του. Πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων ποὺ προκαλοῦν στ’ ἀλήθεια κατάπληξη.
Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἦταν καὶ τοῦτο. Κάποια μέρα ἕνας γεωργὸς ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, γνωστὸς καὶ φίλος τῶν δυὸ ἀσκητῶν, ἦρθε στὴ Λαύρα, μὲ ἕνα ζεμπίλι ἀπὸ διάφορους καρποὺς ποὺ γεωργοῦσε καὶ κτύπησε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ τους. Ὁ Γεώργιος πῆγε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ μπεῖ μέσα. Ὁ ἐπισκέπτης μόλις μπῆκε ἔβαλε μία μετάνοια καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ δῶρα παρακάλεσε θερμὰ τοὺς ἀβάδες νὰ εὐλογήσουν τοὺς καρποὺς ὁπότε κάτω ἀπὸ αὐτοὺς μὲ μεγάλη ἔκπληξη τί βλέπουν; Ἕνα νήπιο νεκρό. Ἦταν τὸ νεογέννητο παιδὶ τοῦ ἐπισκέπτη ποὺ εἶχε ἀποθάνει καὶ αὐτὸς τὸ ἔφερε στοὺς ἀβάδες μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα πὼς αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἀναστήσουν καὶ νὰ τοῦ τὸ ξαναδώσουν ζωντανό. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης σὰν τὸ εἶδε μὲ τρόμο καὶ ταραχὴ εἶπε στὸν ἀδελφό του: «Πήγαινε καὶ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει νὰ πάρει τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ πράγματα ποὺ ἔφερε. Μᾶς βάζει, πές του σὲ μεγάλο πειρασμό. Κύριε, ἀναφώνησε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς».
Ὁ ἀβὰς Γεώργιος ὅμως ποὺ ἦταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, ἔβαλε στὸν ἀδελφό του μετάνοια καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ εἶπε:
Πάτερ μου, μὴ στενοχωρεῖσαι καὶ μὴ ταράττεσαι. Ἀλλὰ ἔλα νὰ παρακαλέσουμε μὲ πίστη τὸν Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανοικτίρμονα Θεὸ νὰ κάμει τὸ θαῦμα του. Καὶ ἄν μᾶς ἀκούσει ἡ εὐσπλαγχνία του καὶ ἀναστήσει τὸ παιδί, εὐλογημένο ἂς εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του. Τότε καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ δίνουμε τὸ παιδί του, ὅπως πίστεψε. Ἂν ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν θελήσει, γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει Ἐκεῖνος, νὰ γίνει τὸ θαῦμα, τότε πάλι καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ ἐξηγοῦμε, πὼς καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ δὲν ἔχουμε τέτοια παρρησία, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ποθεῖ τόσο ἐκεῖνος, ὅσο καὶ ἐμεῖς. Στὰ λόγια τοῦ Γεωργίου ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης πείσθηκε. Τότε καὶ οἱ δύο οἱ πατέρες ἀφοῦ γονάτισαν, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ καρδιὰ ραγισμένη ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του ποὺ γίνονται μὲ πίστη, ἄκουσε καὶ τῶν πιστῶν ἀβάδων τὴν παράκληση. Τὸ νεκρὸ παιδὶ κάποια στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ἀφῆκε ἕνα ἐλαφρὸ κλαψούρισμα. Οἱ εὐλαβεῖς ἀσκητὲς μὲ τὴν ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄνοιξαν τὴν πόρτα καὶ κάλεσαν μέσα τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ εἶπαν:
– Ἀδελφέ μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν πίστη ποὺ ἔδειξες σ’ Αὐτόν, σοῦ δίνει τὸ παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το καὶ δόξαζέ τον μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὴν ἀναφέρεις σὲ κανένα τίποτα ἀπὸ ὅτι ἔγινε.
Ὁ εὐλαβὴς πατέρας μὲ δάκρυα χαρὰς πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ καὶ βγῆκε δοξολογώντας ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔφυγε καὶ ἀφῆκε πίσω τοὺς ἀβάδες νὰ συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τους. Ἀγώνα κουραστικὴς σκληραγωγίας τοῦ κορμιοῦ, ἀγώνα συνεχοὺς προσευχῆς.
Ἔτσι περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή τους μὲ εὐλάβεια καὶ εἰρήνη καὶ ταπείνωση καὶ ζηλευτὴ γενικὰ ἀρετή. Ποτέ τους δὲν καταδέχτηκαν νὰ ἀντιμιλήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἢ νὰ λυπήσουν κανένα. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης εἶχε πολλὴ πραότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς κράτησε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο καὶ προσοχὴ μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ ὁ μεγάλος Πατέρας τὸν κάλεσε νὰ ἀφήσει τοῦτο τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει στὴ χώρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καὶ χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στὰ ἑβδομῆντα του χρόνια καὶ τάφηκε ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ὁσίων Πατέρων. Στὸν οὐρανὸ τώρα πρεσβεύει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν πατρίδα, τὴ μαρτυρικὴ Κύπρο μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀβᾶ Ἡρακλείδη, ἀδελφοῦ ὁμογάλακτου, συμμοναστοῦ ὅμως καὶ συναθλητοὺ τοῦ ἀβᾶ Γεωργίου, τότε καὶ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴ Λαύρα καὶ ξαναγύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε. Καὶ στὸ περιβάλλον αὐτὸ ἡ ζωὴ τοῦ ταπεινοῦ ἀβᾶ συνεχίζεται σὰν τὴν προηγούμενή του ζωὴ στὴ Λαύρα. Καὶ ἐδῶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγρυπνία καὶ θερμὴ προσευχὴ ἀποτελοῦν τὴν καθημερινή του ἐνασχόληση. Ἡ νηστεία μάλιστα στὴν ὁποία ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του, ὅπως μᾶς λέει ὁ μαθητής του ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, αὐτὸς ποὺ ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία του, εἶχε φτάσει στὸ κατακόρυφο. Ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχὴ εἶχε ξεπεράσει ὅλους ἐκεῖ τοὺς συμμοναστές του. Χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ μποροῦσε νὰ ἔλεγε γιὰ τὴ ζωή του. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν τὸν θαύμαζαν. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ὑπομονή του.
Ὅταν οἱ Πέρσες ἔφτασαν στὴ Δαμασκό, ὁ Ὅσιος ποὺ τὴν ἡμέρα καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ κελί του καὶ ζεσταινόταν στὸν ἥλιο, γιατί ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε καταντήσει πολὺ ἀδύνατος, μὲ θεῖο ὅραμα προέβλεψε τὴν καταστροφὴ τῆς χώρας. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ κατοικοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης εἶχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ὅριο. Ὅταν μάλιστα οἱ Πέρσες εἶχαν προχωρήσει καὶ περικυκλώσει τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τότε οἱ ἀδελφοὶ τοῦ κοινοβίου καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν σὲ κελιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἀραβία ἢ πῆγαν καὶ κρύφτηκαν στὰ σπήλαια καὶ στὸν καλαμῶνα. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς μὲ τὴν ἐπιμονὴ τῶν πατέρων πῆγε καὶ ὁ γέροντας Γεώργιος. Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν οἱ Πέρσες καὶ τὸν πῆραν καὶ αὐτὸν αἰχμάλωτο μαζὶ μὲ ἄλλους. Πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς κατάσφαξαν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα γέροντα ἑκατὸ περίπου χρόνων μὲ ἅγια ζωή, τὸν ἀβὰ Στέφανο τὸν Σύρο. Τὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν σεβάστηκαν σὰν τὸν εἶδαν ἔτσι ἀδύνατο καὶ εὐλαβή, τοῦ ἔδωκαν μάλιστα καὶ ἕνα ζεμπίλι μὲ ψωμιὰ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερὸ καὶ τὸν ἀφήκαν ἐλεύθερο λέγοντάς του: «Ὅπου θέλεις πήγαινε, γέρο, νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου». Ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὸν Ἰορδάνη τὴ νύκτα καὶ κρυβόταν ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ Πέρσες πρὸς τὴ Δαμασκὸ μαζὶ μὲ τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ πῆραν καὶ ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Μαζί τους εἶχαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τὸν Ζαχαρία καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ γέροντας ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἕνα διάστημα σὲ διάφορα μέρη, στὸ τέλος γύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του. Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ ὅσιος παρὰ τὴν ἡλικία τοῦ ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση. Τὸ «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τὸν λαό μου» τὸ ἔκαμε βίωμά του καὶ σύνθημα ζωῆς. Καθημερινὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ δίδασκε καὶ στήριζε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες. Μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ὃ ὅσιος πρόσφερε καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του. Πολὺ τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος τοῦτο τὸν καιρό. Πηγὴ χαριτόβρυτη κι ἀνεξάντλητη θαυμάτων ἔμεινε μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ κοιμήθηκε.
Εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα ἕνα πρωινὸ ὁ Ἅγιός μας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει κοντὰ στὸν Κύριο ποὺ ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του καὶ ἔζησε γιὰ τὴν δόξα του. «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος». Ποικίλες θεραπεῖες προσφέρει ὁ Ὅσιός μας καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη στὸν Θεὸ ζητοῦν τὴ μεσιτεία του. Ἡ μνήμη του ἀθάνατη θὰ μένει στοὺς αἰῶνες καὶ τὸ παράδειγμά του ζωντανὸ θὰ καλεῖ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ναί! στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιατί μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσήλωσή μας στὸ θέλημά του ὀμορφαίνει τὴν ζωή μας καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ ἀσφάλεια καὶ ἀξία.
Εἶναι καιρός, ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε τοῦτο τὸν τόπο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς τὸ ὄνομα «χριστιανός» δὲν εἶναι ἕνα κενὸ ὄνομα καὶ ἕνας κληρονομικὸς τίτλος χωρὶς εὐθύνη. Τὸ ὄνομα, τὸ τιμημένο ὄνομα χριστιανός, εἶναι περισσότερο τρόπος σκέψεως καὶ ἕνας κανόνας ζωῆς. Εἶναι «αἵρεσις βίου». Καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ὑποχρεωμένος τὴν κάθε μέρα νὰ δίνει «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πράξη ἀνώδυνη. Σὲ πολλὲς περιστάσεις ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καταντᾶ διωγμὸς «ἕνεκεν δικαιοσύνης». Καὶ ἀκόμη μαρτύριο καὶ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του. Σήμερα πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ὁ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Τῆς πίστεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ βεβαιώσει μὲ τὴν πολιτεία του. Νὰ βεβαιώσει δηλαδὴ ὅτι καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐπαναλάβει τὸ «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα». Καὶ μὲ πεποίθηση ἀκλόνητη στὴ δύναμη ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός, σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀληθινὴ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση, ὅπως τὴν ἔδινε ἡ φάλαγγα τῶν ἁγίων, ὁσίων, πατέρων καὶ μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν ἔδινε ὁ μεγάλος ἅγιος μας Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης μὲ τὰ λόγια καὶ πάλιν τοῦ θείου Παύλου:
«Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).
Ἅγιε Γεώργιε τοῦ Χοζεβᾶ, ἀγλάϊσμα τῶν Πατέρων, δόξα τῶν ὁσίων, τρανὸ ὑπόδειγμα βαθιᾶς πίστεως καὶ εὐσέβειας, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Πρέσβευε, ἅγιε Πάτερ, καὶ εὔχου ἡ πατρίδα σου Κύπρος καὶ πατρίδα μας, νὰ ἰδεῖ μία ὥρα γρηγορότερα τὴν ποθητὴ ἐλευθερία καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ ἀνήκουστα δεινὰ ποὺ περνᾶ. Ἀμήν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον
Καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,
Ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.
Ὁ Προφήτης Σαμέας
Ὁ Ἅγιος Σαμέας εἶναι ἕνας ἐκ τῶν Προφητῶν ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ βιβλίο του, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ Β’ Παραλειπομένων (βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης), χάθηκε.
Ὁ Προφήτης Σαμέας ἐμπόδισε τὸν Ροβοάμ, υἱὸ τοῦ Σολομώντα, νὰ κινήσει πόλεμο κατὰ τῶν δώδεκα φυλῶν γιὰ τὴν ἀποστασία αὐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος, Ἀναστάσιος καὶ Ἀντώνιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ διέμενε στὴν Ἀντινοούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαρκιανοῦ, ἡγεμόνα τῆς Ἀντινοουπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Νυμφεύθηκε τὴν Ἁγία Βασίλισσα ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἔγιναν καὶ οἱ δύο Μοναχοί. Ὁ Ἅγιος ἔγινε Ἡγούμενος στὴ Μονὴ ποὺ μόναζε καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν Πνευματική του φροντίδα δύο χιλιάδες Μοναχούς, ποὺ αὐξήθηκαν λόγω τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς παραμονῆς στὴ Μονὴ πολλῶν Ἐπισκόπων καὶ Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὁ Μαρκιανός, ὅταν ἔμαθε γι’ αὐτό, ἔκαψε τὴν Μονὴ καὶ συνέλαβε τὸν Ἅγιο Ἰουλιανό.
Ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τὸν ξάπλωσαν στὸ ἔδαφος καὶ τὸν κτυποῦσαν ἀλύπητα. Ἔπειτα τὸν περιτύλιξαν μὲ σιδερένια δεσμὰ καὶ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστά. Ὅταν ἕνας ὑπηρέτης, ποὺ εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸν Μάρτυρα, τὸν ὑπηρέτη αὐτὸν τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν Χριστὸ ἐπίσης πίστεψαν, ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα, Κέλσιος μαζὶ μὲ εἴκοσι δεσμοφύλακες, ἐπειδὴ εἶδαν ἕναν νεκρὸ ποὺ ἀναστήθηκε μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν μέσα σὲ πυρακτωμένο λέβητα. Συγχρόνως ἔριξαν μέσα στὸν λέβητα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τοῦ ἄρχοντα, τὰ ὁποία ἤδη εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο, καθὼς καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ, τὸν Ἀναστάσιο. Ἐπειδὴ ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, ὅλοι τους βγῆκαν ἀπὸ τὸ λέβητα χωρὶς νὰ ἔχουν πάθει τὸ παραμικρό, πίστεψαν πολλοὶ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου.
Ἀκολούθως ὁδήγησαν τοῦ Ἁγίους ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. Ἀμέσως ὅμως, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχή τους, τὰ εἴδωλα ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναὸ ἔγιναν κομμάτια καὶ ὁ ναὸς κατακλύσθηκε ἀπὸ τὰ νερά. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τοὺς Ἁγίους, μὲ δεμένα τὰ ἄκρα τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τους, ἐπάνω σὲ δεμάτια παπύρων. Τὰ δεμάτια αὐτὰ εἶχαν καταβρέξει μὲ λάδι καὶ τοὺς ἔβαλαν φωτιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φωτιὰ δὲν προξένησε στοὺς Ἁγίους καμία ζημιά, οἱ δήμιοι ἔγδαραν τὶς τίμιες κεφαλὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Κελσίου, τοῦ δὲ Ἀντωνίου τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια μὲ σιδερένια νύχια, ἐνῶ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου τὴν κρέμασαν.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, παρέδωσαν τοὺς Ἁγίους σὲ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ μακάριοι καὶ ἐδῶ διαφυλάχθηκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν. Ἡ σύναξή τους τελεῖται στὸ Μαρτύριο αὐτῶν, ποὺ ἦταν πλησίον τοῦ Φόρου. Ἡ μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Ἰουλιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 5 Ἰουλίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἦταν ἱερέας καὶ διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἡγεμόνας Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Οὐρβανός.
Ὁ Καρτέριος ἀνήγειρε ἕναν οἶκο προσευχῆς. Ἐκεῖ μάζευε τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ τὰ δίδασκε νὰ λατρεύουν μόνο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Γιὰ τὴ διδασκαλία του αὐτὴ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν κατήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν σύλληψη, θεώρησε καλὸ νὰ κρυφτεῖ. Τότε ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, Καρτέριε, καὶ ἐμφανίσου σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ζητοῦν. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου. Πρέπει ἐσὺ νὰ πάθεις πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά μου, πολλοὶ ἐξ αἰτίας σου θὰ πιστέψουν σὲ ἐμένα καὶ θὰ σωθοῦν». Ὁ Ἅγιος, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ Θεῖο ὅραμα, ἔνιωσε ἀπερίγραπτη χαρὰ καί, ἀφοῦ ἀνέπεμψε εὐχαριστία στὸ Θεό, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς διῶκτες του.
Ἀμέσως τότε τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἔπειτα τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλο τοῦ ψεύτικου θεοῦ Σαράπη. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ τὴν προσευχή του, συνέτριψε τὸ ἄγαλμα αὐτό. Τότε δόθηκε ἐντολὴ σὲ δέκα ἕξι στρατιῶτες νὰ τὸν χτυπήσουν ἀλύπητα μὲ ραβδιά. Καταπάνω του ἔπεσαν καὶ τέσσερις ἄλλοι δήμιοι καὶ τὸν βασάνισαν. Στὴν συνέχεια τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο καὶ μὲ ξυράφι τοῦ ἀφαίρεσαν τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Ἔπειτα τοῦ καταξέσχισαν μὲ σιδερένια νύχια ὅλο του τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἐμφάνιση Ἀγγέλου, ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, ξεπέρασε τὰ βάσανα καὶ οἱ πληγὲς τοῦ σώματός του θεραπεύθηκαν.
Τὰ φρικτὰ βασανιστήρια συνεχίσθηκαν. Τοῦ τρύπησαν μὲ σίδερο μυτερὸ τοὺς ἀστραγάλους καὶ μὲ πυρακτωμένο ὑνὶ ἀλετριοῦ τοῦ κτύπησαν τὸ στῆθος, μετὰ τὸν ἔβαλαν νὰ καθίσει σὲ πυρακτωμένο σιδερένιο τηγάνι καὶ ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ σκληρὰ δεσμά.
Τὴ νύχτα, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τὸν θεράπευσε, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σταθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τῆς φυλακῆς. Τότε πολλοὶ ποὺ τὸν εἶδαν ὑγιῆ πῆγαν κοντά του, βαπτίζονταν καὶ θεραπεύονταν ἀπὸ ἀσθένειες ποὺ τοὺς βασάνιζαν.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὑπέβαλαν τὸν Ἅγιο καὶ σὲ ἄλλα, ἀκόμη πιὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα σὲ ὀγκόλιθους, τὸν κτυποῦσαν μὲ ραβδιὰ στὴν κοιλιὰ καὶ τὸν κατέκαψαν ρίχνοντας ἐπιπλέον θειάφι καὶ πίσσα στὶς πληγές του. Καὶ τὰ μαρτύρια συνεχίζονταν. Ὁ Ἅγιος δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἀλώβητος.
Κάποιος ὅμως ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ Ἰουδαίους, ἐξοργίσθηκε πάρα πολύ, γιατί ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ κάθε βασανιστήριο διασωζόταν. Σήκωσε, λοιπόν, τὸ δόρυ του, κτύπησε μὲ μανία τὸν Ἅγιο στὴν πλευρὰ καὶ τοῦ ἐπέφερε τὸν θάνατο. Ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ κτύπημα τοῦ δόρατος στὸν Ἅγιο, ἔτρεξε πρῶτα νερὸ καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ποὺ ἔσβησε καὶ τὴν ἴδια τὴ φωτιὰ τῆς καμίνου, στὴν ὁποία τὸν εἶχαν ρίξει. Ὕστερα ὅμως ἔτρεξε αἷμα καὶ ὁ Ἅγιος Καρτέριος, ποὺ τόσο καρτερικὰ ὑπέμεινε τὰ βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παράδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος καὶ Ἑλλάδιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν Λίβυοι στὴν καταγωγή. Ἐπειδὴ διακήρυτταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθύπατο. Δὲν δείλιασαν ὅμως καθόλου ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα, ἀλλὰ παρέμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βασανίστηκαν σκληρά. Πρῶτα τοὺς καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ αἰχμηρὰ σιδερένια ὄργανα καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, τοὺς κατέκαψαν μὲ φωτιὰ καὶ πυρακτωμένα σίδερα. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Σεβαστεία τῆς Ἀρμενίας, ὅπου καὶ ἔλαβε τὴν ἐκπαίδευσή του. Στὴ συνέχεια ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε ἱερέας. Ἡ φιλοπονία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ φιλοτιμία του ἦταν μεγάλη.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 406 μ.Χ., ἐξελέγη Πατριάρχης, διαδεχθεῖς τὸν κοιμηθέντα Πατριάρχη Ἀρσάκιο. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας του, τὸ 415 μ.Χ., τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἐπανακτισθέντος ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ πυρπολήθηκε τὸ 404 μ.Χ. κατὰ τὴν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγω τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος βάπτισε, τὸ 421 μ.Χ., Χριστιανὴ τὴν Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ Ἀθηναίου σοφιστὴ Λεοντίου, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐδοκία καὶ εὐλόγησε τὸν γάμο της μὲ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’.
Ἦταν ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος καὶ ὅλος ὁ κόσμος γνώριζε τὶς ἀγαθοεργίες του, τὴν πλούσια καὶ φιλάνθρωπη διάθεσή του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς. Σὲ ἐπιστολή του δὲ πρὸς τὸν πρεσβύτερο Καλλιόπιο, ποὺ ἦταν ἱερέας στὴ Νίκαια, συνιστᾶ νὰ μὴν γίνονται κατὰ τὶς ἀγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικῶν φρονημάτων, ἀλλὰ ἡ βοήθεια νὰ δίδεται πρὸς ὅλους ἀνεξαίρετα. Χάρη στὴν πολλή του ἀγάπη καὶ μετριοπάθεια πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπανέρχονταν στὴν Ὀρθοδοξία.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος κατεδίωκε τοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Μακεδόνιου, ποὺ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγαπητό. Ὁ Θεοδόσιος θέλοντας νὰ ἐντείνει τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ζήτησε ἀπ’ εὐθείας τὴν βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ γνώριζε τὴν σύνεση καὶ μετριοπάθεια τοῦ Πατριάρχη, συνεχῶς ἀνέβαλλε, ὁ δὲ Θεοδόσιος ἐπέμενε. Ὅμως οἱ μετριοπαθεῖς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη καὶ ἡ προσευχή του ἔφεραν τοὺς καρπούς τους. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγαπητὸς καὶ ὅλο τὸ ποίμνιό του προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία μὲ μόνη ἀπαίτηση νὰ μείνει ὑπὸ τὴν ποιμαντορία τοῦ Ἀγαπητοῦ. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ οἱ Κανόνες δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συνύπαρξη δύο Ἐπισκόπων στὴν ἴδια Ἐπισκοπή, ἔπρεπε νὰ θυσιασθεῖ ὁ Θεοδόσιος. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε φήμη φιλοχρήματου καὶ πλεονέκτη, ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς δὲν δίστασε. Κατέστησε τὸν Ἀγαπητὸ Ἐπίσκοπο Συνάδων καὶ παρακάλεσε τὸν Θεοδόσιο νὰ ἐφησυχάσει.
Ὅμως, ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξακολουθεῖ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου νὰ ταράσσεται γιὰ τὴ διαγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ διαγραφὴ αὐτὴ εἶχε γίνει μὲ βάση τὴν καταδίκη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς Δρυὸς καὶ ἑπομένως τὸ ὄνομά του ἔμενε ἀμνημόνευτο. Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς τερμάτισε τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ἐνέγραψε τὸ ἔτος 422 μ.Χ., τὸν Μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ αὐτὸ βέβαια εἶχε προηγηθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἤδη ἀπὸ τὸ 413 μ.Χ., ποῦ δὲν ἀνέχθηκε, καὶ δικαίως, τὴν τόσο ἄδικη ὕβρη πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικός, παρὰ τὴν μετριοπάθειά του, ἐπέδειξε πολὺ αὐστηρὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὴν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν, ποὺ διατηροῦσαν μοναχικὰ συγκροτήματα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Συρία, καὶ αὐτοσεμνύνονταν ὅτι πραγματοποιοῦσαν τὴν ἠθικὴ τελειότητα χωρὶς νὰ χρειάζεται ὁ Νόμος. Ἔφθασαν καὶ μέχρι τοῦ νὰ περιφρονοῦν τὴν ἐργασία καὶ νὰ ζοῦν ἀπὸ ἐλεημοσύνες λέγοντας ὅτι ἔχουν συστηματικὰ ἀξιωθεῖ θείων ὁράσεων καὶ καταφρονοῦντες τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 425 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Κύρος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Κύρος ἦταν μοναχὸς σὲ κάποιο μοναστήρι τοῦ Πόντου ἀπέναντι τῆς Ἀμάστριδος. Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ὁ Β’ (685 – 695, 705 – 711 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος βεβαίωσε προφητικὰ ὅτι θὰ ἀνακτήσει τὸν θρόνο. Ὅταν αὐτὸ συνέβη πραγματικὰ ὁ αὐτοκράτορας θυμήθηκε τοὺς προφητικοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε, τὸ ἔτος 705 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο.
Κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολούθησαν νὰ ταράσσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 451 μ.Χ. καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἦταν πολλοὶ στὴν Συρία, στὴν Αἴγυπτο, στὴ Μεσοποταμία, τὴν Ἀρμενία, τὴν Περσία καὶ βοήθησαν τοὺς Ἄραβες στὴν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.
Ὁ Πατριάρχης Κύρος κατεδίκασε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς κακοδοξίες τους. Ἔτσι, τὸ 711 μ.Χ., ὅταν ὁ Φιλιππικὸς κατέλαβε τὸ βασιλικὸ θρόνο, ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη νὰ καταδικάσει τὶς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Κύρος μάταια προσπάθησε νὰ προλάβει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐκείνη ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ μάταια ἀπέβη ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκβιασμοῦ του. Ἀντιστάθηκε καὶ πρὸς τὴν αὐτοκρατορικὴ παραγγελία καὶ πρὸς τὶς πιέσεις καὶ ἀπειλές. Ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσει τὸ δυσσεβὲς σχέδιό του, τὸν ἐκθρόνισε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια μονὴ τῆς Χώρας καὶ στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐὰν συνέπιπτε ἡ μνήμη του ἡμέρα Κυριακή.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον πολύπειρους καὶ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὰ πατερικὰ ἀποφθέγματά του βρίσκονται στὸ Γεροντικό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου φώναξε μία μέρα τὸν νεαρὸ ἀκόμη μοναχὸ Ἀγάθωνα «Ἀββᾶ». Ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν ἄκουσε τὸν ρώτησε: Ἀπὸ τώρα τὸν ἔκανες «Ἀββᾶ»; Δὲν τὸν ἔκανα ἐγώ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, μὰ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος
Στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως, στὰ σύνορα τῆς Πανονίας καὶ τῆς Νορικῆς (σημερινῆς Αὐστρίας), βρίσκεται ἡ πόλη Ἀστούρα. Στὴ θύρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πόλεως, ἐμφανίστηκε περὶ τὸ 454 μ.Χ. ἕνας ἄγνωστος μοναχὸς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ὁ μοναχὸς ἐγκαταστάθηκε στὶς πύλες τοῦ ναοῦ. Μερικὲς μέρες μετά, ἄρχισε νὰ διατρέχει τὴν πόλη καὶ νὰ προειδοποιεῖ ὅτι οἱ βάρβαροι ἑτοιμάζονται γιὰ πολιορκία καὶ ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ συναχθοῦν, γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πίστεψαν στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Σεβερίνου. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν κοντινὴ πόλη Κομαγένη. Ἐγκαταστάθηκε καὶ πάλι στὶς θύρες τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ προφητικό του κήρυγμα, ὅπου ἔφθασε ἕνας γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀστούρα καὶ ἀνήγγειλε τὴν κατάληψή της. Τότε, ὅπως καὶ παλιὰ μὲ τοὺς Νινευΐτες, οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σὲ τρεῖς μέρες ἕνας δυνατὸς σεισμὸς ἔσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς εἰσβολεῖς, ποὺ ἔντρομοι ἐτράπησαν σὲ φυγή, ἐγκαταλείποντας τὴν πόλη ἐλεύθερη. Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος συνέχισε τὸ προφητικό του ἔργο στὴν πόλη Φαβιάνα καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῆς ἀποσύρθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἡσυχαστικό, γιὰ νὰ ζήσει κατὰ Χριστόν.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς Χριστιανοὺς καὶ Ἐθνικούς. Τοὺς δίδασκε μὲ τὸν βίο του τὴ νηπτικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποταγὴ ἀπὸ τὸ θέλημά τους, τὸ μυστήριο τῆς εὐσέβειας στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς αἰχμάλωτους ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τοὺς πτωχούς, ἦταν μεγάλη.
Ἐπὶ τριάντα συνεχὴ ἔτη ὁ Ἅγιος Σεβερίνος καὶ οἱ ὑποτακτικοί του ἐργάσθηκαν Εὐαγγελικὰ καὶ γιὰ τὴ μεταμόρφωση ἐν Χριστῷ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων αὐτῶν, γενόμενοι ἔτσι φωτιστὲς τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν κάλεσε νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ βάρβαροι πολιόρκησαν τὴ μονή. Οἱ μοναχοὶ προσπαθώντας νὰ μεταφέρουν ὅτι πολύτιμο ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι, πῆραν καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο βρῆκαν ἄφθορο, καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Νάπολη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Κτήτορας καὶ Ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Χώρας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε τὸ ἔτος 477 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ἐκ γυναικός. Περὶ τὸ 529 μ.Χ., συνοδευόμενος ἀπὸ δυὸ μαθητές του, τὸν Θεόπλαστο καὶ τὸν Τιμόθεο, μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Πανάγιο Τάφο.
Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκτισε τὴ Μονὴ τῆς Χώρας μὲ δύο παρεκκλήσια ἀφιερωμένα στὸν Ἅγιο Ἄνθιμο Νικομήδειας καὶ τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες τῆς Σεβαστείας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀβὼ ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἀβώ, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας καὶ μαρτύρησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Μοισίας
Κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ τὸ 1012 μ.Χ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας. Μὲ τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς του βιοτῆς καὶ τὰ πνευματικὰ παλαίσματα, ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐναντίων τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ τὰ ἐπιτιμοῦσε καὶ τὰ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1093 ἐπὶ ἡγεμόνος Ραστισλάβου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Μακάριος Μακρής
Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη περὶ τὸ 1383 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀπολάμβαναν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐκτιμήσεως. Παραδίδεται ἐπίσης ὅτι ὁ Μακάριος εἶχε Ἑβραϊκὴ καταγωγή, πληροφορία ἡ ὁποία ὡστόσο δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν βίο του καὶ ὀφείλεται προφανῶς σὲ σύγχυση μὲ τὸν Μακάριο Ξανθόπουλο τὸν «ἐξ Ἰουδαίων», ποὺ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Σφραντζῆ. Στὴ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του, χρησιμοποιεῖται ἐπίσης καὶ ἡ προσωνυμία Ἀσπρόφρυς, ἡ ὁποία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μᾶλλον ὡς κάποιο οἰκογενειακὸ ἢ προσωπικὸ προσωνύμιο.
Ὁ Μακάριος ἔλαβε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἀπαιτούμενη μόρφωση. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος του ὑπογραμμίζει ὅτι σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν τὸ μοναδικὸ ἀντιστάθμισμα στὴ μοναχική του κλίση ἦταν «ὁ ἔρως τῶν μαθημάτων», ἀλλά, ἐντέλει, σὲ ἡλικία δέκα ὀκτῶ ἐτῶν (περὶ τὸ 1401), λίγο μετὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὸν Ἄθω καὶ νὰ μονάσει στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση ἐνὸς θεοφόρου γέροντος, τοῦ Ἀρμενόπουλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχό. Ὁ Μακάριος παρέμεινε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντός του γιὰ μία περίοδο δέκα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀπέκτησε, μαζὶ μὲ τὶς μοναχικὲς ἀρετές, καὶ εὐρύτατη ἐγκύκλια μόρφωση.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος κατέστη ὑποτακτικὸς ἐνὸς ἄλλου ἁγίου ἀσκητοῦ, τοῦ Δαυΐδ, ποὺ συνδεόταν φιλικὰ καὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425). Μέσω τοῦ Δαυΐδ γνώρισε ὁ Μανουὴλ Β’ τὸν Ἅγιο Μακάριο καὶ ἀντάλλασε μαζί του ἐπιστολές.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Ἅγιος Μακάριος μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ γέροντός του, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα τῆς πατρικῆς του περιουσίας καὶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὸν Ἄθω, ὅπου συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμά του τὸν αὐστηρὸ ἀναχωρητισμὸ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ παραμένοντας ἔνθερμος ὀπαδὸς τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἀκολουθώντας ἕναν αὐστηρὸ ἡσυχαστικὸ βίο, ἀξιώθηκε τῆς θέας τοῦ θείου φωτός, ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ βιογράφος του.
Περὶ τὸ 1419 ὁ Ἅγιος Μακάριος προσεκλήθη μαζὶ μὲ τὸν Πνευματικό του Πατέρα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα δύο ἐτῶν, ἐνῶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψαν καὶ οἱ δύο στὴν προσφιλή τους ἡσυχία, ποὺ βίωναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία. Ὡστόσο, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1421 ἣ ἀρχὲς τοῦ 1422, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος προσκλήθηκε πάλι στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ ἐγκαταβίωσε ἀρχικὰ στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ὅπου μόναζε ἐκείνη τὴν περίοδο καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος «ὁ διαφανὴς ἀστὴρ καὶ διαπρύσιος τέττιξ, ὁ καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ θεωρίᾳ τοὺς κατ’ αὐτὸν ὑπερβαλὼν ἤδη, φημὶ δὴ τὸν τῆς πόλεως ὀφθαλμὸν καὶ κοινὸν διδάσκαλον». Ἐκείνη τὴν περίοδο ὁ Ἰωσὴφ ἐξεφώνησε κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὶς περίφημες 21 Ὁμιλίες του περὶ Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος τὸν γνώριζε ἀπὸ πρίν, συνδέθηκε μαζί του καὶ διακατεχόταν ἀπὸ αἰσθήματα σεβασμοῦ καὶ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του.
Ἡ αὐτοκρατορικὴ πρόταση νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία τῆς περίφημης Μονῆς Στουδίου, τὸν βρῆκε ὅμως ἀντίθετο. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀρνήθηκε τὴν προβολή του στὴν Ἡγουμενία τῆς Μονῆς καὶ ἀναχώρησε πάλι γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου «περιενόστει τὰς τῶν ἀναχωρητῶν πλησίον τοῦ Ἄθω καλύβας».
Μετὰ τὴν παρέλευση μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος, μὲ ἐπιστολές του τὸν ἀνακάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μετὰ ἀπὸ ὀλιγόμηνη παραμονή του στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ἐξελέγη ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόταση τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, ἡ ὁποία διήνυε μιὰ ἄσχημη οἰκονομικὴ περίοδο.
Ὡς Ἡγούμενος ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέβαλε κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν Πνευματικὴ ἄνθηση καὶ ὑλικὴ εὐημερία τῆς Μονῆς του. Αὐτὴ τὴν περίοδο, ὕστερα ἀπὸ δικές του ἐνέργειες, ἡ Μονὴ ἐνισχύθηκε οἰκονομικὰ ἀπὸ τὸ Σέρβο κράλη Στέφανο καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας Φωτίου, ἐνῶ σύντομα συγκεντρώθηκε γύρω του μία ἀξιόλογη συνοδεία ἀπὸ δώδεκα Μοναχούς.
Ταυτοχρόνως ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέστη καὶ Πνευματικὸς τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τὸν διόρισε στὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου.
Ἰδιαίτερη σπουδὴ ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος καὶ στὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικὸ ρόλο. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ διακρίθηκε κατὰ τὴν τοπικὴ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1426 καὶ 1429 στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὴν ἐπίσκεψη πρεσβείας ἀπὸ τὴ Βοημία περὶ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1429 ὁ Μακάριος ἀπεστάλη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς πρεσβείας στὸν Πάπα Μαρτίνο Ε’ στὴ Ρώμη, ἀνώπιον τοῦ ὁποίου ὑπερασπίσθηκε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπρόκειτο νὰ συμμετάσχει καὶ σὲ μία ἀκόμη πρεσβεία, τὴν τέταρτη κατὰ σειρὰ αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀλλὰ τὴ σχεδιαζόμενη ἀποστολή του, ποὺ ἀφοροῦσε στὴ ρύθμιση τοῦ τόπου ὅπου θὰ συνερχόταν μία πιθανὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀπέτρεψε ἡ αἰφνίδια ἀσθένειά του, ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταβεῖ στὴ Χάλκη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1430 μετὰ ἀπὸ λοιμικὴ νόσο στὴ νῆσο Χάλκη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἰδιαίτερα ἀξιόλογο εἶναι τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς παρέχει ἀρκετὲς πληροφορίες ὁ βίος του. Σήμερα στὴ γραφίδα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου ἀποδίδονται ἀρκετὰ ἔργα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ περισσότερα ἔχουν ἁγιολογικὸ περιεχόμενο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 72 Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Λατίνους, στὴν πόλη Γιοῦρεβ τῆς Ἐσθονίας, μαζὶ μὲ ἄλλους 72 Χριστιανούς, τὸ ἔτος 1472.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος διετέλεσε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Σκέπης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1609.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἀσκήτεψε στὴν Μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1914.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἔχει καθοριστεῖ νὰ ἑορτάζουμε κατὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῶν Ἁγίων Θεοφανείων, τὴ Σύναξη τοῦ Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὑπῆρξε ὁ Ὄρθρος ποὺ ἀνήγγειλε τὸν ἐρχομὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὄρθρος ποὺ προηγήθηκε τῆς ἀνατολῆς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ἕνας ὕμνος τῶν Θεοφανείων. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Ὁμιλεῖ τὸ στόμα τοῦ Ἀσκητοῦ. Ὁ χαρισματικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἀναδείχθηκε «μείζων ἐν γεννητοὶς γυναικών». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικὰ μέσα στὴν ἔρημο τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ξαναθυμίζει τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος, ποὺ βεβαίως ἀναφέρονται στὸ μεγάλο ἐρημίτη τοῦ Ἰορδάνη. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει, μὲ πέντε βαρυσήμαντες λέξεις, ὅτι θὰ διδάξει ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Λίγες σὲ ἀριθμὸ οἱ λέξεις του, ἀλλὰ βαριὲς σὲ δύναμη μαρτυρίας. Ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ κηρύσσει συνοπτικὰ τὶς διαστάσεις τοῦ λυτρωτικοῦ Του ἔργου. Τὸ προδρομικὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη καθαγιάζεται καὶ ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὸν ἓν Τριάδι Θεὸ στὸ γεγονὸς τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀναμφίβολα μία ἀσκητικὴ φυσιογνωμία, «εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερμάτινην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἣν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον». Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Ἰωάννης ἦταν συγχρόνως καὶ πρόδρομος, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεση ὅλων τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς χριστιανικῆς ἐρήμου. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ βασικὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη ἦταν νὰ ἀφυπνήσει τὶς συνειδήσεις τῶν ἀκουόντων τὸ κήρυγμά του καὶ ὄχι νὰ θωπεύσει τὰ αὐτιά τους. Τὸ κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, σκόπευε στὴν συνειδητοποίηση καὶ ἐξαγόρευση τῆς ἐνοχῆς τους, τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πάσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμίται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῶ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τᾶς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ἡ ἁμαρτία, ἡ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου τῆς ἐρήμου, εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Μεσσία μέσα στὴν ξερὴ καὶ ἄνυδρη ἔρημο τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ στὴν σημερινὴ ἑορτὴ νὰ ἀκούσουμε τὴν «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ…» καὶ νὰ προετοιμάσουμε ὅλοι μας «τὴν ὁδὸν Κυρίου», γιὰ νὰ ἐξανθήσει ἡ ἔρημος ποὺ ζοῦμε καὶ λέγεται σύγχρονη κοινωνία καὶ ὁ καθένας μας νὰ βιώσει τὸ βαθύτερο καὶ πολυδύναμο νόημά της μὲ τὸ «ἀπελθείν» ὄχι σὲ τόπο ἔρημο, ἔξω τοῦ κόσμου, ἀλλὰ «ἀπελθεὶν εἰς ἐρημίαν τῶν παθῶν του». Ὅμως, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τῆς τιμίας Χειρὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μετέβη στὴν πόλη Σεβαστή, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταφιαστεῖ τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Προδρόμου, παρέλαβε ἀπὸ τὸν τάφο τὴν δεξιὰ Χείρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια. Δία τῆς δεξιᾶς Χειρὸς τοῦ Προδρόμου γίνονταν στὴν Ἀντιόχεια πολλὰ θαύματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Ἐπίσκοπος ἀνύψωνε καὶ τὴν τίμια Χείρα. Τὴν ὥρα τῆς ἀνυψώσεως ἄλλοτε ἐκτεινόταν καὶ ἄλλοτε συστελλόταν. Μὲ τὴν ἔκτασή της δήλωνε εὐφορία καρπῶν, ἐνῶ μὲ τὴν συστολὴ τῆς δήλωνε ἀνέχεια καὶ φτώχεια. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πολλοὶ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν πάρουν καί, κυρίως, οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ρωμανὸς οἱ Πορφυρογέννητοι. Ἔτσι λοιπόν, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διετέλεσαν αὐτοκράτορες αὐτοὶ οἱ δυό, κάποιος Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, Ἰὼβ ὀνομαζόμενος, ἕνα βράδυ, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση οἱ χριστιανοὶ ἐτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἅρπαξε τὴν Ἁγία Χείρα τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ φιλόχριστος αὐτοκράτορας, ἀφοῦ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πολὺ σεβασμό, τὴν τοποθέτησε στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς μετακομιδῆς τῆς τιμίας Χείρας τοῦ Προδρόμου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Φορακίου (ἢ Σφωρακίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι, κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω, καὶ τοὶς ἐν ᾍδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλάγιος β’.
Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς, ὁ Ἰορδάνης φόβῳ ὑπεστρέφετο· τὴν προφητικὴν δὲ λειτουργίαν ἐκπληρῶν, ὁ Ἰωάννης τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκὶ βαπτιζόμενον· καὶ πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντές σε τὸν φανέντα, καὶ φωτίσαντα τὰ πάντα.
Μεγαλυνάριον
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Διάκονος, ὁ ἐξ Αἰγίνης
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. στὴν Αἴγινα ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴν Αἴγινα καὶ στὴ συνέχεια σπούδασε στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέκαμψε στὴν Αἴγινα, ἀποφάσισε μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰούλιο, νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ νὰ κηρύξει τὸν Χριστό. Ἔτσι οἱ δυὸ Ἅγιοι πῆραν ἀποστολικὲς ράβδους καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τὸν Ἰουλιανὸ διάκονο. Κοσμημένος μὲ τὴν χάρη τῆς ἱερωσύνης ἐξῆλθε μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰούλιο γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ βαπτίσει πολλοὺς Ἐθνικούς. Στὰ τέλη τοῦ βίου του ἀναχώρησε στὸ Γκοτσάνο τῆς λίμνης Ματζόρε, ὅπου μετὰ ἀπὸ ἄσκηση καὶ προσευχή, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 391 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Cedd Ἐπίσκοπος Σκωτίας
Ὁ Ἅγιος Σὲντ καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τρία ἀδέλφια του ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγιναν μοναχοί. Σπούδασε στὴ Μονὴ τοῦ Λίντισφαρν, ποὺ διηύθυνε ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν ἐκλήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Πεάντα τῆς Μέρσια, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὸ βασίλειό του. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ καὶ στὸ βασίλειο τῆς ἀνατολικῆς Σαξωνίας. Ὁ Ἅγιος βάπτισε χιλιάδες εἰδωλολάτρες, ἵδρυσε ναοὺς καὶ μοναστήρια. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιννιανό. Ἐπίσκοπος ἐξελέγη καὶ ὁ ἀδελφός του Τσάντ. Ὁ Ἅγιος Σὲντ διακρινόταν γιὰ τὴν παρρησία, τὴν πνευματική του ἀνδρεία καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου. Κοιμήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 664 μ.Χ., ὅταν ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης θέρισε τὸν πληθυσμό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος (Ἰωάννοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1557 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ, τὸν ὁποῖον διαδέχθηκε στὸ θρόνο στὶς 18 Μαρτίου 1584. Ὁ Ἅγιος σπούδαζε μάλλον περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ παρὰ τὰ πολιτικά. Παρὰ τὸ ἀσθενές τῆς φύσεώς του, κατὰ τὴν διοίκηση αὐτοῦ ἀνυψώθηκε τὸ γόητρο τῆς Ρωσίας, προσαρτήθηκε σὲ αὐτὴν τὸ βασίλειο τοῦ Καζὰν καὶ ὑποτάχθηκε ἡ Σιβηρία, ἀναπτύχθηκαν δὲ οἱ διπλωματικὲς καὶ ἐμπορικὲς σχέσεις μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη. Ὁ Θεόδωρος περιέθαλπε τοὺς φυγάδες Ἕλληνες κληρικούς, ἐκτὸς δὲ τῶν ἄλλων παρέμεναν τότε στὴ Ρωσία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰγνάτιος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, Ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος († 13 Ἀπριλίου), ποὺ ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Σουσδαλίας. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια τὸ ἔτος 1598 καὶ ἄφησε τὴ διοίκηση τοῦ κράτους στὰ χέρια τῆς συζύγου του Εἰρήνης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἀτταλείας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀθανάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους στὴ Σμύρνη, τὸ 1770, ὅταν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ὁποίους ἔλεγχε γιὰ τὴν ἀσέβειά τους, τὸν κατήγγειλαν ὡς ὑβριστὴ τῆς πίστεώς τους. Μὲ τὴν ἄδεια τοῦ κριτοῦ οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο Λείψανο τοῦ Μάρτυρα καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸν παλαιὸ Ἀδάμ, δηλαδὴ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἐκτέλεσε ὅλα τὰ ἐπιβαλλόμενα ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ Νόμο, πῆγε στον Ἰωάννη, για να βαπτισθεί. Ὄχι γιατὶ ὁ Ἴδιος τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ για να ξεπλύνει τὴν ἀνθρωπίνη φύσῃ ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ να ἐνδύσει τὴν γυμνότητά της μὲ τὴν πρώτη στολή που ἀστραποβολᾶ τὴν Θεϊκὴ λάμψη.
Ὁ Ἰωάννης ἐκήρυττε τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ ἔτρεχε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ Κύριος κηρύττει τὸ βάπτισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐλπίσει σὲ Αὐτὸν δεν θὰ ὑπακούσει; Τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τοῦ Ἰωάννου) ἦταν ἡ εἰσαγωγή, τὸ βάπτισμα αὐτὸ (τοῦ Κυρίου) εἶναι τὸ τελειωτικό. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸ εἶναι ἡ οἰκειώσῃ μὲ τὸν Θεό. Μὲ τὴν βάπτισή Του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἕνα τέλος καὶ στὸ τυπικὸ αὐτὸ βάπτισμα, ὅπως τρώγοντας για τελευταία φορὰ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα τὸ κατάργησε καὶ ἐγκαινίασε τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου φάνηκε ὁ Υἱὸς Θεός, ἀλλὰ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ψάλλει καὶ ὁ ὑμνῳδὸς στο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱὸς βαπτιζόταν, τοῦ Πατρὸς ἡ φωνὴ ἀκουγόταν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατερχόταν «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναγεννιούνται πνευματικὰ καὶ ὀνομάζει ἀδελφοὺς ὅσους συμμετέχουν στην ὅμοια μὲ Αὐτὸν γέννηση διὰ ὕδατος καὶ Πνεύματος.
Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε, ἁγίασε ὅλη τὴν φύσῃ τῶν ὑδάτων καὶ ἔθαψε μέσα στα ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη, κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνακαίνισε καὶ ἀνέπλασε τὸν παλαιωθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο καὶ τοῦ χάρισε τὴν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα οὐρανοῦ καὶ γῆς, φανερώθηκε κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν.
Ὁ κατερχόμενος στὸν Ἰορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τὶς κεφαλὲς τῶν ἀοράτων δρακόντων καὶ ἐλευθερώνει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους. Μὲ τὴν βάπτισή Του στον Ἰορδάνη, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ νόμου καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν καινὴ Χάρη.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ για τὴν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ τονίζει ὅτι διὰ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Στὴν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως Χριστοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεοφάνεια. «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Μὲ αὐτὴ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξὺ τοῦ λαοῦ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε. Ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον.
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἦταν υἱὸς ἱερέως. Χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπίσκοπο Νύσσης Γρηγόριο. Ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς ρητορικῆς δεινότητας. Ἀπὸ αὐτὸ ὁδηγήθηκε σὲ ὑπερηφάνεια καὶ λίγο ἔλειψε να χάσει τὴν σωφροσύνη του, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἐγωισμοῦ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἐρωτευθεὶ κάποια πλούσια γυναῖκα. Ἦλθε ὅμως σὲ μετάνοια καὶ ὁδήγησε τὰ βήματά του στα Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ πάλι ἀντιμετώπισε τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφάνειας. Πνευματικὸς του σύμβουλος στάθηκε ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία († 31 Δεκεμβρίου), ποὺ ἀσκήτευε σὲ ἕνα μικρὸ καὶ πενιχρὸ κελλὶ τῶν Ἱεροσολύμων. Ἔτσι ὁ Ἅγιος κατέφυγε σὲ κάποιο ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου ἔζησε τὸ μοναχικὸ πολίτευμα μὲ προσευχή, νηστεία καὶ ἐγκράτεια. Ὁ Θεὸς δεν τὸν ἐγκατέλειψε καὶ τὸν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 415 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Πέρσης
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γεώργιος μαρτύρησε τὸ ἔτος 615 μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἄσσαντ ὁ Ράπτης
Ὁ Ἅγιος Ἄσσαντ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1218 μ.Χ. Δεν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Λακεδαίμονας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Δομινίτζα τῆς Λακεδαίμονος. Ἦταν Ἱερομόναχος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀρνούμενος να ὑποκύψει στις πιέσεις τῶν Τούρκων για ἐξωμοσία καὶ ἐλέγχων μὲ παρρησία τὴν πλάνη τῶν ἀπίστων, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1695, διὰ ξίφους.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἀσκήτεψε στην Μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1824.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Σέργιος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Σέργιος (Γιανόβσκυ) κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1876. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δύο θυγατέρες του καὶ οἱ νεομάρτυρες γυναῖκες Λυδία, Δομνίκη καὶ Μαρία
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1919. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος ἦταν Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας κίνησε διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεόπεμπτος, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Ἅγιος δεν δείλιασε καθόλου καὶ στηλίτευσε τὴν πλάνη τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔτσι ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο κλίβανο. Ὅμως βγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς να πάθει τίποτε. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν καὶ ἤπιε δηλητήριο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ δηλητήριο δεν τοῦ προξένησε κανένα κακό, προσείλκυσε στην χριστιανικὴ πιστὴ τὸν μάγο που τοῦ ἔδωσε να πιεῖ τὸ δηλητήριο καὶ ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάστηκε Θεωνᾶς. Στο τέλος, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου.
Τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἔνα λάκο καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χῶμα μέχρι τὸ κεφάλι. Ἔτσι καὶ αὐτὸς παρέδωσε, ὕστερα ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, τὴν ψυχὴ του στον Κύριο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
Ἡ Ἁγία Συγκλητική
Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ καταγόταν ἀπὸ πλούσιο καὶ εὐσεβὲς γένος. Ὅταν ἔφτασε στην κατάλληλη ἡλικία για γάμο καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πλούσια, πολλοὶ νέοι ἤθελαν να τὴν νυμφευθούν. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ μεγάλωνε ἀκόμα περισσότερο τὸν πόθο που εἶχε να ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στον Κύριο. Ἔτσι λοιπόν, ἄφησε τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ στράφηκε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στην ἄσκησῃ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ὁσιακῆς πολιτείας.
Ἡ Ἁγία, ὅπως καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ, δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ φοβερὲς σωματικὲς ἀσθένειες, πληγὲς καὶ κακώσεις που τῆς κατέφαγαν ὅλο τὸ σῶμα. Καὶ ὅλα τὰ δεινοπαθήματα τὰ ὑπέμεινε μὲ ὑποδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τῇ νῆσο Κρήτῃ καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 755 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Θεοφάνης καὶ ἡ μητέρα του Ἰουλιανή. Ἦταν καὶ οἱ δύο γονεῖς του πολὺ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.
Ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀρκετὰ χρόνια τῆς ζωῆς του μαθαίνοντας γράμματα. Κάποτε ὅμως ἡ ψυχὴ του θερμάνθηκε ἀπὸ Θεῖο ζῆλο, ποὺ τὸν ἔκανε να σηκωθεῖ καὶ να φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ να πάει στὴ Σελεύκεια. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ τρεφόταν μὲ πολὺ λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Στὸ εἰκοστὸ ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος (775 – 780 μ.Χ.) καὶ θριάμβευσε ἡ Ὀρθοδοξία, πῆγε στα Ἱεροσόλυμα, ἐπειδὴ εἶχε τὸν πόθο να προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέστη πλεῖστα δεινοπαθήματα ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους.
Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους πῆγε στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ, εἶχε τὴν εὐτυχία να λάβει καὶ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, δηλαδὴ να γίνει μοναχός. Ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σταυρακίου ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) καὶ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶχε στα χέρια του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.), ἀπεστάλη στον Πάπα Ρώμης ἀντιπροσωπεία. Ἡ τριμελὴς ἀντιπροσωπεία, τὴν ὁποία ἀποτελέσαν ὁ πατρίκιος Θεόγνωστος, ὁ Ἀρσάφιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ, ἐστάλη στο Ἀκυΐσγρανο πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Μέγα, μετὰ τοῦ ὁποίου συνέγραψε συμφωνία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κάρολος παραχωροῦσε στο Βυζάντιο τὴν Βενετία καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀδριατικῆς, σὲ ἀντάλλαγμα δέ, ἀναγνωριζόταν σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκράτορα.
Ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαὴλ συνάντησε ἐκεῖ τυχαῖα τὸν Μακάριο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο καὶ πῆρε μαζὶ του ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ἔφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαὴλ παράδωσε τὸν Γρηγόριο στὴν περίφημη μονή που βρισκόταν στην περιοχὴ τοῦ Ακρίτα καὶ τὸν συγκαταρίθμησε μεταξὺ τῶν μοναχῶν αὐτῆς. Ἦταν τὸ ἔτος 812 μ.Χ.. Ἴσως ἡ μονὴ να ἤταν ἀφιερωμένη στὴν Θεοτόκο καὶ ἦταν πατριαρχικὴ καὶ σταυροπηγιακή. Ἐκεῖ λοιπόν, ὁ Ἅγιος περνοῦσε τὴν ζωή του πολὺ ἀσκητικά. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες σκληρὲς δοκιμασίες ἔβαλε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα διέμεινε σὲ ἕναν πολὺ βαθὺ λάκκο, ὅπου ἔκλαψε πολὺ για τὴν ταραχή που εἶχε παρουσιασθεῖ στην Ἐκκλησία. Ἔζησε τὸ νέο σαλὸ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ἡ ἐγκαινιασθεῖσα δεύτερη εἰκονομαχικὴ περίοδος ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ λάκκο, κλείσθηκε σὲ ἕνα πάρα πολὺ μικρὸ κελλὶ καὶ καλύπτε τὸ σῶμα του μὲ ἕνα μόνο δερμάτινο χιτώνα. Στὸν κῆπο ὑπῆρχε ἔνα πολὺ μεγάλο πιθάρι. Αὐτὸ τὸ πιθάρι τὸ γέμιζε μὲ νερὸ καὶ μόλις βράδιαζε, ἀφοῦ ἔβγαζε τὸν χιτώνα του, ἔμπαινε μέσα καὶ διάβαζε τὸ Ψαλτήριο. Ὅταν τελείωνε τὴν ἀναγνώση τοῦ Ψαλτηρίου, ἔβγαινε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ πιθάρι. Καὶ ἔτσι ἔπραττε ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γρηγόριος.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, λοιπόν, ἀφοῦ καλῶς ἀγωνίσθηκε, ἐναπέθεσε τὴν ἁγία ψυχὴ του στα χέρια τοῦ Κυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμον τῆς θείας Χάριτος καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δι’ ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ ἕνα ψηλὸ καὶ ἤσυχο ὄρος, προσευχόταν νοερὰ στὸν Θεὸ καὶ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες καὶ κάθε μορφῆς σκληραγωγία. Ἔτσι λοιπόν, ἀναδείχθηκε πραγματικά, ὅπως λέγει καὶ τὸ ὄνομά του, φωστῆρας ποὺ φώτιζε τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι θεράπευε κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ποὺ προσέρχονταν σὲ αὐτόν. Ἀκόμη καὶ ἄρτους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δεχόταν ὁ Ἅγιος, ὅπως παλαιότερα στην ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Προφήτης Ἠλίας. Ἀλλὰ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐλάμβανε τοὺς ἄρτους ἀπὸ ἔνα κόρακα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου, σὲ καθορισμένο τόπο, στὸν ὁποῖο πήγαινε καθημερινὰ ὁ Ἄγγελος καὶ ἄφηνε ἕναν ἄρτο. Καὶ ὅταν καμιὰ φορὰ ἔφθαναν στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι ἀδελφοί, βρίσκονταν στὸν καθορισμένο τόπο ἄρτοι ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν.
Ἐπειδὴ ὅμως χωρὶς τὴν βουλήση τοῦ Θεοῦ δεν ἰσχύει δεήσῃ, ὁ τρόπος αὐτὸς ἐξοικονομήσεως τῶν ἄρτων δὲν διατηρήθηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε στὸν Προφήτῃ. Ἀλλὰ στον Προφήτῃ, ὁ τρόπος ποὺ λαμβάνε τοὺς ἄρτους κράτησε μόνο μερικὲς ἡμέρες, ἐνῶ στὸν Ἅγιο κράτησε ἀρκετὰ χρόνια, μέχρι τότε δηλαδὴ ποὺ ζοῦσε στὴν ἡσυχία καὶ ἐφύλαγε τὴν ἀκτημοσύνη.
Ὅταν ὅμως, ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἵδρυσε Μονὴ καὶ συγκέντρωσε σὲ αὐτὴ παρὰ πολλοὺς Μοναχούς, δὲν λαμβάνε τοὺς ἄρτους ἄνωθεν, ὅπως συνέβαινε πρίν, ἀλλὰ ἐργαζόταν γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες ὅλων. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπαψε να τοῦ στέλνει πλούσια τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του. Ὁ Ἅγιος διδάσκε στὴν θεωρία καὶ στην πράξη τοὺς μαθητὲς του μὲ τὸ ἐργόχειρο, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Ὅταν δὲ κάποτε ἐμφανίσθηκε μία αἵρεση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ συναθροίσθηκαν πολλοὶ Πατέρες νὰ ἐξετάσουν τὸ θέμα καὶ νὰ ἀποφασίσουν, προσκλήθηκε νὰ πάρει μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος. Στὴν παράκληση αὐτὴ ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀνταποκρίθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀποδείχθηκε γενναῖος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ μὲ τοὺς λόγους του πολλοὶ ἀπό τὶς διάφορες αἱρέσεις, ἐπανῆλθαν στην ὀδὸ τῆς ἀληθείας, ἐνῶ μὲ τὶς παραινέσεις του πολλοὶ ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Σάϊς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάϊς ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, βληθεὶς στὴν θάλασσα καὶ ἔτσι γλύτωσε ἀπὸ τὰ ποντίζοντα βάθη τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόειδος ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, ἀφοῦ τὸν κατεπάτησαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Δομνίνα
Ἡ Ὁσία Δομνίνα ἢ Δόμνα, ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Τατιανή
Ἡ Ὁσία Τατιανὴ ἔζησε κατὰ Θεὸν, ὡς μοναχή, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος ἀκολούθησε τὴν ὀδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτορας τῆς Μονῆς Χιλιοκομίου Ἀμασείας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ Καρπενήσι καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνδράνοβα, ποὺ σήμερα καλεῖται Ἀσπρόπυργος. Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς ἀλλὰ ἀγράμματους. Ἔτσι ἔμεινε καὶ αὐτὸς ἀγράμματος καὶ δεν γνωρίζε τίποτα, παρὰ ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα γιὰ προσκύνημα καὶ ἀφοῦ ἔγινε ζηλωτὴς τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κήρυττε στα Ἱεροσόλυμα τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Στην καρδία του εἶχε ἀνάψει ἡ φλόγα τοῦ μαρτυρίου. Ἀνακοίνωσε στὸν Πατριάρχη τὸν σκοπὸ του, ὁ ὁποῖος βέβαια τὸν ἐμπόδισε, διότι δὲν γνωρίζε τὴν πορεία τῆς ἐκβάσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐπακολουθήσει κανένα κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη καὶ παρουσιασθεὶς στὸν κριτὴ ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ποιητὴς τοῦ παντὸς καὶ ὁ μόνος Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀλλόπιστοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, κατὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔκοψαν λουρίδες ἀπὸ τὸ δέρμα του, βιάζοντάς τον να ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Πρὸ τῆς σταθερῆς ἀποφάσεως τοῦ μάρτυρα νὰ μείνει ἀκλόνητος στὴν πίστη αὐτοῦ, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση κατὰ αὐτοῦ. Ἐκεῖ παρευρισκόταν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Τουρκικοῦ στόλου Θεσσαλονίκης, ποὺ ζήτησε νὰ δοθεῖ στὸν Μάρτυρα, διαρκὴς ποινὴ δουλείας στο κωπηλάτισμα τῶν πλοίων, μήπως ἔτσι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Κάποιοι Χριστιανοὶ κατόρθωσαν να ἐλευθερώσουν τὸν Ἅγιο ποὺ διέφυγε καὶ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στον Ὅσιο Ἀκάκιο τὸν Καυσοκαλυβίτη, ὅπου καὶ ἐκάρη Μοναχὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖ συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ του ἀγῶνα καὶ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς. Ὁ ζῆλος του πρὸς τὸ μαρτύριο δεν τὸν ἄφησε να ἡσυχάσει καὶ ἐφέρετο ὡς ξένος τῆς παρούσας ζωῆς. Ἀποφάσισαν λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, να νηστέψουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸ να τοὺς ἀποκαλύψει τὸ τέλος τοῦ Μαρτυρίου. Πράγματι, ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὁ Ρωμανὸς να τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπῆλθε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μαρτυρήσει, ἀλλὰ ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, διότι θὰ ἐλάμβανε μεγάλη ζημία ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπὸ τὴν μανία τῶν Ἀγαρηνῶν. Μὲ παρότρυνση τοῦ Γέροντός του μετέβη τὸ 1694, στην Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἔλεγξε τὴν ἀσέβεια τῶν Τούρκων. Ἐκείνοι τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔκλεισαν σὲ ἔνα ξερὸ πηγάδι, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὸ μανδήλιο ποὺ ἐμβαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος ἀφιερώθηκε ἀπὸ ἕναν Χριστιανὸ ἄρχοντα στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, στὴν ὁποία καὶ ἔγινε στὴν συνέχεια Μοναχὸς καὶ ὁ ἴδιος, ὀνομασθεὶς Ἀγάπιος.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ στις 16 Φεβρουαρίου
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στις 10 Ἰανουαρίου 1815 στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλὼφ τῆς Ρωσίας. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἤταν Γεώργιος Γκοβόρωφ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας. Ἀπὸ μικρὸς δέχθηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση, ποὺ ἐξασκεῖ στὴν ψυχὴ τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον, μὲ τὶς εἰκόνες, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀκολουθίες, τὶς τελετές. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι τὸ περιβάλλον αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰσχυρότατο παράγοντα για τὴν σωστὴ ἀγωγὴ τῆς παιδικῆς ψυχῆς.
Φοίτησε στο ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρλὼφ καὶ στὴν συνέχεια σπούδασε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ χαράχθηκε περισσότερο στὴν ψυχὴ του ἦταν οἱ προσκυνηματικὲς ἐπισκέψεις στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Τὸ ἔτος 1841 κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Λίγο ἀργότερα χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος καὶ διορίζεται καθηγητὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ γίνει κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ βάση τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ τὰ μέσα, ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια. Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος καὶ ἐγνώριζε τὸν τρόπο νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ τοὺς μαθητές. Ἐξάλλου αἰσθανόταν βαθιὰ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν σημασία τῆς ἀποστολῆς του. Ἔλεγε πάντοτε: «Ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια ἔργα, τὸ πιὸ ἅγιο εἶναι ἡ ἀγωγή».
Ὁ πόθος του για ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεὸ τὸν ὁδηγεῖ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Συγχρόνως ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες τῆς Παλαιστίνης, ἐνῶ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ζοῦσε ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης Ἰωσήφ. Ἡ παραμονὴ του ἐκεῖ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογημένη εὐκαιρία να γνωρίσει καλὰ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν παράδοση τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων καὶ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει στὴν Ρωσία, ἀλλὰ γρήγορα ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Ἀνατολή, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἱερεὺς τῆς Ρωσικὴς Πρεσβείας. Τὸ 1857 διορίζεται ἐκ νέου καθηγητὴς καὶ κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας. Παραιτεῖται ὅμως καὶ περιορίζεται στὴν θέση τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τῶν θρησκευτικῶν σχολείων τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Ταμπὼφ καὶ ἀργότερα τῆς ἐπαρχίας Βλαντιμίρ. Γιὰ τὸ ἔργο του, γράφει ἕνας βιογράφος του: «Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινὸς ποιμένας, στὸ μέσον ἐνὸς λαοῦ εἰδωλολατρικοῦ, ποὺ δὲν γνωρίζε καλά - καλὰ τὸν Θεό. Ὄντας ὁ ἴδιος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς κληρικοὺς του, ἀφιερώθηκε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὴν ἀποστολὴ του καὶ ἰδιαίτερα στὸ κήρυγμα. Ζῶντας πολὺ ἁπλᾶ, ἀπασχολεῖτο ἐναλλακτικὰ μὲ τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Στὴν ζωὴ του ὡς Ἐπίσκοπος φροντίζε να κάνει πιὸ στενὲς καὶ πιὸ ἐγκάρδιές τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς πιστούς. Ἤθελε νὰ μὴν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ ἐμποδίζει τὸν λαὸ νὰ ἔρχεται κοντὰ του. Τοῦ ἄρεσε να βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε μὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ καὶ πατρικὴ ἀφοσίωση».
Τὸ 1861, ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, λαμβάνει ἐνεργὸ μέρος στὴν τελετὴ ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ (1724 – 1783) καὶ στὴν συνέχεια στην ἀνακήρυξή του ὡς Ἁγίου.
Τὸ 1866 παραιτεῖται ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφήνει τὴν ἐπαρχία του καὶ κλείνεται για εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια σὲ ἕνα πτωχὸ κελὶ στὴν ἔρημο τοῦ Βισὲνκ καὶ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ ἐγκλείστου. Ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ πλήρη ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ τὴν θεωρία τοῦ Προσώπου Αὐτοῦ. Προσευχόταν ὅλη μέρα χωρὶς διακοπή. Τὸ φαγητὸ του ἦταν πολὺ ἁπλό. Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουραστεῖ, πάλι ἐργαζόταν χειρονακτικά. Πολὺ χρόνο τῆς ἔγκλειστης ζωῆς του ὁ Ὅσιος τὸν ἀφιέρωσε στην ἀλληλογραφία. Ἔτσι στὸ διάστημα τῶν εἴκοσι ὀκτῶ ἐτῶν τοῦ ἐγκλεισμοῦ του ἔγραψε χιλιάδες ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρὸ ὀρθοδόξου πίστεως καὶ θεογνωσίας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, δίδει πολὺ σημασία στὴν μυστηριακὴ ζωή. Ἡ ἐξομολογήση καὶ ἡ Θεία Μετάληψη, εἶναι γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοφάνη τὰ δύο βασικὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς τελειότητας. Γιὰ τὴν μετάνοια γράφει, ὅτι εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης κοιμήθηκε, ὁσίως, μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1894, σὲ ἡλικία 79 ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Περὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς πληροφορεῖ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον στο ι’ κεφάλαιον: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι. Ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτοὺς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ, ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. Ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. Μὴ βαστάζετε βαλλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε· εἰς ἣν δ’ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύετε ἐπ’ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ’ ὑμᾶς ἀνακάμψει… καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τοὺς ἐξέλεξε ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς Δώδεκα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸ σωτήριο ἔργο του καὶ νὰ διακονοῦν τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης χριστιανικῆς περιόδου, προσπάθησαν νὰ τοὺς ταυτίσουν σταχυολογώντας πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, κυρίως ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ πρώτη ἀπόπειρα καταρτίσεως καταλόγων τῶν ὀνομάτων τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ἔγινε σὲ ἀντίδραση ἐνεργειῶν τῶν Γνωστικῶν, οἱ ὁποίοι εἶχαν ἀνορθόδοξη καὶ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ ἀποσκοποῦσε νὰ προβάλει πρόσωπα μὲ ἀναμφισβήτητο ἐκκλησιαστικὸ κύρος, ποὺ ἦσαν ἄμεσα συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ἀπὸ τὴνἐποχὴ τοῦ πρώτου Σχίσματος (867 μ.Χ.), ὅταν τὸ «παπικὸν πρωτεῖον ἐξῆλθεν πλέον τῆς θεωρητικῆς καὶ ἀορίστου μορφῆς τὴν ὁποίαν μέχρι τοῦδε διετήρει καὶ ἔλαβε πρακτικὴν καὶ ὡρισμένην μορφὴν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», προβάλλονται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι, σὲ ἀντίδραση στὶς γνωστὲς θέσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα.
Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἕκαστος τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει σὲ τακτὴ ξεχωριστὴ ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε καὶ ἰδία ἡμέρα γιὰ τὴν κοινὴ ἑορτὴ αὐτῶν ποὺ κακοπάθησαν γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ εἶναι:
- Ἄγαβος, προφήτης, ὁ ὁποῖος προεφήτευσε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν μέγα λιμὸ εἰς Ἱερουσαλήμ († 8 Ἀπριλίου).
- Ἀκύλας, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μετὰ τῆς σζύγου αὐτοῦ Πρισκίλλης, μαρτυρικὰ τελειωθέντες († 14 Ἰουλίου, † 13 Φεβρουαρίου).
- Ἀμπλίας, Ἐπίσκοπος Ὀδυσσουπόλεως (τῆς Μακεδονίας), ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
- Ἀνανίας, μαθητὴς τοῦ Κυρίου στὴ Δαμασκό, συναντήσας, καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Κυρίου, τὸν Σαούλ (Παῦλο) τυφλωθέντα, τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε καὶ ἐβάπτισε. Ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ, τελειωθεὶς διὰλιθοβολισμοῦ († 1 Ὀκτωβρίου).
- Ἀνδρόνικος, Ἐπίσκοπος Πανονίας († 17 Μαΐου, † 30 Ἰουλίου, 22 Φεβρουαρίου εὕρεσις λειψάνων).
- Ἀπελλῆς, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 10 Σεπτεμβρίου).
- Ἀπελλῆς (ἕτερος ἢ ὁ προηγούμενος), Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας († 31 Ὀκτωβρίου).
- Ἀπολλώ(ς), Ἐπίσκοπος Καισαρείας († 8 Δεκεμβρίου).
- Ἀπφία(ς) (ἢ Ἀπφίων)· σαφῶς πρόκειται περὶ γυναίκας Ἀποστόλου, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή: «καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ». Συνεμαρτύρησε μετὰ τῶν Ἀποστόλων Φιλήμονος, Ἀρχίππου καὶ Ὀνησίμου ἐπὶ Νέρωνος (φέρεται ὡς σύζυγος τοῦ Φιλήμονος) († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
- Ἀρίσταρχος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Ἀπαμείας,ἀποκεφαλισθεὶς ὑπὸ Νέρωνος († 27 Σεπτεμβρίου, † 14 Ἀπριλίου).
- Ἀριστόβουλος, Ἐπίσκοπος Βρεττανίας, ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα († 31 Ὀκτωβρίου, † 15 Μαρτίου).
- Ἀρτεμᾶς, Ἐπίσκοπος Λύστρων († 30 Ὀκτωβρίου).
- Ἄρχιππος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς Κολοσσάς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Νέρωνος († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
- Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας, ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς († 8 Ἀπριλίου).
- Ἀχαϊκός, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο, ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα († 15 Ἰουνίου).
- Βαρνάβας ἢ Ιωσῆς, Κύπριος τὴν πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἑβραίους τῆς νήσου καὶ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἀπὸ Ἰωσῆς, γιὰ τὸ γλυκύ του κήρυγμα, μετονομάσθηκε Βαρνάβας, που σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀντιόχεια, Ἱερουσαλὴμ, Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια καὶ Κύπρο, ὅπου ἐλιθοβολήθηκε καὶ παραδόθηκε στὸ πῦρ. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπου († 11 Ἰουνίου).
- Γάϊος, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου († 5 Νοεμβρίου).
- Ἐπαινετός, Ἐπίσκοπος Καρθαγένης († 30 Ἰουλίου).
- Ἐπαφρόδιτος (ἢ Ἐπαφρᾶς), Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος ἢ Κολώνης ἢ Ἀδράκης († 8 Δεκεμβρίου).
- Ἔραστος, οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ Ἐπίσκοπος Πανεάδος († 10 Νοεμβρίου).
- Ἑρμᾶς, Ἐπίσκοπος Φιλίππων ἢ Φιλιππουπόλεως († 5 Νοεμβρίου).
- Ἑρμῆς, Ἐπίσκοπος Δαλματίας († 8 Μαρτίου).
- Εὔβουλος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
- Εὔοδος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου († 7 Σεπτεμβρίου).
- Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχώ, τὸν ὁποίον ἐκάλεσε ὁ Κύριος († 20 Ἀπριλίου).
- Ζηνᾶς ἢ Ζήνων, Ἐπίσκοπος Διοσπόλεως τῆς Λαοδικείας († 27 Σεπτεμβρίου).
- Ἡρωδίων καὶ Ροδίων ἢ Ρόδιος, Ἐπίσκοπος Νέων Πατρῶν, ἀκόλουθος τῶν Ἀποστόλων,ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν ἢ Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ὀλυμπᾶ († 28 Μαρτίου, † 8 Ἀπριλίου, † 10 Νοεμβρίου).
- Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ἀδελφὸς τοῦ Κυρίουκαὶ υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, συγγραφεὺς τ[ςη φερωνύμου Καθολικῆς Ἐπιστολῆς καὶ πρῶτος Ἱεράρχης Ἱεροσολύμων. Ὁ Ἅγιος ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς ὑπὸ Ἰουδαίων († 23 Ὀκτωβρίου καὶ Κυριακὴ μετᾶ τὴν Χριστοῦ γέννησιν).
- Ἰάκωβος ὁ Ἀλφαίου ἢ Ἀλφαῖος, ἀδελφὸς Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ († 9 Ὀκτωβρίου, † 26 Μαΐου).
- Ἰάσων, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 29 Ἀπριλίου).
- Ἰούδας ὁ Ἰακώβου ἢ Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος, ἀδελφὸς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, ἀδελφὸς δὲ γνήσιος Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου († 19 Ἰουνίου, † 21 Αὐγούστου).
- Ἰουνία(ς)· πρόκειται περὶ ἀνδρὸς Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις». Δυστυχῶς στοὺς Συναξαριστὲς ἐθεωρήθηκε ὡς γυναίκα, ἐνῷ σὲ πολλοὺς κώδικες γράφεται ὀρθῶς: «(Ἀνδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καὶ τὸν ὑπερθαύμαστον Ἰουνίαν». Καὶ τὸ δίστιχο μαρτυρεῖ: «Ἰουνία(ς) τέθνηκε μηνὶ Μαΐῳ, ὃς πρῶτος ἐστὶν εἰσιὼν Ἰουνίου» († 17 Μαΐου, † 22 Φεβρπυαρίου – εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων).
- Ιοῦστος ἢ Ἰωσὴφ ἢ Βαρσαββᾶς ἢ Ἰησοῦς ἢ Ἰωσῆς, Ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως, ὁ σύμψηφος γενόμενος τοῦ Ματθίου, ὁ ἀδελφόθεος († 30 Ὀκτωβρίου).
- Καῖσαρ, Ἐπίσκοπος Κορώνης († 8 Δεκεμβρίου).
- Κάρπος, Ἐπίσκοπος Βερόης ἢ Βεροίας τῆς Θράκης († 26 Μαΐου).
- Κηφᾶς († 8 Δεκεμβρίου).
- Κλήμης, Ἐπίσκοπος Σαρδέων ἢ Σαρδικῆς († 10 Σεπτεμβρίου).
- Κοδρᾶτος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Μαγνησία († 21 Σεπτεμβρίου).
- Κουᾶρτος, Ἐπίσκοπος Βηρυτοῦ (†10 Νοεμβρίου).
- Κρήσκης, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος († 30 Ἰουλίου).
- Λίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης μετὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο († 5 Νοεμβρίου).
- Λουκᾶς ἢ Λούκιος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Λαοδικείας, δάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «ὃν ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῇ μαρτυρεῖ» († 10 Σεπτεμβρίου).
- Μᾶρκος, ὁ καὶ Ἰωάννης, Ἐπίσκοπος Βύβλου τῆς Ἀντιόχειας, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ «οὗ ὁ ἈπόστολοςΛουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσι μέμνηται» († 27 Σεπτεμβρίου).
- Μᾶρκος (ἕτερος), ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τοῦ προηγουμένου, «οὗ ὁ Ἀπόστολος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς μέμνηται» († 30 Ὀκτωβρίου).
- Ματθίας, ὁ διᾶ κλήρου ἀναπληρώσας Ἰούδα τὸν προδότη καὶ συγκαταριθμηθεὶς στοὺς Δώδεκα († 9 Αὐγούστου).
- Νάρκισσος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 31 Ὀκτωβρίου).
- Νικάνωρ, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, τελειωθεὶς τὴν αὐτὴ ἡμέρα μετὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου († 28 Ἰουλίου).
- Νυμφᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
- Ὀλυμπᾶς, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλο Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ροδίωνος († 10 Νοεμβρίου).
- Ὀνήσιμος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στοὺς Ποτίολους († 15 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
- Ὀνησιφόρος, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 7 Σεπτεμβρίου, † 8 Δεκεμβρίου).
- Οὐρβανός, Ἐπίσκοπος Μακεδονίας, ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
- Παρμενᾶς, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά († 28 Ἰουλίου).
- Πατρόβας, Ἐπίσκοπος Ποτιόλων († 5 Νοεμβρίου).
- Πούδης, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
- Πρόχορος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, συνεργὸς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ στὴ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου († 28 Ἰουλίου).
- Ροῦφος, Ἐπίσκοπος Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
- Σίλας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
- Σιλουανὸς, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
- Σίμων ἢ Συμεὼν ἢ Κλεόπας, ὁ ἀδελφόθεος, δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς Ἰακώβου. Ὁ Ἅγιος ἐσταυρώθηκε ἐπὶ Τραϊανοῦ († 27 Ἀπριλίου, † 30 Ὀκτωβρίου).
- Στάχυς. Ἐπίσκοπος (πρῶτος) Βζαντίου, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 31 Ὀκτωβρίου).
- Στεφανᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 15 Ἰουνίου).
- Στέφανος, πρωτομάρτυρας καὶ ἀρχιδιάκονος. Ἐτελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ († 27 Δεκεμβρίου, † 2 Αὐγούστου, † 15 Σεπτεμβρίου).
- Σωσθένης, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος († 8 Δεκεμβρίου).
- Σωσίπατρος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 10 Νεομβρίου, † 29 Ἀπριλίου).
- Τέρτιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ὀκτωβρίου).
- Τιμόθεος, Ἐπίσκοπςο Ἐφέσου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 22 Ἰανουαρίου).
- Τίμων, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Βόστρων, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 28 Ἰουλίου).
- Τίτος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς Κρήτης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 25 Αὐγούστου).
- Τρόφιμος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
- Τυχικός, Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος ἢ Κολοφῶνος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 8 Δεκεμβρίου).
- Φιλήμων, Ἐπίσκοπος Γάζης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικὰ στὶς Κολοσσὲς ἐπὶ Νέρωνος († 19 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
- Φίλιππος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτισε Σίμωνα τὸν Μάγο καὶ τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης († 11 Ὀκτωβρίου).
- Φιλόλογος, Ἐπίσκοπος Σινώπης, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 5 Νοεμβρίου).
- Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
- Φουρτουνᾶτος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά (†15 Ἰουνίου).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας πίστεως, τῷ ἀμφιβλήστρῳ, ἐζωγρήσατε, ἐθνῶν ἀγέλας, Ἑβδομήκοντα Κυρίου Ἀπόστολοι, πρὸς εὐσεβείας τὴν θείαν ἐπίγνωσιν, ὡς δεδεγμένοι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Μύσται ἔνθεοι, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς Ἑβδομήκοντα σοφοὺς Ἀποστόλους, ὡς εὐσεβείας γεωργοὺς θεηγόρους, χαρμονικῶς αἰνέσωμεν ᾀσμάτων ᾠδαῖς· οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, τὸν σωτήριον λόγον, κόσμῳ ἐγκατέσπειραν, ὡς Χριστοῦ οἰκονόμοι· καὶ νῦν ἀπαύστως νέμουσιν ὑμῖν, τῶν ἐπταισμένων θεόθεν τὴν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Ἑβδομηκοντάριθμος καὶ σεπτός, δῆμος Ἀποστόλων, τὸν τῆς πίστεως θησαυρόν, τοῖς ἐν ἀπιστίᾳ, διέδωκαν πλουσίως· ὑμνήσωμεν τὴν τούτων, θείαν συνέλευσιν.
Οἱ Ἅγιοι Ζώσιμος καὶ Ἀθανάσιος
Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ἔζησε στὴν Κιλικία καὶ ἐκατοικοῦσε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ τὸν ἀναζήτησαν οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Δομετιανό. Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁμολόγησε μὲ παρρησία μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἄρχοντας τότε διέταξε νὰ ὑποβάλουν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τοῦ ἔκαψαν, λοιπόν, τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι γεμάτο βόρβορο ποὺ ἐκόχλαζε καὶ τελικὰ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Κατὰ τρόπο ὅμως θαυμαστὸ διασώθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν ἐσταμάτησε ἐδῶ· ἔριξαν τὸν ἅγιο στὴν ἀρένα τοῦ θεάτρου νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ἐκεῖ ὅμως ἐμφανίσθηκε ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ ὁμίλησε γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσελκυσθεῖ στὴν Χριστιανικὴ πίστη ὁ Κομενταρήσιος Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ καὶ ὁ τύραννος, ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο.
Ὁ Ἅγιος, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, πῆγε στὰ ὄρη ὅπου καὶ διέμενε. Μαζί του πῆγε καὶ ὁ Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο καὶ κατήχησε στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐβάπτισε. Ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο, ποὺ ἦταν οἱ δύο Ἅγιοι, μία πέτρα ἐσχίσθηκε ξαφνικὰ σὲ δύο μέρη. Οἱ Ἅγιοι ἀμέσως μπῆκαν κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Κύριο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν σύνεσή της. Ἦταν κόρη τοῦ Ἀνθεμίου, τὸν ὁποῖο ἐχειροτόνησε ὁ Πάπας Λέων ὁ Μέγας καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν διαχείριση θεμάτων τῆς Ρώμης.
Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἡ Ἀπολλιναρία εἶχε διακαὴ τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὸν παρθενικὸ βίο καὶ παρακαλοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα νὰ τὴν βοηθήσει νὰ πετύχει αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή της. Παρακάλεσε, λοιπόν, θερμὰ τοὺς γονεῖς της νὰ τῆς ἐπιτρέψουν νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ γονεῖς της ἄκουσαν τὴν παράκλησή της καὶ τῆς ἐπέτρεψαν. Τότε ἐκείνη, ἀφοῦ πῆρε μαζί της δούλους καὶ δοῦλες, καθὼς ἐπίσης καὶ χρυσάφι, ἄργυρο καὶ πολυτελὴ ἐνδύματα, ἔφθασε στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐμοίρασε στοὺς πτωχοὺς ὅλα ὅσα εἶχε πάρει μαζί της.
Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν προσκυνηματική της ἐπίσκεψη στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐχάρισε τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας στοὺς δούλους καὶ στὶς δοῦλες ποὺ εἶχε πάρει μαζί της καὶ τοὺς ἄφησε νὰ γυρίσουν πίσω στὴν Ρώμη, μὲ τὸ δικαίωμα πλέον τοῦ ἐλεύθερου πολίτου. Ἐκράτησε ὅμως κοντά της ἕνα σεβάσμιο γέροντα καὶ ἕναν εὐνοῦχο. Μ’ αὐτοὺς μαζὶ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἔφθασε σὲ κάποιον πεδινὸ τόπο, σκέφθηκε νὰ σταματήσουν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Μόλις ὁ ὕπνος πῆρε τοὺς κουρασμένους συνοδοιπόρους της, ἡ Ἁγία ἔφυγε χωρὶς νὰ τὴν πάρουν εἴδηση καὶ μπῆκε στὴν δασώδη περιοχὴ ποὺ ἦταν δίπλα, περιφρονώντας ἔτσι ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἦταν καὶ ἑλώδης. Στὸ ὀχληρὸ αὐτὸ ἕλος ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Κατὰ τὴν παραμονή της ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ τσιμπήματα τῶν κουνουπιῶν τὸ δέρμα τοῦ μακάριου σώματός της ἔγινε σὰν τὸ δέρμα χαλώνας.
Ἀκολούθως, φορώντας ἐνδυμασία ἀσκητοῦ, πῆγε σὲ Σκήτη ποὺ ἀσκήτευαν ἅγιοι Πατέρες. Τοὺς εἶπε πὼς ὀνομάζεται Δωρόθεος καὶ πὼς εἶναι εὐνοῦχος. Ὁ θαυμαστὸς ἡγούμενος τῆς Σκήτης Μακάριος τὴν δέχθηκε μὲ ἐγκαρδιότητα καὶ τῆς παρεχώρησε κελλὶ νὰ μένει. Ἡ Ἀπολλιναρία ἐκλείσθηκε μέσα στὸ κελλὶ αὐτὸ καὶ προσευχόταν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα.
Ὁ πατέρας της Ἀνθέμιος εἶχε καὶ μία ἄλλη θυγατέρα. Αὐτὴ κάποτε προσβλήθηκε ἀπὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο. Ἀμέσως ὁ Ἀνθέμιος τὴν ἔστειλε στοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ γνωρίζει τὸ παραμικρὸ σχετικὰ μὲ τὴν εὐλογημένη θυγατέρα του, τὴν Ἀπολλιναρία, ποὺ βρισκόταν στὴν Σκήτη καὶ ὀνομαζόταν Δωρόθεος.
Οἱ συνοδοί, λοιπόν, ὁδήγησαν τὴν δαιμονισμένη κόρη στὸν ἀββᾶ Δωρόθεο. Μέσα σὲ λίγες ἡμέρες τὸ κορίτσι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὸ ἐβασάνιζε, καὶ οἱ Πατέρες τὸ ἔστειλαν, ὑγιὲς πλέον, στὸν πατέρα του. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἄρχισε νὰ φαίνεται στοὺς πολλοὺς πὼς ἡ κόρη ἦταν ἔγκυος. Τότε ὁ πατέρας της, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε καταστεῖ ἔγκυος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἡ εὐλογημένη ὅμως Ἀπολλιναρία ἔδειξε μὲ κάποια σημεῖα αὐτὸ ποὺ ἦταν στὴν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδὴ ἦταν γυναίκα καὶ ὄχι ἄνδρας ὅπως ἔδειχνε τὸ σχῆμα της. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ προκάλεσε σὲ ὅλους θαυμασμὸ καὶ ἀγωνία· καὶ ἰδιαίτερα θαυμασμό, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀδελφή της ἡ δαιμονισμένη ἐθεραπεύθηκε θαυματουργικά, ὕστερα ἀπὸ τὶς προσευχές της.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ Ἀπολλιναρία, ἀφοῦ ἔμεινε λίγες ἡμέρες μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της, ἐγύρισε πάλι στὸ κελλί της, στὴν Σκήτη, χωρὶς νὰ μάθει κανένας ἀπὸ τοὺς Πατέρες αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει. Ἔτσι, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ὅτι ἦταν γυναίκα, ὅλοι τὴν ἐμακάρισαν γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου της.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφημία
Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καὶ ἡ Ἁγία Εὐφημία ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Περὶ τοῦ χρόνου τοῦ μαρτυρίου τους οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν. Γιὰ τὴν Ἁγία Εὐφημία ἀναφέρεται ἁπλῶς «τῆς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θεωροῦμε, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ τάφου αὐτῆς.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες αὐτοί. Στοὺς Συναξαριστὲς καλοῦνται Μάρτυρες, ἀλλὰ τελειωθέντες μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Κουκουμᾶ ἢ Κουκουμίου ἢ Κουκούμης τῆς Σικελίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κτίσις βασίλειος, Θεοῦ γενόμενος, βίον κατάλληλον, τῇ κλήσει ἔσχηκας, εὐαρεστήσας τῷ Θεῷ, ἐν ἔργοις δικαιοσύνης· ὅθεν Μοναζόντων σε, ποδηγέτην ἀνέδειξε, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος, ὁ δεχθεὶς τοὺς ἀγῶνάς σου· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαίροις Θεόκτιστε θεόφρον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Δυσμῶν ὡς ἥλιος ἐξανατείλας, μυστικῶς κατηύγασας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀσκητικαῖς σου φαιδρότησι, Πάτερ παμμάκαρ, Θεόκτιστε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Φοῖνιξ ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, θάλλων διεξόδοις, σῶν ἱδρώτων τῶν εὐαγῶν· ὅθεν διατρέφεις, καρποῖς σου ἀθάνατοις, ἡμῶν τὰς διανοίας, Πάτερ Θεόκτιστε.
Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος Ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεόπροβος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται μόνο ὅτι ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος (ὁ ναὸς ἢ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου), κεῖται πλησίον τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ἀνηγέρθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο (324 – 337 μ.Χ.) πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου, , τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ στὶς 11 Μαΐου, ἐπὶ τῆς θέσεως παλαιοῦ ἐθνικοῦ ναοῦ στὸ Ἐξωκιόνιον (Ἕξ Μάρμαρα) τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ (379 – 395 μ.Χ.) ὁ ναὸς αὐτὸς ἐδόθηκε στοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς ποὺ ὀνομάσθηκαν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐξωκιονίτες. Ἀργότερα κτίσθηκε ἐκεῖ νέος ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Α’ (525 – 565 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β’ (867 – 886 μ.Χ.). Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ἐκκλησιάζονταν, σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικό, οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου δύο φορὲς τὸν χρόνο: τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Στὶς 11 Μαΐου 903 μ.Χ., ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ὑπέστη ἐντὸς τοῦ ναοῦ δολοφονικὴ ἐπίθεση ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ καὶ ἀπὸ τότε καταργήθηκε ὁ ἐκεῖ ἐκκλησιασμὸς τῶν αὐτοκρατόρων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος ἐκ Γεωργίας
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.
Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τελεῖται καὶ στὶς 4 Φεβρουαρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ Στυλίτης
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 872 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος Ἡγούμενος Μονῆς Βατοπαιδίου και οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες 12 Μοναχοί
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάπα Οὐρβανοῦ Δ’ (1263) καὶ τοῦ διαδόχου του Κλήμεντος Δ’ (1267) ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Παλαιολόγος ἄρχισε νὰ διαπραγματεύεται γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν Δυτική. Ὁ Πάπας Κλήμης Δ’ ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ὑπογραφὴ τοὺς ὅρους τῆς ἑνώσεως, στοὺς ὁποίους μεταξὺ ἄλλων ὁ Πάπας ἐθεωρεῖτο ὡς δικαιούμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κρίνει καὶ νὰ ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ κάθε δογματικὸ ζήτημα ἢ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Ἔτσι ὁ Πάπας ἀναδεικνυόταν σὲ ὑπέρτατη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, οἱ δὲ Σύνοδοι, Τοπικὲς ἢ Οἰκουμενικές, ἐκμηδενίζονταν. Τὸ ζήτημα ὅμως λόγῳ πατριαρχικῶν ἀνωμαλιῶν δὲν ἐπροχώρησε καὶ ὁ αὐτοκράτορας δὲ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει μόνος. Οἱ διαπραγματεύσεις ἐπανελήφθησαν τὸ ἔτος 1273, ὅταν προχειρίσθηκε Πάπας ὁ Γρηγόριος ὁ Ι’, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε ὅτι δέχεται τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως νὰ συζητηθεῖ σὲ Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁρίσθηκε νὰ συνέλθει στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ὁ βασιλεὺς ἐδήλωσε στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα, ὅτι δέχεται τὴν πρόταση καὶ θὰ ἀποστείλει πρέσβεις ἐπιτετραμμένους στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἤθελε νὰ ὑπογράψει ἕνωση μὲ τὸν Πάπα ποὺ θὰ ἀναγνώριζε σὲ αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων τέτοια ἐξουσία. Ὁ βασιλεὺς ἐξοργίσθηκε. Μὴ τολμῶν νὰ ἐγγίσει τὸν Πατριάρχη προέβη σὲ φοβερὸ διωγμὸ τῶν λοιπῶν, ἄλλους ἐβασάνισε καὶ ἄλλους ἐξόρισε. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐτάχθησαν κατὰ τῆς ἑνώσεως, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ πεῖσμα, δήλωσε, ὅτι, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε ἀνακτήσει τὴν Πόλη ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἐδικαιοῦτο νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης της, καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ νὰ τοῦ καταβάλουν ἐνοίκιο γιὰ τὶς κατοικίες τους. Ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ καὶ τὰ βίαια μέτρα ἔκαναν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ φύγουν σὲ χῶρες ἔξω ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορος, ἄλλους δὲ ν’ ἀποσυρθοῦν στὴν ἐπαρχία, ὅπου διοργάνωσαν ἔνοπλα σώματα κατὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθαιρεσίας.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ βασιλικοὶ ἀπεσταλμένοι μετέβησαν στὴν Σύνοδο τῆς Λυῶνος καὶ ὑπέγραψαν τὶς παπικὲς προτάσεις περὶ ἑνώσεως, ἀπεδέχθησαν δηλαδὴ τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἀνεγνώρισαν τὴν κυριαρχία τοῦ Πάπα καὶ τὸ δικαίωμά του νὰ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὅταν αὐτὸς θὰ ἐλειτουργοῦσε. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε στὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως καὶ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του.Ἔτσι, τὸν Μάϊο τοῦ 1275, Πατριάρχης ἔγινε ὁ ἕως τότε Χαρτοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰωάννης Βέκκος.
Ὅμως, ὁ λαός, ὁ κλῆρος καὶ οἱ μοναχοὶ ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν ἕνωση, τὴν ὁποίαν ἀπέκρουαν καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Εὐλογία, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου Νικηφόρος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννης, δούκας τῶν Νέων Πατρῶν, καὶ ἄλλοι συγγενεῖς τοῦ βασιλέως. Δυστυχῶς οἱ πιέσεις καὶ οἱ ἐκβιασμοὶ γιὰ τὴν ἕνωση συνεχίσθηκαν μὲ τὰ πλέον τυραννικὰ μέσα καὶ τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ μάχη δὲν ἔμεινε ἀμέτοχο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου διαμαρτυρήθηκε τολμηρὰ κατὰ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ Πατριάρχου. Κατεδίωξαν, λοιπόν, τοὺς μοναχοὺς κατὰ τὸν κινηθέντα κατὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους διωγμὸ τὸ ἔτος 1285. Ἄλλους ἐβασάνισαν, τὸν δὲ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Εὐθύμιο ἔπνιξαν στὴν θάλασσα, ἐνῶ δώδεκα ἄλλους μοναχοὺς τοὺς ἀπηγχόνησαν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Α’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1286.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ὁ Διάκονος
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο μ.Χ. αἰώνα στὴν Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἁγιοποιήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγίους τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὴν ἑπόμενη περίοδο μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Μογγόλων, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Γαλικίας Ἅγιο Πέτρο τὸν Μογγίλα, τὸ ἔτος 1643.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν (Μολγιούμποφ) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τῆς πόλεως Ροστὼβ Βελίκιϊ. Τὸ 1672 ἔγινε ἡγούμενος σὲ Μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὸ 1674 στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας. Στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1699.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Χίῳ
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος, ποὺ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Ματθαῖος, καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Τύρναβο καὶ ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάμπροβα ἀπὸ εύκατάστατους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Δέτζιο, προσῆλθε ἀργότερα στὸν μοναχισμὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἄννα. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἦλθε σὲ φιλονικία μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἀταξία, καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μὲ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νὰ ἁρπάξουν αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τὸν Μωαμεθανισμό, ἀλλὰ ἀργότερα μετανόησε γιὰ τὴν ἀσεβὴ αὐτὴ πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Μανασσῆ. Στὴν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τὸν πνευματικὸ Νικηφόρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στὴν συνέχεια, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μὲ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, στὴν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀμέσως μετὰ ἔλαβε λάδι ἀπὸ τὶς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καὶ ἀφοῦ προσκύνησε σὲ κάποιο ναὸ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἐξῆλθε στοὺς δρόμους ἐπιζητώντας τὴν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ὡς μόνο ἀληθινὸ Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή. Ἦταν τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καὶ ὥρα ἐνάτη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν θάλασσα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νεομάρτυρος ἐκ Κονίτσης
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 23 Σπετεμβρίου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ἔτος 1814, οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν σὲ ἕναν ἀγρό. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1814 – 1821, τὰ ἱερὰ λείψανα μεταφέρθηκαν κρυφὰ στὴν ἱερὰ Μονὴ Προυσιωτίσσης Εὐρυτανίας ἀπὸ τὸν ἱερέα Κύριλλο Καστανοφύλλη καὶ κατετέθησαν σὲ τόπο κρυφό. Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ τὸ γεγονὸς περιέπεσε σὲ λήθη. Ἀλλὰ ὁ δοξάζων τοὺς Ἁγίους Κύριος ἀπεκάλυψε αὐτὰ στοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς, οἱ ὁποίοι ἀπεφάσισαν, στὶς 4 Ἰανουαρίου 1974, νὰ ἀνοίξουν τὴν κρύπτη πάνω στὴν ὁποία εἶχε χαραχθεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ κομίσαντος: «Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω, ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μὴ κίνει». Μόλις οἱ μοναχοὶ ἀποκύλησαν τὸν λίθο ποὺ ἦταν πάνω στὴν κρύπτη, ἄρρητη εὐωδία ἐξῆλθε, ποὺ εὐχαρίστησε καὶ ἐξέπληξε τὶς ψυχές τους. Μέσα στὴν κρύπτη ὑπῆρχε μία ξύλινη λειψανοθήκη ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσονταν ἡ τίμια κάρα μετὰ τῶν ὀστέων ἀγνώστου Ἁγίου. Ἐρευνώντας τὸν τόπο βρῆκαν ἕνα κεραμίδι ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀναγραφόταν: «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ 1814 Σεπτεμβρίου κγ’».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr
Σελίδα 314 από 415